Κυριακή 10 Ιανουαρίου 2021

Εσχατολογία Β Η «όγδοη ημέρα» ΣΤΑΥΡΟΥ ΓΙΑΓΚΑΖΟΓΛΟΥ ΕΠΙΚ. ΚΑΘΗΓΗΤΗ ΔΟΓΜΑΤΙΚΗΣ



«Προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν καί ζωήν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος. Αμήν»: Η κοινωνία των εσχάτων
Η «όγδοη ημέρα»
1. Η ανάσταση του γένους των ανθρώπων
1.1. Η ανάσταση ως προέκταση της νίκης του Χριστού επί του θανάτου
1.2. Ανάσταση ψυχών και σωμάτων
2. Η ζωή του «μέλλοντος αἰῶνος»
2.1. Η προσωπική ελευθερία ως προϋπόθεση της θέωσης
2.2. Η ανακαίνιση της Δημιουργίας: Πρωτολογία και εσχατολογία
«Ἰδοὺ καινὰ ποιῶ πάντα» (Αποκ 21, 5): Η ζωή του μέλλοντος αιώνος
Η «όγδοη ημέρα»
Η ανάσταση του γένους των ανθρώπων
Η ανάσταση ως προέκταση της νίκης του Χριστού επί του θανάτου
Η σύγχρονη ιδέα του γραμμικού χρόνου και της ιστορίας έχει προέλθει από τη βιβλική παράδοση. Ο κόσμος είναι η δημιουργία του Θεού που κτίσθηκε για να οδηγηθεί μέσω του ανθρώπου στην έσχατη τελείωση. Η πορεία του συνιστά μοναδική, αμετάτρεπτη και ανεπανάληπτη κίνηση που κατευθύνεται από την συνεχή πρόνοια ενός ζωντανού και ενεργητικού Θεού μέσα στην ιστορία της κτίσης και της ανθρωπότητας. Μολονότι άκτιστος και αιώνιος, ο βιβλικός Θεός δρα και ενεργεί στην ιστορία. Είναι ο Κύριος του κόσμου και της ιστορίας. Εντός της ιστορίας και όχι ανεξάρτητα από την κτίση, οι άνθρωποι συναντούν και διαλέγονται με τον προσωπικό Θεό της Βίβλου. Ως ιστορία εδώ εκλαμβάνεται η σκόπιμη και προγραμματισμένη πορεία του κόσμου, η οποία οδηγεί σε ένα εσχατολογικό τέλος. Αν η φύση έλκει τον άνθρωπο να ανακαλύψει τους νόμους, τη δομή και τη λειτουργία της, η ιστορία επιζητεί από τον άνθρωπο να την ερμηνεύσει. Τα γεγονότα της ιστορίας δεν είναι ποτέ αντικειμενικά φαινόμενα, αλλά πράγματα που επιζητούν ερμηνεία, γιατί εμπεριέχουν νόημα, έκφραση, εσκεμμένη ή αυθόρμητη αντανάκλαση της ανθρώπινης δράσης και ζωής.
Στην Αγία Γραφή δεν μπορεί, ασφαλώς, να βρεθεί μία επεξεργασμένη με σαφήνεια «φιλοσοφία της ιστορίας». Υπάρχει, όμως, μία περιληπτική θεώρηση της ιστορίας, η προσδοκία για μία νέα εποχή που ξετυλίγεται, ξεκινώντας από κάποια «αρχή» και κατευθύνεται προς κάποιο «τέλος» με τη θέληση του Θεού, ο οποίος συνεργάζεται με τους ανθρώπους για την πραγματοποίηση ενός σκοπού. Η Παλαιά Διαθήκη διαδραμάτισε ρόλο παιδαγωγίας και προπαρασκευής της ανθρωπότητας όλης για τον Χριστό. Η πορεία του ανθρώπινου γένους εισέρχεται σε νέα φάση με τον παράδοξο όσο και συναρπαστικό διάλογο
Θεού και Ισραήλ, ο οποίος τείνει πάντοτε προς ένα και μοναδικό σκοπό: την πλήρη αποκάλυψη του θεϊκού θελήματος για τη σωτηρία του ανθρώπου και του κόσμου. Η ιστορία του Ισραήλ είναι η προϊστορία κατά κάποιο τρόπο του Χριστού και της Εκκλησίας. Στη θεϊκή κλήση ο λαός του Θεού ανταποκρίνεται άλλοτε θετικά και άλλοτε αρνητικά με μία δραματική διαδικασία, η οποία θα καταλήξει στην ενανθρώπηση, στην έλευση του ίδιου του Θεού εντός της ιστορίας.
Ο Χριστιανισμός εμφανίσθηκε, λοιπόν, ως μία εσχατολογική πίστη γι’ αυτό ακριβώς και προσέδωσε νόημα και σκοπό στην ιστορία. Η αλήθεια και το νόημα της πορείας του κόσμου και του ανθρώπου δεν εντοπίζεται στους συμπαντικούς νόμους της φύσης, αλλά σε ένα πρόσωπο που εισέρχεται στην ιστορία και προσλαμβάνει τη μοίρα του ανθρώπου και της κτίσης. Όλα τα γεγονότα που σχετίζονται με το πρόσωπο και το έργο του Χριστού είναι εσχατολογικά, γιατί είναι μοναδικά, τελικά, κρίσιμα και αποφασιστικά. Έγιναν «ἐφάπαξ» μέσα στην ιστορία (Βλ. Ρωμ. 6, 10. Εβρ. 7, 27. 9, 12. 10, 10). Είναι τα τελευταία γεγονότα γιατί αποπερατώνουν και εκπληρώνουν την ιστορία και είναι εσχατολογικά επειδή είναι ιστορικά κατ’ εξοχήν. Υπό την έννοια αυτή ο Χριστός είναι το «τέλος της ιστορίας». Από τη δημιουργία του κόσμου και του ανθρώπου ως τη συντέλεια, η πορεία της ιστορίας κινείται γραμμικά και ευθύγραμμα. Ωστόσο, η ευθύγραμμη αυτή πορεία λυγίζει σε ένα κρίσιμο σημείο της, το οποίο αποτελεί και το κέντρο της ιστορίας, δηλαδή, της ιστορίας της σωτηρίας. Και αυτό το κέντρο είναι ο Χριστός. Βεβαίως, η ιστορία προχωρεί και τείνει προς ένα άλλο εσχατολογικό γεγονός, την έλευση της Βασιλείας, η οποία αναμένεται να αποπερατώσει και να θέσει τέλος στην πορεία της. Ωστόσο, αρχή, κέντρο και τέλος της ιστορίας συμπίπτουν όχι ως γεγονότα καθαυτά, αλλά ως γεγονότα τα οποία εκπληρώνονται, ερμηνεύονται και νοηματοδοτούνται τελικά από το πρόσωπο και το έργο του Χριστού. Ο Χριστός ως πρόσωπο είναι το κέντρο, η αλήθεια και η πληρότητα της ιστορίας, το άλφα και το ωμέγα, ο πρώτος και ο τελευταίος. Στο πρόσωπο και στο έργο του η ιστορία του ανθρώπου αποκτά νόημα και σκοπό και, συνάμα, κατά κάποιο τρόπο, η «ιστορία του Θεού» συναντά την ιστορία του ανθρώπου. Την παράδοξη αυτή πραγματικότητα η θεολογική γλώσσα ονόμασε «ιστορία της θείας οικονομίας», ως ιστορία των ενεργειών του Θεού στην κτίση και στην ιστορία των ανθρώπων. Εξάπαντος, η Αγία Γραφή αφηγείται πρόσωπα και γεγονότα, τα οποία ήταν όλα μοναδικά και ανεπανάληπτα. Επειδή δεν περιγράφει τη δομή ή τη λειτουργία της φύσης, η γλώσσα της δεν μπορεί να γίνει η απρόσωπη και ψυχρή γλώσσα των στοιχείων της φύσης, αλλά εκφράζει τη δυναμική των προσωπικών σχέσεων και γεγονότων.
Από τη δημιουργία της κτίσης και την αστοχία του προπατορικού αμαρτήματος ως την μεσσιανική προετοιμασία της Παλαιάς Διαθήκης, αλλά και από την ενανθρώπηση ως το προσδοκώμενο τέλος των εσχάτων της Βασιλείας, η χριστιανική προσέγγιση στην ιστορία δεν είναι καθόλου απλώς ένας υποκειμενικός επαναπροσδιορισμός του ανθρώπου στον χρόνο. Η αποκάλυψη του Θεού στο πρόσωπο του Χριστού υπήρξε μία αποκάλυψη τελικού χαρακτήρα, η οποία φανέρωσε μία νέα διάσταση της ανθρώπινης ύπαρξης. Φανέρωσε όχι απλώς την «ιστορικότητα» της ανθρώπινης ύπαρξης, αλλά την ανακάλυψη της προοπτικής στην ιστορία, κατά την οποία η ιστορική ύπαρξη του ανθρώπου αποκτά σημασία και νόημα και συνεπάγεται την υπαρξιακή επανεκτίμηση του ίδιου του χρόνου. Είναι άλλο πράγμα η ιστορικότητα ως έγχρονος βίος και άλλο πράγμα η ιστορικότητα με νόημα, σκοπό και προοπτική. Η βιβλική εσχατολογική αντίληψη του Ευαγγελίου δεν συνιστά ιστορικό μηδενισμό ή απλώς μία τραγική αντίληψη και υπαρξιακή αγωνία για το πεπρωμένο του ανθρώπου, αλλά σαφώς μία αισιόδοξη εμπειρία συνάμα και προσδοκία.
Αλλά αν η αποκάλυψη του Θεού στο πρόσωπο του Χριστού έχει για τον Χριστιανισμό έναν χαρακτήρα «τελικό», η ιστορία μετά την έλευση του Χριστού στον κόσμο έχει κάποια σημασία; Μήπως η «ιστορία της σωτηρίας» έκλεισε οριστικά και ο άνθρωπος απλώς αναμένει την τελική κρίση; Μήπως η ιστορία ολοκληρώθηκε και δεν υπάρχει πλέον κανένα νόημα σε αυτήν παρά μόνο μία δίχως σημασία ροή μάταιων γεγονότων; Μήπως η εσχατολογία της Εκκλησίας συνιστά τελικά μία σαφέστατη υποτίμηση της ιστορίας του κόσμου και του ανθρώπου;
Ένας απόλυτος εσχατολογισμός που περιορίζει την Εκκλησία στον ρόλο ενός εσχατολογικού συμβόλου, ως παθητική αναμονή του τέλους, τελικά συνιστά ένα είδος απόδρασης από την ιστορία ως πραγματική πορεία γεγονότων μέσα στον χρόνο και στον χώρο. Η αντίληψη της εσχατολογίας ως πραγματοποιηθείσας κατάστασης, η οποία συντελέσθηκε ή θα συντελεσθεί οσονούπω, παροπλίζει ολόκληρη την ανθρώπινη ιστορία, στερώντας την από κάθε δημιουργική αξία και προοπτική. Τέτοιες αντιλήψεις δεν εκφράζουν την ορθή εσχατολογική θεώρηση της Εκκλησίας και συνιστούν πισωγύρισμα στον μύθο ή στον ανιστόρητο προφητισμό. Η Εκκλησία προλαμβάνει και βιώνει τα έσχατα μέσα στην ιστορία, δίνοντας νόημα και σκοπό στην ιστορία. Η προοπτική των εσχάτων αγκαλιάζει κάθε στιγμή της ζωής της. Μετά την ενανθρώπηση του Θεού και την ολοκλήρωση της θείας οικονομίας το Άγιο Πνεύμα, δηλαδή, ένας εσχατολογικός παράγοντας, συγκροτεί πλέον τον θεσμό της Εκκλησίας ως σώμα του Χριστού μέσα στην ιστορία. Ο Χριστός δια του Αγίου Πνεύματος είναι παρών και κατοικεί στην κοινότητα της Εκκλησίας, στην οποία πλέον συνεχίζεται η ιστορία της σωτηρίας. Κατά την ευχαριστιακή της πράξη, όπου ιστορία και εσχατολογία συμπλέκονται γόνιμα και δημιουργικά, η Εκκλησία προσλαμβάνει διαρκώς τον κόσμο και τον άνθρωπο, ενώ ταυτόχρονα προχωρεί μέσα στην περιπλοκή των ιστορικών γεγονότων. Οτιδήποτε αφορά τον κόσμο και τον άνθρωπο δεν μπορεί για τη ζωή της Εκκλησίας να είναι ουδέτερο ή αδιάφορο. Η Εκκλησία προσλαμβάνει εν Χριστώ την κτίση και την ιστορία και ως εκ τούτου η «σωτηρία» της έχει ιστορική όπως ακριβώς έχει και κοσμική διάσταση. Η ιστορία είναι για την Εκκλησία ο χρόνος όπου διενεργείται το μυστήριο της σωτηρίας του κόσμου και του ανθρώπου. Φωτίζοντας και νοηματοδοτώντας την πορεία των γεγονότων μέσα από το πλαίσιο της εσχατολογικής της εμπειρίας, η Εκκλησία ερμηνεύει προφητικά την ιστορία, ανανοηματοδοτώντας εν Χριστώ όλες τις εκφάνσεις της ανθρώπινης ιστορίας, ακόμη και τις πιο τραγικές και απελπιστικές, εστιάζοντας στη δημιουργική ανταπόκριση του ανθρώπου στις ενέργειες του Θεού μέσα στην ιστορία.
Το Σύμβολο της Πίστης αρχίζει με το ρήμα «πιστεύω» και ολοκληρώνεται με το ρήμα «προσδοκώ», το οποίο ανακαλεί το «ἐλθέτω ἡ βασιλεία σου» της Κυριακής προσευχής. Στο κέντρο της πίστης, της ζωής και της λατρείας της Εκκλησίας βρίσκεται η πίστη στην Ανάσταση του Χριστού ως κορύφωση της θείας οικονομίας, ως πασχάλια εμπειρία στο σωτηριώδες έργο του Θεανθρώπου, αλλά και ως ανυπόμονη προσδοκία της εσχατολογικής του σημασίας για τον άνθρωπο και την κτίση. Η πίστη και η ελπίδα της Εκκλησίας, μολονότι στηρίζεται στις επαγγελίες και στα γεγονότα της θείας οικονομίας, είναι σταθερά στραμμένη προς το μέλλον. Και τούτο, διότι η πασχάλια πορεία του Χριστού άνοιξε τον δρόμο για την ολοκλήρωση της ιστορίας με την ανάσταση όλων στα έσχατα και με την εγκαθίδρυση της Βασιλείας. Όλα ξεκινούν από την πασχάλια εμπειρία της Εκκλησίας. «Ὦ Πάσχα τὸ μέγα καὶ ἱερώτατον, Χριστέ! δίδου ἡμῖν ἐκτυπώτερον σοῦ μετασχεῖν, ἐν τῇ ἀνεσπέρῳ ἡμέρᾳ τῆς βασιλείας Σου!». Η Ανάσταση του Χριστού είναι το ευαγγέλιο, η κλήση και το διαχρονικό κήρυγμα της Εκκλησίας προς τον κόσμο. Ταυτόχρονα, η Εκκλησία ζει με την ελπίδα, την αναμονή και τη
λαχτάρα της δεύτερης έλευσης του Χριστού, η οποία θα σημάνει την «ανάσταση των νεκρών», την υπέρβαση της φθοράς και του θανάτου, την καινή κτίση και την αιώνια ζωή της Βασιλείας. Η αρχαία Εκκλησία αντιμετώπισε άλλοτε την αμφισβήτηση της ενανθρώπησης και άλλοτε της Ανάστασης του Χριστού ή της κοινής ανάστασης των σωμάτων μέσα από τα δαιδαλώδη μυθικά σχήματα του γνωστικισμού. Τόσο η ενανθρώπηση του Θεού όσο και η ανάσταση της ανθρώπινης φύσης αποτελεί σκάνδαλο και μωρία για τον φυσικό άνθρωπο, αφού δοκιμάζει την αντοχή της λογικής και τις βεβαιότητές του, που είναι αγκιστρωμένες στην εμπειρία αυτού του κόσμου και στις δικές του μόνο δυνάμεις. Ή ο άνθρωπος αφανίζεται ολοκληρωτικά μετά τον θάνατό του ή ένα τμήμα του μονάχα, η άυλη και νοερή ψυχή του, μπορεί να επιβιώνει. Η αρχαιοελληνική κοσμολογία εντόπισε την επιβίωση αυτή του ανθρώπου στην εκ φύσεως αθανασία της ψυχής, ενώ ο γνωστικισμός στη μυστικιστική έκσταση και απόδραση της ψυχής από τον πραγματικό κόσμο. Ο φόβος του θανάτου, ο τρόμος του κενού και της ανυπαρξίας και συνάμα η δίψα και η λαχτάρα για συνέχιση της ζωής, διαμόρφωσαν ποικίλες θρησκευτικές δοξασίες και φιλοσοφικές αντιλήψεις μέσα από τις υπόγειες διαδρομές των ανατολικών δυαρχικών συστημάτων και την εκβολή τους στις μυστηριακές θρησκείες της εποχής της Καινής Διαθήκης. Είναι χαρακτηριστική η ειρωνική αντίδραση των Αθηναίων στο κήρυγμα του Παύλου, η οποία εστιάστηκε ακριβώς στο ζήτημα της ανάστασης. Ο αρχαιοελληνικός κόσμος μπορεί να ήταν πρόθυμος να δεχθεί το κήρυγμα του ενός Θεού ή του θανάτου του Ιησού, όχι όμως και το κήρυγμα για την Ανάσταση του Χριστού και την ανάσταση των νεκρών. Ο απόηχος αυτής της αντίδρασης είναι ακόμη έντονος και κατά τον 2ο και 3ο αι., όπως φαίνεται από την προσπάθεια του Ωριγένη να απαντήσει στην πολεμική του εθνικού φιλοσόφου Κέλσου. Το ζήτημα ήταν απόλυτα κρίσιμο και έθιγε συνολικά την αλήθεια της αρχαιοελληνικής φιλοσοφικής σκέψης. Η αποδοχή της ανάστασης σήμαινε πλήρη ανατροπή της αρχαιοελληνικής κοσμολογικής οντολογίας, η οποία λειτουργούσε είτε ως φιλοσοφικός είτε ως θρησκευτικός δρόμος ζωής για την πλειονότητα του τότε εθνικού κόσμου. Αν μέσα στον αέναο κόσμο που ανακυκλώνεται εξ ανάγκης μπορεί να υπάρξει μία άλλη διέξοδος σωτηρίας, πέρα από την αθανασία του κόσμου και της ψυχής, δηλαδή μία πράξη του Θεού που ελευθερώνει τον άνθρωπο από τον θάνατο, από τον τρόμο του χάους και της ανυπαρξίας, τότε όλα ανατρέπονται. Και πράγματι, η ανάσταση δεν προέρχεται από τις δυνατότητες του κόσμου ή του ανθρώπου, αλλά από τον άκτιστο Θεό, ο οποίος ίσταται εκτός του κτιστού κόσμου. Το γεγονός της Ανάστασης ταυτίζεται με το πρόσωπο και το έργο του Χριστού. «ἐγώ εἰμι ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωή. ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, κἂν ἀποθάνῃ, ζήσεται· καὶ πᾶς ὁ ζῶν καὶ πιστεύων εἰς ἐμὲ οὐ μὴ ἀποθάνῃ εἰς τὸν αἰῶνα» (Ιω. 11,25-26). Η σωτηρία είναι υπόθεση γεγονότων και όχι μία διαδικασία της φύσης, όπως την αντιλαμβανόταν τα ελληνιστικά μυστήρια. Η Ανάσταση του Χριστού δεν είναι μία ανάσταση της φύσης ως ροής των φυσικών φαινομένων, αλλά μία πράξη του Θεού στην ιστορία. Σε άμεση συνάφεια με την ανάσταση, ο άγιος Ειρηναίος επισημαίνει τα εξής: «Οὔτε οὖν φύσις τινὸς τῶν γεγονότων οὔτε μὴν ἀσθένεια σαρκὸς ὑπερισχύσει τῆς βουλῆς τοῦ Θεοῦ. Οὐ γὰρ ὁ Θεὸς τοῖς γεγονόσιν ἀλλὰ τὰ γεγονότα ὑποτέτακται τῷ Θεῷ, καὶ τὰ πάντα ἐξυπηρετεῖ τῷ βουλήματι αὐτοῦ» (Κατά αιρέσεων
V,6). Η διασάλευση της ανθρωποκεντρικής σταθεράς του αρχαιοελληνικού κόσμου εξηγεί τη σφοδρή αντίδραση του παγανισμού έναντι του Χριστιανισμού. Η αντίδραση αυτή δεν έπαψε να υφίσταται σε όλη την πορεία της Εκκλησίας, είτε μέσω διαφόρων αιρέσεων είτε ευθέως και αυτονομημένα, όπως συμβαίνει και στην εποχή μας. Συνεπώς, η Ανάσταση του Χριστού δεν είναι ένα ακόμη χαρακτηριστικό της χριστιανικής πίστης, αλλά το πλέον κεντρικό και καταλυτικό στοιχείο της πίστης, της λατρείας
και της ζωής της Εκκλησίας. Πρόκειται για τη θεμελιώδη ερμηνευτική αρχή που διατρέχει το οικοδόμημα της Εκκλησίας και νοηματοδοτεί θεολογικά την ιστορία της θείας οικονομίας απαρχής έως τέλους. Στην Αγία Γραφή και στην Εκκλησία ο Χριστός είναι ο αναστημένος Χριστός ως το πλήρωμα της ζωής του κόσμου και της ιστορίας.
Στο πλαίσιο αυτό ο Απόστολος Παύλος στην προς Κορινθίους Α΄ επιστολή του αντιμετωπίζει μία ομάδα χριστιανών που φαίνεται να μην πιστεύει στις συνέπειες και στη σημασία της Ανάστασης του Χριστού, δηλαδή, στην ανάσταση των νεκρών (Κεφ. 15). Όπως έδειξε η βιβλική έρευνα, ο Παύλος διασώζει ένα από τα αρχαιότερα λειτουργικά σύμβολα της πρώτης Εκκλησίας, ενδεχομένως προπαύλειο, με το οποίο διακηρύσσεται η Ανάσταση του Χριστού στη λατρεία της Εκκλησίας. «ὅτι Χριστὸς ἀπέθανεν ὑπὲρ τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν κατὰ τὰς γραφάς, καὶ ὅτι ἐτάφη, καὶ ὅτι ἐγήγερται τῇ τρίτη ἡμέρᾳ κατὰ τὰς γραφάς, καὶ ὅτι ὤφθη Κηφᾷ, εἶτα τοῖς δώδεκα» (Α΄Κορ. 15,3-5). Ο Χριστός πέθανε όντως, γι’ αυτό και τάφηκε. Τόσο ο θάνατος όσο και η ταφή τονίζονται προς αποφυγήν οποιασδήποτε δοκητικής θεώρησης της χριστολογίας. Ο Χριστός, όμως, μετά από τρεις ημέρες αναστήθηκε. Όλα αυτά συνέβησαν όπως προτυπώθηκαν και προφητεύθηκαν σύμφωνα με την Παλαιά Διαθήκη, η οποία είναι κοινή Γραφή των Χριστιανών με τους Ιουδαίους. Μάρτυρες αυτού του γεγονότος ήταν ο Πέτρος, ο Ιάκωβος, οι δώδεκα Απόστολοι, αλλά και ο κύκλος των πεντακοσίων μαθητών. Η Ανάσταση του Χριστού, μολονότι υπερβαίνει την ιστορία, αποτελεί ένα ιστορικά μαρτυρημένο γεγονός Τελευταίος μάρτυρας της Ανάστασης του Χριστού είναι προσωπικά ο ίδιος ο Παύλος με τη χάρη του Θεού. Αυτό είναι το ευαγγέλιο της Εκκλησίας, την οποία αρχικά εδίωξε ο Παύλος. Αν κάποιοι από τους χριστιανούς της Κορίνθου λέγουν ότι «ὅτι ἀνάστασις νεκρῶν οὐκ ἔστιν» (12), τότε ούτε ο Χριστός αναστήθηκε. Ακολούθως, ο Παύλος αναλύει με έντονο δραματικό τόνο μία σειρά εύλογων και ανατρεπτικών συνεπειών. Αν ο Χριστός δεν αναστήθηκε, τότε κενό είναι το κήρυγμα, κενή και η πίστη. Επιπλέον είμαστε ψευδομάρτυρες έναντι του ίδιου του Θεού και Πατρός, λέγοντας ότι ο Πατήρ ανέστησε τον Χριστό, ενώ δεν τον ανάστησε. Κατά συνέπεια, οι νεκροί δεν μπορούν να αναστηθούν, καθώς και ο Χριστός δεν αναστήθηκε. Αν ο Χριστός δεν αναστήθηκε, η πίστη είναι μάταιη, οι απ’ αιώνος νεκροί έχουν αφανιστεί και εμείς είμαστε οι «ἐλεεινότεροι πάντων ἀνθρώπων», γιατί διασπείρουμε ασύστολα ψεύδη και πλάνες στον κόσμο (12-19). Ακολούθως, ο Παύλος προσάγει ως θεμέλιο και βάση της ανάστασης των νεκρών την Ανάσταση του Χριστού, η οποία αποτελεί την «ἀπαρχὴ», το προοίμιο και τον αρραβώνα της ανάστασης όλων των ανθρώπων στα έσχατα της Βασιλείας. Η εν Χριστώ αυτή αντιμεταστροφή της μεταπτωτικής ανθρωπότητας φανερώνει τις θεολογικές συνέπειες του γεγονότος της Ανάστασης. Γι’ αυτό και στην προ Ρωμαίους επιστολή ο Παύλος θα επισημάνει ιδιαίτερα τον εσχατολογικό ρόλο του Αγίου Πνεύματος στην κοινή ανάσταση: «Εἰ δὲ τὸ Πνεῦμα τοῦ ἐγείραντος Ἰησοῦν ἐκ νεκρῶν οἰκεῖ ἐν ὑμῖν, ὁ ἐγείρας τὸν Χριστὸν ἐκ νεκρῶν ζωοποιήσει καὶ τὰ θνητὰ σώματα ὑμῶν διὰ τὸ ἐνοικοῦν αὐτοῦ Πνεῦμα ἐν ὑμῖν» (Ρωμ. 8,110. Όπως δια του ανθρώπου ο θάνατος εισήλθε αρχικά εν Αδάμ, έτσι και η ζωή δια του ανθρώπου θα επανέλθει τελικά εν Χριστώ με τη δεύτερη παρουσία του. Ο Χριστός με την Ανάστασή του αναφαίνεται ως περιληπτική προσωπικότητα των ανθρώπων, ως νέος Αδάμ, ως απαρχή της καινής κτίσης, ο οποίος εγκαινίασε ήδη τη ζωή του μέλλοντος αιώνος. Όταν όλοι αναστηθούν, όταν ο Χριστός ως Θεάνθρωπος θα έχει υποτάξει τα πάντα στη δύναμη του, τότε θα έχει πλέον καταργηθεί ο έσχατος εχθρός του ανθρώπου που είναι ο θάνατος και η Βασιλεία του Θεού θα είναι σταθερή και αδιάπτωτη πραγματικότητα. Συνεπώς, η καθολική ανάσταση έχει ως αιτία την
Ανάσταση του Χριστού. Καθώς η Εκκλησία έχει κεφαλή της τον Χριστό, τα μέλη του Χριστού θα συμμετάσχουν πλήρως στην Ανάστασή του κατά τα έσχατα.
Αλλά πώς είναι δυνατό να γίνει η ανάσταση των νεκρών; Ο Παύλος, όπως και η πατερική παράδοση, χρησιμοποιεί ως παράδειγμα την εικόνα του σπόρου του σίτου και του στάχυος ως αρχαίου συμβόλου της Ανάστασης του Χριστού. Ο σπόρος που φυτρώνει στη γη, ενώ σαπίζει και πεθαίνει, αίφνης γίνεται στάχυς που ξεπηδά στη νέα ζωή του. έτσι πρόκειται να συμβεί και με τα ανθρώπινα σώμα, καθόσον το σώμα, το οποίο ζωοποιείται από το Άγιο Πνεύμα, «σπείρεται ἐν φθορᾷ, ἐγείρεται ἐν ἀφθαρσίᾳ» και είναι πλέον σώμα πνευματικό και όχι χοϊκό. Η κληρονομία της Βασιλείας δεν μπορεί να γίνει ενόσω κυριαρχεί ακόμη η φθορά και ο θάνατος στα όντα. Η αλλαγή και ο χριστοκεντρικός μετασχηματισμός του φθαρτού σώματος σε άφθαρτο και πνευματικό σώμα είναι το όντως μυστήριο των εσχάτων, όταν εξαίφνης θα γίνει η ανάσταση των νεκρών. Όταν «τὸ φθαρτὸν τοῦτο ἐνδύσασθαι ἀφθαρσίαν καὶ τὸ θνητὸν τοῦτο ἐνδύσασθαι ἀθανασίαν», τότε με τη χάρη της Ανάστασης του Χριστού θα έχει εξαλειφθεί ο θάνατος και το φαρμακερό κεντρί του, που είναι η αμαρτία και η οποία τροφοδοτείται παραδόξως από την ύπαρξη του νόμου. Αυτή η προοπτική της νίκης του Χριστού ως ένδοξου Κυρίου βιώνεται ήδη ως σωτηρία με τη μυστηριακή πρόγευση του μέλλοντος στην ευχαριστιακή ζωή της Εκκλησίας.
Η Εκκλησία ζει, λοιπόν, και αγωνίζεται μέσα στον κόσμο και στην ιστορία με την έντονη προσδοκία της εν Χριστώ ανάστασης κατά τα έσχατα. Ο αγώνας της έγκειται στο να διατηρεί πάντοτε ενεργό τον σύνδεσμό της ως σώμα και μέλη εκ μέρους με την κεφαλή της που είναι ο Χριστός. Ο σύνδεσμος αυτός είναι η χάρη του Αγίου Πνεύματος, η οποία ενοικίζεται αδιάκοπα στα μέλη του Σώματος της Εκκλησίας με τα μυστήρια. Στο βάθος του σώματος όπως και στο βάθος της ψυχής του ανθρώπου το Άγιο Πνεύμα είναι ο προσωπικός αρραβώνας και η προσωπική εγγύηση για τη συμμετοχή του στη ζωή της Βασιλείας.
Η καθολική ανάσταση εμπεριέχει το μήνυμα της κατάλυσης του θανάτου, όπως ακριβώς το προγεύεται πανηγυρικά η Εκκλησία στην Ανάσταση του Χριστού. Ο θάνατος και το κακό δεν είναι έργο του Θεού, αλλά της ανθρώπινης αστοχίας και αμαρτίας. «Ὁ Θεὸς θάνατον οὐκ ἐποίησεν, οὐδὲ τέρπεται ἐπὶ ἀπωλείᾳ ζώντων» (Σοφ. Σολ. 1,13). Κατά τον Μέγα Βασίλειο, «ἑαυτῶ τὸν θάνατον ὁ Ἀδὰμ διὰ τῆς ἀναχωρήσεως τοῦ Θεοῦ κατεσκεύασε, κατὰ τὸ γεγραμμένον ‘Οἱ μακρύνοντες ἑαυτοὺς ἀπὸ Σοῦ ἀπολοῦνται’. Οὕτως οὐχὶ Θεὸς ἔκτισε θάνατον, ἀλλ’ ἡμεῖς ἑαυτοῖς ἐκ πονηρᾶς γνώμης ἀπεσπασάμεθα» (Ὁμιλία ὃτι οὐκ ἒστιν αἲτιος τῶν κακῶν ὁ Θεός, PG 31, 345). Τα όντα κλήθηκαν στην ύπαρξη εκ του μη όντος από την αγάπη του Θεού για να ζήσουν εν κοινωνία μαζί του. Ο Θεός δεν θέλει τον θάνατο, αλλά τη ζωή των δημιουργημάτων του. Μολονότι ο θάνατος ήταν αποτέλεσμα της αμαρτίας του ανθρώπου, ο Θεός επέτρεψε να λειτουργεί, έτσι ώστε να μη συνεχίζεται επ’ αόριστον η αμαρτία, «ἵνα μὴ τὸ κακὸν ἀθάνατον γένηται» (Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος 38, Εις τα Θεοφάνια, 12, PG 36, 324 D). Ο θάνατος καταργήθηκε με την Ανάσταση του Χριστού και πρόκειται να καταργηθεί προσωπικά για τον καθένα με την κοινή ανάσταση κατά τα έσχατα. Η Ανάσταση του Χριστού δείχνει την αλήθεια, την πληρότητα και τον σκοπό της ανθρώπινης ύπαρξης πέρα από τον θάνατο. Η σωματική ύπαρξη του ανθρώπου μπορεί να γίνει διάφανη, λαμπρή και πνευματική, να απεκδυθεί τη φθορά και να ενδυθεί την αφθαρσία και τη φωτεινότητα της θεωμένης ανθρωπότητας του Χριστού. Όταν η Αποκάλυψη λέγει «καὶ ἐξαλείψει ἀπ᾿ αὐτῶν ὁ Θεὸς πᾶν δάκρυον ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν, καὶ ὁ θάνατος οὐκ ἔσται ἔτι, οὔτε πένθος οὔτε κραυγὴ οὔτε πόνος οὐκ ἔσται ἔτι· ὅτι τὰ πρῶτα ἀπῆλθον» (Απ. 21,4), αυτό σημαίνει ότι η εν θανάτω ζωή του ανθρώπου, η πικρά λεηλατημένη από τον
αδιάκοπο πόνο και το ασταμάτητο δάκρυ γενεών ανθρώπων, η οποία σφραγίζεται από την τραγωδία του θανάτου, θα λάβει οριστικά τέλος.
Επομένως, η Ανάσταση του Χριστού δεν είναι μία δευτερεύουσα διήγηση της Καινής Διαθήκης, η οποία απλώς εντάσσεται στις εσχατολογικές και αποκαλυπτικές παραστάσεις του ιουδαϊκού περιβάλλοντος, ώστε να χρειάζεται απομύθευση και υπαρξιακή ερμηνεία από τον Παύλο και τον Ιωάννη. Η ανάσταση έρχεται εκτός της ιστορίας και είναι μία πράξη εντός της ιστορίας. Από αυτή την άποψη η ανάσταση δεν προέρχεται από τη φύση ως μία εντελέχειά της, αλλά προέρχεται εκτός της φύσης και της ιστορίας, εφόσον σηματοδοτεί την εισβολή των εσχάτων στην κτίση και στην ιστορία. Αν η ανθρωποκεντρική και θετικιστική αντίληψη της ιστορίας δεν μπορεί να σηκώσει το βάρος αυτής της δράσης του Θεού στην ιστορία, ώστε να την τεκμηριώσει ιστορικά, τότε η βιβλική εσχατολογία είναι απλώς μία υπαρξιακή κατάσταση, η οποία δεν θεμελιώνεται στην ιστορία αλλά μονάχα ως καταφυγή στην πίστη του κηρύγματος. Παρά το μυθικό κοσμοείδωλο, παρά τον ανθρωπομορφισμό της βιβλικής γλώσσας, η πίστη της Εκκλησίας στην Ανάσταση του Χριστού έχει έναν απόλυτα διακριτό κεντρικό θεολογικό και σωτηριολογικό πυρήνα, ο οποίος δεν υποτάσσεται στις κατά καιρούς προτεινόμενες ερμηνευτικές μεθόδους. Έτσι, όμως, το ίδιο το κήρυγμα της Εκκλησίας αποβαίνει εντελώς ανιστορικό και είναι δυνατό να περιορίζεται σε μία απλώς ανθρωποκεντρική υπαρξιακή ερμηνεία, δίχως αναφορά ούτε στη θεολογία ούτε στην ιστορία και, βεβαίως, ούτε στην εκκλησιολογία και στην κοσμολογία. Τα πάντα αφορούν την υπαρξιακή κατάσταση του κατανοούντος δια της πίστης ανθρώπου, ενώ ο κόσμος και η ιστορία τίθενται απλώς στο περιθώριο της μοναδικότητας του ανθρώπινου υποκειμένου. Αλλά «ματαία ἡ πίστις ὑμῶν»;
Η πίστη της Εκκλησίας δεν είναι απλώς «κατά δόκησιν» πίστη στον ιστορικό Ιησού, αλλά στον αναστάντα Κύριο της ιστορίας. Η συζήτηση περί της ανάστασης ως ερμηνείας ή ως γεγονότος άλλοτε με βάση την ιστορία και άλλοτε με βάση την πίστη συνεχίζεται ad infinitum στους κόλπους της προτεσταντικής χριστολογίας. Η Ορθόδοξη Παράδοση συνθέτει οργανικά το κήρυγμα της Ανάστασης με το εσχατολογικό γεγονός του Χριστού ως μία ενιαία πραγματικότητα, την οποία ψηλαφεί εμπειρικά στη λειτουργική ζωή της Εκκλησίας ως πρόγευση των εσχάτων. Η απόκριση «Ἀληθῶς Ἀνέστη» στον πασχάλιο χαιρετισμό αποδίδει την ιστορικότητα της Ανάστασης του Χριστού δίχως να εξαντλεί ιστορικά το εσχατολογικό αυτό γεγονός, το οποίο είναι ριζικά καινούργιο για την ιστορία. Αν η Ανάσταση ήταν μία θετικιστική πράξη ιστορικά τεκμηριωμένη και απόλυτα αντικειμενική, τότε θα δέσμευε την ελευθερία του ανθρώπου και δεν θα υπήρχε καμία χρεία κηρύγματος ή μαρτυρίας ή ύπαρξης της Εκκλησίας. Τα πάντα θα είχαν τελειώσει. Αλλά το μυστήριο της σωτηρίας και αυτό το μυστήριο της ιστορίας στη βιβλική παράδοση της Εκκλησίας δεν κατανοούνται ή κινούνται κατ’ αυτόν τον τρόπο. Η Ανάσταση δεν είναι ένα υπερφυσικό ή υπεριστορικό συμβάν, αλλά ένα εσχατολογικό γεγονός, το οποίο παρέχει στον κόσμο και στον άνθρωπο τη δυνατότητα πλήρους ανακαίνισης και ανάπλασης και το οποίο κατανοείται και βιώνεται στο όλο μυστήριο της ιστορίας της σωτηρίας. Είναι άλλο πράγμα η ιστορία ως πορεία αναπόδραστων φυσικών γεγονότων και φαινομένων που απλώς συμβαίνουν στον κόσμο και είναι εντελώς άλλο πράγμα η ιστορία ως μυστήριο που ενεργείται με τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος και οδηγεί τον κόσμο και τον άνθρωπο σε ένα τέλος και σε ένα σκοπό ως πλήρωμα ζωής και νοήματος. Το πλήρωμα αυτό είναι η καινή κτίση, η οποία υπερβαίνει τη φθορά και τον θάνατο, επειδή θεμελιώνεται στην Ανάσταση του Χριστού και αφορά τον άνθρωπο και δια του ανθρώπου τον κόσμο ολόκληρο. Η Ανάσταση του Χριστού δεν συνέβη απλώς αλλά και
βιώνεται ως παρουσία του αναστάντος στη ζωή της Εκκλησίας, ο οποίος διαρκώς έρχεται από τα έσχατα. Την ερμηνεία αυτή πραγματοποίησε η πατερική θεολογία και η ορθόδοξη λειτουργική υμνολογία στην εποχή της. Το ίδιο χρειάζεται να γίνεται και σε κάθε εποχή και σε κάθε γλώσσα ως ζωντανή συνέχεια της πατερικής παράδοσης.
Ανάσταση ψυχών και σωμάτων
Στη σχολαία δογματική συχνά καλλιεργείται η εντύπωση ότι τα σώματα, εφόσον είναι υλικά, η αντοχή τους είναι περιορισμένη, γι’ αυτό και πεθαίνουν. Τα θνητά αυτά σώματα πρόκειται να αναστηθούν κατά τα έσχατα, ενώ η ψυχή ως νοερό στοιχείο είναι εκ φύσεως αιώνιο και αθάνατο γι’ αυτό και δεν έχει ανάγκη να αναστηθεί. Εδώ, όμως, είναι ανάγκη να επισημάνουμε ότι τόσο η βιβλική όσο και η πατερική θεολογία δεν εκλαμβάνουν την ψυχή ως φύσει αλλά ως χάριτι και στην προοπτική της οικονομίας της εν Χριστώ σωτηρίας αθάνατη. Αλλά και με τη μορφή αυτή της αθανασίας, η ψυχή δεν είναι αιώνια ως αδημιούργητη. Κατά τον άγιο Αναστάσιο Σιναΐτη, «οὔτε γὰρ σῶμα πρὸ τῆς ψυχῆς ὑφίστατο, οὔτε ψυχὴ πρὸ τοῦ σώματος» (PG 89,724). Από τον άγιο Ειρηναίο Λυώνος έως τον άγιο Γρηγόριο Παλαμά η πατερική ανθρωπολογία θεωρεί ότι ο άνθρωπος δεν είναι μόνο σώμα ή μόνο ψυχή αλλά «τό συναμφότερον». Ο Ιωάννης Σιναΐτης επισημαίνει τη βιβλική θεώρηση του ανθρώπου ως ψυχοσωματικής ενότητας, θεωρώντας ότι η ψυχή «οὔτε γάρ προϋφίσταται τοῦ σώματος, οὔτε μεθυφίσταται, ἀλλ᾽ ἅμα τῇ τούτου γενέσει κτίζεται καί αὐτή» (Κλίμαξ, Λόγος 26). Κατά τον Ιωάννη Δαμασκηνό, «ἅμα δὲ τὸ σῶμα καὶ ἡ ψυχὴ πέπλασται.οὐ τὸ μὲν πρῶτον, τὸ δὲ ὕστερον» (Έκδοσις ακριβής 26). Ο άνθρωπος είναι πλάσμα εκ του μη όντος «ψυχῇ τε καὶ σώματι κτιστὸν», η ζωή του οποίου προέρχεται χαρισματικά από τον Θεό. Γι’ αυτό και οι Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας κάνουν λόγο για τρεπτότητα ακόμη και για νέκρωση της αυτεξούσιας ψυχής, η οποία δεν ζωοποιείται από τη χάρη του Αγίου Πνεύματος και πορώνεται από τη ζωή της αμαρτίας. Η δε αμαρτία δεν διαπράττεται από το σώμα, αλλά από τον έχοντα σώμα αυτεξούσιο άνθρωπο, δηλαδή από το νοερόν της ψυχής. Αντίθετα, ο Ωριγένης φαίνεται να υπέκυψε στον ανεπαίσθητο πλατωνισμό, αποδεχόμενος ότι κάθε αθάνατο όν, είναι και κατά την αρχή του αθάνατο. Εξαιτίας της θεωρίας του για την αιώνια προΰπαρξη των ψυχών και την αποκατάσταση των πάντων αναθεματίστηκε από την Ε’ Οικουμενική Σύνοδο. Μακριά από τις ποικίλες θνητοψυχικές αντιλήψεις, η πατερική θεολογία διαπιστώνει την ατίμωση της εικόνας του Θεού, την έκπτωση της ζωής, την αποξένωση της θείας χάρης και εν τέλει τη νέκρωση του πνεύματος της ψυχής, η οποία εξ ανάγκης έχει ως συνέπεια και τη νέκρωση του σώματος. Καθώς λέγει ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς «'Έστιν ἄρα καὶ ψυχῆς νέκρωσις, ἀθανάτου κατὰ φύσιν μενούσης». Κατά τον Ιωάννη Χρυσόστομο, «ὥσπερ γάρ ἐστι σώματος θάνατος, οὕτω καὶ ψυχῆς· Ψυχὴ γὰρ ἡ ἁμαρτάνουσα, φησὶν, αὐτὴ καὶ ἀποθανεῖται. Οὐ τοιοῦτος, οἷος ὁ τοῦ σώματος θάνατος, ἀλλὰ πολλῷ χαλεπώτερος ὁ τῆς ψυχῆς». Δεν είναι πάντως η αθανασία φυσική ιδιότητα της κτιστής ψυχής. Ούτε, ασφαλώς, το πρόβλημα του θανάτου λύνεται με την αθανασία της ψυχής. Η διατήρηση της «αθανασίας» της ψυχής μετά την πτώση σχετίζεται αποκλειστικά με την προοπτική της εν Χριστώ αποκατάστασης ολόκληρου του ανθρώπου ως ψυχοσωματικής οντότητας και όχι αυτονομημένα μόνο της νοερής ψυχής, που δεν έχει ζωή αφεαυτής, αλλά κατά μετοχή στη ζωή του μόνου ζωοδότη. Μολονότι η ψυχή παραμένει καθ’ έτερο τρόπο αθάνατη και δεν διαλύεται όπως το σώμα, ωστόσο, αυτή εξαχρειώνεται και αλλοτριώνεται από τη θεία δόξα και ζωή. Μετά την οικονομία του ενανθρωπήσαντος Θεού, ο χρόνος της ζωής κάθε ανθρώπινης ύπαρξης αποκτά μοναδικό και
ανεπανάληπτο χαρακτήρα, διότι γίνεται καιρός πραγμάτωσης της ελεύθερης μετάνοιας και επιστροφής του ανθρώπου στη ζωή του Θεού. Σε κάθε περίπτωση, η υπέρβαση του θανάτου πραγματοποιήθηκε μονάχα από τον Χριστό, ο οποίος θα την επεκτείνει χαρισματικά προς όλους τους ανθρώπους κατά τη δεύτερη έλευσή του.
Στη σχολαία επίσης δογματική η δύναμη της ανάστασης αποδίδεται συνήθως στην υπερφυσική παντοδυναμία του Θεού. Η βιβλική και πατερική θεολογία δεν αναφέρεται αφηρημένα στη θεία παντοδυναμία, αλλά στην ιδιαίτερη συμβολή και στο έργο κάθε μίας θείας υπόστασης της Αγίας Τριάδος. Όπως ο Πατήρ ανέστησε τον Υιό δια του Πνεύματος, έτσι θα αναστηθούν και τα θνητά και διαλυμένα σώματα των ανθρώπων. Όπως έδωσε ζωή και μορφή στα όντα κατά τη δημιουργία, έτσι και στα έσχατα, το Άγιο Πνεύμα θα αναστήσει τα παλαιωθέντα σώματα των ανθρώπων και θα τους δώσει νέα ύπαρξη και ζωή. Τα σώματα αυτά που θα προκύψουν από την καθολική ανάσταση θα είναι σύμμορφα με το αναστημένο σώμα του Χριστού. Δεν θα υπόκεινται πλέον στη φθορά και στον θάνατο, στα πάθη της παρούσας ζωής, αλλά θα ζωοποιούνται από τη χάρη του Χριστού και του Αγίου Πνεύματος.
Η ανάσταση, επειδή αφορά την ανθρώπινη φύση που προσέλαβε ο Χριστός, αφορά όλους τους ανθρώπους. Η ανάσταση είναι επανόρθωση της φύσης, «ὥσπερ γὰρ πλάττει μηδὲ βουλομένους, οὕτως ἀναπλάττει μηδὲν προεισενεγκόντας». Καθώς επισημαίνει ο Νικόλαος Καβάσιλας, οι πάντες θα αναστηθούν, ακόμη και εκείνοι που δεν ετοιμάστηκαν προς τον αθάνατο βίο με τη δύναμη των μυστηρίων. Όλοι θα αναστηθούν και θα μετάσχουν με αγέραστα σώματα στην ανάσταση του Χριστού, την οποία εισήγαγε στον κόσμο μονάχα ο θάνατος του Χριστού. Μολονότι όλοι οι άνθρωποι θα αναστηθούν, ωστόσο, δεν θα συμμετάσχουν όλοι στην αιώνια ζωή της Βασιλείας. Όσοι απέφυγαν τον Χριστό, όσοι δεν συμμετέχουν με πίστη στο έργο του Σωτήρα, θα αναστηθούν, αλλά δεν θα εισέλθουν στη ζωή της Βασιλείας (Β΄,33). Η ένδοξη ανάσταση, η θεωρία του Θεού και η μακάρια ζωή της Βασιλείας προϋποθέτει την ελευθερία και τη θέληση του ανθρώπου. Διαφορετικά, η ανάσταση θα είναι ένα είδος αναγκαστικής αποκατάστασης, η οποία όχι απλώς δεν θα λαμβάνει υπόψη την οικονομία της σωτηρίας, αλλά ούτε καν την ελευθερία του ανθρώπου. Η Βασιλεία, όμως, και η θεωρία του Θεού και η συνύπαρξη με τον Χριστό είναι υπόθεση της ελευθερίας του ανθρώπου. Καθώς λέγει ο άγιος Μάξιμος, «βουλομένων γάρ, οὐ τυραννουμένων τό τῆς σωτηρίας μυστήριον» (Εις το Πάτερ ημών, PG 90, 880). Γι’ αυτό και παρέχεται μονάχα σε εκείνους οι οποίοι θέλησαν, αγάπησαν και πόθησαν τη ζωή της Βασιλείας. Αντίθετα, όσοι δεν είδαν το κάλλος της Βασιλείας, όπως λέγει ο Χριστός, «τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὃ ὁ κόσμος οὐ δύναται λαβεῖν, ὅτι οὐ θεωρεῖ αὐτὸ οὐδὲ γινώσκει αὐτό» (Ιω. 14,17), δεν την θέλησαν, δεν την αγάπησαν, δεν θα ζήσουν στη μακάρια ζωή της. Γι’ αυτούς, τα έσχατα θα σημάνουν την ανάσταση των σωμάτων τους κατά θεία δωρεά, ενώ η θέλησή τους θα τους εμποδίζει να εισέλθουν στη Βασιλεία (Β΄,34). Η ανάστασή τους δεν θα είναι ένδοξη, δεν θα είναι ανάσταση ζωής, αλλά ανάσταση κρίσης. Η καθολική ανάσταση θα σημάνει το τέλος της ιστορίας του κόσμου της φθοράς. Το σημαντικότερο, όμως, γεγονός των εσχάτων θα είναι η έναρξη της καινούργιας ζωής της Βασιλείας.
Συχνά οι νεότεροι δογματολόγοι σταματούν θεαματικά στο γεγονός της ανάστασης των νεκρών και αναλύουν λεπτομερώς το μελλοντικό αυτό συμβάν, αναπαράγοντας και διανθίζοντας τις σχετικές αναφορές των βιβλικών και πατερικών διηγήσεων. Μάλιστα επιμένουν στον τονισμό των ποιμαντικών και παιδαγωγικών εικόνων με σκοπό να αναπαράγουν και να ενσπείρουν μία τρομοκρατική εικόνα για τα έσχατα, τα οποία ούτως ή άλλως δεν σκηνοθετούνται. Η ενασχόληση με τη μέση κατάσταση των ψυχών απασχολεί
κυρίως τους σχολαστικούς δογματολόγους, προκειμένου να περιγράψουν με λεπτομέρειες την κατάσταση αυτή της αναμονής μέχρι την τελική είσοδο στη Βασιλεία ή τον αποκλεισμό ορισμένων. Σε μία τέτοια περίπτωση η δογματική θεολογία αλλοτριώνεται από το αυθεντικό βιβλικό και πατερικό νόημά της και προσιδιάζει περισσότερο στις γνωστικίζουσες περιγραφές της κόλασης ή του παραδείσου και στην Κόλαση του Δάντη (Θεία Κωμωδία), η οποία ανασυνθέτει τις αρχαιοελληνικές και ρωμαϊκές αντιλήψεις για τον Άδη με τις μεσαιωνικές χιλιαστικές απόψεις για το καθαρτήριο πυρ. Η λογιστική αυτή αποκαλυπτική που κατηγοριοποιεί ζώντες και τεθνεώτες είναι πιο κοντά στην ονειροκριτική και στις ψευδοπροφητείες του Νοστράδαμου παρά στην Αποκάλυψη του ευαγγελιστή Ιωάννη. Μολονότι η μέση κατάσταση των ψυχών ως ένα είδος αφηγήσεων για μεταθανάτιες εμπειρίες δεν προέρχεται από τη βιβλική, την πατερική ή τη λειτουργική θεολογία, αλλά από ορισμένες απόκρυφες, δυαρχικές και γνωστικιστικές αποκαλυπτικές οράσεις, που παρεισέφρυσαν στη χριστιανική παράδοση, έκτοτε στοιχειώνει όχι μόνο τη σχολαστική δογματική, αλλά και τη λαϊκή ευσέβεια. Οι ωριγενιστικές έριδες, ο ευαγριανισμός, ο μεσσαλιανισμός, αλλά και ο απόλυτος προορισμός και το ενάντιος προς αυτόν πελαγιανισμός εμφανίζουν ορισμένες όψεις αυτής της αποκαλυπτικής τάσης με τις αναρίθμητες περιγραφές του πνευματικού κόσμου, οι οποίες δεν συμβιβάζονται με τη δυναμική βιβλική και πατερική εσχατολογία. Καθώς επισημαίνει ο άγιος Μάρκος Ευγενικός, οι αποκαλυπτικές αναφορές και οι οπτασίες των αγίων για τη μέλλουσα κόλαση είναι σκιαγραφίες των μελλόντων να συμβούν και δεν αποτελούν ήδη «παρόντα και ενεργούμενα πράγματα» (Απολογία προς Λατίνους Δευτέρα,
Marci Ephesii οratio altera de igne purgatorio, De purgatorio disputationis, vol. VIII, II Roma, 1969, σ. 69). Με αυτή την ποιμαντική έγνοια ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας απηύθυνε την περί εξόδου της ψυχής και περί της δευτέρας παρουσίας ομιλία του, επισημαίνοντας ότι δεν χρειάζεται να φοβόμαστε τον κοινό θάνατο, αλλά τον κυρίως θάνατο, καθόσον «θάνατος γὰρ κυρίως, οὐχὶ ὁ χωρίζων τὴν ψυχὴν ἀπὸ τοῦ σώματος, ἀλλ’ ὁ χωρίζων ψυχὴν ἀπὸ τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς ζωή ἐστιν· ὁ δὲ τῆς ζωῆς χωριζόμενος, τέθνηκε, τὴν πρόσθεν παῤῥησίαν ὡς τὴν ζωὴν ἀποβαλών» (PG 77, 1072-1089). Σε κάθε περίπτωση είναι άλλο πράγμα η άφεση των αμαρτιών που προέρχεται ως δωρεά από την Ανάσταση του Χριστού και άλλο πράγμα ο εκτελωνισμός των ψυχών που προέρχεται από την αξιομισθία των καλών έργων και θεμελιώνει την ύπαρξη του καθαρτηρίου. Πράγματι, στην Ορθόδοξη Παράδοση, τίποτε δεν νοείται στατικά, αλλά όλα τίθενται σε μία τελειωτική πορεία χαρισματικής μετοχής στη θεία ζωή. Το πώς ακριβώς είναι η κατάσταση και πορεία αυτή, η απόπειρα «χαρτογράφησής» της, εκφράζει περισσότερο τον τρόμο, την αγωνία ή την αμηχανία ενώπιον του μέλλοντος και δεν μπορεί να περιγραφεί με εικόνες και εμπειρίες του παρόντος κόσμου, παρά μόνο συμβολικά και ποιμαντικά και κυρίως εσχατολογικά. Ο άνθρωπος κινείται ηθελημένα είτε προς τον Θεό είτε απομακρύνεται ηθελημένα από τον Θεό. Από τη μία υπάρχει δεκτικότητα, μετοχή και χαρά της κοινωνίας και από την άλλη στέρηση, αμεθεξία και οδύνη της ακοινωνησίας. Οι τεθνεώτες υπάρχουν σε σχέση με αυτή τους τη δεκτικότητα. Συνεπώς, όλα, ακόμη και η αμετανοησία, χρειάζεται να τίθενται θεραπευτικά στο επίπεδο της ελευθερίας και της τελειωτικής πορείας του ανθρώπου και ασφαλώς όχι υπό το πρίσμα της δικανικής επιβράβευσης ή τιμωρίας.
Η ζωή του «μέλλοντος αἰῶνος»
Η προσωπική ελευθερία ως προϋπόθεση της θέωσης
«Εἰ οὖν συνηγέρθητε τῷ Χριστῷ, τὰ ἄνω ζητεῖτε, οὗ ὁ Χριστός ἐστιν ἐν δεξιᾷ τοῦ Θεοῦ καθήμενος, τὰ ἄνω φρονεῖτε, μὴ τὰ ἐπὶ τῆς γῆς. ἀπεθάνετε γάρ, καὶ ἡ ζωὴ ὑμῶν κέκρυπται σὺν τῷ Χριστῷ ἐν τῷ Θεῷ· ὅταν ὁ Χριστὸς φανερωθῇ, ἡ ζωὴ ἡμῶν, τότε καὶ ὑμεῖς σὺν αὐτῷ φανερωθήσεσθε ἐν δόξῃ» (Κολ. 3,1-4). Η φθορά όπως και ο θάνατος οφείλονται στη διακοπή της προσωπικής σχέσης με τον Θεό. Η αμαρτία δεν είναι υπόθεση της φύσεως αλλά της ελευθερίας του ανθρώπου. Γι’ αυτό και η λύση του προβλήματος του θανάτου είναι υπόθεση ενός ιστορικού γεγονότος και όχι υπόθεση βελτίωσης της φύσης. Η Ανάσταση σημαίνει ότι μπορεί να συμβεί κάτι ριζικά νέο στην ιστορία, ότι η ελευθερία δεν δεσμεύεται από τη φύση και το παρελθόν. Αυτό το νέο αποτελεί και τον μόνο τρόπο με τον οποίο μπορεί να σωθεί ο άνθρωπος από τον θάνατο. «Τό μόνον καινόν ὑπό τόν ἥλιον» (Ιωάννη Δαμασκηνού, Έκδοσις ακριβής 45) είναι το γεγονός του Χριστού. Αυτό εξηγεί και την κεντρικότητα που απέκτησε η Ανάσταση του Χριστού στην Ορθόδοξη Παράδοση.
Η αθανασία και η θέωση δεν είναι υπόθεση της κτιστής φύσης του ανθρώπου, αλλά της ελευθερίας, τόσο από το μέρος του Θεού που την παρέχει, όσο και από το μέρος του ανθρώπου που μετέχει ελεύθερα σε αυτήν. Άλλωστε, το Άγιο Πνεύμα, κατεξοχήν παράγοντας ελευθερίας και χάριτος, είναι αυτό που διενεργεί τη θέωση στους ανθρώπους. Είναι το Πνεύμα της υιοθεσίας και της χριστοποίησης. Όταν πνέει το Άγιο Πνεύμα, δημιουργεί γεγονότα ελευθερίας. Τούτο συμβαίνει ευθύς εξαρχής από τη δημιουργία έως το γεγονός του Χριστού και της Εκκλησίας, συνεχίζεται κυρίως στα μυστήρια, και με πιο αποκαλυπτικό τρόπο θα πραγματοποιηθεί στα έσχατα κατά την κοινή ανάσταση και ζωοποίηση. Τα μυστήρια της Εκκλησίας είναι κατεξοχήν γεγονότα ελευθερίας. Η συμμετοχή των μελών της Εκκλησίας σε αυτά δεν έχει τίποτε το παγανιστικό ή φυσικό, αλλά διά του Αγίου Πνεύματος πραγματώνεται ως γεγονός αγάπης και ελευθερίας, ως ασκητικό κατόρθωμα. Τα μυστήρια ασφαλώς και προσλαμβάνουν τη φύση, όχι όμως ευλογώντας τη φθειρόμενη διαδικασία της, αλλά ανάγοντας ευχαριστιακά τη δημιουργία ολόκληρη στη ζωή του Θεού δια της χάριτος του Αγίου Πνεύματος. Η ύπαρξη ως δώρο ελευθερίας αποβαίνει ένα κατεξοχήν χαρισματικό γεγονός. Όλα αυτά δεν λύνουν οριστικά το πρόβλημα του θανάτου, ενόσω διαρκεί ακόμη η ιστορία. Ωστόσο, αποτελούν πρόγευση και πρόληψη της πληρότητας των εσχάτων. «ὅταν δὲ ἔλθῃ τὸ τέλειον, τότε τὸ ἐκ μέρους καταργηθήσεται» Α΄Κορ. 13,10). Στα έσχατα θα καταργηθεί ο θάνατος με ένα μελλοντικό γεγονός, με την ανάσταση των σωμάτων λόγω της Ανάστασης του Χριστού. Μέχρις ότου έλθει η ανάσταση των σωμάτων, η λύση του προβλήματος βρίσκεται στην Εκκλησία. Το Άγιο Πνεύμα, ως γεγονός ελευθερίας και κοινωνίας του ανθρώπου με τον Θεό, πραγματοποιεί τη θέωση όχι υποχρεωτικά, αυτοματικά και κατ’ ανάγκη, αλλά ολότελα προσωπικά και ελεύθερα. Ο θάνατος καταργήθηκε με την Ανάσταση του Χριστού. Όσοι ζουν εν Χριστώ, δηλαδή, «ὅσοι γὰρ Πνεύματι Θεοῦ ἄγονται, οὗτοί εἰσιν υἱοὶ Θεοῦ» (Ρωμ. 8,14). Όπως ο Πατήρ ανέστησε τον Χριστό, έτσι θα αναστήσει και τους ανθρώπους, «εἰ δὲ τὸ Πνεῦμα τοῦ ἐγείραντος Ἰησοῦν ἐκ νεκρῶν οἰκεῖ ἐν ὑμῖν, ὁ ἐγείρας τὸν Χριστὸν ἐκ νεκρῶν ζωοποιήσει καὶ τὰ θνητὰ σώματα ὑμῶν διὰ τὸ ἐνοικοῦν αὐτοῦ Πνεῦμα ἐν ὑμῖν» (Ρωμ. 8,11).
Η ελπίδα και καταφυγή του ανθρώπου στην ανάσταση ως έργο του Θεού μέσα στην ιστορία, δεν σημαίνει ότι ο άνθρωπος απαλλάσσεται από την ενεργό συμμετοχή του σε αυτήν. Αντίθετα συνιστά κορύφωση της δράσης του ανθρώπου μέσα στη ζωή της Εκκλησίας και προϋποθέτει την ελευθερία του. Ο άνθρωπος, αγγίζοντας τα όρια της ελευθερίας του, φθάνει σε ένα σημείο. Εκεί ακριβώς στα όριά του, ο Χριστός με την Ανάστασή του, του προσφέρει τη δωρεά της όντως ζωής. Γιατί η υπέρβαση του θανάτου είναι εξ ολοκλήρου δωρεά και κλήση του Θεού στη ζωή της θέωσης. Εχέγγυο και αρραβώνας της ελπίδας για την ανάσταση
είναι η Ευχαριστία ως το μυστήριο της Καινής Διαθήκης. Στην καρδιά της Ευχαριστίας βρίσκεται η εμπειρία της Ανάστασης του Χριστού. Αυτή είναι η ελπίδα και η αποκαραδοκία ολόκληρης της δημιουργίας. Ο κόσμος μέσω του ανθρώπου ήδη γεύθηκε την πασχάλια αυτή εμπειρία. «Χαρᾶς τά πάντα πεπλήρωται, τῆς ἀναστάσεως τήν πεῖραν εἰληφότα». Πρόκειται για τη διαρκή υπενθύμιση του καταλυτικού γεγονότος, της Αναστάσεως του Χριστού, το οποίο καθιστά βέβαιη και απαρασάλευτη την ελπίδα της κοινής ανάστασης. Γι’ αυτό και δεν αναμένουμε απλώς, αλλά «προσδοκῶντας καὶ σπεύδοντας τὴν παρουσίαν τῆς τοῦ Θεοῦ ἡμέρας» (Β΄Πετρ. 3,12), συμμετέχουμε έμπρακτα στην ιστορία της σωτηρίας και με τη μαρτυρία του ευαγγελίου εργαζόμαστε διαρκώς για τον εκκλησιασμό της οικουμένης, επισπεύδοντας ενόψει των εσχάτων τη μεταμόρφωση του σύμπαντος κόσμου.
Όποιος γευθεί την ανάσταση της ψυχής ως ασκητικό κατόρθωμα στη μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας ήδη από τον παρόντα κόσμο, «ὁ ἔχων μέρος ἐν τῇ ἀναστάσει τῇ πρώτῃ», αυτός θα συμμετάσχει και στη δεύτερη ανάσταση των σωμάτων στα έσχατα της Βασιλείας.
Ο Θεός «πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» (Α΄Τιμ. 2,4). Ο άνθρωπος είναι μεταξύ της ζωής και του θανάτου. Ο Θεός τον καλεί να εκλέξει τη ζωή έναντι του θανάτου (Δευτ. 30,19). Η εκλογή αυτή της ζωής είναι άσκηση της ελευθερίας του ανθρώπου και αναφέρεται στη σημασία και στη μοναδικότητα της παρούσας ζωής. «ἰδοὺ νῦν καιρὸς εὐπρόσδεκτος, ἰδοὺ νῦν ἡμέρα σωτηρίας» (Β΄Κορ. 6,2). Ο άνθρωπος κατά το συναμφότερον σώματος και ψυχής έχει στην παρούσα ζωή την ευθύνη να διαχειριστεί έμπρακτα την ελευθερία του. Μετά θάνατον, δεν υπάρχει ούτε τροπή ούτε μετάνοια της ψυχής, όχι γιατί δεν την δέχεται ο Θεός, αλλά γιατί ο άνθρωπος δεν μπορεί να αρνηθεί τον εαυτό του (Ιω. Δαμασκηνού, Κατά Μανιχαίων PG 94, 1573ΑΒ). Όταν οι Πατέρες της Εκκλησίας επισημαίνουν ότι δεν υπάρχει μετάνοια στον Άδη, δεν διατείνονται ότι ο Θεός την απαγορεύει ή ότι ο Θεός οφείλει οπωσδήποτε να προβεί σε ποινές και τιμωρίες για να μην τρωθεί η θεία δικαιοσύνη. Ο Θεός δεν τιμωρεί ούτε κολάζει. «Καὶ τοῦτο δὲ εἰδέναι δεῖ, ὅτι ὁ Θεὸς οὐ κολάζει τινὰ ἐν τῶ μέλλοντι, ἀλλ’ ἕκαστος ἑαυτόν δεκτικόν ποιεῖ τῆς μετοχῆς τοῦ Θεοῦ. Ἒστιν δὲ ἡ μὲν μετοχή τοῦ Θεοῦ τρυφή, ἡ δὲ ἀνεξικακία αὐτοῦ κόλασις» (Κατά Μανιχαίων διάλογος, PG 94, 1545D-1548A). Στην παρούσα ζωή αναπτύσσεται το μυστήριο της ελευθερίας του ανθρώπου σε ένα απερινόητο υπαρκτικό βάθος. Τώρα είναι ο κατεξοχήν «καιρὸς τοῦ ποιῆσαι», ο καιρός της ανάκαμψης από τη φθορά και τον θάνατο, ο καιρός της εν Χριστώ ζωής. Όπως στην αρχική πτώση φάνηκαν οι υπαρκτικές συνέπειες της απομάκρυνσης και του χωρισμού από τη ζωή του Θεού, έτσι και τώρα, ο άνθρωπος έχει την έσχατη ευκαιρία του.
Η δικανική αντίληψη της σωτηρίας εργαλειοποίησε το ζήτημα της αιώνιας κόλασης ως αιώνιας τιμωρίας. Η Ορθόδοξη Παράδοση εξέφρασε την προοπτική της σωτηρίας περισσότερο ως θεραπεία και ως μέθεξη στη ζωή του Θεού. Αυτή η θεραπευτική και ευχαριστιακή θεώρηση της σωτηρίας, κατά τον Νίκο Ματσούκα, προκάλεσε ένα ρήγμα στη θεολογική της παράδοση, δηλαδή, ένα θεολογούμενο ζήτημα, το οποίο αντιτίθεται στον απόλυτο προορισμό της δυτικής θεολογίας. Πρόκειται για την περί αποκατάστασης των πάντων διδασκαλία του Ωριγένη, η οποία μετασχηματίζεται στη θεολογία του αγίου Γρηγορίου Νύσσης και εκφράζεται με μία νέα σύνθεση από τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή, αλλά και από τον Ισαάκ τον Σύρο (Λόγοι ΙΒ-ΜΑ), ο οποίος κάνει λόγο ακόμη και για τη σωτηρία των δαιμόνων (Λόγος Μ).
Το ζήτημα της αποκατάστασης ειδικά στον Ωριγένη ενδεχομένως προέρχεται από την πλατωνίζουσα σημασία του κοσμικού και εξαγνιστικού πυρός που προκαλεί την ηρακλείτεια
κίνηση και επιστροφή του κόσμου. Στον Ωριγένη ο Θεός είναι «πυρ καταλίσκον» μέσα στο οποίο οι ψυχές υπερβαίνουν τα δεσμά της αμαρτίας και της άγνοιας και μαζί με τον υλικό κόσμο, ο οποίος θα καθαρθεί και θα αιωνιοποιηθεί, θα επιστρέψουν στον Θεό. Σχεδόν τρεις αιώνες μετά θα καταδικαστεί κυρίως για ποιμαντικούς λόγους από την Ε΄ Οικουμενική Σύνοδο.
Ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης έκανε λόγο και αυτός για την κάθαρση της κακίας της ψυχής μέσα στο αιώνιο πυρ, ώστε να αποδοθεί καθαρή όπως ο χρυσός από τις κίβδηλες προσμίξεις. Έτσι και η προαίρεση της ψυχής είναι δυνατό να καθαρθεί και να ενωθεί με τον Θεό. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, το κακό που δεν έχει από μόνο του ιδιαίτερη υπόσταση, θα πάψει να υπάρχει στα ελεύθερα και ενάρετα όντα. Η κακία δεν συμβιβάζεται με το τελικό γεγονός, όπου ο Θεός θα είναι «τὰ πάντα ἐν πᾶσιν».
Ο άγιος Μάξιμος θεωρεί ότι κατά την τρίτη αποκατάσταση οι ψυχές που εξετράπησαν με την παράταση των αιώνων θα αποβάλουν τη μνήμη της κακίας και σε μία τελειωτική πορεία θα προσέλθουν στον ατελεύτητο Θεό. Έτσι, με την επίγνωση και όχι με τη μέθεξη θα λάβουν και θα απολαύσουν τα αγαθά και θα φανερωθεί ότι ο Θεός δεν είναι αίτιος της αμαρτίας. Συνεπώς, στην ανακεφαλαίωση της δημιουργίας στον Θεό που πάντοτε θα είναι μία κίνηση δίχως πέρας, εντάσσονται τα πάντα και τίποτε δεν μπορεί να χαθεί από την κτίση και την ιστορία.
Η αθανασία κατά τον Νίκο Ματσούκα δεν είναι μία επιβίωση της φύσης ή μία αισθητική απλώς κατηγορία αλλά το άκρως καλλιτεχνικό σμίλεμα του ανθρώπινου προσώπου, ένας νέος τρόπος υπάρξεως για τον άνθρωπο σε σχέση και κοινωνία με τον Θεό. Η αποκατάσταση εν τέλει σημαίνει ότι τον τελευταίο λόγο τον έχει ο Θεός και η ανθρώπινη ελευθερία. Κατά τον Κάλλιστο Ware, δεν γνωρίζουμε αν όλοι θα σωθούν, μπορούμε όμως να προσευχόμαστε για όλους και να το ελπίζουμε. Το πρόβλημα της αποκατάστασης συζητήθηκε και στην εποχή μας κυρίως στο πλαίσιο της ρωσικής θρησκευτικής φιλοσοφίας, η οποία κλείνει σαφώς υπέρ της αποκατάστασης. Για τον Νικόλαο Μπερδιάγιεφ η ιδέα της ελεύθερης βούλησης μοιάζει να αποτελεί έννοια του ποινικού δικαίου για την υπεράσπιση της κόλασης. Η ιδέα της κόλασης στερεί την ηθική ζωή του ανθρώπου από κάθε νόημα, αφού της επιθέτει την ιδέα του τρόμου, πράγμα που αφαιρεί κάθε αξία και κάθε αξιοπρέπεια από την πνευματική ζωή. Ο π. Σέργιος Μπουλγκάκωφ στον γ’ τόμο της Δογματικής του (L'épouse de l'agneau) επαναστατεί αποφασιστικά στην ιδέα της κόλασης. Μία αιώνια ιδέα της κόλασης σημαίνει αποτυχία του Θεού. Είναι η ήττα του Θεού από τις δυνάμεις του σκότους. Ενδεχομένως, τα αιώνια βάσανα να εκφράζουν όχι μία ατελεύτητη περίοδο πόνου, αλλά απλώς μία ένταση πόνου σε μία χρονική στιγμή. Πίστη στην κόλαση σημαίνει απιστία στον Θεό. Κατά τον Μπερδιάγιεφ, μόνο μία αντικειμενοποίηση του ευαγγελίου, προσαρμοσμένη στην κοινωνική οργάνωση της Εκκλησίας θα μπορούσε να δικαιολογήσει μία τέτοια αντίληψη. Αλλά η χριστιανική θρησκεία είναι θρησκεία του φόβου; Άλλο πράγμα είναι η ψυχολογία και άλλο η οντολογία της κόλασης. Η κόλαση είναι ό,τι πιο αποκρουστικό σχηματίστηκε στο ανθρώπινο μυαλό. Η κατασκευή μιας αιώνιας φυλακής ως μέρος του θείου σχεδίου ανήκει στο Βασίλειο του Θεού. Πρόκειται για μία γήινη αντίληψη της δικαιοσύνης. Υπάρχουν επιβιώσεις μανιχαϊσμού στη θεωρία της κόλασης. Οι άνθρωποι πρέπει να σωθούν όλοι μαζί. Η κόλαση φαίνεται να αποτελεί ένα είδος ορθολογικοποιημένης θηριωδίας. Σε καντιανή φρασεολογία ο Μπερδιάγεφ υποστηρίζει ότι η ανυπαρξία της κόλασης είναι ένα
ηθικό αίτημα. Γι’ αυτόν, ιδέα της κόλασης συνδέεται με το παράδοξο πρόβλημα του κακού, το οποίο αποτελεί σκάνδαλο για τον άνθρωπο και για τον Θεό. Η κόλαση σημαίνει την επικράτηση του κακού. Ο αγώνας εναντίον του κακού μπορεί να είναι εξίσου κακός. Το κακό δεν μπορεί να χρησιμοποιείται ως θρίαμβος της δικαιοσύνης του Θεού. Το υποχρεωτικό καλό που επιβάλλεται με τη βία θα μπορούσε να γίνει μέγιστο κακό. Η κόλαση ως εκδίκηση και ως ποινική διαδικασία. Δικανικός και χρησιμοθηρικός τρόπος κατανόησης του Χριστιανισμού με σκοπό τα συμφέροντα της κοινωνικής οργάνωσης. Άλλο είναι η οδός του πόνου για την επίτευξη της ένωσης με τον Θεό και άλλο η ιδέα της κόλασης ως τιμωρίας.
Κατά τον Ιωάννη Δαμασκηνό «τὸ γάρ βίᾳ γινόμενον ἢ ἀνάγκῃ φύσεως οὐκ ἀρετὴ» (Κατά Μανιχαίων Διάλογος 69, PG 94, 1568). Ωστόσο, όλα εξαρτώνται από τη μέθεξη και την αμεθεξία στη ζωή του Θεού. Η αναγκαιότητα του καθαρτηρίου είναι ένα είδος δικανικής αντίληψης της σωτηρίας. Είναι μία κόλαση που προσπαθεί να απαλλάξει από μία άλλη κόλαση, όπως θα έλεγε και ο άγιος Συμεών Θεσσαλονίκης. Η σχέση με τον Θεό και η μετάβαση σε αυτόν δεν μπορεί να είναι αποτέλεσμα καθαρτικών ποινών ούτε ασφαλώς και μία διαδικασία επιβολής του Θεού πάνω στον άνθρωπο. Ο βασανισμός και η ποιμαντική του τρόμου, το κτιστό πυρ της κόλασης, υπήρξε για αιώνες η σταθερή εικόνα της κόλασης στη δυτική χριστιανική παράδοση. Στη θεολογική παράδοση της Ορθόδοξης Ανατολής, οι κολασμένοι νιώθουν οδύνη, επειδή είναι τυφλοί πνευματικά και γι’ αυτό δεν μπορούν δον τον Θεό. Στη Δύση το νομικό πνεύμα κατέληξε στον απόλυτο προορισμό, ενώ η ιαματική θεώρηση της σωτηρίας στην Ανατολή προέβαλε ως θεολογούμενο ζήτημα την αποκατάσταση των πάντων. Κατά τον Νίκο Ματσούκα, το αξιοπρόσεκτο της σημασίας της αποκατάστασης των πάντων έγκειται κυρίως στις σωστές αφετηρίες της, που είναι η αντίληψη της σωτηρίας ως θεραπεία, η αθανασία ως μέθεξη στη ζωή του Θεού, η τελείωση ως θέωση, η παραδείσια ζωή ως έρωτας και κοινωνία με τον Θεό, ενώ η κόλαση θεωρείται ως ανέραστη και ακοινώνητη ζωή. Όσο φωτεινή είναι η πορεία ζωής του μέλλοντος αιώνος, άλλο τόσο σκοτεινή είναι η ύπαρξη εκτός της Βασιλείας του Θεού. Οι βιβλικές και πατερικές μαρτυρίες της κόλασης κάνουν λόγο για την πνευματική πώρωση και αμετανοησία εκείνων των ανθρώπων που ηθελημένα δεν θα θελήσουν με όλη τους την ύπαρξη να συμμετάσχουν στη μέλλουσα ζωή. Η στέρηση της Βασιλείας θα είναι τέτοια που ενώ οι άγιοι θα βλέπουν τον Θεό ως φως, αυτοί θα τον αισθάνονται «πῦρ καταναλίσκον» (Εβρ. 12,29). Αλλά η κόλαση δεν είναι τόπος αλλά ο τρόπος μιας νεκρωμένης ζωής, η οποία στερείται την όντως ζωή. Γι’ αυτό και όλες οι εικόνες της κόλασης περιγράφουν παραστατικά μία ζωή πόνου, βασάνων, λύπης και οδύνης. Στην προοπτική αυτή το αυτεξούσιο διαδραματίζει βασικό ρόλο στην αποδοχή της δωρεάς του Θεού, ενώ το κακό εκλαμβάνεται ως παρυπόσταση και ως μη ον.
Η Ορθόδοξη Παράδοση δεν γνώρισε την ποιμαντική του φόβου, το βίωμα του τρομοκράτη και τιμωρού Θεού, την έννοια της ατομικής δικαίωσης, την καταβολή τιμήματος για την εξαγορά των αμαρτημάτων. Το ψυχολογικό σύνδρομο του Θεού ως σαδιστή πατέρα, ο οποίος χαίρεται να τιμωρεί κάθε παράβαση του αδύναμου ανθρώπου, εκφράζει μία καταλυτική αλλοίωση της αλήθειας του Θεού και του ανθρώπου. Η αλλοτρίωση του ήθους από το οντολογικό περιεχόμενό του μετατρέπει τη μετάνοια σε ηθικολογικό και ψυχολογικό πατρονάρισμα των συνειδήσεων, τον Θεό σε δικαστή και τον άνθρωπο σε παραβάτη. Αλλά η δικαιοσύνη του Θεού δεν είναι ο θεός του Θεού, η δικανική αυτοδικαίωση του ανθρώπου, ο οποίος εκλαμβάνει τον Θεό ως Νόμο και τη σωτηρία ως ηθική αυτοδικαίωση. Η δικαιοσύνη
του Θεού είναι η αγάπη του Θεού∙ η μετάνοια του ανθρώπου είναι η επίγνωση της πτώσης της ύπαρξής του. Γι’ αυτό και δεν κατανόησε τη θέωση ως ευδαιμονία, αλλά ως συμμετοχή στο κάλλος της θείας ζωής ως κοινωνία και αγάπη. Η εικόνα του αββά Μακαρίου για την κόλαση ως μοναξιά και απουσία διαπροσωπικών σχέσεων ή θεώρηση του αγίου Μαξίμου για την ψυχή που μπορεί να τοποθετείται έναντι του ήλιου είτε ως κερί είτε ως πηλός και ανάλογα να σκληραίνει ή να μαλακώνει είναι εξαιρετικά ρωμαλέα και εύγλωττα παραδείγματα. Η κόλαση είναι εντέλει η πλήρης αμεθεξία και στέρηση του Θεού. Οι εικόνες αυτές διορθώνουν και συμπληρώνουν τις άλλες περιγραφές που έχουν, ούτως ή άλλως ποιμαντικό και παιδαγωγικό χαρακτήρα.
Σε αυτή τη θεραπευτική αντίληψη της σωτηρίας εντάσσεται και η σημασία των μνημόσυνων ως ενότητα ζώντων και τεθνεώτων μέσω της Ευχαριστίας. Δια της Ευχαριστίας, η Εκκλησία δέεται για την ανάπαυση των ψυχών των κεκοιμημένων στην αγάπη του Θεού, η οποία δεν υπόκειται σε κανένα νόμο, εφόσον η ψυχή τον αποζητάει και τον θέλει. Γι’ αυτό οι τελευταίοι βυζαντινοί θεολόγοι θεωρούσαν ότι τα μνημόσυνα της Εκκλησίας είναι δυνατό να ωφελούν τους εν μετανοία κοιμηθέντες και όχι τους αμετανόητους. Η Εκκλησία προσεύχεται για τους νεκρούς, διότι χάρη στην Ανάσταση του Χριστού, ο Θεός τους διακρατεί στη δική του αιώνια μνήμη. Συνεπώς, η αναστάσιμη προοπτική της Θείας Ευχαριστίας νοηματοδοτεί τα μνημόσυνα των τεθνεώτων και όχι απλώς η δική μας μνήμη, η οποία είναι και αυτή θνητή και έγχρονη.
Η ανακαίνιση της Δημιουργίας: Πρωτολογία και εσχατολογία
«Ἰδοὺ καινὰ ποιῶ πάντα» (Αποκ 21, 5): Η ζωή του μέλλοντος αιώνος
Η βιβλική και πατερική θεολογία είναι θεολογία γεγονότων γιατί ακριβώς αφηγείται και ερμηνεύει τη δυναμική των γεγονότων της ιστορίας της θείας οικονομίας. Η χριστιανική θεολογία είναι ανάγκη να κατανοηθεί ως θεολογία της ιστορίας, γιατί ακριβώς βασίζεται σε γεγονότα και πρόσωπα και όχι σε ιδέες. Ήδη, όμως, με την πράξη της δημιουργίας, από καταβολής του κόσμου, υποδηλώνεται ένα «τέλος». Η πορεία του κόσμου συνιστά ιστορική διαδρομή και όχι αέναη ανακύκληση της φύσης του. Ο κόσμος και ο άνθρωπος δημιουργούνται σε μια προοπτική τελείωσης. Η ιστορική δημιουργία δεν συνιστά τετελεσμένο γεγονός, αλλά είναι διαρκώς στραμμένη και ανοικτή προς την εσχατολογική της πληρότητα. Ο λόγος και ο σκοπός της ύπαρξης της είναι η σταθερή σχέση της με τον Θεό μέσω του ανθρώπου. Κεντρικός άξονας της δημιουργίας είναι η μέλλουσα ενανθρώπηση του Λόγου, η οποία τέμνει και καθοδηγεί ολόκληρη την ιστορία των σχέσεων Θεού και ανθρώπου πολύ πριν να έχει ακόμη πραγματοποιηθεί. Ό,τι συμβαίνει εν χρόνω είναι απολύτως σημαντικό και πραγματικό και για τον άνθρωπο και για τον Θεό. Όταν στο τέλος ο χρόνος θα «πληρωθεί» με την αιωνιότητα του Θεού, δεν θα υπάρχει πλέον ιστορία. Ωστόσο, το γεγονός του Χριστού είναι το «ἐφάπαξ» αλλά και το «ἔσχατον», αυτό που συνέβη μέσα στην ιστορία, αλλά και αυτό που αναμένεται ως πλήρωμα και τελείωσή της. Η ιστορία περιστρέφεται γύρω από τη μοναδικότητα και αποφασιστικότητα του χριστολογικού γεγονότος. Τίποτε το εντελώς καινούργιο δεν μπορεί να συμβεί μέσα στην ιστορία που να υπερβαίνει τον Χριστό. Ο Χριστός είναι η αρχή και το τέλος. Ιστορία και εσχατολογία σηματοδοτούν την ταυτότητα, αλλά και την πορεία της Εκκλησίας προς τη Βασιλεία.
Η ιστορικότητα είναι η ραχοκοκαλιά του Χριστιανισμού. Στο πλαίσιο της ιστορικότητας η Εκκλησία προσέλαβε στοιχεία κατά τη συνάντησή της με τον Ελληνισμό. Παρόλη την εμπλοκή της πρώιμης θεολογικής σκέψης στο παραδοσιακό αρχαιοελληνικό πλαίσιο της κοσμολογίας,
η πατερική θεολογία προσέλαβε δημιουργικά και μεταμόρφωσε τον Ελληνισμό, παρέχοντας ακριβώς την προοπτική της ιστορικότητας της θείας οικονομίας, αναβαπτίζοντας και ανακαινίζοντας την αρχαιοελληνική οντολογία με το ιστορικό και συνάμα εσχατολογικό γεγονός του Χριστού. Αντίθετα, όπου εντοπίζεται έλλειψη ή υποτονική παρουσία της ιστορικότητας τούτο οφείλεται σε έναν εξελληνισμό του Χριστιανισμού με συνακόλουθη ροπή προς την εξωβιβλική ανιστορικότητα και φυσιοκρατία. Η διδασκαλία του Ωριγένη για την προΰπαρξη των ψυχών και την αντανάκλαση ενός αιώνιου αρχετυπικού επιπέδου της ανθρώπινης ύπαρξης κινείται προς αυτή την κατεύθυνση. Όμως, η πίστη και η εμπειρία της Εκκλησίας δεν αφορά έναν άσαρκο ιστορικά συμβολισμό, ένα αφηρημένο δογματικό ή μεταφυσικό σύστημα. Η Εκκλησία είναι πρωτίστως μία κοινότητα ιστορική μέσα στην κτίση, η οποία οδεύει προς την εσχατολογική πληρότητα. Ωστόσο, η εν Χριστώ σύνθεση προσώπου και ιστορίας, δημιουργίας και εσχάτων αποτελεί την καινοτομία του Χριστιανισμού. Η νέα κατηγορία της εκ του μη όντος δημιουργίας κάνει τον κόσμο σύμφυτο με τον χρόνο.
Η ιστορία δεν συνιστά προϊόν της πτώσης του ανθρώπου από κάποια αρχική παραδείσια κατάσταση του κόσμου και του ανθρώπου, όπως αφήνει να εννοηθεί ο Αυγουστίνος, αλλά άρχισε μαζί με τη δημιουργία. Πολύ περισσότερο, η ιστορία δεν είναι η φθορά που ακολούθησε μετά την πτώση και ούτε ασφαλώς η σωματική σύσταση του ανθρώπου. Η ιστορία είναι το γίγνεσθαι του κτιστού, ο χώρος και ο χρόνος εκδήλωσης των ενεργειών του Θεού προς τον άνθρωπο, αλλά και της σχέσης του ανθρώπου με τον Θεό μέσω της χρήσης του κόσμου. Η κίνησή της είναι μη αναστρέψιμη, μία συνεχής και επί τα πρόσω πορεία, παρά τις τραγικές αντινομίες και τις κακοήθειές της. Κάθε πρόσωπο, κάθε πράξη ή γεγονός, έχουν μοναδικό, ανεπανάληπτο και αποφασιστικό νόημα. Από μία ορθόδοξη προοπτική αξίζει να επισημανθεί ότι το νόημα του κόσμου και του ανθρώπου δεν βρίσκεται πέρα και μετά από την ιστορία, αλλά μέσα και διαμέσου της ιστορίας. Η Πολιτεία του Θεού δεν είναι παρά η ίδια η δημιουργία του μεταμορφωμένη και ανακαινισμένη. Ωστόσο, ο πειρασμός της ανιστορικότητας, η αντίληψη της ιστορίας δίχως τη διάσταση του μέλλοντος και την προσδοκία των εσχάτων της Βασιλείας παραμένει ένας υπαρκτός κίνδυνος για τον θεσμοποιημένο Χριστιανισμό, αγγίζοντας έντονα και τη σύγχρονη εκκλησιαστική πραγματικότητα. Όταν όλα έχουν θεσμοθετηθεί καλώς και κλειδωθεί ήδη από το λαμπρό παρελθόν της Εκκλησίας, όταν το παρελθόν μυθοποιείται και εξιδανικεύεται ιδεαλιστικά, τότε δεν απομένει παρά η παλίνδρομη επιστροφή σε αυτό, η ακατάσχετη και αδιέξοδη μεμψιμοιρία για τα προβλήματα και την έκπτωση του παρόντος.
Το ίδιο το παρελθόν ασκεί μία παράξενη γοητεία ιδιαίτερα σε εκείνους που δεν είναι ευχαριστημένοι με το παρόν. Η θανάσιμη νοσταλγία του χρόνου προκαλεί την ανάμνηση μιας χρυσής εποχής που ανήκει στο παρελθόν και η οποία γεννά μελαγχολία και θλίψη για το παρόν. Είναι χαρακτηριστικό ότι η τάση αυτή χαρακτηρίζει όλες σχεδόν τις εποχές και όλους τους πολιτισμούς. Όπως η μνήμη δεν μπορεί να επανιδρύσει το παρελθόν, αλλά απλώς το μετασχηματίζει, αφαιρώντας τα αρνητικά του στοιχεία, το ίδιο αντιφατικά λειτουργεί και η ιστορία ως προς τη θεώρηση του παρελθόντος. Αποβάλλοντας κάθε κακό και άσχημο στοιχείο, το παρελθόν ωραιοποιείται και ψευδαισθητικά μετασχηματίζεται σε μία αντικειμενική πραγματικότητα, η οποία επιθυμούμε να είναι περίπου αιώνια. Πέρα από τους διάφορους φονταμενταλισμούς και ζηλωτισμούς, η Αναγγέννηση στράφηκε νοσταλγικά προς την κλασική Αρχαιότητα, οι συμβολιστές και οι ρομαντικοί του 19ου αι. αναζήτησαν καταφύγιο στον Μεσαίωνα ως μακρινή πνευματική πατρίδα, οι άνθρωποι του 20ου μαγεύτηκαν από τον εξωτισμό της Άπω Ανατολής, οι λόγιοι του Βυζαντίου μέχρι την άλωση
μιμήθηκαν τη γλωσσική αρτιότητα της αττικής διαλέκτου, το νεοελληνικό κράτος στράφηκε με ένα ιστορικό άλμα στην κλασική αρχαιότητα, οι σύγχρονοι ορθόδοξοι παραπέμπουν στο ένδοξο Βυζάντιο ως το ιδεώδες πρότυπο των σχέσεων Εκκλησίας, κράτους και κοινωνίας, ως εποχή που μεγαλούργησε ο Ελληνισμός και η Ορθοδοξία. Ωστόσο, ο Γρηγόριος Θεολόγος, ο Καππαδόκης ιεράρχης της χρυσής περιόδου της ορθόδοξης θεολογίας κατά τον 4ο αι,. περιέγραφε με μελαγχολική απαισιοδοξία την εκκλησιαστική κατάσταση της εποχής του. Θεωρώντας «τα της Εκκλησίας αποίμαντα», διέκρινε απαισιόδοξα ότι το πλοίο της Εκκλησίας ταξιδεύει δίχως φως μέσα στη νύκτα, ενόσω ο ίδιος ο «Χριστός καθεύδει» (Επιστολαί [Φιλαγρίω], PG 37, 65). Η εξιδανίκευση του ιστορικού παρελθόντος είναι τελικά μία κατασκευή του παρόντος, η οποία απαντά σε ποικίλες ιδεολογικές και ψυχολογικές ανάγκες και οπωσδήποτε στερείται εσχατολογικής προοπτικής. Αντίθετα, μέσα στη διαρκή ένταση ιστορίας και εσχάτων, τίποτε δεν μπορεί να είναι μονολιθικό, αυτονόητο ή δικαιωμένο λόγω χρησικτησίας. Σύμφωνα με τον Γεώργιο Φλωρόφσκυ, «η ιστορική ευαισθησία είναι απαραίτητη για τον θεολόγο, είναι ο αναγκαίος όρος για να είναι κανείς μέσα στην Εκκλησία. Οποιοσδήποτε είναι αναίσθητος προς την ιστορία δύσκολα θα είναι καλός χριστιανός»(Βλ. Φλωρόφσκυ Γ., Θέματα Εκκλησιαστικής Ιστορίας, Θεσσαλονίκη 1979, σ. 225).
Ο πειρασμός της ανιστορικότητας στον Χριστιανισμό δεν εμφανίζεται μόνο με την αντικειμενοποίηση ή εξιδανίκευση των ιστορικών συνθηκών του παρελθόντος, αλλά ακόμη ενδίδοντας κάθε φορά και στις κρατούσες ιστορικές συνθήκες, αδιαφορώντας για το αν, κατ’ αυτό τον τρόπο, διαστρέφεται η εσχατολογική ταυτότητα της Εκκλησίας, η μόνη που μπορεί να νοηματοδοτεί την ίδια την ιστορία. Ο Χριστιανισμός, όταν προδίδει το εσχατολογικό όραμά του, υποτάσσεται τραγικά σε έναν ενδοκοσμικό προσανατολισμό. Η πράξη αυτή, όσο παράδοξο και αν φαίνεται, συνιστά άρνηση της ιστορίας, της εμπειρίας, της σημασίας και της λειτουργίας του χρόνου, που προϋποθέτει και συνεπάγεται η χριστιανική εσχατολογία.
Η εσχατολογία ήταν για πολύ καιρό ένας παραμελημένος κλάδος στη σύγχρονη θεολογία. Μία ανιστορική θεολογία, βγαλμένη από τα σχολαστικά σχήματα ή από την ηθικολογία του ευσεβισμού, δεν απογύμνωσε τη χριστιανική θεολογία και πίστη μόνο από τον ιστορικό της χαρακτήρα, αλλά και από την εσχατολογική της ταυτότητα και προοπτική. Πράγματι, η εσχατολογία ήταν, και σε αρκετές περιπτώσεις συνεχίζει να είναι, ένα καταληκτικό κεφάλαιο στα θεολογικά εγχειρίδια, το οποίο ασχολείται με τα γεγονότα που πρόκειται να συμβούν στο τέλος της ιστορίας ή με την μετά θάνατο επιβίωση της ψυχής. Η εσχατολογική προοπτική δεν περιορίζεται στην αναμονή ενός απροσδιόριστου τέλους του κόσμου ή στη σωτηρία της ψυχής από τη φθαρτή σωματικότητα του ανθρώπου. Η μελλοντολογική και ατομιστική αυτή υποτίμηση της εσχατολογίας υπήρξε μία από τις μεγαλύτερες ανεπάρκειες και διαστρεβλώσεις της σύγχρονης θεολογίας, αλλά και ο πικρός καρπός της μακράς αιχμαλωσίας της ορθόδοξης θεολογίας στη Δύση. Η εσχατολογία δεν είναι ένα ιδιαίτερο κεφάλαιο της χριστιανικής ζωής, πίστης και διδασκαλίας, αλλά η θεμελιώδης διάστασή της. Η εσχατολογική ερμηνεία του Χριστιανισμού είναι η μόνη βαθιά και αυθεντική ερμηνεία. Το γεγονός του Χριστού και η δεύτερη επάνοδός του ως έλευση της Βασιλείας, προσανατολίζουν προς το μέλλον, όχι ως μία μεταφυσική και στατική αιωνιότητα, αλλά ως προσδοκία και έλευση ενός μεταμορφωμένου κόσμου, ενός ανακαινισμένου χώρου και χρόνου δίχως φθορά και θάνατο. «Ο Χριστιανισμός είναι στην ουσία του εσχατολογικός και η Εκκλησία είναι μια “εσχατολογική κοινότητα”, αφού η Εκκλησία είναι η Καινή Διαθήκη, η τελική και η οριστική και, συνεπώς, η “έσχάτη”. Ο ίδιος ο Χριστός είναι ο έσχατος Αδάμ, γιατί είναι “ο καινός άνθρωπος”. Η χριστιανική προοπτική είναι κατ’ ουσίαν εσχατολογική. “Τα αρχαία
παρήλθεν. Ιδού, γέγονε καινά”» (Γεωργίου Φλωρόφσκυ, Θέματα Εκκλησιαστικής Ιστορίας, σ. 74). Η εσχατολογία θέτει εδώ και τώρα, λοιπόν, την ορθή κατανόηση της Εκκλησίας και του κόσμου και φανερώνει το πλαίσιο των αμοιβαίων σχέσεών τους. Ο κόσμος είναι το λίαν καλό δημιούργημα του Θεού, το οποίο συστενάζει και συνωδίνει μαζί με τον άνθρωπο, προσδοκώντας την πλήρη ανακαίνισή του. Δίχως την προοπτική της έλευσης της Βασιλείας, ο κόσμος θα μπορούσε να ήταν ο αδιέξοδος τόπος της φθοράς και του θανάτου. Αντίθετα, η εσχατολογική δυναμική δεν αφήνει περιθώρια για κανενός είδους προσωπικό, κοσμικό ή ιστορικό πεσιμισμό. Αποκαλύπτοντας το «ἔσχατον» ως όρο και όριο αναφοράς του κόσμου, η χριστιανική πίστη απελευθερώνει τον κόσμο από μία στατική «ιεροποίηση», τον μεταμορφώνει παρέχοντας του ιστορικό δυναμισμό ως νοηματισμένη εξέλιξη μέσα στον χρόνο. Εντέλει, η εσχατολογική προοπτική καταφάσκει και μεταμορφώνει τον πολιτισμό του ανθρώπου.
Το πρόβλημα της σχέσης μεταξύ ιστορίας και εσχατολογίας ερμηνεύει εν πολλοίς και τη διαφορετική θεολογική και πολιτιστική παράδοση που αναπτύχθηκε στη χριστιανική οικουμένη. Είναι πλέον κοινή η διαπίστωση ότι η χριστιανική Δύση επέδειξε εξαρχής, λόγω των αυξημένων ενδιαφερόντων της για τη θεσμική οργάνωση του βίου και τη χρηστική αντίληψη της πραγματικότητας, ιδιαίτερη έμφαση και προσήλωση στην ιστορική προσέγγιση του χριστολογικού γεγονότος. Η χριστιανική Ανατολή, δίχως να μειώνει τη σημασία του ιστορικού και δεδομένου χαρακτήρα της θείας οικονομίας, προσανατολίζεται περισσότερο σε μία εσχατολογική προσέγγιση και μυσταγωγική εμπειρία. Πράγματι, για τη δυτική χριστιανοσύνη, η ιστορία της θείας οικονομίας αναδεικνύεται ως το αφετηριακό σημείο ολόκληρης της θεολογικής της παράδοσης. Η χριστιανική Δύση καθιερώνει από πολύ νωρίς τον εορτασμό των Χριστουγέννων ως απαρχή του Χριστιανισμού και συνεχίζει μέχρι τις μέρες μας να τα γιορτάζει με ιδιαίτερη έμφαση. Η Ανατολή, που μόλις κατά τον 4ο αι. εισάγει την εορτή των Χριστουγέννων, γιορτάζει με ιδιαίτερη λαμπρότητα το πασχάλιο γεγονός της Ανάστασης του Χριστού, γύρω από το οποίο περιστρέφεται ολόκληρη η λειτουργική της ζωή. Αν η Δύση τονίζει με έμφαση τον ιστορικό χαρακτήρα της χριστολογίας και εμμένει στο Σταυρό του Χριστού, η Ανατολή προτιμά να έχει μία πνευματολογική θεώρηση του χριστολογικού μυστηρίου και εκκινεί με κέντρο την Ανάσταση του Χριστού, συμπλέκοντας τα έσχατα με την ιστορία. Η δυτική παράδοση του Χριστιανισμού προβάλλει την ηθική και ιεραποστολική δραστηριότητα μέσα στον κόσμο για την αλλαγή των δεινών της ιστορίας, ενώ η ορθόδοξη επιδεικνύει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ασκητική και νηπτική ζωή ως πρόγευση της Βασιλείας. Η ευχαριστιακή λατρεία της χριστιανικής Δύσης οριοθετείται κυρίως από την ιστορική ανάμνηση του Σταυρού και του πάθους, ενώ η λειτουργική εμπειρία της Ανατολής είναι φορτισμένη από το εσχατολογικό γεγονός της Ανάστασης ως υπέρβασης του πάθους και του Σταυρού. Η Ανατολή δεν αρκείται στην ιστορική επανάληψη των ιδρυτικών λόγων της Ευχαριστίας κατά τον Μυστικό Δείπνο, ως να επρόκειτο για ένα προϊόν της ιστορικής αιτιότητας, αλλά επικαλείται την έλευση του Αγίου Πνεύματος ως μιας εσχατολογικής καταστάσεως, ως πρόγευση της Βασιλείας. Αλλά και το ευαγγέλιο του Χριστού, ο λόγος της Αγίας Γραφής, για την ορθόδοξη Ανατολή δεν είναι κάτι που έρχεται από το παρελθόν, αλλά κάτι που εισβάλλει στην ιστορία από το μέλλον της Βασιλείας. Αν η δυτική θρησκευτική ζωγραφική χρησιμοποιεί τον φυσικό και ιστορικό νατουραλισμό στις αναπαραστάσεις της, η ορθόδοξη εικονογραφία προτιμά να απεικονίζει τα πρόσωπα όπως θα είναι στα έσχατα της ιστορίας.
Η δυτική παράδοση επιζητεί να είναι πιστή στο ιστορικό γεγονός, ενώ η ανατολική στην εσχατολογική πραγματικότητα, στην κατάσταση των πραγμάτων, όπως θα είναι στο τέλος. Τα έσχατα σέβονται την ιστορία, όχι γιατί την αντιγράφουν, αλλά γιατί την μεταμορφώνουν, υπερβαίνοντας ειδικά τις αντινομίες και τους περιορισμούς της ιστορίας. Η επιμονή της Ορθόδοξης Παράδοσης στον πνευματολογικό παράγοντα σημαίνει τελικά πως οτιδήποτε έχει δοθεί από τον Χριστό μέσα στην ιστορία, δεν μπορεί να αποτελεί από μόνο του επαρκή βάση για την τελική εσχατολογική πραγματικότητα. Απαιτείται πάντοτε ένα νέο γεγονός. Ο ρόλος της πνευματολογίας στη Θεία Ευχαριστία και γενικότερα στην εκκλησιολογία είναι ακριβώς να απελευθερώνει την ιστορία από τα δεσμά της φθοράς και του κακού, προσανατολίζοντάς την προς τα έσχατα. Η πνευματολογία εισάγει τον παράγοντα της ελευθερίας και του προσώπου έναντι της αναγκαιότητας και της φυσιοκρατίας, απελευθερώνει τα κτιστά όντα από τα δεδομένα όριά τους. Δίχως τον πνευματολογικό της προσδιορισμό, ολόκληρη η ιστορία της θείας οικονομίας είναι μία δεδομένη κατάσταση, η οποία προκαλεί αυτοματικά και μηχανικά, συγκεκριμένα και, εκ των προτέρων, αναγκαστικά αποτελέσματα. Σε τελική ανάλυση, ο εσχατολογικός παράγοντας της πνευματολογίας αποκαλύπτει ότι ο Θεός παραμένει ελεύθερος ακόμη και από την ελεύθερη εμπλοκή του στην ιστορία. Διαφορετικά η ενσάρκωση θα είχε καθηλώσει τον Θεό εντός της ιστορίας.
Και οι δύο παραδόσεις, εάν απομονωθούν στην αυτάρκειά τους, ενέχουν τον κίνδυνο μονομέρειας και παρανοήσεων. Είναι σύνηθες στον σύγχρονο οικουμενικό διάλογο οι μεν Ορθόδοξοι να εγκαλούν τους δυτικούς χριστιανούς για μετατροπή της εσχατολογικής πραγματικότητας σε ένα απλό αποτέλεσμα της ιστορικής διαδικασίας, οι δε δυτικοί να διατείνονται ότι η ορθόδοξη πνευματικότητα ως απόλυτος «εσχατολογισμός» συνιστά ένα είδος απόδρασης από την ιστορία και τα συγκεκριμένα προβλήματά της. Η Ορθόδοξη Παράδοση δίνει όντως μία αποφασιστική προτεραιότητα στα έσχατα έναντι της ιστορίας. Το πράττει αυτό για να μην εισαγάγει τον χρόνο και την ιστορία στο επίπεδο της ίδιας της ύπαρξης του Θεού. Το πάθος, για παράδειγμα, δεν μπορεί ποτέ να είναι στοιχείο της εσχατολογικής πραγματικότητας. Στην καινή κτίση της Βασιλείας δεν θα υπάρχει πλέον ούτε «ὁ θάνατος… οὔτε πένθος οὔτε κραυγὴ οὔτε πόνος οὐκ ἔσται ἔτι· ὅτι τὰ πρῶτα ἀπῆλθον» (Απ. 21, 4). Διαφορετικά, η θεολογία δεν θα διαφέρει ουσιαστικά από την ανθρωπολογία και η εκκλησιολογία από την κοινωνιολογία. Χρειάζεται, συνεπώς, μία αμοιβαία και συνθετική θεώρηση των δύο προσεγγίσεων, η οποία να διακρατεί γνήσια και αυθεντικά την αλληλοδιείσδυση, αλλά και τη διαλεκτική ένταση μεταξύ ιστορίας και εσχατολογίας.
Η βιβλική και πατερική θεολογία μαρτυρεί μία διαρκή κίνηση και εξέλιξη ολόκληρης της δημιουργίας με σκοπό την τελείωση των όντων. Η εσχατολογική αυτή κίνηση εντοπίζεται ήδη στον αρχικό σκοπό της κτίσης και ανακεφαλαιώνεται κατά τρόπο δυναμικό στο κοσμο-ιστορικό γεγονός του Χριστού. Με την ενανθρώπησή του εγκαινιάσθηκε ήδη ο καινούργιος κόσμος της Βασιλείας. Με την Ανάσταση και την Πεντηκοστή τα έσχατα έχουν ήδη εισέλθει δυναμικά στην κτίση και την ιστορία. Το νόημα της ανακεφαλαίωσης ως αποκορύφωση και πληρότητα όλης της ιστορίας της σωτηρίας φανερώνει την κινητική και εσχατολογική πορεία της δημιουργίας προς τη Βασιλεία του Θεού. Οι απαρχές της εσχατολογίας, όλος ο εξελικτικός δυναμισμός και η φορά των όντων προς τα εμπρός, ενεργοποιείται από καταβολής του κόσμου. Ενώ οι ρίζες της εσχατολογικής αυτής προοπτικής βρίσκονται στην αρκτική κατάσταση των όντων, τελικά τα έσχατα παρέχουν οντότητα και νοηματοδοτούν τα πρώτα.
Σύμφωνα με τη βιβλική μαρτυρία, ο σκοπός της δημιουργίας του κόσμου, ήδη κατά την προαιώνια βουλή του Θεού, είναι η μεταμόρφωσή του σε Εκκλησία, δηλαδή, σε Βασιλεία. Η δυναμική και εξελικτική αυτή προοπτική των κτιστών όντων, δεν συμβιβάζεται με μία σκηνοθετημένη πορεία της ιστορίας ή με την θεωρία του απόλυτου προορισμού. Τα πάντα είναι ανοικτά και ενδεχόμενα, δηλαδή, ελεύθερα. Η ιστορία δεν είναι το θέατρο της δόξας του Θεού, δίχως την ελεύθερη συμμετοχή και συνεργασία του ανθρώπου. Ο Θεός δεν προόρισε κατά τρόπο δικανικό την έκβαση της ιστορίας, αμείβοντας κάποια όντα με το να εισέλθουν στη Βασιλεία και τιμωρώντας κάποια άλλα με το να αφανισθούν. Ολόκληρη η δημιουργία του Θεού καλείται να εισέλθει στην Βασιλεία ως υπόσχεση και εκπλήρωση της ζωής πέρα από τη φθορά και τον θάνατο.
Ωστόσο, η σημασία της «βασιλείας του Θεού» ή της «βασιλείας των ουρανών» στην Αγία Γραφή δεν αφορά μια υπερβατική και στατική κατάσταση, ένα είδος ιδεατής πραγματικότητας, η οποία αντιπαρατίθεται και πρόκειται μελλοντικά να απορροφήσει τον κόσμο και την ιστορία. Αντίθετα, σημαίνει την εσχατολογική πορεία και ολοκλήρωση της ιστορίας της σωτηρίας, την τελείωση του κόσμου, την αποκατάσταση της κοινωνίας μεταξύ Θεού και ανθρώπων. Τελικά, η Βασιλεία του Θεού είναι η κοινωνία και η σχέση με την ίδια τη ζωή του Τριαδικού Θεού. Κατά την ορθόδοξη θεολογία, η Εκκλησία δεν ταυτίζεται, αλλά μετέχει στη ζωή και στη Βασιλεία του Θεού. Ενόσω πορεύεται στην ιστορία, η Εκκλησία εικονίζει, προαναγγέλλει και προγεύεται την Βασιλεία. Με τον τρόπο αυτό της μετοχής και της εικονικής οντολογίας εκφράζει και πραγματώνει η ορθόδοξη θεολογία τη φιλοσοφία της ιστορίας. Η προσέγγιση αυτή δεν αποσπά εντέλει τον άνθρωπο και τη σωτηρία του από τη φύση και την ιστορία. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η ζωή της Εκκλησίας δεν αποτελεί ομοιόμορφη επανάληψη και πρόσδεση στο παρελθόν, ένα απολιθωμένο και στατικό καθίδρυμα, αλλά συνεχή, αθόρυβη, ανακαινιστική και μεταμορφωτική επενέργεια του Αγίου Πνεύματος στην κτίση και στην ιστορία. Το Άγιο Πνεύμα είναι η μυστική ζωή της Εκκλησίας, η ανανεωτική πνοή των εσχάτων και της Βασιλείας, η οποία ζωογονεί και απελευθερώνει την ιστορία από τα δεσμά της.
Η δυτική θεολογία προσεγγίζει την Εκκλησία εγκλωβίζοντάς την συνήθως στο πλαίσιο της ιστορίας. Εκκινώντας είτε από τη δημιουργία κυρίως, όμως, από την ενσάρκωση του Χριστού ως την παγίωση της Εκκλησίας, καταλήγει στα ιστορικά έσχατα, οπότε και η Εκκλησία εκτοπίζεται πλέον από τη Βασιλεία. Η ύπαρξη της Εκκλησίας, εξάπαντος, περιορίζεται μέσα στο κλειστό σχήμα ενσάρκωση και απολύτρωση που δημιούργησε το προπατορικό αμάρτημα. Για τον λόγο αυτό, ενδεχομένως, και η διάσταση της εσχατολογίας στη δυτική εκκλησιολογία είναι αδύναμη ή κατανοείται περισσότερο γραμμικά, ως προγραμματισμένη και εναποκείμενη απόληξη στο τέρμα της ιστορίας.
Μάλιστα δε, οι θέσεις του Αυγουστίνου στο έργο του De Civitate Dei και οι ύστερες επεξεργασίες της σχολαστικής θεολογίας διαμόρφωσαν επί αιώνες την αντίληψη ότι η Εκκλησία ως η επίγεια πολιτεία του Θεού ταυτίζεται με τη Βασιλεία. Η ολισθηρή αυτή αντίληψη της μεσαιωνικής θεολογίας οδήγησε σε μία εγκοσμιοκρατική και αντικειμενοποιημένη θεώρηση της Βασιλείας. Εφόσον η Εκκλησία δεν μετέχει και δεν πορεύεται προς την Βασιλεία, αλλά είναι ήδη η Βασιλεία εντός της ιστορίας, εκ των πραγμάτων η Εκκλησία αποβαίνει ένας στατικός και περιχαρακωμένος ιεροκρατικός οργανισμός με σκληρυμένες δικανικές πρακτικές και ολοκληρωτικές ιεραρχικές δομές. Αλλά και η ιστορία, όταν δεν εκλαμβάνεται ως «βέβηλη» και αμαρτωλή πραγματικότητα, μετατρέπεται απλώς σε «κουκλοθέατρο» του απόλυτου προορισμού και της ανελευθερίας.
Η περιχαράκωση της Εκκλησίας σε κλειστές νομικές κατηγορίες περί σωτηρίας μετέτρεψε την πίστη και το όραμα της Βασιλείας σε θρησκεία της κόλασης, του φόβου και της τιμωρίας. Τον ολοκληρωτικό αυτό πειρασμό εξαναγκαστικής εγκαθίδρυσης μιας επίγειας βασιλείας διεκτραγωδεί ο Ντοστογιέφσκυ στον Μύθο του Μεγάλου Ιεροεξεταστή. Η δικαιολογημένη αντίδραση της προτεσταντικής θεολογίας στις εκκλησιολογικές εκτροπές του δυτικού Μεσαίωνα διαμόρφωσε σταδιακά την άποψη ότι η Εκκλησία θα καταργηθεί στα έσχατα, εφόσον δεν ταυτίζεται με την Βασιλεία του Θεού. Τούτο είναι εύλογο, καθόσον για ένα μεγάλο φάσμα της σύγχρονης δυτικής θεολογικής σκέψης, η ταυτότητα της Εκκλησίας εντοπίζεται στο κήρυγμα, στην ιεραποστολή και στην κοινωνική δράση, δηλαδή, σε πραγματικότητες οι οποίες θα πάψουν να υφίστανται στη Βασιλεία.
Σε μια τελείως διαφορετική προοπτική, η ορθόδοξη θεολογία θεωρεί ότι η Εκκλησία, μολονότι δεν ταυτίζεται με τη Βασιλεία του Θεού, εντούτοις, χάρη στη Θεία Ευχαριστία, διατηρεί έναν άρρηκτο και δυναμικό δεσμό μαζί της. Ως εντελέχεια της ιστορίας η Εκκλησία, ενώ διακρίνεται στην παρούσα φάση από τη Βασιλεία, και μόνο κατά πρόληψη μετέχει εξεικονίζοντας τα έσχατα στη Θεία Ευχαριστία, στο μέλλον θα είναι πλήρως ενοποιημένη και ταυτόσημη με αυτήν. Η ορθόδοξη παράδοση αποδίδει στην εκκλησιολογία της ένα χαρακτήρα μάλλον μεταϊστορικό. Όχι μόνο δεν εγκλωβίζει το γεγονός της Εκκλησίας στη φάση της ανέλιξης της οικονομίας της σωτηρίας, αλλά βλέπει τις απαρχές του μέσα στη θεία ζωή, στην αγαπητική κοινωνία των προσώπων της Αγίας Τριάδος. Η Εκκλησία δεν έχει προέλευση την ιστορία, αλλά εισβάλλει μέσα σε αυτήν. Για τον λόγο αυτό, η Εκκλησία στην παρούσα φάση της δεν συνταυτίζεται πλήρως με τη Βασιλεία. Η ύπαρξη της φθοράς και του θανάτου την φέρει διαρκώς αντιμέτωπη με τη διαβρωτική δράση του κακού. Η Εκκλησία, μολονότι διακονεί το μυστήριο του αγιασμού στην φύση των όντων, ουδέποτε έθεσε όρια μεταξύ του «ιερού» και του «βέβηλου». Άλλωστε, η Εκκλησία δεν υπάρχει για τον εαυτό της, αλλά για να ζήσει ο κόσμος, για να βρει το νόημά της η ιστορία και η ανθρωπότητα. Η Εκκλησία είναι μία κοινότητα που αγωνίζεται κατά της αμαρτίας και του θανάτου και άρα αποτελείται από αμαρτωλούς και από αγίους. Και ενώ διανύει ακόμη την εβδόμη ημέρα της ιστορίας, μετέχει ωστόσο, «δι᾿ ἐσόπτρου ἐν αἰνίγματι» (Α΄Κορ. 13.12), στην ανέσπερη και αδιάδοχη ογδόη της Βασιλείας. Τούτο συμβαίνει γιατί η ευχαριστιακή εμπειρία της Εκκλησίας είναι δυνατό να εικονίζει και να αντανακλά μέσα στην ιστορία, εδώ και τώρα, τα έσχατα της Βασιλείας.
Η Εκκλησία εικονίζει, προγεύεται και αποτελεί εσχατολογική πρόληψη της Βασιλείας, επειδή, όχι απλώς τελεί, αλλά ταυτίζεται με τη Θεία Ευχαριστία κατ’ εξοχήν, η οποία είναι και η μοναδική οντολογική εικόνα της Βασιλείας του Θεού εντός της ιστορίας. Η Εκκλησία θα επιζήσει και πέραν της ιστορίας, γιατί, ακριβώς, αντλεί την ταυτότητά της από την Θεία Ευχαριστία ως γεγονός του μέλλοντος, ως κοινωνία των εσχάτων και της Βασιλείας. Κατά τον Μητροπολίτη Περγάμου Ιωάννη Ζηζιούλα, η Θεία Ευχαριστία είναι το μόνο εκκλησιαστικό γεγονός, το οποίο θα επιβιώσει στη Βασιλεία. «Η Θεία Ευχαριστία είναι η στιγμή και το γεγονός κατά το οποίο η Εκκλησία βιώνει την εσχατολογική της υπόσταση, παύει να είναι αυτό που είναι και γίνεται αυτό που θα είναι. Στην Θεία Ευχαριστία η Εκκλησία υπερβαίνει τις αντινομίες της Ιστορίας και βιώνει έναν κόσμο όπως θα είναι, όταν νικηθεί ο θάνατος και εγκατασταθεί η Βασιλεία του Θεού» (Ζηζιούλα Ιωάννου, «Εκκλησία και Έσχατα», Εκκλησία και Εσχατολογία, Αθήνα 2003, σσ. 36). Όπως ο Χριστός προσέλαβε την ιστορία δίχως να ταυτισθεί απόλυτα μαζί της, έτσι και η Εκκλησία, ως το ιστορικό σώμα του Χριστού, είναι ανάγκη να προσανατολίζεται και να βαίνει διαρκώς προς το μέλλον της Βασιλείας. Ο σκοπός
της Εκκλησίας δεν είναι η περιχαράκωσή της στα όρια μιας κλειστής πολιτείας ή η μετατροπή του εσχατολογικού πολιτεύματός της σε καθεστώς του κόσμου, το οποίο επιζητεί να απολαμβάνει κοσμική κυριαρχία, χρησιμοποιώντας και απολυτοποιώντας τις δομές και τα μορφώματα της ιστορίας. Η Εκκλησία, επειδή μετέχει στη Βασιλεία του Θεού, αγωνίζεται διαρκώς να προσλαμβάνει και να μεταμορφώνει τον κόσμο και την ιστορία. Η κίνηση αυτή της πρόσληψης και μεταμόρφωσης του κόσμου δεν πραγματώνεται θριαμβολογικά ή καταπιεστικά, αλλά θυσιαστικά και κενωτικά. Η Βασιλεία του Θεού δεν ενεργεί παρά μόνο μέσα σε ατμόσφαιρα σχέσεων ελευθερίας και αγάπης. Η υπέρβαση της φθοράς και του θανάτου εντός της ιστορίας απαιτεί και προϋποθέτει το «ασκητικό κατόρθωμα» της ανθρώπινης ελευθερίας. Δίχως την ελεύθερη και ασκητική χρήση του κόσμου, δίχως έναν δημιουργικό πολιτισμό και μία νοοτροπία σχέσεων ελευθερίας και αγάπης, κάθε όραμα του μέλλοντος αποβαίνει είτε τραγική ουτοπία είτε αναγκαστικός συμβιβασμός με τα πεπερασμένα και ανακυκλούμενα σχήματα της ιστορίας. Εμφυσώντας εσχατολογική πνοή στην ιστορία, η Εκκλησία μαρτυρεί έναν άλλο τρόπο υπάρξεως, τη δυνατότητα και την προοπτική ανακαίνισης του κόσμου και του ανθρώπου. Στην προοπτική αυτή, το μέλλον δεν εξαρτάται από το παρελθόν, αλλά μπορεί να λειτουργεί απελευθερωτικά για το παρόν και για το παρελθόν. Ο κόσμος, ο άνθρωπος και η ιστορία ανοίγονται προς το μέλλον. Η Βασιλεία δεν απαξιώνει, αλλά νοηματοδοτεί και φωτίζει δημιουργικά και ελεύθερα την πορεία της ιστορίας.
Η πρόσληψη και η μεταμόρφωση του κόσμου μέσα στη διαλεκτική ιστορίας και εσχάτων είναι η κύρια αποστολή της Εκκλησίας. Η Εκκλησία υπάρχει για να ενώνει τα διεστώτα στις εκάστοτε ιστορικές συγκυρίες, για να μαρτυρεί έναν άλλο μεταμορφωμένο κόσμο, έναν άλλο τρόπο υπάρξεως των όντων, όπως, δηλαδή, θα είναι στη Βασιλεία. Η εσχατολογική αυτή λειτουργία της Εκκλησίας γίνεται ήθος και τρόπος ζωής για τον άνθρωπο και τον πολιτισμό του. Η τελείωση ως όραμα και εμπειρία της Βασιλείας δεν σημαίνει ένα είδος ευδαιμονισμού και αέναης ευφορίας, αλλά την υπέρβαση της φθοράς και του θανάτου. Η θέωση ως τελικός σκοπός του ανθρώπου, ενώ συντελείται εντός του κόσμου και της ιστορίας, ολοκληρώνεται στα έσχατα της Βασιλείας.
Η «ἐν Χριστῷ καινὴ κτίσις» σηματοδοτεί ότι «τὰ ἀρχαῖα παρῆλθεν, ἰδοὺ γέγονε καινὰ τὰ πάντα» (Β Κορ. 5,17). Αρχή και πηγή της καινής κτίσης είναι η Ανάσταση του Χριστού ως απαρχή του μέλλοντος αιώνος. Ο Χριστός είναι «τὸ Α καὶ τὸ Ω, ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος, ἀρχὴ καὶ τέλος» (Αποκ. 22,13). Η ανάσταση των νεκρών θα σημάνει και την έναρξη της Βασιλείας. Η δημιουργία του Θεού ξεκίνησε με το «Ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν» (Γεν. 1,1) και ολοκληρώνεται με το τέλος του χρόνου και της ιστορίας, καθόσον στη Βασιλεία του Θεού «χρόνος οὐκέτι ἔσται» (Απ. 10,6). Στην Ορθόδοξη Παράδοση η πρωτολογία συνδέται άρρηκτα με την εσχατολογία, καθώς θεωρούνται δυναμικά υπό το πρίσμα της ιστορίας της θείας οικονομίας σε μία πορεία ανάπτυξης και ολοκλήρωσης με κέντρο το πρόσωπο και το έργο του Χριστού. Τόσο η ψυχή όσο και το σώμα μπορεί να ζήσουν αιώνια, όχι διότι είναι αιώνια εξαρχής, αλλά λόγω της τελειωτικής πορείας και προκοπής τους σε σχέση και κοινωνία με τον Θεό. Πριν τον κόσμο και τον χρόνο υπάρχει η αιωνιότητα του Θεού. Κατά τα έσχατα, όταν ο Θεός θα καλέσει τον κόσμο να εισέλθει στην αιωνιότητά του, τότε θα φανερωθεί ότι το μυστήριο του Χριστού έχει εισχωρήσει απόλυτα στη δημιουργία και στην ανθρωπότητα ώστε να είναι «τὰ πάντα καὶ ἐν πᾶσι Χριστός» (Κολ. 3,11). Πρόκειται για την ημέρα του Κυρίου, την ανέσπερη και ατελεύτητη, την ογδόη ημέρα, η οποία θα έχει αρχή, αλλά δεν θα έχει τέλος, διότι ο κόσμος και ο άνθρωπος θα ζουν με τη ζωτική χάρη του
Θεού «τοῦ ζωοποιοῦντος τοὺς νεκροὺς καὶ καλοῦντος τὰ μὴ ὄντα ὡς ὄντα» (Ρωμ. 4,17). Τίποτε δεν είναι αθάνατο και αιώνιο ενώπιον του Θεού. «Κατ᾿ ἀρχὰς σύ, Κύριε, τὴν γῆν ἐθεμελίωσας, καὶ ἔργα τῶν χειρῶν σού εἰσιν οἱ οὐρανοί· αὐτοὶ ἀπολοῦνται, σὺ δὲ διαμένεις, καὶ πάντες ὡς ἱμάτιον παλαιωθήσονται, καὶ ὡσεὶ περιβόλαιον ἑλίξεις αὐτοὺς καὶ ἀλλαγήσονται· σὺ δὲ ὁ αὐτὸς εἶ, καὶ τὰ ἔτη σου οὐκ ἐκλείψουσιν. οἱ υἱοὶ τῶν δούλων σου κατασκηνώσουσι, καὶ τὸ σπέρμα αὐτῶν εἰς τὸν αἰῶνα κατευθυνθήσεται» (Ψαλμ. 101,26-29). Όπως θα ανακαινιστεί το ανθρώπινο σώμα, έτσι θα ανακαινιστεί και ολόκληρη η υλική δημιουργία και θα ζει πλέον με τις άκτιστες ενέργειες της Αγίας Τριάδος. Προοίμιο αυτής της κατάστασης υπήρξε η μεταμόρφωση του Χριστού στο Θαβώρ, την οποία ήδη προγεύονταν εν ζωή οι άγιοι, ενώ στη Βασιλεία θα είναι σταθερή και μόνιμη κατάσταση. Οι βιβλικές και πατερικές μαρτυρίες επισημαίνουν ότι η ζωή της Βασιλείας δεν μπορεί να περιγραφεί με λόγια και με εμπειρίες αυτού του κόσμου. Γνωρίζουμε, όμως, ότι δεν θα υπάρχει κορεσμός ή ανία αλλά συνεχής πρόοδος σύμφωνα με τον Παύλο, «ἡμεῖς δὲ πάντες ἀνακεκαλυμμένῳ προσώπῳ τὴν δόξαν Κυρίου κατοπτριζόμενοι τὴν αὐτὴν εἰκόνα μεταμορφούμεθα ἀπὸ δόξης εἰς δόξαν, καθάπερ ἀπὸ Κυρίου Πνεύματος» (Β΄Κορ. 3,18). Σε αυτή την προοπτική ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης, ερμηνεύοντας το Άσμα ασμάτων, αντέκρουσε τις θέσεις του Ωριγένη σχετικά με τον κορεσμό των νοερών όντων ως αιτία της πτώσης κατά την πρωτολογία, κάνοντας λόγο για την επ’ άπειρον ερωτική πρόοδο και ακατάπαυστη κίνηση του ανθρώπου στην άληκτη θεία μακαριότητα. Σε καμία περίπτωση η ζωή της Βασιλείας δεν συνιστά επιστροφή στον αρχικό παράδεισο. Καθώς λέγει ο Παύλος, «τὰ μὲν ὀπίσω ἐπιλανθανόμενος τοῖς δὲ ἔμπροσθεν ἐπεκτεινόμενος κατὰ σκοπὸν διώκω ἐπὶ τὸ βραβεῖον τῆς ἄνω κλήσεως τοῦ Θεοῦ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» (Φιλ. 3,14). η επέκταση δε αυτή είναι το ίδιο το μυστήριο του Χριστού, το οποίο στα έσχατα θα αποκαλυφθεί ως Βασιλεία. Το δε τέλος αυτής της πορείας θα είναι η αρχή μιας συνεχούς προόδου στη θεία ζωή. Αλλά η συμμετοχή στη μέλλουσα ζωή ριζώνει ήδη στην παρούσα με τα μυστήρια της Εκκλησίας. Η μόνη δυνατότητα να αγγίξει το κάλλος και την ομορφιά, να ωραΐσει την πεπτωκυία ύπαρξή του είναι να κοινωνεί με τον Χριστό. Η προσδοκία των εσχάτων προσανατολίζει τον άνθρωπο, παρέχοντας νόημα και σκοπό στον παρόντα σύντομο και έμπονο βίο του.
Κείμενα
Α΄Κορ. 15:
Γνωρίζω δὲ ὑμῖν, ἀδελφοί, τὸ εὐαγγέλιον ὃ εὐηγγελισάμην ὑμῖν, ὃ καὶ παρελάβετε, ἐν ᾧ καὶ ἑστήκατε, δι᾿ οὗ καὶ σῴζεσθε, τίνι λόγῳ εὐηγγελισάμην ὑμῖν εἰ κατέχετε, ἐκτὸς εἰ μὴ εἰκῆ ἐπιστεύσατε. παρέδωκα γὰρ ὑμῖν ἐν πρώτοις ὃ καὶ παρέλαβον, ὅτι Χριστὸς ἀπέθανεν ὑπὲρ τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν κατὰ τὰς γραφάς, καὶ ὅτι ἐτάφη, καὶ ὅτι ἐγήγερται τῇ τρίτη ἡμέρᾳ κατὰ τὰς γραφάς, καὶ ὅτι ὤφθη Κηφᾷ, εἶτα τοῖς δώδεκα· ἔπειτα ὤφθη ἐπάνω πεντακοσίοις ἀδελφοῖς ἐφάπαξ, ἐξ ὧν οἱ πλείους μένουσιν ἕως ἄρτι, τινὲς δὲ καὶ ἐκοιμήθησαν· ἔπειτα ὤφθη Ἰακώβῳ, εἶτα τοῖς ἀποστόλοις πᾶσιν· ἔσχατον δὲ πάντων ὡσπερεὶ τῷ ἐκτρώματι ὤφθη κἀμοί. ἐγὼ γάρ εἰμι ὁ ἐλάχιστος τῶν ἀποστόλων, ὃς οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς καλεῖσθαι ἀπόστολος, διότι ἐδίωξα τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ· χάριτι δὲ Θεοῦ εἰμι ὅ εἰμι· καὶ ἡ χάρις αὐτοῦ ἡ εἰς ἐμὲ οὐ κενὴ ἐγενήθη, ἀλλὰ περισσότερον αὐτῶν πάντων ἐκοπίασα, οὐκ ἐγὼ δέ, ἀλλ᾿ ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ἡ σὺν ἐμοί. εἴτε οὖν ἐγὼ εἴτε ἐκεῖνοι, οὕτω κηρύσσομεν καὶ οὕτως ἐπιστεύσατε. Εἰ δὲ Χριστὸς κηρύσσεται ὅτι ἐκ νεκρῶν ἐγήγερται, πῶς λέγουσί τινες ἐν ὑμῖν ὅτι ἀνάστασις νεκρῶν οὐκ ἔστιν; εἰ δὲ ἀνάστασις νεκρῶν οὐκ ἔστιν, οὐδὲ Χριστὸς ἐγήγερται· εἰ δὲ Χριστὸς οὐκ ἐγήγερται, κενὸν ἄρα τὸ κήρυγμα ἡμῶν, κενὴ δὲ καὶ ἡ πίστις ὑμῶν. εὑρισκόμεθα δὲ καὶ ψευδομάρτυρες τοῦ Θεοῦ ὅτι ἐμαρτυρήσαμεν κατὰ τοῦ Θεοῦ ὅτι ἤγειρε τὸν Χριστόν, ὃν οὐκ ἤγειρεν, εἴπερ ἄρα νεκροὶ οὐκ ἐγείρονται· εἰ γὰρ νεκροὶ οὐκ ἐγείρονται, οὐδὲ Χριστὸς ἐγήγερται. εἰ δὲ Χριστὸς οὐκ ἐγήγερται, ματαία ἡ πίστις ὑμῶν· ἔτι ἐστὲ ἐν ταῖς ἁμαρτίαις ὑμῶν. ἄρα καὶ οἱ κοιμηθέντες ἐν Χριστῷ ἀπώλοντο. εἰ ἐν τῇ ζωῇ ταύτῃ ἠλπικότες ἐσμὲν ἐν Χριστῷ μόνον, ἐλεεινότεροι πάντων ἀνθρώπων ἐσμέν. Νυνὶ δὲ Χριστὸς
ἐγήγερται ἐκ νεκρῶν, ἀπαρχὴ τῶν κεκοιμημένων ἐγένετο. ἐπειδὴ γὰρ δι᾿ ἀνθρώπου ὁ θάνατος, καὶ δι᾿ ἀνθρώπου ἀνάστασις νεκρῶν. ὥσπερ γὰρ ἐν τῷ Ἀδὰμ πάντες ἀποθνήσκουσιν, οὕτω καὶ ἐν τῷ Χριστῷ πάντες ζωοποιηθήσονται. ἕκαστος δὲ ἐν τῷ ἰδίῳ τάγματι· ἀπαρχὴ Χριστός, ἔπειτα οἱ Χριστοῦ ἐν τῇ παρουσίᾳ αὐτοῦ·
εἶτα τὸ τέλος, ὅταν παραδῷ τὴν βασιλείαν τῷ Θεῷ καὶ πατρί, ὅταν καταργήσῃ πᾶσαν ἀρχὴν καὶ πᾶσαν ἐξουσίαν καὶ δύναμιν. δεῖ γὰρ αὐτὸν βασιλεύειν ἄχρις οὗ ἂν θῇ πάντας τοὺς ἐχθροὺς ὑπὸ τοὺς πόδας αὐτοῦ. ἔσχατος ἐχθρὸς καταργεῖται ὁ θάνατος· πάντα γὰρ ὑπέταξεν ὑπὸ τοὺς πόδας αὐτοῦ. ὅταν δὲ εἴπῃ ὅτι πάντα ὑποτέτακται, δῆλον ὅτι ἐκτὸς τοῦ ὑποτάξαντος αὐτῷ τὰ πάντα. ὅταν δὲ ὑποταγῇ αὐτῷ τὰ πάντα, τότε καὶ αὐτὸς ὁ υἱὸς ὑποταγήσεται τῷ ὑποτάξαντι αὐτῷ τὰ πάντα, ἵνα ᾖ ὁ Θεὸς τὰ πάντα ἐν πᾶσιν. Ἐπεὶ τί ποιήσουσιν οἱ βαπτιζόμενοι ὑπὲρ τῶν νεκρῶν, εἰ ὅλως νεκροὶ οὐκ ἐγείρονται; τί καὶ βαπτίζονται ὑπὲρ τῶν νεκρῶν; τί καὶ ἡμεῖς κινδυνεύομεν πᾶσαν ὥραν; καθ᾿ ἡμέραν ἀποθνήσκω, νὴ τὴν ὑμετέραν καύχησιν ἣν ἔχω ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν. εἰ κατὰ ἄνθρωπον ἐθηριομάχησα ἐν Ἐφέσῳ, τί μοι τὸ ὄφελος; εἰ νεκροὶ οὐκ ἐγείρονται, φάγωμεν καὶ πίωμεν, αὔριον γὰρ ἀποθνήσκομεν. μὴ πλανᾶσθε· φθείρουσιν ἤθη χρηστὰ ὁμιλίαι κακαί. ἐκνήψατε δικαίως καὶ μὴ ἁμαρτάνετε· ἀγνωσίαν γὰρ Θεοῦ τινες ἔχουσι· πρὸς ἐντροπὴν ὑμῖν λέγω. Ἀλλ᾿ ἐρεῖ τις· πῶς ἐγείρονται οἱ νεκροί; ποίῳ δὲ σώματι ἔρχονται; ἄφρον, σὺ ὃ σπείρεις, οὐ ζωοποιεῖται ἐὰν μὴ ἀποθάνῃ· καὶ ὃ σπείρεις, οὐ τὸ σῶμα τὸ γενησόμενον σπείρεις, ἀλλὰ γυμνὸν κόκκον, εἰ τύχοι σίτου ἤ τινος τῶν λοιπῶν· ὁ δὲ Θεὸς αὐτῷ δίδωσι σῶμα καθὼς ἠθέλησε, καὶ ἑκάστῳ τῶν σπερμάτων τὸ ἴδιον σῶμα. οὐ πᾶσα σὰρξ ἡ αὐτὴ σάρξ, ἀλλὰ ἄλλη μὲν ἀνθρώπων, ἄλλη δὲ σὰρξ κτηνῶν, ἄλλη δὲ ἰχθύων, ἄλλη δὲ πετεινῶν. καὶ σώματα ἐπουράνια, καὶ σώματα ἐπίγεια· ἀλλ᾿ ἑτέρα μὲν ἡ τῶν ἐπουρανίων δόξα, ἑτέρα δὲ ἡ τῶν ἐπιγείων. ἄλλη δόξα ἡλίου, καὶ ἄλλη δόξα σελήνης, καὶ ἄλλη δόξα ἀστέρων· ἀστὴρ γὰρ ἀστέρος διαφέρει ἐν δόξῃ. οὕτω καὶ ἡ ἀνάστασις τῶν νεκρῶν. σπείρεται ἐν φθορᾷ, ἐγείρεται ἐν ἀφθαρσίᾳ· σπείρεται ἐν ἀτιμίᾳ, ἐγείρεται ἐν δόξῃ· σπείρεται ἐν ἀσθενείᾳ, ἐγείρεται ἐν δυνάμει· σπείρεται σῶμα ψυχικόν, ἐγείρεται σῶμα πνευματικόν. ἔστι σῶμα ψυχικόν, καὶ ἔστι σῶμα πνευματικόν. οὕτω καὶ γέγραπται· ἐγένετο ὁ πρῶτος ἄνθρωπος Ἀδὰμ εἰς ψυχὴν ζῶσαν· ὁ ἔσχατος Ἀδὰμ εἰς πνεῦμα ζωοποιοῦν· ἀλλ᾿ οὐ πρῶτον τὸ πνευματικόν, ἀλλὰ τὸ ψυχικόν, ἔπειτα τὸ πνευματικόν. ὁ πρῶτος ἄνθρωπος ἐκ γῆς χοϊκός, ὁ δεύτερος ἄνθρωπος ὁ Κύριος ἐξ οὐρανοῦ. οἷος ὁ χοϊκός, τοιοῦτοι καὶ οἱ χοϊκοί, καὶ οἷος ὁ ἐπουράνιος, τοιοῦτοι καὶ οἱ ἐπουράνιοι. καὶ καθὼς ἐφορέσαμεν τὴν εἰκόνα τοῦ χοϊκοῦ, φορέσομεν καὶ τὴν εἰκόνα τοῦ ἐπουρανίου. Τοῦτο δέ φημι, ἀδελφοί, ὅτι σάρξ καὶ αἷμα βασιλείαν Θεοῦ κληρονομῆσαι οὐ δύνανται, οὐδὲ ἡ φθορὰ τὴν ἀφθαρσίαν κληρονομεῖ. ἰδοὺ μυστήριον ὑμῖν λέγω· πάντες μὲν οὐ κοιμηθησόμεθα, πάντες δὲ ἀλλαγησόμεθα, ἐν ἀτόμῳ, ἐν ῥιπῇ ὀφθαλμοῦ, ἐν τῇ ἐσχάτῃ σάλπιγγι· σαλπίσει γάρ, καὶ οἱ νεκροὶ ἐγερθήσονται ἄφθαρτοι, καὶ ἡμεῖς ἀλλαγησόμεθα. δεῖ γὰρ τὸ φθαρτὸν τοῦτο ἐνδύσασθαι ἀφθαρσίαν καὶ τὸ θνητὸν τοῦτο ἐνδύσασθαι ἀθανασίαν. ὅταν δὲ τὸ φθαρτὸν τοῦτο ἐνδύσηται ἀφθαρσίαν καὶ τὸ θνητὸν τοῦτο ἐνδύσηται ἀθανασίαν, τότε γενήσεται ὁ λόγος ὁ γεγραμμένος· κατεπόθη ὁ θάνατος εἰς νῖκος· ποῦ σου, θάνατε, τὸ κέντρον; ποῦ σου, ᾅδη, τὸ νῖκος; τὸ δὲ κέντρον τοῦ θανάτου ἡ ἁμαρτία, ἡ δὲ δύναμις τῆς ἁμαρτίας ὁ νόμος. τῷ δὲ Θεῷ χάρις τῷ διδόντι ἡμῖν τὸ νῖκος διὰ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὥστε, ἀδελφοί μου ἀγαπητοί, ἑδραῖοι γίνεσθε, ἀμετακίνητοι, περισσεύοντες ἐν τῷ ἔργῳ τοῦ Κυρίου πάντοτε, εἰδότες ὅτι ὁ κόπος ὑμῶν οὐκ ἔστι κενὸς ἐν Κυρίῳ.
Β΄Κορ, 12,1-10:
«Καυχᾶσθαι δὴ οὐ συμφέρει μοι· ἐλεύσομαι γὰρ εἰς ὀπτασίας καὶ ἀποκαλύψεις Κυρίου. οἶδα ἄνθρωπον ἐν Χριστῷ πρὸ ἐτῶν δεκατεσσάρων· εἴτε ἐν σώματι οὐκ οἶδα, εἴτε ἐκτὸς τοῦ σώματος οὐκ οἶδα, ὁ Θεὸς οἶδεν· ἁρπαγέντα τὸν τοιοῦτον ἕως τρίτου οὐρανοῦ. καὶ οἶδα τὸν τοιοῦτον ἄνθρωπον· εἴτε ἐν σώματι εἴτε ἐκτὸς τοῦ σώματος οὐκ οἶδα, ὁ Θεὸς οἶδεν·ὅτι ἡρπάγη εἰς τὸν παράδεισον καὶ ἤκουσεν ἄῤῥητα ῥήματα, ἃ οὐκ ἐξὸν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι. ὑπὲρ τοῦ τοιούτου καυχήσομαι, ὑπὲρ δὲ ἐμαυτοῦ οὐ καυχήσομαι εἰ μὴ ἐν ταῖς ἀσθενείαις μου. ἐὰν γὰρ θελήσω καυχήσασθαι, οὐκ ἔσομαι ἄφρων· ἀλήθειαν γὰρ ἐρῶ· φείδομαι δὲ μή τις εἰς ἐμὲ λογίσηται ὑπὲρ ὃ βλέπει με ἢ ἀκούει τι ἐξ ἐμοῦ. Καὶ τῇ ὑπερβολῇ τῶν ἀποκαλύψεων ἵνα μὴ ὑπεραίρωμαι, ἐδόθη μοι σκόλοψ τῇ σαρκί, ἄγγελος σατᾶν, ἵνα με κολαφίζῃ ἵνα μὴ ὑπεραίρωμαι. ὑπὲρ τούτου τρὶς τὸν Κύριον παρεκάλεσα ἵνα ἀποστῇ ἀπ᾿ ἐμοῦ·καὶ εἴρηκέ μοι· ἀρκεῖ σοι ἡ χάρις μου· ἡ γὰρ δύναμίς μου ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται. ἥδιστα οὖν μᾶλλον καυχήσομαι ἐν ταῖς ἀσθενείαις μου, ἵνα ἐπισκηνώσῃ ἐπ᾿ ἐμὲ ἡ δύναμις τοῦ Χριστοῦ. διὸ εὐδοκῶ ἐν ἀσθενείαις, ἐν ὕβρεσιν, ἐν ἀνάγκαις, ἐν διωγμοῖς, ἐν στενοχωρίαις, ὑπὲρ Χριστοῦ· ὅταν γὰρ ἀσθενῶ, τότε δυνατός εἰμι».
Α Κορ. 2,6-10:
«Σοφίαν δὲ λαλοῦμεν ἐν τοῖς τελείοις, σοφίαν δὲ οὐ τοῦ αἰῶνος τούτου, οὐδὲ τῶν ἀρχόντων τοῦ αἰῶνος τούτου τῶν καταργουμένων· ἀλλὰ λαλοῦμεν σοφίαν Θεοῦ ἐν μυστηρίῳ, τὴν ἀποκεκρυμμένην,
ἣν προώρισεν ὁ Θεὸς πρὸ τῶν αἰώνων εἰς δόξαν ἡμῶν, ἣν οὐδεὶς τῶν ἀρχόντων τοῦ αἰῶνος τούτου ἔγνωκεν· εἰ γὰρ ἔγνωσαν, οὐκ ἂν τὸν Κύριον τῆς δόξης ἐσταύρωσαν·ἀλλὰ καθὼς γέγραπται, ἃ ὀφθαλμὸς οὐκ εἶδε καὶ οὖς οὐκ ἤκουσε καὶ ἐπὶ καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη, ἃ ἡτοίμασεν ὁ Θεὸς τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν. ἡμῖν δὲ ὁ Θεὸς ἀπεκάλυψε διὰ τοῦ Πνεύματος αὐτοῦ· τὸ γὰρ Πνεῦμα πάντα ἐρευνᾷ, καὶ τὰ βάθη τοῦ Θεοῦ. τίς γὰρ οἶδεν ἀνθρώπων τὰ τοῦ ἀνθρώπου εἰ μὴ τὸ πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου τὸ ἐν αὐτῷ; οὕτω καὶ τὰ τοῦ Θεοῦ οὐδεὶς οἶδεν εἰ μὴ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ».
Ρωμ. 8,1-17:
«Οὐδὲν ἄρα νῦν κατάκριμα τοῖς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ μὴ κατὰ σάρκα περιπατοῦσιν, ἀλλὰ κατὰ πνεῦμα. ὁ γὰρ νόμος τοῦ πνεύματος τῆς ζωῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ ἠλευθέρωσέ με ἀπὸ τοῦ νόμου τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ θανάτου. τὸ γὰρ ἀδύνατον τοῦ νόμου, ἐν ᾧ ἠσθένει διὰ τῆς σαρκός, ὁ Θεὸς τὸν ἑαυτοῦ υἱὸν πέμψας ἐν ὁμοιώματι σαρκὸς ἁμαρτίας καὶ περὶ ἁμαρτίας, κατέκρινε τὴν ἁμαρτίαν ἐν τῇ σαρκί, ἵνα τὸ δικαίωμα τοῦ νόμου πληρωθῇ ἐν ἡμῖν τοῖς μὴ κατὰ σάρκα περιπατοῦσιν, ἀλλὰ κατὰ πνεῦμα· οἱ γὰρ κατὰ σάρκα ὄντες τὰ τῆς σαρκὸς φρονοῦσιν, οἱ δὲ κατὰ πνεῦμα τὰ τοῦ πνεύματος. τὸ γὰρ φρόνημα τῆς σαρκὸς θάνατος, τὸ δὲ φρόνημα τοῦ πνεύματος ζωὴ καὶ εἰρήνη· διότι τὸ φρόνημα τῆς σαρκὸς ἔχθρα εἰς Θεόν· τῷ γὰρ νόμῳ τοῦ Θεοῦ οὐχ ὑποτάσσεται· οὐδὲ γὰρ δύναται· οἱ δὲ ἐν σαρκὶ ὄντες Θεῷ ἀρέσαι οὐ δύνανται. ὑμεῖς δὲ οὐκ ἐστὲ ἐν σαρκί, ἀλλ᾿ ἐν πνεύματι, εἴπερ Πνεῦμα Θεοῦ οἰκεῖ ἐν ὑμῖν. εἰ δέ τις Πνεῦμα Χριστοῦ οὐκ ἔχει, οὗτος οὐκ ἔστιν αὐτοῦ. εἰ δὲ Χριστὸς ἐν ὑμῖν, τὸ μὲν σῶμα νεκρὸν δι᾿ ἁμαρτίαν, τὸ δὲ πνεῦμα ζωὴ διὰ δικαιοσύνην. εἰ δὲ τὸ Πνεῦμα τοῦ ἐγείραντος Ἰησοῦν ἐκ νεκρῶν οἰκεῖ ἐν ὑμῖν, ὁ ἐγείρας τὸν Χριστὸν ἐκ νεκρῶν ζωοποιήσει καὶ τὰ θνητὰ σώματα ὑμῶν διὰ τὸ ἐνοικοῦν αὐτοῦ Πνεῦμα ἐν ὑμῖν. Ἄρα οὖν, ἀδελφοί, ὀφειλέται ἐσμὲν οὐ τῇ σαρκὶ τοῦ κατὰ σάρκα ζῆν· εἰ γὰρ κατὰ σάρκα ζῆτε, μέλλετε ἀποθνήσκειν· εἰ δὲ Πνεύματι τὰς πράξεις τοῦ σώματος θανατοῦτε, ζήσεσθε. ὅσοι γὰρ Πνεύματι Θεοῦ ἄγονται, οὗτοί εἰσιν υἱοὶ Θεοῦ. οὐ γὰρ ἐλάβετε Πνεῦμα δουλείας πάλιν εἰς φόβον, ἀλλ᾿ ἐλάβετε Πνεῦμα υἱοθεσίας, ἐν ᾧ κράζομεν· ἀββᾶ ὁ πατήρ. αὐτὸ τὸ Πνεῦμα συμμαρτυρεῖ τῷ πνεύματι ἡμῶν ὅτι ἐσμὲν τέκνα Θεοῦ. εἰ δὲ τέκνα, καὶ κληρονόμοι, κληρονόμοι μὲν Θεοῦ, συγκληρονόμοι δὲ Χριστοῦ, εἴπερ συμπάσχομεν ἵνα καὶ συνδοξασθῶμεν».
Εβρ. 12,18-29:
«Οὐ γὰρ προσεληλύθατε ψηλαφωμένῳ ὄρει καὶ κεκαυμένῳ πυρὶ καὶ γνόφῳ καὶ σκότῳ καὶ θυέλλῃ καὶ σάλπιγγος ἤχῳ καὶ φωνῇ ῥημάτων ἧς οἱ ἀκούσαντες παρῃτήσαντο μὴ προστεθῆναι αὐτοῖς λόγον· οὐκ ἔφερον γὰρ τὸ διαστελλόμενον· κἂν θηρίον θίγῃ τοῦ ὄρους, λιθοβοληθήσεται· καί οὕτω φοβερὸν ἦν τὸ φανταζόμενον! Μωϋσῆς εἶπεν· ἔκφοβός εἰμι καὶ ἔντρομος· ἀλλὰ προσεληλύθατε Σιὼν ὄρει καὶ πόλει Θεοῦ ζῶντος, Ἱερουσαλὴμ ἐπουρανίῳ, καὶ μυριάσιν ἀγγέλων, πανηγύρει καὶ ἐκκλησίᾳ πρωτοτόκων ἐν οὐρανοῖς ἀπογεγραμμένων, καὶ κριτῇ Θεῷ πάντων, καὶ πνεύμασι δικαίων τετελειωμένων, καὶ διαθήκης νέας μεσίτῃ Ἰησοῦ, καὶ αἵματι ῥαντισμοῦ κρεῖττον λαλοῦντι παρὰ τὸν Ἄβελ. Βλέπετε μὴ παραιτήσησθε τὸν λαλοῦντα. εἰ γὰρ ἐκεῖνοι οὐκ ἔφυγον τὸν ἐπὶ τῆς γῆς παραιτησάμενοι χρηματίζοντα, πολλῷ μᾶλλον ἡμεῖς οἱ τὸν ἀπ᾿ οὐρανῶν ἀποστρεφόμενοι· οὗ ἡ φωνὴ τὴν γῆν ἐσάλευσε τότε, νῦν δὲ ἐπήγγελται λέγων· ἔτι ἅπαξ ἐγὼ σείω οὐ μόνον τὴν γῆν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν. τὸ δὲ ἔτι ἅπαξ δηλοῖ τῶν σαλευομένων τὴν μετάθεσιν ὡς πεποιημένων, ἵνα μείνῃ τὰ μὴ σαλευόμενα. Διὸ βασιλείαν ἀσάλευτον παραλαμβάνοντες ἔχωμεν χάριν, δι᾿ ἧς λατρεύωμεν εὐαρέστως τῷ Θεῷ μετὰ αἰδοῦς καὶ εὐλαβείας· καὶ γὰρ ὁ Θεὸς ἡμῶν πῦρ καταναλίσκον».
Εβρ. 9,11-12:
«Χριστὸς δὲ παραγενόμενος ἀρχιερεὺς τῶν μελλόντων ἀγαθῶν διὰ τῆς μείζονος καὶ τελειοτέρας σκηνῆς, οὐ χειροποιήτου, τοῦτ᾿ ἔστιν οὐ ταύτης τῆς κτίσεως, οὐδὲ δι᾿ αἵματος τράγων καὶ μόσχων, διὰ δὲ τοῦ ἰδίου αἵματος εἰσῆλθεν ἐφάπαξ εἰς τὰ Ἅγια, αἰωνίαν λύτρωσιν εὑράμενος».
Ματθ. 25,31-46:
«Ὅταν δὲ ἔλθῃ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐν τῇ δόξῃ αὐτοῦ καὶ πάντες οἱ ἅγιοι ἄγγελοι μετ᾿ αὐτοῦ, τότε καθίσει ἐπὶ θρόνου δόξης αὐτοῦ, καὶ συναχθήσεται ἔμπροσθεν αὐτοῦ πάντα τὰ ἔθνη, καὶ ἀφοριεῖ αὐτοὺς ἀπ᾿ ἀλλήλων ὥσπερ ὁ ποιμὴν ἀφορίζει τὰ πρόβατα ἀπὸ τῶν ἐρίφων, καὶ στήσει τὰ μὲν πρόβατα ἐκ δεξιῶν αὐτοῦ, τὰ δὲ ἐρίφια ἐξ εὐωνύμων. τότε ἐρεῖ ὁ βασιλεὺς τοῖς ἐκ δεξιῶν αὐτοῦ· δεῦτε οἱ εὐλογημένοι τοῦ πατρός μου, κληρονομήσατε τὴν ἡτοιμασμένην ὑμῖν βασιλείαν ἀπὸ καταβολῆς κόσμου. ἐπείνασα γάρ, καὶ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψησα, καὶ ἐποτίσατέ με, ξένος ἤμην, καὶ συνηγάγετέ με, γυμνός, καὶ περιεβάλετέ με, ἠσθένησα, καὶ ἐπεσκέψασθέ με, ἐν φυλακῇ ἤμην, καὶ ἤλθετε πρός με. τότε ἀποκριθήσονται αὐτῷ οἱ δίκαιοι λέγοντες· κύριε, πότε σε εἴδομεν πεινῶντα καὶ ἐθρέψαμεν, ἢ διψῶντα καὶ ἐποτίσαμεν; πότε δέ σε εἴδομεν ξένον καὶ συνηγάγομεν, ἢ γυμνὸν καὶ
περιεβάλομεν; πότε δέ σε εἴδομεν ἀσθενῆ ἢ ἐν φυλακῇ, καὶ ἤλθομεν πρός σε; καὶ ἀποκριθεὶς ὁ βασιλεὺς ἐρεῖ αὐτοῖς· ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐφ᾿ ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε. τότε ἐρεῖ καὶ τοῖς ἐξ εὐωνύμων· πορεύεσθε ἀπ᾿ ἐμοῦ οἱ κατηραμένοι εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον τὸ ἡτοιμασμένον τῷ διαβόλῳ καὶ τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ. ἐπείνασα γάρ, καὶ οὐκ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψησα, καὶ οὐκ ἐποτίσατέ με, ξένος ἤμην, καὶ οὐ συνηγάγετέ με, γυμνός, καὶ οὐ περιεβάλετέ με, ἀσθενὴς καὶ ἐν φυλακῇ, καὶ οὐκ ἐπεσκέψασθέ με. τότε ἀποκριθήσονται αὐτῷ καὶ αὐτοὶ λέγοντες· κύριε, πότε σε εἴδομεν πεινῶντα ἢ διψῶντα ἢ ξένον ἢ γυμνὸν ἢ ἀσθενῆ ἢ ἐν φυλακῇ, καὶ οὐ διηκονήσαμέν σοι; τότε ἀποκριθήσεται αὐτοῖς λέγων· ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐφ᾿ ὅσον οὐκ ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἐλαχίστων, οὐδὲ ἐμοὶ ἐποιήσατε. καὶ ἀπελεύσονται οὗτοι εἰς κόλασιν αἰώνιον, οἱ δὲ δίκαιοι εἰς ζωὴν αἰώνιον».
Ιω. 5,24-
«ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ὁ τὸν λόγον μου ἀκούων καὶ πιστεύων τῷ πέμψαντί με ἔχει ζωὴν αἰώνιον, καὶ εἰς κρίσιν οὐκ ἔρχεται, ἀλλὰ μεταβέβηκεν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωήν. ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ἔρχεται ὥρα, καὶ νῦν ἐστιν, ὅτε οἱ νεκροὶ ἀκούσονται τῆς φωνῆς τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, καὶ οἱ ἀκούσαντες ζήσονται· ὥσπερ γὰρ ὁ πατὴρ ἔχει ζωὴν ἐν ἑαυτῷ, οὕτως ἔδωκε καὶ τῷ υἱῷ ζωὴν ἔχειν ἐν ἑαυτῷ· καὶ ἐξουσίαν ἔδωκεν αὐτῷ καὶ κρίσιν ποιεῖν, ὅτι υἱὸς ἀνθρώπου ἐστί. μὴ θαυμάζετε τοῦτο· ὅτι ἔρχεται ὥρα ἐν ᾗ πάντες οἱ ἐν τοῖς μνημείοις ἀκούσονται τῆς φωνῆς αὐτοῦ, καὶ ἐκπορεύσονται οἱ τὰ ἀγαθὰ ποιήσαντες εἰς ἀνάστασιν ζωῆς, οἱ δὲ τὰ φαῦλα πράξαντες εἰς ἀνάστασιν κρίσεως. οὐ δύναμαι ἐγὼ ποιεῖν ἀπ᾿ ἐμαυτοῦ οὐδέν. καθὼς ἀκούω κρίνω, καὶ ἡ κρίσις ἡ ἐμὴ δικαία ἐστίν· ὅτι οὐ ζητῶ τὸ θέλημα τὸ ἐμόν, ἀλλὰ τὸ θέλημα τοῦ πέμψαντός με πατρός».
Λουκ. 20,34-
«καὶ ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· οἱ υἱοὶ τοῦ αἰῶνος τούτου γαμοῦσι καὶ ἐκγαμίζονται·οἱ δὲ καταξιωθέντες τοῦ αἰῶνος ἐκείνου τυχεῖν καὶ τῆς ἀναστάσεως τῆς ἐκ νεκρῶν οὔτε γαμοῦσιν οὔτε γαμίζονται· οὔτε γὰρ ἀποθανεῖν ἔτι δύνανται· ἰσάγγελοι γάρ εἰσι καὶ υἱοί εἰσι τοῦ Θεοῦ, τῆς ἀναστάσεως υἱοὶ ὄντες. ὅτι δὲ ἐγείρονται οἱ νεκροί, καὶ Μωϋσῆς ἐμήνυσεν ἐπὶ τῆς βάτου, ὡς λέγει Κύριον τὸν Θεὸν Ἀβραὰμ καὶ τὸν Θεὸν Ἰσαὰκ καὶ τὸν Θεὸν Ἰακώβ. Θεὸς δὲ οὐκ ἔστι νεκρῶν, ἀλλὰ ζώντων· πάντες γὰρ αὐτῷ ζῶσιν. ἀποκριθέντες δέ τινες τῶν γραμματέων εἶπον· διδάσκαλε, καλῶς εἶπας».
Αποκ. 20,1-6:
«Καὶ εἶδον ἄγγελον καταβαίνοντα ἐκ τοῦ οὐρανοῦ, ἔχοντα τὴν κλεῖν τῆς ἀβύσσου καὶ ἅλυσιν μεγάλην ἐπὶ τὴν χεῖρα αὐτοῦ. καὶ ἐκράτησε τὸν δράκοντα, τὸν ὄφιν τὸν ἀρχαῖον, ὅς ἐστι Διάβολος καὶ ὁ Σατανᾶς ὁ πλανῶν τὴν οἰκουμένην, καὶ ἔδησεν αὐτὸν χίλια ἔτη, καὶ ἔβαλεν αὐτὸν εἰς τὴν ἄβυσσον, καὶ ἔκλεισε καὶ ἐσφράγισεν ἐπάνω αὐτοῦ, ἵνα μὴ πλανᾷ ἔτι τὰ ἔθνη, ἄχρι τελεσθῇ τὰ χίλια ἔτη· μετὰ ταῦτα δεῖ αὐτὸν λυθῆναι μικρὸν χρόνον. Καὶ εἶδον θρόνους, καὶ ἐκάθησαν ἐπ᾿ αὐτούς, καὶ κρῖμα ἐδόθη αὐτοῖς, καὶ τὰς ψυχὰς τῶν πεπελεκισμένων διὰ τὴν μαρτυρίαν Ἰησοῦ καὶ διὰ τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ, καὶ οἵτινες οὐ προσεκύνησαν τὸ θηρίον οὔτε τὴν εἰκόνα αὐτοῦ, καὶ οὐκ ἔλαβον τὸ χάραγμα ἐπὶ τὸ μέτωπον αὐτῶν καὶ ἐπὶ τὴν χεῖρα αὐτῶν· καὶ ἔζησαν καὶ ἐβασίλευσαν μετὰ τοῦ Χριστοῦ χίλια ἔτη·καὶ οἱ λοιποὶ τῶν νεκρῶν οὐκ ἔζησαν ἕως τελεσθῇ τὰ χίλια ἔτη. αὕτη ἡ ἀνάστασις ἡ πρώτη. μακάριος καὶ ἅγιος ὁ ἔχων μέρος ἐν τῇ ἀναστάσει τῇ πρώτῃ· ἐπὶ τούτων ὁ δεύτερος θάνατος οὐκ ἔχει ἐξουσίαν, ἀλλ᾿ ἔσονται ἱερεῖς τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ Χριστοῦ, καὶ βασιλεύσουσι μετ᾿ αὐτοῦ χίλια ἔτη».
Ἰουστίνου, Διάλογος πρὸς Τρύφωνα, V, 1:
«Οὐδὲν οὖν ἴσασι περὶ τούτων ἐκεῖνοι οἱ φιλόσοφοι· οὐδὲ γὰρ ὅ τί ποτέ ἐστι ψυχὴ ἔχουσιν εἰπεῖν.
Οὐκ ἔοικεν. Οὐδὲ μὴν ἀθάνατον χρὴ λέγειν αὐτήν· ὅτι εἰ ἀθάνατός ἐστι, καὶ ἀγέννητος δηλαδή. Ἀγέννητος δὲ καὶ ἀθάνατός ἐστι κατά τινας λεγομένους Πλατωνικούς.Ἢκαὶ τὸν κόσμον σὺ ἀγέννητον λέγεις; Εἰσὶν οἱ λέγοντες, οὐ μέντοι γε αὐτοῖς συγκατατίθεμαι ἐγώ».
Εἰρηναίου Λυῶνος,Κατὰ Αἱρέσεων V, 12, 2:
«Ἕτερόν ἐστι πνοὴ ζωῆς, ἡ καὶ ψυχικὸν ἀπεργαζομένη τὸν ἄνθρωπον, καὶ ἕτερον Πνεῦμα ζωοποιοῦν τὸ καὶ πνευματικὸν αὐτὸν ἀποτελοῦν. Τὸ μὲν Πνεῦμα ἰδίως ἐπὶ Θεοῦ τάξας τοῦ ἐπ᾽ ἐσχάτων τῶν καιρῶν ἐκχέοντος αὐτὸ διὰ τῆς υἱοθεσίας ἐπὶ τὴν ἀνθρωπότητα, τὴν δὲ πνοὴν κοινῶς ἐπὶ τῆς κτίσεως, καὶ ποίημα ἀναγορεύσας αὐτήν.Ἕτερον δέ ἐστι τὸ ποιηθὲν τοῦ ποιήσαντος. Ἡμὲν πνοὴ πρόσκαιρος, τὸ δὲ Πνεῦμα ἀένναον. Καὶ ἡ μὲν πνοὴ ἀκμάσασα πρὸς βραχὺ καὶ καιρῷ τινι παραμείνασα μετὰ τοῦτο
πορεύεται, ἄπνουν ἐγκαταλιποῦσα ἐκεῖνο περὶ ὃ ἦν τὸ πρότερον· τὸ δὲ Πνεῦμα περιλαβὸν ἔνδοθεν καὶ ἔξωθεν τὸν ἄνθρωπον, ἅτε ἀεὶ παραμένον, οὐδέποτε ἐκλείψει αὐτόν».
Ειρηναίου Λυώνος, Κατά αιρέσων V, 4:
«Ἐπειδὴ μέλη αὐτοῦ ἐσμεν καὶ διὰ τῆς κτίσεως τρεφόμεθα, τὴν δὲ κτίσιν αὐτὸς ἡμῖν παρέχει, τὸν ἥλιον αὐτοῦ ἀνατέλλων καὶ βρέχων καθὼς βούλεται, τὸ ἀπὸ τῆς κτίσεως ποτήριον ἴδιον αἷμα ὡμολόγησεν, ἐξ οὗ δεύσει τὸ ἡμέτερον αἷμα, καὶ τὸν ἀπὸ τῆς κτίσεως ἄρτον ἴδιον σῶμα διεβεβαιώσατο, ἀφ' οὗ τὰ ἡμέτερα αὔξει σώματα. Ὁπότε οὖν καὶ τὸ κεκραμένον ποτήριον καὶ ὁ γεγονὼς ἄρτος ἐπιδέχεται τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ γίνεται εὐχαριστία καὶ σῶμα Χριστοῦ, ἐκ τούτων τε αὔξει καὶ συνέστηκεν ἡ τῆς σαρκὸς ἡμῶν ὑπόστασις, πῶς δεκτικὴν μὴ εἶναι τὴν σάρκα λέγουσι τῆς δωρεᾶς τοῦ Θεοῦ, ἥτις ἐστὶ ζωὴ αἰώνιος, τὴν ἀπὸ τοῦ σώματος καὶ αἵματος τοῦ Κυρίου τρεφομένην καὶ μέλος αὐτοῦ ὑπάρχουσαν; Καθὼς ὁ μακάριος Ἀπόστολός φησιν ἐν τῇ πρὸς Ἐφεσίους ἐπιστολῇ ὅτι «Μέλη ἐσμὲν τοῦ σώματος αὐτοῦ, ἐκ τῆς σαρκὸς αὐτοῦ καὶ ἐκ τῶν ὀστέων αὐτοῦ», οὐ περὶ πνευματικοῦ τινος καὶ ἀοράτου ἀνθρώπου λέγων ταῦτα, «τὸ γὰρ πνεῦμα οὔτε ὀστέα οὔτε σάρκας ἔχει», ἀλλὰ περὶ τῆς κατὰ τὸν ἀληθινὸν ἄνθρωπον οἰκονομίας, τῆς ἐκ σαρκῶν καὶ νεύρων καὶ ὀστέων συνεστώσης, ἥτις καὶ ἐκ τοῦ ποτηρίου ὅ ἐστιν αἷμα αὐτοῦ τρέφεται καὶ ἐκ τοῦ ἄρτου ὅ ἐστι σῶμα αὐτοῦ αὔξεται. Καὶ ὅνπερ τρόπον τὸ ξύλον τῆς ἀμπέλου κλιθὲν εἰς τὴν γῆν τῷ ἰδίῳ καιρῷ ἐκαρποφόρησε, καὶ «ὁ κόκκος τοῦ σίτου πεσὼν εἰς τὴν γῆν» καὶ διαλυθεὶς πολλοστὸς ἠγέρθη διὰ τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ τοῦ συνέχοντος τὰ πάντα, ἔπειτα δὲ διὰ τῆς σοφίας τοῦ Θεοῦ εἰς χρῆσιν ἐλθόντα ἀνθρώπων καὶ προσλαμβανόμενα τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ εὐχαριστία γίνεται, ὅπερ ἐστὶ σῶμα καὶ αἷμα τοῦ Χριστοῦ, οὕτως καὶ τὰ ἡμέτερα σώματα ἐξ αὐτῆς τρεφόμενα καὶ τεθέντα εἰς τὴν γῆν καὶ διαλυθέντα ἐν αὐτῇ ἀναστήσεται ἐν τῷ ἰδίῳ καιρῷ, τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ τὴν ἔγερσιν αὐτοῖς χαριζομένου εἰς δόξαν Θεοῦ καὶ Πατρός, ὃς ὄντως τῷ θνητῷ τὴν ἀθανασίαν περιποιεῖ καὶ τῷ φθαρτῷ τὴν ἀφθαρσίαν προσχαρίζεται, ὅτι ἡ δύναμις τοῦ Θεοῦ ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται, ἵνα μὴ ὡς ἐξ ἡμῶν αὐτῶν ἔχοντες τὴν ζωὴν φυσιωθῶμεν καὶ ἐπαρθῶμέν ποτε κατὰ τοῦ Θεοῦ ἀχάριστον ἔννοιαν ἀναλαβόντες, πείρᾳ δὲ μαθόντες ὅτι ἐκ τῆς ἐκείνου ὑπεροχῆς ἀλλ' οὐκ ἐκ τῆς ἡμετέρας φύσεως τὴν εἰς ἀεὶ παραμονὴν ἔχομεν, μήτε τῆς περὶ τὸν Θεὸν δόξης ὡς ἔστιν ἀστοχήσωμεν, μήτε τὴν ἡμετέραν φύσιν ἀγνοήσωμεν, ἀλλ' εἰδῶμεν τί ὁ Θεὸς δύναται καὶ τί ἄνθρωπος εὐεργετεῖται, καὶ μὴ σφαλῶμέν ποτε τῆς ἀληθοῦς περὶ τῶν ὄντων ὡς ἔστι καταλήψεως, τουτέστι Θεοῦ τε καὶ ἀνθρώπων».
Γρηγορίου Παλαμά, Κεφάλαι φυσικά 61, Ε΄, σ. 70:
«Μή ἄν ψυχήν μόνην, μήτε σῶμα μόνον λέγεσθαι ἄνθρωπον, ἀλλά τό συναμφότερον, ὅν δή καί κατ' εἰκόνα πεποιηκέναι Θεός λέγεται»
Ιωάννου Χρυσοστόμου, Εις Εφεσίους Ομιλία ΙΗ, PG 62, 124:
«Ἐγώ σοι δείξω, οὐκέτι σώματα ἀνθρώπων, ἀλλὰ καὶ ψυχὰς ἀνθρώπων κατασφαττομένας ἐκεῖ. Καὶ γὰρ ἔστι ψυχὴν σφάττεσθαι σφαγῇ τῇ προσηκούσῃ ψυχῇ· ὥσπερ γάρ ἐστι σώματος θάνατος, οὕτω καὶ ψυχῆς· Ψυχὴ γὰρ ἡ ἁμαρτάνουσα, φησὶν, αὐτὴ καὶ ἀποθανεῖται. Οὐ τοιοῦτος, οἷος ὁ τοῦ σώματος θάνατος, ἀλλὰ πολλῷ χαλεπώτερος ὁ τῆς ψυχῆς. Οὗτος μὲν γὰρ ὁ σωματικὸς θάνατος διαλύσας ἀπ' ἀλλήλων τὴν ψυχὴν καὶ τὸ σῶμα, τὸ μὲν πολλῶν φροντίδων καὶ πόνων ἀνέπαυσε, τὴν δὲ εἰς φανερὸν χῶρον παρέπεμψεν· εἶτα τῷ χρόνῳ διαλυθὲν καὶ ἀποῤῥεῦσαν, πάλιν συνάγεται μετὰ ἀφθαρσίας, καὶ τὴν οἰκείαν ἀπολαμβάνει ψυχήν. Οὗτος μὲν οὖν τοιοῦτος· ὁ δὲ τῆς ψυχῆς φρικτὸς καὶ φοβερός. Οὐ γὰρ ἐὰν διαλυθῇ, καθάπερ τὸ σῶμα αὐτὴν παραπέμπει, ἀλλὰ καταδεθεῖσαν πάλιν ἀφθάρτῳ σώματι, εἰς τὸ πῦρ ἐμβιβάζει τὸ ἄσβεστον. Οὗτος τοίνυν ἐστὶν ὁ ψυχῆς θάνατος. Ὥσπερ οὖν ἐστι ψυχῆς θάνατος, οὕτω καὶ σφαγὴ ψυχῆς. Τί σώματος σφαγή; Τὸ νεκρωθῆναι, καὶ τῆς ἐνεργείας ἀποῤῥαγῆναι τῆς κατὰ ψυχήν. Τί ἐστι ψυχῆς σφαγή; Καὶ αὐτὸ νέκρωσις. Τί δὲ νέκρωσις ψυχῆς; Ὥσπερ γὰρ τὸ σῶμα τότε νεκροῦται, ὅταν ἔρημον αὐτὸ καταλίπῃ τῆς οἰκείας ἐνεργείας ἡ ψυχή· οὕτω καὶ ἡ ψυχὴ τότε νεκροῦται, ὅταν ἔρημον αὐτὴν καταλίπῃ τῆς οἰκείας ἐνεργείας τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον».
Νικολάου Καβάσιλα, Λόγος Β΄ περί της εν Χριστώ ζωής:
(53.) Ἔστι τοίνυν ἐκεῖνο περὶ τούτων εἰπεῖν. Ἡ ἀνάστασις φύσεώς ἐστιν ἐπανόρθωσις· τὰ δὲ τοιαῦτα προῖκα δίδωσιν ὁ Θεός—ὥσπερ γὰρ πλάττει μηδὲ βουλομένους, οὕτως ἀναπλάττει μηδὲν προεισενεγκόντας. Ἡ δὲ βασιλεία ἐκείνη καὶ ἡ τοῦ Θεοῦ θεωρία καὶ τὸ συνεῖναι Χριστῷ τρυφή ἐστι τῆς θελήσεως· διὰ τοῦτο τοῖς θελήσασι καὶ ἠγαπηκόσι καὶ ποθήσασιν ἔξεστι μόνοις· τούτους μὲν γὰρ καὶ τρυφᾶν ἀκόλουθόν ἐστι τῶν ποθουμένων παρόντων, τὸν δὲ μὴ βουληθέντα ἀμήχανον. Πῶς γὰρ ἂν καὶ τρυφᾶν δύναιτο καὶ χαίρειν παρόντων, ὧν οὐκ ἔλαβε πόθον ἀπόντων; ἐπεὶ μηδὲ ἐπιθυμῆσαι τηνικαῦτα δύναιτ᾿ ἂν καὶ ζητῆσαι τυχεῖν, ὅτι οὐχ ὁρᾷ τὸ κάλλος ἐκεῖνο, καὶ ὅ φησιν ὁ Κύριος· «Οὐ δύναται λαβεῖν, ὅτι οὐ θεωρεῖ αὐτὸ οὐδὲ γινώσκει αὐτό», τυφλὸς ἐντεῦθεν εἰς τὸν βίον
ἐκπεσὼν ἐκεῖνον καὶ πάσης τυφλὸς ἐντεῦθεν εἰς τὸν βίον ἐκπεσὼν ἐκεῖνον καὶ πάσης αἰσθήσεως καὶ δυνάμεως ἀπεστερημένος, δι᾿ ὧν ἔξεστι καὶ γνῶναι τὸν Σωτῆρα καὶ θελῆσαι συνεῖναι καὶ δυνηθῆναι. (54.) Διὰ τοῦτο οὐ χρὴ θαυμάζειν, εἰ ζήσονται μὲν ἀθάνατα πάντες, οὐ πάντες δὲ μακαρίως· ὅτι τῆς μὲν περὶ τὴν φύσιν ἁπλῶς τοῦ Θεοῦ προνοίας ἀπολαύουσι πάντες ὁμοίως· τῶν δὲ τὴν θέλησιν κοσμούντων δώρων, μόνοι τῶν ἄλλων οἱ περὶ Θεὸν εὐσεβεῖς. Ὁ δὲ λόγος, ὅτι πᾶσι μὲν ὁ Θεὸς ἅπαντα βούλεται τἀγαθά, καὶ πάντων ὁμοίως μεταδίδωσι τῶν αὑτοῦ, καὶ ὅσα τὴν θέλησιν εὖ ποιεῖ, καὶ ἃ τὴν φύσιν ἐπανορθοῖ· ἡμεῖς δὲ τῶν μὲν εἰς τὴν φύσιν τοῦ Θεοῦ χαρίτων, ἐπεὶ μὴ δυνάμεθα φεύγειν, καὶ μὴ βουλόμενοι τυγχάνομεν πάντες—καὶ γὰρ καὶ ἄκοντας εὖ ποιεῖ καὶ βιάζεται φιλανθρώπως, ὁπόταν ἀποσείσασθαι τὴν εὐεργεσίαν βουλώμεθα μέν, οὐ δυνώμεθα δέ.
(55.) Τοιοῦτον δὲ τὸ τῆς ἀναστάσεως δῶρον· οὐ γὰρ ἐφ᾿ ἡμῖν ἐστιν οὔτε τὸ γεννηθῆναι τὴν ἀρχὴν οὔτε τὸ ἀποθανόντας ἀναβιώσκεσθαι πάλιν ἢ τοὐναντίον. Ἃ δὲ τῆς θελήσεως τῆς ἀνθρωπίνης ἐξήρτηται, λέγω δὴ τὸ ἑλέσθαι τὸ ἀγαθόν, ἁμαρτιῶν ἄφεσις, ἤθους ὀρθότης, ψυχῆς καθαρότης, Θεοῦ φίλτρον, τὸ τούτων ἆθλον ἡ ἐσχάτη μακαριότης. Ταῦτα δὲ ἐφ᾿ ἡμῖν ἐστι λαβεῖν ἢ φυγεῖν, ὅθεν βουλομένοις μὲν ἔξεστιν, μὴ βουλομένοις δὲ πῶς ἂν γένοιτο αὐτῶν ἀπολαύειν; Οὐ γὰρ ἔστιν ἄκοντας ἐθέλειν, οὐδὲ βιάζεσθαι βουλομένους.
(56.) Ἔτι δὲ δι᾿ ἐκεῖνον τὸν λόγον· ἐπεὶ γὰρ μόνος ἔλυσεν ὁ Κύριος τὴν μὲν φύσιν τῆς φθορᾶς, τὴν δὲ γνώμην τῆς ἁμαρτίας, τὸ μὲν «πρωτότοκος γενόμενος τῶν νεκρῶν», τὸ δὲ «πρόδρομος ὑπὲρ ἡμῶν εἰσελθὼν εἰς τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων», ἅτε τὴν ἁμαρτίαν ἀποκτείνας καὶ τὸν Θεὸν ἡμῖν διαλλάξας καὶ «τὸ μεσότοιχον καταλύσας» καὶ ὑπὲρ ἡμῶν διαλλάξας καὶ «τὸ μεσότοιχον καταλύσας» καὶ ὑπὲρ ἡμῶν ἑαυτὸν αὐτὸς ἁγιάσας, ἵνα καὶ ἡμεῖς ὦμεν «ἡγιασμένοι ἐν ἀληθείᾳ»· φανερὸν ὅτι μόνοι λύοιντο ἂν εἰκότως καὶ τῆς φθορᾶς καὶ τῆς ἁμαρτίας, οἱ καὶ θελήσεως αὐτῷ καὶ φύσεως μετασχόντες· τὸ μὲν ὡς ἄνθρωποι, τὸ δὲ ὡς «ἠγαπηκότες τὴν ἐπιφάνειαν αὐτοῦ» καὶ τὸ πάθος καὶ τοῖς προστάγμασι πεισθέντες καὶ θελήσαντες ἅπερ ἐκεῖνος.
(57.) Οἱ δὲ τὸ μὲν εἶχον, τὸ δὲ οὐκ ἐδέξαντο, καὶ τὸ μὲν ἀνθρώποις εἶναι σφισὶ συνέβη, πιστεύειν δὲ τῷ Σωτῆρι τὴν σωτηρίαν καὶ κοινωνεῖν τῷ ἀγαθῷ τῆς γνώμης οὐκέτι, τούτους τῆς μὲν ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν καὶ τῶν ἐπὶ δικαιοσύνῃ στεφάνων ἐκπίπτειν ἀκόλουθόν ἐστι, τῇ γνώμῃ διϊσταμένους· λυθῆναι δὲ τὴν ἑτέραν ἐλευθερίαν καὶ ἀναστῆναι τῆς φύσεως τῆς αὐτῆς ὡς ἀνθρώπῳ τῷ Χριστῷ γενομένους, οὐδὲν κωλύει. Τὸ γὰρ βάπτισμα τῆς ἐν Χριστῷ μακαρίας ζωῆς αἴτιόν ἐστι μόνον, οὐ τῆς ζωῆς· ἁπλῶς γὰρ τὴν ἀθάνατον ζωήν, τὸ τὸν Χριστὸν τεθνάναι καὶ ἀναβιῶναι πᾶσι παρέσχεν ὁμοίως. Διὰ τοῦτο ἡ μὲν ἀνάστασις καινόν ἐστι δῶρον πᾶσιν ἀνθρώποις, ἄφεσις δὲ ἁμαρτιῶν καὶ οἱ ἐν οὐρανοῖς στέφανοι καὶ ἡ βασιλεία, ἐκείνων γίνεται μόνων, οἷς ὑπῆρξε προεισενέγκαι τὴν ὀφειλομένην συντέλειαν, οἳ τάττουσιν ἑαυτοὺς ἐνθένδεν, ὡς ἔστιν οἰκείως ἔχειν πρὸς τὸν βίον ἐκεῖνον καὶ τὸν νυμφίον· γεννώμενοι μὲν καινῶς, ὅτι καινὸς ἐκεῖνος Ἀδάμ, κάλλει δὲ λάμποντες καὶ τὴν ὥραν σώζοντες, ἣν αὐτοῖς ἐνεποίησε τὸ λουτρόν, ὅτι «ὡραῖος κάλλει παρὰ τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων», καὶ τὴν μὲν κεφαλὴν ἑστῶσαν ἔχοντες οἷαι τῶν ὀλυμπιονικῶν ὅτι στέφανός ἐστιν, ὦτα δὲ ὅτι Λόγος, ὀφθαλμοὺς δὲ ὅτι ἥλιος, ὄσφρησιν δὲ ὅτι καὶ μύρον ἐστὶν ὁ νυμφίος καὶ «μύρον ἐκκενωθέν», σεμνοὶ δὲ καὶ ἐπὶ τῶν ἱματίων διὰ τὸν γάμον. Εἶεν.
Κυριακή της Πεντηκοστής, Εις τον Εσπερινόν της γονυκλισίας :
«... Ὁ εἰς ἅδου καταβὰς καὶ μοχλοὺς αἰωνίους συντρίψας, καὶ τοῖς κάτω καθημένοις ἄνοδον ὑποδείξας, ..., ἐπάκουσον ἡμῶν δεομένων Σου, καὶ ἀνάπαυσον τὰς ψυχὰς τῶν δούλων Σου, τῶν προκεκοιμημένων πατέρων καὶ ἀδελφῶν ἡμῶν, καὶ λοιπῶν συγγενῶν κατὰ σάρκα, καὶ πάντων τῶν οἰκείων τῆς πίστεως, ... πάσης φύσεως ἀνθρωπίνης Δημιουργέ, συνισταμένης τε καὶ πάλιν λυομένης, ζωῆς τε καὶ τελευτῆς, τῆς ἐνταῦθα διαγωγῆς καὶ τῆς ἐκεῖθεν μεταστάσεως˙ ὁ χρόνους μετρῶν τοῖς ζῶσι, καὶ καιροὺς θανάτου ἱστῶν, κατάγων εἰς ἅδου καὶ ἀνάγων, ... ὁ τοὺς θανάτου κέντρῳ πληγέντας ἀναστάσεως ἐλπίσι ζωογονῶν. Αὐτός, Δέσποτα τῶν ἁπάντων, ..., ὁ καὶ ἐν ταύτῃ τῆ παντελείῳ ἑορτῆ καὶ σωτηριώδει, ἱλασμοὺς μὲν ἱκεσίους ὑπὲρ τῶν κατεχομένων ἐν ἅδῃ καταξιώσας δέχεσθαι, μεγάλας δὲ παρέχων ἡμῖν ἐλπίδας, ἄνεσιν τοῖς κατεχομένοις τῶν κατεχόντων αὐτοὺς ἀνιαρῶν καὶ παραψυχὴν παρὰ Σοῦ καταπέμπεσθαι, ἐπάκουσον ἡμῶν τῶν ταπεινῶν καὶ οἰκτρῶν δεομένων Σου, καὶ ἀνάπαυσον τὰς ψυχὰς τῶν δούλων Σου τῶν προκεκοιμημένων, ἐν τόπῳ φωτεινῶ, ἐν τόπῳ χλοερῶ, ἐν τόπῳ ἀναψύξεως, ἔνθα ἀπέδρα πᾶσα ὀδύνη, λύπη καὶ στεναγμός˙ καὶ κατάταξον τὰ πνεύματα αὐτῶν ἐν σκηναῖς δικαίων, καὶ εἰρήνης καὶ ἀνέσεως ἀξίωσον αὐτούς˙ ὅτι οὐχ οἱ νεκροὶ αἰνέσουσί Σε, Κύριε, οὐδὲ οἱ ἐν ἅδῃ ἐξομολόγησιν παρρησιάζονται προσφέρειν Σοι, ἀλλ’ ἡμεῖς οἱ ζῶντες εὐλογοῦμεν Σε καὶ ἱκετεύομεν, καὶ τὰς ἱλαστηρίους εὐχὰς καὶ θυσίας προσάγομέν Σοι ὑπὲρ τῶν ψυχῶν αὐτῶν. ... Σὸν γάρ, ὡς ἀληθῶς, καὶ μέγα ὄντως μυστήριον ... ἥ τε πρόσκαιρος λύσις τῶν Σῶν κτισμάτων καὶ ἡ μετὰ ταῦτα συνάφεια καὶ ἀνάπαυσις ἡ εἰς αἰῶνας. Σοὶ χάριν ἐπὶ πᾶσιν ὁμολογοῦμεν, ἐπὶ ταῖς εἰσόδοις ἡμῶν ταῖς εἰς τὸν κόσμον τοῦτον καὶ ταῖς ἐξόδοις, αἵ τὰς ἐλπίδας ἡμῖν τῆς ἀναστάσεως καὶ τῆς ἀκηράτου ζωῆς, διὰ τῆς
Σῆς ἀψευδοῦς ἐπαγγελίας προμνηστεύονται, ἧς ἀπολαύσαιμεν ἐν τῆ μελλούσῃ δευτέρᾳ παρουσίᾳ Σου... Δέξαι οὖν, Δέσποτα, δεήσεις καὶ ἱκεσίας ἡμετέρας, καὶ ἀνάπαυσον πάντας, τοὺς πατέρας ἑκάστου καὶ μητέρας καὶ τέκνα καὶ ἀδελφοὺς καὶ ἀδελφὰς καὶ εἴ τι ἄλλον ὁμογενὲς καὶ ὁμόφυλον, καὶ πάσας τὰς προαναπαυσαμένας ψυχὰς ἐπ’ ἐλπίδι ἀναστάσεως ζωῆς αἰωνίου. Καὶ κατάταξον τὰ πνεύματα αὐτῶν καὶ τὰ ὀνόματα ἐν βίβλῳ ζωῆς, ἐν κόλποις Ἀβραάμ, καὶ Ἰσαάκ, καὶ Ἰακώβ, ἐν χώρᾳ ζώντων, εἰς βασιλείαν οὐρανῶν, ἐν παραδείςῳ τρυφῆς, διὰ τῶν φωτεινῶν Ἀγγέλων Σου εἰσάγων ἅπαντας εἰς τὰς ἁγίας Σου μονάς. Συνέγειρον καὶ τὰ σώματα ἡμῶν ἐν ἡμέρᾳ ἧ ὥρισας, κατὰ τὰς ἁγίας Σου καὶ ἀψευδεῖς ἐπαγγελίας. Οὐκ ἔστιν οὖν, Κύριε, τοῖς δούλοις Σου θάνατος, ἐκδημούντων ἡμῶν ἀπὸ τοῦ σώματος καὶ πρὸς Σὲ τὸν Θεὸν ἡμῶν ἐνδημούντων, ἀλλὰ μετάστασις ἀπὸ τῶν λυπηροτέρων ἐπὶ τὰ χρηστότερα καὶ θυμηδέστερα, καὶ ἀνάπαυσις καὶ χαρά».
Θεία Λειτουργία:
«Χριστιανὰ τὰ τέλη τῆς ζωῆς ἡμῶν, ἀνώδυνα, ἀνεπαίσχυντα, εἰρηνικά, καὶ καλὴν ἀπολογίαν τὴν ἐπὶ τοῦ φοβεροῦ βήματος τοῦ Χριστοῦ αἰτησώμεθα».
Ἀββᾶ Ἰσαὰκ τοῦ Σύρου, Καθημεριναὶ εὐχαὶ εἰς τὸν Ἰησοῦν Χριστὸν ἐκ τοῦ Προσευχηταρίου Βαρθολομαίου Κουτλουμουσιανοῦ, Ἀρχιμ. Νικ. Χατζηνικολάου, Προσευχητικὴ Φιλοκαλία, Ἀθῆναι 2002, σσ. 232-233:
«Ἀλλ’ ὦ Χριστέ, ... καινοποιήσας, ἐγκαίνισον ἐν τῆ διανοίᾳ ἡμῶν, Κύριε, σπουδὴν πρὸ τοῦ θανάτου, ὅπως ἐν τῆ ὥρᾳ τῆς ἐξόδου ἡμῶν γνῶμεν, πῶς ἦν ἡ εἴσοδος ἡμῶν καὶ ἡ ἔξοδος εἰς τὸν κόσμον τοῦτον, ἕως ἄν τελειώσωμεν τὸ ἔργον, εἰς ὅ ἐκλήθημεν κατὰ τὸ θέλημά Σου ἐν τῆ ζωῆ ταύτῃ πρῶτον, καὶ μετὰ ταῦτα ἐλπίσωμεν ἐν διανοίᾳ πεπληρωμένῃ πεποιθήσεως, δέξασθαι τὰ μεγάλα, κατὰ τὴν ἐπαγγελίαν τῶν Γραφῶν, ἅ ἡτοίμασεν ἡ ἀγάπη Σου ἐν τῆ δευτέρᾳ καινουργίᾳ, ὧν ἡ μνήμη φυλάττεται ἐν πίστει τῶν μυστηρίων».
Δευτ. 30,15-20:
«Ἰδοὺ δέδωκα πρὸ προσώπου σου σήμερον τὴν ζωήν καὶ τὸν θάνατον, τὸ ἀγαθὸν καὶ τὸ κακόν. ἐὰν εἰσακούσῃς τὰς ἐντολὰς Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου, ἃς ἐγὼ ἐντέλλομαί σοι σήμερον, ἀγαπᾶν Κύριον τὸν Θεόν σου, πορεύεσθαι ἐν πάσαις ταῖς ὁδοῖς αὐτοῦ καὶ φυλάσσεσθαι τὰ δικαιώματα αὐτοῦ καὶ τὰς κρίσεις αὐτοῦ, καὶ ζήσεσθε, καὶ πολλοὶ ἔσεσθε, καὶ εὐλογήσει σε Κύριος ὁ Θεός σου ἐν πάσῃ τῇ γῇ, εἰς ἣν εἰσπορεύῃ ἐκεῖ κληρονομῆσαι αὐτήν. καὶ ἐὰν μεταστῇ ἡ καρδία σου καὶ μὴ εἰσακούσῃς καὶ πλανηθεὶς προσκυνήσῃς θεοῖς ἑτέροις καὶ λατρεύσῃς αὐτοῖς, ἀναγγέλλω σοι σήμερον ὅτι ἀπωλείᾳ ἀπολεῖσθε καὶ οὐ μὴ πολυήμεροι γένησθε ἐπὶ τῆς γῆς, εἰς ἣν ὑμεῖς διαβαίνετε τὸν Ἰορδάνην ἐκεῖ κληρονομῆσαι αὐτήν. διαμαρτύρομαι ὑμῖν σήμερον τόν τε οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν, τὴν ζωὴν καὶ τὸν θάνατον δέδωκα πρὸ προσώπου ὑμῶν, τὴν εὐλογίαν καὶ τὴν κατάραν· ἔκλεξαι τὴν ζωὴν σύ, ἵνα ζήσῃς σὺ καὶ τὸ σπέρμα σου, ἀγαπᾶν Κύριον τὸν Θεόν σου, εἰσακούειν τῆς φωνῆς αὐτοῦ καὶ ἔχεσθαι αὐτοῦ· ὅτι τοῦτο ἡ ζωή σου καὶ ἡ μακρότης τῶν ἡμερῶν σου, κατοικεῖν ἐπὶ τῆς γῆς, ἧς ὤμοσε Κύριος τοῖς πατράσι σου Ἁβραὰμ καὶ Ἰσαὰκ καὶ Ἰακὼβ δοῦναι αὐτοῖς».
Μεγαλυνάρια του Πάσχα:
Σήμερον πᾶσα κτίσις ἀγάλλεται καί χαίρει, ἀγάλλεται καί χαίρει, ὅτι Χριστός ἀνέστη καί ἅδης ἐσκυλεύθη.
Ὤ θείας! ὤ φίλης! ὤ γλυκυτάτης σου φωνῆς! μεθ' ἡμῶν ἀψευδῶς γάρ ἐπηγγείλω ἔσεσθαι μέχρι τερμάτων αἰῶνος, Χριστέ. ἥν οἱ πιστοί ἄγκυραν ἐλπίδος κατέχοντες, ἀγαλλόμεθα.
῍Ω Πάσχα τὸ μέγα, καὶ ἱερώτατον Χριστέ· ὤ σοφία καὶ Λόγε, τοῦ Θεοῦ καὶ δύναμις· δίδου ἡμῖν ἐκτυπώτερον, σοῦ μετασχεῖν, ἐν τῇ ἀνεσπέρῳ, ἡμέρᾳ τῆς βασιλείας σου.
Μακαρίου Αιγυπτίου, Αποφθέγματα, PG, 257-260:
38. Εἶπεν ὁ ἀββᾶς Μακάριος, ὅτι περιπατῶν ποτε εἰς τὴν ἔρημον, εὗρον κρανίον εἰς τὸ ἔδαφος νεκροῦ ἐῤῥιμμένον· καὶ σαλεύσας αὐτὸ τῇ βαΐνῃ ῥάβδῳ, ἐλάλησέ μοι τὸ κρανίον· καὶ λέγω αὐτῷ· σὺ τίς εἶ; ἀπεκρίθη μοι τὸ κρανίον· ἐγὼ ἤμην ἀρχιερεὺς τῶν εἰδώλων, καὶ τῶν μεινάντων Ἑλλήνων ἐν τῷ τόπῳ τούτῳ· σὺ δὲ εἶ Μακάριος ὁ πνευματοφόρος· οἵαν ὥραν σπλαγχνισθῇς τοὺς ἐν τῇ κολάσει, καὶ εὔχῃ περὶ αὐτῶν, παραμυθοῦνται ὀλίγον. λέγει αὐτῷ ὁ γέρων· ποία ἐστὶν ἡ παραμυθία, καὶ τίς ἡ κόλασις; λέγει αὐτῷ· ὅσον ἀπέχει ὁ οὐρανὸς ἀπὸ τῆς γῆς, το σοῦτόν ἐστιν πῦρ ὑποκάτωθεν ἡμῶν, ἀπὸ ποδῶν ἕως κεφαλῆς ἑστηκότων ἡμῶν μέσον τοῦ πυρός· καὶ οὐκ ἔστι πρόσωπον πρὸς πρόσωπον θεάσασθαί τινα, ἀλλὰ τὸ πρόσωπον ἑκάστου πρὸς τὸν ἑτέρου νῶτον κε κόλληται. ὡς οὖν εὔχῃ ὑπὲρ ἡμῶν, ἐκ μέρους τις θεωρεῖ τὸ πρόσωπον τοῦ ἑτέρου· αὕτη ἐστὶν ἡ πα 34.260 ραμυθία. καὶ κλαύσας ὁ γέρων
εἶπεν· οὐαὶ τῇ ἡμέρᾳ ἐν ᾗ ἐγεννήθη ὁ ἄνθρωπος· λέγει αὐτῷ ὁ γέρων· ἔστιν ἄλλη χείρων βάσανος; λέγει αὐτῷ τὸ κρανίον· μει ζοτέρα βάσανός ἐστιν ὑποκάτωθεν ἡμῶν. λέγει αὐτῷ ὁ γέρων· καὶ τίνες εἰσὶν ἐκεῖ; λέγει αὐτῷ τὸ κρα νίον· ἡμεῖς ὡς μὴ εἰδότες τὸν Θεόν, κἂν ὀλίγον ἐλεού μεθα· οἱ δὲ ἐπιγνόντες τὸν Θεόν, καὶ ἀρνησάμενοι αὐτόν, ὑποκάτωθεν ἡμῶν εἰσι. καὶ λαβὼν ὁ γέρων τὸ κρανίον, ἔχωσεν αὐτό.
Ωριγένους, Κατά Κέλσου 5,15, PG 11, 1204:
«Ὅρα δὴ ἐντεῦθεν ἀπ' ἀρχῆς πῶς τὴν καὶ παρ' Ἑλλήνων τισὶν οὐκ εὐκαταφρονήτως φιλοσοφήσασιν εἰσαγομένην τοῦ κόσμου ἐκπύρωσιν μετὰ χλεύης διαβάλλων θέλει ἡμᾶς ὡσπερεὶ μάγειρον ποιοῦντας τὸν θεὸν εἰσάγειν τὰ περὶ τῆς ἐκπυρώσεως· οὐ συνιδὼν ὅτι, ὥσπερ Ἑλλήνων τισὶν ἔδοξε –τάχα παρὰ τοῦ ἀρχαιοτάτου ἔθνους Ἑβραίων λαβοῦσι–, τὸ πῦρ καθάρσιον ἐπάγεται τῷ κόσμῳ, εἰκὸς δ' ὅτι καὶ ἑκάστῳ τῶν δεομένων τῆς διὰ τοῦ πυρὸς δίκης ἅμα καὶ ἰατρείας· καίοντος μὲν καὶ οὐ κατακαίοντος τοὺς μὴ ἔχοντας ὕλην δεομένην ἀναλοῦσθαι ὑπ' ἐκείνου τοῦ πυρός, καίοντος δὲ καὶ κατακαίοντος τοὺς ἐν τῇ διὰ τῶν πράξεων καὶ λόγων καὶ νοημάτων τροπικῶς λεγομένῃ οἰκοδομῇ "ξύλα, χόρτον ἢ καλάμην" οἰκοδομήσαντας. Φασὶ δ' οἱ θεῖοι λόγοι τὸν κύριον "ὡς πῦρ χωνευτηρίου καὶ ὡς ποίαν πλυνόντων" ἑκάστῳ τῶν δεομένων ἐπιδημήσειν διὰ τὸ ἀναμεμῖχθαι οἱονεὶ φαύλην χυτὴν ὕλην τὴν ἀπὸ τῆς κακίας, δεομένων δὲ λέγω πυρός, οἱονεὶ χωνεύοντος τοὺς ἀναμεμιγ μένους "χαλκῷ" "καὶ κασσιτέρῳ καὶ μολίβδῳ". Καὶ ταῦτα τὸν βουλόμενον ἔστιν ἀπὸ τοῦ προφήτου Ἰεζεκιὴλ μαθεῖν. Ὅτι δὲ οὐχ ὡς μάγειρόν φαμεν τὸ πῦρ ἐπιφέρειν τὸν θεὸν ἀλλ' ὡς θεὸν εὐεργέτην τῶν χρῃζόντων πόνου καὶ πυρός, μαρτυρήσει καὶ ὁ προφήτης Ἡσαΐας ἐν ᾧ γέγραπται λελέχθαι πρός τι ἔθνος ἁμαρτωλόν· "Ὅτι ἔχεις ἄνθρακας πυρός, καθίσαι ἐπ' αὐτοῖς· οὗτοι ἔσονταί σοι βοήθεια". Οἰκονομούμενος δ' ὁ λόγος ἁρμόζοντα πλήθεσιν ἐντευξομένοις τῇ γραφῇ ἐπικεκρυμμένως μετὰ σοφίας λέγει τὰ σκυθρωπὰ εἰς φόβον τῶν μὴ δυναμένων ἄλλως ἐπιστρέψειν ἀπὸ τῆς χύσεως τῶν ἁμαρτημάτων· πλὴν καὶ οὕτως ὁ τηρῶν εὑρήσει ἐμφαινόμενον τὸ ἀπὸ τῶν σκυθρωπῶν καὶ ἐπιπόνων ἐπαγόμενον τοῖς ἀλγοῦσι τέλος. Ἀρκεῖ δ' ἐπὶ τοῦ παρόντος παραθέσθαι ἀπὸ τοῦ Ἡσαΐου τό· "Ἕνεκεν τοῦ ἐμοῦ ὀνόματος δείξω σοι τὸν θυμόν μου, καὶ τὰ ἔνδοξά μου ἐπάξω ἐπὶ σέ, ἵνα μὴ ἐξολοθρεύσω σε." Ἠναγκάσθημεν δὲ τὰ μὴ ἁρμόζοντα τοῖς ἁπλούστερον πιστεύουσι καὶ δεομένοις τῆς ἁπλουστέρας ἐν λόγοις οἰκονομίας αἰνίξασθαι, ἵνα μὴ δοκῶμεν ἀνεξέλεγκτον ἐᾶν τὴν τοῦ Κέλσου κατη γορίαν, λέγοντος· Ἐπειδὰν ὁ θεὸς ὥσπερ μάγειρος ἐπενέγκῃ τὸ πῦρ».
Ωριγένους, Περί αρχών 2, 10, 8:
«Γίνεται νεκρών ανάστασις και γίνεται κόλασις, αλλ’ ουκ απέραντος. Κολαζομένου γαρ του σώματος κατά μικρόν καθαίρεται η ψυχή και ούτως αποκαθίσταται εις την αρχαίαν τάξιν….. Και αποκατασταθήσονται ασεβείς τε και δαίμονες εις την προτέραν τάξιν».
Γρηγορίου Νύσσης, Περί ψυχής και αναστάσεως PG 46, 60-64, PG 100-104:
«Καὶ ὥσπερ τὴν ἐμμιχθεῖσαν τῷ χρυσίῳ ὕλην οἱ διὰ πυρὸς ἐκκαθαροῦντες οὐ μόνον τὸ νόθον τῷ πυρὶ τήκουσιν, ἀλλὰ κατὰ πᾶσαν ἀνάγκην καὶ τὸ καθαρὸν τῷ κιβδήλῳ συγκατατήκεται, κἀκείνου δὲ δαπανωμένου τοῦτο μένει· οὕτω καὶ τῆς κακίας τῷ ἀκοιμήτῳ πυρὶ δαπανωμένης, ἀνάγκη πᾶσα καὶ τὴν ἑνωθεῖσαν αὐτῇ ψυχὴν ἐν τῷ πυρὶ εἶναι, ὡς ἂν τὸ κατεσπαρμένον νόθον καὶ ὑλῶδες καὶ κίβδηλον ἀπαναλωθῇ τῷ αἰωνίῳ πυρὶ δαπανώμενον… Χρὴ γὰρ πάντη καὶ πάντως ἐξαιρεθῆναί ποτε τὸ κακὸν ἐκ τοῦ ὄντος, καὶ ὅπερ ἐν τοῖς φθάσασιν εἴρηται, τὸ ὄντως μὴ ὂν, μηδ᾿ εἶναι ὅλως. Ἐπειδὴ γὰρ ἔξω τῆς προαιρέσεως ἡ κακία εἶναι φύσιν οὐκ ἔχει, ὅταν πᾶσα προαίρεσις ἐν τῷ Θεῷ γένηται, εἰς παντελῆ ἀφανισμὸν ἡ κακία μὴ χωρήσει, τῷ μηδὲν αὐτῆς ὑπολειφθῆναι δοχεῖον… Ἡ δ᾿ ἐλευθερία ἐστὶν ἡ πρὸς τὸ ἀδέσποτόν τε καὶ αὐτοκρατὲς ἐξομοίωσις, ἡ κατ᾿ ἀρχὰς μὲν ἡμῖν παρὰ Θεοῦ δεδωρημένη, συγκαλυφθεῖσα τῇ τῶν ὀφλημάτων αἰσχύνῃ. Πᾶσα δ᾿ ἐλευθερία μία τίς ἐστι τῇ φύσει καὶ πρὸς ἑαυτὴν οἰκείως ἔχει. Ἀκολούθως οὖν πᾶν τὸ ἐλεύθερον τῷ ὁμοίῳ συναρμοσθήσεται· ἀρετὴ δὲ ἀδέσποτον. Οὐκοῦν ἐν ταύτῃ γενήσεται πᾶν τὸ ἐλεύθερον, ἀδέσποτον γὰρ τὸ ἐλεύθερον. Ἀλλὰ μὴν ἡ θεία φύσις ἡ πηγὴ πάσης ἐστὶ τῆς ἀρετῆς. Ἐν ταύτῃ ἄρα οἱ τῆς κακίας ἀπηλλαγμένοι γενήσονται, ἵνα, καθώς φησιν ὁ Ἀπόστολος, ὁ Θεὸς τὰ πάντα ἐν πᾶσιν. Αὕτη γὰρ ἡ φωνὴ σαφῶς μοι δοκεῖ βεβαιοῦν τὴν προεξητασμένην διάνοιαν, ἡ λέγουσα, καὶ εἰς πάντα γενέσθαι τὸν Θεόν, καὶ ἐν πᾶσι. Τῆς γὰρ ἐν τῷ παρόντι ζωῆς ποικίλως τε καὶ πολυειδῶς ἡμῖν ἐνεργουμένης, πολλὰ μέν ἐστιν ὧν μετέχομεν, οἷον χρόνου καὶ ἀέρος καὶ τόπου, βρώσεώς τε καὶ πόσεως, καὶ σκεπασμάτων, καὶ ἡλίου, καὶ λύχνου, καὶ ἄλλων πρὸς τὴν χρείαν τοῦ βίου πολλῶν, ὧν οὐδέν ἐστιν ὁ Θεός· ἡ δὲ προσδοκωμένη μακαριότης μὲν οὐδενός ἐστιν ἐπιδεής, πάντα δὲ ἡμῖν καὶ ἀντὶ πάντων ἡ θεία γενήσεται φύσις, πρὸς πᾶσαν χρείαν τῆς ζωῆς ἐκείνης ἑαυτὴν ἁρμοδίως ἐπιμερίζουσα. Καὶ τοῦτο δῆλόν ἐστιν ἐκ τῶν θείων λόγων, ὅτι καὶ τόπος γίνεται ὁ Θεὸς τοῖς ἀξίοις, καὶ οἶκος, καὶ ἔνδυμα, καὶ τροφὴ, καὶ πόσις, καὶ φῶς,
καὶ πλοῦτος, καὶ βασιλεία, καὶ πᾶν νόημά τε καὶ ὄνομα τῶν πρὸς τὴν ἀγαθὴν ἡμῖν συντελούντων ζωήν. Ὁ δὲ πάντα γινόμενος καὶ ἐν πᾶσι γίνεται. Ἐν τούτῳ δέ μοι δοκεῖ τὸν παντελῆ τῆς κακίας ἀφανισμὸν δογματίζειν ὁ λόγος. Εἰ γὰρ ἐν πᾶσι τοῖς οὖσιν ὁ Θεὸς ἔσται, ἡ κακία δηλαδὴ ἐν τοῖς οὖσιν οὐκ ἔσται. Εἰ γάρ τις ὑπόθοιτο κἀκείνην εἶναι, πῶς σωθήσεται τὸ ἐν πᾶσι τὸν Θεὸν εἶναι; Ἡ γὰρ ὑπεξαίρεσις ἐκείνης, ἐλλιπῆ τῶν πάντων ποιεῖ τὴν περίληψιν. Ἀλλ᾿ ὁ ἐν τοῖς πᾶσιν ἐσόμενος, ἐν τοῖς μὴ οὖσιν οὐκ ἔσται.
Μαξίμου Ομολογητή, Πεύσεις και αποκρίσεις και ερωτήσεις PG 90, 796C:
«Τρεῖς ἀποκαταστάσεις οἶδεν ἡ Ἐκκλησία. Μίαν μέν, τὴν ἑκάστου κατὰ τὸν τῆς ἀρετῆς λόγον· ἐν ᾗ ἀποκαθίσταται, τὸν ἐπ᾿ αὐτῷ λόγον τῆς ἀρετῆς ἐκπληρώσας. Δευτέραν δέ, τὴν τῆς ὅλης φύσεως ἐν τῇ ἀναστάσει. Τὴν εἰς ἀφθαρσίαν καὶ ἀθανασίαν ἀποκατάστασιν. Τρίτην δέ, ᾗ καὶ μάλιστα κατακέχρηται ἐν τοῖς ἑαυτοῦ λόγοις ὁ Νύσσης Γρηγόριος, ἔστιν αὕτη, ἡ τῶν ψυχικῶν δυνάμεων τῇ ἁμαρτίᾳ ὑποπεσουσῶν, εἰς ὅπερ ἐκτίσθησαν πάλιν ἀποκατάστασις. Δεῖ γάρ, ὥσπερ τὴν ὅλην φύσιν ἐν τῇ ἀναστάσει τῆς σαρκὸς ἀφθαρσίαν χρόνῳ ἐλπιζομένῳ ἀπολαβεῖν· οὕτως καὶ τὰς παρατραπείσας τῆς ψυχῆς δυνάμεις, τῇ παρατάσει τῶν αἰώνων ἀπολαβεῖν τὰς ἐντεθείσας αὐτῆς τῆς κακίας μνήμας· καὶ περάσασαν τοὺς πάντας αἰῶνας, καὶ μὴ εὑρίσκουσαν στάσιν, εἰς τὸν Θεὸν ἐλθεῖν τὸν μὴ ἔχοντα πέρας. Καὶ οὕτως τῇ ἐπιγνώσει, οὐ τῇ μεθέξει τῶν ἀγαθῶν, ἀπολαβεῖν τὰς δυνάμεις, καὶ εἰς τὸ ἀρχαῖον ἀποκαταστῆναι, καὶ δειχθῆναι τὸν δημιουργὸν ἀναίτιον τῆς ἁμαρτίας».
Ρωμ. 8,18-30:
«Λογίζομαι γὰρ ὅτι οὐκ ἄξια τὰ παθήματα τοῦ νῦν καιροῦ πρὸς τὴν μέλλουσαν δόξαν ἀποκαλυφθῆναι εἰς ἡμᾶς. ἡ γὰρ ἀποκαραδοκία τῆς κτίσεως τὴν ἀποκάλυψιν τῶν υἱῶν τοῦ Θεοῦ ἀπεκδέχεται. τῇ γὰρ ματαιότητι ἡ κτίσις ὑπετάγη, οὐχ ἑκοῦσα, ἀλλὰ διὰ τὸν ὑποτάξαντα, ἐπ᾿ ἐλπίδι ὅτι καὶ αὐτὴ ἡ κτίσις ἐλευθερωθήσεται ἀπὸ τῆς δουλείας τῆς φθορᾶς εἰς τὴν ἐλευθερίαν τῆς δόξης τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ. οἴδαμεν γὰρ ὅτι πᾶσα ἡ κτίσις συστενάζει καὶ συνωδίνει ἄχρι τοῦ νῦν· οὐ μόνον δέ, ἀλλὰ καὶ αὐτοὶ τὴν ἀπαρχὴν τοῦ Πνεύματος ἔχοντες καὶ ἡμεῖς αὐτοὶ ἐν ἑαυτοῖς στενάζομεν υἱοθεσίαν ἀπεκδεχόμενοι, τὴν ἀπολύτρωσιν τοῦ σώματος ἡμῶν. τῇ γὰρ ἐλπίδι ἐσώθημεν· ἐλπὶς δὲ βλεπομένη οὐκ ἔστιν ἐλπίς· ὃ γὰρ βλέπει τις, τί καὶ ἐλπίζει; εἰ δὲ ὃ οὐ βλέπομεν ἐλπίζομεν, δι᾿ ὑπομονῆς ἀπεκδεχόμεθα. Ὡσαύτως δὲ καὶ τὸ Πνεῦμα συναντιλαμβάνεται ταῖς ἀσθενείαις ἡμῶν· τὸ γὰρ τί προσευξόμεθα καθὸ δεῖ οὐκ οἴδαμεν, αὐτὸ τὸ Πνεῦμα ὑπερεντυγχάνει ὑπὲρ ἡμῶν στεναγμοῖς ἀλαλήτοις·ὁ δὲ ἐρευνῶν τὰς καρδίας οἶδε τί τὸ φρόνημα τοῦ Πνεύματος, ὅτι κατὰ Θεὸν ἐντυγχάνει ὑπὲρ ἁγίων. Οἴδαμεν δὲ ὅτι τοῖς ἀγαπῶσι τὸν Θεὸν πάντα συνεργεῖ εἰς ἀγαθόν, τοῖς κατὰ πρόθεσιν κλητοῖς οὖσιν·ὅτι οὓς προέγνω, καὶ προώρισε συμμόρφους τῆς εἰκόνος τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ, εἰς τὸ εἶναι αὐτὸν πρωτότοκον ἐν πολλοῖς ἀδελφοῖς· οὓς δὲ προώρισε, τούτους καὶ ἐκάλεσε, καὶ οὓς ἐκάλεσε, τούτους καὶ ἐδικαίωσεν, οὓς δὲ ἐδικαίωσε, τούτους καὶ ἐδόξασε».
Β΄ Πετρ. 3,1-16:
Ταύτην ἤδη, ἀγαπητοί, δευτέραν ὑμῖν γράφω ἐπιστολήν, ἐν αἷς διεγείρω ὑμῶν ἐν ὑπομνήσει τὴν εἰλικρινῆ διάνοιαν, μνησθῆναι τῶν προειρημένων ῥημάτων ὑπὸ τῶν ἁγίων προφητῶν καὶ τῆς τῶν ἀποστόλων ὑμῶν ἐντολῆς τοῦ Κυρίου καὶ σωτῆρος, τοῦτο πρῶτον γινώσκοντες, ὅτι ἐλεύσονται ἐπ᾿ ἐσχάτων τῶν ἡμερῶν ἐμπαῖκται, κατὰ τὰς ἰδίας ἐπιθυμίας αὐτῶν πορευόμενοι καὶ λέγοντες· ποῦ ἐστιν ἡ ἐπαγγελία τῆς παρουσίας αὐτοῦ; ἀφ᾿ ἧς γὰρ οἱ πατέρες ἐκοιμήθησαν, πάντα οὕτω διαμένει ἀπ᾿ ἀρχῆς κτίσεως. λανθάνει γὰρ αὐτοὺς τοῦτο θέλοντας ὅτι οὐρανοὶ ἦσαν ἔκπαλαι καὶ γῆ ἐξ ὕδατος καὶ δι᾿ ὕδατος συνεστῶσα τῷ τοῦ Θεοῦ λόγῳ, δι᾿ ὧν ὁ τότε κόσμος ὕδατι κατακλυσθεὶς ἀπώλετο· οἱ δὲ νῦν οὐρανοὶ καὶ ἡ γῆ τῷ αὐτοῦ λόγῳ τεθησαυρισμένοι εἰσὶ πυρὶ τηρούμενοι εἰς ἡμέραν κρίσεως καὶ ἀπωλείας τῶν ἀσεβῶν ἀνθρώπων. Ἓν δὲ τοῦτο μὴ λανθανέτω ὑμᾶς, ἀγαπητοί, ὅτι μία ἡμέρα παρὰ Κυρίῳ ὡς χίλια ἔτη, καὶ χίλια ἔτη ὡς ἡμέρα μία. οὐ βραδύνει ὁ Κύριος τῆς ἐπαγγελίας, ὥς τινες βραδυτῆτα ἡγοῦνται, ἀλλὰ μακροθυμεῖ εἰς ἡμᾶς, μὴ βουλόμενός τινας ἀπολέσθαι, ἀλλὰ πάντας εἰς μετάνοιαν χωρῆσαι. Ἥξει δὲ ἡ ἡμέρα Κυρίου ὡς κλέπτης ἐν νυκτί, ἐν ᾖ οὐρανοὶ ῥοιζηδὸν παρελεύσονται, στοιχεῖα δὲ καυσούμενα λυθήσονται, καὶ γῆ καὶ τὰ ἐν αὐτῇ ἔργα κατακαήσεται. Τούτων οὖν πάντων λυομένων ποταποὺς δεῖ ὑπάρχειν ὑμᾶς ἐν ἁγίαις ἀναστροφαῖς καὶ εὐσεβείαις, προσδοκῶντας καὶ σπεύδοντας τὴν παρουσίαν τῆς τοῦ Θεοῦ ἡμέρας, δι᾿ ἣν οὐρανοὶ πυρούμενοι λυθήσονται καὶ στοιχεῖα καυσούμενα τήκεται! καινοὺς δὲ οὐρανοὺς καὶ γῆν καινὴν κατὰ τὸ ἐπάγγελμα αὐτοῦ προσδοκῶμεν, ἐν οἷς δικαιοσύνη κατοικεῖ. Διό, ἀγαπητοί, ταῦτα προσδοκῶντες σπουδάσατε ἄσπιλοι καὶ ἀμώμητοι αὐτῷ εὑρεθῆναι ἐν εἰρήνῃ, καὶ τὴν τοῦ Κυρίου ἡμῶν μακροθυμίαν σωτηρίαν ἡγεῖσθε, καθὼς καὶ ὁ ἀγαπητὸς ἡμῶν ἀδελφὸς Παῦλος κατὰ τὴν αὐτῷ δοθεῖσαν σοφίαν ἔγραψεν
ὑμῖν, ὡς καὶ ἐν πάσαις ταῖς ἐπιστολαῖς λαλῶν ἐν αὐταῖς περὶ τούτων, ἐν οἷς ἐστι δυσνόητά τινα, ἃ οἱ ἀμαθεῖς καὶ ἀστήρικτοι στρεβλοῦσιν ὡς καὶ τὰς λοιπὰς γραφὰς πρὸς τὴν ἰδίαν αὐτῶν ἀπώλειαν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου