Παρασκευή 31 Ιανουαρίου 2014

Νέα Εποχή και Νεορθόδοξη Θεολογία

Νέα Εποχή και Νεορθόδοξη Θεολογία
Νέα Εποχή και Νεορθόδοξη Θεολογία

Η ΚΡΙΣΗ ΤΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗΣ ΑΥΤΟΣΥΝΕΙΔΗΣΙΑΣ
 του Ιωάννου Κορναράκη, Καθηγητού Πανεπιστημίου Αθηνών


Σε μια χρονική περίοδο, όπως αυτή που διερχόμεθα σήμερα, κατά την οποία οι αξίες γενικά της ζωής συνεχώς υποβαθμίζονται και, γιατί όχι, εκμηδενίζονται, η θεολογική αυτοσυνειδησία δείχνει και αυτή, όχι σπάνια, τα δικά της γνωρίσματα μιας βαθειάς κρίσεως, με κύριο προσανατολισμό την αποξένωσή της από τις παραδοσιακές και αγιοπνευματικές της αφετηρίες!
Αναμφιβόλως η κρίση της θεολογικής αυτοσυνειδησίας, υπήρξε πάντοτε, και εξακολουθεί να είναι και σήμερα, η σκιά της Εκκλησίας και της θεολογίας της. Το γεγονός ότι κυρίαρχο στοιχείο της σωτηρίας του ανθρώπου δια του Ιησού Χριστού είναι η πίστη, στο πρόσωπό του αλλά και στην υπαρξιακή λυτρωτική δυναμική του ευαγγελικού λόγου, προβάλλει ήδη ενωρίς, κατά την ιστορική πορεία της Εκκλησίας, μέσα στη ζωή του κόσμου, την προτεραιότητα της πίστεως αυτής έναντι της ανθρωπίνης λογικής και συγχρόνως προμηνύει τον προκλητικό χαρακτήρα της προτεραιότητος αυτής για τις κυριαρχικές απαιτήσεις της εγκόσμιας λογικής. Σε πολλές περιπτώσεις ο θεολογικός νους για ποικίλους λόγους διολισθαίνει στην επιλογή της δυναμικής της εγκόσμιας αυτής λογικής, ως του κυρίου εργαλείου της κατανοήσεως και ερμηνείας του ευαγγελικού και πατερικού λόγου!
Μία τέτοια επιλογή, συνειδητή ή μη συνειδητή, εκούσια ή ακούσια, αποτελεί ασφαλώς την ουσία και την κύρια αιτία της κρίσεως της θεολογικής αυτοσυνειδησίας πάντοτε, ιδιαιτέρως όμως σήμερα!
Η εποχή μας μαστιζομένη συνεχώς από ξενόφερτα ρεύματα φιλοσοφικών και γενικά θεωρητικών συστημάτων και ιδεολογημάτων, που αποβλέπουν στην αλλοτρίωση του κόσμου από τις παραδοσιακές του αξίες, προσφέρει σήμερα νέες προκλήσεις και νέες δυνατότητες στο θεολογικό νου, για μια ακραία μάλιστα αποξένωσή του, από τις παραδοσιακές, δηλαδή αγιοπνευματικές αφετηρίες της ζωής της Εκκλησίας και της Θεολογίας της.
Η μεγάλη εν τούτοις πρόκληση για μια τέτοια αλλοτρίωση προέρχεται σήμερα από ένα βασικό μήνυμα της φιλοσοφικής συνισταμένης των θεωρητικών αυτών συστημάτων, της Νέας Εποχής: την απόρριψη και καταπολέμηση του «παλαιού» (παντός παλαιού) για την επικράτηση του «νέου» (παντός νέου), σε
όλα τα επίπεδα και τους τρόπους σκέψεως και ζωής του συγχρόνου ανθρώπου. Εξ άλλου την ουσία και το κύριο νόημα του μηνύματος αυτού της Νέας Εποχής εκπροσωπεί σήμερα η φιλοσοφία της μετανεωτερικότητος, η οποία εφαρμοζομένη στο χώρο της Εκκλησίας και της Θεολογίας της, αξιώνει
τον διαρκή επαναπροσδιορισμό όλων των δομών της παραδόσεώς της «από των πλέον πρακτικών έως των πλέον θεολογικών της αρχών»!
Έτσι ο αγώνας αυτός της Νέας Εποχής κατά του «παλαιού», εντός του χώρου της ζωής της Εκκλησίας, συνεργεί στην προσπάθεια της απορρίψεως, από θεολογικούς νόες της παραδοσιακής αγιοπνευματικής της παρακαταθήκης, ώστε να διακηρύσσεται σήμερα ότι η πατερική παράδοση της Εκκλησίας εξεπλήρωσε πλέον τον προορισμό της στο «παρελθόν» και δεν έχει επομένως να προσφέρει τίποτε το νέο στον αγώνα του συγχρόνου ανθρώπου, για την αντιμετώπιση των μεγάλων και δυσεπιλύτων προβλημάτων της υπάρξεως.
Η προσπάθεια αυτή της απορρίψεως αλλά και της στρεβλώσεως και μεθοδικής παρερμηνείας της πατερικής παραδόσεως και διδασκαλίας αντικατοπτρίζεται σήμερα και φιλοξενείται σε πολλά κείμενα, όχι μόνο ακαδημαϊκών διδασκάλων αλλά και άλλων θεολόγων μη ακαδημαϊκών, φρονούντων όμως και αυτών τα του αντιπαραδοσιακού πνεύματος των εν λόγω κειμένων. Αυτό δε που πρέπει να επισημάνει κάποιος ιδιαίτερα είναι το παραπλανητικό χαρακτηριστικό, που κυριαρχεί στα κείμενα αυτά. η διγλωσσία, η οποία λειτουργεί ως εργαλείο υποκριτικής πίστεως και δήθεν εμμονής στην παρακαταθήκη της ορθοδόξου διδασκαλίας. Πρόκειται για γνωστή πλέον μέθοδο, που ενεργεί τη διαστρέβλωση πατερικών θέσεων και αποφάσεων ακόμη Οικουμενικών Συνόδων, με τη χρήση πατερικού υλικού, οπότε ο απλός αναγνώστης δεν είναι σε θέση να αντιληφθεί το ψευδές και παραπλανητικό των στρεβλώσεων και παρερμηνειών του πατερικού αυτού θησαυρού και παρασύρεται, με τον τρόπο αυτό στην αποδοχή ιδεών και εννοιών, που τον αποπροσανατολίζουν από την αγιοπνευματική γνησιότητα της πίστεως και της ζωής της Εκκλησίας!
Στη συνέχεια του παρόντος κειμένου παρατίθενται κάποια ελάχιστα δείγματα στρεβλώσεως και σκοπίμου παρερμηνείας βασικών θέσεων της πατερικής αλλά και της ευαγγελικής διδασκαλίας της Εκκλησίας, που φιλοξενούν θεολογικά κείμενα, αποδεικτικά μιας βαθειάς πράγματι κρίσεως θεολογικής αυτοσυνειδησίας, προπομπού διαμορφώσεως μιας «νέας» ορθοδοξίας νεοεποχίτικης λογικής, αφυδατωμένης από τον χαρισματικό πλούτο της γνήσιας και θεοφιλούς Ορθοδοξίας.
Έτσι λοιπόν, σήμερα, σύμφωνα με θεμελιώδη καθοριστική αρχή της διαμορφώσεως της διδασκαλίας της νεοποχίτικης ορθοδοξίας. «η αυστηρή (!) λογική δίνει σιγά σιγά τη θέση της σε μια περισσότερο καρδιακή πίστη, μια πίστη που ανέχεται τον πλησίον και δεν εγκλωβίζεται σε ιδεολογικά στεγανά...». Για το λόγο αυτό. «η επιστημονική θεολογική έρευνα», επεκτείνεται σε όλες τις περιοχές της βιβλικής επιστήμης και τα συμπεράσματά της θεωρούνται επιστημονικώς έγκυρα για όλα τα δόγματα, δεδομένου ότι στο χώρο της επιστήμης αυτής, «σήμερα τα ιδεολογικά όρια τείνουν να εκλείψουν». Εξ άλλου σήμερα. «μια ομολογιακή ορθοδοξία είναι μια νεκρή ορθοδοξία»! Στη θέση αυτή συνεπικουρεί και το γεγονός ότι τα δόγματα, για το σύγχρονο άνθρωπο είναι «γρίφοι» που δεν έχουν τίποτε να του ειπούν. «Το κριτήριο που θα διακρίνει τον χριστιανό από τον μη χριστιανό θα είναι πλέον η αγάπη και όχι τα δόγματα»!
Σήμερα η δυνατότητα που έχουμε. «για τον προσδιορισμό της ταυτότητος της Εκκλησίας», «δεν είναι αποτέλεσμα μόνο της θεολογικής επιστήμης ... υπήρξε καρπός της ευτυχούς (!) εξέλιξης στον ευρύτερο χώρο των ανθρωπιστικών επιστημών, και ιδιαίτερα των κοινωνικών επιστημών, και πιο συγκεκριμένα της πολιτιστικής ανθρωπολογίας». Επομένως, ως προς τον προσδιορισμό της ταυτότητος της Εκκλησίας η επιστημονική γενικώς εξέλιξη αποβαίνει ουσιαστικός παράγοντας αυτού του προσδριορισμού, δεδομένου ότι. «Η ταυτότητα και η αποστολή της Εκκλησίας ... δεν βρίσκονται στο παρελθόν, στην ιστορία, στην παράδοση είτε των αποστόλων είτε των πατέρων, αλλά στο μέλλον...»!
Το «παρελθόν» της Εκκλησίας ως καταλυτικός στόχος της νεοεποχίτικης θεολογίας, πλήττεται με ιδιαίτερη έμφαση στη χριστολογική υπόσταση της Εκκλησίας, εφ’ όσον «Η Εκκλησία δεν αντλεί τη ύπαρξη και την υπόστασή της από αυτό που είναι, αλλά από αυτό που θα γίνει- όχι δηλαδή από το παρόν ή από το παρελθόν, από κάποια αυθεντία του παρελθόντος (ακόμη και από το γεγονός Χριστός — !!! ), ή από αυτό που της δόθηκε ως θεσμός, αλλά από το μέλλον, από τα έσχατα»!
Από τη στιγμή που «το γεγονός Χριστός», ως αυθεντία του παρελθόντος, μένει έξω από την υπόσταση και την ταυτότητα της Εκκλησίας, κάθε άλλη δογματική αρχή ή ευαγγελική αλήθεια είναι επίσης εκτεθειμένη στη βασική εκθεμελιωτική των πάντων νεοεποχίτικη αρχή του «διαρκούς επαναπροσδιορισμού» των πάντων, στο χώρο της ζωής της Εκκλησίας. Δεν γνωρίζαμε μέχρι σήμερα ότι όλα μπορούν να επαναπροσδιορίζονται, ακόμη και τα μυστήρια! Πάντως- «Η Θεία Ευχαριστία η οποία βέβαια αυτή και μόνον αυτή καθορίζει ... το είναι και την ταυτότητα της Εκκλησίας ... απαιτεί διαρκή επαναπροσδιορισμό... γιατί αλλιώς κινδυνεύει να καταστεί ψευδές είδωλο της πραγματικότητος που εικονίζει»!!
Αλλά το χριστολογικό δόγμα πλήττεται και ακυρώνεται στην καρδιά του λυτρωτικού έργου του Χριστού, στον σταυρικό του θάνατο. «Ο Χριστός είναι "σωτήρ του κόσμου" όχι γιατί θυσιάστηκε στο Σταυρό εξαλείφοντας μ’ αυτόν τον τρόπο τις αμαρτίες του κόσμου, αλλά γιατί "ανέστη εκ των νεκρών"». Επίσης.  «Η Εκκλησία υφίσταται όχι γιατί ο Χριστός πέθανε πάνω στο Σταυρό, εξαλείφοντας τις αμαρτίες μας, αλλά γιατί αναστήθηκε εκ των νεκρών»!
Εξ άλλου στο πανόραμα των κακοδοξιών, που εντοπίζονται σε θεολογικά κείμενα της εποχής μας και προσφέρονται με τη μέθοδο της διγλωσσίας και δήθεν με τη σφραγίδα της πατερικής θεολογίας, κακοποιούνται δύο θεολογικοί όροι θεμελιακής σημασίας για τη σωτηρία του χριστιανού ανθρώπου. ο όρος αμαρτία και ο όρος ενοχή!
Η παράβαση της εντολής από τους πρωτοπλάστους δεν ήταν αμαρτία αλλά απλώς αστοχία. «Το κακό νοείται πάντοτε ως αστοχία, μια τέτοια αστοχία ήταν και το προπατορικό αμάρτημα». Έπειτα. «Η πατερική θεολογία είδε το προπατορικό αμάρτημα ως αρρώστια και δεν έκανε λόγο για καμμιά κληρονομική ενοχή παρά μονάχα για την κληρονόμηση της φθοράς και του θανάτου». Όμως. «Επηρεασμένος ο άνθρωπος κυρίως από το νομικό πνεύμα και τη δικαιική τάξη, στο εκδηλούμενο κακό, θέλει πάντοτε ν’ αναζητεί ευθύνη και τιμωρία»!
Έτσι οι όροι αμαρτία και ενοχή ακυρώνονται με μια γενική αναφορά στην πατερική θεολογία. Και η μεν αμαρτία έχει βαπτισθεί στην κολυμβήθρα της κρίσεως της θεολογικής αυτοσυνειδησίας ως αστοχία και αποφεύγεται στεγανώς η χρήση της με την ευαγγελική της ταυτότητα, ενώ η ενοχή στιγματίζεται πάντοτε μονομερώς ως αποκλειστικό γέννημα νομικισμού!
Η νοηματική στρέβλωση των δύο βασικών αυτών όρων, της χριστιανικής ανθρωπολογίας και σωτηριολογίας, αφήνει μετέωρη, για τη θεολογική σκέψη, την ευθύνη της τραγωδίας της καθημερινότητος, εφ’ όσον η νεοεποχίτικη αυτή λογική προσκρούει από μόνη της στο αδιέξοδο αυτής της ευθύνης, υψώνουσα κορώνα (!) υπαρξιακής απελπισίας- «... πάρα πολύ οδύνη και κακό υποφέρουμε χωρίς να φταίμε»!
Μια ευρύτατα διαδεδομένη κακοδοξία, που αφορά τη σχέση κτιστού και ακτίστου, φαίνεται να πρυτανεύει σε πολλά θεολογικά πνεύματα. Σύμφωνα με αυτή τη «θεωρία» «Όλα τα δημιουργήματα προήλθαν εκ του μη όντος, δηλαδή εκ του μηδενός, οπότε τείνουν ή προς την τελείωση ή προς το μηδέν». Έτσι όταν το κτιστό δεν ενωθεί με το άκτιστο, μηδενίζεται, επανέρχεται στο μηδέν, στην ανυπαρξία. Αυτή «η καλή αλλοίωση ή η κακή - μηδενιστική αλλοίωση οφείλεται κατά βάση στην τρεπτότητα των όντων. Αυτή καθεαυτή τούτη η τρεπτότητα δεν είναι κακό, επειδή είναι αιτία όχι μόνο της μηδενωτικής αλλοίωσης αλλά και της τελειωτικής».
Προέκταση αυτής της θεωρίας είναι εκείνη η θέση που προβάλλει ως «πατερικό λόγο» το θάνατο της ψυχής! «Η ψυχή κατά τους πατέρες της εκκλησίας μας δεν είναι αθάνατη. Είναι κτιστή... ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα είναι μια μορφή θανάτου της... δίχως το σώμα είναι ελαττωματική, άστεγη, ανάπηρη, σχεδόν παράλογη. Το σώμα είναι η ψυχή της ψυχής και δίχως αυτό είναι ένα είδος πνεύματος, α ghost...»! Η θέση αυτή έχει ήδη αναπτυ­χθεί σε ευρύτερα διαδεδομένη θεωρία, τον «θνητοψυχισμό», ο οποίος διδάσκεται σε γειτονική ορθόδοξη χώρα και προβάλλεται ως επίτευγμα σύγχρονης ελληνικής θεολογικής σκέψεως!
Στη σύγχρονη νεοεποχίτικη θεολογία, η αναφορά στην Αγία Γραφή και στην παράδοση, για την αναζήτηση ερεισμάτων ή μη, στο θέμα της χειροτονίας των γυναικών οδηγεί «σε ερμηνείες φονταμενταλιστικές»! «Η χειροτονία των γυναικών ... αντιμετωπίζεται από τους ορθοδόξους θετικά (εφ’ όσον) μέχρι σήμερα δεν έχουν διατυπωθεί θεολογικά επιχειρήματα που να αποκλείουν την ιερωσύνη των γυναικών». Όμως. «Τα πράγματα χειροτερεύουν, όταν την αδράνεια και την αμηχανία μας προσπαθούμε να τις καλύψουμε καταφεύγοντας στην Γραφή και στην Παράδοση. Τότε εύκολα κατρακυλάμε σε ερμηνείες φονταμενταλιστικές»!
Τέλος το πλέον κραυγαλέο γεγονός, που βεβαιώνει με αναμφισβήτητη πειστικότητα την κρίση της θεολογικής αυτοσυνειδησίας είναι ασφαλώς η δήθεν «επιστημονική» απόδειξη, με δύο διδακτορικές διατριβές, της ορθοδοξίας (!) δύο αντιχαλκηδονίων αιρετικών, του Διοσκόρου και του Σεβήρου. Με ιστορικά και πατερικά δήθεν κριτήρια, οι δύο αυτοί αιρετικοί, οι οποίοι έχουν καταδικασθεί από την Δ’ Οικουμενική Σύνοδο της Χαλκηδόνος, αναβαπτίζονται «επιστημονικώς» ορθόδοξοι! Το βάθος εξ άλλου αλλά και το πλάτος της κρίσεως της θεολογικής αυτοσυνειδησίας εντοπίζεται, στην περίπτωση τούτη, στο γεγονός, ότι η εκπόνηση των δύο αυτών διατριβών, δεν προκάλεσε καμμία, μέχρι σήμερα, αντίδραση από κάποιο αρμόδιο εκκλησιαστικό όργανο (Συνοδική Επιτροπή επί των αιρέσεων) ούτε σχο­λιάσθηκε από κάποιους άλλους ειδικούς, στα δογματικά και ιστορικά θέματα, στον εκκλησιαστικό κυρίως τύπο!
Αλλά η κρίση της θεολογικής αυτοσυνειδησίας δεν μαρτυρείται και δεν αποκαλύπτεται μόνο σε γραπτά θεολογικά κείμενα. Βεβαιώνεται και εκφράζεται προς τα έξω με συμπεριφορές και τρόπους ζωής απορριπτικούς της αυθεντικής ποιότητος του ορθοδόξου βιώματος. Βασικά στοιχεία ή χαρακτηριστικά του βιώματος τούτου, όπως προσευχή, εκκλησιασμός, νηστεία ακόμη και μελέτη πατερικών κειμένων και άλλα, θεωρούνται ως «ευσεβισμός» και κάθε αναφορά στα στοιχεία αυτά γίνεται με έκδηλη περιφρόνηση!
Η βιωματική αυτή προέκταση της κρίσεως της θεολογικής αυτοσυνειδησίας, σε συμπεριφορές και τρόπους ζωής που ακυρώνουν το στοιχειώδες ορθόδοξο ήθος, αποτελεί ασφαλώς φυσιολογική έκφραση της κρίσεως αυτής, δεδομένου ότι στρεβλές «ορθόδοξες» ιδέες δεν μπορούν να παράγουν υγιές ορθόδοξο ήθος. Το γεγονός αυτό επικυρώνουν οι καταλυτικές ερωτήσεις Ιακώβου του αδελφοθέου. «Μήτι η πηγή εκ της αυτής οπής βρύει το γλυκύ και το πικρόν; Μη δύναται, αδελφοί μου συκή ελαίας ποιήσαι ή άμπελος σύκα; Ούτως ουδεμία πηγή αλυκόν και γλυκύ ποιήσαι ύδωρ» (Ιακ. 3,11-12). Με το κύρος της κοινής και αδιάψευστης λογικής βεβαιώνεται ο ομόλογος βιωματικός χαρακτήρας φρονήματος και τρόπου ζωής και ανθρωπίνης συμπεριφοράς! Άλλωστε, εν προκειμένω, ισχύει και το αντίθετο, κατά τον κυριακό λόγο «εκ γαρ του καρπού το δένδρον γινώσκεται» (Ματθ. 12, 33). Ναι. «Όψις (δε) ψυχής τα πάθη συγκρύπτειν ουκ ανέχεται, κατήγορος δε του αδήλου αδέκαστος γίνεται, τω φανερώ συμπτώματι λανθάνουσαν διάθεσιν ελέγχουσα» (Όσ. Νείλος ο Ασκητής, P.G. 79,67).
Και κατά τον Άγ. Μάξιμο τον Ομολογητή, ο Θεός εμφανίζεται σε κάθε άνθρωπο «κατά την υποκειμένην αυτώ περί Θεού δόξαν». Έτσι σ’ αυτούς που βιώνουν θεοφιλώς τον ευαγγελικό λόγο «ως μονάς εμφαίνεται και Τριάς, ίνα την οικείαν ύπαρξιν παραδείξειεν, και τον αυτής τρόπον μυστικώς επιδιδάξειεν». Σ’ εκείνους όμως που δεν πληρούν τον όρο της ευαγγελικής ζωής, ο Θεός εμφανίζεται όχι όπως είναι («ουχ ως εστί») αλλά όπως αυτοί είναι («ως εισί»). Θεολογούντες επομένως οι τελευταίοι αυτοί παράγουν θεολογία υποκειμενική, διδάσκοντες απλώς τον εαυτό τους! (P.G. 90, 364).

ΠΗΓΗ: ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ «ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΗ»
ΜΑΡΤΙΟΣ – ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2004
ΤΕΥΧΟΣ 35


impantokratoros.gr
hristospanagia.blogspot.com

Ένα περιστατικό από τους Κρυπτοχριστιανούς του Σταυρί

Ένα περιστατικό από τους Κρυπτοχριστιανούς του Σταυρί
Περιστατικά κρυπτοχριστιανών
 Εφημ. «Ποντιακή Φωνή» 24-5-1964


Ήταν Μάιος μήνας στα 1867. Το ότι οι κάτοικοι της Κρώμνης φανερώθηκαν ως Ορθόδοξοι Έλληνες και στην ψυχή και στην καρδιά, αυτό έδωσε μεγάλο θάρρος στους Σταυριώτες, κι έλεγαν αναμεταξύ τους. «Αφού ο εκατοχρονίτης Μολλά-Μπεχρέμ' ς πέταξε το σαρίκι κι έβγαλε τον κίτρινο τσουμπέ, γιατί κι εμείς να μην πετάξουμε από πάνω μας τη ντροπή του αρνησίθρησκου;»
       Γι' αυτό οι χωρικοί συγκεντρώθηκαν στο σπίτι του πρωτόπαπα του χωριού, και αφήνοντας κατά μέρος και τα ψέματα, έκαναν την εξής συμφωνία. «Δεν έχει σημασία το ότι οι παπούδες μας αρνήθηκαν το Χριστό μπροστά στους ανθρώπους. Εμείς, κι αν ακόμα μας σφάξουν, είμαστε αποφασισμένοι να κάνουμε όπως έκαναν οι Κρωμέτες. Θα φανερώσουμε την πίστη μας και θα χάσουμε όλα μας τα υπάρχοντα, αρκεί να βγούμε από αυτή την κόλαση». Και αμέσως υπόγραψαν τη συμφωνία και πήραν απόφαση να πάνε στο Κάνι και να ομολογήσουν την πίστη των πατέρων τους μπροστά στο Μουτασερίφη και όλο το Συμβούλιο.
       Και τότε έβλεπες στο Σταυρί ένα θέαμα που να σπαράζη την ανθρώπινη καρδιά. Όλοι αγκάλιαζαν
τις γυναίκες και τα παιδιά τους, έκλαιγαν και τα αποχαιρετούσαν, όχι γιατί φοβούνταν για την απόφαση που έπαιρναν, αλλά για τα βάσανα που θα τους επέβαλε η βάρβαρη κυβέρνηση του τόπου, η οποία ούτε νόμο είχε ούτε πίστη, και η οποία ήταν εξοργισμένη γιατί οι Σταυριώτες πήραν θάρρος από τους Κρωμέτες και από τους Γιαγλί-ντερέδες.
       Αφού πολύ το σκέφτηκαν και το συζήτησαν, πήγαν και λειτουργήθηκαν στην εκκλησία και μετάλαβαν, έκαναν το σταυρό τους και πήραν του Κανί το δρόμο κι ήρθαν μπροστά στο Μουτεσαρίφ, τον Χάμαλην Γιουσούφ πασά, και άφοβα του είπαν την απόφασή τους. Ο Μουτεσαρίφης, έξυπνος άνθρωπος, όταν βρέθηκε μπροστά σε ογδόντα ανθρώπους έτοιμους να πεθάνουν, επροσκάλεσε το Ινταρέ-Μεζλισίν και το Μουφτή της πολιτείας και μπροστά τους προσπάθησε με καλό τρόπο να τους κάνη ν' αλλάξουν γνώμη. Όταν όμως είδε πως είναι αμετάπειστοι, τους φυλάκισε.
       Δυο μέρες έμειναν στη φυλακή πεινασμένοι, διψασμένοι, άυπνοι, και κατόπι τους έβγαλε και τους έστειλε σε καταναγκαστικά έργα. Και έβλεπες τους νέους μάρτυρες του χριστιανισμού να κουβαλούν με τη ράχη τους από μέσα από την πολιτεία μεγάλες πέτρες, κάτω από το μαστίγιο των ζεπτιέδων, και να χτίζουν ντουβάρια στη Ρωμαίισσα, στο τούρκικο νεκροταφείο, άλλους να καθαρίζουν αποχωρητήρια σε δημόσια γραφεία, άλλους να κουβαλούν στα λουτρά τα σκεύη των χανουμισσών, άλλους να καθαρίζουν τα χάνια της πολιτείας από τις ακαθαρσίες των υποζυγίων, άλλους να κάνουν κατώτερες δουλειές, ενώ τους έφτυναν, τους ύβριζαν, τους έσπρω­χναν και τους ράβδιζαν.
       Τί έκαναν οι πρόκριτοι και οι δημογέροντες του Κανί; Η αλήθεια είναι πως δεν κάθισαν με σταυρωμένα χέρια. Ο δεσπότης ο Γερβάσιος Καρνέτης προσκάλεσε σε συνεδρίαση τη Δημογεροντία, που αποτελούνταν από το Χατζή Αναστάση Τσαμουρλή, τον αδελφό του Χατζή Κωνσταντίνο, το Χατζή Κωνσταντίνο Τσαμκιόζη, τον Αναστάση Βαφειάδη, το Γιάννη Τουλούμη, το Χατζή Δημήτρη Μουμτζή, τον Αγαθάγγελο Δημητριάδη. Η Δημογεροντία αποφάσισε και έκρινε καλό να στείλουν πεζοδρόμους στην Τραπεζούντα -γιατί τότε τηλεγραφεία δεν υπήρχαν, και στο ταχυδρομείο τα ελληνικά γράμματα πάντα ανοίγονταν από τους ταχυδρομικούς υπαλλήλους- να δώσουν είδηση στην Αδελφότητα των Αργυροπολιτών και τον εκεί σχολάρχην Γεώργιον Παπαδόπουλον τον Κυριακίδην για τα όσα έγιναν στο Κάνι, και εκείνοι να ειδοποιήσουν τις Πρεσβείες και το Πατριαρχείο και να προλάβουν το κακό.
       Βρήκαν και έστειλαν τέτοια παλληκάρια, και γρήγορους σαΐδες, το Γιάννη του Λουκά και τον Παντελή Ζαμανόπουλο, που σε 15 ώρες έφτασαν από το Γουλάτι στην Τραπεζούντα. Απ' εκεί ο Κυριακίδης έγραψε αμέσως στο Πατριαρχείο και στις Πρεσβείες και έστειλε αναφορά στην Υψηλή Πύλη και πέτυχαν να σταλούν γρήγορα κυβερνητικές διαταγές, να σταματήσουν οι βασανισμοί των Σταυριωτών και να τους αφήσουν να παν στα σπίτια τους.
       Και ύστερα από κάμποσες μέρες, στις 29 Ιουνίου, ελεύθεροι, και χωρίς σαρίκι και τσουμπέ, με χαρούμενο το πρόσωπο και γαληνεμένη την καρδιά, γύρισαν τρεχάτοι στα χωριά τους, πήγαν στις εκκλησίες, άναψαν μεγάλες λαμπάδες, χτύπησαν τις καμπάνες, δόξασαν την Αγία Τριάδα, που οι γονείς τους μπροστά τους την αρνούνταν, και άρχισαν τις χαρές και τις διασκεδάσεις.

Μονάχα οι Κασίμ-ζαντέδες, επειδή είχαν την πόστα της Τραπεζούντας ως το Ερζερούμ, δεν πήραν μέρος ως τον καιρό της Ανταλλαγής, οπότε κρυφά-κρυφά ένα δυο ήρθαν κι εκείνοι στο Ωραιόκαστρο της Θεσσαλονίκης και φανερώθηκαν και δόξασαν το Θεό.



«Ο ΟΣΙΟΣ ΦΙΛΟΘΕΟΣ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥ
Ο ΑΣΚΗΤΗΣ ΚΑΙ ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (1884-1980)»
Τεύχος 3. ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ-ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2001. Θεσ/νίκη
Έκδοσις: «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»

Τετάρτη 29 Ιανουαρίου 2014

Περί ἱεροκατηγορίας (ἱεροῦ Χρυσοστόμου) Περί τῆς σπουδαιότητος τῆς ἱερωσύνης καί τοῦ πρός τούς ἱερεῖς ὀφειλομένου σεβασμοῦ

Περί ἱεροκατηγορίας (ἱεροῦ Χρυσοστόμου) Περί τῆς σπουδαιότητος τῆς ἱερωσύνης καί τοῦ πρός τούς ἱερεῖς ὀφειλομένου σεβασμοῦ

Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος
Αναγινώσκω ότι πάσαν την κρίσιν έδωκεν ο Πατήρ τω Υιώ (Ιωάν. Ε' 22). Βλέπω δε εξ άλλου ότι ο Υιός την κρίσιν ταύτην ενεχείρισεν ολόκληρον εις τους ιερείς... Χωρίς ιερωσύνην, ούτε την ψυχικήν μας σωτηρίαν δυνάμεθα να κατορθώσωμεν, ούτε τα αιώνια αγαθά να αποκτήσωμεν! Δεν ελέχθη ότι κανείς δεν ημπορεί να εισέλθη εις την βασιλείαν των Ουρανών, εάν δεν αναγεννηθή με το βάπτισμα του ύδατος και του πνεύματος; (Ιωάν. Γ' 5). Δεν εγράφη ότι εκείνος, όστις δεν ήθελε τρώγει την σάρκα του Κυρίου και δεν ήθελε πίνει το αίμα του, χάνει την αιώνιον ζωήν; (Ιωάν, ΣΤ' 54). Αλλά και τα δύο αυτά, το μυστήριον του αγίου βαπτίσματος και το μυστήριον της θείας κοινωνίας δεν ημπορούν να τελεσθούν παρά μόνον με τα χέρια του ιερέως, πως, λοιπόν, χωρίς αυτά θα ημπορέση κανείς ν' αποφύγη την κόλασιν ή να λάβη τους προωρισμένους δια την τήρησιν των θείων εντολών στεφάνους; Αυτοί οι Ιερείς είναι εκείνοι, οι οποίοι επιστατούν εις τον πνευματικόν μας τοκετόν δια του βαπτίσματος. Δι' αυτών - των ιερέων - , με τας τρεις καταδύσεις και τας τρεις αναδύσεις, ενδυόμεθα τον Χριστόν και γινόμεθα μέλη της Εκκλησίας, η οποία Εκείνον έχει κεφαλήν. Οι Ιερείς, λοιπόν, ευλόγως πρέπει να μας είναι σεβαστότεροι από κάθε άλλον άρχοντα και τιμιώτεροι και άπ' αυτούς τους γονείς μας, διότι αυτοί μεν μας εγέννησαν σωματικώς, εις δε τους ιερείς οφείλομεν την γέννησίν μας εκ του Θεού και την δια της θείας χάριτος υιοθεσίαν.Οι Ιερείς των Ιουδαίων είχον την εξουσίαν να θεραπεύουν την λέπραν του σώματος, ή, ακριβέστερον, να πιστοποιούν μόνον την θεραπείαν αυτήν. Και όμως γνωρίζομεν πόσον ζηλευτόν και τιμημένον ήτο το αξίωμά των! Οι ιδικοί μας ιερείς έλαβον εξουσίαν όχι δια λέπραν σώματος, αλλά δια λέπραν ψυχής! Και όχι απλώς να εξετάζουν αν έγινε η θεραπεία, αλλά να ενεργούν αυτοί ό,τι χρειάζεται δια την πλήρη θεραπείαν! Ώστε εκείνοι, οι οποίοι ήθελον τους καταφρονεί, είναι κατά πολύ μιαρώτεροι και ανοσιώτεροι από τον Δαθάν και τους συντρόφους του (Αριθμ. ΙΣΤ') και άξιοι μεγαλυτέρας τιμωρίας. Και το λέγω καθαρά. Δεν γνωρίζω τίποτα αθλιώτερον από ψυχήν, η οποία αρνείται τιμήν προς τους Ιερείς. Η ψυχή αύτη είναι γεμάτη από οίστρον δαιμονικόν.

Διατί οφείλομεν να τιμώμεν τους ιερείς, να πειθαρχώμεν εις αυτούς και να μη τους κακολογώμεν.
(Εκ της 86ης ομιλίας του εις το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον)


Οφείλομεν να περιβάλλωμεν με πολλήν τιμήν τους λειτουργούς της χάριτος του αγίου Πνεύματος. Διότι μέγα είναι το αξίωμα των Ιερέων. Το φανερώνει και μόνος ο λόγος του Χριστού, αν τίνων αφήτε τας αμαρτίας, αφίενται αυτοίς (Ιωάν. Κ' 23). Δια αυτό και ο Παύλος λέγει: πείθεσθε τοις ηγουμένοις υμών και υπείκετε (Εβρ. ΙΕ' 17). Εννοεί με αυτό ότι η τιμή μας προς τους ιερείς πρέπει να είναι πλήρης, ότι οφείλομεν προς αυτούς όχι σεβασμόν μόνον, αλλά και πειθαρχίαν και ύπακοήν. Διότι συ μεν έχεις να μεριμνήσης μόνον δια την ιδικήν σου ψυχικήν σωτηρίαν. Διέθεσες καλώς τα κατ' αυτήν; Σου είναι αρκετόν. Δια τον ιερέα όμως το πράγμα είναι πολύ διαφορετικόν. Δεν φθάνει να φροντίση δια τον εαυτόν του˙ οφείλει να μεριμνήση επιμελώς και δια την ψυχήν την ιδικήν σου. Και αν δεν ήθελε να το κάμη, πηγαίνει εις την κόλασιν μαζί με τους πονηρούς, όχι δια τα ιδικά του, τα προσωπικά του αμαρτήματα, αλλά δια τα αμαρτήματα του ποιμνίου του, καθ' ην περίπτωσιν δεν έκαμεν ό,τι εξ αυτού εξηρτάτο, δια να το κατάρτιση καλώς˙ ένας επί πλέον λόγος, όχι μόνον δια να σέβεσθε τον Ιερέα, αλλά και δια να τον περιβάλλετε με πολλήν αγάπην και με μεγάλην συμπάθειαν. Αυτό ηθέλησε να διδάξη και ο Παύλος, όταν έλεγεν ότι οφείλετε να πείθεσθε και να υπακούετε εις τους εν τη Εκκλησία ηγουμένους, διότι αυτοί αγρυπνούσιν υπέρ των ψυχών υμών και όχι αγρυπνούν απλώς, άλλ' ως λόγον αποδώσοντες (Εβρ. ΙΓ' 17). Ιδού, διατί πρέπει να φέρεσθε προς τους Ιερείς με πολύν σεβασμόν και πολλήν εύνοιαν.



Όταν τιμώμεν και όταν περιφρονώμεν τους ιερείς.

Οφείλετε ακόμη να έχετε ύπ' όψιν σας ότι η κακή συμπεριφορά των ενοριτών προς τον Ιερέα των δύναται να επιφέρη πολλήν ψυχικήν και εκκλησιαστικήν ζημίαν. Ας λάβωμε το παράδειγμα από τον κυβερνήτην του πλοίου. Του αναγνωρίζουν οι επιβάται το αξίωμα και την αρχήν του και του αποδίδουν την οφειλομένην τιμήν και υπακοήν; Κυβερνά τότε με την απαιτουμένην επιστασίαν και καταβάλλει κάθε προσπάθειαν δια την ασφάλειαν του πλοίου και των επιβατών. Εάν όμως τον στενοχωρούν και τον ταράττουν με την εναντίον του κακολογίαν των, και αν ήθελαν τον παρακούει και τον περιφρονεί, τότε, χάνει και την αντοχήν του και την τέχνην του και, χωρίς να το θέλη, τους εκθέτει εις μυρίους κινδύνους.Ομοίως συμβαίνει και με τους ιερείς. Εάν τους τιμάτε, θα ημπορέσουν να βοηθήσουν εις την ψυχικήν σας ασφάλειαν. Αν όμως, με την περιφρονητικήν προς αυτούς διαγωγήν σας και την καταλαλιάν σας, τους κάμνετε να αθυμούν, θα παραλύσετε την προθυμίαν των και θα επιφέρετε το ψυχικόν σας ναυάγιον.


Ας κάμωμεν προς τον ιερέα ό,τι και προς τον κοσμικόν άρχοντα. 


Δεν βλέπετε τι γίνεται εις τους κοσμικούς άρχοντας; Ακόμη και εκείνοι, οι οποίοι, υπό πολλάς επόψεις, είναι καλύτεροί των, φέρονται προς αυτούς με πειθαρχίαν και υπακοήν και ανεξαρτήτως της προσωπικής αξίας των από σεβασμόν προς το αξίωμά των και προς το Κράτος, το οποίον αντιπροσωπεύουν. Πως, λοιπόν, προκειμένου περί ιερέως, οποίος είναι ο επιτετραμμένος του Θεού, όχι μόνον δεν τον σεβόμεθα και δεν τον ευλαβούμεθα, αλλά και τον καταφρονούμεν και τον κακολογούμεν, μερικοί δε και τον λούομεν με μυρίας ύβρεις; Πως, ενώ εμποδιζόμεθα από τον Χριστον να κρίνωμεν τους λαϊκούς, ακονίζομεν την γλώσσαν μας εις βάρος του ιερατείου; Πως δε θα δικαιολογηθώμεν δια την διαγωγήν μας αυτήν, όταν τα μεν τόσα ιδικά μας αμαρτήματα παρατρέχωμεν, σχολιάζωμεν δε πικρά το παραμικρόν αμάρτημα του άλλου; Δεν ηξεύρεις ότι με αυτό το κριτήριον, το τόσον εγωϊστικόν, το τόσον άνισον, το τόσον μισάδελφον, χειροτερεύεις ενώπιον του υπέρτατου Κριτού την ιδικήν σου θέσιν;



Δι' όσους επικρίνουν τους ιερείς και δι' όσους τους σέβονται.

Μ' αυτά, τα όποια λέγω, δεν επιδοκιμάζω εκείνους, οι οποίοι διαχειρίζονται αναξίως την ιερωσύνην των, άπ' εναντίας, τους οικτείρω πολύ και τους κλαίω. Άλλ' όμως δεν θεωρώ δίκαιον να τους κρίνουν και να τους κατακρίνουν οι αποτελούντες το ποίμνιόν των, όπως το κάμνουν δυστυχώς τόσοι, ακόμη και οι περισσότερον απαίδευτοι και αμόρφωτοι και, επομένως, και ολιγώτερον κατάλληλοι εις το να κρίνουν τους άλλους. Δι' όλα, λοιπόν, αυτά και τον Θεόν ας φοβούμεθα και προς τους ιερείς ας δεικνύωμεν όλην την πρέπουσαν ευλάβειαν και τιμήν. Ο Θεός, τότε, θα μας ανταμείψη πλουσίως και δια τας ιδιαιτέρας αρετάς μας και δια τον σεβασμόν, με τον οποίον συμπεριεφέρθημεν προς τους πνευματικούς μας πατέρας.


Περί του μεγίστου κακού, το οποίον φέρουν αι κακολογίαι κατά των ιερέων και αι κοσμικοί επεμβάσεις εις την διοίκησιν της Εκκλησίας.
(Εκ του Β' λόγου εις Ακύλαν και Πρίσκιλλαν)


Ο Παύλος, δια να παραστήση πόση ήτο η προς αυτόν αγάπη και αφοσίωσις των χριστιανών της εκκλησίας της Γαλατίας, έγραφε: μαρτυρώ γαρ υμίν ότι, ει δυνατόν, τους οφθαλμούς υμών εξορύξαντες αν εδώκατέ μοι (Γαλ. Β' 30). Ποίοι θα ημπορούσαν να γίνουν περισσότερον μακάριοι από εκείνους, ποίοι δε περισσότερον άθλιοι από μερικούς σημερινούς χριστιανούς; Διότι εκείνοι μεν θα έδιδαν, αν ήτο ανάγκη, χάριν του διδασκάλου των, ό,τι πολυτιμότερον είχαν, τους οφθαλμούς των αυτούς, το αίμα των, την ζωήν των, ούτοι δε ουδέ με λόγον φροντίζουν να δείξουν ενδιαφέρον δια τους πνευματικούς των πατέρας, άλλ' ενώ ακούουν να υβρίζωνται οι ιερείς και να τους κακολογούν ο ένας και ο άλλος, δεν τους εμποδίζουν, δεν τους αποστομώνουν, δεν κάμνουν καμμίαν παρατήρησιν!


Η καταλαλιά κατά των ιερέων μεγίστη πληγή της Εκκλησίας.

Και είθε εις την μεγάλην αυτήν αμαρτίαν να μη ήσαν ένοχοι και άνθρωποι, οι όποιοι κάμνουν τον ευσεβή! Δυστυχώς, περισσότερον ενίοτε και άπ' αυτούς τους απίστους κακολογούν και ονειδίζουν τους ιερείς χριστιανοί εξ εκείνων, οι οποίοι λέγουν ότι ενδιαφέρονται δια την Εκκλησίαν και εμφανίζονται ως πιστοί. Και όμως τίποτε δεν ημπορεί τόσον να διαφθείρη και να κατάλυση μίαν Εκκλησίαν, με περισσήν μάλιστα ευκολίαν, όσον το να λείπη εις αυτήν ο στενός σύνδεσμος των μαθητών με τους διδασκάλους, των τέκνων με τους πατέρας, των αρχομένων με τους άρχοντας, του ποιμνίου με τους ποιμένας. Ο κακολογών τους ιερείς ανάξιος να εισέλθει εις τον ναόν.Και αν μεν κακολογήση κανείς τον αδελφόν του, κρίνεται ανάξιος και ν' αναγινώσκη τας Αγίας Γραφάς. Ίνα τι αναλαμβάνεις την διαθήκην μου δια στόματός σου; λέγει ο Θεός (Ψαλμ. ΜΘ' 16)• έπειτα, δηλώνων δια τι η τοιαύτη απαγόρευσις, προσθέτει, καθήμενος κατά του αδελφού σου κατελάλεις (Αυτόθι 20). Πως, λοιπόν, όταν καταλαλής τον πνευματικόν πατέρα σου, πως θεωρείς τον εαυτόν σου άξιον να πατήση εις τα ιερά πρόθυρα του ναού; Πως τολμείς να νομίζης ότι σου είναι το τοιούτο συγχωρημένον; Όσοι κακολογούν τον πατέρα των ή την μητέρα των θεωρούνται από την Γραφήν άξιοι μεγίστης τιμωρίας. Ποία, λοιπόν, ποινή δεν θα έπρεπε να επιβληθή κατ' εκείνου, ο οποίος κακολογεί τον Ιερέα; Δεν φοβείσαι μήπως άνοιξη η γη και σε καταπίη ή κεραυνός πέση άνωθεν και σε κατακαύση; Δια τους λαϊκούς τους κρίνοντας τους ιερείς και επεμβαίνοντας εις την διοίκησιν της Εκκλησίας. Δι' αυτό παρακαλώ και συμβουλεύω να λείψη η πονηρά αυτή συνήθεια. Δια να μάθης δε καλά ότι, και αν ακόμη περιπίπτουν εις αμαρτήματα οι ιερείς, συ δεν δικαιολογείσαι να γίνεσαι παρήκοος, άκουσε τι λέγει δια τους συγχρόνους του άρχοντας των Ιουδαίων ο Χριστός Επί της Μωσέως καθέδρας εκάθησαν οι γραμματείς και οι φαρισαίοι πάντα ουν, όσα αν λέγωσιν υμίν ποιείν, ποιείτε˙ κατά δε τα έργα αυτών μη ποιείτε (Ματθ. ΚΓ' 23). Και όμως τι ημπορούσε να είναι χειρότερον από εκείνους, των οποίων τα πάθη διέστρεφαν τους μαθητάς των; Αλλά και πάλιν δεν ηθέλησε να εκμηδένιση το κύρος των και να συστήση εις τον λαόν να παρακούη. Και πολύ σωστά. Διότι, αν οι λαϊκοί ήθελαν λάβη τοιαύτην εξουσίαν, θα τους εβλέπατε να καταληφθούν από την μανίαν να καθαιρούν και να εκβάλλουν τους ιερείς από το άγιον βήμα....Όχι, δεν είναι επιτετραμμένον εις τους λαϊκούς, οφείλοντας υποταγήν, να εμφανίζωνται επικριταί των Ιερέων και να αξιούν ότι αυτοί είναι αρμόδιοι να διορθώσουν την Εκκλησίαν. Διότι, εάν ο ένας και ο άλλος, με πρόφασιν να διορθώσουν τα κακώς κείμενα, έκαμνον επέμβασιν εις τα Ιερατικά δικαιώματα, ούτε πρόφασις επεμβάσεως θα λείψη ποτέ, ούτε θα γνωρίζωμεν ποίοι είναι εις την Εκκλησίαν οι άρχοντες και ποίοι οι αρχόμενοι, αλλά θα επήρχετο γενικόν ανακάτευμα και θαλάσσωμα.



Οι δήθεν ευσεβούντες κατήγοροι των ιερέων άθλιοι υποκριταί. 

Είναι, δυστυχώς, βέβαιον ότι πολλοί λαϊκοί αγαπούν να παραμεγαλώνουν μικρά σφάλματα, εις τα οποία ημπορεί να περιπέση και ο ιερεύς, ως άνθρωπος και αυτός, δεν λείπουν δε και οι πρόθυμοι συκοφάνται και διαβολείς των ιερέων. Συ όμως θέλεις να είσαι πράγματι ευσεβής; Φυλάξου από το να ύβρίζης και κακολογής τους ιερείς, έστω και αν ήθελε να είναι ελαττωματικοί εις το ποιμαντικόν και διδακτικόν των έργον. Διότι, εάν δια τον σωματικόν γονέα λέγει ένας σοφός καν απολίπη σύνεσιν, συγγνώμην έχε (Σοφίας Σειράχ Γ' 15), ήτοι, και αν καταντήση ανόητος, συ οφείλεις να τον συγχωρής, πολύ περισσότερον χρεωστούμεν να φυλάττωμεν τον νόμον αυτόν, προκειμένου δια τους πνευματικούς γονείς μας. Θα το φυλάττωμεν δε, εάν δεν κρίνωμεν τους ιερείς, αλλά κρίνωμεν τον εαυτόν μας, δια να μη ακούσωμεν κατ' εκείνην την ημέραν, υποκριτά, τι βλέπεις το κάρφος το εν τω οφθαλμώ του αδελφού σου, την δε εν τω σω οφθαλμώ ου κατανοείς δοκόν; (Ματθ. Ζ' 3). Ενοχλείσαι, διότι σε είπα υποκριτήν; Και όμως οφείλεις να το αναγνώρισης˙ Υποκριτής είσαι, όταν εις μεν τον ναόν φιλείς το χέρι του ιερέως και γονατίζεις εμπρός του και επιζητής τας προς τον Θεόν ευχάς του και, όταν χρειάζεσαι βάπτισιν, τρέχεις και τον αναζητείς, εις το σπίτι σου δε και εις τας διαφόρους συναναστροφάς σου τον λούεις με ύβρεις ή ανέχεσαι να κακολογούν και να καταλαλούν άλλοι τους περιβεβλημένους το ιερατικόν αξίωμα!


Η μεγαλύτερα βλάβη της Εκκλησίας. 


Τίποτε δεν βλάπτει τόσον τας Εκκλησίας, όσον το νόσημα αυτό. Και όπως σώμα, του οποίου τα νεύρα είναι άτακτα, γεννά πολλάς ασθενείας και κάμνει αβίωτον τον βίον, τοιουτοτρόπως και μία Εκκλησία, όταν της λείπη η αρμονία και η τάξις και η αγάπη, περιπίπτει εις διχόνοιας και εσωτερικούς πολέμους και αυξάνει την οργήν του Θεού και εκτίθεται εις πολλούς πειρασμούς.


Προς αποφυγήν αυτών των κακών.

Δια να μη συμβαίνουν, λοιπόν, αυτά και δια να μη κινούμεν εναντίον μας την θείαν οργήν προς περισσοτέραν δυστυχίαν μας και αναπόφευκτον κόλασίν μας και δια να μη κάμνωμεν άχαριν και αηδή την ζωήν μας, ας αλλάξωμεν διαγωγήν. Αντί να κακολογή η γλώσσα μας τον πλησίον μας και να κρίνη και να λοιδορή τους ιερείς, ας την κάμωμεν εγκρατή και σεμνολόγον, ας αφήσωμεν να κρίνη τους άλλους ο παντογνώστης και δικαιοκρίτης Θεός και ας γίνωμεν κριταί μόνον δια τα ιδικά μας αμαρτήματα.
Αυτό είναι το δίκαιον και το εύλογον, αλλά και με τον τρόπον αυτόν θ' αποφύγωμεν την αιώνιον τιμωρίαν. Διότι, όπως, όσοι πολυπραγμονούν δια τα ξένα αμαρτήματα, παραμελούν εντελώς τα ιδικά των, τοιουτοτρόπως, όσοι δεν εξοδεύουν τον καιρόν των εις το να παρατηρούν και να κρίνουν τους άλλους, αφιερώνουν τον χρόνον των και την προσπάθειάν των εις την εξέτασιν και διόρθωσιν των ιδικών των πλημμελημάτων. Και πρέπει να σας είπω ότι εκείνοι, οι οποίοι προσέχουν εις τα ιδικά των σφάλματα και υποβάλλουν εις δίκην τον εαυτόν των, θα έχουν, κατά την μεγάλην Κρίσιν, ευνοϊκόν τον Δικαστήν. Αυτό ηθέλησε να δήλωση και ο Παύλος όταν έλεγεν: Ει γαρ εαυτούς εκρίνομεν, ουκ αν εκρινόμεθα υπό του Κυρίου (Α' Κορινθ. ΙΑ' 31).



Περί κακολογίας και κακολόγων.
(Εκ της Γ' ομιλίας του προς τον λαόν της Αντιοχείας και της ΚΓ' εις το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον)

Ας νηστεύη και το στόμα από λόγια αισχρά και από κακολογίας. Διότι ποίον το όφελος, εάν απέχωμεν μεν από ψάρια και κρέατα κατά τας νηστευσίμους ημέρας, δαγκάνω μεν δε και κατατρώγωμεν τους αδελφούς μας; Όποιος κατακρίνει και κακολογεί, αδελφικά κρέατα τρώγει, την σάρκα του πλησίον του δαγκάνει. Δια αυτό και ο Παύλος λέγει: Ει δε αλλήλους δάκνετε και κατεσθίετε, βλέπετε μη ύπ' αλλήλων αναλωθήτε (Γαλ. Ε' 15). Θα είπης ότι δεν έχωσες τα δόντια σου εις την σάρκα του άλλου; Έχωσες όμως την μαχαιροειδή γλώσσαν σου εις την ψυχήν του και με την κατάκρισίν σου επλήγωσες την υπόληψιν του πλησίον σου! Τι εκέρδισες μ' αυτό; Έγινες εγκληματίας, άξιος δίκης και τιμωρίας!


Δια τους ζητούντας να δικαιολογήσουν τας κατακρίσεις των. 


Και μη ζήτησης να δικαιολογηθής με το ότι: θα κατέκρινα, αν έλεγα ψεύματα. Εγώ όμως λέγω αληθινά, ώστε δεν κατακρίνω. Και εάν, αληθινά, κατακρίνης, και πάλιν εγκληματείς. Διότι και ο φαρισαίος ηλήθευεν, όταν κατέκρινε τον τελώνην, αλλά αυτό δεν τον ωφέλησε διόλου! Δια την κακολογίαν του έχασε και κάθε αξιομισθίαν του! Ενδιαφέρεσαι πράγματι δια τον πλησίον σου; Λυπήσου τον ειλικρινώς, προσευχήσου υπέρ αυτού προς τον Θεόν, πήγαινε και εύρε τον κατ' ιδίαν και συμβούλευσέ τον και παρακάλεσε τον να φροντίση δια την διόρθωσίν του. Ημάρτησεν ο αδελφός σου; Δείξε του αγάπην, πείσε τον ότι ομιλείς δια το αμάρτημα του από αδελφικόν ενδιαφέρον, όχι δια να τον θεατρίσης και δείξε του με κάθε τρόπον την προς αυτόν στοργήν σου, αν, αληθινά, επιθυμής να τον ιατρεύσης. Τοιουτοτρόπως κάμνουν πολλές φορές και οι ιατροί. Χαϊδεύουν τους άρρωστους, όταν είναι δύστροποι, και τους πείθουν με τας παρακλήσεις των και τας στοργικάς προτροπάς των να δεχθούν το ευεργετικόν φάρμακον. Όμοια κάμε και συ. Αντί να κατακρίνης, δια να πληγώνης, πείσε τον αμαρτήσαντα να δείξη την πληγήν του προς τον θεραπευτήν ιερέα. Τοιουτοτρόπως κάμνει όποιος ενδιαφέρεται δια τον άλλον και προνοεί και φροντίζει δι' αυτόν.


Όταν κακολογούν άλλοι.


Δεν κακολογείς όμως εσύ. Είσαι αξιέπαινος, άλλ' αυτό μόνον δεν αρκεί, οφείλεις ακόμη, όταν, επί παρουσία σου, κακολογούν άλλοι, να φράσσης τας ακοάς σου και να μιμήσαι τον προφήτην, ο οποίος λέγει, τον καταλαλούντα λάθρα τον πλησίον αυτού, τούτον κατεδίωκον (Ψαλμ. Ρ' 5). Ημπορείς να είπης προς τον κακολόγον έχεις να επαινέσης και να εγκωμιάσης; Ανοίγω τα αυτιά μου, δια να δεχθώ τα μύρα, αν όμως θέλης να κακολογήσης, τα κλείω, δια να μη δεχθούν κόπρον και βόρβορον. Τι θα κερδίσω με το να μάθω ότι έκαμε πονηρά ο δείνα; Ημπορείς, ακόμη, να του ειπής, ας φροντίσωμεν δια τα ιδικά μας, πως δηλαδή ν' αποφύγωμεν τας μεγάλας ευθύνας των ιδικών μας αμαρτημάτων, και ας χρησιμοποιώμεν τον καιρόν μας εις εξέτασιν της ιδικής μας ζωής. Διότι τι θα απολογηθώμεν και πως θα συγχωρηθώμεν, όταν τα μεν ιδικά μας αμαρτήματα ούτε λογαριάζωμεν διόλου, λεπτολογούμεν όμως τόσον δια τα ξένα; Όπως είναι αίσχρόν να παρακύπτη ο διαβάτης μέσα εις τα ξένα σπίτια και να κρυφοκοιτάζη, τοιουτοτρόπως, και όποιος περιεργάζεται τι κάμνει ο ένας και ό άλλος, φανερώνει ότι του λείπει η καλή ανατροφή.



Μετά την προδοσίαν η δήθεν προστασία.

Να είπωμεν και το γελοίον εκείνο; Πολλές φορές, ο κακολόγος, αφού εδυσφήμησε τον άλλον με παντοίας αποκαλύψεις και διαβολάς, εις το τέλος, παρακαλεί τους ακροατάς του και τους εξορκίζει να μη ειπούν τίποτε εις κανένα! Ερωτώ τον έντιμον αυτόν σπερμολόγον αντί να παρακαλής να κρατηθούν μυστικαί αι κακολογίαι σου, δεν ήτο προτιμότερον να μη τας ειπής διόλου; Τι δε θέλεις τώρα ν' αποδείξεις; Ότι ενδιαφέρεσαι δια την υπόληψιν του θύματος σου; Υποκριτά! Τον επρόδωκες πρώτον και κατόπιν θέλεις τάχα να τον προστατεύσης!


Ήκουσες κακολογίαν; θάψε την.


Μερικοί ευρίσκουν ότι το κακολογείν είναι γλυκύ. Αληθινά, γλυκύ είναι το ν' αποφεύγωμεν κάθε κακολογίαν. Ο κακολόγος υποπτεύεται πάντοτε και φοβείται ότι, αν ήθελον γίνει γνωσταί αι κακολογίαι του, θ' ακούση και αυτός χειρότερα και θα εκτεθή, ίσως, και εις άλλους κινδύνους,ενώ, όποιος έχει εγκρατή γλώσσαν και κανένα δεν εκακολόγησε και εναντίον κανενός δεν εσπερμολόγησεν, ούτε τίποτε εψιθύρισεν, αυτός θα έχη την ευχαρίστησιν, την οποίαν θα του δίδη η συναίσθησις ότι και αξιοπρεπώς εφέρθη και κανείς δεν θα τον εκδικηθή, αφού δεν εκέντησε κανένα. Δι' αυτό σε συμβουλεύει ο σοφός της Γραφής, ήκουσες λόγον; εν αποθανέτω σοι (Εκκλησ. ΙΘ' 10). Ήκουσες, λέγει, κακόν λόγον δια κανένα; Θάψε τον εντός σου. Οφείλεις μάλιστα και να φεύγης, όπου αρχίσουν να επικρίνουν και να κατακρίνουν και να κακολογούν! Αν όμως συνέβη να γίνη ποτέ κακολογία επί παρουσία σου, χώσε την εις τα κατάβαθα της ψυχής σου, σύμπνιξέ την, λησμόνησέ την, δια να μη γίνης όμοιος προς εκείνους, οι οποίοι μεταδίδουν τας σπερμολογίας και τας διαβολάς, και δια να μην εκτεθής εις τας ανησυχίας και τους κινδύνους, οι οποίοι, πολλές φορές, ευρίσκουν τους κακολόγους!


Δια την διόρθωσιν των καταλάλων. 


Ας φιλοτιμηθώμεν δε και να γίνωμεν παιδαγωγοί των καταλάλων. Εάν ηθέλαμεν τους κάμει να αντιληφθούν ότι το καταλαλείν κινεί την αποστροφήν και ότι χάνουν εις την εκτίμησίν μας αυτοί και όχι εκείνοι, οι οποίοι καταλαλούνται, ποίος ηξεύρει αν δεν έλθουν εις συναίσθησιν και δεν παύσουν την πονηράν αυτήν συνήθειαν και γίνωμεν, τοιουτοτρόπως, σωτήρες των και ευεργέται των;



Άθλιαι συνέπειαι της κακολογίας. 

Επαναλαμβάνω δε και πάλιν ότι, όπως ο καλός λόγος και ο έπαινος είναι αρχή φιλίας, τοιουτοτρόπως η κακολογία και η διαβολή φέρει έχθρας και μίση και γίνεται αιτία μυρίων κακών εις τας ανθρωπίνους κοινωνίας. Ότι προ πάντων μας κάμνει να αμελώμεν την ιδικήν μας διόρθωσιν, είναι αυτή η μανία του να πολυενασχολούμεθα με τα ξένα! Διότι αδύνατον είναι πολυπερίεργος και κακολόγος άνθρωπος να επιμεληθή ποτέ τον εαυτόν του. Απορροφημένος εξ ολοκλήρου από το να μανθάνη και να κρίνη τα των άλλων, θ' αφήση, κατ' ανάγκην, τα ιδικά του αφρόντιστα και αμελημένα. Και ερωτώ, όταν διαρκώς φροντίζης, δια να πληροφορήσαι και ομιλής δια τα ξένα σφάλματα και παραπατήματα, πότε θα φροντίζης δια τα ιδικά σου; Δυστυχώς, πολλοί δεν προσέχουν διόλου εις το Ευαγγελικόν: Μη κρίνετε, ίνα μη κριθήτε (Ματθ. Ζ' 1). Όχι μόνον κρίνουν, αλλά και γίνονται πικροί κριταί, ακόμη, και δια πράγματα, προς τα οποία ώφειλαν να είναι παραβλεπτικοί, αφού μάλιστα, αν επρόσεχαν εις τον εαυτόν των, θα εύρισκαν ότι αυτοί περιπίπτουν εις μεγαλύτερα σφάλματα! Η μανία της κατακρίσεως προχωρεί και μέχρι του μοναχού! Λαϊκοί, οι οποίοι ζουν άσωτα ή διαπράττουν μυρίας άρπαγας και πλεονεξίας καθ' εκάστην, κακολογούν τον μοναχόν, ο οποίος έχει κάποια βιωτικά μέσα και ενδύεται με κάποιαν ευπρέπειαν. Και σκανδαλίζονται οι σεμνότατοι άνθρωποι, εάν ένας καλόγηρος ήθελεν εξέλθει ενίοτε από την πολύ αυστηράν δίαιταν, να τον καταγγέλλουν ως επικούρειον, ενώ οι ίδιοι γαστριμαργούν και πίνουν ή και μεθύουν και κραιπαλούν συχνά! Δεν λαμβάνουν υπ' όψιν των ότι, τοιουτοτρόπως, επιβαρύνουν τρομερά τα αμαρτήματά των και στερούν τον εαυτόν των από κάθε απολογίαν! Ύστερον από την τοιαύτην διαγωγήν σου, πως θα ζήτησης από τον Θεόν να μη σε κρίνη αυστηρά; Εάν θέλης επιεική κρίσιν δια τον εαυτόν σου, διατί, τότε, συ κρίνεις τόσον πικρά τον πλησίον σου και είσαι τόσο ανηλεής δια τον ιερέα και δεν εννοείς να παράβλεψης ουδέ τα ελάχιστα σφάλματα του; Θα κριθής, λοιπόν, με τα ίδια σου μέτρα και δεν θα δύνασαι να παραπονεθής ότι σου ζητούνται βαρείαι ευθύναι! Ο Χριστός σου το φωνάζει. Διατί δεν τον ακούεις; ω μέτρω μετρείτε, αντιμετρηθήσεται υμίν (Ματθ. Ζ' 1). Υποκριτής ο καταλαλών. Το ιδικόν του δοκάρι. Άκουσε και το άλλο τούτο: Υποκριτά (Ματθ. Ζ' 5). Διατί η κραυγή αυτή του Ιησού εναντίον του καταλάλου; Διατί ο χαρακτηρισμός του ως υποκριτού; Διότι, όσον και αν προσπαθούμεν να παραστήσωμεν ότι κρίνομεν και κατακρίνομεν από ενδιαφέρον μας προς τον πταίστην ή από ενδιαφέρον μας προς την κοινωνίαν, η αλήθεια είναι διαφορετική. Υπό τα προσχήματα, τα οποία προβάλλομεν, κρύπτομεν χυδαία πάθη. Και δια τούτο τους καταλάλους υποκριτάς τους ωνόμασεν ο Χριστός. Και ο έλεγχός του εξακολουθεί. Έκβαλε πρώτον την δοκόν εκ του οφθαλμού σου. Πολύ σωστά. Αφού δεν ανέχεσαι εις τους άλλους ουδέ τα μικρά σφάλματα, αλλά τους κρίνεις, πολλές φορές, και δια τιποτένια πράγματα, διατί επιτρέπεις εις τον εαυτόν σου τα πολύ μεγαλύτερα και βαρύτερα; Αφού ενδιαφέρεσαι δια τους άλλους και δια αυτό τους κρίνεις, ως βεβαιώνεις, διατί δεν κατακρίνεις πρωτίστως τον εαυτόν σου; Αφού καταγίνεσαι με τα ξένα αμαρτήματα, τα οποία δεν δύνασαι να γνωρίζης επακριβώς, διατί παρατρέχεις τα ιδικά σου, τα οποία ημπορείς να γνωρίζης καλύτερα; Θέλεις να απαλλαγή ο αδελφός σου από το μικροσκοπικό ξυλαράκι, το οποίον έχει εις τον οφθαλμόν του; Διατί δεν ελευθερώνεις τον ιδικόν σου οφθαλμόν από το εντός του δοκάρι; Εφ όσον δεν κάμνεις κατ' αυτόν τον τρόπον, αυτοκαταγγέλλεσαι ότι κρίνεις τον αδελφόν σου όχι από ενδιαφέρον, αλλά διότι τον εχθρεύεσαι ή διότι αισθάνεσαι ηδονήν εις το να κακολογής και να εξευτελίζης τον πλησίον σου.


Με τι ομοιάζει οποίος καταλαλεί.


Ενόησέ το, λοιπόν, καλά. Εάν θα έπρεπε να κριθή όποιος αμαρτάνει, ο αρμόδιος να τον κρίνη δεν είσαι συ. Άλλ' ο Χριστός έκρινε. Ναι, εκείνος όμως ήτο αναμάρτητος και είχε το αξίωμα του Κριτού. Εκτός τούτου, ο Χριστός δεν έκαμνε σπερμολογίας και καταλαλιάς και δεν ενησχολείτο με τας υπολήψεις των ατόμων και ιδιωτών, άλλ' έκαμνε γενικούς ελέγχους προς κοινήν διδασκαλίαν και διόρθωσιν. Συ δε θέλεις να μάθης με ποίον ομοιάζεις; Ομοιος είσαι με άρρωστον, ο οποίος, ενώ κατέχεται ο ίδιος από βαρεί αν υδρωπικίαν, αδιαφορεί δι' αυτήν και έχει να κάμη με τα μικρά κρυολογήματα των άλλων. Και, κατά την παρομοίωσιν αυτού του Ιησού, ενθυμίζεις εκείνον, ο οποίος βλέπει το λεπτότατον ξυλαράκι εις τον οφθαλμόν του άλλου και αναισθητεί προς το μεγάλο ξύλο, που τυφλώνει τον ιδικόν του οφθαλμόν. Ήδη είναι κακόν το να μη βλέπη τις τα ιδικά του αμαρτήματα. Άλλ' είναι τρισχειρότερον, όταν και κρίνωμεν και κατακρίνωμεν τους άλλους, ενώ ημείς φέρομεν επάνω μας και περισσότερα και βαρύτερα παραπτώματα.


Περί τιμής και πειθαρχίας προς τον κλήρον και προς τους κρίνοντας Επισκόπους και Ιερείς.
(Εκ της Β' ομιλίας του εις την Β' προς Τιμόθεον)


Τα τέκνα οφείλουν να είναι φιλόστοργα προς τον πατέρα. Τοιουτοτρόπως οφείλουν και οι πιστοί να είναι φιλόστοργοι προς τους Ιερείς. Όχι δε μόνον φιλόστοργοι, αλλά υποτασσόμενοι. Πείθεσθε, λέγει ο Παύλος, τοίς ηγουμένοις υμών και υπείκετε, ειδότες ότι αυτοί αγρυπνούσιν υπέρ των ψυχών υμών, ως λόγον αποδώσοντες (Έβρ. ΙΓ' 17). Ειπέ μοι, λοιπόν αυτός μεν - ο Ιερεύς - είναι υπεύθυνος δια σε εις τόσον κίνδυνον. Διότι, και αν δεν τον βαρύνουν αυτόν τον ίδιον αμέσως προσωπικά του αμαρτήματα, η ευθύνη του είναι τρομερά, εάν δεν ήθελε φροντίσει να θέση και σε εν τάξει απέναντι του Θεού. Και σκέψου πόσον βαρύ είναι να έχη κανείς ευθύνας δια τόσας ψυχάς. Συ δε τι καλείσαι να δώσης προς τον ιερέα; Τιμήν, πειθαρχίαν εκκλησιαστική ν και κάποιαν υποστήριξιν δια την συντήρησίν του, αφού συ μεν και έμπορος δύνασαι να είσαι και άλλας εργασίας και επιχειρήσεις να αναλαμβάνης, εκείνος δε οφείλει να δουλεύη μόνον εις τον ναόν και εις τας θρησκευτικός υπηρεσίας. Έδωκες την τιμήν ταύτην, την υπακοήν, την υποστήριξιν; Και πάλιν μένεις υποχρεωμένος προς τον Ιερέα. Διότι ό, τι του προσφέρεις, είναι κατώτερον από ό, τι εκείνος σου έδωκε, και από τους κινδύνους, εις τους οποίους είναι εκτεθειμένος δια σε. Αλλά δεν δείχνει όσην έπρεπε προθυμίαν και δεν καταβάλλει όλον τον απαιτούμενον κόπον; Τότε μάλιστα να τον συμπαθήσης περισσότερον, διότι, εξ ιδικής σου αφορμής, κινδυνεύει να στερηθή την σωτηρίαν της ψυχής του.



Το μεγαλύτερον κακόν της Εκκλησίας.

Δυστυχώς, πολλοί αγαπούν να φιλονεικούν και να παρακούουν εις τους Ιερείς. Φυγαδεύεται τοιουτοτρόπως η αιδώς και ο σεβασμός του λαού προς τους άρχοντας της Εκκλησίας, δια να εισέλθη εις αυτήν η ανυποταξία και η αναρχία. Και τούτο είναι το κύριον αίτιον όλων των Εκκλησιαστικών κακών. Αυτό θα σας επαναλάβω και πάλιν πείθεσθε τοις ηγουμένοις υμών και υπείκετε. Δεν το κάμνω δε χάριν των Ιερέων, αλλά προς χάριν ιδικήν σας. Όποιος τιμά τον ιερέα, θα τιμήση και τον Θεόν. Όποιος εσυνήθισε να καταφρονή τους ιερείς, θα φθάση και εις την καταφρόνησιν του Θεού. Δι' αυτό είπεν ο Χριστός, ο δεχόμενος υμάς εμέ δέχεται. Δια τούτο η Σοφία Σειράχ παραγγέλει: τους ιερείς εντίμως έχε. Όταν οι Ιουδαίοι κατεφρόνησαν τον Μωυσην, δεν εδυσκολεύθησαν να καταφρονήσουν και τον Θεόν. Διατί δεν δικαιούσαι να κρίνεις τον ιερέα. Αλλά λέγεις: Δεν έχω, λοιπόν, εγώ το δικαίωμα να κρίνω τον ιερέα; Όχι, δεν δικαιούσαι,.Εάν οι λαϊκοί είχον το δικαίωμα να ερευνούν τον βίον και την πολιτείαν των πνευματικών των ποιμένων, δια να αποφασίζουν αν πρέπη να πειθαρχούν εις αυτούς ή να ανταρτεύουν, τότε, οι αρχόμενοι θα έθεταν τον εαυτόν των επάνω από τους άρχοντας και το παν θα εγίνετο άνω κάτω, θα ήσαν άνω τα πόδια και κάτω η κεφαλή. Ή δεν ακούεις τον Χριστόν, ο οποίος λέγει: μη κρίνετε, ίνα μη κριθήτε; (Ματθ. Ζ' 1), και τον Παύλον, ο οποίος μας φωνάζει, Συ τι κρίνεις τον αδελφόν σου; (Ρωμ. ΙΔ' 10). Εάν τον αδελφόν σου έχεις καθήκον να μη κρίνης, πολύ περισσότερον οφείλης ν' απέχης από του να κρίνης τον ιερέα. Ο Θεός σου το απαγορεύει. Πως το τολμάς εσύ; Ύστερον από την μοσχοποιΐαν εις την έρημον οι περί τον Κορέ και τον Δαθάν και τον Αβειρών επανεστάτησαν κατά του αρχιερέως Ααρών. Τι έγινε τότε; ο Θεός τους κατέστρεψε. Ο καθείς, λοιπόν, ας κοιτάζη τα ιδικά του.Δια τας διαφόρους αιτιάσεις κατά του επισκόπου και του ιερέως.Αλλά δεν δίδει ο επίσκοπος, δεν δίδει ο ιερεύς προς τους πτωχούς και φρονείς, ως λέγεις, ότι δεν διοικούν καλά. Σ' ερωτώ και εγώ: Είσαι απολύτως βέβαιος περί τούτου; Έχεις εξακριβώσει τα πράγματα, ώστε να μη σου μένη καμμιά αμφιβολία; Διατί, λοιπόν, μέμφεσαι; Φοβήσου τας ευθύνας. Και οφείλεις να μη λησμονής ότι πολλά οι άνθρωποι τα κρίνουν με τας υποψίας των ή παρασυρόμενοι ευκολόπιστα από τας υποψίας και τας σπερμολογίας των άλλων. Συ, λοιπόν, μιμήσου τον Θεόν. Άκουε τον, όπου λέγει: Καταβάς δέομαι, ει κατά την κραυγήν αυτών συντελούνται (Γεν. ΙΗ' 21). Ηθέλησε να μας διδάξη δια τούτου ότι ακόμη και φωνή ολοκλήρου λαού ημπορεί να είναι πεπλανημένη και άδικος.Επί τέλους περίμενε τον Κριτήν. Εξήτασες όμως επιμελέστατα και επληροφορήθης ακριβέστατα και έχεις πεισθή πλέον τελείως; Και, αν τυχόν τοιουτοτρόπως είναι το πράγμα, το καθήκον σου και πάλιν είναι να περιμένης τον Κριτήν και να μη σπεύδης και αρπάζης την θέσιν του Χριστού. Εις Εκείνον ανήκει η κρίσις, όχι εις εσέ. Συ είσαι υπήκοος, όχι Κύριος. Και δεν σου αρμόζει να σφετερίζεσαι δικαιώματα, τα οποία ανήκουν εις την ανωτέραν διοίκησιν της Εκκλησίας και εις τον Θεόν. Δια τους φρονούντας ότι αυτοί είναι καλύτεροι από τον ιερέα. Άλλ' ο ιερεύς, λέγει, οφείλει να είναι καλύτερος μου. Ώστε είσαι πεπεισμένος ότι συ είσαι καλύτερος από τον ιερέα! Ας υποθέσωμεν ότι είσαι πράγματι. Λησμονείς όμως ότι, όποιος καυχάται δια την αρετήν του, έχασε κάθε αξιομισθίαν! Νομίζεις ότι είσαι καλύτερος! Και δεν στενάζεις, λοιπόν, και δεν κτυπάς το στήθος σου και δεν κύπτεις κάτω και δεν μιμείσαι τον τελώνην; Τότε, ταλαίπωρε, κατέστρεψες τον εαυτόν σου, έστω και αν ήσουν αληθινά καλύτερος! Είσαι καλύτερος; Σιώπα, δια να μείνης τοιούτος. Εάν το είπης, έχασες το παν! Και δεν αρκεί μόνον να μη το είπης, Δεν πρέπει ούτε η ιδέα να σου πέραση ότι είσαι καλύτερος. Ενώπιον του θεού κερδίζει όποιος φρονεί ότι είναι δυνατόν όλοι οι άλλοι να είναι καλύτεροι του. Τι ήτο χειρότερον από τον τελώνην; Και όμως, μόνον με το να είπη ο φαρισαίος ότι ουκ ειμί ώσπερ ούτος ο τελώνης, τα έχασε όλα! Συ λέγεις περί του εαυτού σου ότι δεν είσαι ως ούτος ο ιερεύς! Δυστυχή! Έχασες κάθε αρετήν σου, με την καύχησιν άφ' ενός, με την κατάκρισιν εξ άλλου.


Υπέρ του μη καταλαλείν τον ιερέα


Ας μη καταλαλώμεν, λοιπόν, παρακαλώ, τους ιερείς, και ας μη γινώμεθα αυστηροί εξετασταί των δια να μη ζημιώνωμεν τους εαυτούς μας. Μη λησμονής ότι ιερεύς σε εβάπτισε και σ' έκαμε χριστιανόν και ότι προς τους ιερείς - τους πνευματικούς μας πατέρας - οφείλομεν όχι ολιγώτερον σεβασμόν από εκείνον, τον οποίον χρεωστούμεν προς τους σωματικούς γονείς μας. Σεβάσου, λοιπόν, τον ιερέα, διότι αυτός κάθε ημέραν διακονεί και δι' εσέ. Δι' εσέ μεταβαίνει εις τον ναόν του Θεού και αναγινώσκει τας Γραφάς. Δι' σε εύχεται και παρακαλεί τον Θεόν και τον καθικετεύει. Δια σε, όπως και δια τον λοιπόν λαόν, είναι όλη η ιερατική του διακονία. Σεβάσου, λοιπόν, όλα αυτά, τήρει τα πάντοτε εις τον νουν σου και έχε την φρόνησιν και την ευγένειαν να φέρεσαι προς τον ιερέα με ευλάβειαν βαθυτάτην!

Περί ιεροκατηγορίας (ιερού Χρυσοστόμου)
Περί της σπουδαιότητος της ιερωσύνης και του προς τους ιερείς οφειλομένου σεβασμού

(Εκ της Γ' Πραγματείας του περί Ιερωσύνης) 
(Μετάφρασις Μιχ. Γαλανού, 1926)
πηγή: Εκδόσεις Ορθόδοξος Κυψέλη
πηγή: http://www.egolpion.com/ierokatakrisis.el.aspx

Η ΥΠΕΡΤΑΤΗ ΘΥΣΙΑ

Η ΥΠΕΡΤΑΤΗ ΘΥΣΙΑ


ΘΕΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ - Η ΥΠΕΡΤΑΤΗ ΘΥΣΙΑ
(Απόσπασμα από το βιβλίο του Αρχιμανδρίτου π. Αστερίου Χατζηνικολάου «Το μυστήριο της κοινωνίας του Θεού»)
Στα χρόνια της Παλαιάς Διαθήκης ο παντοκράτωρ Κύριος μίλησε διά του προφήτου Μαλαχία προφητικά για το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας με τα εξής λόγια: «καί ἐν ὑμῖν συγκλεισθήσονται θύραι, καί οὐκ ἀνάψεται τό θυσιαστήριόν μου δωρεάν. οὐκ ἔστι μου θέλημα ἐν ὑμῖν , λέγει Κύριος παντοκράτωρ, και θυσίαν οὐ προσδέξομαι ἐκ τῶν χειρῶν ὑμῶν.διότι ἀπό ἀνατολῶν ἡλίου ἕως δυσμῶν τό ὄνομά μου δεδόξασται ἐν τοῖς ἔθνεσι, καί ἐν παντί τόπῳ θυμίαμα προσάγεται τῷ ὀνόματί μου καί θυσία καθαρά, διότι μέγα τό ὄνομά μου ἐν τοῖς ἔθνεσι, λέγει Κύριος παντοκράτωρ». Δηλαδή: Και μεταξύ σας θα κλεισθούν τελείως οι θύρες του ναού και δεν θα ανάψει μάταια το θυσιαστήριό μου. Δεν αισθάνομαι καμιά ευαρέσκεια σε σας, λέγει ο Κύριος ο Παντοκράτωρ. Και θυσία δεν θα δεχτώ με ευχαρίστηση από τα χέρια σας. Διότι σ' όλο τον κόσμο, από εκεί που ανατέλλει ο ήλιος έως εκεί που δύει, το όνομά μου έχει δοξασθεί μεταξύ των ειδωλολατρικών λαών που επέστρεψαν με την αληθινή πίστη σε μένα. Και σε κάθε τόπο προσφέρεται θυμίαμα λατρείας στο όνομά μου και θυσία καθαρή, που δεν την μολύνουν τα αίματα και οι καπνοί και η κνίσα των σαρκών και του λίπους που κατακαίονται στο θυσιαστήριο. Διότι είναι μέγα το όνομά μου μεταξύ των εθνών, λέγει ο Κύριος ο παντοκράτωρ (Μαλ. α' 10-11).
Τα λόγια αυτά του παντοκράτορος Κυρίου μιλούν για κάποια καθαρά θυσία, που προσφέρεται σε κάθε τόπο «ἀπό ἀνατολῶν ἡλίου ἕως δυσμῶν» και η οποία επρόκειτο να αντικαταστήσει όλες τις προηγούμενες θυσίες. Ποια είναι η θυσία αυτή;
Οι θυσίες των ειδωλολατρικών εθνών δεν ήταν καθαρές θυσίες. Ήταν βδελυκτές και ακάθαρτες, αφού προσφέρονταν σε ψεύτικους θεούς, που είναι δαιμόνια, ψεύτικα πλάσματα και επινοήματα της φαντασίας και του διαβόλου. «Πάντες οἱ θεοί τῶν ἐθνῶν δαιμόνια» (Ψαλμ. 95' 5). Ούτε και οι θυσίες των Ιουδαίων μπορούσαν να θεωρηθούν καθαρές, αφού και αυτές δεν προσφέρονταν με καθαρή καρδιά. Και πάντως και αυτές δεν προσφέρονταν σε κάθε τόπο, αλλά μόνο στα Ιεροσόλυμα. Μόνη καθαρή θυσία είναι η θυσία του αναμάρτητου Υιού του Θεού, του Κυρίου Ιησού Χριστού, ο οποίος προσέφερε επί του Σταυρού το πολύτιμο αίμα Του θυσία σαν αίμα «ἀμνοῦ ἀμώμου καί ἀσπίλου», δηλαδή μικρού αρνιού που είναι τελείως αμόλυντο και καθαρό από κάθε κηλίδα (Α' Πετρ. α' 19).
Αλλά η «καθαρά θυσία» του Σταυρού προσφέρθηκε μια φορά σε συγκεκριμένο τόπο, στα Ιεροσόλυμα. Η προφητεία όμως του Μαλαχία μιλάει για θυσία καθαρή που προσφέρεται στο Θεό «ἀπό ἀνατολῶν ἡλίου ἕως δυσμῶν». Θα έλθει καιρός, λέγει, που θα καταργηθεί ο ναός των Ιεροσολύμων, θα κλείσουν τελείως οι θύρες του, θα σβήσει το θυσιαστήριό του. Θα έλθει η εποχή που σε κάθε τόπο, «ἀπό ἀνατολῶν ἡλίου ἕως δυσμῶν», θα προσφέρεται η μόνη καθαρή και αγία θυσία, που θα τη δέχεται ο Θεός.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η προφητεία αυτή, 500 περίπου χρόνια π.Χ., αναφέρεται όπως και οι άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας μας διδάσκουν, στο Μυστήριο της θείας Ευχαριστίας. Η θεία Ευχαριστία είναι η ίδια η καθαρή θυσία που προσφέρθηκε μια φορά για πάντα επάνω στο Σταυρό και επαναλαμβάνεται αναίμακτα σε κάθε τόπο, σε κάθε χριστιανικό ναό επάνω στη γη, «ἀπό ἀνατολῶν ἡλίου ἕως δυσμῶν», κάθε φορά που τελείται η θεία Λειτουργία.
Μυστήριο μυστηρίων η θεία Ευχαριστία. Αλλά και θυσία. Θυσία αληθινή, ύψιστη, λογική, η μόνη καθαρή και ευάρεστη στο Θεό θυσία.
Μυστήριο και θυσία είναι οι δυο πλευρές της θείας Ευχαριστίας. Είναι αναπόσπαστες μεταξύ τους, συγχρόνως όμως και διαφέρουν.
Η θεία Ευχαριστία ως μυστήριο προσφέρεται ατομικά στους ανθρώπους. Προσφέρεται ως ουράνια τροφή, για να ενώνει τον κάθε πιστό με τον Χριστό και όλους τους πιστούς μεταξύ τους, για να τους λυτρώνει από την αμαρτία και τις ολέθριες συνέπειές της, να τους εξαγιάζει και να τους χαρίζει την ελπίδα της αθανάτου ζωής στην ουράνια βασιλεία Του.
Η θεία Ευχαριστία ως θυσία είναι ομαδική πράξη λατρείας, που προσφέρεται απ' όλη την Εκκλησία προς το Θεό. Με τη θυσία αυτή προσφέρει η Εκκλησία ως θύμα εξιλαστήριο στον Θεό τον ίδιο το Χριστό, ευχαριστεί τον Θεό για τη σωτηρία που παρέχει στον κόσμο δια της θυσίας του Υιού του και δοξάζει και υμνεί το μέγα όνομά του.
Το ότι η θεία Ευχαριστία είναι θυσία, αποδεικνύεται από το ότι επί της αγίας Τραπέζης έχουμε χωριστά το σώμα και το αίμα του Κυρίου. Εφόσον το αίμα εμπεριέχεται φυσιολογικά στο σώμα, τα χωρισμένα είδη παριστάνουν συμβολικά με το χωρισμό τους «τόν ἐπί τοῦ Σταυροῦ πραγματοποιηθέντα χωρισμόν τοῦ σώματος καί τοῦ ἀπ' αὐτοῦ ἐκχυθέντος αἷματος τοῦ Χριστοῦ». Με τον χωρισμό αυτό «ἀπετελέσθη ἡ θυσία τοῦ Σταυροῦ»1.
Αλλά και οι λόγοι με τους οποίους ο Κύριος ίδρυσε το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας φανερώνουν ότι έχουμε ενώπιον μας θυσία. Όταν έδωσε στους μαθητές Του τον άρτο της θείας Ευχαριστίας, είπε: «τοῦτό ἐστι τό σῶμά μου τό ὑπέρ ὑμῶν διδόμενον» (Λουκ. κβ' 19). Και στη συνέχεια, όταν τους έδωσε να πιουν από το ποτήριο της θείας Ευχαριστίας, είπε: «τοῦτό ἐστι τό αἷμά μου τό τῆς καινῆς διαθήκης τό περί πολλῶν ἐκχυνόμενον εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν»(Ματθ.κστ' 28).
Τι σημαίνει «διδόμενον»; Τι σημαίνει «ἐκχυνόμενον»; Το σώμα το «διδόμενον» είναι το σώμα το παραδιδόμενο για να σταυρωθεί. Το αίμα το «ἐκχυνόμενον» είναι το αίμα που χύνεται επάνω στο Σταυρό για τη σωτηρία του κόσμου. Είναι σαφές λοιπόν ότι ο Κύριος, καθώς παρέδιδε το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας, αναφερόταν άμεσα στο θάνατο του Σταυρού, στην υπέρτατη θυσία Του, την οποία μετά από λίγες ώρες επρόκειτο να προσφέρει.
Αλλά ο Κύριος στους λόγους αυτούς χρησιμοποιεί χρόνο διαρκείας. «Διδόμενον», λέγει για το σώμα Του. Και «ἐκχυνόμενον», για το αίμα Του. Δεν κάνει λόγο για σώμα που θα παραδοθεί, αλλά για σώμα που παραδίδεται. Ούτε μιλάει για αίμα που θα χυθεί, αλλά για αίμα που χύνεται. Επομένως οι λόγοι Του δεν αναφέρονται μόνο στην επικείμενη θυσία του Σταυρού, που προσφέρθηκε μια φορά επάνω στο Γολγοθά, αλλά και στην δια μέσου των αιώνων διαρκή και αναίμακτη επανάληψή της, στη θεία Ευχαριστία, που και αυτή είναι θυσία, διότι και σ' αυτή παραδίδεται το σώμα Του και χύνεται το αίμα Του.
Είναι αξιοπρόσεκτο επίσης ότι το αίμα της θείας Ευχαριστίας ονομάζεται από τον Κύριο αίμα της Καινής Διαθήκης, δηλαδή αίμα που δίνεται για να επικυρωθεί η νέα Διαθήκη. Και όπως ακριβώς, λέγει ο ιερός Χρυσόστομος, η Παλαιά Διαθήκη πρόβατα και μόσχους είχε, έτσι και η Καινή Διαθήκη έχει το αίμα το Δεσποτικό. Και από εδώ δείχνει ο Χριστός ότι επρόκειτο να πεθάνει. Γι' αυτό και μιλά για Διαθήκη, υπενθυμίζει δε και την Παλαιά, διότι και εκείνη με αίμα είχε εγκαινιασθεί.2
1 Βλ.Παναγιώτου Ν. Τρεμπέλα, Δογματική της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τόμ. Γ', εκδ. «Ὁ Σωτήρ»,Ἀθῆναι 1961,σελ.219.
2 Ιωάννου Χρυσοστόμου, Ὁμιλία ΠΒ' εἰς τό κατά Ματθαῖον Εὐαγγέλιον, PG 58, 738.

Ἡ Θεία Λειτουργία εἶναι: 1)Ὁ Χριστός Μας, 2)Ἡ φανέρωση ὅλης τῆς Θείας Οἰκονομίας

Ἡ Θεία Λειτουργία εἶναι: 1)Ὁ Χριστός Μας, 2)Ἡ φανέρωση ὅλης τῆς Θείας Οἰκονομίας 

1)Ἡ Θεία Λειτουργία εἶναι: α)Ὁ Χριστός Μας, β) Ἡ φανέρωση ὅλης τῆς Θείας Οἰκονομίας:
Ὁμιλία τοῦ π. Σάββα στίς 18-11-10 (Β΄Σύναξη Κυκλαρχισσῶν).



Γιά νά κατεβάσετε καί νά ἀποθηκεύσετε τήν ὁμιλία πατῆστε ἐδῶ  (δεξί κλίκ, ‘Ἀποθήκευση προορισμοῦ ὡς, ἄν ἔχετε Interntet Explorer ἤ Ἀποθήκευση δεσμοῦ ὡς, ἄν ἔχετε Mozilla Στή συνέχεια δῶστε τό ὄνομα πού θέλετε καί πατῆστε ΟΚ γιά νά ἀποθηκευθεῖ ἡ ὁμιλία).

Πηγή εἰκόνας: Ἱ. Ἡσ. Ἀνάστασις Χριστοῦ-Ἐμμαούς, Ἅγ. Βασίλειος Λαγκαδᾶ.
______________________

2)Κείμενο τῆς σύναξης πού ἀναλύεται στήν ὁμιλία:

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΕΣ ΣΥΝΑΞΕΙΣ ΕΡΜΗΝΕΙΑΣ ΑΓΙΑΣ ΓΡΑΦΗΣ ΚΑΙ ΠΑΤΕΡΙΚΗΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ
ΕΤΟΣ 2010-2011
Βιβλίο πρός μελέτην: ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ,
Ἁγίου Νικολάου Καβάσιλα, PG 150, 368-492.
ΣΥΝΑΞΙΣ β΄
Η ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΕΙΝΑΙ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΚΑΙ Η ΣΥΓΚΕΦΑΛΑΙΩΣΗ ΤΗΣ ΟΛΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ.

Ἡ Θεία Λειτουργία εἶναι ὁ Χριστός[1].
Ἡ Θεία  Λειτουργία εἶναι ἡ ἁπτή καί ὁρατή ὁμολογία ὅτι  ὁ Ἰησοῦς  Χριστός  εἶναι ὁ Λυτρωτής τοῦ ἀνθρώπου, πού μέ τόν Σταυ­ρό Του, τόν Θάνατο καί τήν Ἀνάστασή Του νίκησε τό διάβολο καί τό θάνατο καί δημιούργησε τό νέο λαό τοῦ Θεοῦ.
Μιλώντας γιά τή Θεία Εὐχαριστία ὁ Κύριος εἶπε: «Ἐγώ εἰμι, ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς... ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ κατα­βαί­νων... Ἐγώ εἰμι ὁ ἄρτος ὁ ζῶν ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς· ἐάν τις φάγῃ ἐκ τούτου τοῦ ἄρτου, ζήσεται εἰς τόν αἰῶνα. Καί ὁ ἄρτος δέ ὅν ἐγώ δώσω, ἡ σάρξ μού ἐστιν, ἥν ἐγώ δώσω ὑπέρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς»[2].
Ὁ Χριστός εἶναι ὁ ἄρτος τῆς Ζωῆς, πού κατέβηκε ἀπό τόν οὐρανό (ὁ καταβάς), τῇ δυνάμει τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Κατέβηκε τήν ἡμέρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ μέσα στήν Ὑπερευλογημένη Παρθένο· κι ἡ Παρθένος ἔγινε γῆ ἀγαθή εὐλογημένη, πού βλάστησε τόν Ἄρτο τῆς Ζωῆς. Ὁ Χριστός εἶναι ὁ ἄρτος τῆς Ζωῆς, πού κατεβαίνει διαρκῶς ἀπό τόν οὐρανό (ὁ «καταβαί­νων»), τῇ δυνάμει τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Κατεβαίνει τήν ὥρα τοῦ Εὐχαρι­στιακοῦ Εὐαγγελισμοῦ μέσα στήν Παρθένο Ἐκκλησία, κι ἡ ἁγία Ἐκκλησία γίνεται γῆ ἀγαθή εὐλογημένη, πού βλαστάνει τόν ἄρτο τῆς Ζωῆς. Αὐτό τό γεγονός τῆς καθόδου τοῦ Χριστοῦ καί τῆς παρουσίας Του μέσα στήν Ἐκκλησία τό ζοῦμε στή Θεία Λειτουργία[3].
Ἡ Θεία Λειτουργία εἶναι
ὁ Χριστός ἀνάμεσά μας ὁ Ὁποῖος μᾶς εἶπε: «Ἰδού ἐγώ μεθ' ὑμῶν εἰμι πάσας τάς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος»[4]
ὁ Χριστός ὁ Ὁποῖος  ἀποκαλύπτοντας τόν ἑαυτό Του μᾶς εἶπε πώς εἶναι «Ὁ Ἄρτος τῆς ζωῆς ὁ ἐκ τοῦ Οὐρανοῦ καταβαίνων»·
ὁ Χριστός, πού τότε, ὡς ἄσαρκος Λόγος, στήν φοβερή ἔρημο ἔθρεψε τόν λαό Του μέ τό οὐράνιο μάννα·
ὁ Χριστός, πού κατέβηκε ἀπό τόν Οὐρανό σάν οὐράνια βροχή μέσα στά πανάχραντα σπλάχνα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου
ὁ Χριστός ὁ Ὁποῖος συνελήφθη «ἐκ Πνεύματος Ἁγίου» καί Μαρίας τῆς Παρθένου γιά νά γίνει ἀληθινή τροφή τῶν πεινώντων·
ὁ Χριστός, πού τό βράδυ τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου παρέδωσε στούς μαθητές Του τό φρικτό μυστήριο «ἐν ἄρτῳ καί οἴνῳ»·
ὁ Χριστός πού κατεβαίνει γιά τά παιδιά Του μέ σκοπό :
    νά τά θρέψει, νά τά σώσει ἀπό τόν θάνατο τῆς πείνας τῆς ἁμαρτίας,
    νά τά θεραπεύσει ἀπό τά τραύματα, πού τούς προξένησαν οἱ ληστές-δαίμονες
    καί ὑγιαίνοντα νά τά προσφέρει στόν Οὐράνιο Πατέρας Του.
    Ἡ Θεία Λειτουργία, λοιπόν, εἶναι ὁ Χριστός, ὁ Σαρκωμένος Λόγος τοῦ Θεοῦ ὁ Ὁποῖος  ἔρχεται ἀνάμεσά μας. Ἔρχεται καί ἐπισκέπτεται τήν δική μας φτώχεια καί ἀσθένεια Αὐτός πού εἶναι ὁ ἰατρός τῶν ψυχῶν καί τῶν σωμάτων·. Ἔρχεται καί εἶναι ἕτοιμος νά μᾶς θεραπεύσει ἀναργύρως[5].
Μέ τόν Χριστό, μέ τήν Θεία Λειτουργία, ἡ ζωή ξανάγινε, ἀλλά καί γίνεται συνεχῶς κτῆμα τοῦ ἀνθρώπου, χορηγήθηκε καί χορηγεῖται ξανά ὡς μυστήριο, ὡς κοινωνία καί ὡς εὐχαριστία[6].
4. Ἡ Θεία Λειτουργία εἶναι ἡ φανέρωση ὅλης τῆς Θείας Οἰκονομίας (τοῦ ἀπολυτρωτικοῦ ἔργου τοῦ Σωτῆρος Μας Ἰησοῦ Χριστοῦ).
 Οἱ θεοφόροι Πατέρες, τά πάγχρυσα στόματα τοῦ Λόγου μᾶς διδάσκουν, πώς ἡ Θεία Λειτουργία εἶναι «τό κεφάλαιον τῆς τοῦ Θεοῦ προνοίας» γιά τό ἀνθρώπινο γένος.
Εἶναι ἡ φανέρωση τῆς ὅλης στοργικῆς φροντίδας πού ἔδειξε ὁ Θεός στόν ἄνθρωπο. Εἶναι ὅλα τά θαυμαστά γεγονότα, τά ὁποῖα πάνσοφα προνόησε, «εἰργάσατο» ἡ Δεξιά τοῦ Ὑψίστου γιά νά ἐπαναφέρει τόν πλανηθέντα ἄνθρωπο ἀπό τό σκοτάδι τῆς εἰδωλολατρείας στό φῶς τῆς θεογνωσίας.
Ἔχουμε μάλιστα στήν Παλαιά Διαθήκη θαυμαστά γεγονότα καί προφητικές προεικονίσεις γι' αὐτό τό Μυστήριο ὅπως:
--- Ἡ προσφορά ἄρτου καί οἴνου ἀπό τόν Μελχισεδέκ, (ὁ ὁποῖος εἶναι τύπος καί προεικόνιση τοῦ Χριστοῦ Μας, τοῦ Μοναδικοῦ Ἀρχιερέως, κατά τόν Ἅγιο Ἰωάννη τόν Δαμασκηνό) προεικονίζει καί προτυπώνει τό Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας.
--- Ἡ θυσία, ἀκόμη, τοῦ Ἰσαάκ, τό μάννα στήν φοβερή ἔρημο τοῦ Σινᾶ, οἱ ὁράσεις τῶν Προφητῶν, καθώς καί ἡ ἑορτή τοῦ ἰουδαϊκοῦ Πάσχα, ἀναφέρονται καί προεικονίζουν τό Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας.
«Φοβερά τά πρό τῆς χάριτος» θά πεῖ ὁ Ἱερός Χρυσόστομος. Φοβερά ὅλα αὐτά πού γίνονταν στήν ἐποχή τοῦ Νόμου, τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Φρικωδέστερα, ὅμως, αὐτά πού συμβαίνουν σήμερα, ἀφοῦ «ἐσθίομεν πάσχα τόν Χριστόν».
 Στήν Θεία Λειτουργία δέν βλέπουμε ἁπλῶς κάποιες σκιές καί αἰνίγματα, ὅπως στήν Παλαιά Διαθήκη, ἀλλά ζοῦμε αὐτήν τήν ζωή τοῦ Χριστοῦ. Μέ τά μάτια μας βλέπουμε «τά μή βλεπόμενα» κατά τόν Ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο.
Ὁ τόπος πού τελεῖται ἡ Θεία Λειτουργία εἶναι ἡ Βηθλεέμ, ὅπου ὁ Λόγος «σάρξ ἐγένετο καί ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν καί ἐθεασάμεθα τήν δόξαν αὐτοῦ». Εἶναι ὁ τόπος, δηλαδή, πού γεννήθηκε καί ἀνακλίθηκε ὁ Χριστός. Γι' αὐτό καί στήν Ἀκολουθία τῆς Προσκομιδῆς, ὅταν ἑτοιμάζουμε τά Ἱερά Σκεύη, πού καί αὐτά ἔχουν τόν συμβολισμό τους, ἐπαναλαμβάνουμε μαζί μέ τόν ἱερό ὑμνογράφο: «Ἐτοιμάζου Βηθλεέμ, ἤνοικται πᾶσιν ἡ Ἐδέμ».
Βρισκόμαστε ἐν συνεχείᾳ στό ὑπερῶο τῆς Σιών. Καθόμαστε καί ἐμεῖς μαζί μέ τούς μαθητές στόν Μυστικό Δεῖπνο. Σέ τίποτα δέν διαφέρει τοῦτο τό Δεῖπνο ἀπό ἐκεῖνο, θά προσθέσει ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής.
Κατόπιν, ἡ Ἁγία Τράπεζα γίνεται Γολγοθᾶς, ἀφοῦ αὐτή ἡ θυσία πού πραγματοποιεῖται αὐτήν τήν στιγμή εἶναι τύπος ἐκείνης.
Φθάνουμε, ἀκολούθως, στήν Ἀνάσταση. Βλέπουμε τόν Ἀναστάντα Κύριο μαζί μέ τίς μυροφόρες γυναῖκες. Γεμίζει τό στόμα μας «ἐν τῷ λέγειν· Ἀνέστη ὁ Κύριος». Γιορτάζουμε ὄχι μία φορά τόν χρόνο Πάσχα, ἀλλά «ἀεί Πάσχα», ἀφοῦ ἡ Θεία Λειτουργία εἶναι τό «ἀδιάκοπο Πάσχα· εἶναι ἡ ἀρχή τοῦ καινοῦ αἰῶνος, πού εἰσβάλλει στόν παλαιό καί τόν μεταμορφώνει μέσα στό ἀναστάσιμο φῶς».
Πόσο δίκαιο εἶχε ἕνας Χριστιανός ποιητής πού ἔλεγε: «Πάσχα θά κάνω σήμερα, ἀφοῦ θά κοινωνήσω!»
Πόσο ὡραῖα ἡ Ἐκκλησία μας ἐπαναλαμβάνει σέ κάθε Θεία Λειτουργία μέ τό στόμα τοῦ λειτουργοῦ της ἱερέως: «Ἀνάστασιν Χριστοῦ θεασάμενοι . . . Ὦ Πάσχα τό μέγα καί ἱερώτατον Χριστέ . . .» καί ὅλα τά τροπάρια τῆς ἐννάτης Ὡδῆς τοῦ Κανόνος τοῦ Ἁγίου Πάσχα[7].
ΤΕΛΟΣ ΚΑΙ Τῼ ΘΕῼ ΔΟΞΑ!




[1]Ἱερομονάχου Γρηγορίου: Ἡ Θεία Λειτουργία, ἐκδόσεις Δόμος, Β΄ ἔκδοση, Ἀθήνα 1985, (στό ἑξῆς:Ἡ Θεία Λειτουργία) σελ. 9.
[2] Ἰω. 6, 48-51
[3] Ἱερομονάχου Σάββα Ἁγιορείτου, Τί εἶναι ἡ Θεία Λειτουργία καί πῶς θά τή ζήσουμε, Β΄ἔκδοση, σελ. 32-35.
[4] Μτ. 28, 20.
[5] Σεβ. Μητροπολίτου Καστοριᾶς κ. Σεραφείμ, Λειτουργικά θέματα, http://www.imkastorias.gr/ometropolites/kerugmata/leitourgikathematamerosoeisagogika.html
[6] Αὐτή ἡ Εὐχαριστία ὡς μυστήριο εἶναι ἡ πορεία τῆς Ἐκκλησίας πρός τή Βασιλεία. Καί ἡ μεταμόρφωση τῶν ἀνθρώπων σέ Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ.
[7] Σεβ. Μητροπολίτου Καστοριᾶς κ. Σεραφείμ, Λειτουργικά θέματα, http://www.imkastorias.gr/ometropolites/kerugmata/leitourgikathematamerosoeisagogika.html.