Κυριακή 30 Ιουλίου 2017

Ιωάννου Σ. Ρωμανίδου: Το Προπατορικόν Αμάρτημα - Κεφάλαιον Β΄ (Σχέσις Θεού και κόσμου - α. Η εκ του μηδενός δημιουργία και η θεία ελευθερία)



Η βασική προϋπόθεσις της όλης ζωής και σκέψεως της αρχαίας Εκκλησίας είναι η βιβλική διδασκαλία περί της εκ του μηδενός δημιουργίας του κόσμου κατά τελείως θετικήν και όλως ελευθέραν ενέργειαν του Θεού. «Πρώτον πάντων πίστευσον ότι εις εστιν ο Θεός, ο τα πάντα κτίσας και καταρτίσας και ποιήσας εκ του μη όντος εις το είναι τα πάντα, και πάντα χωρών, μόνος δε αχώρητος ων». Η ορθή κατανόησις του χαρακτήρος του προπατορικού αμαρτήματος εξαρτάται κατ’ ουσιαστικόν τρόπον εκ της ορθής αντιλήψεως της σχέσεως του Θεού προς τον κόσμον.
Η περί πτώσεως διδασκαλία των αρχαίων χριστιανών είναι αχωρίστως συνδεδεμένη με την βιβλικήν κοσμολογίαν. Η κλεις της κατανοήσεως της κοσμολογίας ταύτης, ως και της σχέσεως μεταξύ Θεού και κόσμου, είναι το δόγμα περί της εκ του μηδενός δημιουργίας. Το δόγμα τούτο αποτελεί την όλην προϋπόθεσιν της περί ελευθερίας διδασκαλίας της Εκκλησίας.

Το θεμέλιον της βιβλικής και πατερικής πίστεως, ζωής και θεολογίας είναι, ότι ο Θεός δια της ακτίστου Αυτού ενεργείας εποίησε τον κόσμον 1) ο ίδιος απ’ ευθείας και άνευ διαμέσου τινός, 2) εκ του μηδενός, ήτοι, ουχί κατ’ ανάγκην, αλλά κατά βούλησιν, και επομένως 3) κατά τρόπον όλως θετικόν.

1) Ότι ο ίδιος ο Θεός εποίησε τον κόσμον απ’ ευθείας λανευ της μεσολαβήσεως κτιστού τινος μέσου αποτελεί την βασικήν προϋπόθεσιν του ιουδαιοχριστιανικού μονοθεϊσμού: «Εγώ Κύριος ο συντελών πάντα εξέτεινα τον ουρανόν μόνος και εστερέωσα την γην». Το γεγονός αυτό τονίζεται τόσον εις τον Ιουδαϊσμόν όσον και εις τον Ορθόδοξον Χριστιανισμόν. Δια τους Πατέρας της Εκκλησίας, μάλιστα, απετέλεσε βασικόν επιχείρημα κατά των αιρετικών, οίτινες προσεπάθουν να υποβιβάσουν τον Υιόν και το Πνεύμα του Θεού εις είδη κατωτέρων Θεόων και κτιστών μέσων δημιουργίας.

Ο άγιος Ειρηναίος ηγωνίζετο γενικώς κατά των Γνωστικών εκείνων, οίτινες εδέχοντο μιαν ελληνιστικήν μορφήν υψίστου όντος εμπεριέχοντος εντός της εαυτού ανενεργήτου ουσίας τας κατ’ απόρροιαν εξ αυτού προελθούσας ιδέας ή αρχέτυπα, εκ των οποίων ο κατά μακράν σειράν απορροιών και πτώσεων προκύψας κατώτερος δημιουργός Θεός αντέγραψε και έκτισεν ατελών τον κόσμον αυτόν κατ’ άγνοιαν ή παρά την θέλησιν του υψίστου Ενός, το οποίον είναι ακίνητον προς τα εκτός εαυτού, δηλαδή προς τον κόσμον, μετά του οποίου δεν δύναται να έχει άμεσον επαφήν. Ο Ειρηναίος κατεπολέμει τους αιρετικούς αυτούς με την βιβλικήν διδασκαλίαν, ότι ο εις και μόνος Θεός, ο εις τους προφήτας αποκαλυφθείς και εκ Πνεύματος αγίου και Παρθένου σαρκωθείς, ο ίδιος, άνευ κτιστού τινος ενδιαμέσου, εποίησε τον κόσμον: «Διότι είναι ίδιον της παντοδυναμίας του Θεού να μην έχει ανάγκην άλλων οργάνων δια την δημιουργίαν των πραγμάτων εκείνων, άτινα καλεί εις την ύπαρξιν». «Ούτός μου Θεός», γράφει ο Αντιοχείας Θεόφιλος, «ο των άλλων Κύριος, ο τανύσας τον ουρανόν μόνος».

Δύναταί τις να παρατηρήσει ότι, ένεκα του χαρακτήρος της διδασκαλίας των αντιπάλων του, ο Ειρηναίος, ενώ μετ’ εμφάσεως ετόνισε το γεγονός ότι ο κόσμος ούτος εκτίσθη μόνον υπό του ενός και μόνου Θεού, δεν επέμεινε (παρεκτός εις ορισμένα ασαφή σημεία) και εις την άλλην όψιν της αυτής διδασκαλίας, δηλαδή ότι κτίσμα και εν γένει κατώτερα του Θεού όντα όχι μόνον δεν δημιουργούν, αλλά και δεν δύνανται να δημιουργήσουν, αφού η ενέργεια του δημιουργείν, ως επίσης του προνοείν και σώζειν, είναι μόνον του Θεού. Αν και η διδασκαλία αύτηπροϋποτίθεται εν τω αποκαλυφθέντι γεγονότι, ότι μόνον ο Θεός δημιουργεί, προνοεί, ζωοποιεί, κτλ., εν τούτοις δεν τονίζεται τόσον εμφατικώς, όπως συνέβη μεταγενεστέρως κατά τους αγώνας εναντίον των αιρετικών της εποχής των Οικουμενικών Συνόδων.

2) Το περί της εκ του μηδενός δημιουργίας δόγμα είναι το προπύργιον κατά της εσφαλμένης διδασκαλίας, ότι ο κόσμος είναι απόρροια ή αντιγραφή της ουσίας του Ενός, ή αποτέλεσμα ετέρας αρχής, και είναι η πλόεν ασφαλής εγγύησις ότι ο Θεόςείναι δημιουργός ουχί κατ’ ανάγκην και κατ’ ουσίαν, αλλά κατ’ ενέργειαν και κατά βούλησιν. Δια τους Πατέρας της Εκκλησίας η αποκάλυψις ότι ο κόσμος έχει εκ του μηδενός την αρχήν δι’ ενεργείας του Θεού είναι απόδειξις ότι η δημιουργική ενέργεια του Θεού δεν είναι αυτή αύτη η ουσία Αυτού, όπως σφαλερώς εδίδαξεν ο Ωριγένης. Ο Θεός δεν είναι κατ’ ουσίαν δημιουργός, ως επίσης προνοητής, κριτής, σωτήρ, κτλ., αλλά είναι τοιούτος μόνον κατά θέλησιν και κατ’ ενέργειαν. Ούτως ο κόσμος δεν απορρέει κατά φυσικόν τρόπον εκ της ουσίας του Θεού, ούτε είναι κτιστή ενέργεια του Θεού, αλλά τουναντίον είναι το αποτέλεσμα της ακτίστου Αυτού ενεργείας. Ο Θεός ενεργεί ποικιλοτρόπως και απειροτρόπως, άνευ όμως ουδεμιάς αλλαγής εν τη θεία ουσία, και χωρίς να ουσιοποιώνται ή ενυποστατοποιούνται αι θείαι ενέργειαι. Αι εν τω κόσμω ενέργειαι και δυνάμεις του Θεού δεν είναι ενυπόστατοι ουσίαι , όπως ενόμιζον οι Έλληνες φιλόσοφοι και Γνωστικοί, οίτινες επροσωποποίουν και εθεοποίουν τας εν τη φύσει κεκρυμμένας ενεργείας του Θεού.

Η σύγχυσις ενεργείας και ουσίας του Θεού σημαίνει ουσιαστικήν σχέσιν μεταξύ δημιουργού και δημιουργημάτων. Ούτως ο κόσμος είτε εν τη μορφή των αρχετύπων υπάρχων εν τη ουσία του Θεού, είτε εν υλική μορφή, κατ’ ουσίαν είναι συνάναρχος και συναΐδιος τω Θεώ – ο οποίος κατ’ ακολουθίαν ουσιαστικώς εξαρτάται εκ των δημιουργημάτων Του. Το φιλοσοφικόν δόγμαπερί Θεού ως actus purus αυτομάτως οδηγεί ή εις τον πανθεϊσμόν ή εις την απόλυτον διαρχίαν.

Αντιθέτως προς την καθαρώς φιλοσοφικήν μέθοδον, οι Πατέρες είχον πάντοτε ως αφετηρίαν των τας αποκαλυπτικάς και σωστικάς σχέσεις και ενεργείας του Θεού προς τον κόσμον: «Εδίδαξεν ημάς ο Κύριος, ότι Θεόν ειδέναι ουδείς δύναται, μη ουχί Θεού δοξάζοντος, τουτέστιν, άνευ Θεού μη γινώσκεσθαι τον Θεόν. αυτό δε το γινώσκεσθαι τον Θεόν, θέλημα είναι του Πατρός. Γνώσονται και αυτόν, οις αν αποκαλύψη ο Υιός». Εν τη τοιαύτη αποκαλύψει η κινητήριος δύναμις είναι ο ίδιος ο Θεός όλως θετικώς, ήτοι κατά βούλησιν και κατ’ ενέργειαν. Ούτως αι σχέσεις και αι ενέργειαι του Θεού δεν είναι έμμεσοι, αλλά άμεσοι και πραγματικαί, ιδίως εις την περίπτωσιν της του Λόγου ενσαρκώσεως. Εδώ δεν πρόκειται πλέον περί απλής σχέσεως του Θεού προς τον κόσμον, αλλά περί υποστατικής ενώσεως. Εν τούτοις όμως αι σχέσεις και ενέργειαι του Θεού προς τον κόσμον έχουν αρχήν. Επομένως δεν δυνανται να είναι της ουσίας του Θεού. Άλλο λοιπόν, είναι η δημιουργική, προνοητική, αποκαλυπτική και σωστική ενέργεια του Θεού και άλλο η ουσία Αυτού: «Ο μέγας Βασίλειος... φησιν, ως η ενέργεια ούτε ο ενεργών εστιν ούτε το ενεργηθέν.... Ο δε θείος Κύριλλος, περί Θεού και αυτός τον λόγον ποιούμενος, το μεν ποιείν ενεργείας εστι, θεολογεί, φύσεως δε το γεννάν. φύσις δε και ενέργεια ου ταυτόν». Εφ’ όσον η δημιουργική, προνοητική, σωστική και θεωτική ενέργεια του Θεού δεν είναι εκδήλωσις μιας εσωτερικής ανάγκης της θείας φύσεως και αφού κατά συνέπειαν δεν είναι ταυτόν μετά της θείας ουσίας, έπεται ότι δεν είναι δυνατόν εκ των ενεργειών του Θεού να γνωρίσει τις την θείαν ουσίαν. Δια παρομοίους λόγους ο Ειρηναίος εξέφρασε την αρχήν, ότι, δια των εν τω κόσμω αποκλαυπτικών θείων ενεργείων δυνάμεθα να γνωρίσωμεν τον μόνον αληθινόν Θεόν, αλλ’ ουχί την ουσίαν Αυτού. Ο Μέγας Βασίλειος κατά σαφή τρόπον γράφει ότι «η δε θεία φύσις εν πάσι τοις επινοουμένοις ονόμασι, καθ’ ό εστι,μένει ασήμαντος, ως ο ημέτερος λόγος. ευεργέτην γαρ και κριτήν, αγαθόν τε και δίκαιον, και όσα άλλα τοιαύτα μαθόντες, ενεργειών διαφοράς εδιδάχθημεν. του δε ενεργούντος την φύσιν ουδέν μάλλον δια της των ενεργειών κατανοησεως επιγνώναι δυνάμεθα. Όταν γαρ αποδιδώτις λόγον εκάστου τούτων των ονομάτων, και αυτής της φύσεως περί ην τα ονόματα, ου τον αυτόν αμφοτέρων αποδώσει λόγον. Ων δε ο λόγος έτερος, τούτων και η φύσις διάφορος. Ουκούν άλλο μεν εστιν η ουσία, ης ούπω λόγος μηνυτής εξευρέθη, ετέρα δε των περί αυτήν ονομάτων η σημασία, εξ ενεργείας τινος ή αξίας ονομαζομένων». «Ότι δε ο Θεός ουδέποτε απεκάλυψε την ουσίαν Αυτού ούτε δια του Υιού εν τη Κ. Διαθήκη ούτε δια των Προφητών και των λοιπών ιερών ανδρών εν τη Π. Διαθήκη, αποδεικνύει ο Μ. Βασίλειος δια παραδειγμάτων αγίων ανδρών εκ της Αγίας Γραφής, οίτινες αφού από των ενεργειών του Θεού εγνώρισαν την ύαρξιν Αυτού, είτα πιστεύσαντες προσεκύνησαν Αυτώ».

Ο Ειρηναίος αντιμετώπιζε Γνωστικούς, οίτινες δεν παρεδέχοντο την εκ του μηδενός δημιουργίαν και κατ’ ακολουθίαν τη άνευ διαστάσεως διάκρισην των ενεργειών του Θεού από της ακαταλήπτου Αυτού ουσίας, και ούτως ενόμιζον ότι αι ιδέαι, ή τα υπό του κατωτέρου δημιουργού ατελώς αντιγραφέντα αρχέτυπα των φαινομένων, είναι φυσικαί και ενυπόστατοι απόρροιαι της του Ενός ουσίας. Προς καταπόλεμησιν αυτών ο Ειρηναίος επέμενεν εις το αποκαλυφθέν γεγονός ότι ο ίδιος ο Θεός, ο οποίος συνέλαβεν τον κόσμον, εδημιούργησεν αυτόν άνευ κτιστών μέσων. Αυτή όμως η σύλληψις της δημιουργίας δεν είναι μία ανάγκη της θείας φύσεως, αλλ’ αποτέλεσμα της ελευθέρας ενεργείας του Θεού. Η δημιουργία, δηλαδή, δεν είναι εικών ή αντιγραφή μιας ιδέας περί κόσμου, προϋπαρχούσης εντός της ουσίας της Θεού. Ακόμη και τας ιδέας περί κόσμου ο Θεός συλλαμβάνει ουχί κατ’ ανάγκην και κατ’ ουσίαν αλλά κατ’ ελευθέραν Αυτού ενέργειαν. Η προγνωστική αύτη ενέργεια όχι μόνον δεν είναι της ουσίας του Θεού, αλλ’ ούτε δύναται να θεωρηθεί ταυτόν προς την θέλησιν του Θεού, ούτε είναι ενυπόστατος.

3) Εκ του δόγματος περί της εκ του μηδενός δημιουργίας κατά βοήλησιν και ενέργειαν του Θεού , έπεται ότι ο κόσμος, ορατός και αόρατος, εκτίσθη κατά τρόπον όλως θετικόν. Αυτός ούτος ο παρών κόσμος και ουχί άλλος εκτίσθη κατά βούλησιν του Θεού. Δεν είναι, λοιπόν, μία φύσει ατελής αντιγραφή ενός άλλου δήθεν πραγματικού κόσμου. ούτε είναι αποτέλεσμα είδους τινος πτώσεως δι’ αποξενώσεως της πραγματικότητος και δι’ απορροίας τινός των εκ της θείας ουσίας ιδεών και της επαφής αυτών μετά της ύλης. Η βιβλική παράδοσις αγνοεί την συνήθη φιλοσοφικήν διάκρισην μεταξύ ύλης και είδους ή μεταξύ ύλης και πραγματικότητος.

Η εκδοχή της πραγματικότητος ως ακτίστου συγκροτήματος ενυποστάτων αληθειών, ιδεών και ουσιών είναι τελείως ξένη προς την Αγίαν Γραφήν και την Πατερικήν παράδοσιν της Ανατολικής Εκκλησίας. Ο Θεός δεν έχει σύντροφον αγέννητόν τινα ιδεολογικόν κόσμον ενυποστάτων αρχετύπων, αλλά τουναντίον εποίησεν εκ του μηδενός τον κόσμον αυτόν υλικόν και άϋλον, ορατόν και αόρατον, τρεπτόν και μετά πολλών μεταβολών καιρών, αέρων κτ.λ. Η φιλοσοφική ιδέα ότι τα μεταβαλλόμενα και εν κινήσει πράγματα στερούνται πραγματικότητος είναι από βιβλικής απόψεως απαράδεκτος. «Κατανόησον ω άνθρωπε, τα έργα αυτού, καιρών μεν κατά χρόνους αλλαγήν, και αέρων τροπάς, στοιχείων τον εύτακτον δρόμον, ημερών τε και νυκτών και μηνών και ενιαυτών την εύτακτον πορείαν.... δρόσων τε και όμβρων και υετών την κατά καιρούς γινομένης επιχορηγίαν, την των ουρανίωνπαμποικίλων κίνησιν...». Η πραγματικότης δεν είναι τοιαύτη, διότι αι εν λόγω ουσίαι ή υποστάσεις είναι άϋλοι και ασώματοι, χωρίς αρχήν και τέλος, αμετάβλητοι ως αγέννητοι, αλλ’ είναι τοιαύτη (δηλ. η πραγματικότης), διότι ούτω θέλει ο Θεός. Αν και ο χρόνος και εν γένει τα υλικά φαινόμενα έχουν αρχήν, εν τούτοις χάριτι Θεού δύνανται να γίνουν εν χρόνω ατελεύτητα. Μόνον ο Θεός είναι φύσει αθάνατος. Τα κτίσματα γίνονται αθάνατα όχι δια της υπεράνω της ύλης και του χρόνου άρσεως αυτών, αλλά δια της χάριτι Θεού αφθαρτοποιήσεως αυτών. Το ότι η αθανασία των κτισμάτων συνίσταται εις την ανάστασιν του κόσμου και εις την αφθαρτοποίησιν του χρόνου, μαρτυρείται υπό της μετά την ανάστασιν πλήρους ανθρωπίνης φύσεως του Χριστού. Ο δε Θεός «μετασχηματίσει το σώμα της ταπεινώσεως ημών, εις το γενέσθαι αυτό σύμμορφον τω σώματι της δόξης αυτού».

Το κακόν κατά την Αγίαν Γραφήν δεν είναι έμφυτόν τι εν τη κτίσει, έστω και υπό την μορφήν ελλείψεως του αγαθού, διότι «είδεν ο Θεός τα πάντα όσα εποίησε και ιδού καλά λίαν». Ούτε είναι το κακόν έλλειψιν οντότητος, αφού τα πάντα εποίησεν ο Θεός εκ του μη όντος εις το είναι. Εάν το κακόν είναι απλώς μία έλλειψις οντότητος, έπεται ότι εκ του κακού εποίησεν ο Θεός τον κόσμον. Η αγία Γραφή δεν ευρίσκει φύσει το κακόν εις τα κτίσματα, διότι κάμνει σαφή διάκρισην μεταξύ της δημιουργίας του κόσμου και της πτώσεως αυτού. Ο Θεός είναι αίτιος της υπάρξεως των κτισμάτων, άτινα κατ’ αρχήν είναι «καλά λίαν», αλλά δεν είναι αίτιος των μετα-δημιουργικών ατελειών του κόσμου. «Ου γαρ τι κακόν αρχήθεν γέγονεν υπό του Θεού, αλλά τα πάντα καλά και καλά λίαν». Ο Θεός «παν το ευ πως έχον εδημιούργησεν, η δε των δαιμόνων ασωτία τοις εν τω κόσμω προς το κακοποιείν εχρήσατο, και τούτων εστι της κακίας το είδος και ουχί του Θεού του τελείου... κόσμου δε κατασκευή καλή, το δε εν αυτώ πολίτευμα φαύλον». Η αποκαλυφθείσα σαφής διάκρισις μεταξύ δημιουργίας και πτώσεως του κόσμου καθιστά απαράδεκτον την ιδέαν, ότι ο κόσμος ούτος είναι φύσει ατελής, διότι, ως ισχυρίζονται πολλοί, μόνον ο Θεός δύναται να είναι τέλειος. Εάν ο κόσμος είναι μία φύσει ατελής ή κακή αντιγραφή του τελείου, τότε ο Θεός θα ήτο αίτιος της ατελείας αυτού και η ευαγγελική διδασκαλία ότι ο σεσωσμένος άνθρωπος θα γίνει τέλειος, όπως ο Θεός και ο Χριστός είναι τέλειοι, δεν θα είχε καμμίαν σημασίαν.

Ένεκα, λοιπόν, της όλως θετικής δημιουργίας του κόσμου τούτου και της αναιτιότητος του Θεού δια το εν αυτώ κακόν, η σωτηρία του ανθρώπου δεν επιτελείται δια μιας πλατωνικής φυγής της ψυχής εκ του κόσμου και της ύλης, αλλ’ αντιθέτως συντελείται δια της εν κόσμω και χρόνω καταστροφής του κακού, δια της αναστάσεως και ανακαινίσεως των πάντων. Η σωτηρία δεν είναι εκ του κόσμου, αλλά εκ του κακού. «Ουκ ερωτώ ίνα άρης αυτούς εκ του κόσμου, αλλ’ ίνα τηρήσης αυτούς εκ του πονηρού». «έσχατος εχθρός καταργείται ο θάνατος». «και αυτή η κτίσις ελευθερωθήσεται από της δουλείας της φθοράς εις την ελευθερίαν της δόξης των τέκνων του Θεού». «ο εγείρας τον Χριστόν εκ νεκρών ζωοποιήσει και τα θνητά σώματα υμων». Η κυρία βάσις του περί αναστάσεως δόγματος είναι η ιουδαιοχριστιανική εκδοχή περί δημιουργίας και πτώσεως. «γεννητή δε (η ύλη) και ουχ υπό άλλου γεγονυία, μόνου δε υπό του πάντων δημιουργού προβεβλημένη. Και δια τούτο και σωμάτων ανάστασιν έσεσθαι πεπιστεύκαμεν μετά την των όλων συντέλειαν. Ο Αθηναγόρας γράφει ότι, «ου δια την κρίσιν η ανάστασις γίνεται κατά πρώτον λόγον, αλλά δια την του δημιουργήσαντος γνώμην και την των δημιουργηθέντων φύσιν».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου