Κυριακή 18 Δεκεμβρίου 2016

Αρχιμ. Γερβάσιος Ραπτόπουλος Ομιλία του Αρχ. Γερβάσιου Ραπτόπουλου προς φυλακισμένους

«ΤΟ ΓΛΥΚΥ ΕΑΡ» της ζωής μας
«Ω γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατόν μου τέκνον» (Εγκώμια Μ. Παρασκευής)
Αγαπητοί μου αδελφοί κρατούμεvoι, [1]
Η αγάπη του Χριστού, τον οποίο διακονούμε στα πρόσωπά σας επί 37 ολόκληρα χρόνια με όλη μας την καρδιά, μας έφερε για δεύτερη φορά στο Κατάστημα στο οποίο βρίσκεστε τώρα. Στο Κατάστημα Κράτησης Ναυπλίου. Ασφαλώς κανείς από σας δεν ήταν εδώ το 2005, όταν το επισκεφθήκαμε για πρώτη φορά. Εύχομαι γρήγορα να τελειώσει η ποινή όλων σας και να επιστρέψετε στα σπίτια σας ελεύθεροι, για να συνεχίσετε τη ζωή σας διδαγμένοι από τις δυσκολίες και τις δοκιμασίες στις οποίες σάς έφεραν λάθη και απερισκεψίες ίσως του παρελθόντος. Ο Θεός να δώσει το καλύτερο στην προσωπική ζωή τυύ καθενός από σας.
omiliafylakh2
Πηγή:diakonia-filakon.gr
Ήρθαμε, λοιπόν, σήμερα εδώ. Στο χώρο σας. Πώς ήρθαμε; Mε πολλή αγάπη. Με χαρά. Και με προθυμία. Και γιατί ήρθαμε; Ήρθαμε για να σας δούμε και να μας δείτε. Σείς να πάρετε κουράγιο και δύναμη από τη δική μας παρουσία και από τη δική μας αγάπη και μείς να επισκεφθούμε τόν «φυλακισμένο» Χριστό, κατά το λόγο του· Εν φυλακή ήμην, και ήλθετε προς με» (Mατθ. 25, 36). Φαινομενικά ήρθαμε σε σας. Τους κρατουμένους. Τους ανθρώπους πίσω από τα τείχη. Ευαγγελικά όμως ήρθαμε να δούμε τον ίδιο το Χριστό στα πρόσωπά σας, αφού ο ίδιος διαβεβαίωσε ότι «κάθε πράξη αγάπης στους αδελφούς μου είναι πράξη αγάπης σε μένα τον ίδιο». Τόσο πολύ μας αγαπά. Τόσο πολύ μας τιμά.
Ήρθαμε ακόμη για να σας δώσουμε τα δώρα της αγάπης μας. Δώρα για όλους σας. Όσοι είστε σήμερα στο Κατάστημα, τόσα δέματα φέραμε. Η αγάπη μας δεν ξέχασε κανέναν. Βλέπετε, ήρθαμε για να δώσουμε χαρά σε όλους και να μή λυπήσουμε ούτε έναν. Ούτε μια ψυχή.
Kαι τέλος, ήρθαμε για να σας δώσουμε και κάτι άλλο. Κι αυτό το κάτι άλλο είναι πιο σπουδαίο. Πιο μεγάλο. Γιατί είναι πνευματικό. Γιατί ξεκουράζει την ψυχή. Τη γλυκαίνει, Της δίνει και κουράγιο για να αντέχει και νά συνεχίζει. Κι αυτό είναι ο λόγος του Θεού. Αυτά τα λόγια που σας λέω και που θα σας πώ ακόμη.
Θέλω νά τονίσω και να υπογραμμίσω στην αγάπη σας μια μεγάλη αλήθεια. Μια αλήθεια που πηγάζει μέσα από την Ακολουθία του Αγίου Πάσχα. Της μεγάλης γιορτής της Αναστάσεως.
Σε μια στροφή του Επιταφίου Θρήνου απευθυνόμενη η Παναγία στο Χριστό ως Μητέρα του βλέποντάς Τον επάνω στο σταυρό, του λέει:»Ω γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατόν μου τέκνον, που έδυ σου το κάλλος;». Ω γλυκιά μου άνοιξη, ω γλυκύτατό μου παιδί, που χάθηκε η ωραιότητα της μορφής σου; Πως τα πάθη σου και το μαρτύριό σου σε έκαναν αγνώριστο;
Ω γλυκιά μου άνοιξη! Πόση αγάπη κρύβει η Παναγία για το Χριστό πίσω από αυτήν τη φράση, πίσω από αυτήν την προσφώνηση! Γι’ αυτό «τό γλυκύ εαρ», γι’ αυτήν τή γλυκιά άνοιξη, ήρθα να σας μιλήσω σήμερα. Να σας μιλήσω και να σας πώ οτι ήρθε ο Χριστός, το γλυκύ έαρ της Παναγίας μας, από τον ουρανό κάτω στη γή σαν άνθρωπος, για να ανθίσει μέσα στίς καρδιές μας μια άλλη άνοιξη. Μια άλλη ομορφιά. Τί σημαίνει αυτό; Σημαίνει μια μεγάλη αλήθεια. Σημαίνει πως όπου βρίσκεται ο Χριστός, εκεί βασιλεύει η ομορφιά. Εκεί υπάρχει αρετή. Εκεί όλα είναι ωραία. Όπου όμως κυριαρχούν τα πάθη, εκείνα είναι βάσανο. Μας βασανίζουν πραγματικά είτε είμαστε μέσα στη Φυλακή είτε είμαστε έξω απ’ αυτήν. Τα πάθη φέρνουν βαρυχειμωνιά στην ψυχή. Κάνουν τη ζωή αβίωτη. Την κάνουν ανυπόφορη. Και στους άλλους και στον ίδιο μας τον εαυτό. Και δυστυχώς τα πάθη είναι πολλά. Δυστυχώς. Δέν ξέρει κανείς ποιο να πει πρώτο και ποιό να πει δεύτερο. Ενδεικτικά μονάχα θά σας αναφέρω κάποια πάθη που είναι από τα πιο συνηθισμένα και που όσοι τα έχουμε, ζούμε τη βαρυχειμωνιά που φέρνουν στην ψυχή και την αποξένωση από την ομορφιά της ζωής.
Ο θυμός
Όλοι μας έχουμε θυμώσει στη ζωήμας. Κι εμείς και σείς. Και ξέρουμε πως είναι ο θυμωμένος. Όταν ο άνθρωπος θυμώνει, χάνει την ηρεμία του. Χάνει τη γλυκύτητά του. Δέν μιλάει ωραία. Μιλάει άσχημα, γιατί σε τέτοιες στιγμές δεν λειτουργεί το μυαλό. Λειτουργεί μόνον η γλώσσα, το πάθος, και ο άνθρωπος πάνω στο θυμό του λέει λόγια άσχημα, υβριστικά, υποτιμητικά για το συνάνθρωπό του. Και πολλές φορές απλώνει τα χέρια και χτυπά άνθρωπο. Και όχι μόνον αυτό. Υπάρχουν παραδείγματα ανθρώπων που πάνω στό θυμό τους, πάνω στα νεύρα τoυς πήραν στα χέρια φονικά όργανα και έφτασαν στο σημείο να θανατώσουν συνάνθρωπό τους. Αυτός είναι ο θυμός. Σίφουνας. Καταιγίδα. Θύελλα. Κεραυνός. Μέσα σ’ αυτήν την ψυχολογική κατάσταση, μέσα σ’ αυτόν το θυμό, σ’ αυτήν τη βαρυχειμωνιά της ψυχής, έρχεται η Εκκλησία μας, έρχεται το Ευαγγέλιο, έρχεται ο Χριστός σαν γλυκιά άνοιξη και φέρνει μέσα στην ψυχή ηρεμία, γαλήνη, ομορφιά. Γιατί όταν ο Χριστός πάρει θέση μέσα στην καρδιά μας, σαν σκόνη διαλύεται ο θυμός, η ανώμαλη αυτή κατάσταση της ψυχής. Αυτήν την άνοιξη, αυτήν την ομορφιά ήρθαμε σήμερα να φέρουμε στις ψυχές σας, αγαπητά μου παιδιά. Για να υπάρχει άνοιξη όχι μόνον έξω στον κάμπο της Αργολίδας, αλλά και στις καρδιές των αδελφών κρατουμένων σ’ αυτήν τη Φυλακή.
[Συνεχίζεται]
  1. Η ομιλία έγινε από τον Αρχ. Γερβάσιο Ραπτόπουλο στο κατάστημα κράτησης Ναυπλίου, στις 25/4/2014.

Αρχιμ. Γερβάσιος Ραπτόπουλος Η απελευθέρωση από τη δυναστεία των παθών μέσα στη Φυλακή


Η υπερηφάνεια
Φοβερό κακό. Κι έχει σαν καρπό της το πείσμα. Πότε καταλαβαίνουμε ότι ένας άνθρωπος έχει υπερηφάνεια; Όταν επιμένει στη γνώμη του. Ο ταπεινός άνθρωπος συμφωνεί με τον άλλον. Ο υπερήφανος διαφωνεί με όλους. Τον πιάνει ένα πείσμα, πείσμα καλογερικό, πείσμα κρητικό, πείσμα μακεδονικό, πείσμα ελληνικό. Και μέσα σ’ αυτό το πείσμα, είναι ικανός να κάνει ό,τι πιο καταστροφικό για τη ζωή του. Πολλοί παίρνουν το δρόμο για τή Φυλακή εξαιτίας της υπερηφάνειας και του θυμού. Αυτά τα δυο μαζί καταργούν τη λογική. Κλείνουν τα μάτια, για να μη βλέπουν το κακό που προξενεί ο άνθρωπος, και ο χειμώνας έρχεται βαρύς στην ψυχή την υπερήφανη και τη θυμώδη. Αν όμως είμαστε άνθρωποι με πραότητα και ταπείνωση, ο ένας δέχεται τη γνώμη του άλλου, έστω κι αν διαφωνεί στο βάθος. Αλλά για χάρη Της ηρεμίας συμφωνεί. Αυτό είναι άνοιξη. Γαλήνη. Ειρήνη. Ομορφιά. Λέμε: Διαφωνήσαμε οι δυο, ο Κώστας με το Γιώργο, αλλά χωρίσαμε αγαπημένοι. Δικαίωμά μας βέβαια είναι να μή συμφωνούμε κάποιος φορές, γιατί έχουμε διαφορετική γνώμη για ένα θέμα. Ναι. Ας διαφωνούμε. Να είμαστε όμως πάντα αγαπημένοι. Άχ, αν δεν είχαμε υπερηφάνεια, αν δεν είχαμε αυτό το πείσμα που κάνει τη ζωή μας άνω-κάτω, πόσο γλυκά θά ζούσαμε με όλους! Ανοιξιάτικη θα ήταν πάντα η ζωή μας. Παραδεισένια. «Ευωδία Χριστού» (B΄ Κορ. 2, 15) πραγματικά.
 pa8fyl2
Η βλασφημία
Είναι χαρακτηριστικό κυρίως των ανδρών. Εμείς δε οι Έλληνες έχουμε ρεκόρ στη βλασφημία. Βλασφημούμε τον ίδιο το Θεό που μας δίνει τον ήλιο, τη βροχή, τον αέρα. Την ομορφιά της άνοιξης και των άλλων εποχών. Αυτόν τολμούμε και βλασφημούμε, αντί να είμαστε ευγνώμονες για τις τόσες δωρεές του. Αλλά δυστυχώς υβρίζουμε όχι μόνον το Θεό, αλλά και το συνάνθρωπό μας, που είναι εικόνα του Θεού και αδελφός μας εν Χριστώ Ιησού. Γιατί, λοιπόν, να κακολογούμε; Μιά καλή κουβέντα, μια καλημέρα, ένα «Χριστός Ανέστη», είναι καλύτερα από κάθε κακό λόγο. Αυτά ταιριάζουν στα χείλη του χριστιανού, που θέλει να ζεί με συνέπεια στη ζωή του, στα ίχνη του Χριστού και να είναι ένα καλό παράδειγμα για όλους.
Αυτά τα τρία πάθη ήθελα να υπογραμμίσω στην αγάπη σας. Το θυμό. Την υπερηφάνεια. Και τη βλασφημία.
Αν αυτά τα κόψουμε κι αναστηθούμε σάν από τον τάφο, η ζωή θα είναι ωραία και μέσα στη φυλακή. Γιατί η ψυχή θά είναι ελεύθερη από τα πάθη. Το σώμα φυλακίζεται. Η ψυχή όμως παραμένει ελεύθερη, δεν έχει τα δεσμά των παθών. Η αληθινή ελευθερία δεν είναι η ελευθερία του σώματος, αλλά η ελευθερία της ψυχής. Μέσα μας είναι η ελευθερία. Δεν είναι έξω. Πολλοί ελεύθεροι ως προς το σώμα είναι πιο δυστυχισμένοι από τους φυλακισμένους, όταν κυριαρχούν τα πάθη μέσα τους. Σας ερωτώ: Ένας θυμώδης μπορεί να φάει γλυκό ψωμί; Ένας πεισματαρης μπορεί να χαρεί τη ζωή του; Ένας βλάσφημος που τολμά να υβρίσει το Θεό της αγάπης και της μακροθυμίας, μπορεί να ζεί ελεύθερα, ήρεμα, γλυκά; Είναι ευτυχισμένος; Όχι, δεν είναι. Γιατί δέν είναι ελεύθερος ψυχικά. Είναι σκλάβος των παθών του. Των αδυναμιών του.
Κι εγώ ήρθα σήμερα να σας μιλήσω για τη λευτεριά της ψυχής. Κλείνουμε πόρτες, παράθυρα και περιορίζουμε το σώμα. Την ψυχή όμως δεν τη φυλακίζουμε. Αυτή παραμένει ελεύθερη, όταν δεν έχει πάθη. Και ο ελεύθερος φυλακισμένος μπορεί να σκέπτεται με αγάπη και χαρά την οικογένεια του. Τους συγγενείς και τους φίλους του. Παίρνει και γράφει ένα γράμμα και λέει: «Σεβαστοί μου γονείς, αγαπητά μου παιδιά, και μόνο που σας σκέπτομαι, νιώθω ελεύθερος. Νιώθω χαρούμενος κι ας είμαι στη φυλακή. Κάνω κουράγιο. Κάνω υπομονή, για να γυρίσω κοντά σας. Όχι όμως ίδιος. Καλύτερος τώρα. Χωρίς τα παλιά εκείνα λάθη που με έφεραν στη φυλακή. Γιατί η φυλακή έγινε για μένα ευλογία από το Θεό. Άλλαξα. Αρνήθηκα τό παρελθόν. Και τώρα χαίρομαι πολύ. Γιατί είμαι ελεύθερος μέσα στη Φυλακή. Ελεύθερος ψυχικά. Και ευχαριστώ το Θεό γι’ αυτό».
 pa8fyl
Αγαπητοί μου κρατούμενοι,
άγαπητοί μου αδελφοί καί αδελφοί του Χριστού,
Η ζωή είναι όμορφη και αξίζει να τη ζεί κανείς, αν η ψυχή του είναι ελεύθερη. Ελεύθερη από κάθε πάθος, που γίνεται αλυσίδα βαριά και πνίγει τα αισθήματα της ψυχής. Να θυμάστε, σας παρακαλώ, αυτά τα απλά μου λόγια. Να τα θυμάστε και να αγωνίζεστε. Να τα θυμάστε και να κάνετε υπομονή. Να έχετε αντοχή και δύναμη, μέχρι την ημέρα που θα βγείτε από τη φυλακή αυτή και ποτέ-ποτέ-ποτέ ξανά τα ίδια λάθη. Μήν ξαναπατήσετε ποτέ στη φυλακή.
Εύχομαι από τα βάθη της καρδιάς μου ολοι να ζούμε ελεύθεροι. Ελεύθεροι σωματικά. Ελεύθεροι και ψυχικά, για να τραγουδούμε την ομορφιά της ζωής, έστω και φτωχοί, έστω και τυφλοί, έστω και παράλυτοι. Η ομορφιά βιώνεται μέσα μας. Και πάνω από όλα, να ψάλλουμε με ευγνωμοσύνη τον ύμνο της αγάπης της Παναγίας μας προς τον Υιό και Θεό της: «Ω γλυκύ μου έαρ… »! Ω γλυκιά μου άνοιξη! Ώ Χριστέ μου, πόσο σ’ ευχαριστώ που Σε γνώρισα! Πόσο σε αγαπώ! Μαζί Σου είμαι ελεύθερος. Μαζί Σου θέλω να συνεχίσω να ζώ. Θέλω να υπάρχω.
Καλό κουράγιο, αδελφοί! Καλή υπομονή!
Πηγή:  Τριμηνιαίο ορθόδοξο χριστιανικό περιοδικό, Παλμοί, έτος 50ο, Ιούλιος – Σεπτέμβριος 2014

Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς († 1979) Η Θεολογική σκέψη του Οσίου Ιουστίνου (Πόποβιτς) του Νέου


υπό του Jean- Louis Palierne
«Η υπέρτατη αξία, το υπέρτατο κριτήριο είναι ο Θεάνθρωπος. Αυτός είναι η Αλήθεια, η Οδός και η Ζωή, ο μοναδικός φίλος του ανθρώπου και αποκλειστικός οδηγός του προς τη σωτηρία», λέγει και επαναλαμβάνει συνεχώς ο άγιος Ιουστίνος. «Ο Θεάνθρωπος, Αυτός όπου ανοίγει σ’ εμάς μια οδό, μια οδό διαφορετική από εκείνη όπου μας προσφέρει οτιδήποτε θέλει να παρουσιάζεται ως θρήσκευμα, ως επιστήμη ή ως φιλοσοφία. Η οδός του Θεανθρώπου είναι κάτι πολύ περισσότερο από μια διδασκαλία, είναι αυτή η ίδια η Αλήθεια, είναι αυτό το ίδιο το πρόσωπο του Θεανθρώπου, ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός, ο οποίος προσφέρει σ’ εμάς τη δυνατότητα ενσωματώσεώς μας σ’ Αυτόν, και οργανικής εντάξεώς μας στο δικό Του Σώμα, το οποίον αφήκε σ’ αυτόν τον κόσμον υπό τη μορφή της Εκκλησίας».
Πολλοί αναγνώστες των έργων του οσίου Ιουστίνου έχουν εντυπωσιασθεί από τη γλώσσα του, την επαναληπτική και ανανεωτική συγχρόνως, μία γλώσσα όπου χρησιμοποιεί συχνά τύπους και μορφές­ ασυνήθεις, ένα είδος νεολογισμών. Μεταξύ των λέξεων αυτών, τόσον χαρακτηριστικών του λεξιλογίου και του ύφους του οσίου Ιουστίνου, υπάρχουν δύο, όπου διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο στο σύνολον των έργων του και την ανάπτυξη της σκέψεως του. Είναι οι όροι «λογικότης» και «Θεάνθρωπος». Ο πρώτος όρος είναι μία λέξη, η οποία εισάγεται για πρώτη φορά από τον άγιο Ιουστίνο, ενώ τη δεύτερη την συναντάμε μεν στους παλαιότερους Πατέρες, αλλ’ όταν χρησιμοποιείται από τον άγιο Ιουστίνο – ιδιαίτερα συχνά και συστηματικά – προσλαμβάνει ολόκληρη την κεντρική και εκφραστική θέση της εν Χριστώ αποκαλύψεως.
Δεν είναι τυχαίο ότι οι δύο αυτοί όροι έχουν μία κεντρική αποστολή στο λεξιλόγιο του οσίου Ιουστίνου, υφαίνοντας το νήμα του έργου και της ζωής του στο σύνολό τους. Εάν εμπνεύσθηκε τον ένα όρο και έδωσε στον άλλον, τον υπάρχοντα, θέση κεντρική, το έκαμε επειδή του έδιναν την δυνατότητα να παρουσιάσει, να δείξει στον κόσμο ότι η Χριστιανική πίστη, η πίστη των αγίων Πατέρων, έχει όλη τη δυνατότητα να απαντήσει στις ανάγκες, στα ερωτήματα και τις ανησυχίες των Χριστιανών της εποχής μας, και να προσφέρει τα αναγκαία όπλα για την αντιμετώπιση των φαντασμάτων και της αυταπάτης, για την καταδίωξη των απαίσιων αυτών τεράτων του ψεύδους, των τρομερών αυτών εφιαλτών των συγχρόνων ανθρώπων.
Όταν ομιλεί για την λογικότητα του σύμπαντος, ο άγιος Ιουστίνος θέλει να υπογραμμίσει ότι ολόκληρη η Δημιουργία είχε συλληφθεί στη μεγάλη βουλή της Αγίας Τριάδας, μέσα στο προαιώνιο σχεδίου Αυτής προς τον σκοπό όπως ανακεφαλαιωθεί αυτή στο Πρόσωπο του Λόγου, και όπως ο Θεάνθρωπος, συνάπτων την ανθρώπινη φύση μετά της θείας, δείξει, παρουσιάσει ζώσαν ενώπιον μας την αρχική προοπτική, το αρχικό σχέδιο της κατ’ εικόνα Θεού πλασθείσης φύσεως μας. Η αμαρτία των προπατόρων μας, του Αδάμ και της Εύας, αν και κατέρριψε αυτό το αρχικό μεγαλείο της δικής μας φύσεως, αν και κατόρθωσε να θέσει σε κίνδυνο το θείο σχέδιο, εν τούτοις δεν μπόρεσε να διασπάσει την συνέχειά του. Μιλώντας περί του Θεανθρώπου, υπενθυμίζοντας την λογικότητα της Δημιουργίας, ο άγιος Ιουστίνος έχει τον δικό του τρόπο εκφράσεως του δόγματος της Χαλκηδόνος.
Ο όσιος Ιουστίνος δεν είναι κυρίως ένας ακαδημαϊκός θεολόγος, ένας ειδήμων των αρχαίων κειμένων ή ένας πολυμαθής δεινός συζητητής. Ο άγιος Ιουστίνος είναι βαθύτατα ένας άνθρωπος της εποχής του. Το έργο του είναι η διακήρυξη, η ομολογία της πίστεως, και απευθύνεται στους συγχρόνους του. Τους ομιλεί εναγωνίως για την ακαταστασία, στην οποία τους βυθίζει η πικρή εμπειρία της επαναλαμβανόμενης αποτυχίας, για την δουλοπρέπεια στην οποία κατευθύνουν τον άνθρωπο οι ιδεολογίες και οι αυτοκρατορίες, οι ειδωλολατρίες και οι ψευδοεπιστημονισμοί, επικρίνοντας πάντοτε δριμύτατα την παράλογη απαίτηση του Ουμανισμού να ερμηνεύει τον άνθρωπο διά του ανθρώπου.
Έκρινε αναγκαίο να παρουσιάσει με ένα τόσο προσωπικό ύφος την παραδοσιακή πίστη, για να κατορθώσει να προκαλέσει τον σύγχρονο άνθρωπο, να του δώσει την επιθυμία και την δυνατότητα να απωθήσει μόνος του την διαστροφή του νοήματος της ζωής, η οποία προσφέρεται σ’ αυτόν από τον Ουμανισμό σαν προφανής και δικαιολογημένη. Ο άγιος Ιουστίνος υπογραμμίζει ότι ο Ουμανισμός, για τον οποίο καυχάται η εποχή μας (ας δούμε πόσες αυταπάτες μπορεί σήμερα να καλύψει η ουμανιστική έννοια των ανθρωπίνων δικαιωμάτων), είναι ο αντίποδας του ευαγγελισμού του Θεανθρώπου, είναι η προβολή ενός παγκόσμιου ειδώλου, που η σύνθεσή του έγινε με τέτοια απάτη, ώστε να μπορεί να μας υποδουλώσει με ευκολία.
Ασφαλώς, η από τον άγιο Ιουστίνο απόδοση τέτοιων χαρακτηρισμών στον Ουμανισμό, δυσαρεστεί ένα μέρος της σύγχρονης κοινωνίας, για την οποίαν ο Ουμανισμός είναι ένα σύμβολο, που εκφράζει την ανωτερότητα του σύγχρονου πολιτισμού απέναντι όλων των προγενέστερων.
Σήμερα θέλουν, στο όνομα του Ουμανισμού, να ερμηνεύσουν το παρόν διά του παρελθόντος, τον άνθρωπο διά του ζώου και το ζώο διά της ύλης, τη θρησκεία διά της κοινωνίας και την κοινωνία διά της οικονομίας, τις αξίες διά του συμφέροντος, την ηθική ζωή διά των ενστίκτων, τη ζωή των ωρίμων διά της παιδικότητας, και τη γνώση των όντων διά της εκπαιδεύσεως. Έτσι, απορροφούν τη ζωή της Εκκλησίας εντός του κοινωνικού γίγνεσθαι και της εγκοσμιότητας, ελαχιστοποιούν το ιερό στην αίσθηση της προσωπικής ευαισθησίας, και την ποιμαντική στη διοικητική διεκπεραίωση και εξάσκηση του καθήκοντος.
Η απαράδεκτη απαίτηση του Ουμανισμού είναι να μας εντάξει σ’ ένα απόλυτο και προκαθορισμένο αναπτυξιακό πρόγραμμα­, ενός παγκόσμιου κανόνα που παρέχει τη δυνατότητα ερμηνείας όλων των αναζητήσεων του παρελθόντος – προ πάντων του Χριστιανισμού – ως απλών σταθμών στην πορεία της σταδιακής εξελίξεως. Έτσι, λίγο-λίγο θα διαμορφωθεί μία κοινή δογματική διδασκαλία, που τείνει να γίνει μοναδικός τρόπος σκέψεως στη Δύση, και που φιλοδοξεί να εκτείνει την επιρροή της σ’ όλη τη γη, εμφανιζόμενη ως κανόνας της παγκόσμιας προόδου, ως ένας δογματικός Ουμανισμός, ως χειραφέτηση που οδηγεί μεν στη λήθη των «μεσαιωνικών προλήψεων», ανοίγει δε επί τέλους τον δρόμο της αρμονικής αναπτύξεως των ανθρωπίνων σχέσεων. Παρουσιάζοντας μάλιστα τη θρησκεία, ιδιαιτέρως στα σχολεία, σαν μία σύνθεση για απλή κατανάλωση, εργάζονται για την παρουσίασή της, ως είδους ξεπερασμένου. Εμποδίζουν πλέον την κυκλοφορία βιβλίων, τα οποία δεν παρουσιάζουν τη θρησκείαν ως αντικείμενο πολυσυζητημένο, ξεπερασμένο, μουσειακό. Ενσπείρουν παγκοσμίως την αμφιβολία και την υποψία για τη θρησκεία. Η πίστη εξορίζεται στην τάξη, στο επίπεδο του αρχαϊσμού, η αποκάλυψη είναι άχρηστη ως μη εμπορεύσιμη, και η λειτουργική τάξη, το λειτουργικό Τυπικό, είναι, κατά την αντίληψη του Ουμανισμού, κάτι το «λαογραφικό», ένα σύνολο λατρευτικών εθίμων των αφελών θρησκόληπτων ανθρώπων.
Ενώπιον της προβαλλόμενης αυτάρκειας, ο όσιος Ιουστίνος κατ’ επανάληψη υπενθυμίζει τη ριζική αποτυχία του Ουμανισμού, την οριστική αδυναμία κάθε ιδεολογίας στη μάχη κατά της αμαρτίας, του θανάτου και του Διαβόλου. Στους ισχυρισμούς του Ουμανισμού αντιπαραθέτει το Ευαγγέλιο του Θεανθρώπου, αποδεικνύοντας ακαταπαύστα την πλήρη ιδεολογική αντίθεση του Ουμανισμού προς την εν Χριστώ ζωή. Αυτός είναι ένας ανθρωπισμός με κέντρο τον υπεράνθρωπο, ο οποίος μάταια προσπαθεί να αντιταχθεί, να επαναστατήσει εναντίον του Ευαγγελίου του Θεανθρώπου. Έτσι, ο άγιος Ιουστίνος καταγγέλλει σταθερά τα δελεάσματα και τις άπατες των διαφόρων μορφών του Ουμανισμού, που θεωρεί τον άνθρωπο «ως το μέτρον πά­σης αξίας», ενώ δεν παύει να επαναλαμβάνει σταθερά ότι «μέτρον πάν­των» είναι ο Θεάνθρωπος.
Αν η σκέψη του οσίου Ιουστίνου παρουσιάζει κάποια πρωτοτυπία, αυτό οφείλεται στην αρνητική του στάση απέναντι στον Ουμανισμό. Εν τούτοις, οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι ο άγιος Ιουστίνος μένει πάντοτε και σε όλα απολύτως πιστός στην αυθεντική παράδοση των αγίων Πατέρων της Εκκλησίας, γεγονός που φαίνεται ήδη ως ολοκληρωτική ρήξη με όλες τις προσπάθειες αναπροσαρμογής και εκσυγχρονισμού στην έκφραση της χριστιανικής πίστεως, τόσον συνηθισμένο στις μέρες μας. Υπογραμμίζει ακατάπαυστα την παραδοξότητα της ανθρώπινης υπάρξεως, την κλήση του ανθρώπου να ενωθεί με το Σώμα του Θεανθρώπου, δηλαδή με την Εκκλησίας, υπενθυμίζοντας την λογικότητά μας , ο άγιος Ιουστίνος αποδεικνύεται πιστός διάδοχος του αγίου Μαξίμου του Ομολογητή και των Καππαδοκών πατέρων, καθώς και όλης της παραδόσεως των αγίων Πατέρων της Εκκλησίας, τους οποίους, από θεία πρόνοια, έκανε επίκαιρους για την εποχή μας. Μ’ αυτό τον τρόπο μας προσφέρει τα μέσα για απώθηση και πλήρη απομάκρυνση από μας της παραφροσύνης και της πλάνης της Δύσεως.
Επομένως, ο τρόπος με τον οποίον ο όσιος Ιουστίνος χρησιμοποίει τους αγίους Πατέρες είναι, κατά κάποιο τρόπο, ιδιαίτερος και αποκαλυπτικός: τους χρησιμοποιεί για να του διδάξουν με την προσευχή, την εμπνευσμένη τους διδασκαλία, την οποίαν η Εκκλησία αναγνώρισε σ’ αυτούς ως ιδιαίτερο χάρισμά τους. Πολλές φορές στα κείμενά του διατρέχει – δίχως να το διατυπώνει σαφώς – κάποιες λεπτομέρειες από την ανάγνωση των Πατερικών κειμένων, για να χρησιμοποιήσει την κεντρική τους ιδέα, την οποία και επαναλαμβάνοντας κατ’ εξακολούθηση οδηγείται σε εμβάθυνση στο ουσιαστικό νόημά της. Ο άγιος Ιουστίνος μετέφραζε «εκ των έσω» την παράδοση της Εκκλησίας, για να επιτύχει την αληθινή εξομοίωση της δικής του σκέψεως με την παράδοση αυτή.
Επωφελείτο πάντοτε τους αγίους Πατέρες, διότι εύρισκε σ’ αυτούς την ίδια και μοναδική έκφραση της Εκκλησίας. Γι’ αυτόν, η σκέψη των αγίων Πατέρων είναι πάντοτε υλικό διαχρονικό, είναι διεργασία των πηγών με τα εκάστοτε τρέχοντα πνευματικά ρεύματα, των επαναστάσεων, των δυσχερειών, των διαφοροποιήσεων και των διαμορφώσεων, των διαφόρων σχολών και των επί μέρους παραδόσεων. Η διδασκαλία του άρχιζε πάντοτε με τη φράση: «Ούτος ο Άγιος διδάσκει ημάς ότι…», έκφραση επαναλαμβανόμενη συχνά με κάποια  ιδιαιτερότητα για την αγιότητα κάθε Πατρός και τη θέση, την αποστολή, την οποίαν εμπιστεύθηκε σ’ αυτόν η θεία Πρόνοια χάριν της Εκκλησίας. Η διδασκομένη από τους αγίους Πατέρες αλήθεια, μεταφερθείσα σε μας προς βίωση της ελευθερίας του πνεύματος με την εμπειρία της σωτηρίας, μας αποκαλύπτεται ως καρπός μακράς ασκήσεως. Δεν είναι αποτέλεσμα επιστημονικής έρευνας, η δε οικοδόμηση ενός συστήματος καμία βοήθεια ή χρήσιμη κριτική μπορεί να προσφέρει.
Ο όσιος Ιουστίνος σπανία διατυπώνει τις επιφυλάξεις του περί της ακαδημαϊκής θεολογίας, περί των αναλυτικών μεθόδων της, περί της έρευνας των «σοφών» επί του νοήματος της Αγίας Γραφής, ή περί του εκκλησιολογικού ορθολογισμού. Αρκείται στην ειρηνική επαναβεβαίωση της πλέον καταπληκτικής αλήθειας, που μεταλαμπαδεύτηκε σε μας από την παράδοση των αγίων Πατέρων της Εκκλησίας: «Ο Θεός γέγονεν άνθρωπος, ίνα Θεόν τον άνθρωπον απεργάσηται». Γεγονός που του επιτρέπει να παρουσιάσει ότι ο Θεάνθρωπος Χριστός είναι η ανακεφαλαίωση όλης της ανθρωπότητας, ώστε καθ’ ένας από μας , μαζί με όλη την κτίση, μπορεί να φανερώσει ολόκληρη την έκφραση της «λογικότητος». Έτσι, ο Θεάνθρωπος αποκαλύπτεται ως το ανεπίγνωστο αντικείμενο όλων των εμπνεύσεων, Αυτός που είναι ο μόνος δυνάμενος να προσφέρει σε μας την ικανότητα απωθήσεως άπαξ διά παντός, όλων των φαινομενικών και επίπλαστων υπηρεσιών του υπερανθρώπου.
Είναι και τούτο καρπός μιας μακροχρόνιας πορείας. Από το 1920 ο τότε ιερομόναχος Ιουστίνος εντάχθηκε στην ασκητικοθεολογική σχολή του αγίου Μακαρίου, στο οποίο και αφιέρωσε την διδακτορική του διατριβή. Σε τούτο το σύγγραμμά του διαπιστώνεται η μέριμνά του προς σύνδεση της πρακτικής ασκήσεως (βιωμένης ως θεολογικού εμπλουτισμού του προσώπου) με τη συμμετοχή στα ιερά μυστήρια της Εκκλησίας, και ως συνεργίας της εσωτερικής προσευχής με την παραδεδομένη από την Ορθόδοξη Εκκλησία ομολογιακή δογματική παράδοση.
Έτσι, ο όσιος Ιουστίνος μπορεί να συνδέσει τους δογματικούς όρους προς τις απαιτήσεις του πνευματικού πολέμου, διά του οποίου καθ’ ένας από μας είναι προσκεκλημένος να συμμετάσχει στο μυστήριο της σωτηρίας. Ο πόλεμος αυτός ίσταται αντιμέτωπος προς τον απρόσωπο χαρακτήρα της ψυχολογικής επιλύσεως των προβλημάτων, διά του οποίου σήμερα κάποιοι από μας προσδοκούν την επίτευξη της βελτιώσεως τους. Η αυθεντία των ψευδοδιδασκάλων της ψυχολογικής ισορροπίας είναι τόσον εφήμερη, όσο περισσότερο ισχυρίζεται αυτή ότι στηρίζεται στην παγκοσμία γνώση, την οποία τοποθετεί υπεράνω, κατ’ αυτούς, στην αγνωσία μας, την οποίαν καλούμεθα απ’ αυτούς να βιώσουμε ενοχικά. Πρόκειται ακριβώς για ένα ισχυρό πειρασμό, που προσπαθεί να ζωογονήσει τις πηγές της πνευματικής ζωής για δελεασμό του ανθρώπου. Όμως, μόνον ο Θεάνθρωπος μπορεί να αποκαταστήσει αληθινά την εικόνα Του μέσα μας, στη καρδιά μας, και να χορτάσει τη δίψα μας με τα ιερά Μυστήρια – ιδιαιτέρως μάλιστα της θείας Ευχαριστίας – σε συνδυασμό με τη συμμετοχή μας στην άσκηση των αγίων αρετών – πρώτη των οποίων είναι η πίστη στον Θεάνθρωπο, την κεφαλήν του σώματος της Εκκλησίας.
Για μας, τους δυτικόπληκτους του 20ού αιώνα, το προσκλητήριο του οσίου Ιουστίνου είναι μία αληθινή μεθοδολογική ανατροπή. Πρέπει μάλλον να μιλήσουμε για μια γνωσιολογική ανατροπή, εφ’ όσον η σωτηρία της γνωσιολογίας του ανθρώπου έχει για τον άγιο Πατέρα κεφαλαιώδη σημασία, εκείνην ακριβώς τη σημασία που έχει στη βαθειά σκέψη του αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου: «Η γνώσις ουκ έστι το φως, αλλά το φως η γνώσις υπάρχει». Ολόκληρη η σύγχρονη δυτική γνωσιολογία έχει ακριβώς κατεύθυνση αντίθετη. Η αληθινή μεθοδολογική ανατροπή είναι εκείνη που απέκτησε ο άνθρωπος όταν έκτιζε τον πύργο της Βαβέλ, τον δυτικό ορθολογισμό, όχι μόνον εκείνον της Αναγεννήσεως και της εποχής της γαλλικής Επαναστάσεως, αλλά πολλών αιώνων πριν την έναρξη των συντονισμένων επιχειρήσεων για εκρίζωση του Χριστιανισμού από τη Δύση, τον μεγάλο πειρασμό του Υπερανθρώπου.


Ο άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς

Το έργο του αγίου Ιουστίνου, η ουσιαστική συνεισφορά του για τη θεραπεία της πνευματικής ασθένειας της εποχής μας, προχωρεί περισσότερο. Αν, σε ολόκληρο το συγγραφικό του έργο, γίνεται συνεχώς επίκληση του Θεανθρώπου, αυτό γίνεται για να υπογραμμιστεί στην εποχή μας, και σε πείσμα της, ότι η «Θεανθρωπότης» είναι το μέτρο και το κριτήριο όλων των αξιών, και ότι ο Θεάνθρωπος, ο οποίος αποκαλύπτεται στον άνθρωπο ως ο αυθεντικός άνθρωπος, είναι ο σκοπός για τον οποίον είναι «κεκλημένος εις την θέωσιν του προσώπου του διά της ολοκληρώσεως αυτού εν τη Εκκλησία», η οποία είναι αυτό τούτο το Σώμα του Θεανθρώπου.
Έτσι, το έργο του οσίου Ιουστίνου παρουσιάζει μία συνεχή περιφρόνηση όλων των πειρασμών μειώσεως της θεανθρώπινης αλήθειας του Ευαγγελίου απέναντι στις απαιτήσεις μιας ιδεολογίας. Μας υπενθυμίζει ότι, στην παραβολή του Καλού Σαμαρείτη, ο Χριστός είναι αυτός ο ίδιος ο πλησίον, ο πλησιέστερος πλησίον του ανθρώπου, αυτός τον οποίον κυρίως και ιδιαιτέρως θα έπρεπε να αγαπά ο άνθρωπος. Είναι η πλέον εκπληκτική διαβεβαίωση του Ευαγγελίου, εμπρός στην οποία όλοι οι πειρασμοί του μοντερνισμού και της εκκοσμικεύσεως της Εκκλησίας καταντούν αδύναμα ιδεολογήματα, ανίκανα να επηρεάσουν τους επαναστάτες. Τα ιδεολογήματα αυτά προσπαθούν να αδειάσουν, «να κενώσουν» τον Χριστιανισμό απ’ όλα τα θαυμαστά και υπερφυσικά του στοιχεία, εκείνων που φαίνονται απίθανα στους πολλούς, με την ελπίδα να τον κάνουν αποδεκτό στη διεφθαρμένη κοινωνία μας.
Στην παραβολή αυτή του Καλού Σαμαρείτη, στηρίζονται όλες οι σύγχρονες ερμηνευτικές απόπειρες, οι οποίες δεν γνωρίζουν πώς να εξηγήσουν γιατί ο Κύριος παρουσιάζει τον Καλό Σαμαρείτη – προφανώς τον εαυτόν του – ως τον πλησίον που αγαπά τον τραυματισθέντα από τους ληστές άνθρωπο, αν και, ως γνωστόν, η πρόθεση είναι η δική μας διδασκαλία προς μίμηση του Καλού Σαμαρείτη, που ευεργετεί τον πλησίον του.
Για τον όσιο Ιουστίνο, η χριστιανική οδός, η οδός του Θεανθρώπου, βρίσκεται εκ διαμέτρου αντίθετη εκείνης του Ουμανισμού. Η αρχή, βάσει της οποίας «μέτρον πάντων είναι ο άνθρωπος», φανερώνει στην πραγματικότητα ότι «μέτρον πάντων είναι η αμαρτία», το οποίον σημαίνει ότι «μέτρον πάντων είναι ο Διάβολος». Τίποτε δεν μπορεί να είναι περισσότερο ξένο στη σκέψη του αγίου Ιουστίνου από την αποδοχή της αλλοιώσεως – μιας αλλοιώσεως ήδη παλαιάς για τη Δύση- στην Κυριακή προσευχή, και στη φράση: «Τον άρτον ημών τον επιούσιον δος ημίν σήμερον». Μιας αλλοιώσεως που περιορίζει την έννοια του άρτου μόνο στην ύλη, και την αποστολή της χριστιανικής πίστεως στην κοινωνική δραστηριότητα, για να καταλήξει η τελική αίτηση: «Αλλά ρύσαι ημάς από του πονηρού», σε αίτηση απλής ηθικής βελτιώσεως, δηλαδή σε απαλλαγή από ένα αφηρημένο κακό. Ο καθημερινός αγώνας του Χριστιανού είναι εναντίον της δυνάμεως εκείνης, η οποία προσπάθησε να επιβάλει σε μας ένα καθοριστικό δικαίωμα κατοχής· γι’ αυτό είναι αγώνας τρομερός και προσωπικός.
Η πνευματική ζωή προϋποθέτει τον προσωπικό αυτό αγώνα, και αυτό ποτέ δεν λησμονήθηκε από την Εκκλησία, που εορτάζει τους αγίους ασκητές και ψάλλει, στη έναρξη της Τεσσαρακοστής, τον τελευταίο στίχο του Ψαλμού, που εξηγεί πως οι βιαστές μπορούν να κερδίσουν τη Βασιλεία των ουρανών. Ο ακαδημαϊκός θεολόγος, η επιστημονική ερμηνευτική ανάγνωση της Αγίας Γραφής, η εκκλησιαστική παραγωγή, ο ηθικισμός, σχηματίζουν εδώ ένα ανυπόφορο αδιέξοδο που πρέπει οπωσδήποτε να ξεπεραστεί.
Ο όσιος Ιουστίνος απορρίπτει τις ιδεολογίες, που νομίζουν ότι εκσυγχρονίζουν τον Χριστιανισμό, ενώ στην πραγματικότητα τον παραμορφώνουν. Αυτές είναι απλώς ιδεολογίες του υπερανθρώπου, ο οποίος διατείνεται ότι μπορεί να βοηθήσει την αποκάλυψη του Θεανθρώ­που. Εναντίον αυτών των ιδεολογιών ο άγιος Ιουστίνος διακήρυξε, στο εναρκτήριο μάθημα της έδρας της Δογματικής θεολογίας, το 1934, και στον επίλογο της «Δογματικής» του μετά από σαράντα χρόνια, ότι μόνον ο Θεάνθρωπος μπορεί να μας προσφέρει την υπέρτατη αξία και το υπέρτατο κριτήριο όλων των πραγμάτων.
Οι ιδεολογίες, οι οποίες από παλιά προσπάθησαν να εξομαλύνουν, να εξουδετερώσουν το Ευαγγέλιο του Χριστού, την αλήθεια της Ορθοδοξίας, συσχηματίζοντάς την, με τις ανορθόδοξες παραδόσεις, πρόσφατα προχώρησαν ένα ακόμη βήμα· στη διαθρησκειακή σύνθεση. Η σύνθεση αυτή αναγνωρίζει την ύπαρξη πολλών κλάδων του μοναδικού σώματος της Εκκλησίας του Χριστού· αναμένεται ο εγκεντρισμός και περισσοτέρων κεφαλών. Αλλ’ «ο Κύριος εκγελάσεται διαλογισμούς ματαίους αυτών». Η οδός, την οποίαν ανοίγει σε μας ο Θε­άνθρωπος, είναι άλλης κατηγορίας. Παρ’ ό,τι ο ανθρωπισμός χρησιμοποίει πλήθος βιβλικών παραπομπών, για να εντάξει τον Χριστιανισμό ανάμεσα στις τρεις μονοθεϊστικές θρησκείες, ο Θεάνθρωπος δεν μπαίνει σε αυτή τη σειρά, μένει ανένταχτος.
Ο δρόμος, που μας ανοίγει, δεν είναι απλώς μία διδασκαλία· είναι ο δρόμος της ιδίας της πραγματικότητας της θεανθρώπινης ζωής μέσα στο σώμα της Εκκλησίας. Κάθε εξομοίωση και κάθε σύγκριση, συσχέτιση και αναθεώρηση, παραμορφώνουν την αδιαμφισβήτητη ιδιαιτερότητά της, τη ριζική πρωτοτυπία της, την οποίαν έχει από το γεγονός της αποκαλύψεως του Θεανθρώπου. Στην αρχαιότατη και αδιαφιλονίκητη διαπίστωση του Εκκλησιαστή: «Ουδέν καινόν (νέο) υπό τον ήλιον», ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός άπαντα ότι ο Χριστός είναι «το μόνον καινόν υπό τον ήλιον». Ο άγιος Ιουστίνος συχνά θυμάται τη φράση αυτή του αρχηγού της Δογματικής. Πράγματι, ο Θεάνθρωπος είναι ο μοναδικός και ανεπανάληπτος ανακαινιστής, ανάμεσα σε τόσες κουραστικές επαναλαμβανόμενες ιδεολογίες, θρησκευτικών και φιλοσοφικών συστημάτων, κατ’ ουσίαν ποικιλόμορφων μετασχηματισμών της αρχικής ειδωλολατρίας.
Η αμφισβήτηση της παντοτινής επικαιρότητας της οδού του Θεανθρώπου θα οδηγήσει στην απόρριψη του ίδιου του Θεανθρώπου Χριστού, στην εκμηδένιση του έργου της σωτηρίας. Η σύμπηξη κοινωνίας μεταξύ του Ευαγγελίου του Χριστού και των άλλων θρησκειών είναι μεγάλο κακό, διότι «τίς συμφώνησις Χριστώ προς Βελίαλ»;(ποιά, δηλ., σχέση υπάρχει μεταξύ Χριστού και διαβόλου;)
Το Ευαγγέλιο του Θεανθρώπου, στη μοναδική του πρωτοτυπία, είναι σφραγισμένο με την ενότητα και τη μοναδικότητα. Το Ευαγγέλιο αυτό έφθασε έως εμάς με την ιερά Παράδοση της Ορθοδόξου Εκκλησίας, στην οποία διδάσκεται η γραπτή παράδοση του Ευαγγελίου, που επιβεβαιώνεται με την προφορική Παράδοση, τη Θεολογία, τη θεία Λειτουργία, τους ιερούς Κανόνες, τη μαρτυρία των αγίων Πατέρων και των ιερών Συνόδων, των αγίων Ασκητών και των αγίων Μαρτύρων και των θαυμάτων τους. Η παράδοση της Ορθοδόξου Εκκλησίας έχει την εγγύηση της χαρισματικής συνέχειας από τους αγίους Αποστόλους, την αδιάσπαστη διαδοχή των Ορθοδόξων επισκόπων, που ανανεώνουν το συνεχές θαύμα της Πεντηκοστής, όπως υπογραμμίζει ο όσιος Ιουστίνος στο υπόμνημά του περί της αποστολικότητας της Εκκλησίας, λέγοντας στο τέλος:
«Ναι, η Εκκλησία υπάρχει, και κανείς δεν μπορεί να διαφύγει την πρόκληση: Θέλεις να ενσωματωθείς σε αυτή;
Ναι, η Εκκλησία υπάρχει, και μόνο αυτή μπορεί να εξασφαλίσει στον άνθρωπο τον άρτο τον αληθινά επιούσιο, που τον κάνει αδελφό του Χριστού και υιό του Θεού.
Ναι, η Εκκλησία υπάρχει, ζώσα πάντοτε σταθερά – εντός του μεταβαλλόμενου κόσμου -ό,τι ακριβώς ο Κύριος δίδαξε αυτή να λέγει και να πράττει, δηλαδή τη μετοχή στα ιερά Μυστήρια και την άσκηση των αγίων αρετών, μέχρι και αυτών των πλέον ταπεινών εκδηλώσεων της ευσέβειας.

Ναι, η Εκκλησία υπάρχει, επωμισμένη πάντοτε την εντολή να φανερώνει τη μορφή του Θεανθρώπου, του μοναδικού φίλου του ανθρώπου και πλησιέστερου όλων των πλησίον του.
Ναι, η Εκκλησία υπάρχει, διασώζουσα με ζήλο θαυμαστό τη μαρτυρία και την εικόνα της αποκαλύψεως των μυστηρίων της Θεολογίας και της θείας Οικονομίας.
Ναι, η Εκκλησία υπάρχει, υπό την καθοδήγηση των Αποστόλων του Κυρίου και των διαδόχων τους, των «εις τύπον και τόπον Χριστού» ορθοδόξων επισκόπων.
Ναι, η Εκκλησία υπάρχει και διατηρεί αλώβητη την θεανθρώπινη ιδιοπροσωπία της, παρά τις ακαλαίσθητες επεμβάσεις της εποχής μας με «τα φτιασιδώματα» των φιλοφρονήσεων και των λαμπρών εκδηλώσεων, που καλύπτουν την ακεραιότητα της».
πηγή: Το κείμενο δημοσιεύθηκε, σαν παράρτημα και χωρίς τίτλο, στο βιβλίο: Père Justin Popovitch, Philosophie Orthodoxe de la Verite, Dogmatique de l’ Eglise Orthodoxe, tome 5, traduit du serbe par Jean-Louis Palierne, ed. “ L’ Age d’ Homme” Lausanne 1997, σ. 457- 464. Μετεφράσθη δε ύπό τοϋ άρχιμανδρίτου Νικοδήμου Μπαρούση και, λόγω της επισήμου πλέον ανακηρύξεως της αγιότητος του Σέρβου ιερομονάχου Ιουστίνου (Πόποβιτς), αντί της προσφωνήσεως: «πατήρ Ιουστίνος» αναφέρεται αυτός ως: «άγιος Ιουστίνος».

Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς († 1979) Το ανθρώπινο πνεύμα δεν είναι ένα αυτόματο και νεκρό μηχάνημα

Γίνεται κατανοητό, ότι το ανθρώπινο πνεύμα δεν είναι ένα αυτόματο και νεκρό μηχάνημα, με το οποίο το Άγιο Πνεύμα ενεργεί και πράττει, αλλά ζωντανός συνεργάτης του Αγίου Πνεύματος. Με την επίδραση του Αγίου Πνεύματος όλος ο άνθρωπος μετατρέπεται σε «πράξη», «ενέργεια». Και με την βοήθεια των αγίων αρετών μετατρέπει τις «Θεο-κεχαριτωμένες» δυνάμεις του Αγίου Πνεύματος σε δικές του δυνάμεις. Τις μεταφέρει σε κάθε «συστατικό» της υπάρξεώς του, τις εκχέει σ’ ολόκληρο τον εαυτό του και αυτές συμμετέχουν σε όλες τις σκέψεις του, σε όλα τα αισθήματά του, στις θελήσεις του, στις ενέργειες του και σε όλους τους λόγους του. Με μια λέξη, στην ολόπλευρη ζωή του.
Γι’ αυτό με την ευλογία, με την χάρη του Αγίου Πνεύματος ο άνθρωπος καθαρίζει από την αμαρτία, ανανεώνει, ανακαινουργώνει, αγιάζει, αγιοποιεί, μεταμορφώνει όλα τα όργανα του πνεύματός του, όργανα επίγνωσης και αισθήσεως: καρδιά, νου, ψυχή, θέλημα, έτσι ώστε αυτά μπορούν πλέον να μην υποκύπτουν στην αμαρτία, να εξουδετερώνουν το σκοτάδι της αμαρτίας, μπορούν πλέον να μη ναρκώνονται από την παράλυση του -οιουδήποτε- πάθους, από την παράλυση των παθών και να προσβλέπουν σε όλα τα θεϊκά αγαθά, τα οποία προσφέρει, δίνει σε μας ο φιλάνθρωπος Κύριος Ιησούς Χριστός. Αυτό το μυστήριο μας αποκαλύπτει ο «περίφροντις» (ο πολύ φροντίζων) για την σωτηρία μας Απόστολος, προσευχόμενος στον Θεό για τους χριστιανούς, για καθαρή καρδιά, για καρδιά «αποκαθαρμένη», «εξαγιασμένη» και «πεφωτισμένη» με την χάρη του Αγίου Πνεύματος. «Τον παρακαλώ να φωτίζει τους οφθαλμούς της καρδιάς σας, για να βλέπετε πιο ξεκάθαρα ποιό είναι τα μελλοντικά αγαθά για τα οποία σας κάλεσε, πόσο λαμπρή και πλούσια είναι η κληρονομιά που έχει ετοιμάσει για τους δικούς του, και με πόσο υπερβολικά μεγάλη δύναμη ενεργεί σε μας που πιστεύουμε». («Πεφωτισμένους τους οφθαλμούς της καρδίας υμών, εις το ειδέναι υμάς τις έστιν, η ελπίς της κλήσεως αυτού, και τις ο πλούτος της δόξης της κληρονομίας αυτού εν τοις αγίοις, και τι το υπερβάλλον μέγεθος της δυνάμεως αυτού εις ημάς τους πιστεύοντας κατά την ενέργειαν του κράτους της ισχύος αυτού»). Οφθαλμοί της καρδιάς είναι η πίστη. Γιατί η πίστη καθίσταται το «βλέμμα» της ψυχής μας. «Βλέμμα» το οποίο βλέπει τον «μη ορώμενον» και το «μη δρώμενο». Βλέπει τον αόρατο Θεό στον ορατό άνθρωπο Ιησού, βλέπει τις αναρίθμητες «αόρατες» κεχαριτωμένες δυνάμεις Του, οι οποίες με την εκκλησία οικοδομούν την σωτηρία των ανθρώπων, του κόσμου, των δημιουργημάτων: και την δική μου σωτηρία και την δική σου και όλων των δικαίων, αλλά και όλων των αμαρτωλών (που έχουν καλή προαίρεση και την εκφράζουν με την μετάνοια).
Γι’ αυτό και μείς, διαμέσου αυτού του γήινου κόσμου και διαμέσου όλων «των κόσμων» γενικά, «διά πίστεως περιπατούμεν, ου διά είδους» (Β’ Κορινθ. 5,7), «διά πίστεως», η οποία είναι το «βλέμμα» της ψυχής μας, της «κεχαριτωμένης», της «εξαγιασμένης», της «μεταμορφωμένης» ψυχής μας. Σε μάς η χριστιανική πίστη είναι κάτι το μοναδικό, είναι ο πρώτος αθάνατος και ο «παν-ορών» οφθαλμός της «εν χάριτι» ευρισκομένης ψυχής μας, η αγάπη είναι ο δεύτερος οφθαλμός, η προσευχή ο τρίτος, η ελπίδα ο τέταρτος, η νηστεία ο πέμπτος οφθαλμός, η ταπείνωση ο έκτος, η πραότης ο έβδομος, η υπομονή ο όγδοος, η Αγία Κοινωνία ο ένατος και η Αγία μετάνοια ο δέκατος οφθαλμός και με την σειρά αυτή, όλα τα άγια μυστήρια και οι άγιες αρετές είναι ο αναρίθμητος αριθμός «οφθαλμών» μας, οφθαλμών που βλέπουν τα πάντα, οφθαλμών που προσβλέπουν στον ουρανό, οφθαλμών που βλέπουν και γνωρίζουν την αλήθεια.

Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς († 1979) Ανάσταση: Η σύνοψη της ευαγγελικής αλήθειας

Εγώ είμαι η Ανάσταση και η Ζωή.
Εάν υπάρχει μια αλήθεια στην οποία θα μπορούσαν να συνοψισθούν όλες οι ευαγγελικές αλήθειες, η αλήθεια αυτή θα ήταν η ανάσταση του Χριστού. Και ακόμη, εάν υπάρχει μια πραγματικότητα στην οποία θα μπορούσαν να συνοψισθούν όλες οι καινοδιαθηκικές πραγματικότητες, η πραγματικότητα αυτή θα ήταν η ανάσταση του Χριστού. Μόνο στην ανάσταση του Χριστού εξηγούνται όλα τα θαύματά Του, όλες οι αλήθειες Του, όλα τα λόγια Του, όλα τα γεγονότα της Καινής Διαθήκης.
Μέχρι την ανάστασή Του ο Κύριος δίδασκε για την αιώνια ζωή, αλλά με την ανάστασή Του έδειξε ότι ο Ίδιος όντως είναι η αιώνια ζωή. Μέχρι την ανάστασή Του δίδασκε για την ανάσταση των νεκρών, αλλά με την ανάστασή Του έδειξε ότι ο Ίδιος είναι πράγματι η ανάσταση των νεκρών. Μέχρι την ανάστασή Του δίδασκε ότι η πίστη σ’ Αυτόν μεταφέρει εκ του θανάτου εις την ζωήν, αλλά με την ανάστασή Του έδειξε ότι ο Ίδιος νίκησε το θάνατο και έτσι εξασφάλισε στους θανατωμένους ανθρώπους τη μετάβαση εκ του θανάτου στην ανάσταση.
anastasinopsi2
Με την αμαρτία ο άνθρωπος έγινε θνητός και πεπερασμένος· με την ανάσταση του Θεανθρώπου γίνεται αθάνατος και αιώνιος. Σ’ αυτό δε ακριβώς έγκειται η δύναμη και το κράτος και η παντοδυναμία της του Χριστού αναστάσεως. Και για αυτό χωρίς την ανάσταση του Χριστού δεν θα υπήρχε καν ο Χριστιανισμός. Μεταξύ των θαυμάτων η ανάσταση του Κυρίου είναι το μεγαλύτερο θαύμα. Όλα τα άλλα θαύματα πηγάζουν από αυτό και συνοψίζονται σ’ αυτό. Απ’ αυτό πηγάζουν η πίστη και η αγάπη και η ελπίδα και η προσευχή και η θεοσέβεια. Αυτό είναι εκείνο το οποίο καμία άλλη θρησκεία δεν έχει· αυτό είναι εκείνο το οποίο ανυψώνει τον Κύριο υπεράνω όλων των ανθρώπων και των θεών. Αυτό είναι εκείνο το οποίο κατά τρόπο μοναδικό και αναμφισβήτητο δείχνει και αποδεικνύει ότι ο Ιησούς Χριστός είναι ο μόνος αληθινός Θεός και Κύριος σε όλους τους ορατούς και αόρατους κόσμους.
Το ότι ο άνθρωπος πιστεύει αληθινά στον Αναστάντα Κύριο το αποδεικνύει με το να αγωνίζεται κατά της αμαρτίας και των παθών και εάν μεν αγωνίζεται, πρέπει να γνωρίζει ότι αγωνίζεται για την αθανασία και την αιώνια ζωή. Εάν όμως δεν αγωνίζεται, τότε μάταιη η πίστη του! Διότι, εάν η πίστη του ανθρώπου δεν είναι αγώνας για την αθανασία και την αιωνιότητα, τότε τί είναι; Εάν με την πίστη στο Χριστό δεν φθάνει κανείς στην αθανασία και την επί του θανάτου νίκη, τότε προς τί η πίστη μας; Εάν ο Χριστός δεν αναστήθηκε, τούτο σημαίνει ότι η αμαρτία και ο θάνατος δεν έχουν νικηθεί. Εάν δε δεν έχουν αυτά τα δύο νικηθεί, τότε γιατί να πιστεύει κανείς στο Χριστό; Εκείνος όμως ο οποίος με την πίστη στον Αναστάντα Χριστό αγωνίζεται εναντίον κάθε αμαρτίας του, αυτός ενισχύει σιγά-σιγά μέσα του την αίσθηση ότι ο Κύριος πραγματικά αναστήθηκε, άμβλυνε το κέντρο του θανάτου, νίκησε το θάνατο σε όλα τα μέτωπα της μάχης.
Χωρίς την ανάσταση δεν υπάρχει ούτε στον ουρανό ούτε κάτω από τον ουρανό τίποτε πιο παράλογο από τον κόσμο αυτό ούτε μεγαλύτερη απελπισία από τη ζωή αυτή, δίχως αθανασία. Σ’ όλους τους κόσμους δεν υπάρχει περισσότερο δυστυχισμένη ύπαρξη από τον άνθρωπο, που δεν πιστεύει στην ανάσταση των νεκρών. Γι’ αυτό, για την ανθρώπινη ύπαρξη, ο Αναστημένος Κύριος είναι τα «πάντα έν πάσιν» σ’ όλους τους κόσμους: ό,τι το Ωραίο, το Καλό, το Αληθινό, το Προσφιλές, το Χαρμόσυνο, το Θείο, το Σοφό, το Αιώνιο. Αυτός είναι όλη η Αγάπη μας, όλη η Αλήθειά μας, όλη η Χαρά μας, όλο το Αγαθό μας, όλη η Ζωή μας, η Αιωνία Ζωή σε όλες τις αιωνιότητες και απεραντοσύνες.
Πηγή: «Αγία Ζώνη», Περιοδική Έκδοση Ιερού Ναού Αγίας Ζώνης Πατησίων, Τεύχος 23, Πάσχα 2011.

Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς († 1979) «Χαρά μου, γιατί είσαι άπιστη;»

«Χαρά μου, γιατί είσαι άπιστη;»Και μετά την μακαρία κοίμησί του ο όσιος Σεραφείμ επιτελούσε θαύματα και θεράπευε όλους, όσοι με πίστι απευθύνονταν σ’ αυτόν. Συνέχισε να φανερώνη στους ανθρώπους την θαυμαστή συμπάσχουσα αγάπη του, την οποία συνεχώς φανέρωνε και κατά την επίγεια ζωή του προσαγορεύοντας τον καθένα με ανέκφραστη καλωσύνη: «Χαρά μου!» Συχνά εμφανιζόταν στους πατέρες του Σάρωφ και στις αδελφές του Ντιβιέγιεβο για να τους θεραπεύη και να τους παρηγορή.
Έξι μήνες μετά την εκδημία του, μία αδελφή του Ντιβιέγεβο δαιμονίσθηκε. Κάποια νύκτα είδε στον ύπνο της ότι βρισκόταν στην εκκλησία, όπου ήταν και ο όσιος Σεραφείμ· αυτός με μία άλλη παρευρισκομένη εκεί αδελφή, την έπιασε από το χέρι, την περιέφερε γύρω από την Αγία Τράπεζα και αυτή αισθάνθηκε ξαφνικά καλά και ανάλαφρα. Όταν εξύπνησε σταυροκοπήθηκε και σηκώθηκε εντελώς καλά. Έκτοτε δεν ενοχλήθηκε ποτέ πλέον από τα δαιμόνια.
Άλλη αδελφή του Ντιβιέγιεβο αρρώστησε βαρειά από τα μάτια της. Παραμονές της πρωτοχρονιάς του 1835 είδε σε όνειρο ότι βρισκόταν στο ναό της Παναγίας του Τύχβιν. Από την Ωραία Πύλη βγήκε ο όσιος Σεραφείμ, της έδωσε τον αέρα και την προέτρεψε να σκουπίση μ’ αυτόν τα μάτια της. Αυτή τον ερώτησε: «Εσύ είσαι, πατερούλη;» Και εκείνος απάντησε «Χαρά μου, γιατί είσαι άπιστη; Εσύ με παρακάλεσες και δεν πιστεύεις; Μα εγώ λειτουργώ σε σας». Μετά απ’ αυτό έγινε άφαντος, η δε μοναχή θεραπεύθηκε τελείως.
Ένας φημισμένος και σεβαστός ρώσος ασκητής από τον Άθωνα, ο Ιερομόναχος Σεραφείμ, ο οποίος ως μεγαλόσχημος μετονομάσθηκε Σέργιος και ήταν γνωστός με την επωνυμία ο «Αγιορείτης», στις προσωπικές του σημειώσεις έγραψε τα εξής: «Το 1849 αρρώστησα από θανατηφόρο νόσο. Δεν πίστευα ότι θα ζήσω πλέον. Με κανένα φάρμακο δεν μπορούσα ν’ ανακτήσω την υγεία και ευρωστία μου· είχα απελπισθή. Αργά όμως, το βράδυ, παραμονή πρωτοχρονιάς του 1850, άκουσα έξαφνα κάποια απαλή φωνή: «Αύριο είναι η ημέρα της Κοιμήσεως του π. Σεραφείμ, του γέροντα του Σάρωφ. Κάνε λειτουργία και μνημόσυνο υπέρ αναπαύσεως της ψυχής του και εκείνος θα σε θεραπεύση». Αυτό πολύ με παρηγόρησε. Παρ’ ότι δεν γνώρισα προσωπικά τον π. Σεραφείμ, εν τούτοις από το 1838, μετά από επίσκεψί μου στο Σάρωφ, είχα αρχίσει να τρέφω σ’ αυτόν μεγάλη αγάπη και εμπιστοσύνη. Αυτά τα αισθήματα στερεώθηκαν περισσότερο, όταν το 1839 είδα στο όνειρό μου ότι έψαλλα δυνατά και με όλη μου τη ψυχή παρακλητικό κανόνα σ’ αυτόν και έλεγα: «Όσιε πάτερ Σεραφείμ πρέσβευε υπέρ ημών!» Όταν μετά την έκτη ωδή έπρεπε να διαβάσω το Ευαγγέλιο και δεν ήξερα αν πρέπη να διαβάσω τη περικοπή για όσιους ή κάποια άλλη, άκουσα έξαφνα κάποια φωνή: «Διάβασε την 25η περικοπή του κατά Ματθαίον Ευαγγελίου». Με αυτές τις λέξεις εξύπνησα. Από την εποχή εκείνη μέχρι τώρα πιστεύω ειλικρινά, ότι ο π. Σεραφείμ είναι μεγάλος άγιος του Θεού. Αλλά ας επανέλθω στο θέμα της ασθενείας μου του 1849. Σύμφωνα με τη μυστηριώδη φωνή που μου συνιστούσε να τελέσω μνημόσυνο υπέρ του π. Σεραφείμ και επειδή εγώ δεν ήμουν εις θέσιν να ιερουργήσω, παρακάλεσα να τελεσθή λειτουργία και μνημόσυνο. Μόλις έγινε αυτό θεραπεύθηκα. Αισθάνθηκα γαλήνη ασυνήθιστη και απαλλαγή από την βία του πονηρού. Από τότε μέχρι σήμερα είμαι με τη χάρι του Θεού υγιέστατος».
Την Τρίτη της πέμπτης εβδομάδος της Μεγάλης Τεσσαρακοστής του 1858, η μοναχή του Ντιβιέγιεβο Ευδοκία μαζί με άλλες αδελφές γέμιζε με πάγο ένα πελώριο λάκκο που είχε βάθος τρία μέτρα. Απροσδόκητα γλίστρησε και έπεσε στον πυθμένα του λάκκου, όπου υπήρχαν και μερικά κομμάτια πάγου πελώρια και αιχμηρά. Από την ισχυρή αυτή πτώσι δεν πρόλαβε ούτε καν να αφήση κραυγή πόνου. Με μεγάλη προσπάθεια την ανέσυραν λιπόθυμη. Βλέποντας ότι ήταν ακόμη ζωντανή κάλεσαν ιατρό από το χωριό. Όταν μετά από μερικές ώρες συνήλθε, ο πνευματικός την εξομολόγησε και την κοινώνησε. Η δυστυχής μοναχή υπόφερε από ανυπόφορους πόνους στο μηρό και στο κεφάλι, όπου είχε πολύ μωλωπισθή. Με το παραμικρό άγγιγμα έπεφτε σε αφασία. Όταν ήλθε ο ιατρός διαπίστωσε ότι η κατάστασίς της ήταν πολύ σοβαρή. Μετά δύο εβδομάδες, κατά την διάρκεια των οποίων δεν είχε σχεδόν καθόλου κοιμηθή από τους πόνους, τα μεσάνυκτα της Μεγάλης Πέμπτης έπεσε σ’, ένα ελαφρό ύπνο και είδε σε όνειρο ότι μπήκε στο κελλί της ο όσιος Σεραφείμ και της είπε: «Ήλθα να επισκεφθώ τις ορφανούλες μου. Έχω καιρό να έλθω εδώ». Εκείνη, χύνοντας πικρά δάκρυα είπε: «Ω, πατερούλη, πόσο με πονεί ο μηρός μου!» Ο όσιος ενώνοντας τα τρία δάκτυλα του δεξιού του χεριού, σταύρωσε τρεις φορές το κτυπημένο σημείο λέγοντας: «Σου βάζω γάζα και επίδεσμο». Μετά απ’ αυτό έγινε άφαντος. Η Ευδοκία εξύπνησε και άνοιξε τα μάτια της. Στο κελλί βασίλευε απόλυτη ησυχία και αυτή ξανακοιμήθηκε. Όταν εξύπνησε πάλι στις πέντε το πρωί, είδε ότι ήταν ξαπλωμένη από την πλευρά του πληγωμένου μηρού, χωρίς να πονά καθόλου και θυμήθηκε ότι της είχε εμφανισθή ο όσιος Σεραφείμ. Όπως έλεγε η ίδια αργότερα, για πολλή ώρα αισθανόταν σαν να υπήρχε γάζα στο τραυματισμένο σημείο. Την ίδια εκείνη ημέρα, μόνη της, χωρίς την βοήθεια κανενός, σηκώθηκε από το κρεββάτι και διηγόταν σε όλους για την θαυμαστή θεραπεία της.
Πηγή: Αρχιμ. (σημ. διαχειριστού: νυν ήδη Αγίου) Ιουστίνου Πόποβιτς «Οσίου Σεραφείμ του Σάρωφ, βίος», μετάφρασις από τα Σερβικά, Βασιλική Νικολακάκη, εκδόσεις «Το περιβόλι της Παναγίας», Θεσσαλονίκη, 1983.

Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς († 1979) «Τώρα θα σας δείξω εγώ!»

«Τώρα θα σας δείξω εγώ!»Ο όσιος Σεραφείμ έσωσε επίσης μερικούς ανθρώπους από ληστές, εμφανιζόμενος κατά τρόπο θαυμαστό και απειλώντας τους κακοποιούς. Μία φορά π.χ. μία προσκυνήτρια προχωρούσε στο δάσος του Μούρομ. Έξαφνα σ’ ένα απόμερο σημείο άκουσε κραυγές για βοήθεια. Έβγαλε αμέσως μία εικονίτσα του οσίου Σεραφείμ που έφερε μαζί της και μ’ αυτήν σταύρωσε και τον εαυτόν της και το μέρος εκείνο, απ’ όπου έφθαναν οι κραυγές. Σε λίγο βρέθηκαν εκεί κοντά δύο καταπληγωμένοι άνδρες οι οποίοι είπαν ότι κάποιοι ληστές ήθελαν να τους σκοτώσουν, αλλά ξαφνικά το έβαλαν στα πόδια. Οι ίδιοι αυτοί ληστές συνελήφθησαν αργότερα και μετανοημένοι διηγήθηκαν ότι όταν ετοιμάζονταν να δώσουν στα θύματά τους το τελειωτικό κτύπημα πρόβαλε ξαφνικά από το δάσος ένας ασπρομάλλης και κυρτωμένος μοναχός με τριμμένο, καλυμαύχι και λευκό ζωστικό και απειλώντας τους με το δάκτυλό του φώναξε: «Τώρα θα σας δείξω εγώ!» Πίσω του έτρεχε πλήθος λαού με ραβδιά. Όταν έδειξαν στους κακοποιούς την εικονίτσα του οσίου Σεραφείμ, την οποία πήραν από εκείνη την προσκυνήτρια, αυτοί αναγνώρισαν αμέσως τον μοναχό εκείνο.
Η Όλγα Ί., νεαρή αγρότισσα από την επαρχία του Ριάζαν, είχε κρίσης κάποιας φοβερής αρρώστειας οι οποίες συνοδεύονταν από ρέψιμο, χασμουρητό, συσκότισι της οράσεως και μανία. Σπάραζε, κραύγαζε και φανέρωνε υπερφυσική δύναμι· τα φορέματά της τα έσχιζε σε χίλια κομμάτια. Τα βάσανά της αυτά κράτησαν οκτώ ολόκληρα χρόνια. Το 1858 ξεκίνησε μαζί με τρεις πλανόδιες προσκυνήτριες για το Σάρωφ και το Ντιβιέγιεβο. Στην διαδρομή είχε σποραδικές κρίσεις, αλλά μπορούσε να βαδίζη. Όσο όμως πλησίαζε στο Σάρωφ, τόσο δυνάμωναν οι κρίσεις. Μόλις δε αντίκρυσε το Σάρωφ, εξάπλωσε στον δρόμο και δεν ήθελε να προχωρήση. Με πολύ μεγάλη προσπάθεια την έφεραν στην μονή, όπου έψαλλαν παράκλησι στην Παναγία και μνημόσυνο υπέρ του π. Σεραφείμ. Κατόπιν την πήγαν οι συνταξιδιώτισσές της στο «φρέαρ του Σεραφείμ». Εκεί την βρήκε φοβερώτατη κρίσι· γδερνόταν και κραύγαζε: «Γιατί με πνίγεις; Εγώ είμαι δυνατός! Γιατί με δένεις; Θα βγω, θα βγω!» Μερικές φορές κτυπήθηκε στην γή, σχεδόν θανάσιμα. Επί δίωρο δεν έβλεπε ούτε άκουγε. Τέλος το πονηρό πνεύμα έκραξε: «Τρεις βγήκαν, ένας έμεινε». Αφού πέρασε ένα 24ωρο η γυναίκα μετέλαβε των Αχράντων Μυστηρίων και ξεκίνησε για το Ντιβιέγιεβο. Μισό χιλιόμετρο προ της μονής έπεσε κατά γης. Μερικές φορές το ακάθαρτο πνεύμα την περιέστρεφε σαν τροχό. Με μεγάλο κόπο την έφεραν κατά το δειλινό στον ξενώνα. Όλη την νύκτα ήταν ανήσυχη και θα έφευγε αν δεν την κρατούσαν. Το πρωί, χωρίς να της το πουν, την οδήγησαν στην εκκλησία της Μεταμορφώσεως του Κυρίου, όπου η μικρή έρημος του οσίου Σεραφείμ είχε μετατραπή σε άγιο βήμα και φυλάγονταν εκεί όλα του τα ενδύματα. Όταν την έφεραν στην εκκλησία, με υπερφυσική δύναμι πρόβαλε αντίστασι στην δύναμι αρκετών ανδρών που την κρατούσαν. Το πονηρό πνεύμα ούρλιαζε: «Θα βγω! Θα σιωπήσω!» Με τεντωμένα τα χέρια και τα πόδια και με φουσκωμένο το λαιμό και το στομάχι της την έσυραν μέχρι τον βράχο του οσίου Σεραφείμ. Αφού την έβαλαν επάνω, την σκέπασαν με τον μανδύα του οσίου και το επιτραχήλι του. Η ασθενής κραύγαζε ασταμάτητα. Όταν όμως της φόρεσαν τα γάντια του οσίου έμεινε σαν νεκρή. Ο λαιμός, το στομάχι και τα άλλα μέλη του σώματος άρχισαν σιγά-σιγά να επανέρχωνται στην φυσιολογική τους κατάστασι. Έμεινε αναίσθητη μιάμιση ώρα· μετά συνήλθε εντελώς και άρχισε να προσεύχεται με δάκρυα δοξάζοντας και ευχαριστώντας τον Κύριο και τον δούλο Του για την θεραπεία της. Επειδή όμως ήταν πάρα πολύ εξαντλημένη, δεν μπορούσε να πή πολλά· οι συνταξιδιώτισσες της μιλούσαν γι’ αυτήν και αυτή τα επιβεβαίωνε. Υποστήριζε ότι ποτέ δεν είχε αισθανθή τόσο ανάλαφρα και άνετα, όσο τώρα. Η ηγουμένη της μονής της έδωσε ως ευλογία για το ταξίδι την προσωπογραφία του οσίου Σεραφείμ και ένα μικρό τεμάχιο από τον βράχο του. Την επομένη παρακολούθησε την λειτουργία, την παράκλησι και το μνημόσυνο και κατόπιν αναχώρησε θεραπευμένη.
Πηγή: Αρχιμ. (σημ. διαχειριστού: νυν ήδη Αγίου) Ιουστίνου Πόποβιτς «Οσίου Σεραφείμ του Σάρωφ, βίος», μετάφρασις από τα Σερβικά, Βασιλική Νικολακάκη, εκδόσεις «Το περιβόλι της Παναγίας», Θεσσαλονίκη, 1983.

Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς († 1979) Η κατάταξη στον χορό των Αγίων

Η κατάταξη στον χορό των ΑγίωνΠολλά είναι τα θαύματα και οι θεραπείες που ο όσιος Σεραφείμ μετά την μακαρία κοίμησί του έκανε και κάνει σε όσους καταφεύγουν προς αυτόν με πίστι και προσευχή για να πρεσβεύση προς τον Κύριο. Το δε έτος 1891 επάνω στον τάφο του κτίσθηκε παρεκκλήσιο.
Η ανάμνησις της υψηλής ασκητικής ζωής του και η πίστις στην δύναμι των πρεσβειών του, όχι μόνο δεν εξασθένησε με την πάροδο του χρόνου, αλλά αντίθετα συνεχώς μεγάλωνε και εδραιωνόταν σε όλα τα στρώματα του ορθοδόξου λαού. Η Ιερά Σύνοδος της Ρωσίας συμμεριζομένη πλήρως την πάνδημη αυτή πεποίθησι στην αγιότητά του έκανε επανειλημμένες δηλώσεις, ότι πρέπει να κινηθή η ορισμένη διαδικασία για την ανακήρυξι του δούλου του Θεού ως αγίου. Το 1895 ο πανιερώτατος επίσκοπος του Ταμπώφ υπέβαλε στην Ιερά Σύνοδο έκθεσι με υλικό συγκεντρωμένο από μία ειδική επιτροπή που εξέτασε είκοσι τέσσερις περιπτώσεις θαυμάτων και θεραπειών οφειλομένων στις πρεσβείες του π. Σεραφείμ. Στη συνέχεια, στην αρχή και το τέλος του 1897, ο επίσκοπος του Ταμπώφ υπέβαλε στην Ιερά Σύνοδο δύο συλλογές από αντίγραφα δηλώσεων διαφόρων προσώπων περί των θαυμαστών σημείων και ιάσεων που έγιναν με τις πρεσβείες του π. Σεραφείμ. Τέλος, στις 19 Ιουλίου του 1902, ημέρα της γεννήσεως του π. Σεραφείμ, ο Τσάρος Νικόλαος Αλεξάνδροβιτς, έχοντας υπ’ όψιν του τους ασκητικούς αγώνες του μακαριστού δούλου του Θεού· και την γενική ευλάβεια του λαού προς την μνήμη του, εξέφρασε την επιθυμία να ολοκληρωθούν οι ενέργειες για την αγιοποίησι, τις οποίες είχε ήδη αρχίσει η Ιερά Σύνοδος. Κατά τις αρχές του 1903 η Ιερά Σύνοδος, βεβαιωμένη πλήρως για την αλήθεια και ακρίβεια των θαυμάτων που επιτελέσθηκαν με τις πρεσβείες του πατρός Σεραφείμ, αποφάσισε να τον κατατάξη στον χορό των υπό της χάριτος του Θεού δοξασμένων αγίων, το δε ιερό σκήνωμά του να αναγνωρίση ως άγιο λείψανο. Για το άγιο λείψανο κατασκευάσθηκε με έξοδα του Τσάρου και της Τσαρίνας ασημένια επίχρυση λάρνακα. Η πανηγυρική ανακήρυξις του νεοφανούς αγίου του Θεού έγινε στις 19 Ιουλίου του 1903 παρουσία του Τσάρου, της Τσαρίνας, πολλών μελών της τσαρικής οικογενείας και χιλιάδων λαού. Την ημέρα αυτή έγιναν πολυάριθμες θεραπείες.
Με τις άγιες πρεσβείες του οσίου πατρός ημών Σεραφείμ του θαυματουργού ας σώζη και εμάς ο Κύριος από κάθε θλίψι και ανάγκη· Εις Αυτόν πρέπει κάθε δόξα, τιμή και προσκύνησις νύν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων, αμήν.
Πηγή: Αρχιμ. (σημ. διαχειριστού: νυν ήδη Αγίου) Ιουστίνου Πόποβιτς «Οσίου Σεραφείμ του Σάρωφ, βίος», μετάφρασις από τα Σερβικά, Βασιλική Νικολακάκη, εκδόσεις «Το περιβόλι της Παναγίας», Θεσσαλονίκη, 1983.

Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς († 1979) Θαυμάζοντας τις ενέργειες της χάριτος του Θεού

Σε πολλούς χάριζε ο όσιος την θεραπεία όταν αυτοί έπιναν νερό και νίπτονταν στο φρέαρ του. Έτσι π.χ. μετά την κοίμησί του, μία αδελφή της μονής του Ντιβιέγιεβο αρρώστησε βαρειά από τύφο και ήταν ετοιμοθάνατη. Είχε εντελώς παραλύσει το ένα της χέρι. Και να, βλέπει στον ύπνο της τον όσιο Σεραφείμ, ο οποίος την ερώτησε γιατί δεν πηγαίνει στο φρέαρ του· και πιάνοντάς την από το άρρωστο χέρι την σήκωσε και της είπε να πάη εκεί οπωσδήποτε. Όταν η μοναχή εξύπνησε, αισθάνθηκε ότι το χέρι της είχε θεραπευθή. Και όταν οι αδελφές την έφεραν στο Σάρωφ, στο «φρέαρ του Σεραφείμ», την περιέλουσαν με το νερό του και θεραπεύθηκε ολότελα.
Θαυμάζοντας τις ενέργειες της χάριτος του Θεού
Ο αξιωματικός του ιππικού Τεπλώφ που έτρεφε ιδιαίτερο σεβασμό στον όσιο, ήλθε στο Σάρωφ το 1834 με το τρίχρονο κοριτσάκι του, το οποίο υπόφερε από τα πόδια του. Αφού έκανε μνημόσυνο στον τάφο του όσιου, έφερε το παιδί στο «φρέαρ του Σεραφείμ» με την ακλόνητη πίστι ότι ο Θεός θα το ελεήση με την πρεσβεία του όσιου. Έδωσε στο κοριτσάκι να πιή νερό, του έπλυνε τα πόδια και πήραν νερό μαζί τους στο μοναστήρι με σκοπό να κάνουν παράκλησι και αγιασμό. Αλλά το κοριτσάκι, μπαίνοντας στην μονή, ξέφυγε από τα χέρια της παραμάνας και έτρεξε μπροστά σαν να ήταν υγιέστατο. Πράγματι είχε θεραπευθή εντελώς.
Το 1852 ο μοναχογιός του αντικυβερνήτη της επαρχίας της Κοστρόμας Α.Α. Μπόρσκο, ένα οκτάχρονο αγοράκι, άρχισε να υποφέρη από σπασμούς στο στομάχι. Το πράγμα αυτό εξελίχθηκε σε φοβερή ασθένεια με τρομερά εξαντλητικές κρίσεις, τόσο που οι γονείς άρχισαν να τρέμουν για την ζωή του μοναχογιού τους. Την εποχή αυτή η ρασοφόρος μοναχή της γυναικείας μονής της Κοστρόμας Σ.Δ. Δαβίδοβα δώρησε στην μητέρα του άρρωστου παιδιού ένα βιβλίο με τίτλο «Περιγραφή της ζωής και των αγώνων του Σεραφείμ του Σάρωφ». Οι γονείς του αγοριού το διάβασαν, θαυμάζοντας τις ενέργειες της χάριτος του Θεού η οποία είχε φανερωθή στον όσιο. Μία νύκτα το αγοράκι είδε στον ύπνο του τον Σωτήρα Χριστό περιστοιχισμένο από αγγέλους, που του υποσχέθηκε ότι θα το θεραπεύση αν κάνη όσα θα του ορίση ο γέροντας που θα τον επισκεφθή. Κατόπιν του εμφανίσθηκε ο όσιος, του είπε ότι λέγεται Σεραφείμ και πρόσθεσε: «Αν θέλης να γίνης καλά, πάρε νερό από την πηγή που βρίσκεται στο δάσος του Σάρωφ και λέγεται «φρέαρ του Σεραφείμ»· μ’ αυτό τρεις ημέρες, πρωί και βράδυ, νίπτε το κεφάλι, το στήθος, τα χέρια και τα πόδια· επίσης πίνε απ’ αυτό». Το αγοράκι αφηγήθηκε το πρωί το όνειρό του· οι γονείς του όμως απορούσαν πως θα προμηθευθούν το νερό αυτό και γι’ αυτό θλίβονταν. Το πρωί της επομένης το αγοράκι ανέφερε στους γονείς και άλλο όνειρο: είδε την Μητέρα του Θεού, περιστοιχισμένη από αγγέλους, η οποία με πολλή αγάπη του είπε να ενεργήση κατά την υπόδειξι του οσίου. Εκείνη ακριβως την ημέρα είχε επιστρέψει από το ταξίδι της στο Σάρωφ η μοναχή Δαβίδοβα και οι γονείς του αγοριού την παρακάλεσαν να τους δώση λίγο νερό από, το «φρέαρ του Σεραφείμ». Εκείνη τους έστειλε αμέσως μία φιάλη με το νερό αυτό. Και όταν το αγοράκι εφάρμοσε τις οδηγίες του οσίου, άρχισε να καλυτερεύη και τελικά θεραπεύθηκε.
Πηγή: Αρχιμ. (σημ. διαχειριστού: νυν ήδη Αγίου) Ιουστίνου Πόποβιτς «Οσίου Σεραφείμ του Σάρωφ, βίος», μετάφρασις από τα Σερβικά, Βασιλική Νικολακάκη, εκδόσεις «Το περιβόλι της Παναγίας», Θεσσαλονίκη, 1983.

Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς († 1979) Απολύτρωση και απελευθέρωση

Όχι στον άνθρωπο αλλά, κατά τρόπο μοναδικό, στο Θεάνθρωπο «έχουμε την απολύτρωσιν» από την αμαρτία, το θάνατο και το διάβολο. Γιατί; Γιατί Αυτός ο «Μονογενής» έδειξε και φανέρωσε σε μας το σώμα του ανθρώπου χωρίς αμαρτία. Είναι γεγονός ότι ό διάβολος και ο θάνατος, με την αμαρτία, κρατούν, χωρίς εξαίρεση, στη δουλεία όλους τους ανθρώπους. Ενώ το σώμα του Θεανθρώπου είναι χωρίς αμαρτία και γι’ αυτό ο διάβολος και ο θάνατος δεν έχουν εξουσία εναντίον Του και το οποίο αφού αναστήθηκε και με την ανάστασή Του νίκησε τον θάνατο, άνοιξε και το δρόμο σε κάθε «σώμα» για την ανάσταση και την αιώνια ζωή. Παρών είναι ο Κύριος και στο «τεθνηκός» σώμα Του στο τάφο και στη ψυχή Του, με την οποία κατέβηκε στον άδη, ο Σωτήρας είναι σαν να λέει στο διάβολο: ιδού το «τεθνηκός» σώμα μου. Ο θάνατός του, δείχνει ότι Αυτό είναι πραγματικά ανθρώπινο. Ιδού η ψυχή μου, η οποία είναι μαζί μου στον άδη. Δείτε ότι στο σώμα μου και στη ψυχή μου, δεν υπάρχει ούτε η παραμικρή αμαρτία. Ολοκληρωτικά είναι αναμάρτητα και άγια και γι’ αυτό δεν μπορείτε να τα κρατήσετε ούτε στη «δουλεία» του θανάτου, ούτε στη «δουλεία» του άδη. Το σώμα μου το αναμάρτητο, με την «αναμαρτησία», τη θεϊκή καθαρότητα και την αγιότητά Του, απολυτρώνει την ανθρώπινη φύση από την αμαρτία, το θάνατο και το διάβολο, απελευθερώνει από τη δουλεία αυτών τους ανθρώπους και ανοίγει το δρόμο σε κάθε ανθρώπινο «ον» για την ανάσταση και την αιώνια ζωή.
«Έχομεν την απολύτρωσιν διά του αίματος αυτού». Γιατί «διά του αίματος αυτού»; Γιατί το αίμα του σώματός Του «κατέστη», έγινε θεϊκό και με την θεϊκή του «παναξία» απολύτρωσε την ανθρώπινη φύση από το θάνατο. Και γιατί ακόμη; Γιατί το αίμα του σώματός Του είναι θεϊκό και ζωοδοτικό και αιώνια έμεινε τέτοιο και στο σώμα Αυτού, την Εκκλησία. Και εμείς «έχομεν την απολύτρω¬σιν διά του αίματος αυτού» γιατί ζώντες στο σώμα Αυτού, την Εκκλησία, ζούμε με το Πανάγιο και ζωοδοτικό αίμα Αυτού. Γιατί ακόμη; Γιατί με Αυτό το Άγιο και ζωοδοτι¬κό αίμα κοινωνούμε στη θεία Ευχαριστία και Αυτό «καθίσταται», γίνεται η ζωή μας, η χωρίς λάθη ζωή μας, η αθανασία μας, η αγιότητά μας, η σωτηρία μας, η θέωσή μας. «Έχομε την άφεσιν των παραπτωμάτων, διά του αί¬ματος αυτού», γιατί το θεϊκό, το πανάχραντο και ατίμητο αίμα Του χύθηκε για τις αμαρτίες μας. Μετά από «την ροή» του αίματός του, καμιά ανθρώπινη αμαρτία δεν έμεινε χωρίς άφεση, ασυγχώρητη. Όσος είναι ο «πλούτος» της χάριτος του Χριστού, τόση είναι και η δύναμη του αίματός Του. Σε αυτό το πανάκριβο και παν-ζωοδοτικό αίμα μπορεί να βρει την «απολύτρωση» και την συγχώρηση των αμαρτιών του, καθένας που «συσσω¬ματώνεται» με τον Χριστό, καθένας που καθίσταται, που γίνεται «σύσσωμος» με το θεανθρώπινο σώμα Του, που είναι η Εκκλησία.
(Αγ. Ιουστἰνου Πόποβιτς, «Προς Εφεσίους επιστολή του Απ. Παύλου»)

Σάββατο 28 Μαΐου 2016

Επιστολή Μητροπολίτου Πειραιώς κ. Σεραφείμ προς τον Μητροπολίτη Μολδαβίας




Επιστολή Μητροπολίτου Πειραιώς κ. Σεραφείμ προς τον Μητροπολίτη Μολδαβίας
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Ἀκτὴ Θεμιστοκλέους 190
185 39 ΠΕΙΡΑΙΕΥΣ
Email
: impireos@hotmail.com 
Τηλ
. 210 4514833
Fax 210 4518476

 
Ἀριθμ. Πρωτ.528                                      Ἐν Πειραιεῖ τὴ 23η Μαΐου 2016
 
Πρὸς τὸν Σεβασμιώτατον 
Μητροπολίτην
Κισινιὲφ 
καὶ
πάσης Μολδαυΐας
κ
.κ. Βλαδίμηρον
Εἰς
Κισινιέφ.

 
Σεβασμιώτατε Ἅγιε ἐν Χριστῷ Ἀδελφέ,
 ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ!
Τὴν Ὑμετέραν Σεβασμιότητα ἀδελφικῶς ἐν Κυρίω κατασπαζόμενος μετὰ βαθυτάτων αἰσθημάτων ἀγάπης ἐν Χριστῷ ἀπευθύνω πρὸς Ὑμᾶς ἐκ προσώπου τοῦ εὐαγοῦς Κλήρου καὶ τοῦ φιλοχρίστου λαοῦ τῆς καθ’ ἠμᾶς Ἁγιωτάτης Μητροπόλεως τῆς ναυλόχου πόλεως τοῦ Πειραιῶς καὶ πρώτου λιμένος τῆς Ἑλλάδος, θερμὲς ἐόρτιες προσρήσεις ἐπὶ τὴ λαμπροφόρω Ἀναστάσει τοῦ Κυρίου.
Γνωστὸν τυγχάνει, ἅγιε ἐν Χριστῷ ἀδελφέ, τὸ πολυσχιδὲς καὶ ἐπίμοχθον ἔργον, τὸ ὁποῖον ἐπιτελεῖ ἡ Ὑμετέρα Σεπτὴ Σεβασμιότης τόσον διὰ τὸν εὐαγγελισμὸν τῶν μακράν τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως εὐρισκομένων, ὅσον καὶ διὰ τὸν ἐπιστηριγμόν, ὑλικὸν καὶ πνευματικόν, τῶν Ὀρθοδόξων πιστῶν ἐν τῆ Ὑμετέρα Θεοφρουρήτω ἐπαρχία, τῆ Ὀρθοδόξω Ἐκκλησία τῆς Μολδαυΐας, ἔργον διὰ τὸ ὁποῖον αἴνους καὶ δοξολογίαν ἀναπέμπομεν πρὸς τὸν ἅγιον Τριαδικὸν Θεόν. Ὠσαύτως γνωστὴ τυγχάνει ἡ ἐξ’ ἴσου πολύμοχθος μέριμνα καὶ φροντίδα, τὴν ὁποίαν καταβάλλετε διὰ τὴν περιφρούρησιν καὶ διαφύλαξιν τοῦ πιστοῦ λαοῦ τῆς Μολδαυΐας ἐκ τῶν ποικιλωνύμων αἱρέσεων, ἀλλὰ καὶ ἐκ τοῦ ἀθεμίτου καὶ δολίου προσηλυτισμοῦ ἐκ τῆς δαιμονικῆς καὶ ἐπαράτου Οὐνίας. Μέσα στὰ πλαίσια τῆς φροντίδος αὐτῆς δὲν ἐφείσθητε κόπων καὶ δαπανῶν διὰ νὰ προσκαλέσετε ἐν τὴ Ὑμετέρα ἐπαρχία  ἐκ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος λογίους καὶ πνευματικοὺς ἄνδρες, ὅπως τὸν πρωτ. π. Γεώργιον Μεταλληνόν, τὸν πρωτ. π. Θεόδωρον Ζήσην καὶ τὸν κ. Δημήτριο Τσελεγγίδη  καθηγητᾶς τῶν Θεολογικῶν Σχολῶν Ἀθηνῶν καὶ Θεσσαλονίκης, ἐπὶ τῷ σκοπῶ τοῦ πνευματικοῦ καταρτισμοῦ καὶ τῆς περιφρουρήσεως ἐν τῆ Ὀρθοδόξω πίστει τοῦ πιστοῦ λαοῦ τῆς Μολδαυΐας. Νωπὴ ἀκόμη παραμένει στὴ μνήμη μας ἡ πρόσφατη ἐπίσκεψις, κατόπιν προσκλήσεώς σας, στὸ Κισινιὲβ τῆς Μολδαβίας τοῦ π. Θεόδωρου Ζήση, ὁ ὁποῖος  στὶς 21 καὶ 22 Ἰανουαρίου 2016, ὁμίλησε ἐνώπιον πολυπληθοῦς ἀκροατηρίου  2500 ἀτόμων περίπου διὰ τὸ κατ’ ἐξοχὴν φλέγον καὶ ἐπίκαιρο θέμα, τὴν μέλλουσα νὰ συγκληθεῖ τὸν προσεχῆ Ἰούνιο στὴν Κρήτη  «Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο».
Ἐν ὄψει τοῦ κορυφαίου αὐτοῦ ἐκκλησιαστικοῦ γεγονότος, ἡ καθ’ ἠμᾶς Ἱερὰ Μητρόπολις ἐν συνεργασία μετὰ τῶν Ἱερῶν Μητροπόλεων Γλυφάδας, Γόρτυνος καὶ Μεγαλοπόλεως, καὶ Κυθήρων, ὡς καὶ τῆς Συνάξεως Κληρικῶν καὶ Μοναχῶν, συνδιοργάνωσε Θεολογικὴ - Ἐπιστημονικὴ Ἡμερίδα, μὲ θέμα: «Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος: Μεγάλη προετοιμασία, χωρὶς προσδοκίες», ἡ ὁποία ἔλαβε χώρα τὴν Τετάρτη 23 Μαρτίου 2016, στὸ Στάδιο Εἰρήνης καὶ Φιλίας, στὸ Νέο Φάληρο Πειραιῶς.
Τὴν Ἡμερίδα ἐτίμησαν μὲ τὴν παρουσία τοὺς Σεβασμιώτατοι Ἀρχιερεῖς, Καθηγούμενοι καὶ Γερόντισσες Ἱερῶν Μονῶν, ἁγιορεῖτες Πατέρες, κληρικοί, πρόεδροι Χριστιανικῶν Σωματείων καὶ Ὀργανώσεων, Καθηγητὲς Θεολογικῶν Σχολῶν καὶ Θεολόγοι καὶ γύρω στοὺς χίλιους πιστούς. Ἡ Ἐπιστημονικὴ Ἐπιτροπή, ἀποτελοῦνταν ἀπὸ α) τὴν ἐλαχιστότητά μου, β) τὸν Αἰδεμιολογιώτατο πρωτοπρεσβύτερο π. Γεώργιο Μεταλληνό, Ὁμότιμο Καθηγητὴ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, γ) τὸν Αἰδεσιμολογιώτατο πρωτοπρεσβύτερο π. Θεόδωρο Ζήση, Ὁμότιμο Καθηγητὴ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Α.Π.Θ. δ) τὸν Πανοσιολογιώτατο Ἀρχιμανδρίτη π. Ἀθανάσιο Ἀναστασίου, Προηγούμενο τῆς Ι. Μονῆς τοῦ Μεγάλου Μετεώρου, καὶ ε) τὸν ἐλλογιμώτατο Καθηγητὴ τῆς Δογματικῆς της Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ. κ. Δημήτριο Τσελεγγίδη. Στὴν Ἡμερίδα παρέστησαν καὶ ἀπηύθυναν χαιρετισμὸ ὁ Ἐπίσκοπος Μπαντσὲν κ. Λογγίνος τῆς Οὐκρανικῆς Ἐκκλησίας καὶ ὁ προϊστάμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Μεγίστης Λαύρας Ἁγίου Ὅρους π. Σάββας. Ἐπίσης, ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Λόβετς τῆς Βουλγαρικῆς Ἐκκλησίας κ. Γαβριὴλ ἐκπροσωπήθηκε ἀπὸ τὸν Αἰδεσιμολογιώτατο Πρωτοπρεσβύτερο π. Ματθαῖο Βουλκανέσκου, κληρικὸ τῆς καθ’ Ἠμᾶς Ἱερᾶς Μητροπόλεως, ὁ ὁποῖος καὶ ἀνέγνωσε τὸν χαιρετισμό του.
Τὸ γενικὸ θέμα τῆς Ἡμερίδος ἀναπτύχθηκε σὲ τέσσερις Συνεδρίες: Ἀπὸ τὴν ἐλαχιστότητά μου καὶ τοὺς εἰσηγητὲς Σεβασμιωτάτους Μητροπολίτες Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου κ. Ἰερόθεο, Γλυφάδας κ. Παῦλο, Κυθήρων κ. Σεραφείμ, καὶ Γόρτυνος καὶ Μεγαλοπόλεως κ. Ἱερεμία, τοὺς ὁμοτίμους πανεπιστημιακοὺς καθηγητές, Αἰδεσιμολογιωτάτους πρωτοπρεσβυτέρους π. Γεώργιο Μεταλληνὸ καὶ π. Θεόδωρο Ζήση, τὸν κ. Δημήτριο Τσελεγγίδη, τοὺς Πανοσιολογιωτάτους Ἀρχιμανδρίτες π. Σαράντη Σαράντο, Διδάκτορα τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, καὶ τὸν π. Ἀθανάσιο Ἀναστασίου, τοὺς Αἰδεσιμολογιωτάτους πρωτοπρεσβυτέρους π. Πέτρο Heers, Διδάκτορα τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Α.Π.Θ., καὶ π. Ἀναστάσιο Γκοτσόπουλο, (Μr Θεολογίας), ἐφημέριο του Ἱεροῦ Ναοῦ Ἁγίου Νικολάου Πατρών, τὸν Πανοσιολογιώτατο Ἀρχιμανδρίτη π. Παῦλο Δημητρακόπουλο, (Μr. Θεολογίας), Διευθυντὴ τοῦ Γραφείου ἐπὶ τῶν Αἱρέσεων καὶ τῶν Παραθρησκειῶν τῆς καθ’ Ἠμᾶς Ἱερᾶς Μητροπόλεως, τὸν ἐλλογιμώτατο κ. Σταῦρο Μποζοβίτη, Θεολόγο –Συγγραφέα, μέλος τῆς Ἀδελφότητος Θεολόγων ὁ «Σωτήρ», καὶ τὸν Αἰδεσιμολογιώτατο πρωτοπρεσβύτερο π. Ἄγγελο Ἀγγελακόπουλο, (Μr Θεολογίας), ἐφημέριο του Ἱεροῦ Ναοῦ Ἁγίας Παρασκευῆς Νέας Καλλιπόλεως τῆς καθ’ Ἠμᾶς Ἱερᾶς Μητροπόλεως.
Ἀπὸ τὶς εἰσηγήσεις καὶ τὸν ἐπακολουθήσαντα διάλογο προέκυψε καὶ ἐγκρίθηκε ὁμοφώνως τὸ παρακάτω Ψήφισμα-Πόρισμα:
1) Θεολογία τῆς Ἐκκλησίας μᾶς εἶναι καρπὸς τῆς Θείας Ἀποκαλύψεως, ἐμπειρία τῆς Πεντηκοστῆς. Δὲν νοεῖται Ἐκκλησία χωρὶς Θεολογία καὶ δὲν νοεῖται Θεολογία ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, τὴν ὁποία ἐξέφρασαν οἱ Προφῆτες, οἱ Ἀπόστολοι, οἱ Πατέρες καὶ οἱ ἅγιες Σύνοδοι. Ὅταν μία Σύνοδος δὲν θεολογεῖ ὀρθοδόξως, δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι γνήσια Ὀρθόδοξη Σύνοδος, ἀποδεκτὴ ἀπὸ τὸ Ὀρθόδοξο πλήρωμα. Αὐτὸ μπορεῖ νὰ συμβεῖ, ὅταν οἱ συμμετέχοντες στὴ Σύνοδο δὲν ἔχουν τὴν πείρα τῶν θεουμένων Πατέρων, ἢ τουλάχιστον δὲν ἀκολουθοῦν αὐτούς, χωρὶς νὰ τοὺς παρερμηνεύουν. Στὴν περίπτωση αὐτὴ τὰ συνοδικὰ μέλη διατυπώνουν κακόδοξες διδασκαλίες, ἢ ἐπηρεάζονται ἀπὸ πολιτικές, ἢ ἄλλες σκοπιμότητες. Ἡ σύγχρονη ἐκκλησιαστικὴ πραγματικότητα ἀπέδειξε ὅτι σήμερα πολλὰ ὑψηλὰ ἱστάμενα πρόσωπα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱεραρχίας ἐπηρεάζονται, ὡς μὴ ὄφειλε, ἀπὸ πολιτικοὺς παράγοντες. Σὲ πολλές, ἐπίσης, περιπτώσεις δημιουργοῦνται, στὶς ἐνδοεκκλησιαστικὲς σχέσεις, ἀντιπαλότητες, ἢ κυριαρχοῦν ἐθνικιστικὲς καὶ πολιτικὲς σκοπιμότητες.
2) Μετὰ ἀπὸ μιὰ μακρὰ ἱστορία προετοιμασίας τῆς συγκλήσεως τῆς «Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου», ἐνενήντα τριῶν ἐτῶν, διαπιστώνουμε, ἀπὸ τὴν θεματολογία, τὰ προσυνοδικὰ κείμενα καὶ τὶς δηλώσεις τῶν διοργανωτῶν, ὅτι ὑπάρχει μεγάλο ἔλλειμμα Συνοδικότητος, ἔλλειμμα θεολογικῆς πληρότητος, σαφήνειας καὶ ἀκρίβειας τῶν πρὸς συζήτηση κειμένων καὶ ἀκόμη μεγαλύτερο ἔλλειμμα ὡς πρὸς τὴν θεολογικὴ ὀρθότητα, μὲ τὴν ὁποία αὐτὰ εἶναι διατυπωμένα. Πιὸ συγκεκριμένα :
3) Ἡ μὴ συμμετοχὴ ὅλων τῶν ἐπισκόπων στὴν μέλλουσα νὰ συγκληθεῖ Σύνοδο, ἀλλὰ μόνο εἰκοσιτεσσάρων ἀπὸ κάθε Τοπικὴ Αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία, εἶναι ξένη πρὸς τὴν Κανονικὴ καὶ Συνοδική μας Παράδοση. Τὰ ὑπάρχοντα ἱστορικὰ στοιχεῖα μαρτυροῦν, ὄχι ἀντιπροσώπευση, ἀλλὰ τὴν μεγαλύτερη δυνατὴ συμμετοχὴ ἐπισκόπων ἀπὸ ὅλες τὶς ἐπαρχίες τῆς ἀνὰ τὴν Οἰκουμένην Ἐκκλησίας. Ἐπίσης, ὁ μὴ χαρακτηρισμός της ὡς Οἰκουμενικῆς, μὲ τὸν ἀπαράδεκτο ἰσχυρισμὸ ὅτι δὲν μποροῦν νὰ συμμετάσχουν σ’ αὐτὴν οἱ «χριστιανοὶ τῆς Δύσεως», ἔρχεται σὲ πλήρη ἀντίθεση μὲ τοὺς ἁγίους Πατέρες, οἱ ὁποῖοι συγκροτοῦσαν τὶς Ἅγιες Συνόδους ἐρήμην τῶν αἱρετικῶν. Κατ’ ἀκολουθίαν εἶναι ἀπαράδεκτο οἱ διοργανωτές της νὰ ἔχουν τὴν ἀξίωση τὸ κύρος της νὰ εἶναι ἰσοδύναμο καὶ ἰσάξιο μὲ τὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους. Ἀλλά, οὔτε καὶ Πανορθόδοξος μπορεῖ νὰ ἀποκληθεῖ ἡ ἐν λόγω Σύνοδος, διότι προφανῶς ἀποκλείεται ἡ συμμετοχὴ ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐπισκόπων.
Ἐξ ἴσου ἀμάρτυρο στὴν Ἐκκλησιαστικὴ καὶ Κανονική μας Παράδοση, καὶ γι’ αὐτὸ ἀπαράδεκτο, εἶναι τὸ σχῆμα: μία ψῆφος-μία Ἐκκλησία, μὲ ἀπαραίτητη τὴν ὁμοφωνία ὅλων τῶν Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν. Ὁ κάθε ἐπίσκοπος δικαιοῦται νὰ ἔχει δική του ψῆφο καὶ στὶς ἀποφάσεις τῶν μὴ δογματικῶν θεμάτων νὰ ἰσχύσει ἡ ἀρχή: «ἡ ψῆφος τῶν πλειόνων κρατείτω». Ἀπαράδεκτο θεωροῦμε, ἐπίσης, τὸ νὰ προαποφασίζονται τὰ θέματα καὶ ὁ τρόπος ὀργανώσεως τῆς Συνόδου, χωρὶς τὸ κυρίαρχο σῶμα τῶν κατὰ τόπους Ἱεραρχιῶν τῶν Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν νὰ ἔχει ἐκφράσει συνοδικῶς τὴν ἐπὶ τῶν θεμάτων αὐτῶν τοποθέτησή του.
4) Οἱ μέχρι τώρα γενόμενοι Διαχριστιανικοὶ Διάλογοι τῆς Ὀρθοδοξίας μὲ τὴν Ἑτεροδοξία κατέληξαν σὲ τραγικὴ ἀποτυχία, τὴν ὁποία ὁμολογοῦν σήμερα καὶ αὐτοὶ οἱ ἴδιοι οἱ πρωτεργάτες τους. Ἡ δῆθεν προσφερομένη βοήθεια μέσω τῶν Διαλόγων γιὰ τὴν ἐπιστροφὴ τῶν Ἑτεροδόξων στὴν ἐν Χριστῷ ἀλήθεια καὶ τὴν Ὀρθοδοξία διαψεύδεται καὶ ἀποδεικνύεται ἀνύπαρκτη. Τελικά, οἱ Διάλογοι ἐξυπηρέτησαν καὶ προώθησαν τοὺς στόχους τῆς ἀντιχρίστου λεγομένης «Νέας Ἐποχῆς» καὶ τῆς Παγκοσμιοποιήσεως. Ἕνα σημαντικὸ κενό, ποῦ παρουσιάζουν τὰ πρὸς συζήτηση στὴ μέλλουσα Σύνοδο προσυνοδικὰ κείμενα, εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι παραδόξως ἀπουσιάζει σ’ αὐτὰ ἡ κριτικὴ ἀξιολόγηση τῆς μέχρι σήμερα πορείας τόσο τῶν διμερῶν Θεολογικῶν Διαλόγων μεταξύ της Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ τῶν λοιπῶν χριστιανικῶν κοινοτήτων, ὅσο καὶ τῆς συμμετοχῆς της στὴν Οἰκουμενι(στι)κὴ Κίνηση καὶ τὸ λεγόμενο «Π.Σ.Ε.», ἡ ὁποία ὑπῆρχε στὰ κείμενα τῆς Γ΄ Προσυνοδικῆς Διασκέψεως.
5) Τὸ προσυνοδικὸ κείμενο μὲ τίτλο «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν χριστιανικὸν κόσμον» παρουσιάζει κατὰ συρροὴ τὴν θεολογικὴ ἀσυνέπεια, ἢ καὶ ἀντίφαση. Ἔτσι, τὸ ἄρθρο 1 διακηρύσσει τὴν ἐκκλησιαστικὴ αὐτοσυνειδησία τῆς Ὀρθόδοξου Ἐκκλησίας, θεωρώντας τὴν –πολὺ σωστὰ– ὡς τὴν «Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία». Ὅμως, στὸ ἄρθρο 6 παρουσιάζει μία ἀντιφατικὴ πρὸς τὸ παραπάνω ἄρθρο (1) διατύπωση. Σημειώνεται χαρακτηριστικὰ ὅτι «ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει τὴν ἱστορικὴν ὕπαρξιν ἄλλων Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καὶ Ὁμολογιῶν μὴ εὐρισκομένων ἐν κοινωνία μετ' αὐτῆς». Ἐδῶ γεννᾶται τὸ εὔλογο θεολογικὸ ἐρώτημα: Ἂν ἡ Ἐκκλησία εἶναι «ΜΙΑ», κατὰ τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως καὶ τὴν αὐτοσυνειδησία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας (ἄρθρ. 1), τότε, πῶς γίνεται λόγος γιὰ ἄλλες Χριστιανικὲς Ἐκκλησίες; Εἶναι προφανὲς ὅτι αὐτὲς οἱ ἄλλες Ἐκκλησίες εἶναι ἑτερόδοξες. Οἱ ἑτερόδοξες, ὅμως, «Ἐκκλησίες» δὲν μποροῦν νὰ κατονομάζονται καθόλου ὡς «Ἐκκλησίες» ἀπὸ τοὺς Ὀρθοδόξους, ἐπειδή, δογματικῶς θεωρούμενα τὰ πράγματα, δὲν μπορεῖ νὰ γίνεται λόγος γιὰ πολλότητα «Ἐκκλησιῶν», μὲ διαφορετικὰ δόγματα καὶ μάλιστα σὲ πολλὰ θεολογικὰ θέματα. Κατὰ συνέπεια, ἐνόσο οἱ «Ἐκκλησίες» αὐτὲς παραμένουν ἀμετακίνητες στὶς κακοδοξίες τῆς πίστεώς τους, δὲν εἶναι θεολογικὰ ὀρθὸ νὰ τοὺς ἀναγνωρίζουμε –καὶ μάλιστα θεσμικὰ– ἐκκλησιαστικότητα, ἐκτός της «Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας».  
Στὸ ἴδιο ἄρθρο (6) ὑπάρχει καὶ δεύτερη σοβαρὴ θεολογικὴ ἀντίφαση. Στὴν ἀρχὴ τοῦ ἄρθρου αὐτοῦ σημειώνεται τὸ ἑξῆς: «Κατὰ τὴν ὀντολογικὴν φύσιν τῆς Ἐκκλησίας ἡ ἑνότης αὐτῆς εἶναι ἀδύνατον νὰ διαταραχθῆ». Στὸ τέλος, ὅμως, τοῦ ἴδιου ἄρθρου γράφεται ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, μὲ τὴν συμμετοχή της στὴν Οἰκουμενι(στι)κὴ Κίνηση, ἔχει ὡς «ἀντικειμενικὸν σκοπὸν τὴν προλείανσιν τῆς ὁδοῦ τῆς ὁδηγούσης πρὸς τὴν ἑνότητα». Ἐδῶ τίθεται τὸ ἐρώτημα: Ἐφόσον ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι δεδομένη, τότε τί εἴδους ἑνότητα Ἐκκλησιῶν ἀναζητεῖται στὸ πλαίσιο τῆς Οἰκουμενι(στι)κῆς Κινήσεως; Μήπως ὑπονοεῖται ἡ ἐπιστροφὴ τῶν δυτικῶν χριστιανῶν στὴ ΜΙΑ καὶ μόνη Ἐκκλησία; Κάτι τέτοιο, ὅμως, δὲν διαφαίνεται ἀπὸ τὸ γράμμα καὶ τὸ πνεῦμα συνόλου τοῦ Κειμένου. Ἀντίθετα, μάλιστα, δίνεται ἡ ἐντύπωση ὅτι ὑπάρχει δεδομένη διαίρεση στὴν Ἐκκλησία καὶ οἱ προοπτικὲς τῶν διαλεγομένων ἀποβλέπουν στὴν διασπασθεῖσα ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας.
6) Τὸ ὡς ἄνω κείμενο κινεῖται στὰ πλαίσια τῆς νέας οἰκουμενιστικῆς Ἐκκλησιολογίας,ἡ ὁποία ἔχει ἐκφραστεῖ ἤδη κατὰ τὴν Β΄ Βατικανὴ ψευδοσύνοδο. Αὐτὴ ἡ νέα Ἐκκλησιολογία ἔχει ὡς βάση τὴν ἀναγνώριση τοῦ βαπτίσματος ὅλων τῶν χριστιανικῶν αἱρέσεων, (βαπτισματική θεολογία). Οἱ συντάκτες τοῦ κειμένου, προκειμένου νὰ προσδώσουν κανονικὴ ἐγκυρότητα καὶ συνοδικὴ νομιμότητα στὴν κακόδοξη αὐτὴ Ἐκκλησιολογία, ἐπικαλοῦνται τὸν 7ο Ἱερὸ Κανόνα τῆς Β΄ Ἁγίας καὶ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ τὸν 95ο τῆς ΣΤ΄ Ἁγίας καὶ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ὡστόσο, οἱ ἐν λόγω Ἱεροὶ Κανόνες ρυθμίζουν μόνο τὸν τρόπο εἰσδοχῆς στὴν Ἐκκλησία τῶν μετανοημένων αἱρετικῶν καὶ δὲν ἀναφέρονται καθόλου στὸ «ἐκκλησιαστικὸ status» τῶν αἱρέσεων, οὔτε στὴ διαδικασία διαλόγου τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὴν αἵρεση. Οὔτε, ἀσφαλῶς, ὑπονοοῦν τὸ «ὑποστατὸν» τῶν μυστηρίων τῶν ἑτεροδόξων, οὔτε ὅτι οἱ αἱρέσεις παρέχουν σώζουσα Θεία Χάρη. Οὐδέποτε ἡ Ἐκκλησία ἀναγνώρισε καὶ διεκήρυξε ἐκκλησιαστικότητα στὴν πλάνη καὶ στὴν αἵρεση. Ἡ «μερὶς τῶν σωζομένων», γιὰ τὴν ὁποία μιλοῦν οἱ ἐν λόγω Ἱεροὶ Κανόνες, βρίσκεται μόνο στὴν Ὀρθοδοξία καὶ ὄχι στὴν αἵρεση.
Ἡ οἰκονομία, ποῦ εἰσηγοῦνται οἱ παραπάνω Κανόνες, δὲν μπορεῖ νὰ ἐφαρμοστεῖ στοὺς Δυτικοὺς (Παπικοὺς καὶ Προτεστάντες), γιατί στεροῦνται τὶς θεολογικὲς προϋποθέσεις καὶ τὰ κριτήρια, ποῦ θέτουν οἱ συγκεκριμένοι Κανόνες. Καί, ἐπειδὴ δὲν μπορεῖ νὰ γίνει οἰκονομία στὴν δογματικὴ αὐτοσυνειδησία τῆς Ἐκκλησίας μας, οἱ Δυτικοὶ καλοῦνται νὰ ἀρνηθοῦν τὶς αἱρέσεις τους, νὰ τὶς ἀναθεματίσουν, νὰ ἐγκαταλείψουν τὶς Θρησκευτικὲς Κοινότητές τους, νὰ κατηχηθοῦν καὶ νὰ ζητήσουν ἐν μετανοία τὴν διὰ τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος ἔνταξή τους στὴν Ἐκκλησία.
7) Τὸ ἴδιο, ὡς ἄνω, κείμενο πουθενὰ δὲν ἀναφέρεται σὲ κακοδοξίες ἢ πλάνες, τὶς ὁποῖες νὰ προσδιορίζει συγκεκριμένα, ὡσὰν τὸ πνεῦμα τῆς πλάνης νὰ μὴν δραστηριοποιεῖται πλέον σήμερα. Τὸ κείμενο δὲν ἐπισημαίνει καμμία αἵρεση καὶ καμμία διαστροφὴ τῆς ἐκκλησιαστικῆς διδασκαλίας καὶ ζωῆς στὸν ἐκτός της Ὀρθοδοξίας εὑρισκόμενο χριστιανικὸ κόσμο. Ἀντίθετα, οἱ κακόδοξες καὶ αἱρετικὲς παρεκκλίσεις ἀπὸ τὴ διδασκαλία τῶν Ἁγίων Πατέρων καὶ τῶν Ἁγίων καὶ Οἰκουμενικῶν Συνόδων χαρακτηρίζονται «παραδεδομένες θεολογικὲς διαφορὲς ἢ τυχὸν νέες διαφοροποιήσεις» (§ 11), τὶς ὁποῖες καλοῦνται ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ ἡ ἑτεροδοξία νὰ «ὑπερβοῦν» (§ 11). Τὸ ζητούμενο γιὰ τοὺς συντάκτες εἶναι ἡ ἑνότητα τῶν «Ἐκκλησιῶν», καὶ ὄχι ἡ ἑνότητα στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν ὑπάρχει πουθενὰ πρόσκληση σὲ μετάνοια καὶ σὲ ἄρνηση καὶ καταδίκη τῶν πλανῶν καὶ ἐτεροδιδασκαλιῶν, ποῦ παρεισέφρησαν στὴ ζωὴ τῶν αἱρετικῶν αὐτῶν Κοινοτήτων.
8) Τὸ ὡς ἄνω κείμενο κάνει ἐκτεταμένη ἀναφορὰ στὸ λεγόμενο «Π.Σ.Ε.» (§§ 16-21) καὶ ἀποτιμᾶ θετικὰ τὴν συμβολή του στὴν Οἰκουμενι(στι)κὴ Κίνηση, ἐπισημαίνοντας τὴν πλήρη καὶ ἰσότιμη συμμετοχὴ τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν σ’ αὐτὴν καὶ τὴν συμβολὴ τους «εἰς τὴν μαρτυρίαν τῆς ἀληθείας καὶ τὴν προαγωγὴν τῆς ἑνότητος τῶν Χριστιανῶν» (§ 17). Ὡστόσο, ἡ εἰκόνα, ποῦ μᾶς δίδει τὸ κείμενο σχετικὰ μὲ τὸ «Π.Σ.Ε.», εἶναι ψευδὴς καὶ ἐπίπλαστη. Κατ’ ἀρχήν, αὐτὴ καθ’ ἑαυτὴν ἡ ἔνταξη τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας σ’ ἕναν ὀργανισμό, ποῦ ἐμφανίζεται ὡς ὑπερεκκλησία, καὶ ἡ συνύπαρξη καὶ συνεργασία της μὲ τὴν αἵρεση, συνιστᾶ παραβίαση τῆς κανονικῆς τάξεώς της καὶ ἀθέτηση τῆς ἐκκλησιολογικῆς αὐτοσυνειδησίας της. Ἡ θεολογικὴ ταυτότητα τοῦ «Π.Σ.Ε.» εἶναι σαφῶς προτεσταντική. Ἡ μαρτυρία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας δὲν ἔγινε μέχρι σήμερα δεκτὴ στὸ σύνολό της ἀπὸ τὶς προτεσταντικὲς αἱρέσεις τοῦ «Π.Σ.Ε.», ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὴν 70ετή ἱστορία του. Ὅλα δείχνουν ὅτι τὸ ἐπιδιωκόμενο στὸ «Π.Σ.Ε.» εἶναι ἡ ὁμογενοποίηση τῶν «ὁμολογιῶν»-μελῶν τοῦ μέσω ἑνὸς μακροχρονίου συμφυρμοῦ. Τὸ κείμενο ἀποκρύπτει τὴν πραγματικὴ εἰκόνα τῶν μέχρι σήμερα γενομένων Διαλόγων μὲ τὶς προτεσταντικὲς αἱρέσεις-μέλη τοῦ «Π.Σ.Ε.» καὶ τὸ ἀδιέξοδο, στὸ ὁποῖο αὐτοὶ ἔχουν φθάσει σήμερα. Πέραν τούτου, δὲν καταδικάζονται τὰ ἀπαράδεκτα ἀπὸ Ὀρθοδόξου ἀπόψεως κοινὰ κείμενα τῶν Γενικῶν Συνελεύσεων τοῦ «Π.Σ.Ε.», (π.χ. Πόρτο Ἀλέγκρε, Πουσάν κ.λ.π.) καὶ ἐπιπλέον ἀποσιωπῶνται πλεῖστα ὅσα ἐκφυλιστικὰ φαινόμενα, τὰ ὁποῖα συναντοῦμε σ’ αὐτό, ὅπως «Λειτουργία τῆς Λίμα», intercommunion, διαθρησκειακὲς συμπροσευχές, χειροτονία γυναικών, περιεκτικὴ γλώσσα, ἀποδοχὴ τοῦ σοδομισμοῦ ἀπὸ πολλὲς αἱρέσεις κλπ.
9) Ἡ ἀλλαγὴ τοῦ Ἡμερολογίου τὸ 1924 ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο καὶ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἦταν μονομερὴς καὶ πραξικοπηματικὴ ἐνέργεια, γιατί δὲν ἔγινε μὲ πανορθόδοξη ἀπόφαση. Διέσπασε τὴν λειτουργικὴ ἑνότητα μεταξὺ τῶν Ὀρθοδόξων Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν καὶ προκάλεσε σχίσματα καὶ διαιρέσεις μεταξὺ τῶν πιστῶν. Στὴν ἀλλαγὴ συνήργησαν καὶ ὤθησαν ἑτερόδοξες «ὁμολογίες» καὶ μυστικὲς ἑταιρεῖες, μέσω τοῦ Πατριάρχου Μελετίου Μεταξάκη. Ἦταν προσμονὴ ὅλων καὶ δέσμευση τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἡγετῶν ἡ μέλλουσα νὰ συνέλθει Σύνοδος νὰ συζητήσει καὶ νὰ ἐπιλύσει τὸ θέμα. Δυστυχῶς, κατὰ τὴν μακρὰ προσυνοδικὴ διαδικασία Παπικοὶ καὶ Προτεστάντες ἔθεσαν στοὺς Ὀρθοδόξους νέο θέμα, τὸν «κοινὸ ἑορτασμὸ τοῦ Πάσχα», μὲ συνέπεια νὰ στραφεῖ πρὸς τὰ ἐκεῖ τὸ ἐνδιαφέρον καὶ νὰ ἀτονήσει ἡ συζήτηση γιὰ τὴν θεραπεία τοῦ τραύματος τῆς λειτουργικῆς ἑνότητος στὸν ἑορτασμὸ τῶν ἀκινήτων ἑορτῶν, ποῦ προκλήθηκε χωρὶς λόγο καὶ ποιμαντικὴ ἀνάγκη. Στὴν τελικὴ φάση τῆς Συνόδου καὶ χωρὶς συνοδικὲς ἀποφάσεις τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν τὸ θέμα τοῦ Ἡμερολογίου ἀποσύρθηκε ἀπὸ τὸν κατάλογο τῶν θεμάτων, ἐνῶ ἦταν τὸ κατ' ἐξοχὴν ἐπεῖγον καὶ φλέγον θέμα.
10) Ἡ ἱστορία τῶν Ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων μᾶς βεβαιώνει ὅτι αὐτὲς συγκαλοῦνταν κάθε φορᾶ, ποῦ κάποια αἵρεση ἀπειλοῦσε τὴν ἁγιοπνευματικὴ ἐμπειρία τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀληθείας καὶ τὴν ἔκφρασή της ἀπὸ τὸ ἐκκλησιαστικὸ σῶμα. Ἀντίθετα, ἡ μέλλουσα νὰ συνέλθει Σύνοδος συγκαλεῖται, ὄχι γιὰ νὰ ὁριοθετήσει τὴν πίστη ἔναντι τῆς αἱρέσεως, ἀλλὰ γιὰ νὰ παράσχει θεσμικὴ ἀναγνώριση καὶ νομιμοποίηση τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν στηρίζεται στὴν ἐμπειρία τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, ἀλλὰ ἀντίθετα τὴν ὑποβαθμίζει καὶ τὴν ὑποτιμᾶ, τὴν περιθωριοποιεῖ καὶ τὴν παραβλέπει. Ἡ συνολικὴ διαδικασία, ἡ προπαρασκευὴ καὶ ἡ θεματολογία τῆς Συνόδου εἶναι ἀποτέλεσμα ἐπιβολῆς μιᾶς ἐκκλησιαστικῆς ὀλιγαρχίας, ποῦ ἐκφράζει μιὰ ἀκαδημαϊκή, ἀποστεωμένη, ἄνευρη καὶ ἀπνευμάτιστη θεολογία, ἀποκομμένη ἀπὸ τὸ ἐκκλησιαστικὸ σῶμα. Ἔσχατος κριτὴς τῆς ὀρθότητας καὶ τῆς ἐγκυρότητας τῶν ἀποφάσεων τῶν Συνόδων εἶναι τὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας μας, οἱ κληρικοί, οἱ μοναχοὶ καὶ ὁ πιστὸς λαὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος, μὲ τὴν γρηγοροῦσα ἐκκλησιαστικὴ καὶ δογματική του συνείδηση, ἐπικυρώνει ἢ ἀπορρίπτει τὶς ἀποφάσεις τους. Ὅμως, στὴν μέλλουσα Σύνοδο ἀπουσιάζει παντελῶς αὐτὴ ἡ σημαντικὴ παράμετρος, ἐπειδὴ ἐκφράστηκε ἐπισήμως ὅτι φορέας τῆς ἐγκυρότητας τῶν ἀποφάσεών της θὰ εἶναι ἡ Συνοδικότητα καὶ ὄχι τὸ Ὀρθόδοξο Πλήρωμα.
11) Μιὰ ἄλλη βασικὴ προϋπόθεση γνησιότητας τῆς «Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου» εἶναι ἡ ἀναγνώριση ὑπ’ αὐτῆς ὡς Οἰκουμενικῶν τῶν θεωρουμένων ὡς τοιούτων στὴ συνείδηση τοῦ Ὀρθοδόξου πληρώματός τῆς Η΄ (879-880) ἐπὶ ἱεροῦ Φωτίου τοῦ Μεγάλου καὶ τῆς Θ΄ (1351) ἐπὶ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ συγκληθεισῶν, οἱ ὁποῖες ἔχουν ὅλα τὰ στοιχεῖα τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ ἔχουν καταδικάσει τὶς αἱρετικὲς κακοδοξίες τοῦ Παπισμοῦ. Ἀλλά, τέτοιο ἐνδεχόμενο δὲν προκύπτει ἀπὸ τὴν θεματολογία καὶ τὰ προσυνοδικὰ κείμενα.
12) Ἡ ὀρθόδοξη νηστεία εἶναι τόσο ἑδραιωμένη στὴ συνείδηση τῶν ὀρθοδόξων ποιμένων καὶ τοῦ ὀρθοδόξου λαοῦ, ὥστε δὲν χρειάζεται καμμία σύντμηση, ἢ προσαρμογή. Οἱ ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι ἔχουν ἀνάγκη νὰ ἀποκτήσουν περισσότερο ὀρθόδοξη παιδεία καὶ ἀσκητικὸ φρόνημα, γιὰ νὰ μπορέσουν, μὲ τὸ παράδειγμά τους καὶ τὸν ἀσύλληπτο πλοῦτο τῆς ἁγιοπατερικῆς γραμματείας, νὰ διδάξουν διακριτικὰ τὸ ποίμνιό τους. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας ἐφαρμόζει χριστοφιλανθρωπότατα σὲ ὅλα τὰ μήκη καὶ πλάτη τῆς Οἰκουμένης τὴν οἰκονομία σὲ ὅλο τὸ μεγαλεῖο της. Εἶναι τόσα πολλὰ τὰ κείμενα περὶ νηστείας ὅλων τῶν ἁγίων Πατέρων, ποῦ ἀναλύουν τὶς παθοκτόνες καὶ σωτήριες παραμέτρους της, ὥστε δὲν ἀξίζει ὁ εὐτελισμός, ποῦ ὑφίσταται ἀπὸ τὴν μινιμαλιστικὴ νοοτροπία τῶν μεταπατερικῶν ἀνανεωτῶν, οἱ ὁποῖοι κόπτονται γιὰ τὸν σύγχρονο κόσμο. Ἂν ἡ μέλλουσα Σύνοδος ἐπιβάλει νέες μεταρρυθμίσεις ἡμερῶν τῆς νηστείας καὶ τροφῶν, θὰ μιμηθεῖ τὸν ὁλοκληρωτισμό, ποῦ χαρακτηρίζει τὸ Κανονικὸ Δίκαιό του Παπισμοῦ, τὸ ὁποῖο καθορίζει θεσμικὰ καὶ ἀσφυκτικὰ ἀκόμα καὶ τὴν οἰκονομία.
13) Κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ 20ού αἰῶνος ἡ παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἐκφυλλίζεται καὶ μεταλλάσσεται σὲ πανθρησκειακὸ ὅραμα. Οἱ ἀτελείωτες διαθρησκειακὲς συναντήσεις καὶ συμπροσευχὲς Ὀρθοδόξων μὲ ἡγέτες θρησκειῶν τοῦ κόσμου (π.χ. Ἀσίζη) μαρτυροῦν ὅτι ἀπώτερος στόχος τοῦ Οἰκουμενισμοῦ εἶναι ἡ συνένωση τῶν θρησκειῶν σὲ ἕνα τερατῶδες σχῆμα, τὴν ἐφιαλτικὴ Πανθρησκεία, ἡ ὁποία ἐπιδιώκει νὰ ἐκμηδενίσει τὴ σώζουσα ἀλήθεια τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἡ διαθρησκειακὴ συνεργασία μὲ τὶς ἄλλες θρησκεῖες εἶναι ἀδύνατον νὰ δικαιωθεῖ, οὔτε νὰ θεμελιωθεῖ στὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ στὴν Ὀρθόδοξη Πατερικὴ Θεολογία. Ὁ θεόπνευστος λόγος τοῦ Ἀποστόλου τῶν Ἐθνῶν Παύλου εἶναι ξεκάθαρος: «Μὴ γίνεσθε ἐτεροζυγοῦντες ἀπίστοις. Τὶς γὰρ μετοχὴ δικαιοσύνη καὶ ἀνομία; Τὶς δὲ κοινωνία φωτὶ πρὸς σκότος»; (Β΄ Κορ.6,14).Ἐπίσης, τὸ ἰδανικό της εἰρηνικῆς συνυπάρξεως, τὸ ὁποῖο κατὰ κόρον προβλήθηκε στοὺς Διαθρησκειακοὺς Διαλόγους, καθίσταται ἀδύνατο, διότι ἔρχεται σὲ πλήρη ἀντίθεση μὲ τὸν λόγο τοῦ Κυρίου, «εἰ ἐμὲ ἐδίωξαν καὶ ὑμᾶς διώξουσιν» (Ἰω. 15, 20), καὶ μὲ τὸν λόγο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου «πάντες δὲ οἱ θέλοντες εὐσεβῶς ζῆν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ διωχθήσονται» (Β΄ Τίμ. 3, 14). Οἱ μετέχοντες στοὺς μέχρι τώρα γενομένους Διαλόγους δὲν μπόρεσαν, δυστυχῶς, νὰ μεταφέρουν ἀνόθευτη τὴν Ὀρθόδοξη χριστιανικὴ διδασκαλία, ἀλλὰ οὔτε καὶ νὰ προσελκύσουν ἔστω καὶ ἕναν ἀλλόθρησκο στὴν Ὀρθοδοξία. Ἀντίθετα, μάλιστα ἔφθασαν στὸ ἀξιοθρήνητο κατάντημα νὰ παρασυρθοῦν σὲ πλάνες καὶ αἱρέσεις καὶ νὰ διατυπώνουν βλάσφημες δηλώσεις, σκανδαλίζοντας τὸν πιστὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ, παρασύροντας στὴν πλάνη τοὺς ἀσθενεῖς στὴν πίστη καὶ προκαλώντας ἔτσι μεγίστη πνευματικὴ φθορὰ καὶ διάβρωση τοῦ Ὀρθοδόξου φρονήματος. Παρὰ τὴν πληθώρα τῶν μέχρι τώρα γενομένων Διαλόγων, ὁ ἰσλαμικὸς φανατισμός, ὄχι μόνο δὲν καταστέλλεται, ἀλλὰ γιγαντώνεται ὅλο καὶ περισσότερο.
14) Οἱ ἀγῶνες τῶν Προφητῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, μαζὶ μὲ τοὺς ἀγῶνες τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας, θὰ πρέπει νὰ μᾶς ἐμπνέουν καὶ νὰ μᾶς ὁδηγοῦν στὴν διαφύλαξη τῆς πολύτιμης παρακαταθήκης μας. Ἀπόπειρα νοθεύσεως τῆς μωσαϊκῆς θρησκείας παρατηροῦμε καὶ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ὅπου, στὴν ἀρχὴ χαναανϊτικὰ καὶ ἀργότερα βαβυλωνιακὰ καὶ αἰγυπτιακὰ στοιχεῖα ἀπειλοῦσαν νὰ νοθεύσουν τὴν πίστη στὸν Ἕνα Θεό. Μεγάλοι ἄνδρες, (Προφῆτες, βασιλεῖς, πολιτικοὶ ἄρχοντες, κλπ.) ἀγωνίστηκαν μὲ σθένος γιὰ τὴν διαφύλαξη τῆς καθαρῆς μωσαϊκῆς θρησκείας. Ἰδιαιτέρως ἀγωνίστηκαν κατὰ τῶν διαφόρων ψευδοπροφητῶν, οἱ ὁποῖοι ἀναφαίνονταν κατὰ καιρούς.
Συνοψίζοντας τὰ παραπάνω, συμπεραίνουμε ὅτι ἡ μέλλουσα νὰ συγκληθεῖ «Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος» δὲν θὰ εἶναι οὔτε Μεγάλη, οὔτε Ἁγία, διότι, μὲ βάση τὰ μέχρι σήμερα δεδομένα, δὲν προκύπτει ὅτι αὐτὴ θὰ εἶναι σύμφωνη μὲ τὴν Συνοδικὴ καὶ Κανονικὴ Παράδοση τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας καὶ ὅτι θὰ λειτουργήσει ὄντως ὡς γνήσια συνέχεια τῶν ἀρχαίων μεγάλων Ἁγίων Οἰκουμενικῶν καὶ Τοπικῶν Συνόδων. Ὁ τρόπος, μὲ τὸν ὁποῖο εἶναι διατυπωμένα τὰ δογματικοῦ χαρακτῆρος προσυνοδικὰ κείμενα, δὲν ἀφήνουν κανένα περιθώριο ἀμφιβολίας, ὅτι ἡ ἐν λόγω Σύνοδος ἀποσκοπεῖ νὰ προσδώσει ἐκκλησιαστικότητα στοὺς ἑτεροδόξους καὶ νὰ διευρύνει τὰ κανονικὰ καὶ χαρισματικὰ ὅρια τῆς Ἐκκλησίας.
Ὡστόσο, καμμία Πανορθόδοξη Σύνοδος δὲν μπορεῖ νὰ ὁριοθετήσει διαφορετικὰ τὴν μέχρι σήμερα ταυτότητα τῆς Ἐκκλησίας. Δὲν ὑπάρχουν, ἐπίσης, ἐνδείξεις ὅτι ἡ ἐν λόγω Σύνοδος θὰ προχωρήσει σὲ καταδίκη τῶν συγχρόνων αἱρέσεων καὶ πρωτίστως τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Ἀντίθετα μάλιστα ὅλα δείχνουν ὅτι ἡ μέλλουσα νὰ συγκληθεῖ «Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος» ἐπιχειρεῖ νὰ τὴν νομιμοποιήσει καὶ νὰ τὴν ἑδραιώσει.Ὡστόσο, οἱ ὅποιες ἀποφάσεις της μὲ οἰκουμενιστικὸ πνεῦμα, εἴμαστε ἀπολύτως βέβαιοι, ὅτι δὲν θὰ γίνουν δεκτὲς ἀπὸ τὸν εὐσεβῆ κλῆρο καὶ τὸν πιστὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ ἡ ἴδια θὰ καταγραφεῖ στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία ὡς ψευδοσύνοδος.
 
Σεβασμιώτατε,
Ἡ μέλλουσα «Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος», ἂν πραγματικὰ θέλει νὰ εἶναι Ὀρθόδοξη Σύνοδος, θὰ πρέπει νὰ λάβει, κατὰ τὴν ταπεινή μας γνώμη, τὶς ἑξῆς καίριες ἀποφάσεις:
α) Νὰ ἐπικυρώσει τὶς ἀποφάσεις ὅλων προγενεστέρων ΟἰκουμενικῶνΣυνόδων, (Α΄ ἕως καὶ Ζ΄ Οἰκουμενικές), δηλαδὴ τοὺς ὑπὸ τῶν ἁγίων  Πατέρων  θεσπισθέντες δογματικοὺς  ὅρους  καὶ Ἱεροὺς  Κανόνες.
β) Νὰ ἀναγνωρίσει τὶς θεωρούμενες ἀπὸ ὅλους τους Ὀρθοδόξους δύο συνόδους τοῦ ἐνάτου καὶ δεκάτου τετάρτου αἰῶνος ὡς οἰκουμενικές, δηλαδὴ τὴν Η΄ ἐπὶ Μεγάλου Φωτίου, τὸ 879, καὶ τὴν Θ΄ ἐπὶ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, τοῦ 1351, οἱ ὁποῖες, κατεδίκασαν ἡ μὲν πρώτη τὸ Filioque καὶ τὸ πρωτεῖο τοῦ Πάπα ὡς αἱρέσεις, ἡ δὲ δεύτερη τὴν περὶ κτιστῆς Χάριτος αἵρεση, ἑπομένως καὶ τὸν Παπισμὸ ὡς αἵρεση.
γ) Νὰ καταδικάσει τὴν συγκρητιστικὴ παναιρέση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὅπως τὴν ἀποκαλοῦσε ὁ ἅγιος Ἰουστίνος Πόποβιτς.
δ) Νὰ καταδικάσει τὴν παρουσία καὶ συμμετοχὴ τῶν Ὀρθοδόξων Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν στὸ λεγόμενο «Παγκόσμιο Συμβούλιο τῶν Ἐκκλησιῶν» (Π.Σ.Ε.).
ε) Νὰ τερματίσει  τοὺς Διαθρησκειακοὺς Διαλόγους καὶ τοὺς Θεολογικοὺς Διαλόγους μὲ τοὺς Ρωμαιοκαθολικούς, τὶς προετεσταντικὲς ὁμολογίες τοῦ Π.Σ.Ε. καὶ τοὺς Μονοφυσίτες.
στ) Νὰ καταδικάσει τὴν μεταπατερικὴ καὶ ἀντιπατερικὴ «νέα ἐκκλησιολογία», ἡ ὁποία ἀπορρίπτει τὰ χαρισματικά, δογματικὰ καὶ κανονικὰ ὅρια τῆς Ἐκκλησίας.
ζ) Νὰ ἐκλέξει, νὰ χειροτονήσει καὶ νὰ ἐνθρονίσει στὸ πάλαι ποτὲ περίπυστο Πατριαρχεῖο τῆς Ρώμης νέο Ὀρθόδοξο Πάπα Ρώμης, μὴ ἀναγνωρίζοντας καὶ ἐκθρονίζοντας τὸν σημερινὸ καταληψία τοῦ Πατριαρχείου τῆς Δύσεως καὶ αἱρεσιάρχη κ. Φραγκίσκο. Ἔτσι, θὰ λυθοῦν τὰ θέματα τοῦ Παπισμοῦ, τῆς Οὐνίας καὶ τοῦ Προτεσταντισμοῦ.  
η) Νὰ δημιουργήσει Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες, λύνοντας τὸ θέμα τῆς Διασπορᾶς, καὶ
θ) Νὰ ἀκολουθήσει τὴν Πατερικὴ ὁδὸ μαχίμου ἐπανευαγγελισμοῦ τῆς Οἰκουμένης, μὲ τὴν δημιουργία δορυφορικῆς πλατφόρμας γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη μαρτυρία σὲ 17 γλῶσσες. Μὲ τὸν τρόπο αὐτό, θὰ κονιορτοποιήσει τὶς αἱρέσεις μὲ παγκόσμιο λόγο καὶ πατερικὴ παρρησία, θὰ δοξάσει τὸν Θεὸ καὶ θὰ διασφαλίσει τὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο. 
Τὰ κείμενα τῆς Συνόδου πρέπει νὰ ξαναγραφοῦν ἀπ’ τὴν ἀρχή, λαμβάνοντας ὑπ’ ὄψιν τὸ πνεῦμα τῶν Ἁγίων Πατέρων καὶ τῆς ἐκκλησιαστικῆς Παραδόσεως. Δὲν ἀρκεῖ νὰ συγκληθεῖ μιὰ Σύνοδος μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ ἀποδειχθεῖ στὸν κόσμο ὅτι οἱ Ὀρθόδοξοι εἴμαστε ἑνωμένοι. Ἑνωμένοι σὲ τί; Ἡ ἕνωση γίνεται μόνο βάσει τῆς Ἀληθείας. Ἡ ἑνότητα εἶναι ὁ καρπὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅπως μᾶς λέγει ὁ Κύριος ἠμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς στὴν ἀρχιερατική Του προσευχή: «ἴνα ὦσιν ἓν καθὼς ἠμεῖς… ἁγίασον αὐτοὺς ἐν τὴ ἀληθεία σου… ἴνα καὶ αὐτοὶ ὦσιν ἠγιασμένοι ἐν ἀληθεία»(Ιω.17,11,17,19). Ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας συνίσταται στὴν ἀκέραιη καὶ ἀβλαβῆ διαφύλαξη τῶν διδασκαλιῶν τῆς ὀρθῆς πίστεως, τὴν ὁποία μᾶς παρέδωσαν οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι καὶ οἱ Ἅγιοι Πατέρες. Διηρημένοι καὶ ἀποσχισμένοι ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία εἶναι ὅλοι ἐκεῖνοι, ποῦ φρονοῦν διαφορετικὰ ἀπὸ τοὺς ἁγίους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, καθὼς μᾶς λέγει ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης. Οἱ ἅγιοι Πατέρες ὀνόμασαν «Καθολικὴ» τὴν Ἐκκλησία Του, ἐπειδὴ μόνο αὐτὴ διατηρεῖ στὴν πληρότητά της τὴν Ἀλήθεια καὶ τὴν Ὁμολογία τῆς Πίστεως, χωρὶς τὴν ὁποία κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ σωθεῖ. Πρέπει ἀπαραιτήτως νὰ κατανοηθεῖ ὅτι δὲν ἐπιχειρεῖται νὰ ἀλλάξει οὔτε ἡ νηστεία, οὔτε ἡ τάξη τοῦ μοναχισμοῦ, οὔτε ἡ τάξη τῶν ἱερῶν ἀκολουθιῶν, ὅμως παραχαράσεται καὶ στρεβλώνεται τὸ πιὸ νευραλγικὸ σημεῖο, δηλαδὴ ἡ ἐκκλησιολογικὴ δογματικὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας.
 
Σεβασμιώτατε,
Γνωρίζοντας πολὺ καλὰ τὴν πλήρη ἀφιέρωση καὶ τὴ θυσιαστικὴ ἀγάπη Σας γιὰ τὸν Σωτήρα Ἰησοῦ Χριστοῦ, τὸν Ὁποῖο διακονεῖτε μὲ ὅλη τὴν ὕπαρξή Σας, Σᾶς ἀπηύθυνα αὐτὲς τὶς σκέψεις, οἱ ὁποῖες μᾶς προβληματίζουν.
Προσευχόμαστε ἡμέρα καὶ νύχτα στὸν Ἀρχιποιμένα μας καὶ ἐν πάσιν πρωτεύοντα Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, νὰ Σᾶς ἐνισχύσει διὰ τῆς φωτιστικῆς Χάριτος Αὐτοῦ, ὥστε νὰ δώσετε, ἐν τὴ μελλούση νὰ συγκληθεῖ Συνόδω, ὡς μέλος τῆς ἀντιπροσωπείας τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας, τὴν  καλὴν μαρτυρίαν τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, μὴ ἀποδεχόμενος καὶ μὴ ὑπογράφων, πάσαν ἀπόφασιν αἱρετίζουσαν καὶ ξένην πρὸς τὴν Ὀρθόδοξον πίστιν καὶ Παράδοσιν. Εἴησαν τὰ ἔτη Ὑμῶν, ὄλβια, ὑγιεινὰ καὶ πανευφρόσυνα.
 
Ο   Μ Η Τ Ρ Ο Π Ο Λ Ι Τ Η Σ
+ ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ