Δημήτρης Γ. Ιωάννου

Ο π. Ι. Ρωμανίδης λανθασμένα προσγράφεται, όπως υποστηρίζουν πολλοί μελετητές του, στην θεολογία της δεκαετίας του ’60, με την γνωστή προσωποκεντρική-υπαρξιστική διδασκαλία της. Υπήρξε μια εντελώς ιδιαίτερη περίπτωση της ελληνικής θεολογίας, και στην πραγματικότητα στάθηκε κριτικά απέναντι στα κυρίαρχα τότε ρεύματα του περσοναλισμού και του υπαρξισμού, που επηρέασαν και στον τόπο μας την θεολογική παραγωγή. Στο εξής θα προσπαθήσω να παρουσιάσω σύντομα τη σκέψη του, και να εξηγήσω που βρίσκονται, κατ’ εμέ, τα πλεονεκτήματά της.
 Θα πρέπει να εννοήσουμε, ευθύς αμέσως, ότι το κλειδί του όλου στοχασμού του είναι ο τρόπος που προσεγγίζει την Παλαιά Διαθήκη, πράγμα που έχει μία ιδιαίτερη σημασία για την όλη ερμηνεία της ορθόδοξης θεολογίας. Ιδου πώς έχουν τα πράγματα: είναι κατ’ αρχάς γνωστό και αποδεκτό τοις πάσι, ότι το εβραϊκό πνεύμα (η «βιβλική σκέψη»), διαφοροποιείται σε απόλυτο βαθμό από τον αρχαιοελληνικό τρόπο του νοείν. Ο εβραϊκός Θεός είναι προσωπικός, αποκλείει την λατρεία οποιωνδήποτε άλλων θεών («μονοθεϊσμός»), είναι κατά την διδασκαλία του Ησαΐα «άγιος»[1] και ζητεί την πίστη σε Αυτόν, είναι «πηγή του ζώντος ύδατος»,  φορέας του «αγίου λόγου» Αυτού και αναζητητής εκάστης ψυχής[2], ενώ ακόμη εμφανίζεται ως δρων Υποκείμενο στην Ιστορία, παρεμβαίνοντας συνεχώς με νέες πράξεις και σύμβολα στην απολύτρωση του λαού Του (παράλληλα υποκρύπτεται στην εβραϊκή Βίβλο και ένα οικουμενικό μήνυμα). Ωστόσο, το ερώτημα είναι, πώς μπόρεσε τελικά να αναπτυχτεί το βιβλικό «πνεύμα» στον αρχαίο  Ισραήλ;
Οι δυτικοί στοχαστές βρίσκονται εν προκειμένω σε αμηχανία. Αδυνατώντας να παραδεχτούν, ως επιστήμονες ιστορικοί, ότι κυριολεκτικά ο Θεός παρενέβαινε στην Ιστορία και μιλούσε στον  Μωυσή και τους Προφήτες, άρχισαν να διδάσκουν ότι τα πράγματα προσομοιάζουν κάπως με ό,τι συνέβη στην αρχαία Ελλάδα. Εμφανίστηκαν, δηλαδή, στον εβραϊκό λαό μεγάλοι αναμορφωτές, φωτισμένοι οραματιστές και ηθικολόγοι, πρώιμοι ορθολογιστές (του τύπου του αναμορφωτή της ηθικής Ομήρου[3]), που με τις μεγάλες «ενοράσεις» τους, τον ανθρωπιστικό, ας το πούμε έτσι, στοχασμό τους, άφησαν το πνεύμα τους να εξερευνήσει το υπαρκτό και να παραγάγει ένα μεγάλο όραμα. Μπόρεσαν να κρίνουν εποικοδομητικά τις προβιβλικές παραδόσεις, εμβάθυναν στα της εσωτερική ζωής του ανθρώπου, ανακάλυψαν εν γένει το «Πνεύμα». Οι ανακαλύψεις τους ήταν στην πραγματικότητα προοδευτικές  ενατενίσεις , στοχαστικής αποκλειστικά φύσεως, στην βαθύτερη φύση του Είναι.
Πώς θα μπορούσε να χαρακτηρίσει κανείς αυτήν την προσέγγιση; Παρά τον ορθολογισμό της, στο μεγαλύτερο μέρος της ταυτίζεται με τον τρόπο που βλέπουν τα πράγματα οι υποστηρικτές της «analogia entis» (=αναλογία του όντος),κατά την οποία μεταξύ της ίδιας της μεταφυσικής πραγματικότητας, δηλαδή του Θεού, και του κόσμου (μαζί και του ανθρώπου), υφίσταται κάποια οντολογική ομοιότητα,  υπαρκτή μερική συνάφεια, «αναλογία». Η ίδια η Βίβλος βέβαια δεν ευνοεί καθόλου αυτήν την ερμηνεία[4], αλλά οι επιστήμονες ερμηνευτές αναγκάζονται στο σημείο αυτό να μιλήσουν, αντιφατικά, για μη βιβλικές προϋποθέσεις του βιβλικού πνεύματος. Αυτός είναι μάλιστα, από ιστορική άποψη, ο τρόπος σκέψης που προώθησε ως ένα βαθμό ο άγιος Αυγουστίνος, αναπτύχτηκε περισσότερο και σχεδόν αυτονομήθηκε στον σχολαστικισμό του Θωμά Ακινάτη (όπου αποδεικνύεται «έλλογα» ακόμη και η  ύπαρξη του Θεού), και τέλος ταυτίστηκε με την πεμπτουσία της ευρωπαϊκής φιλοσοφίας, της οποίας τα μεγάλα συστήματα, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο κινούνται προς αυτήν την κατεύθυνση.[5]