Παρασκευή 30 Ιουλίου 2021

π. Θεόδωρος Ζήσης – Ὑπακοή, διακριτικὴ ἢ ἀδιάκριτη; Τι έπραξαν και είπαν ο άγιος Μάξιμος ο ομολογητής και άλλοι πατέρες;

 

Μάξιμος ο Ομολογητής - Βικιπαίδεια

Δημοσίευση στὸ ΒΗΜΑ 21-5-2006

(Τὸ παρὸν εἶναι διασκευασμένα ἀποσπάσματα ἀπὸ κείμενο τοῦ π. Θεοδώρου Ζήση στὸ περιοδικὸ ΘΕΟΔΡΟΜΙΑ, ΔΕΚ 2005, ἀπὸ τοὺς ἐκπαιδευτικοὺς Δ.Ε., Κ.Δ. καὶ Μ.Μ.)


 

Στὴν μικρὴ μελέτη μὲ τὸν παραπάνω τίτλο, ὁ π. Θεόδωρος μᾶς ἐξηγεῖ τὸν ὅρο τῆς Ὑπακοῆς στὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωή, σύμφωνα μὲ τὴν Ὀρθόδοξη Πατερικὴ ἑρμηνεία του. Ἔτσι, τὸ «πείθεσθε τοῖς ἡγουμένοις ὑμῶν καὶ ὑπείκετε» τοῦ Ἀποστόλου Παύλου δὲν ἰσχύει ἀδιάκριτα. Ναί. Θὰ ὑπακούουμε στὸν ἀρχιεπίσκοπο, στὸν ἐπίσκοπο, στὸν ἱερέα ὡς φυσικὰ πρόσωπα, ἐφ᾿ ὅσον τὰ πρόσωπα αὐτὰ κάνουν μὲ τὴ σειρά τους ὑπακοὴ στὴν ἀλήθεια τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως καὶ ζωῆς καὶ «ὀρθοτομοῦν τὸ λόγο τῆς ἀληθείας».

Ἀλλιῶς, ἐφ᾿ ὅσον οἱ ποιμένες δὲν ἀγρυπνοῦν ὑπὲρ τῶν ψυχῶν μας κι ἀφήνουν τοὺς Αἱρετικοὺς – Ἑτερόδοξους, ὡς ἄλλους λύκους νὰ μπαίνουν ἀνενόχλητοι στὸ μαντρί, τότε, ἐξετάζουμε μὲ προσοχὴ καὶ διακριτικότητα τὰ φρονήματά τους, συμβουλευόμαστε τοὺς πνευματικούς μας Πατέρες, τὰ συγγράμματα τῶν ἁγίων μας (στὰ ὁποῖα εὐτυχῶς σήμερα ἔχουμε εὔκολη πρόσβαση) κι ἂν πράγματι διαπιστώσουμε ὅτι ἡ δική τους διδασκαλία διαφέρει ἀπ᾿ αὐτὴ τῶν πατέρων, προτιμοῦμε νὰ κάνουμε ὑπακοὴ στοὺς ἁγίους καὶ ὄχι στοὺς παραβάτες τῶν λόγων τους.

Ἂν οἱ Ἅγιοι, ἀλλὰ καὶ οἱ πιστοί, ἔκαναν ὑπακοὴ στοὺς αἱρετικοὺς πατριάρχες καὶ ἐπισκόπους ποὺ ἐμφανίζονταν κατὰ καιροὺς στὴν Ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας, τότε θὰ εἶχε ἐπικρατήσει ἡ αἵρεση. Γι᾿ αὐτὸ οἱ «Ἀποστολικὲς Διαταγές» γράφουν: «φευκτέον ἀπὸ τῶν φθορέων ποιμένων», δηλ. φεύγετε μακριὰ ἀπὸ τοὺς ποιμένες ποὺ βλάπτουν πνευματικὰ καὶ δὲν ὠφελοῦν.

Στὴν Αἵρεση ποὺ μολύνει ὅλο τὸ σῶμα τῆς ἐκκλησίας, θὰ πρέπει νὰ ἀντιδροῦν ὅλοι, ποιμένες καὶ πιστοί, ἄσχετα ἂν ἡ αἵρεση ἐμφανίζεται στὴν μητρόπολή μας ἢ σὲ κάποια ἄλλη μητρόπολη.

Στὴν Ἀλεξάνδρεια ἐμφανίστηκε ὁ Ἄρειος, δὲν ἔμειναν ὅμως ἀδιάφοροι οἱ Καππαδόκες Πατέρες. Ἔτσι καὶ σήμερα, ὅποιος δὲν ἀντιδρᾷ, δὲ διαμαρτύρεται, δὲν ὁμολογεῖ εἶναι ἐξ ἴσου συνυπεύθυνος. πχ. Ὅποιος δὲν ἀντιδρᾷ στὴν αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, εἶναι ἐξίσου συνυπεύθυνος μὲ ἐκείνους ποὺ τὸν προωθοῦν. Διότι ὁ Οἰκουμενισμός, ποὺ στὶς μέρες μας προωθεῖται ἀπὸ τὸ Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν καὶ τὸ Βατικανό, θεωρεῖται ἀπὸ πνευματικοὺς Πατέρες καὶ θεολόγους ὡς παναίρεση.

Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν κ. Χριστόδουλος, ὅταν ἔκρινε Πατερικὰ τὸν Οἰκουμενισμό, εἶχε ὡς ἑξῆς ἐκφραστεῖ γιὰ αὐτόν: «Ὁ Οἰκουμενισμός, …βεβαίως εἶναι αἵρεση, γιατὶ σημαίνει ἀπάρνηση βασικῶν γνωρισμάτων τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, ὅπως εἶναι φερ᾿ εἰπεῖν ἡ ἀποδοχὴ τῆς θεωρίας τῶν κλάδων, ὅτι δηλαδὴ ἡ κάθε Ἐκκλησία ἔχει ἕνα τμῆμα ἀληθείας καὶ πρέπει νὰ ἑνωθοῦμε ὅλες οἱ ἐκκλησίες, νὰ βάλουμε στὸ τραπέζι τὰ τμήματα τῆς ἀληθείας γιὰ νὰ ἀπαρτισθεῖ τὸ ὅλον. Ἐμεῖς πιστεύουμε ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἡ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία. Τέρμα, σ᾿ αὐτὸ δὲ γίνεται συζήτηση, καὶ ἑπομένως, ὁποιοσδήποτε πρεσβεύει τὰ ἀντίθετα μπορεῖ νὰ λέγεται οἰκουμενιστὴς καὶ ἑπομένως νὰ εἶναι αἱρετικός» (Ἀρχιεπ. Χριστόδουλος, 24-5-1998).

Ἄρα λοιπόν, εἶναι δικαιολογημένη καὶ ἁγία ἡ ἀνυπακοή, ὅταν ὁ ἐπίσκοπος δὲν ὀρθοτομεῖ τὸ λόγο τῆς ἀληθείας. Τέτοια ἀνυπακοὴ ἔκανε ὁ Ὅσιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς (7ος αἰ.) μπροστὰ στὸν αὐτοκράτορα, στὸν Πατριάρχη καὶ στοὺς ἐπισκόπους ποὺ ὑποστήριζαν τὴν αἵρεση τοῦ Μονοθελητισμοῦ. Τὸν ἐπιπλήττει ὁ πατριάρχης καὶ τὸν ἀπειλεῖ μὲ τιμωρία διότι δὲν ὑπακούει στὴν Ἐκκλησία κι ἐκεῖνος τοῦ ἁπαντᾶ ὅτι Ἐκκλησία εἶναι ἡ ὀρθὴ ὁμολογία τῆς Πίστεως, καὶ ὄχι οἱ ἐκπρόσωποί της ποὺ τὴ νοθεύουν. Προσπάθησαν νὰ τὸν πείσουν, ὅτι μὲ τὶς νέες δογματικὲς διατυπώσεις ποὺ χρησιμοποιοῦσαν αὐτοί, δὲν ἀλλάζει τὸ δόγμα, ἁπλῶς οἰκονομοῦνται (βολεύονται) τὰ πράγματα. Ὅμως ὁ ἅγιος ἀπαντᾷ, ὅτι σὲ θέματα πίστεως δὲ χωρεῖ οἰκονομία καὶ συμβιβασμός. Ἡ αἵρεση εἶναι καινοτομία κι ὅσοι ἐπιχειροῦν νὰ τὴν ἐξωραΐσουν μὲ οἰκονομίες εἶναι ψευδοδιδάσκαλοι.

Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ τώρα, λέγει ὁ π. Θεόδωρος. Μᾶς καλοῦν καὶ μᾶς ἐκβιάζουν νὰ ὑπακούσουμε, νὰ ὑποταχθοῦμε στὸν Οἰκουμενισμό, χωρὶς νὰ ὑπολογίζουν οὔτε τὸ Θεὸ οὔτε τὴ συνείδησή τους, ἡ ὁποία φαίνεται βρίσκεται σὲ κατάσταση νάρκης.

Ἡ ἴδια τακτικὴ ἐπαναλήφθηκε μὲ τὸν Ὅσιο Ἰωάννη τὸ Δαμασκηνό, ἁπλὸ ἱερομόναχο τότε, ποὺ κι αὐτὸς καθοδήγησε θεολογικὰ τὴν Ἐκκλησία στὸ θρίαμβο τῆς Ζ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (787). Ἐπίσης μὲ τὸν Ὅσιο Θεόδωρο τὸ Στουδίτη ποὺ ἀντιστάθηκε στὴ μανία τῶν εἰκονομάχων μὲ τὴ δράση καὶ τὴ διδασκαλία του. Ἐνίσχυσε τὸ ὀρθόδοξο φρόνημα τῶν μαθητῶν του, τοὺς κραταίωσε στὴν πίστη καὶ ὁδήγησε στὴν Ἀναστήλωση τῶν ἱερῶν εἰκόνων ποὺ πραγματοποιήθηκε τὸ 843, μὲ τὴν πρωτοβουλία τῆς αὐτοκράτειρας ἁγίας Θεοδώρας.

Λέγει ὁ Ὅσιος Θεόδωρος: «ὅταν κινδυνεύει ἡ πίστη ὅλοι πρέπει νὰ μιλοῦν, γιατί ἀλλιῶς ἐὰν σιωπήσουν θὰ κράξουν οἱ πέτρες». Αὐτὸ ἄλλωστε ἐπιδιώκουν οἱ αἱρετικοὶ ἀνὰ τοὺς αἰῶνες, νὰ παύσει νὰ ἀκούγεται ὁ λόγος τῆς ἀληθείας καὶ νὰ ἐπικρατήσει ἡ πλάνη.

Στὸ ἴδιο πνεῦμα βρίσκονται καὶ οἱ μεταγενέστεροι, Ὅσιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ Ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός. Δὲν συνιστοῦν ἀδιάκριτη ὑπακοὴ σὲ ὅλους τοὺς ποιμένες, ἀλλὰ μόνον στοὺς ἁγίους καὶ μάλιστα μετὰ ἀπὸ ἔλεγχο μὲ βάση τὴ διδασκαλία τῶν ἁγίων. Ὀφείλουμε ὑπακοὴ στοὺς Ἐπισκόπους καὶ ἱερεῖς, ὅταν δὲν ὑπάρχει παράβαση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ ἢ τῶν ἀποστολικῶν κανόνων καὶ διατάξεων.

Σήμερα ποὺ κυριαρχεῖ ἡ Παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, εἴθε ὁ Θεὸς νὰ ἀναδείξει διδασκάλους ὅπως οἱ ἅγιοι Μάξιμος, Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς καὶ Μᾶρκος ὁ Εὐγενικὸς γιὰ νὰ διδάξουν καὶ νὰ κατευθύνουν τὸ λαὸ πρὸς τὴν ἀλήθεια.


 

Το είδαμε εδώ (ο συγκεκριμένος λογαριασμός έχει αντιγράψει σπουδαίες μελέτες και κείμενα – ευχαριστούμε)

Πολλά τα έτη του π. Θεοδώρου Ζήση.

Τετάρτη 30 Ιουνίου 2021

Αγάπησε την άσκηση, μέσα από τους λόγους του Αββά Ισαάκ (Α΄ Μέρος)

 


ης Ολυμπίας
αποκλειστικά για την katanixi.gr

“Ο πραγματικά συνετός και σώφρων άνθρωπος είναι εκείνος, που αντελήφθη καλώς ότι υπάρχει τέρμα της παρούσης ζωής και σπεύδει να θέσει τέρμα στα σφάλματα και ελαττώματά του” (Αββάς ο Ισαάκ ο Σύρος)

Επιμέλεια σύνταξης: katanixi.gr

Α΄ Μέρος

Έχουν πολύ μεγάλο πνευματικό ενδιαφέρον οι θεόπνευστοι λόγοι του Αββά Ισαάκ του Σύρου. Όμως για να το διαπιστώσουμε αυτό όσοι ενδιαφερόμαστε για τα θεόπνευστα λόγια μέσα από τα συγγράμματα των Αγίων Πατέρων μας, θα πρέπει να τα μελετήσουμε.

Μέσα από την μελέτη των θεόπνευστων λόγων, όμως έρχεται και η αγάπη για την νήψη και την προσευχή. Έρχεται η αγάπη για την άσκηση και την υπακοή.

Μέσα από την άσκηση και την ταπεινή, την «χαρούμενη» και «άκρα υπακοή», δηλαδή την τελεία υπακοή στον Γέροντα, έρχονται όλα τα δώρα του Θεού. Γι’ αυτό το λόγο την ορθόδοξη ασκητική ζωή, δεν την αγάπησαν μόνο οι ασκητές της ερήμου, αλλά την αγάπησαν όλοι οι άγιοι της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας.

Διότι μέσα από την ησυχαστική ζωή πηγάζει η υπομονή και η επιμονή στην ορθόδοξη άσκηση, οι οποίες οδηγούν στην αληθινή αγάπη. Η αληθινή αγάπη μέσα στήν Ορθόδοξη Εκκλησία μας, ονομάζεται α ν ι δ ι ο τ ε λ ή ς αγάπη.

Η ανιδιοτελής αγάπη ξεπερνά το φόβο του θανάτου καί είναι η μόνη αληθινή και η ειλικρινής αγάπη που αγκαλιάζει ολόκληρο τον γήινο και νοητό κόσμο.

Ο Άγιος Γέροντας Εφραίμ ο Φιλοθεΐτης, μας λέγει ότι: «Δεν αγαπούμε σωστά διότι, αν αγαπούσαμε θα το μαρτυρούσαν τα έργα μας. Τα έργα μαρτυρούν ποια είναι η ζωή μας και ποιες είναι οι σκέψεις μας. (1)

Γι’ αυτό στην κρυφή εργασία μας -και πρέπει να έχει ο χριστιανός κρυφή εργασία πνευματική- ας μη μας λείπει το βασικό στοιχείο που λέγεται αγάπη ανιδιοτελής και ειλικρινής προς τους αδελφούς μας, όχι μόνο προς τους ζώντας, αλλά και προς τους κεκοιμημένους. Ο πόνος του αρρώστου και του απελπισμένου ανθρώπου κι ο πόνος του καταδικασμένου ανθρώπου στο κρατητήριο της καταδίκης του Θεού, να γίνει και ο δικός μας πόνος.

Κι όταν γίνει δικός μας πόνος, ο Θεός θα μας θεραπεύσει».

Ο Αββάς Ισαάκ, ακριβώς αυτή τήν αλήθεια, μας την έδειξε μέσω των έργων του. Πόσο πολύ αγάπησε την ορθόδοξη άσκηση και την αδιάλειπτη προσευχή, οι οποίες μαζί με την αληθινή Ορθόδοξη Πίστη έγιναν το πνευματικό τείχος της προστασίας του, από τις αιρέσεις της εποχής του.

Ο Όσιος Ισαάκ ο Σύρος, ο μεγάλος νηπτικός και γνήσιος ορθόδοξος ασκητής και αγωνιστής των Θείων αρετών, ήταν συριακής καταγωγής. Η αλήθεια είναι ότι δεν γνωρίζουμε πολλά για την ασκητική ζωή του: “Ωστόσο αυτό που είναι εξακριβωμένο, είναι ότι σε νεαρά ηλικία μαζί με τον αδελφό του, εγκατέλειψαν τα εγκόσμια για να ενδυθούν το μοναχικό αγγελικό σχήμα. (2)

Κατάφεραν να ακολουθήσουν τον μοναχικό βίο, με πολλές γυμνασίες, ασκητικούς αγώνες και κόπους. Ο Όσιος Ισαάκ μέσω των σκληρών αγώνων του, των οποίων όμως προέκοψε στην πρακτική αρετή και το κατάφερε με την Θεία χάρη. Και έτσι κατεπολέμησε όλα τα δαιμονικά πάθη, καθ’ υποτάσσοντας την σάρκα στο πνεύμα.

Αργότερα, έφυγε από το κοινόβιο για να μπορέσει να ζήσει την ερημική ζωή του αφιερωμένος στην πνευματική θεωρία, την μελέτη των θείων νοημάτων και την νοερά προσευχή. Αναγκάστηκε να διακόψει μόνο για πολύ λίγο τον ησυχαστικό βίο για να αναλάβει την επισκοπή της Νινευΐ.

Αμέσως μετά την εις Επίσκοπον χειροτονία του, εμφανίσθηκαν μπροστά στον Όσιο Ισαάκ δύο Χριστιανοί Νινευίτες, που είχαν κάποια διαφορά μεταξύ τους για να την επιλύσει ο Επίσκοπος. Ο ένας είχε δανεισθεί από τον άλλον χρήματα και ο δανειστής πίεζε τον χρεοφειλέτη να του αποδώσει το ποσό. Όταν ο αββάς Ισαάκ τους υπενθύμισε το ανάλογο περιστατικό του Ευαγγελίου και ζήτησε από τον δανειστή να δείξει ευσπλαχνία, εκείνος του απάντησε με αναίδεια λέγοντάς του:

Άφησε, Πάτερ, το Ευαγγέλιο κατά μέρος. Ακούοντας, και μόνο αυτά τα λόγια, ο Άγιος ασκητής, ο όσιος Ισαάκ ο Σύρος συλλογίσθηκε:

– «Ἐάν αὐτοί δέν υπακούουν στά προστάγματα τοῦ Εὐαγγελίου, τί λοιπόν ἦρθα ἐγώ ἐδῶ νά πράξω;» Και ανεχώρησε από την πόλη, επέστρεψε στο Κελλί του όπου παρέμεινε έως το τέλος της ζωής του”.

Αδέλφια μου, διαβάζοντας τα κείμενα του αββά Ισαάκ θα καταλάβετε γιατί τόσο πολύ τον αγάπησαν οι Θεοφόροι Πατέρες, αλλά και στις μέρες μας γιατί αγαπήθηκε από τους αγιορείτες νηπτικούς Πατέρες, όπως ήταν ο παπά-Τύχων και ο Άγιος Παΐσιος. Αυτόν τον όσιο ασκητή επέλεξαν για Επίσκοπο εκείνη την εποχή που η Εκκλησία καταδιωκόταν από τους αιρετικούς και οι αιρέσεις είχαν κυριαρχήσει όπως γίνεται και σήμερα με την παναίρεση του Οικουμενισμού.

Η αγιότητα όμως του βίου και της ψυχής του, έσωσαν τον αββά Ισαάκ από τα πλοκάμια της ολέθριας αίρεσης. Η νοερά προσευχή είναι πολύ πιό γλυκιά για τους Αγίους που αγάπησαν τον Κύριο και πιό σημαντική από το Επισκοπικό αξίωμα.

Όπως ακριβώς και η τήρηση των εντολών, δηλαδή του πνευματικού Νόμου του Αγίου Τριαδικού Θεού. Όλοι οι Άγιοι Επίσκοποι είτε εκδιώχθηκαν και πολύ νωρίς γνώρισαν την εξορία, είτε συκοφαντήθηκαν και καθαιρέθηκαν ως αιρετικοί.

Ο αββάς Ισαάκ πραγματικά προτίμησε το Κελλί του από την ματαιότητα του εκκοσμικευμένου βίου. Παραθέτουμε παρακάτω κείμενα από τους λόγους του, για όσους επιθυμούν να μελετήσουν και προσωπικά να ωφεληθούν μέσα από το ασκητικό βίωμα του Αγίου Ισαάκ.

Θα γνωρίσουμε τον Άγιο μέσα από τα κειμενά του και θα ευχαριστούμε πολύ για αυτό τον ίδιο τον Άγιο. Όπως και ταυτόχρονα θα ευγνωμονούμε τον Κύριο επειδή μας έδωσε τη δυνατότητα να διαβάζουμε και να μελετάμε τα έργα των Αγίων Πατέρων της Εκκλησίας, πρός ωφέλεια ψυχής και πρός τη σωτηρία μας:

Τους ασκητικούς αγώνες που ανέλαβε ο αββάς Ισαάκ κατά του πονηρού και του θελήματος της σάρκας, τους πειρασμούς και τις δοκιμασίες, όλα τα στάδια που διήλθε για να αποκτήσει την πρακτική και θεωρητική αρετή, τα χαρίσματα που αξιώθηκε από τον Θεό η αγιασμένη αυτή μορφή, μπορούμε να τα αντιληφθούμε καθώς διαβάζουμε τα ασκητικά του κείμενα. Τις εμπειρίες του αυτές από την πνευματική άσκηση ο όσιος Ισαάκ τις κατέγραψε, όπως μας λέει ο ίδιος: (3)

«… Αυτά έγραψα προς δική μου ανάμνηση, αλλά και για τον καθένα που θα διαβάσει το σύγγραμμα αυτό, καθώς τα έλαβα από την θεωρία των γραφών, και από τα αληθή στόματα των Πατέρων διδασκάλων, και από την μικρή μου πείρα.

… Για πολύ καιρό δοκιμάζοντας πειρασμούς εκ δεξιών και εξ αριστερών, και τον εαυτό μου δοκίμασα και δέχθηκα από τον ενάντιο αναρίθμητες πληγές, και αφού αξιώθηκα μεγάλων αντιλήψεων, απεκόμισα για τον εαυτό μου πείρα από τα πολλά έτη, και αυτά έμαθε εν δοκιμασία και χάριτι Θεού».

Από αγάπη και πνευματικό ενδιαφέρον για τους αδελφούς Χριστιανούς που κάνουν τον δικό τους αγώνα είτε μέσα στον κόσμο είτε σε κάποια μονή, ο Όσιος Ισαάκ κατέγραψε τους ασκητικούς αυτούς λόγους, όπως λέει: (4)

– «… διότι δεν υπομένω να φυλάξω το Μυστήριο του Θεού στην σιωπή, αλλά γίνομαι άφρονας για την ωφέλεια των αδελφών. Διότι αυτή είναι η αγάπη η αληθινή, που δεν μπορεί να αποκρύβει κάποιο από τα Μυστήρια του Θεού από αυτούς που αγαπούν αυτήν την αληθινή αγάπη, την χριστιανική του Θεού».

Γι’ αυτό λοιπόν ο Όσιος Ισαάκ, αν και ευρισκόμενος στην έρημο, αποφάσισε να καταγράψει τις εμπειρίες του στον πνευματικό αγώνα ώστε με τις διδασκαλίες αυτές να ωφεληθούν πολλές ψυχές. Από τους θησαυρούς των Ασκητικών Λόγων του αββά Ισαάκ θα αντλήσουμε και εμείς πολύτιμα διδάγματα που θα βοηθήσουν και στην δική μας προσπάθεια.

Για να λάβουμε την απόφαση να αγωνισθούμε πνευματικά, πρέπει πρώτα να συνειδητοποιήσουμε ποια είναι το πραγματικό νόημα της ζωής μας. Ο Αββάς Ισαάκ ομιλεί για την πραγματική σύνεση:

– «Ο πραγματικά συνετός και σώφρων άνθρωπος είναι εκείνος (ο πιστός), που αντελήφθη καλώς ότι υπάρχει τέρμα της παρούσης ζωής και σπεύδει να θέσει τέρμα στα σφάλματα και ελαττώματά του.

Διότι ποια γνώση ή σύνεση είναι μεγαλύτερη από αυτήν, το να θεωρήσει δηλαδή κανείς να εξέλθει από την παρούσα ζωή προς την αιωνιότητα, χωρίς να έχει φθαρεί από την αμαρτία, χωρίς να έχει μιανθεί κανένα μέλος του από την οσμή των επιθυμιών του κόσμου αυτού και χωρίς να έχει ρυπανθεί η ψυχή του από την φαινομενική και εξωτερική του γλυκύτητα;».

Πόσο ευλογημένη κατάσταση είναι η σύνεση και η σωφροσύνη στη ζωή μας! Είναι η πρώτη αρετή για την οποία προσευχόμαστε και την ζητάμε από το Θεό ως δώρο μέσα από την ευχή του Οσίου Εφραίμ του Σύρου:

– «Κύριε καί Δέσποτα τῆς ζωῆς μου, πνεῦμα ἀργίας, περιεργείας, φιλαρχίας καί ἀργολογίας μή μοι δῷς. Πνεῦμα δέ σωφροσύνης, ταπεινοφροσύνης, ὑπομονῆς καί ἀγάπης, χάρισαί μοι τῷ σῷ δούλῳ. Ναί, Κύριε Βασιλεῦ, δώρησαί μοι τοῦ ὁρᾶν τά ἐμά πταίσματα, καί μή κατακρίνειν τόν ἀδελφόν μου, ὅτι εὐλογητός εἶ, εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν».

Σωφροσύνη σημαίνει για τον άνθρωπο να έχει την αρετή της εγκράτειας, της αγαθότητας, και την αγνότητα και καθαρότητα στο σώμα και στήν ψυχή του.

Η σωματική και ψυχική ακεραιότητα να κυριαρχούν στον νου του ανθρώπου, ώστε να διατηρεί ακέραιο και ηγεμονικό το νού. Ως πρώτη αρετή λογίζεται η καθαρότητα του σώματος και της ψυχῆς μας!

Αμήν, γένοιτο.

Δευτέρα 14 Ιουνίου 2021

 


Της Ολυμπίας
αποκλειστικά για την katanixi.gr

«Ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, ἤ μάλλον ὁ Βασιλεύς τῶν Οὐρανῶν -ὦ ἀνέκφραστη μεγάλη δωρεά!- εἶναι μέσα μας» (Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς)

Επιμέλεια σύνταξης: katanixi.gr

Β΄ Μέρος

Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, εἶναι ἕνας ἀπό τούς κορυφαίους, ἀλλά καί πιό ἀγαπημένους Ἁγίους Πατέρες τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος, ὁὁποῖος μᾶς γράφει γιά τόν Θεάνθρωπο Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, πού τόσο πολύ ἀγάπησε τά δημιουργήματά Του, ὡς τά ἀγαπημένα καί ἐκλεκτά παιδιά Του, ὅτι:
Ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, ἤ μάλλον ὁ Βασιλεύς τῶν Οὐρανῶν –ὦ ἀνέκφραστη μεγάλη δωρεά!– εἶναι μέσα μας”.(2)

Καθώς, ὅταν ὁ Κύριος, «ἐπερωτηθείς δέ ὑπό τῶν Φαρισαίων πότε ἔρχεται ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἀπεκρίθη αὐτοῖς καί εἶπεν· οὐκ ἔρχεται ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ μετά παρατηρήσεως, οὐδέ ἐροῦσιν ἰδού ὧδε ἤ ἰδού ἐκεῖ· ἰδού γάρ ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντός ὑμῶν ἐστιν» (Λουκ. 17, 20-21).

Γιατί ἡ Σέ Αὐτόν τόν Κύριον ὀφείλομεν νά προσκολλόμαστε πάντοτε μέ τά ἔργα τῆς μετανοίας, ἀγαπώντας μέ ὅλη μας τή δύναμη Αὐτόν πού τόσο μᾶς ἀγάπησε.

Τήν ἀγάπη πρός τό Θεό τή συνιστοῦν ἡ ἀπουσία τῶν παθῶν καί ἡ ἀφθονία τῶν ἀρετῶν.

Τό μίσος πρός τά πονηρά ἔργα, ἀπό τό ὁποῖο προκύπτει ἡ ἀπουσία τῶν παθῶν, ἀντεισάγει τόν πόθο, ἀλλά καί τήν ἀπόκτηση τῶν «αἰωνίων» ἀγαθῶν.

Ἐκεῖνος πού εἶναι ὁ ἴδιος ἐραστής καί κάτοχος αὐτῶν τῶν «αἰωνίων» ἀγαθῶν, πῶς νά μήν ἀγαπᾶ ξεχωριστά τόν Αὐτάγαθο Κύριο!

Τόν μόνο χορηγό καί φύλακα κάθε ἀγαθοῦ, μέσα στόν Ὁποῖο μένει μέ ἔξοχο τρόπο ὁ ἴδιος καί τόν Ὁποῖο ἔχει μέσα του μέ τήν Θεϊκή Ἀγάπη!

Σύμφωνα μέ τά λόγια τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου καί Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου, ὅτι:

Ὅποιος μένει στήν ἀγάπη, μένει μέσα στό Θεό καί ὁ Θεός μέσα σ’ αὐτόν, διότι πράγματι «καί ἡμεῖς ἐγνώκαμενκαί πεπιστεύκαμεν τήν ἀγάπην ἤν ἔχει ὁ Θεός ἐν ἡμῖν. Ὁ Θεός ἀγάπη ἐστί, καί ὁ μένων ἐν τῇ ἀγάπῃ ἐν τῷ Θεῷ μένει καί ὁ Θεός ἐν αὐτῷ» (Α΄ Ἰωάν. 4, 16).

Μπορεῖ ὁ καθένας νά δεῖ τότε ὅτι: ὄχι μόνον ἡ ἀγάπη πρός τό Θεό γεννιέται ἀπό τίς ἀρετές, ἀλλά καί ὅτι οἱ ἀρετές γεννιοῦνται ἀπό τήν ἀγάπη”!!!

Γι’ αὐτό καί ὁ Κύριος, στό Εὐαγγέλιο, λέγει: Ὅποιος κρατάει τίς ἐντολές μου καί τίς τηρεῖ, αὐτός εἶναι πού μέ ἀγαπᾶ, καθώς, «ὁ ἔχων τάς ἐντολάς μου καί τηρῶν αὐτάς, ἐκεῖνός ἐστιν ὁ ἀγαπῶν με· ὁ δέ ἀγαπῶν με ἀγαπηθήσεται ὑπό τοῦ Πατρός μου, καί ἐγώ ἀγαπήσω αὐτόν καί ἐμφανίσω αὐτῷ ἐμαυτόν» (Ἰωάν. 14, 21).

Καί ἄλλοτε ὁ Κύριος, πάλι λέγει: “Ὅποιος μέ ἀγαπᾶ, θά τηρήσει τίς ἐντολές μου.

«Ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καί εἶπεν αὐτῷ· ἐάν τις ἀγαπᾷ με, τόν λόγον μου τηρήσει, καί ὁ Πατήρ μου ἀγαπήσει αὐτόν, καί πρός αὐτόν ἐλευσόμεθα καί μονήν παρ᾿ αὐτῷ ποιήσομεν» (Ἰωάν. 14, 23).

Ἀλλά οὔτε τά ἔργα τῶν ἀρετῶν εἶναι ἀξιέπαινα καί ὠφέλιμα σ’ ἐκεῖνους πού τά ἐκτελοῦν χωρίς ἀγάπη, οὔτε πάλι κι’ ἡ ἀγάπη χωρίς τά ἔργα”.

Τό πρῶτο τό φανερώνει μέ πολλά ὁ Ἅγιος Ἀπόστολος Παῦλος, γράφοντας πρός τούς Κορινθίους: “Ἄν κάνω αὐτά καί αὐτά, ἀλλά δέν ἔχω ἀγάπη, δέν ὠφελοῦμαι καθόλου, καθώς «καί ἐάν ψωμίσω πάντα τά ὑπάρχοντά μου, καί ἐάν παραδῶ τό σῶμά μου ἵνα καυθήσωμαι, ἀγάπην δέ μή ἔχω, οὐδέν ὠφελοῦμαι» (Α΄ Κορ. 13, 3)”.

Τό δεύτερο πάλι λέγει, ὁ ἐξαιρετικά ἀγαπημένος ἀπό τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, ὁ μαθητής Του, ὁ Εὐαγγελιστής, Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος, λέγοντας: “Νά μήν ἀγαπᾶμε μέ λόγια, μήτε μέ τή γλώσσα, ἀλλά ἔμπρακτα κι’ ἀληθινά: «Τεκνία μου, μή ἀγαπῶμεν λόγῳ μηδέ τῇ γλώσσῃ, ἀλλ᾿ ἐν ἔργῳ καί ἀληθείᾳ» (Α΄ Ἰωάν. 3, 18).

Ἔτσι λοιπόν, ὅλοι οἱ μαθητές τοῦ Κυρίου τόν ἀγάπησαν μέ λόγια καί μέ ἔργα.

Ἐμεῖς οἱ σημερινοί ὀρθόδοξοι πιστοί τούς ἀναγνωρίζουμε γιά τήν ἀγάπη αὐτή, μελετοῦμε τά ἔργα τους, καί τούς ἀκολουθοῦμε σταθερά μέ τόν προσωπικό μας ἀγώνα, μέσα ἀπό τήν Πατερική διδασκαλία, καί τά Θεοφιλῆ τους συγγράμματα.

Ὅπως ὀφείλομαι ἄλλωστε, ὡς πιστοί συνεχιστές τῆς Ἁγίας Ὀρθόδοξης Πίστης.

Ἀφοῦ εἴμαστε οἱ ἑπόμενες γενιές ἀπό τή χορεία τῶν Ἁγίων καί Θεοφόρων μας Πατέρων. Ἔτσι μελετοῦμε ταπεινά καί τά πνευματικά ἔργα τῶν πιό σύγχρονων Ἁγίων Πατέρων μας. Ἀλλά καί τῶν πιστῶν λαϊκῶν συγγραφέων καί ποιητῶν, ἁγιογράφων, ἱεροψαλτῶν, ὅσο καί τῶν τελείως ἁπλῶν καί ταπεινῶν ἀνθρώπων.

Μέσα στό γρήγορο πέρασμα τῶν ἐτῶν θαυμάζουμε ὅλο καί περισσότερο αὐτή τήν σπάνια προσωπικότητα τοῦ «κυρ-Φώτη» Κόντογλου, μέ τήν γλαφυρότατη περιγραφή, τήν ὡραιότητα καί τήν ποιότητα τῶν ἐκπληκτικῶν κειμένων του!

Ἀναζητώντας μέσα ἀπό τό Ἀνθολόγιο τῶν Συλλογῶν του -συναντοῦμε ὅλα τά σχετικά ἐκεῖνα, καθῶς καί τά ποιοτικά στοιχεῖα- μέ τήν ἀληθινή πνευματική, ἀλλά καί τή ζωντανή παραδοσιακή ζωή τῆς Ρ ω μ η ο σ ύ ν η ς τοῦ τόπου μας.

Καί ἡ ὁποία εἶναι ζυμωμένη πάντοτε μέ τό ἁγνό ὀρθόδοξο φρόνημα, ἀλλά καί μέ τόν καθαρότατο πατριωτισμό μέσα ἀπό τήν ἐθνική ἑνότητα καί τήν ἀγάπη μεταξύ τῶν εὐσεβῶν ὀρθόδοξων πατριωτῶν Ἑλλήνων γιά τήν πατρίδα μας !!!

«Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἔνεκεν»!!!

Η μακάρια χαρμολύπη και η αγιασμένη κατάνυξη (Α΄ Μέρος)

 


Της Ολυμπίας
αποκλειστικά για την katanixi.gr

«Ἡ Ἀγάπη, ἡ Θεϊκή Ἀγάπη εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός μας» (Ἅγιος Γέροντας Ἐφραίμ, Κατουνακιώτης)

Επιμέλεια σύνταξης: katanixi.gr

Α΄ Μέρος

«Ταῦτα λελάληκα ὑμῖν ἵνα ἡ χαρά ἡ ἐμή ἐν ὑμῖν μείνῃ καί ἡ χαρά ὑμῶν πληρωθῇ αὕτη ἐστίν ἡ ἐντολή ἡ ἐμή, ἵνα ἀγαπᾶτε ἀλλήλους καθώς ἠγάπησα ὑμᾶς» (Ἰωάν. 15, 11).

«μήν ἀμήν λέγω ὑμῖν ὅτι κλαύσετε καί θρηνήσετε ὑμεῖς, ὁ δέ κόσμος χαρήσεται· ὑμεῖς δέ λυπηθήσεσθε, ἀλλ᾿ ἡ λύπη ὑμῶν εἰς χαράν γενήσεται· ἡ γυνή ὅταν τίκτῃ, λύπην ἔχει ὅτι ἦλθεν ἡ ὥρα αὐτῆς· ὅταν δέ γεννήσῃ τό παιδίον, οὐκέτι μνημονεύει τῆς θλίψεως διά τήν χαράν ὅτι ἐγεννήθη ἄνθρωπος εἰς τόν κόσμον. Καί ὑμεῖς οὖν λύπην μέν νῦν ἔχετε· πάλιν δέ ὄψομαι ὑμᾶς καί χαρήσεται ὑμῶν ἡ καρδία, καί τήν χαράν ὑμῶν οὐδείς αἴρει ἀφ᾿ ὑμῶν» (Ἰωάν. 16, 20-22).

Ατά σᾶς εἶπα, γιά νά μείνη χαρά μου σέ σᾶς, καί χαρά σας νά εἶναι πλήρης. Ατή εἶναι δική μου ἐντολή, νά ἀγαπτε ὁ ἕνας τόν ἄλλο, ὅπως σᾶς ἀγάπησα”.

ληθινά, ἀληθινά σᾶς λέγω, ὅτι θά κλαύσετε καί θά θρηνήσετε ἐσεῖς, ἐνῶ ὁ κόσμος θά χαρῆ. Ναί, ἐσεῖς θά λυπηθῆτε. λλ’ ἡ λύπη σας θά μεταβληθῆ σέ χαρά. γυναίκα, ὅταν γενν, χει λύπη, διότι ἦλθε ἡ ὥρα της. λλ’ ὅταν γεννήσει τό παιδί, λησμονεῖ τή θλίψι λόγω τῆς χαρς, ὅτι γεννήθηκε ἄνθρωπος στόν κόσμο. Καί σεῖς, λοιπόν, τώρα μέν χετε λύπη, ἀλλά πάλι θά σᾶς δῶ, καί θά χαρῆ ἡ καρδιά σας, καί τή χαρά σας κανείς δέν θά μπορῆ νά ἀφαιρέση ἀπό σᾶς”!!!

(Ἡ μετάφραση τοῦ κειμένου ἀπό τόν μακαριστό Ἱεραπόστολο Θεολόγο Νικόλαο Σωτηρόπουλο).

Ἅγιος Γέροντας Ἐφραίμ, Κατουνακιώτης, ἔλεγε, πρός τούς προσκυνητές:

«Ὦ Ἀγάπη, Θεϊκή Ἀγάπη!

Ἡ Ἀγάπη, ἡ Θεϊκή Ἀγάπη εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός μας».

Ὁ Ἅγιος Γέροντας Γαβριήλ ὁ διά Χριστόν Σαλός καί Ὁμολογητής, ἀπαντάει σέ μία ρώτηση πού τοῦ ἔκαναν οἱ ὀρθόδοξοι πιστοί ἀπό τήν Γεωργία, ὅταν τόν πισκέπτηκαν γιά νά πάρουν τήν εὐλογία του, καί τόν ὁποῖο ρώτησαν τό ἑξῆς: (1)

-«Γέροντα, πῶς μποροῦμε νά ἀγαπᾶμε ἕναν ἀληθινά κακό ἄνθρωπο;

Ἅγιος Γέροντας Γαβριήλ ὁ διά Χριστόν Σαλός: «Κατανοῶ τήν ρώτησή σας. Νά μισεῖτε τήν κακία καί τήν ἁμαρτία, ὅμως τόν ἄνθρωπο, τόν κάθε ἀδελφό σας, πρέπει νά τόν λυπᾶστε, νά τόν συμπονᾶτε καί νά τόν ἀγαπᾶτε. Μόνον ὁ Θεός ξέρει…!

Μπορεῖ αὐτός πού μεῖς μισοῦμε σήμερα, αὔριο, μέ προσευχή, μέ δάκρυα, μέ νηστεία, μέ μετάνοια, νά καθαριστεῖ καί ὁ Κύριος νά τόν συμπεριλάβει στούς Ἀγγέλους. Ὑπῆρξαν πολλοί τέτοιοι ἄνθρωποι στήν ἱστορία».

Ὅταν ἔβριζαν ἤ κατηγοροῦσαν καί τόν ἴδιο τόν Ἅγιο Γέροντα Γαβριήλ τόν διά Χριστόν Σαλό; Τόν ρωτοῦσαν καί γιά αὐτό τό θέμα τότε, μέ εἰλικρινῆ ἀπορία:

-«Στ’ ἀλήθεια, Γέροντα, ἀκόμη καί τώρα τούς ἀγαπᾶς;».

Ἅγιος Γέροντας Γαβριήλ ὁ διά Χριστόν Σαλός: «Τώρα πιό πολύ τούς ἀγαπῶ καί τούς λυπᾶμαι, ἀπαντοῦσε μελαγχολικά».

Ὅταν δέν ἔβλεπε στόν ἄνθρωπο ἀγάπη, τότε ἡ καρδιά του πονοῦσε ἀληθινά καί μόνο τότε παραπονιόταν καί ἔλεγε πρός τούς πιστούς, μέ τήν Θεία φώτισή Του:

Ἅγιος Γέροντας Γαβριήλ ὁ διά Χριστόν Σαλός: «Ἐκεῖ πού δέν ὑπάρχει ἡ ἀγάπη βρίσκεται ἡ Κόλαση.

Ὁ Κύριος σοῦ δείχνει τή δυστυχία τοῦ ἄλλου γιά νά δεῖ πῶς θά ἀντιδράσεις.

Θά προσευχηθεῖς γιά τόν πλησίον σου; Θά τόν βοηθήσεις; Καί μέ αὐτό τόν τρόπο σέ καλεῖ νά ἐκπαιδεύεσαι στήν ἀγάπη καί νά τήν καλλιεργεῖς».

Ὁ Ἅγιος Γέροντας Γαβριήλ, κατέβαινε στόν Ἱερό Ναό, γονάτιζε καί προσευχόταν μέ τή «μακάρια τούτη χαρμολύπη καί τήν ἁγιασμένη κατάνυξη» στόν ἄμβωνα, καί κατόπιν κήρυττε: «Ὥστε, νά περνοῦμε, τίς ἡμέρες μας μέ ἀγάπη».

Ἄν εἶχε μαλώσει κάποιον γιά τυχόν λάθη πού διέπραξε καί περνοῦσε ἡ μέρα χωρίς νά ἔρθει νά τοῦ ζητήσει συγχώρεση, τόν ἔβρισκε ὁ ἴδιος ὁ Γέροντας κι’ ἔλεγε μέ ταπείνωση πρός τόν ἀδελφό του:

Ἅγιος Γέροντας Γαβριήλ ὁ διά Χριστόν Σαλός: «Συγγνώμη ἄν σέ στενοχώρησα, ἀδελφέ μου».

Ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, μᾶς ἔδωσε αὐτή τήν ἐντολή τῆς ἀγάπης πού εἶναι ἡ κορυφή τῶν ἀρετῶν Του -μέ τήν προϋπόθεση νά ἀγαπᾶμε ἀληθινά ὁ ἕνας τόν ἄλλο- ὅπως μᾶς ἀγάπησε ὁ ἴδιος, ὁ Θεάνθρωπος.

Μέ τήν προϋπόθεση νά ἀγαπᾶμε ἀληθινά, ὄχι μόνο ὅλους τούς ἀδελφούς μας, ἀλλά καί ὅλους τούς ἐχθρούς μας. Ἔτσι μᾶς θέλει ὁ Κύριος κοντά Του καί μᾶς βάζει μέσα στόν Παράδεισο, γιά τήν συγχωρητικότητα, τήν ἀγαπητική διάθεση καί τή συμπονετική καρδιά μας. Σύμφωνα μέ τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, γιά τήν ἀγαθή προαίρεση καί πίστη, καθώς καί γιά τήν ἀγάπη πού δείξαμε στούς ἀνθρώπους.

Αὐτή τήν προϋπόθεση, τό νά ἀγαπᾶμε μέ εἰλικρίνεια κάθε συνάνθρωπό μας, τήν ἀγκάλιασαν, τήν ἀκολούθησαν καί τήν πραγματοποίησαν ὡς προσωπική τους ὑπόθεση, οἱ Ἅγιοι Πάντες τῆς Ὀρθοδόξου Ἁγίας μας Ἐκκλησίας.

Ἔτσι μᾶς δίδαξαν οἱ Πνευματοφόροι Ἅγιοι καί Πατέρες καί ἡ Ἑλληνορθόδοξη Παράδοσή μας, μέ μαθήματα ἀγάπης, ὑπομονῆς καί ταπείνωσης στό διάβα τῶν «αἰώνων», ὥστε νά δίνουμε ἀνάλογη σημασία σέ ὅλα τά ἁγιασμένα πρόσωπα πού μέ τίς εὐχές καί τίς προσευχές τους, μᾶς γέμισαν καί τίς δικές μας ψυχές μέ τήν ἀγάπη καί τήν φροντίδα τους!

Σέ ὅλα τά ἁγιασμένα πρόσωπα πού -ἐκτός ἀπό τίς εὐχές καί τίς προσευχές, μέ τά γραπτά κείμενά τους καί τίς ποιητικές Συλλογές τους κόσμισαν τίς ψυχές μας, μέ τήν Ὀρθόδοξη Πίστη καί τά ἰδανικά τῆς Πατρίδας μας- κι’ ἀληθινά μᾶς ταξίδεψαν σέ γῆ καί Οὐρανό μέ τά χαρισματικά ἔργα τους. Ἁγίες μορφές πού φροντίζουν ἀκόμη καί σήμερα νά μᾶς «μεθοῦν» μέ τήν ἐπουράνια εὐτυχία καί νά μᾶς ἐμπνέουν!!!

Σέ ὅλους αὐτούς τούς Ἁγίους Πατέρες μας καί Πνευματικούς καθοδηγητές μας καί ὅλους τούς ἀδελφούς μας, πραγματικά ὀφείλουμε εὐγνωμοσύνη καί πολλές εὐχαριστίες γιά τά ἔργα τῆς ἀγάπης, τῆς πίστης καί τῆς ὑπομονῆς τους, πού μᾶς τά ἄφησαν ταπεινά, ὡς μία πνευματική κληρονομιά καί ὡς ἱερή παρακαταθήκη!

«Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἔνεκεν»!!!

Από τη διδασκαλία του Αγίου Ιωάννου του Σιναΐτου

 

Aγιος Ιωαννης Κλιμακος* Ο ασεβής άνθρωπος είναι μία ύπαρξη λογι­κή και θνητή, η οποία θεληματικά αποφεύγει την Ζωή, και τον Δημιουργό της, που υπάρχει αιώνια και που τον θεωρεί ως ανύπαρκτο!

* Παράνομος είναι αυτός που με την κακή σκέψη του διαστρέφει το νόμο του Θεού, και που νομίζει ότι πιστεύει, ενώ έχει επιθυμίες και αντι­λήψεις αντίθετες προς τον Θεό.

* Χριστιανός είναι αυτός που μιμείται τον Χριστό, όσο είναι ανθρωπίνως δυνατόν, και στα λόγια, και στα έργα και στην σκέψη. Πιστεύει δε σωστά και αλάνθαστα στην Αγία Τριάδα.

* Θεοφιλής είναι αυτός που απολαμβάνει όλα τα φυσικά δώρα του Θεού, χωρίς να επιτρέπει στον εαυτό του τίποτε το εφάμαρτο, ενώ συγχρό­νως δεν αμελεί να επιτελεί το αγαθό, κατά τις δυνάμεις του.

* Εγκρατής είναι αυτός που ζει μέσα στους πειρασμούς και τις παγίδες και τους θορύβους του κόσμου, και αγωνίζεται με όλη του τη δύνα­μη να μιμηθεί την ζωή εκείνων που είναι απαλ­λαγμένοι από τους θορύβους του κόσμου.

* Μοναχός είναι ο ολόψυχα αφοσιωμένος μό­νο στις εντολές του Θεού και στο λόγο Του και τις εφαρμόζει πάντοτε... Η ζωή του είναι μπολια­σμένη στην Θεανθρώπινη ζωή του Κυρίου... Μο­ναχός σημαίνει εξαγνισμένο σώμα και καθαρό στόμα και φωτισμένος νους.

* Πένθος για το Θεό είναι το νάνε σκυθρωπή η ψυχή, κι' η καρδιά να ποθεί να πικραίνεται και να αποζητά ολοένα αυτό που διψά, κ' επειδή δεν το βρίσκει, να το κυνηγά με πόνο και να τρέχει ξοπίσω του κλαίγοντας απαρηγόρητα.

* Βάστα καλά τη μακάρια χαρμολύπη της οσίας κατάνυξης, και μην πάψεις να την εργάζε­σαι μέσα σου, ώσπου να σε κάνει να υψωθείς α­πό τούτον τον κόσμον και να σε παραστήσει καθαρόν στο Χριστό.

* Όποιος πορεύεται με θλίψη αδιάκοπη, αυ­τός δεν παύει να γιορτάζει ακατάπαυστα, κι' ό­ποιος ολοένα διασκεδάζει, ετούτος μέλλεται να απολάψει θλίψη αιώνια.

* Γίνε σαν Βασιλιάς μέσα στην καρδιά σου, υψηλός με ταπείνωση καθισμένος, και προστάζο­ντας στο γέλοιο: φεύγα και φεύγει και στο γλυκό το κλάμα: έλα, κι' έρχεται και στο κορμί μας, πούνε σκλάβος και τύραννος: κάνε τούτο και το κάνει.

* Ακτημοσύνη, ήγουν ολότελη φτώχεια, εί­ναι το να αποθέση ο άνθρωπος κάθε φροντίδα από πάνω του, να γίνη οδοιπόρος δίχως μπόδια. Ξένος από λύπη. Ακτημοσύνη είναι η πίστη στις εντολές του Κυρίου.

* Ευθύτητα είναι η απεριέργη έννοια. Ανό­θευτο ήθος. Άπλαστος λόγος κι απροκατασκεύαστος. Όπως λέγεται ο Θεός αγάπη, έτσι λέγεται και ευθύτητα. Για τούτο ο σοφός στα ποιήματα Σολομώντας λέγει στην καθαρή καρδιά: «Ευθύτης ηγάπησέ με». Και ο πατέρας του Δαυΐδ λέ­γει: «χρηστός και ευθύς ο Κύριος».

 

(Απόδοση Φώτη Κόντογλου)

Βίος Ὁσίου Ἰωάννου τοῦ Σιναῒτου συγγραφέως τῆς Κλίμακος

 

Ἡ καταγωγὴ καὶ ἡ μόρφωσή του
Ο ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης, ποὺ εἶναι πιὸ πολὺ γνωστὸς ὡς ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακας, δὲν εἶναι ἀκριβῶς γνωστὸ ποὺ γεννήθηκε. Κατὰ τὶς πιθανολογίες βέβαιά του Δημητρίου Ροστοβίας, ὁ ἅγιος Ἰωάννης καταγόταν ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη, στὴν ὁποία καὶ ἐσπούδασε, ὡς τέκνο τοῦ Ξενοφῶντος καὶ τῆς Μαρίας. Ἄλλοι ὅμως ἐρευνητὲς ὑποθέτουν ὅτι καταγόταν πιθανότατα ἀπὸ τὴν περιοχὴ τῆς Παλαιστίνης ἢ τῆς Αἰγύπτου, ἐφόσον στὴν ἡλικία τῶν δεκαέξι μόλις ἐτῶν ἀνέβηκε στο όρος Σινᾶ, γιὰ νὰ γίνει μοναχός. Ἄγνωστος ὅμως δὲν εἶναι μονάχα ὁ τόπος, ἀλλὰ καὶ ὁ χρόνος τῆς γέννησης τοῦ ἁγίου, ὅπως ἐπίσης καὶ τοῦ θανάτου του. Ἄλλοι, ὑποστηρίζουν ὅτι ὁ ἅγιος ἔδρασε μεταξύ των ἐτῶν 525 καὶ 600 μ.Χ. Ἄλλοι τοποθετοῦν τὴ γέννηση τοῦ ἁγίου πρὸ τοῦ 579 μ.Χ. καὶ τὸ θάνατό του γύρω στὸ 649 μ.Χ. Πιθανότερο ὅμως φαίνεται νὰ γεννήθηκε κατὰ τὸ 525 μ.Χ. καὶ νὰ ἐκοιμήθη κατὰ τὸ 610 μ.Χ. ἢ ἴσως καὶ λίγο ἀργότερα. Ὅπως καὶ νὰ ἔχει τὸ πράγμα πάντως, ἕνα ὁπωσδήποτε εἶναι βέβαιο, τὸ ὅτι ὁ ἅγιος μορφώθηκε κατὰ τὴν παιδικὴ καὶ νεανικὴ ἡλικία τοῦ πάρα πολὺ καὶ γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ χαρακτηρίσθηκε ἀργότερα, ἐξαιτίας τῶν συγγραμμάτων του, ὄχι μονάχα ὡς «νέος Μωυσῆς», ὡς σχεδιάσας τὴν «θεοτύπωτον νομοθεσίαν καὶ θεωρίαν», δηλαδή, τὴν Κλίμακα, ἀλλὰ καὶ ὡς «σχολαστικός», ἐξαιτίας τῆς μεγάλης σχολαστικότητας, μὲ τὴν ὁποία ἐπεξεργάζεται τὰ θέματά του ἢ σωστότερα ἀκρίβειας. Παρὰ τὴ μεγάλη σοφία τοῦ ὅμως, ὁ ἅγιος δὲν ξιππάστηκε, ἀλλὰ παρέμεινε, ὅπως θὰ φανεῖ καὶ πιὸ κάτω, μέχρι τὸ θάνατό του ἁπλὸς καὶ ταπεινός, χαρακτηρίζοντας γιὰ τοῦτο τὸν ἑαυτὸ τοῦ πάντοτε ὡς ἀμαθῆ καὶ στοὺς λόγους του ὡς ἰδιώτη.

Ἡ ἀφιέρωσή του στὸ Θεὸ καὶ ἡ μοναχικὴ κουρὰ
Ὅταν ὁ ἅγιος ἔφθασε στὴν ἡλικία τῶν δεκαέξι ἐτῶν, «προσενήνοχεν ἐαυτὸν θύμα ἱερώτατον τῷ Θεῶ ἐν τῷ Σιναίω ὄρει ἀνελθῶν καὶ μονάσας». Ανέβηκε, δηλαδὴ ἀπὸ τὴ χαμηλότερη περιοχή, στὴν ὁποία ζοῦσε μέχρι τὴ στιγμὴ ἐκείνη, στὸ ὅρος Σινά, ὅπου ζήτησε νὰ γίνει μοναχός στη μονὴ τῆς ἁγίας Αἰκατερίνης, πού, κατὰ τὸν ἱστορικὸ Προκόπιο, εἶχε ἱδρυθεῖ ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Ἰουστινιανὸ πρὸς τιμὴν τῆς Θεοτόκου. Στὴν περίσταση ἐκείνη ὁ ἡγούμενος τῆς μονῆς παρέδωσε τὸ νεαρὸ Ἰωάννη, ποὺ χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὸ βιογράφο του, ἐξαιτίας τῆς ὡριμότητάς του τῆς πνευματικῆς, ὡς «χιλιονταετῆς», στὴν καθοδήγηση τοῦ γέροντα Μαρτυρίου, ὥστε νὰ δαμάσει μὲ τὴν ἐμπειρία του, σὰν ἄριστος «πωλοδάμνης», τὰ πάθη τοῦ νεαροῦ ὑποτακτικοῦ του. Στὸ γέροντα ἀκριβῶς αὐτόν, ποὺ χαρακτηρίζεται καὶ ὡς «παιδοτρίβης», ὁ ἅγιος ἔσκυψε τότε τὸ κεφάλι του καὶ ἔκανε ὑπακοὴ ἀπόλυτη στὰ παραγγέλματά του, ὥστε νὰ διαπεράσει «ἀκινδύνω ὁδηγία» τὸ βαρὺ πέλαγος τῆς ζωῆς αὐτῆς καὶ νὰ φθάσει τελικὰ στὸ οὐράνιο λιμάνι. Ἡ ὑπακοή, δηλαδὴ ποὺ ἔδειξε στὸ γέροντά του ἦταν τόσο μεγάλη, ὥστε ὁ ἅγιος νὰ παρουσιάζεται ἀπὸ τὸ βιογράφο τοῦ ὠς «ἄλογον τὲ καὶ ἀθέλητον ψυχὴν ἔχων καὶ τῆς φυσικῆς ἰδιότητος ἀπηλλαγμένην πάντη». Με τὴν ἀκριβέστατη αὐτὴ ὑπακοή του στὸ γέροντα Μαρτύριο, ὁ ἅγιος πέρασε στὴν πραγματικότητα ἀπὸ τὴ γνώση «τῆς ἐγκυκλίου σοφίας» καὶ τὸ «φρύαγμα τῆς φιλοσοφίας» στὴν ἔμπρακτη χριστιανικὴ ζωή, «οὐρανίω ἰδιωτεία μαθητευόμενος».
Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ ὁ γέροντάς του Μαρτύριος ἀποφάσισε, ὕστερα ἀπὸ τέσσερα ἔτη δοκιμασίας του, κατὰ τὰ ὅποια εἶχε τὴν ψυχὴ τοῦ ὁλόκληρη «ἐν τῷ οὐρανίω ὄρει», νὰ τὸν κείρει τελικὰ μοναχό, βλέποντας τὴν παραδειγματικὴ ὑπακοὴ καὶ ταυτόχρονα τὴν ἅγια ζωὴ τοῦ νεαροῦ ὑποτακτικοῦ του. Γιὰ τὸ σκοπὸ αὐτὸ παρέλαβε μία ἥμερα μαζί του τὸν ἅγιο καὶ κάποιους ἄλλους μοναχοὺς καὶ ἀνέβηκε στὴν κορυφὴ τοῦ Σινᾶ, ὅπου τὸν ἔκειρε μὲ κάθε ἱεροπρέπεια καὶ κατάνυξη μοναχό. Κατὰ τὴν ἥμερα μάλιστα τῆς χειροτονίας ἐκείνης, κατὰ τὴν ὁποία ὁ ἅγιος ἦταν εἴκοσι ἐτῶν, ὁ ξακουσμένος γιὰ τὴν ἁγιότητα καὶ τὴ σοφία τοῦ ἀββᾶς Στρατήγιος εἶπε γι’ αὐτὸν μὲ τὸ χάρισμα τὸ προορατικό, ποὺ τὸν διέκρινε, ὅτι «μέγας ἀστὴρ γενήσεται». Ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ἀββᾶ Στρατήγιο ἐπαινετικὰ γιὰ τὸν ἅγιο ἐκφράσθηκαν, μετὰ τὴ μοναχικὴ κουρά του, καὶ ἄλλοι διάσημοι ἀσκητές, τοὺς ὁποίους ἐπισκέφθηκαν ὁ ἀββᾶς Μαρτύριος καὶ ὁ ὑποτακτικός του σὲ μία πνευματικὴ ὁπωσδήποτε περιοδεία τους. Κατὰ τὴν περιοδεία τους δὲ αὐτή, κατὰ τὴν ὁποία προσπάθησαν νὰ συλλέξουν, σὰν πολύτιμα μαργαριτάρια, ὅ,τι καλὸ διέκριναν στὴ ζωὴ ξακουσμένων ἀσκητῶν, ἔφθασαν καὶ στὴν ἔρημό της Σκήτης τῆς Αἰγύπτου, στὸ μοναστήρι τῶν Ταβεννῶν καὶ σὲ ἄλλα μεγάλα ἀσκητήρια. Στὰ ἀσκητήρια αὐτὰ οἱ δύο ἀσκητὲς ἐπισκέπτονταν συνήθως κάποιους χαρισματούχους μοναχούς, γιὰ νὰ ζητήσουν, ὅπως ἦταν ἑπόμενο, τὶς συμβουλὲς καὶ τὶς εὐχές τους. Δύο ἀπὸ τοὺς χαρισματούχους αὐτοὺς ἀσκητὲς φανέρωσαν μὲ τὸ προορατικὸ χάρισμα ποὺ εἶχαν τὸ μέλλον τοῦ ἁγίου. Ὁ ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς ἦταν ὁ ἀββᾶς Ἀναστάσιος ὁ Σιναΐτης, ποὺ μόλις ἀντικρυσε τὸν ἅγιο, στράφηκε πρὸς τὸν ἀββᾶ Μαρτύριο καὶ εἶπε:
-«Εἰπέ, ἀββᾶ Μαρτύριε, πόθεν ὁ παῖς οὗτος καὶ τὶς αὐτὸν ἐκούρευσεν;».
-«Δοῦλος σου ἔστι, πάτερ», ἀποκρίθηκε ὁ Μαρτύριος, «καγῶ ἐκούρευσα αὐτόν».
-«Βαβαί, ἀββᾶ Μαρτύριε», εἶπε τότε ὁ Ἀναστάσιος, «τὶς εἴπη ὅτι ἡγούμενον τοῦ Σινᾶ ἐκούρευσας;». Πω πῶ, δηλαδή, ἀββᾶ Μαρτύριε, ποὺ νὰ ἤξερες ὅτι ἔκανες μοναχὸ ἕναν ἄνθρωπο, ποὺ θὰ γίνει ἀργότερα ἠγούμενος στο μεγάλο μοναστήρι τοῦ Σινᾶ!
tmp7BB-8Παρόμοια μὲ τὴν πιὸ πάνω ἦταν καὶ ἡ πρόρρηση, ποὺ ἔκανε γιὰ τὸν ἅγιο αὐτὴν τὴν ἐποχὴ καὶ ὁ μέγας γέροντας Ἰωάννης ὁ Σαββαΐτης, ποὺ ἀσκήτευε στὴν ἔρημό του Γουδᾶ. Ἡ πρόρρηση ὅμως αὐτὴ ἔγινε κατὰ τρόπο πιὸ παραστατικό. Ὅταν, δηλαδὴ ἔφθασαν στὸ ἀσκητήριό του ὁ γέροντας Μαρτύριος καὶ ὁ ἅγιος, ὁ γέροντας Ἰωάννης, ποὺ εἶχε τὴν ἐποχὴ ἐκείνη φήμη θαυματουργοῦ, σηκώθηκε ἐπάνω καί, παίρνοντας στὰ χέρια τοῦ μία λεκάνη μὲ νερό, ἔνιψε τὰ πόδια τοῦ ἁγίου καὶ φίλησε τὰ χέρια του, χωρὶς νὰ κάνει τὸ ἴδιο καὶ στὸ γέροντα Μαρτύριο. Ἡ συμπεριφορὰ αὐτὴ σκανδάλισε, ὅπως ἦταν ἑπόμενο, τὸ νεαρὸ ὑποτακτικό του, ποὺ ἀπορρημένος ρώτησε τὸ γέροντά του, γιατί φέρθηκε διαφορετικὰ ἀπέναντί των δύο ἐκείνων ἐπισκεπτῶν του.
«Πίστευσον, τέκνον», τοῦ ἀποκρίθηκε τότε ὁ μέγας ἐκεῖνος γέροντας, «ἐγώ, τὶς ἔστιν ὁ παῖς, οὐκ οἶδα. αλλ’ ἐγὼ ἡγούμενον τοῦ Σινᾶ ἐδεξάμην καὶ τοὺς πόδας τοῦ ἡγουμένου ἔνιψα».

Ἡ ζωή του στὴν ἔρημο
Ὕστερα ἀπὸ δεκαεννιὰ χρόνια κοινοβιακῆς ζωῆς στὸ μεγάλο μοναστήρι τοῦ Σινᾶ, ὁ γέροντας τοῦ ἁγίου Μαρτύριος παρέδωσε κάποια στιγμὴ τὴν ψυχή του στὸ Θεό, ἀφήνοντας πίσω του ἕναν ἀντάξιο διάδοχό του. Ὁ θάνατος ὅμως αὐτὸς ἦταν ὁριακὸς γιὰ τὴν πιὸ πέρα πορεία τοῦ ἴδιου του ἁγίου, ποὺ στὸ μεταξὺ εἶχε χειροτονηθεῖ διάκονος καὶ ἱερέας γιὰ τὶς ἀνάγκες τοῦ μοναστηριοῦ τους, γιατί ἀποφάσισε νὰ ζήσει στὸ ἑξῆς στὴν ἔρημο, σὰν ἀναχωρητὴς ἢ ἐρημίτης. Γιὰ τὸ θέμα βέβαια αὐτὸ εἶχε πάρει ἤδη τὴ συγκατάθεση καὶ τοῦ γέροντά του Μαρτυρίου, πρὶν ἀπὸ τὴν κοίμησή του. Γι’ αὐτὸ ὕστερα ἀπὸ αὐτήν, πῆρε, χωρὶς δυσκολία, τὴν εὐλογία καὶ ἀπὸ ἄλλους γέροντες τοῦ μεγάλου μοναστηριοῦ τους καὶ μάλιστα ἀπὸ τὸν ἡγούμενο καὶ ἀπὸ τὸ φημισμένο γιὰ τὴν ἁγιότητά του γέροντα τῆς περιοχῆς τοὺς Γεώργιο τὸν Ἀρσελαΐτη καὶ ἔτσι προχώρησε «ἐπὶ τὸ τῆς ἡσυχίας στάδιον», ἔχοντας στὰ χέρια του, σὰν ὅπλα πνευματικὰ “πρὸς καθαίρεσιν ὀχυρωμάτων”, τὰς τοῦ μεγάλου (γέροντος) εὐχᾶς.
Πρίν, ὅμως, ἀπὸ τὴν ἀναχώρησή του αὐτὴ ἔκανε μία προσκυνηματικὴ περιοδεία, ὡς ἱερέας πλέον, στὰ μεγάλα μοναστικὰ κέντρα καὶ ἐρημητήρια τῆς Σκήτης καὶ τῶν Ταβεννῶν, γιὰ νὰ συμβουλευθεῖ καὶ ἄλλους γέροντες γιὰ τὴ νέα ζωὴ ποὺ σκόπευε νὰ ἀρχίσει, συλλέγοντας ταυτόχρονα, σὰν τὴ φιλόπονη μέλισσα, τὸ πνευματικὸ νέκταρ τῆς θεοφώτιστης διδασκαλίας τους. Ὅ,τι καλὸ μάλιστα ἔβλεπε, τὸ σημείωνε στὰ δελτάριά του, γιὰ νὰ τὸ χρησιμοποιήσει ἀργότερα στὴ συγγραφὴ τῆς περίφημης Κλίμακας. «Ἐγὼ δὲ πάντων ἀκηκοῶς», σημειώνει σὲ μία τέτοια περίσταση γιὰ τὴν ταπείνωση, «καὶ ἐν ἐαυτῶ ταῦτα ἐπεσκεμμένως τὲ καὶ νηφόντως βεβασανικῶς τὴν μακαρίαν ἐκείνης αἴσθησιν (δηλαδή, τῆς ταπείνωσης) δὶ’ ἀκοῆς μανθάνειν οὐ δεδύνημαι».
Ὕστερα δὲ ἀπὸ τὴν περιοδεία ἐκείνη, κατὰ τὴν ὁποία ἀπέκτησε ἤδη τὴ φήμη μεγάλου ἀσκητοὺ καὶ διακριτικοῦ πρεσβυτέρου, ὁ ἅγιος κατέφυγε, στὴν ἡλικία τῶν 35 περίπου ἐτῶν, στὴν ἐρημικὴ τοποθεσία Θολᾶς, πού, κατὰ τὸ βιογράφο του, ἀπεῖχε πέντε περίπου σημεῖα ἀπὸ τὸ μεγάλο κοινόβιο, δηλαδὴ δύο ὧρες πορείας, γιὰ νὰ βρεῖ τὴν ποθητὴ σ’ αὐτὸν ἡσυχία, προχωρώντας στὸ ἑξῆς σὲ μεγαλύτερα πνευματικὰ ἀθλήματα. Φθάνοντας ἐκεῖ ὁ ἅγιος βρῆκε ἕνα φυσικὸ σπήλαιο, ποὺ σχηματίσθηκε μὲ τὴν πτώση δύο πελώριων γρανίτινων βράχων, καὶ τὸ διασκεύασε σὲ κελλὶ γιὰ τὴν ἐγκατοίκηση καὶ τὴν ἄσκησή του. Στὸ σπήλαιο ἀκριβῶς αὐτό, ποὺ διαμορφώθηκε σήμερα σὲ ἐκκλησάκι πρὸς τιμήν του, ὁ ἅγιος ἔζησε γιὰ σαράντα ὁλόκληρα χρόνια «ἀνολιγώρως», δηλαδή, «διακαεῖ ἔρωτι καὶ πυρὶ πυρπολούμενος ἀεί». «Ὁ δὲ πᾶς δρόμος», σημειώνει γι’ αὐτὸν ὁ βιογράφος του, «προσευχὴ ἀέναος καὶ πρὸς Θεὸν ἔρως ἀνείκαστος». Ολόκληρη, δηλαδὴ ἡ ἐρημητικὴ ζωή του δὲν ἦταν στὴν πραγματικότητα τίποτε ἄλλο, παρὰ μία διαρκῆς καὶ ὁλοθερμὴ προσευχὴ πρὸς τὸ Θεό, τὸν Ὁποῖο ἔβλεπε ἀκατάπαυστα μὲ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς του, μὴ χορταίνοντας ἀπὸ τὴ θέα αὐτὴ ποτέ.
Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἀδιάλειπτη προσευχὴ ὅμως, ὁ ἅγιος εἶχε, σὰν ὅπλο τοῦ πνευματικό, καὶ τὴν ἀκατάπαυστη μελέτη τῶν θεόπνευστων βιβλίων τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ τῶν θεοφώτιστων συγγραμμάτων τῶν ἁγίων Πατέρων, μὲ τὴν ὁποία ἐξουδετέρωνε τὸ πάθος τῆς ἀκηδίας. Ἡ μελέτη μάλιστα αὐτὴ δὲ γινόταν ἐπιπόλαια, ἀλλὰ μὲ σύστημα καὶ ἐπιμονή, ἐφόσον σημείωνε ταυτόχρονα μὲ τὴν ἐργασία τῆς ἀδιάλειπτης προσευχῆς τὰ σπουδαιότερα χωρία ἀπὸ τὰ ἔργα ποὺ μελετοῦσε σὲ εἰδικὰ δελτάρια. «Πλεῖστα τὲ πρὸ τοῦ ὕπνου ηὔχετο», σημειώνει ὁ βιογράφος του, «καὶ δελτία κατέττατε. τοῦτο γὰρ ἣν αὐτῶ ἀκηδίας… φίμωτρον».

Θαύματα τοῦ ἁγίου
Στὴν περίοδο τῆς ἄσκησής του αὐτῆς, ὅπως ἐπίσης καὶ στὴν περίοδο τῆς ἡγουμενίας του, ἀναφέρονται ἀπὸ τὸ βιογράφο τοῦ ἁγίου καὶ κάποια θαύματα, ποὺ πραγματοποίησε μὲ τὴν ἐπίκληση τοῦ ὀνόματος τοῦ Κυρίου. Τὰ ἀναφερόμενα θαύματα ἦταν τὰ ἑξῆς:
1) Ἡ σωτηρία τοῦ μαθητοῦ τοῦ Μωυσῆ ἀπὸ τὸν κίνδυνο.
Κατὰ τὴ μαρτυρία τοῦ Δανιὴλ τοῦ Ραϊθηνοῦ, ὁ Μωυσῆς αὐτὸς ἦταν ἕνας νέος, ποὺ ἀγαποῦσε ἰδιαίτερα τὸν μονήρη βίο. Γι’ αὐτὸ παρακάλεσε μία ἡμέρα τὸν ἅγιο νὰ τὸν κρατήσει κοντά του, ὥστε νὰ ὁδηγηθεῖ μὲ τὶς συμβουλὲς καὶ τὴν καθοδήγησή του «πρὸς τὴν ὄντως φιλοσοφίαν». Ὁ ἅγιος βέβαια στὴν ἀρχὴ δὲν ἤθελε νὰ τὸν κρατήσει κοντά του, γνωρίζοντας τὶς δυσκολίες τῆς ἐρημητικῆς ζωῆς. Ἐκεῖνος ὅμως ἐπέμενε, βάζοντας γιὰ τὴν ἐπιτυχία τοῦ σκοποῦ του καὶ μεσίτες ἀπὸ τὸ μεγάλο ἴσως μοναστήρι. Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ ὁ ἅγιος φάνηκε τελικὰ ὑποχωρητικός, κρατώντας τὸ Μωυσῆ κοντά του. Ζήτησε ὅμως ἀπὸ αὐτὸν προκαταβολικὰ νὰ κάνει ὑπακοὴ «ἐν παντί», ἐνῶ ἐκεῖνος δέχθηκε παρευθὺς ὅλους τους ὅρους τοῦ ἁγίου. Ὕστερα δὲ ἀπὸ τὴ συμφωνία ἐκείνη, ὁ ἅγιος ἔστειλε μία ἡμέρα τὸν ὑποτακτικό του αὐτὸν νὰ μεταφέρει λίγο χῶμα ἐκλεκτὸ γιὰ τὶς λαχανίδες τοῦ κήπου τους. Στὸ πρόσταγμα ἐκεῖνο ὁ ἀποφασισμένος γιὰ τὴν ὑπακοὴ Μωυσῆς πειθάρχησε παρευθὺς προσπαθώντας νὰ φέρει σὲ πέρας τὸ ἔργο, ποὺ τοῦ εἶχε ἀναθέσει ὁ γέροντάς του ἄοκνα. Παρὰ τὴν προθυμία ὅμως, μὲ τὴν ὁποία ἄρχισε τὴν ἐργασία ἐκείνη, ὅταν ἔφθασε τὸ μεσημέρι, κουράσθηκε, γιατί ἦταν ὁ τελευταῖος μήνας τοῦ καλοκαιριοῦ καὶ ἡ ζέστη πάρα πολὺ μεγάλη. Ἔτσι κάθησε νὰ ξεκουρασθεῖ στὴ σκιὰ κάποιου πελώριου βράχου, ποὺ ἦταν ἐκεῖ κοντά, χωρὶς νὰ προσέξει, ὅτι ἦταν ἕτοιμος νὰ καταπέσει. Καθὼς μάλιστα ξεκουραζόταν ἀμέριμνος, ἀποκοιμήθηκε. Τὴν ὥρα ἀκριβῶς ἐκείνη ὁ ἅγιος βρισκόταν στὸ κελλί του καὶ προσευχόταν, χωρὶς ὅμως νὰ ξεχνᾶ βέβαια καὶ τὸ νεαρὸ ὑποτακτικό του. Σὲ κάποια στιγμὴ ὅμως καταλήφθηκε καὶ αὐτὸς ἀπὸ ἕναν ὕπνο λεπτότατο, ἐξαιτίας προφανῶς τῆς μεγάλης ζέστης τοῦ καλοκαιριοῦ. Στὸν ὕπνο τοῦ ἀκριβῶς αὐτὸν ἔνιωσε κάποια στιγμὴ νὰ τὸν σκουντᾶ ἕνας ἄνδρας ἱεροπρεπὴς καὶ ἐπιτιμητικὰ νὰ τοῦ λέγει: -«Πῶς ἀμερίμνως ὑπνεῖς, ὁ δὲ Μωυσῆς ἐν κινδύνω διατελεῖ;». Πώς μπορεῖς, δηλαδή, νὰ κοιμᾶσαι, Ἰωάννη, τὴ στιγμὴ ποῦ ὁ ὑποτακτικός σου Μωυσῆς βρίσκεται σὲ μεγάλο κίνδυνο;
Στὸ ἄκουσμα τῶν λόγων ἐκείνων ὁ ἅγιος ἀναπήδησε καὶ ἐπιδόθηκε πάραυτα μὲ ὅλη τὴ θέρμη καὶ τὸ ζῆλο τῆς καρδιᾶς του σὲ μία ἀπεγνωσμένη προσευχὴ γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ μαθητοῦ. Ἡ προσευχὴ αὐτὴ ἔκανε τότε τὸ θαῦμα της, γιατί ὁ Μωυσῆς ἄκουσε μέσα στὸ βαθὺ ὕπνο τοῦ τὸν γέροντά του νὰ τὸν φωνάζει καί, ξυπνώντας, ἔσπευσε παρευθὺς πρὸς τὸ μέρος του. Μόλις ἔκανε ὅμως κάποια βήματα, ὁ τεράστιος λίθος, κάτω ἀπὸ τὸν ὁποῖο ἦταν ξαπλωμένος, κατέπεσε, ἀφήνοντας ἐμβρόντητό το Μωυσῆ, ποὺ ἔσπευσε νὰ διηγηθεῖ στὸ γέροντά του τὰ ὅσα διέτρεξαν. Στὸ ἄκουσμα τῶν πιὸ πάνω ὁ «ταπεινόνους» γέροντας δόξαζε τότε «κρυφίαις βοαῖς καὶ βίαις ἀγάπης» τὸν παντοδύναμο Κύριο, ποὺ ἄκουσε τὴν προσευχή του καὶ ἔσωσε τὸ νεαρὸ ἐκεῖνο καὶ ὑπάκουο ὑποτακτικὸ (ΡG. 88, 604ΑΒ).
2) Ἡ ἀπελευθέρωση τοῦ Ἰσαάκιου ἀπὸ τὸ σαρκικὸ πάθος.
Ἕνα δεύτερο θαῦμα τοῦ ἁγίου ἀναφέρεται στὴν ἀπελευθέρωση τοῦ ἀναχωρητοῦ Ἰσαάκιου ἀπὸ τὸ δαίμονα τῆς φιλοσαρκίας. Μία ἡμέρα ὁ Ἰσαάκιος ποὺ δοκιμαζόταν ἀπὸ ἕνα πολὺ δυνατὸ σαρκικὸ πειρασμό, καταλήφθηκε ἀπὸ θλίψη μεγάλη καὶ ἀθυμία. Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ ἦρθε τρέχοντας πρὸς τὸν ἅγιο, στὸν ὁποῖο φανέρωσε μὲ δάκρυα πολλὰ καὶ μὲ ἀναστεναγμοὺς τῆς καρδιᾶς τοῦ τὸν πόλεμο, ποὺ ἐσωτερικὰ δοκίμαζε. Στὸ ἄκουσμα τῶν λόγων τοῦ Ἰσαάκιου ὁ ἅγιος συγκινήθηκε πολύ, θαυμάζοντας γιὰ τὴ μεγάλη πίστη καὶ τὴν ταπείνωσή του καὶ εἶπε: -Ἔλα, ἀδελφέ μου, νὰ προσευχηθοῦμε μαζὶ καὶ ὁ ἀγαθὸς καὶ εὐσπλαχνικὸς Κύριος δὲ θὰ παραβλέψει τὴ δέησή μας. Πρὶν ὅμως τελειώσουν τὴν προσευχὴ τοὺς ἐκείνη, ὁ πολυεύσπλαχνος Κύριος ἱκανοποίησε τὸ αἴτημα τοῦ πιστοῦ δούλου Του, ἀπομακρύνοντας τὸ δαιμόνιό του σαρκικοῦ πάθους ἀπὸ τὸν Ἰσαάκιο. Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ ὁ Ἰσαάκιος, ποὺ ἔνιωθε πιὰ τὸν ἑαυτὸ τοῦ θεραπευμένο καὶ «ἄνοσο», δόξαζε, γεμάτος ἔκσταση καὶ συντριβή, τὸ μεγαλοδύναμο Θεό, εὐχαριστώντας ὅμως ταυτόχρονα ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς του καὶ τὸν δοξασθέντα ἅγιο. (ΡG. 88, 604C).
3) H βροχή στὴν περίοδο τῆς ἀνομβρίας.
Ἕνα τρίτο θαῦμα τοῦ ἁγίου Ἰωάννη ἔγινε, κατὰ τὸ βιογράφο του, στὰ χρόνια ποὺ εἶχε γίνει ἡγούμενος στὸ μεγάλο μοναστήρι. Κατὰ τὴν περίοδο αὐτὴ τῆς ἡγουμενίας του, οἱ κάτοικοι τῆς γύρω ἀπὸ τὸ μοναστήρι περιοχῆς ἔσπευσαν, ἐξαιτίας τῆς ἀνομβρίας ποὺ ἐπικρατοῦσε στὸν τόπο τους, πρὸς τὸν ἅγιο καὶ τὸν παρακάλεσαν νὰ προσευχηθεῖ γιὰ τὴ λύση τοῦ αὐχμοῦ. Ἀκούγοντας τὸ αἴτημά τους ἐκεῖνο ὁ ἅγιος προσευχήθηκε πράγματι γιὰ τὴ λύση τῆς ἀνομβρίας καὶ ἔτσι «κατηνέχθη ὑετός», βεβαιώνοντας γιὰ μία ἀκόμη φορᾶ ὄτι «θέλημα τῶν φοβουμένων Αὐτὸν ποιήσει ὁ Κύριος καὶ τῆς δεήσεως αὐτῶν εἰσακούσεται». Εκτός ἀπὸ τὰ πιὸ πάνω ὅμως ὁ ἅγιος πραγματοποίησε καὶ πολλὰ ἄλλα, γιὰ τὰ ὁποῖα ὅμως ὁ ἴδιος δὲν ἔκανε φανερὰ λόγο.
Ἡ ἐκλογή του σὲ ἡγούμενο τοῦ μεγάλου μοναστηριοῦ καὶ ἡ ἐφεξῆς δράση του
Ἡ μεγάλη φήμη τῆς ἁγίας ζωῆς καὶ τῆς μόρφωσης τοῦ ἁγίου συνετέλεσαν, ὥστε νὰ ἐκλεγεῖ, ὑστέρα ἀπὸ σαράντα χρόνια αὐστηρότατης ἀσκητικῆς ζωῆς στὴν ἔρημο, σὲ ἡλικία περίπου ἑβδομήντα πέντε (75) ἐτῶν, ἡγούμενος τοῦ μεγάλου μοναστηριοῦ τοῦ Σινᾶ. Γιὰ τὴν ἐκλογὴ τοῦ αὐτὴ βέβαια ὁ ἴδιος ὁ ἅγιος, ποὺ ἀγαποῦσε ἰδιαίτερα τὴ ζωὴ τῆς ἡσυχίας, ἔφερνε ἀρχικὰ πολλὲς ἀντιρρήσεις. Οἱ Πατέρες, ὅμως, τοῦ μεγάλου μοναστηριοῦ μεταχειρίσθηκαν στὴν περίσταση ἐκείνη κάποια μορφὴ βίας πνευματικῆς, ὥστε νὰ τὸν ἐξαναγκάσουν τελικὰ νὰ δεχθεῖ τὸ αἴτημά τους. «Εἴτα», σημειώνει ὁ βιογράφος του, «ἀγάμενοι πάντες τα πάντα αὐτοῦ κατορθώματα, ὡς νεοφανῆ τινὰ Μωσέα βία ἐπὶ τὴν τῶν ἀδελφῶν ἡγεμονίαν ἀνεβίβασαν ἐπὶ τῆς ἀρχικῆς λυχνίας τὸν λύχνον» (Βίος, Μ. 88, 605Α).
Στὴν προτίμησή τους βέβαια αὐτὴ οἱ ἀδελφοί της μονῆς δὲ διαψεύσθηκαν ἀπὸ τὸν ἅγιο, ποὺ φρόντιζε νὰ τοὺς στηρίζει «τῷ λόγω τῆς χάριτος πλουσίως», μεταχειριζόμενος καθημερινά «τα τῆς διδασκαλίας νάματα ἀφθόνως καὶ δαψιλῶς» γιὰ τὴν πνευματικὴ ὠφέλεια ὄχι μονάχα τῶν ἴδιων των μοναχῶν, ἀλλὰ καὶ τῶν πολυάριθμων ἐπισκεπτῶν τοῦ μοναστηριοῦ τους. Οἱ διδασκαλίες αὐτὲς τοῦ ἁγίου, ποὺ γίνονταν κατὰ τρόπο συστηματικὸ καὶ σὲ καθημερινὴ βάση στὸ μεγάλο μοναστήρι τους, ἦταν τόσο βαθειές, ὥστε νὰ ἐνσταλάζουν σὰν μέλι οὐράνιο στὶς ψυχές. Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ ἀναφέρεται ἀπὸ τὸ βιογράφο του ὅτι στὴν πραγματικότητα δὲ μιλοῦσε κατὰ τὶς ὧρες ἐκεῖνες ὁ ἅγιος, ἀλλὰ ὁ ἴδιος ὁ Θεός, ἐφόσον «ἤνοιγε στόμα» καὶ «εἵλκυε Πνεῦμα».
Μὲ τὶς θεοφώτιστες αὐτὲς διδαχές, ἀλλὰ καὶ τοὺς ἀνεξάντλητους ταυτόχρονα κόπους τῆς ἀγάπης τοῦ ὁ ἅγιος γινόταν καθημερινὰ πατέρας καὶ θεραπευτῆς ὄχι μονάχα γιὰ τοὺς ἀφανεῖς μώλωπες τῆς ψυχῆς, ποὺ τοῦ ἑξαγορεύονταν κατὰ τὴν ἱερὴ ἐξομολόγηση, ἀλλὰ σὲ ὠρισμένες περιπτώσεις καὶ τῶν ἀνιάτων ἀσθενειῶν τοῦ σώματος μὲ τὸ θαυματουργικὸ χάρισμά του. Τὰ θαύματα ἀκριβῶς αὐτά, καὶ γενικότερα ἡ ἀπέραντη ἀγάπη τοῦ συνετέλεσαν, ὥστε πολλοὶ ἄνθρωποι νὰ καταφεύγουν σ’ αὐτὸν ὄχι μονάχα ἀπὸ τὰ κοντινὰ μέρη, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὰ μακρυνότερα, γιὰ νὰ τὸν συμβουλευθοῦν, βρίσκοντας πάντοτε κάποια σοφὴ λύση στὰ προβλήματά τους καὶ φεύγοντας ἀπὸ κοντά του ἐνισχυμένοι γιὰ τοὺς ἀγῶνες τους.
Κάποιοι ἀπὸ ἐκείνους ποὺ τὸν θαύμαζαν ὅμως δὲν εὕρισκαν πάντοτε εὐκαιρία νὰ τὸν ἐπισκεφθοῦν στὸ μοναστήρι του καὶ γι’ αὐτὸ τοῦ ἔγραφαν ἐπιστολές, ζητώντας ἀπὸ αὐτὸν κάποια ἀπάντηση στὶς ἀπορίες τους ἢ καὶ κάποια ἀκόμη ἀπὸ τὰ συγγράμματά του. Ἕνας ἀκριβῶς ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους αὐτοὺς ἦταν καὶ ὁ συνώνυμός του Ἰωάννης ὁ Ραϊθηνός, ὁ ἡγούμενος τῆς μονῆς τῆς Ραϊθούς, τῆς εὑρισκόμενης 30 περίπου χιλιόμετρα Ν.Δ. ἀπὸ τὸ μοναστήρι τοῦ ἁγίου, ποὺ ζήτησε μὲ ἐπιστολή του ἀπὸ τὸν ἅγιό τους λόγους τῆς Κλίμακας, τὴν ὁποία μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου εἶχε κατασκευάσει. Στὸ αἴτημά του ἐκεῖνο ὁ ἅγιος ἀποφάσισε τότε νὰ κάνει ὑπακοή, στέλνοντας στὸν ἐπιστολογράφο τοῦ τὴν Κλίμακα καὶ ταυτόχρονα μία ἐπιστολή, στὴν ὁποία χαρακτήριζε τὸν ἑαυτό του ὡς «οὐ σοφὸν ἀρχιτέκτονα» καὶ τὰ γραφόμενά του ὡς «ἀτελῆ ἀληθῶς καὶ πάσης ἀγνωσίας καὶ ἰδιωτείας ἀναμεστά», ἐνῶ ταυτόχρονα χαρακτήριζε ὡς κράτιστο τῶν διδασκάλων τὸν ἴδιο τὸν ἐπιστολογράφο του. «Ἠμεῖς γάρ», ἔλεγε χαρακτηριστικά, φανερώνοντας τὴν ταπεινοφροσύνη του, «ἐν τῇ τῶν μαθητευομένων τάξει ἔτι καθεστήκαμεν. αλλ’ ἐπειδὴ πὲρ οἱ καθ’ ἠμᾶς θεοφόροι καὶ τῆς ὄντως γνώσεως μύσται τοῦτο ὑπακοὴν ὁρίζονται, τὸ ἐν τοῖς ὑπὲρ δύναμιν ἀδιακρίτως τοῖς προστάττουσι πείθεσθαι, ἰδοὺ τὰ καθ’ ἑαυτοὺς παριδόντες εὐσεβῶς, ἐν τοῖς ὑπὲρ ἑαυτοὺς τολμηρῶς τὴν ἐγχείρησιν (τοῦ ἔργου αὐτοῦ) πεποιήμεθα» (Κλίμαξ, ἔκδ. Ἀστέρος, Ἀθῆναι 1970, σ. 11).
Ἡ ἀναχώρησή του ἀπὸ τὸ μεγάλο μοναστήρι καὶ το τέλος του
Οἱ κόποι τῆς ἡγουμενίας ὅμως, ποὺ ἦταν ὁπωσδήποτε πάρα πολλοί, φαίνεται ὅτι κούρασαν σύντομά το μεγάλο ἐκεῖνο ἡσυχαστή, ποὺ δὲν ξεχνοῦσε ποτὲ τὸ κελλὶ τῆς ἡσυχίας του. Γι’ αὐτό, ὕστερα ἀπὸ τέσσερα περίπου χρόνια ἡγουμενίας, ἄφησε τὴν εὐθύνη τοῦ μεγάλου μοναστηριοῦ στὰ χέρια τοῦ ἀδελφοῦ του Γεωργίου, γιὰ νὰ ἀποσυρθεῖ στὸ ἡσυχαστικὸ κελλί του, προαισθανόμενος πιθανότατά το τέλος του, ποὺ πλησίαζε.
Πῶς ἔζησε βέβαια στὴν ἡσυχία τοῦ κατὰ τὴν περίοδο αὐτὴ ὁ ἅγιος, δὲν εἶναι γνωστό. Ἕνα μονάχα γνωρίζουμε ἀπὸ τὸ βιογράφο του, τὸ τί ἔγινε κατὰ τὶς τελευταῖες του στιγμές. Κατὰ τὶς στιγμὲς αὐτὲς βρέθηκε κοντά του ὁ θαυμαστὸς ἀδελφός του Γεώργιος, πού, κλαίγοντας, ἔλεγε, κατὰ τὸ βιογράφο του, τὰ πιὸ κάτω:
-«Ἰδοὺ ἀφίεις μὲ καὶ ὑπάγεις; ἐγὼ ηὐχόμην, ἴνα σὺ μὲ προπέμψης. ουδὲ γὰρ εἰμὶ ἱκανὸς ἐκτός σου ποιμάναι τὴν συνοδίαν, ὢ Κύριέ μου, μᾶλλον δὲ ἐγὼ σὲ προπέμπω». Με ἀφήνεις, δηλαδή, καὶ φεύγεις; Ἐγὼ εὐχόμουν καθημερινά, ὥστε σὺ νὰ μὲ κατευοδώσεις μὲ τὶς εὐχές σου στὸ μεγάλο ταξίδι, γιατί δὲ νιώθω δυνατὸς στὴ διακυβέρνηση τῶν ἀδελφῶν, χωρὶς τὴ συμπαράστασή σου! Ἀκούγοντας τὰ πιὸ πάνω, ὁ ἅγιος προσπάθησε τότε νὰ παρηγορήσει τὸν κατὰ σάρκα καὶ κατὰ πνεῦμα ἐκεῖνον ἀδελφό, λέγοντας τὰ πιὸ κάτω:
-«Μὴ λυπού, μηδὲ μερίμνα. εᾶν γaρ εὕρω παρρησίαν πρὸς Κύριον, οὐ μὴ σὲ ἐάσω τελειῶσαι ἐνιαυτὸν ὄπισθέν μου». Μην ἀνησυχεῖς, δηλαδή, ἀδελφέ μου, καὶ μὴν ἔχεις ἀγωνιώδη μέριμνα μέσα σου γιὰ τὰ πιὸ κάτω. Ἕνα σου λέγω μονάχα πρὶν πεθάνω, ὅτι, ἐὰν εὕρω παρρησία κοντὰ στὸ Θεό, δὲ θὰ ἀφήσω νὰ περάσεις ἕνα χρόνο ὁλόκληρο μονάχος σου ὕστερα ἀπὸ τὸ θάνατό μου, ἀλλὰ θὰ παρακαλέσω τὸ Θεὸ νὰ σὲ πάρει κοντά Του μετὰ ἀπὸ μένα. Τὰ πιὸ πάνω λόγια τοῦ ἁγίου, κατὰ τὸ βιογράφο του, ἐκπληρώθηκαν κατὰ τὸ τελευταῖο μέρος τοὺς πολὺ σύντομα. Δὲν πέρασε, χρόνος ὁλόκληρος καὶ ὁ ἀδελφός του Γεώργιος «ἐντὸς δέκα μηνῶν ἀπῆλθε καὶ αὐτὸς πρὸς Κύριον». Ἀπὸ τὸ θάνατο αὐτὸ φαίνεται, κατὰ τὴν κοινὴ λογική, ὅτι ὁ ἅγιος βρῆκε παρρησία στὸ Θεὸ καὶ γι’ αὐτὸ ζήτησε καὶ πῆρε καὶ τὸν ἀδελφό του κοντά του.
Ἡ κοίμηση τοῦ ἁγίου, κατὰ τὶς Διηγήσεις Ἀναστασίου Β’ τοῦ Διηγηματογράφου, συνέβηκε «ταῖς παρελθούσαις ταύταις τοῦ Χειμῶνος ἡμέραις», δηλαδὴ λίγες ἡμέρες μετὰ τὸ Χειμώνα τῆς χρονιᾶς ἐκείνης. Δίκαια ἡ Ἐκκλησία μᾶς γιορτάζει τὴ μνήμη τῆς κοιμήσεώς του στὶς 30 Μαρτίου. Ἕνα μονάχα πρέπει νὰ τονίσουμε στὸ σημεῖο αὐτό, τὸ ὅτι, δηλαδή, ὁ ἅγιος ἐκοιμήθη «ὡραϊσμένος ταῖς ἀρεταῖς» καὶ γιὰ τοῦτο, κατὰ τὸν ὑμνογράφο Ἰγνάτιο, «εἰς νυμφώνα τῆς ἀρρήτου δόξης συνεισῆλθε».

* * *

* Ὁ ἀσεβής ανθρωπος εἶναι μία ὕπαρξη λογικὴ καὶ θνητή, ἡ ὁποία θεληματικὰ ἀποφεύγει τὴν Ζωή, καὶ τὸν Δημιουργό της, ποὺ ὑπάρχει αἰώνια καὶ ποὺ τὸν θεωρεῖ ὡς ἀνύπαρκτο!
* Παράνομος εἶναι αὐτὸς ποὺ μὲ τὴν κακὴ σκέψη του διαστρέφει τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ, καὶ ποὺ νομίζει ὅτι πιστεύει, ἐνῶ ἔχει ἐπιθυμίες καὶ ἀντιλήψεις ἀντίθετες πρὸς τὸν Θεό.
* Χριστιανός εἶναι αὐτὸς ποὺ μιμεῖται τὸν Χριστό, ὅσο εἶναι ἀνθρωπίνως δυνατόν, καὶ στὰ λόγια, καὶ στὰ ἔργα καὶ στὴν σκέψη. Πιστεύει δὲ σωστὰ καὶ ἀλάνθαστα στὴν Ἁγία Τριάδα.
* Θεοφιλής εἶναι αὐτὸς ποὺ ἀπολαμβάνει ὅλα τά φυσικὰ δῶρα τοῦ Θεοῦ, χωρὶς νὰ ἐπιτρέπει στὸν ἑαυτὸ του τίποτε τὸ ἐφάμαρτο, ἐνῶ συγχρόνως δὲν ἀμελεῖ νὰ ἐπιτελεῖ τὸ ἀγαθό, κατὰ τὶς δυνάμεις του.
* Ἐγκρατής εἶναι αὐτὸς ποὺ ζεῖ μέσα στοὺς πειρασμοὺς καὶ τὶς παγίδες καὶ τοὺς θορύβους τοῦ κόσμου, καὶ ἀγωνίζεται μὲ ὅλη του τὴ δύναμη νὰ μιμηθεῖ τὴν ζωὴ ἐκείνων ποὺ εἶναι ἀπαλλαγμένοι ἀπὸ τοὺς θορύβους τοῦ κόσμου.
* Μοναχός εἶναι ὁ ὁλόψυχα ἀφοσιωμένος μόνο στὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ καὶ στὸ λόγο Του καὶ τὶς ἐφαρμόζει πάντοτε… Ἡ ζωὴ τοῦ εἶναι μπολιασμένη στὴν Θεανθρώπινη ζωὴ τοῦ Κυρίου… Μοναχὸς σημαίνει ἐξαγνισμένο σῶμα καὶ καθαρὸ στόμα καὶ φωτισμένος νοῦς.
                                                                             Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου

* Πένθος γιὰ τὸ Θεὸ εἶναι τὸ νάνε σκυθρωπὴ ἡ ψυχή, κι’ ἡ καρδιὰ νὰ ποθεῖ νὰ πικραίνεται καὶ νὰ ἀποζητᾶ ὁλοένα αὐτὸ ποὺ διψᾶ, κ’ ἐπειδὴ δὲν τὸ βρίσκει, νὰ τὸ κυνηγᾶ μὲ πόνο καὶ νὰ τρέχει ξοπίσω του κλαίγοντας ἀπαρηγόρητα.
* Βάστα καλὰ τὴ μακάρια χαρμολύπη τῆς ὁσίας κατάνυξης, καὶ μὴν πάψεις νὰ τὴν ἐργάζεσαι μέσα σου, ὥσπου νὰ σὲ κάνει νὰ ὑψωθεῖς ἀπὸ τοῦτον τὸν κόσμον καὶ νὰ σὲ παραστήσει καθαρὸν στὸ Χριστό.
* Ὅποιος πορεύεται μὲ θλίψη ἀδιάκοπη, αὐτὸς δὲν παύει νὰ γιορτάζει ἀκατάπαυστα, κι’ ὅποιος ὁλοένα διασκεδάζει, ἐτοῦτος μέλλεται νὰ ἀπολάψει θλίψη αἰώνια.
* Γίνε σὰν Βασιλιὰς μέσα στὴν καρδιά σου, ὑψηλὸς μὲ ταπείνωση καθισμένος, καὶ προστάζοντας στὸ γέλοιο: φεῦγα καὶ φεύγει καὶ στὸ γλυκὸ τὸ κλάμα: ἔλα, κι’ ἔρχεται καὶ στὸ κορμί μας, ποῦνε σκλάβος καὶ τύραννος: κᾶνε τοῦτο καὶ τὸ κάνει.
* Ἀκτημοσύνη, ἤγουν ὁλότελη φτώχεια, εἶναι το νὰ ἀποθέση ὁ ἄνθρωπος κάθε φροντίδα ἀπὸ πάνω του, νὰ γίνη ὁδοιπόρος δίχως μπόδια. Ξένος ἀπὸ λύπη. Ἀκτημοσύνη εἶναι ἡ πίστη στὶς ἐντολὲς τοῦ Κυρίου.
* Εὐθύτητα εἶναι ἡ ἀπεριέργη ἔννοια. Ἀνόθευτο ἦθος. Ἄπλαστος λόγος κι ἀπροκατασκεύαστος. Ὅπως λέγεται ὁ Θεὸς ἀγάπη, ἔτσι λέγεται καὶ εὐθύτητα. Γιὰ τοῦτο ὁ σοφὸς στὰ ποιήματα Σολομώντας λέγει στὴν καθαρὴ καρδιά: «Εὐθύτης ἠγάπησε μέ». Καὶ ὁ πατέρας τοῦ Δαυΐδ λέγει: «χρηστὸς καὶ εὐθὺς ὁ Κύριος».
(Ἀπόδοση ἀειμνήστου Φωτίου Κόντογλου)


Απολυτίκιον
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.

Θείαν κλίμακα ὑποστηρίξας, τὴν τῶν λόγων σου, μέθοδον πάσι, μοναστῶν ὑφηγητὴς ἀναδέδειξαι, ἐκ πρακτικῆς Ἰωάννη καθάρσεως, πρὸς θεωρίας ἀνάγων τὴν ἔλλαμψιν. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον
Ἦχος α’. Χορὸς ἀγγελικός.

Καρποὺς ἀειθαλεῖς, ἐκ τῆς βίβλου προσφέρων, διδάγματα σοφέ, καθηδύνεις καρδίας, τῶν τούτοις μετὰ νήψεως, προσεχόντων μακάριε. Κλίμαξ γάρ ἐστι, ψυχᾶς ἀνάγουσα γῆθεν πρὸς οὐράνιον, καὶ διαμένουσαν δόξαν, τῶν πίστει τιμώντων σε.

Μεγαλυνάριον

Τὴν οὐρανοδρόμον ἣν Ἰακώβ, κλίμακα προεῖδεν, ἐτεχνήσω πνευματικῶς, Πάτερ Ἰωάννη, συνθήκη τῶν σῶν λόγων. δι’ ἧς πρὸς ἀφθαρσίας βαίνομεν μέθεξιν.

ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΣΙΝΑΪΤΟΥ
ΑΧΙΛΛΕΑ ΠΙΤΣΙΛΚΑ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»

Η μακάρια χαρμολύπη και η αγιασμένη κατάνυξη

 


Της Ολυμπίας
αποκλειστικά για την katanixi.gr

«Πρῶτα δοκιμάζει μέ πειρασμούς ὁ Θεός, ὕστερα δείχνει τό χάρισμα» ( Ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σύρος)

Επιμέλεια σύνταξης: katanixi.gr

Δ΄ Μέρος

Γι᾿ αὐτή τήν πνευματική χαρά πού δίνει ὁ Χριστός σέ ὅσους τόν ἀγαποῦνε καί πού βγαίνει ἀπό τή θλίψη, γράψανε πολλά καί θαυμαστά οἱ Ἅγιοι Θεοφόροι Πατέρες:
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος τήν λέγει, ὅτι εἶναι: «Τό Χαροποιόν πένθος, καί ἡ Χαρμολύπη».(4)

Πένθος γιά τόν Θεό, λέγει, εἶναι τό νἆναι σκυθρωπή ἡ ψυχή σου, κι᾿ ἡ καρδιά σου νά ποθεῖ νά πικραίνεται, καί νά ἀποζητᾶ ὁλοένα αὐτό πού διψᾶ, κι᾿ ἐπειδή δέν τό βρίσκει, νά τό κυνηγᾶ μέ πόνο καί νά τρέχει ξοπίσω του κλαίγοντας ἀπαρηγόρητα”.

Βάστα γερά τή «μακάρια τοῦ τη χαρμολύπη καί τήν ἁγιασμένη κατάνυξη», καί μήν πάψεις νά τήν ἐργάζεσαι μέσα σου, ὡς πού νά σέ κάνει νά ὑψωθεῖς ἀπό τοῦτον τόν κόσμο, καί νά σέ παραστήσει καθαρόν στόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό!!!

Ὅποιος πορεύεται ἀδιάκοπα μέ θλίψη, αὐτός «γιορτάζει ἀκατάπαυστα»· καί ὅποιος ὁλοένα διασκεδάζει, αὐτός μέλλεται νά ἀπολάψει θλίψη αἰώνια.

Ἐγώ λογιάζοντας τί λογῆς εἶναι τούτη ἡ «θλιμμένη κ α τ ά ν υ ξ η», ἀπορῶ· πῶς γίνεται, κάποιο πράγμα πού λέγεται κλάψιμο καί λύπη, νά ἔχει μέσα του τή χαρά καί τήν εὐφροσύνη περιμπλεγμένα συναμεταξύ τους σάν τό μέλι μέ τό κερί…!!!

Αὐτή ἡ οὐράνια παρηγοριά εἶναι κάποια ἀνακούφιση καί θεϊκή ξαλάφρωση πού παρηγοράει τήν πονεμένη καί λυπημένη ψυχή, ὁπού θλίβεται γιατί χωρίσθηκε ἀπό τόν Θεό γιά τίς ἁμαρτίες της.

Αὐτή ἡ βοήθεια εἶναι μία θεϊκή ἐνέργεια πού ξανανιώνει καί καινουργιεύει τίς δυνάμεις τῆς ψυχῆς ὁπού κατέπεσε στήν πίκρα καί στή σκληρή λύπη, καί στέκεται κατα-φαρμακωμένη ἀπό τήν ἀμέτρητη πίκρα της, ἀπελπισμένη ἀπό τίς ἁμαρτίες της.

Καί τούτη ἡ χαριτωμένη βοήθεια ἀλλάζει τά πονεμένα δάκρυά της σέ κάποια παρηγοριά θαυμαστή κι᾿ ἀνακουφιστική”.

«Κανένα πράγμα δέν ταιριάζει μέ τήν ταπεινοφροσύνη, ὅσο αὐτό τό χριστιανικό πένθος, τό Χαροποιόν πένθος».

Ὅποια ἐνάρετη ζωή κι ἄν κάνουμε, ἄν δέν ἔχουμε καρδιά θλιμμένη καί πονεμένη, γιά μάταιη κι᾿ ἀδιαφόρετη λογαριάζεται.

Τοῦτο τό βλογημένο καί θεάρεστο κλάψιμο εἶναι μία λύπη ἀλησμόνητη τῆς ψυχῆς, μιά «ὄρεξη» πονεμένη τῆς καρδιᾶς, πού ζητᾶ μέ δάκρυα καί μέ μεγάλο πόθο τόν Θεό”.

Κι᾿ ὁ Ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος λέγει: «Σάν λυτρωθεῖ ἡ ψυχή ἀπό τούς ἐχθρούς της, καί σάν περάσει μέ τή δύναμη τοῦ Θεοῦ τήν πονηρή θάλασσα,

καί βλέπει μπροστά της τούς ἐχθρούς της νά χάνουνται, στούς ὁποίους ἤτανε πρωτήτερα δούλα, ἀναγαλλιάζει μέ μία χαρά ἀνεκλάλητη καί δοξασμένη!

Γιατί παρηγοριέται ἀπό τόν Θεό καί ξεκουράζεται στόν Κύριο!

Τότε τό Πνεῦμα πού ἔλαβε, τραγουδᾶ κάποιο καινούργιο τραγούδι μέ τό τύμπανο, ἤγουν μέ τό σῶμα, καί μέ τῆς κιθάρας, ἤγουν τῆς ψυχῆς, τίς λογικές κόρδες καί τούς λεπτότατους λογισμούς, καί μέ τό δοξάρι τῆς Θείας Χάρης, καί ψέλνει ὕμνους στόν Ζωοδότη Χριστό».

Σέ τοῦτο οἱ (Ὀρθόδοξοι) Χριστιανοί εἶναι διαφορετικοί ἀπό ὅλο τό γένος τῶν ἀνθρώπων, καί μεγάλη ἀπόσταση ὑπάρχει ἀνάμεσά τους, γιατί ἔχουνε τόν νοῦ τους καί τή διάνοιά τους στό «οὐράνιο φρόνημα».

Καί καθρεφτίζουνε μέσα τους τά αἰώνια ἀγαθά, ἐπειδής ἔχουνε τό Ἅγιον Πνεῦμα· γιατί γεννηθήκανε ἄνωθεν κι᾿ ἀξιωθήκανε νά γίνουνε τέκνα τοῦ Θεοῦ μέ ἀλήθεια καί μέ δύναμη.

Καί κατασταθήκανε σταθεροί καί στέρεοι κι᾿ ἀσάλευτοι κι᾿ ἀναπαυμένοι ὕστερα ἀπό πολλούς ἀγῶνες καί κόπους, χωρίς νά ταράζονται πιά ἀπό ἄστατους καί μάταιους λογισμούς.

Σ᾿ αὐτό εἶναι πιό μεγάλοι καί πιό καλοί ἀπό τόν κόσμο, ἐπειδής ἔχουνε τό νοῦ τους καί τό φρόνημα τῆς ψυχῆς τους στήν εἰρήνη τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ καί στήν ἀγάπη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος”.

Ὁ Ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σύρος γράφει γι᾿ αὐτά τά βλογημένα δάκρυα: «Ἄν δέν φτάξεις στά δάκρυα, μήν νομίσεις πώς ἔφταξες κάπου στή διαγωγή σου καί στήν πολιτεία σου, γιατί ὡς τά τότε, τόν κόσμο ὑπηρετοῦνε οἱ κρυφοί διαλογισμοί σου, δηλαδή μέ τόν ἔξω ἄνθρωπο κάνεις τό ἔργο τοῦ Θεοῦ.

Ἐνῶ ὁ μέσα ἄνθρωπος εἶναι ἀκόμα ἄκαρπος· ἐπειδή ὁ καρπός του ἔρχεται ἀπό τά δάκρυα… !!!

Γιατί σάν φτάξεις στή χώρα τους, τότε νά ξέρεις πώς βγῆκε ἡ διάνοιά σου ἀπό τή φυλακή τούτου τοῦ κόσμου κι᾿ ἔβαλε τό πόδι της στή στράτα τοῦ καινούργιου κόσμου, κι᾿ ἄρχισε νά μυρίζει ἐκεῖνον τόν καινούργιον ἀέρα τόν θαυμαστόν.

Καί τότε ἀρχίζουνε νά τρέχουνε τά δάκρυα, ἐπειδή κοντεύει νά γεννηθεῖ τότε τό πνευματικό νήπιο. Γιατί ἡ χάρη, πού εἶναι ἡ μητέρα ὅλων, βιάζεται νά γεννήσει στήν ψυχή κάποιον Θεϊκό τύπο μυστικά στό φῶς τῆς μέλλουσας ζωῆς.

Καί σάν φτάξει ἡ ὥρα νά γεννηθεῖ, τότες ὁ νοῦς ἀρχίζει νά κινιέται σέ κάποια πράγματα τοῦ κόσμου, ὅπως ἡ ἀναπνοή πού παίρνει τό ἀγέννητο μωρό μέσα στήν κοιλιά καί θρέφεται.

Κι’ ἐπειδή δέ μπορεῖ νά βαστάξει σέ κάποιο πράγμα πού δέν εἶναι συνηθισμένο, ἄξαφνα ἀρχίζει νά σαλεύει τό κορμί του σάν νά θέλει νά κλάψει μ᾿ ἕνα κλάψιμο ἀνακατεμένο μέ τή γλυκύτητα τοῦ μελιοῦ.

Κι᾿ ὅσο θρέφεται τό μέσα βρέφος, τόσο περισσότερα δάκρυα ἔρχουνται».

Κι᾿ ἀλλοῦ γράφει ὁ ἴδιος ὁ Ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σύρος, ὅτι: «Πρῶτα δοκιμάζει μέ πειρασμούς ὁ Θεός, ὕστερα δείχνει τό χάρισμα.

Γι’ αὐτό λοιπόν, ἄς ἀκούσουμε μέ προσοχή τόν Ἅγιο Ἰωάννη τῆς Κλίμακος, ὁ ὁποῖος μᾶς λέγει αὐτό τό σημαντικότατο λόγο:“Βάστα γερά τή «μακάρια τοῦ τη χαρμολύπη καί τήν ἁγιασμένη κατάνυξη», καί μήν πάψεις νά τήν ἐργάζεσαι μέσα σου, ὡς πού νά σέ κάνει νά ὑψωθεῖς ἀπό τοῦτον τόν κόσμο, καί νά σέ παραστήσει κ α θ α ρ ό ν στόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό!!!

Δόξα στόν Δεσπότη Κύριο Ἰησοῦ Χριστό πού μᾶς δίνει τήν ὑγεία μας μέ γιατρικά στυφά… !!!».

«Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἔνεκεν»!!!