Κυριακή 10 Ιανουαρίου 2021

Εμπειρία και Θεωρία Προσωπική στον Άγιο Γρηγόριο Νύσσης Όταν ο άνθρωπος συναντά το Θεό... Θεώνη Μαρίίνου Μπούρα

 





Τίτλος του Πρωτοτύπου: “Εμπειρία και Θεωρία Προσωπική στον Άγιο Γρηγόριο Νύσσης”
Υπότιτλος: “Όταν ο άνθρωπος συναντά το Θεό...”
Συγγραφέας: Θεώνη Μαρίνου Μπούρα
Η φωτογραφία της εικόνας του Αγίου Γρηγορίου Νύσσης στο εξώφυλλο από το διαδίκτυο
ISBN: 978-960-93-5339-7
Επίλεκτες Ψηφιακές Εκδόσεις: 24grammata.com
τηλ. +30 210 612 70 74, fax: +30 210 600 87 50
Υπεύθυνοι σειράς: Γιώργος Πρίμπας, Χαριτίνη Ξύδη
Σειρά: εν καινώ,, Αριθμός σειράς: 54
Επιμέλεια και διόρθωση κειμένου: Σωτήρης Αθηναίος
Τόπος και Χρονολογία πρώτης έκδοσης: Αθήνα, 2013
Μέγεθος Αρχείου: 1,3 Mb
Σελίδες: 82
Μορφή αρχείου: Flipping book, pdf
Γραμματοσειρά: cambria
Απαγορεύεται η αναδημοσίευση δίχως την έγγραφη άδεια του δημιουργού ή του εκδότη


. 7
Περιεχόμενα
σελ.
Εἰσαγωγή
9
Α. Στοιχεῖα προσωπικῆς-νηπτικῆς ζωῆς στόν ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης
1. Οἱ πνευματικοί του δάσκαλοι καί ἡ συνειδητή ἀποδοχή τοῦ
ρόλου του ὡς πνευματικοῦ πατέρα
11
2. Ἔμμεσες ἀναφορές στήν ἐσωτερική πνευματική του ζωή
11
3. Ἡ νηπτική ὁρολογία
15
α. "Συζυγία"
16
β. "Ἐνοίκηση"
16
γ. "Κοινωνία"
17
δ. "Μετοχή", "μετουσία"
18
ε. "Ἀνάκραση"
20
Β. Τό γεγονός τῆς θεωρίας στόν ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης
1. Οἱ ἔννοιες τῆς θεωρίας
23
2. Οἱ προϋποθέσεις τῆς θεωρίας
25
3. Ἡ κατ' ἀναγωγήν θεωρία
28
4. Ἡ δυναμική καί τά ἀποτελέσματα τῆς θεωρίας
30
Γ. Ἐμπειρία καί θεωρία προσωπική στόν ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης
1. Βαθμίδες πνευματικότητας - ἡ πορεία τῆς ψυχῆς πρός τό Θεό
33
2. Ἔξοδος ἀπό τήν ἁμαρτία-ἄνοδος
35
3. Πορεία πνευματική
38
4. Ἔλλαμψη θείου φωτός
40
5. Ἡ ἕνωση τοῦ ἀνθρώπου μέ τό Θεό
42
6. Ἐμπειρία προσωπική στόν ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης
43
Συμπεράσματα
51
Παραπομπές
53
Βιβλιογραφία
78
Εμπειρία και Θεωρία Προσωπική στον Αγιο Γρηγόριο Νύσσης
. 9
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Ὁ ὅρος θεωρία ἀπαντᾶται στήν ἀρχαία ἑλληνική γραμματεία. Στόν Πλάτωνα ἔχει τήν ἔννοια τῆς θέας-θέασης τῶν ἰδεῶν, πού εἶναι τά ὀντολογικά ἀρχέτυπα τῶν αἰσθητῶν.1 Στόν Ἀριστοτέλη ἡ θεωρία προσιδιάζει κατ' ἐξοχήν στό θεῖο νοῦ, ὁ ὁποῖος ὡς "πρώτη οὐσία" καί "νοήσεως νόησις" εἶναι καθαρή ἐνέργεια, ἡ ὁποία νοεῖ ἤ θεᾶται τόν ἑαυτό της σέ κατάσταση ὀλύμπιας μακαριότητας.2 Στόν Πλωτίνο τό θεωρεῖν ἀνήκει στό Ἕνα, ὄχι ὡς ἰδιότητα πού μπορεῖ νά τοῦ ἀποδοθεῖ, ἀλλά ὡς αὐτή ἡ ἴδια ἡ αἰτιακή του λειτουργία, καθώς τό Ἕνα συνιστᾶ τήν ὀντολογική πηγή τῶν ὄντων καί παρέχει σέ αὐτά ἀέναο φωτισμό.3
Στήν ἐκκλησιαστική γραμματεία, ὁ Κλήμης Ἀλεξανδρέας ἀποδίδει τή θεωρία στό γνωστικό χριστιανό. Ὁ γνωστικός χριστιανός ἔχει τή θεωρία τῶν θείων "ἐναργῆ" καί "εἰλικρινῆ" 4 καί ἡ θεωρία εἶναι γι' αὐτόν κατάσταση μόνιμη5 καί ἄτρεπτη.6 Ὁ γνωστικός χριστιανός βρίσκει στήν "καταληπτική θεωρία" τήν τελική μακαριότητα, κατά τήν ὁποία συγγίγνεται καί προσομιλεῖ μέ τό Θεό διά τοῦ Κυρίου.7 Ὁ Μέγας Βασίλειος, σχετικά μέ τή θεωρία, τονίζει ὅτι ὁ νοῦς τοῦ πιστοῦ χειραγωγεῖται μέσω τῶν ὁρωμένων καί αἰσθητῶν πρός τήν "θεωρίαν τῶν ἀοράτων".8 Ὁ σάρκινος ἄνθρωπος, ὅμως, ἔχει ἀγύμναστο τό νοῦ πρός τή θεωρία.9
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἀντιδιαστέλλει στή θεωρία τήν πράξη. Ἡ θεωρία καί ἡ πράξη εἶναι τά δύο συστατικά στοιχεῖα τῆς κάθε φιλοσοφίας. Ἡ θεωρία θεωρεῖται σπουδαιότερη συγκρινόμενη μέ τήν πράξη, ἀλλά ἀποδεικνύεται δύσκολα. Ἡ πράξη εἶναι λιγότερο σημαντική, ἀλλά πιό χρήσιμη.10 Ἐάν κάποιος θέλει νά γίνει θεολόγος καί ἄξιος τῆς θεότητας, ὀφείλει νά τηρεῖ τίς ἐντολές καί νά προχωρεῖ ἀπό τή θεωρία στήν πράξη, δηλαδή νά ἐφαρμόζει ὅσα θεωρητικά ἀποδέχεται.11 Ὁ ἅγιος Γρηγόριος Θεολόγος στίς παραπάνω περιπτώσεις νοεῖ τή θεωρία ὄχι ὡς θέα-θέαση, ἀλλά ὡς τό θεωρητικό μέρος μίας διδασκαλίας ἤ φιλοσοφικῆς τάσης τό ὁποῖο πρέπει νά ἐφαρμοστεῖ ἔμπρακτα γιά νά εἶναι χρήσιμο. Ἀλλοῦ γράφει γιά "μυστικές θεωρίες", στίς ὁποῖες γίνεται διαρκής προκοπή.12 Μάλιστα φέρνει ὡς παράδειγμα τίς ὁράσεις (τά τέλεια θεάματα) τοῦ Μωϋσῆ. Σέ αὐτή τήν περίπτωση ἡ μυστική-νηπτική θεωρία ἔχει τήν ἔννοια τῆς θεοπτικῆς ἐμπειρίας εἴτε ὡς ἀκροάσεως τῆς φωνῆς τοῦ Θεοῦ, εἴτε ὡς θέας τῆς καιγόμενης καί μή φλεγόμενης βάτου. Στή θεωρία ὡς θεοπτική ἐμπειρία ἡ πρόοδος-προκοπή εἶναι συνεχής.
Ὁ Εὐάγριος Ποντικός κάνει λόγο γιά "θεωρητικό νοῦ" καί γιά "θεωρία φωτός". Ἀναφέρει ὅτι ἡ λύπη ἀμβλύνει τό θεωρητικό
Εμπειρία και Θεωρία Προσωπική στον Αγιο Γρηγόριο Νύσσης
νοῦ καί ἡ λυπημένη καρδιά δέν εὐνοεῖ τή θεωρία τοῦ φωτός, διότι ἡ λύπη ἀφαιρεῖ ἀπό τήν ψυχή τήν αἴσθηση.13 Προκύπτει ὅτι, σύμφωνα μέ τόν Εὐάγριο Ποντικό, θεωρία εἶναι ἡ θέα τοῦ θείου φωτός, τήν ὁποία αἰσθάνεται ἐμπειρικά ἡ καρδιά τοῦ ἀνθρώπου. Σέ ἄλλο σημεῖο ὁ ἴδιος συγγραφέας ἐπιβεβαιώνει τή δυνατότητα θεωρίας τοῦ μακαρίου φωτός τῆς ἁγίας Τριάδας κατά τή διάρκεια τῆς προσευχῆς.14 Ἀλλοῦ κάνει λόγο γιά "καθαρό νοῦ πεπληρωμένο πνευματικῆς θεωρίας".15 Εἶναι σαφές λοιπόν ὅτι, σύμφωνα μέ τόν Εὐάγριο Ποντικό, θεωρία σημαίνει θεοπτική ἐμπειρία, θέαση θείου φωτός καί προϋποθέτει τήν καθαρότητα τοῦ νοῦ.
. 11
Α. ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗΣ-ΝΗΠΤΙΚΗΣ ΖΩΗΣ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΓΡΗΓΟΡΙΟ ΝΥΣΣΗΣ
1) ΟΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΙ ΤΟΥ ΔΑΣΚΑΛΟΙ ΚΑΙ Η ΣΥΝΕΙΔΗΤΗ ΑΠΟΔΟΧΗ ΤΟΥ ΡΟΛΟΥ ΤΟΥ ΩΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΥ ΠΑΤΕΡΑ
Ὁ Γρηγόριος Νύσσης ὑπῆρξε πνευματικός ἄνθρωπος καί ἀσκοῦσε πατρότητα πνευματική. Ὁ ἴδιος ἀναφέρει ὡς δασκάλους του τόν Ἀπόστολο Παῦλο, τόν Εὐαγγελιστή Ἰωάννη καί γενικά τούς ἀποστόλους.1 Ἀκόμη ἀναφέρει ὅτι εἶχε τήν ἀδελφή του Μακρίνα δάσκαλο ζωῆς,2 ἐνῶ χαρακτηρίζει πατέρα καί τόν ἀδελφό του Βασίλειο.3 Δέν παραμένει ὅμως μόνο πνευματικό τέκνο πνευματοφόρων προσωπικοτήτων, ἀλλά ὁ ἴδιος ἀναδεικνύεται μέ τή σειρά του πνευματικός πατέρας, κάτι πού ὁμολογεῖ σαφέστατα ὅταν μιλάει στά ἔργα του γιά τά πνευματικά του τέκνα. Σέ ἐπιστολή του πρός τόν Ἀβλάβιο, γράφει γιά τόν πνευματικό του υἱό Βασίλειο, τόν ἄλλοτε Διογένη (προφανῶς ὑπῆρξε ἀλλαγή ὀνόματος), μέ σκοπό νά τόν προστατέψει καί νά τόν φροντίσει.4 Ὁ ἅγιος Γρηγόριος, ἀφοῦ τόν μύησε στή χριστιανική πίστη καί τόν ἐφοδίασε μέ πνευματικά φτερά, τόν ἔστειλε κοντά στόν ἐπίσκοπο Ἀβλάβιο. Φαίνεται λοιπόν τό προσωπικό ἐνδιαφέρον τοῦ ἁγίου γιά τό πνευματικό του τέκνο. Ἐξάλλου ἀπό τόν Λητόιο ζητάει νά μήν παύσει ποτέ νά ἀπευθύνει τίς συνηθισμένες εὐχές γιά χάρη του, διότι ὡς εὐγνώμων υἱός ἔχει τό χρέος τῆς γηροκομίας σέ ἐκεῖνον, δηλαδή στό Γρηγόριο, πού τόν γέννησε κατά Θεόν.5 Ἀλλοῦ, συγκαταλέγοντας τόν ἑαυτό του στούς πνευματικούς πατέρες, λέει ὅτι οἱ πατέρες νιώθουν χαρά ἀπό τούς γενναίους ἱδρῶτες τῶν παιδιῶν τους.6
2) ΕΜΜΕΣΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ ΣΤΗΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, ὅπως ἄλλωστε συμβαίνει μέ τίς μεγάλες μορφές, ἀμφισβητήθηκε ἀπό ὁρισμένους ὡς πρός τό θέμα τῶν προσωπικῶν ἐμπειριῶν-θεοπτιῶν του. Ἡ εὐρεία καί βαθειά φιλοσοφική του κατάρτιση ἔγινε ἴσως ἀφορμή νά ὑπερτιμηθεῖ αὐτή καί νά ὑποτιμηθεῖ τό προσωπικό ἐμπειρικό στοιχεῖο στό νηπτικό βίο.
Τό θέμα πού ἀνέκυψε εἶναι ἐάν καί κατά πόσο τά ὅσα περί θεοπτιῶν καί θεωρίας ἀναφέρει ὁ Γρηγόριος στίς ὁμιλίες του στό Ἆσμα Ἀσμάτων καί στό Βίο τοῦ Μωϋσέως, ἀποτελοῦν προσωπικά του βιώματα ἤ ἁπλῶς θεωρητική ἀνάπτυξη τοῦ κειμένου τῆς
Εμπειρία και Θεωρία Προσωπική στον Αγιο Γρηγόριο Νύσσης
Γραφῆς μέ τή βοήθεια καί τῆς ἀλληγορικῆς μεθόδου καί προπαντός μέ ὅσα γνώριζε ἀπό μελέτες καί ἀπό τό περιβάλλον του. Οἱ J. Danielou καί W. Volker ὑποστηρίζουν ὅτι ὁ Γρηγόριος Νύσσης εἶχε πράγματι προσωπικά βιώματα, ἐνῶ ὁ E. Mulenberg τόν κατανόησε ὡς ἁπλό θεωρητικό τῆς Γραφῆς. Ὁ τελευταῖος κατέληξε στήν ἄποψη ὅτι "ἡ φιλοσοφική μόρφωση τοῦ Γρηγορίου εἶναι τό θεμέλιο τοῦ λεγόμενου μυστικισμοῦ του".7 Ὁ F. Dunzl, ἐνῶ δέν ἀρνεῖται ὅτι ὁ Γρηγόριος βίωνε αὐτά πού ἔγραφε, ἀρνεῖται ὅτι ὅσα ἀναφέρονται στίς ὁμιλίες του στό Ἆσμα Ἀσμάτων ἐκφράζουν προσωπικές ἐμπειρίες.8
Ὁ B. Geyer διατυπώνει τή θέση ὅτι κατά τό Γρηγόριο τά δόγματα μποροῦν νά ἀποδειχθοῦν φιλοσοφικά.9 Διαπιστώνει στό Γρηγόριο τήσυνύπαρξη δύο βασικῶν στοιχείων, τοῦ ὀρθολογικοῦ -συλλογιστικοῦ καί τοῦ μυστικοῦ, χωρίς ὅμως νά προβληματίζεται γιά τή μεταξύ τους ἀντιφατικότητα.
Ὁ H. F. Cherniss κάνει λόγο γιά ἀντίφαση στή σκέψη τοῦ Νύσσης, πού ὀφείλεται στήν ταυτόχρονη ἀποδοχή πλατωνισμοῦ καί χριστιανισμοῦ μέ τρόπο ἀπόλυτο.10 Μάλιστα ὑποστηρίζει ὅτι ὁ Γρηγόριος ὁδηγήθηκε στήν Ἐκκλησία ἐξαιτίας τοῦ οἰκογενειακοῦ του περιβάλλοντος, ἐνῶ ὁ ἴδιος ἤθελε νά ἀκολουθήσει μία ζωή λογίου καί μέσα του γινόταν ἕνας διαρκής ἐσωτερικός πόλεμος.11
Σύμφωνα μέ τό Γιάννη Δημητρακόπουλο, πού ἐνστερνίζεται τίς ἀπόψεις τοῦ Cherniss γιά τόν Νύσσης, βασική θέση τοῦ Cherniss εἶναι ὅτι ὁ Γρηγόριος εἶναι ἐπιφανειακά κι ἀσυνείδητα χριστιανός, ἐνῶ κατά βάθος εἶναι Ἕλληνας φιλόσοφος καί ἐραστής τῶν ἀξιῶν τῆς Δεύτερης Σοφιστικῆς.12
Ὁ Thomas Bohm θεωρεῖ ὅτι ὁ Γρηγόριος Νύσσης δέν περιγράφει δικές του ἐμπειρίες, ἀλλά μέ φιλοσοφική μέθοδο ἐπεξεργάζεται βιβλικά σχήματα ὡς ἰδιότυπος θεωρητικός μιᾶς θρησκευτικῆς μεταφυσικῆς..13
Προκειμένου νά ἀπαντήσουμε ἔμμεσα σέ αὐτό τό στάδιο τῆς ἔρευνας στό ζήτημα τῆς ὕπαρξης προσωπικῆς νηπτικῆς ζωῆς ἤ ὄχι τοῦ Γρηγορίου, θεωροῦμε ἀπαραίτητη τήν προσέγγιση τοῦ θέματος μέσω τῶν ἔργων του. Πρέπει νά διαπιστώσουμε τί ὁ ἴδιος μᾶς λέει γιά τό γεγονός τῆς ἐσωτερικῆς του ζωῆς. Καταρχήν ἐξηγεῖ ὅτι ὁ καθένας γίνεται αὐτό πρός τό ὁποῖο ἀποβλέπει. Ἄν δηλαδή ἀποβλέπει στό σωματικό καί ὑλικό βίο, τέτοιος καί γίνεται, ἐνῶ ἄν ἀποβλέπει στόν πνευματικό βίο, γίνεται πνευματικός. Ἡ πνευματική ζωή ἐπιτυγχάνεται μέ τή χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.14
Σέ ἄλλο σημεῖο γράφει ὅτι ὁ Μωϋσῆς, ἀλλά καί ὅποιος ἄλλος ἀκολουθεῖ τό παράδειγμά του, ὑψώνεται πνευματικά μέ τήν ἀρετή, στρέφοντας διαρκῶς τά μάτια στόν ὀρθό καί ὑψηλό βίο.Ἔτσι, ἀφοῦ δυναμωθεῖ ἡ ψυχή του ἀπό τόν ἄνωθεν φωτισμό,
. 13
θεωρεῖ ζημία νά μήν ὁδηγήσει τούς συνανθρώπους του στήν ἐλεύθερη ζωή.15
Τό γεγονός ὅτι ὁ Γρηγόριος ξεκινᾶ ἀπό τήν πνευματική κατάσταση τοῦ Μωϋσῆ, τήν ὁποία ἀναφέρει σέ ὅποιον ἄλλον τόν μιμεῖται, σημαίνει ὅτι μπορεῖ αὐτό νά ἰσχύσει γιά ὁποιονδήποτε μέ κάποιο τρόπο καθοδηγεῖ τούς συνανθρώπους του. Λόγω βέβαια τῆς θέσης του ὡς ἐπισκόπου, ἀλλά καί τοῦ πλήθους τῶν ὁμιλητικῶν ἔργων του, νομίζουμε, ὅτι καί ὁ ἴδιος καθοδηγεῖ τούς συνανθρώπους του στήν πνευματική-ἐλεύθερη ζωή. Ἄρα καί αὐτός ἔστρεφε τά μάτια του στόν ὑψηλό βίο, ὁπότε φωτιζόταν καί πρόκοβε στήν ἀρετή, δηλαδή ἡ ζωή του διαμορφωνόταν ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα. Διαφορετικά δέ θά μιλοῦσε, δέ θά καθοδηγοῦσε μέ τούς λόγους του τούς συνανθρώπους του. Κάποιος ἴσως ἰσχυριστεῖ ὅτι ὁ Γρηγόριος τολμοῦσε νά καθοδηγεῖ τούς ἀκροατές του χωρίς νά διαθέτει τίς πρός τοῦτο προϋποθέσεις. Ὁ ἴδιος ὅμως ἀποκλείει κάτι τέτοιο, ἀφοῦ γράφει ὅτι ἡ ἱστορία τοῦ Μωϋσῆ ἀπαιτεῖ νά μήν τολμᾶ κανείς νά διδάσκει καί νά συμβουλεύει τούς ἀκροατές του, ἐάν δέν ἔχει ἀποκτήσει
τή σχετική δύναμη ἀπό τήν ἐπιφάνεια τοῦ θείου φωτός.16 Ἐάν ὑποθέσουμε ὅτι λέγει αὐτά χωρίς νά ἔχει ὁ ἴδιος πνευματικά βιώματα, θά πρέπει νά τόν δεχθοῦμε ὡς μεγάλο ὑποκριτή, κάτι πού τό ἀποκλείουμε γιά λόγους πού θά ἀναφερθοῦν στή συνέχεια. Γιά τό Γρηγόριο εἶναι μόνιμη καί σταθερή ἡ πνευματική ζωή, ἐφόσον ὁ ἄνθρωπος προσβλέπει μόνο στό Θεό χωρίς ἀλληθωρισμό· τότε γίνεται τυφλός γιά τά ὑλικά πράγματα.17 Ἡ καθαρή ψυχή δέν πρέπει νά προσβλέπει οὔτε πρός τόν ἑαυτό της, οὔτε πρός κάτι ἄλλο, παρά μόνο πρός τό Θεό, νά εἶναι στραμμένη πρός τό νοητό καί ἄϋλο ὄν.18 Καί ὁ ἴδιος δείχνει νά περιφρονεῖ τήν ὑλική ζωή, ἀφοῦ ὅλα ὅσα ἐπιδιώκονται ἐδῶ παραμένουν ἀνενέργητα καί νεκρά.19
Ἡ στάση του ἔναντι τῶν κοσμικῶν ἐπιδιώξεων, ὅπως τά ἀξιώματα, τά πλούτη, οἱ ἐξουσίες, ἡ ἀλαζονεία, ἡ γοητεία τῶν ἡδονῶν, ἡ φιλοδοξία, οἱ ἀπολαύσεις κ.ἄ. εἶναι ἀρνητική. Ὅλα αὐτά χαρακτηρίζονται ὀνειρώδη φαντάσματα, πού δέν ἔχουν μονιμότητα δηλαδή, ἀλλά σάν τό κύμα διογκώνονται καί χάνονται. Γι' αὐτό ὀνομάζει μή σκεπτόμενους, ἐντελῶς ἀπερίσκεπτους, τούς ἀνθρώπους πού τά ἐπιδιώκουν..20 Ἡ στάση αὐτή τοῦ πνευματικοῦ ἀνθρώπου ἀπαιτεῖ ἀγώνα προσωπικό, χάριν τῆς νεκρώσεως τῆς σαρκικῆς ζωῆς καί τῆς μεταστοιχειώσεως τῆς φύσης μας σέ πνευματική φύση· κατάσταση στήν ὁποία καλεῖ καί τούς ἀκροατές του.21
Εμπειρία και Θεωρία Προσωπική στον Αγιο Γρηγόριο Νύσσης
Αὐτά δείχνουν ὅτι ὁ συγγραφέας μας κάθε ἄλλο παρά θεωρητικός μόνο ὑπῆρξε. Ἔχοντας μάλιστα διαπιστώσει ὅτι στόν κόσμο δρᾶ ὁ Σατανᾶς καί ὅτι ὅποιος θέλει νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό τήν ἐπιρροή του, κατ' ἀνάγκη θά ἀπομακρυνθεῖ ἀπό τόν κόσμο, δέ διστάζει νά ἐπιζητᾶ τήν βοήθεια τῆς ἁγίας Τριάδας γιά τή λύτρωση ἀπό τά κοσμικά πράγματα.22
Νομίζουμε λοιπόν ὅτι δέν εὐσταθοῦν ἐκτιμήσεις περί ἀπουσίας βιωμάτων πνευματικῶν καί, πολύ περισσότερο, περί κοσμικότητας τοῦ Γρηγορίου καί ἀγάπης του γιά τίς κοσμικές θεωρητικές-φιλοσοφικές ἐνασχολήσεις. Τουλάχιστον ὁ ἴδιος δέ μᾶς ἀφήνει περιθώρια γιά μιά τέτοια ἐκτίμηση. Ἀντίθετα, ἄλλα πράγματα τόν θέλγουν, καί συγκεκριμένα ἡ ἐνασχόληση μέ τά πνευματικά. Ἐκεῖ προσβλέπει καί διαρκῶς ἐπιζητᾶ τήν οὐράνια συμμαχία, τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ, τό Πνεῦμα τό Ἅγιο, ὥστε νά γίνει δεκτικός τῶν ὑψηλῶν καί θεοπρεπῶν νοημάτων,23 ἐνῶ ἀπαραίτητη βρίσκει τή νηστεία, τήν προσευχή καί τήν ἀγρυπνία, μέσα μέ τά ὁποῖα ἕλκεται ἡ χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος.24 Ἀντίθετα, ἀποχωρίζεται ἀπό τό Θεό ὅποιος δέν συνάπτει τόν ἐαυτό του μέ Ἐκεῖνον μέσω τῆς προσευχῆς.25 Ἡ προσευχή χαρακτηρίζεται ὡς τό ἀνώτερο ἀπό ὅλα τά τίμια πού ὑπάρχουν στή ζωή.26 Νηπτική ζωή χωρίς προσευχή δέν εἶναι δυνατόν νά νοηθεῖ, γράφει ὁ καθηγητής Χαράλαμπος Σωτηρόπουλος.27 Ὁ ἅγιος Γρηγόριος συμβουλεύει νά εἶναι "ἀκατάπαυστος" ἡ προσευχή.28 Ὁ ἱερός Χρυσόστομος συνιστᾶ "πυκνή" προσευχή,29 καί ὁ Μέγας Βασίλειος γράφει ὅτι "πᾶς καιρός ἐπιτήδειος" εἶναι γιά τήν πραγμάτωση τῆς προσευχῆς.30 Ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης συχνά ἀναφέρεται στή νηστεία ὡς μέσο ἀσκητικῆς-νηπτικῆς ζωῆς. Κάνει δέ διάκριση μεταξύ "σωματικῆς" καί "ἀσωμάτου" νηστείας. Ἡ σωματική νηστεία, ἡ ἀποχή τῶν βρωμάτων, εἶναι τό θεμέλιο τῆς ἀρετῆς,31 ἑπομένως εἶναι ἀπαραίτητη, ἀλλά ὄχι ἀρκετή. Ὅπως ἡ οἰκία χρειάζεται θεμέλια καί περαιτέρω οἰκοδομή μέ ἐπιστημονικό τρόπο, ἔτσι καί ἡ νηστεία τῶν τροφῶν ἀποτελεῖ τό θεμέλιο τῆς ἀρετῆς τό ὁποῖο ἀπαιτεῖ συμπλήρωση ἀπό τήν ἀσώματη νηστεία, δηλαδή τήν ἀποχή τῶν κακῶν.32 Ἡ σωματική νηστεία νομοθετήθηκε γιά νά καθαρεύει ὁ νοῦς·33 ἐάν αὐτό δέν συμβαίνει, τότε εἶναι ἀνώφελη.34 "Ἄδολη καί καθαρά" χαρακτηρίζεται ἡ ἀσώματη νηστεία.35 Ὅ ἅγιος Γρηγόριος θαυμάζει τόν ὅσιο Ἐφραίμ, τοῦ ὁποίου ἐξαίρει τόν ἀσκητικό βίο: ἡ προσευχή του ἦταν ἀκατάπαυστη, ἡ νηστεία καί ἡ ἀγρυπνία του δέν εἶχαν μέτρο.36 Οἱ συχνές καί λεπτομερεῖς ἀναφορές τοῦ ἁγίου στήν προσευχή, στή νηστεία καί στήν ἀγρυπνία ὑπογραμμίζουν τό πραγματικό προσωπικό του ἐνδιαφέρον γιά τήν πνευματική προκοπή χάριν τῆς θεώσεως.
. 15
Ἐπιθυμία τοῦ Γρηγορίου φαίνεται νά εἶναι ἡ διαμόρφωση πνευματικῆς ζωῆς μέ τή χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ὅπως ὁ ἴδιος ἐξ ἀρχῆς παραδέχτηκε γιά τόν πνευματικό ἄνθρωπο. Ἀσφαλῶς εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νά ἐρευνήσουμε τό ἐνδεχόμενο ὁ Γρηγόριος νά ἔγραφε αὐτά λόγω τῆς θέσης του ὡς ἐπίσκοπος κι ἐπειδή τόν ἐνδιέφερε ἡ ἔξωθεν καλή μαρτυρία. Αὐτό θά ἀπαντηθεῖ πληρέστερα στό οἰκεῖο κεφάλαιο, ὅπου θά διερευνηθεῖ ἡ σχέση τοῦ Γρηγορίου μέ τό Θεό. Ὡστόσο κι ἐδῶ θά αναζητήσουμε τήν ἀπάντηση στά κείμενα τοῦ συγγραφέα. Πράγματι, τόν ἐνδιέφερε ἡ ἔξωθεν καλή μαρτυρία. Ὑποστηρίζει ὅτι οἱ ἀρετές δέν πρέπει νά εἶναι κρυμμένες στήν ψυχή, ἀλλά νά ἐκφράζουμε τίς χρηστές σκέψεις ἐνώπιον Θεοῦ κι ἀνθρώπων. Στό Θεό βέβαια φανερωνόμαστε ἔτσι κι ἀλλιῶς, τούς ἀνθρώπους ὅμως πρέπει νά τούς πείθουμε μέ τήν καλή γιά μᾶς μαρτυρία καί μέ τά φωτεινά μας ἔργα. 37 Παρατηροῦμε ὅτι ἐκτός ἀπό τό κήρυγμα τόν ἐνδιαφέρουν καί τά φωτεινά ἔργα, καί λογικά βέβαια δέ θά τολμοῦσε νά μιλᾶ στούς ἀκροατές του γιά φωτεινό παράδειγμα ζωῆς, ἐάν ἡ ζωή του δέν ἦταν φωτεινή. Ἐμμέσως λοιπόν ἀποκλείεται ἡ περίπτωση τῆς ὑποκριτικῆς συμπεριφορᾶς. Ἄλλωστε, ἡ ὑποκρισία καί τό προσωπεῖο δέν κρατᾶ σ' ὁλόκληρη τή ζωή, ἀλλά κάποτε θά ξεσκεπαστεῖ, ὅπως καταδεικνύει καί ἡ διασκεδαστική διήγηση, πού καταγράφει ὁ συγγραφέας.38 Ἕνας θαυματοποιός ἀπό τήν Ἀλεξάνδρεια γύμνασε ἕναν πίθηκο νά χορεύει πολύ καλά καί τόν παρουσίαζε στό θέατρο ὡς χορευτή φορώντας του μία μάσκα καί κατάλληλα ροῦχα. Ὁ πίθηκος ξεγελοῦσε τό κοινό, ὥσπου κάποιος τοῦ πέταξε ἀμύγδαλα γιά νά τόν ξεσκεπάσει. Ἀμέσως ὁ πίθηκος πέταξε τό προσωπεῖο κι ἔφαγε τά ἀμύγδαλα. Κατά ἀνάλογο τρόπο θά ἀποκαλυφθοῦν καί ὅσοι δέ διαμόρφωσαν ἀληθινά τόν ἑαυτό τους μέ τήν πίστη, ἀλλά προσποιοῦνταν καί ὑποκρίνονταν τό χριστιανό. Γιά νά ἔχει τό θάρρος νά λέει αὐτά, σημαίνει ὅτι ὁ ἴδιος δέν ἔφερε τίποτε τό ἐπίπλαστο στό πρόσωπό του.
3) Η ΝΗΠΤΙΚΗ ΟΡΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΥΣΣΗΣ
Ἡ γλώσσα μέ τήν εὐρεία της ἔννοια, ὡς τρόπος σκέψης καί ἔκφρασης, εἶναι δηλωτική τῆς στάσης ζωῆς ἐκείνου πού τή χρησιμοποιεῖ. Κάθε γλώσσα περιλαμβάνει ξεχωριστή εἰκόνα τοῦ κόσμου καί ξεχωριστή στάση ἔναντι αὐτοῦ.39 Ἀλλιῶς σκέπτεται κι ἐκφράζεται ὁ φιλόσοφος, ἀλλιῶς ὁ μαθηματικός κι ἀλλιῶς ὁ θεολόγος, ἀκόμη κι ἄν τά λεκτικά σύμβολα πού χρησιμοποιοῦν εἶναι κοινά. Αὐτή ἀκριβῶς τή στάση ζωῆς θά προσπαθήσουμε νά
Εμπειρία και Θεωρία Προσωπική στον Αγιο Γρηγόριο Νύσσης
ἀνιχνεύσουμε στόν ἅγιο Γρηγόριο στρέφοντας λίγο τήν προσοχή μας στούς ὅρους πού χρησιμοποιεῖ.
Ἡ γλώσσα τοῦ Γρηγορίου Νύσσης εἶναι θεολογική καί διακρίνεται σέ δογματική καί μυστική. Βεβαίως χρησιμοποιεῖ καί φιλοσοφική ὁρολογία, δέν μπορεῖ ὅμως νά γίνει λόγος γιά ὕπαρξη φιλοσοφικῆς γλώσσας, διότι δέν ὑπάρχει ἀντίστοιχη μορφή ζωῆς, δηλαδή ἀπουσιάζει ἡ φιλοσοφική μορφή ζωῆς, πού κυριαρχεῖται ἀπό καθαρά λογικές προϋποθέσεις.40 Ἡ πλατωνική ὁρολογία "μετεωροπορεῖν" καί "συμμμετεωροπορεῖν", γιά παράδειγμα, ὑπηρετεῖ τή χριστιανική σκέψη, ὅπως συμπεραίνει ὁ καθηγητής Κων/νος Σκουτέρης στή σχετική μελέτη του.41 Ἰδιαίτερα ἀποκαλυπτική γιά τή σχέση τοῦ Γρηγορίου Νύσσης μέ τό Θεό εἶναι ἡ νηπτική ὁρολογία του. Εἶναι ἐκπληκτική ἡ ἄνεση μέ τήν ὁποία ἐκφράζεται γιά τή σχέση τῆς ψυχῆς μέ τό Θεό. Χρησιμοποιεῖ πολλές καί ποικίλες λέξεις, ὅπως "συνοίκηση Θεοῦ", "ἐνοίκηση", "συζυγία", "κοινωνία," "μετοχή," "μετουσία", "ἀνάκραση" καί "συνανάκραση". Πρόκειται γιά ὅρους πού δηλώνουν κυρίως τή σχέση τοῦ ἀνδρογύνου, χρησιμοποιώντας τους ὅμως ὁ Γρηγόριος γιά τή σχέση Θεοῦ-ἀνθρώπου, τούς προσδίδει νέο καί ἰδιαίτερο περιεχόμενο. Τό περιεχόμενο τῶν ὅρων θά ἀναλυθεῖ στή συνέχεια.
α) Συζυγία. Ὁ Γρηγόριος Νύσσης χρησιμοποιεῖ τόν ὅρο "συζυγία", τήν ὁποία χαρακτηρίζει "ἀκήρατη", δηλαδή ἀμόλυντη, ἁγνή, γιά νά δηλώσει τή σχέση τῆς ψυχῆς πού προσκολλᾶται στό Χριστό μέ Ἐκεῖνον: Στή συζυγία οἱ δύο, Χριστός-ψυχή, γίνονται ἕνα Πνεῦμα.42 Ὁ Μέγας Βασίλειος χρησιμοποιεῖ τόν ὅρο συζυγία ἄλλοτε χωρίς προσδιορισμό, ἄλλοτε μέ τόν προοσδιορισμό "γαμική" ἤ "τοῦ γάμου", ἐννοώντας ὅμως πάντοτε τή σχέση τοῦ ἀνδρογύνου μέσα στό γάμο.43
Παρατηροῦμε ὅτι, ἐνῶ ὁ Μέγας Βασίλειος ὡς συζυγία νοεῖ μόνο τή μεταξύ τῶν ἀνθρώπων σχέση καί ἡ ὁποία δέν ὑπάρχει στούς ἀγγέλους, ὁ ἅγιος Γρηγόριος δέ διστάζει νά ὀνομάζει συζυγία τή σχέση πού ἔχουν μέ τό Χριστό κατεξοχήν οἱ ἄγγελοι, ἀλλά πού εἶναι δυνατόν νά ἔχουν καί οἱ προφῆτες, οἱ ἅγιοι καί κάθε ψυχή πού προσκολλᾶται στό Χριστό.
β) Ἐνοίκηση. Τό νόημα πού ὁ ἅγιος Γρηγόριος δίνει στίς λέξεις εἶναι αὐτό πού τίς κάνει νηπτικές, ὥστε νά ἐκφράζουν τήν ἐμπειρία Θεοῦ ἀπό τόν ἄνθρωπο. Ἡ ἐμπειρία Θεοῦ ἐκφράζεται καί μέ τόν ὅρο "συνοίκηση" ἤ "ἐνοίκηση".44
Ἡ ἐνοίκηση τοῦ Θεοῦ γίνεται στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου καί εἶναι ἀποτέλεσμα ὄχι διανοητικῆς προσπάθειας, ἀλλά πίστης καί ἀγάπης. 45 Μάλιστα ἡ ἐνοίκηση δέν ἔρχεται ἀμέσως μόλις
. 17
πιστέψει ὁ ἄνθρωπος στό Θεό, ἀλλά ἀφοῦ αὐτός μένει σταθερός στήν πίστη, πρόκειται δηλαδή γιά δοκιμασμένη πίστη. Ἡ κατοικία τοῦ Θεοῦ μέσα μας γίνεται διαφορετικά στόν καθένα, ἀνάλογα μέ τή δύναμή του καί τήν ἀξία του.46 Καί βέβαια μποροῦμε νά εἰκάσουμε ὅτι ὅσο ὁ ἄνθρωπος δυναμώνει πνευματικά, τόσο καί αἰσθάνεται τό Θεό πιό βαθειά μέσα του καί πιό μόνιμα ἐγκαταστημένο. Πάντως ἡ ἐνοίκηση τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο εἶναι ἀποτέλεσμα πίστης καί ἀγάπης ἀπό τήν πλευρά τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά καί χάριτος ἀπό τήν πλευρά τοῦ Θεοῦ.
Προσπαθώντας νά βροῦμε παράλληλα χωρία στήν Ἁγία Γραφή ἤ σέ ἄλλους Πατέρες, ὅπως στό Μέγα Βασίλειο ἤ στό Γρηγόριο τό Θεολόγο, πού νά γίνεται λόγος γιά τήν "ἐνοίκηση" τοῦ Θεοῦ ἤ τή "συζυγία" καί "συγκατοίκηση", διαπιστώσαμε ὅτι δέν ὑπάρχουν. Εἶναι πρωτότυπος ὁ Γρηγόριος στόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο ἐκφράζεται γιά τή σχέση τῆς ψυχῆς μέ τό Θεό. Ὅταν λέει "ὁ ἐνοικῶν τε καί ἐμπεριπατῶν καί ἐπί τά βάθη τῆς ψυχῆς ἡμῶν διαδυόμενος,"47 ἐκφράζει προφανῶς τήν ἐμπειρία του, ἀφοῦ μάλιστα καμία προσπάθεια λογικῆς στήριξης δέν κάνει. Ἁπλῶς περιγράφει μέ λέξεις αὐτό πού ὁ ἴδιος ὀνομάζει αἴσθηση παρουσίας τοῦ Θεοῦ. Αἰσθάνεται τό Θεό νά κατοικεῖ μέσα του, νά κινεῖται μέσα του καί νά διαδύεται στά βάθη τῆς ψυχῆς του. Δηλαδή συμβαίνει στό Γρηγόριο Νύσσης ὅ,τι καί στόν ἀπόστολο Παῦλο ὅταν ἔλεγε "ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δέ ἐν ἐμοί ὁ Χριστός" ( Γαλ. 2, 20).
γ). Κοινωνία. Ἡ ἕνωση τῆς ψυχῆς μέ τό Θεό δηλώνεται καί μέ τόν ὅρο "κοινωνία". Κοινωνία στόν ἅγιο Γρηγόριο σημαίνει ἕνωση πραγματική, μίξη, σύναψη τῆς ψυχῆς μέ τό Θεό ὄχι ὡς οὐσία, ἀλλά ὡς ἐνέργεια ( "τῆς θείας δυνάμεως κοινωνούς").48 Ὁ Μέγας Βασίλειος ἔχει ἀντιμετωπίσει τό θέμα οὐσία-ἐνέργεια καί διακρίνει τούς ὅρους ἐξηγώντας ὅτι γνωρίζουμε τό Θεό ἀπό τίς ἐνέργειες, ἐνῶ ἡ οὐσία του μένει ἀπρόσιτη.49 Αὐτή ἡ κοινωνία πραγματοποιεῖται μέ ἁγιότητα μυστική, πνευματική ἐνέργεια καί "ἄρρητη" διάθεση.50 Φαίνεται ὅτι εἶναι δύσκολο νά προσδιοριστεῖ μέ λέξεις ἡ κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου, ὅταν αὐτός κοινωνεῖ-συνάπτεται μέ τό Θεό. Ὁ ὅρος κοινωνία, ὡς κοινωνία Θεοῦ, ἀπαντᾶ καί στόν ἅγιο Γρηγόριο Θεολόγο. Ὡστόσο δέ δίνεται ἔμφαση στόν ὅρο οὔτε συνοδεύεται ἀπό διευκρινιστικές λέξεις τοῦ τρόπου ἤ τῶν μέσων τῆς κοινωνίας Θεοῦ· ἐκεῖ ἔχει περισσότερο τήν ἔννοια τῆς συνάντησης μέ τό Θεό κι ὄχι τήν ἔννοια τῆς μίξης ἤ σύναψης. Αὐτό προκύπτει ἀπό τό ὅτι ὁ ἅγιος Γρηγόριος Θεολόγος κάνει λόγο γιά ὁδούς,51 πού ὁδηγοῦν στήν κοινωνία μέ τό Θεό, ἤ γιά κατάβαση τοῦ Θεοῦ κι ἀνάβαση τοῦ ἀνθρώπου γιά νά ἐπιτευχθεῖ ἡ κοινωνία,52
Εμπειρία και Θεωρία Προσωπική στον Αγιο Γρηγόριο Νύσσης
ἐνῶ ἄλλοτε χρησιμοποιεῖ τό ρῆμα "ἄγομαι" πρός κοινωνία. Βέβαια, δέν ἀποκλείεται ὁ ὅρος κοινωνία, ἐκτός ἀπό συνάντηση, νά σημαίνει καί ἕνωση μέ τό Θεό, ὅμως κάτι τέτοιο δέ μαρτυρεῖται σαφῶς στά κείμενα πού προηγήθηκαν. Βέβαιο εἶναι ὅτι κοινωνία σημαίνει ἕνωση στά κείμενα τοῦ Γρηγορίου Νύσσης, ὅπου συσχετίζεται ἡ κοινωνία μέ τήν ἕνωση νυμφίου-νύφης στό γάμο καί Χριστοῦ-Ἐκκλησίας.53
δ). Μετοχή-μετουσία. Ὁ ὅρος μετοχή Θεοῦ χρησιμοποιεῖται μέ τήν ἔννοια τῆς μετοχῆς τοῦ ἀνθρώπου στίς ἀρετές-ἰδιότητες τοῦ Θεοῦ. Ὁ πιστός ἀποκτᾶ τήν καθαρότητα τοῦ Χριστοῦ μέ τή μετοχή, ἐνῶ ὁ Χριστός εἶναι ἡ πηγή αὐτῆς.54 Ὁ Θεός, ὡς αἰτία πάντων καί ὄντως ὤν, μετέχεται ἀπό τά ἄλλα ὄντα χωρίς νά ἐλαττώνεται.55 Οἱ ἄνθρωποι ἀποκτοῦν σοφία καί καθαρότητα, ἀρετή γενικῶς, μετέχοντας στό Θεό. Καί ἀντίστροφα, ἄν μετέχουν στήν ἀληθινή ἀρετή, μετέχουν καί στό Θεό.56
Τή μετοχή Θεοῦ κατανοεῖ ὡς μετοχή στίς ἀρετές καί ὁ Μέγας Βασίλειος, βρισκόμενος σέ πλήρη συμφωνία μέ τό Γρηγόριο Νύσσης. Κάνει λόγο γιά μετοχή στή σοφία τοῦ Χριστοῦ, πού εἶναι ἡ αὐτοσοφία, καί μετοχή στήν ἀφθαρσία τοῦ Θεοῦ.57 Εἶναι σαφές καί στό Μέγα Βασίλειο ὅτι πηγή τῶν ἀρετῶν εἶναι ὁ Θεός καί ὁ ἄνθρωπος μέ τή μετοχή τίς ἀποκτᾶ. Ριζικότερος ἀπό τόν προηγούμενο καί πιό συχνά χρησιμοποιούμενος εἶναι ὁ ὅρος "μετουσία Θεοῦ". Κάποιες φορές χρησιμοποιεῖται ἐναλλακτικά μέ τόν ὅρο μετοχή (βλ. ὑποσημ. 55) καί σημαίνει ὅτι ὁ πιστός μετέχοντας στό Θεό μετέχει στίς ἰδιότητές Του, τή λαμπρότητα καί τό φῶς58, ὅπως δηλαδή καί ὁ ὅρος μετοχή. Ἔτσι, ἡ παράκληση γίνεται μέ τή μετουσία τῆς πηγῆς της, πού εἶναι τό ἅγιο Πνεῦμα ὡς Παράκλητος.59 Ὡστόσο, ἡ μετουσία Θεοῦ εἶναι κάτι εὐρύτερο τῆς μετοχῆς καί ἀκολουθεῖ τή μετοχή. Ἐνῶ ἡ μετοχή σχετίζεται μέ τίς ἀρετές, ἡ μετουσία ἔρχεται μετά τήν ἀπόκτησή τους.60
Ὁ D. Balas συνδέει τόν ὅρο μετουσία μέ τή διανοητική γνώση, ἀλλά σημειώνει ὅτι ἡ μετουσία εἶναι σαφῶς κάτι περισσότερο ἀπό τή διανοητική γνώση, εἶναι ἐπιθυμία, ἀγάπη, ἀπόλαυση τῆς γλυκύτητας τοῦ Θεοῦ, μυστική κοινωνία, πού ξεκινᾶ ἀπό τόν παρόντα βίο καί θά συνεχιστεῖ στήν εὐλογημένη αἰωνιότητα.61 Προϋποθέσεις τῆς μετουσίας εἶναι ἡ καθαρότητα τοῦ βίου καί ἡ ἀπουσία ἔστω καί ἴχνους κακίας. Τή μετουσία ἐνεργεῖ ὁ Χριστός ὡς μεσίτης.62 Ἡ βάση στήν ὁποία στηρίζεται ἡ δυνατότητα μετουσίας Θεοῦ ἀπό τόν ἄνθρωπο, εἶναι τό "κατ' εἰκόνα", διότι πρέπει νά ὑπάρχει κάποια συγγένεια γιά νά πραγματοποιηθεῖ μετουσία.63 Ὁ D. Balas διαπιστώνει ὅτι ὁ Γρηγόριος Νύσσης συνδέει τή μετουσία Θεοῦ μέ τό κατ' εἰκόνα. Ἡ
. 19
μετουσία ὡς μετοχή στίς τελειότητες τοῦ Θεοῦ εἶναι τό θεμέλιο καί ἡ ἀποκάλυψη τοῦ κατ' εἰκόνα στόν ἄνθρωπο.64 Ἀκριβῶς ἐπειδή ὑπάρχει τό κατ' εἰκόνα στόν ἄνθρωπο, ἡ ψυχή ἐπιζητεῖ τήν ἕνωσή της μέ τό Θεό περισσότερο ἀπό ὅσο τό ἐλάφι ποθεῖ τό νερό. 65
Ὁ καθηγητής Ἠλίας Μουτσούλας ἐπισημαίνει ὅτι ἡ χρήση τῶν ὅρων "μετοχή" καί "μετουσία" ἀπό τό Γρηγόριο ἐξαίρει τή συγγένεια τῆς ψυχῆς ὡς εἰκόνας τοῦ Θεοῦ μέ τό Θεό καί δέν ἔχει νεοπλατωνική ἔννοια.66 Ἐπίσης ὁ Η. Langerbeck ἀντιδιαστέλλει τήν "προκοπή" ἀπό τή νεοπλατωνική ἀντίληψη, κατά τήν ὁποία ἡ μυστική μέ τό Θεό ἕνωση συντελεῖται μέ τήν ἀπορρόφηση τοῦ ἀνθρώπινου στοιχείου ἀπό τό θεῖο.67
Μέ τή μετουσία δέν ἐπιτυγχάνεται μόνο ἡ ἀντίδοση τῶν ἰδιωμάτων ἤ καλύτερα ἡ μετοχή τῶν θείων ἀρετῶν, ὅπως εἶναι ἡ αἰώνια δύναμη,68 ἀλλά ἐπιτυγχάνεται ἡ ἴδια ἡ ζωή. Πρόκειται δηλαδή γιά πραγματική καί μόνιμη ἕνωση μέ τό Θεό, πού εἶναι ἡ αὐτοζωή, καθώς Αὐτός μᾶς ζωοποιεῖ.69 Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἔχοντας προφανῶς ἐμπειρία τῆς ζωτικῆς ἐνέργειας πού νιώθει ὅποιος κατορθώνει τή μετουσία Θεοῦ, ἐξηγεῖ ὅτι ἐάν ἡ τροφή τῆς σάρκας, πού εἰσέρχεται κι ἔπειτα ἐξέρχεται, ἀφήνει στό σῶμα ζωτική δύναμη, πόσο μᾶλλον ἐξασφαλίζει τή ζωή ἡ μετουσία τοῦ Θεοῦ, πού μένει πάντοτε μέσα μας καί δέν ἐλαττώνεται.70 Προκύπτει λοιπόν ὅτι μετουσία Θεοῦ σημαίνει νά ἔχεις τόν ἴδιο τό Θεό μέσα σου ὡς ἐνέργεια, ἡ ὁποία πλημμυρίζει τό εἶναι τοῦ ἀνθρώπου καί τόν καθιστᾶ θεούμενο. Στό ἴδιο συμπέρασμα καταλήγει ὁ D. Balas, ὁ ὁποῖος ὑποστηρίζει ὅτι ἡ μετουσία Θεοῦ εἶναι ἡ καθολική μετοχή στίς τελειότητες τοῦ Θεοῦ καί μάλιστα εἶναι ἡ παρουσία τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ -αὐτοαγαθοῦ, αὐτοζωή, κ.τ.λ.-, (δηλ. ὡς ἐνέργεια ὅπως ἐμεῖς σημειώνουμε), στούς μετέχοντες.71
Ὁ Μέγας Βασίλειος, σπανιότατα βέβαια, ὡστόσο κάνει λόγο γιά μετουσία Θεοῦ ἤ Ἁγίου Πνεύματος. Κατανοεῖ τή μετουσία Θεοῦ ὡς ἀποτέλεσμα ἐγκρατοῦς βίου καί γενικά σωστῆς καί ἠθικῆς ζωῆς.72
Ἡ σύνδεση τῆς μετουσίας μέ τίς ἀρετές ἀπαντᾶται καί στό Γρηγόριο, ὅπως εἴδαμε. Ὡστόσο, στό Μέγα Βασίλειο δέ γίνεται λόγος γι' αὐτό καθεαυτό τό γεγονός τῆς μετουσίας, ἀλλά γιά τίς προϋποθέσεις της. Σέ αὐτό τό σημεῖο ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὑπερβαίνει τόν ἀδελφό του καί χωρίς νά παραπέμπει κάπου, μιλάει γιά τό γεγονός τῆς μετουσίας τοῦ Θεοῦ καθεαυτό μέ ἐνάργεια καί βεβαιότητα. Ἡ συχνή χρήση τοῦ ὅρου καί τά ὅσα γράφει γιά τίς προϋποθέσεις, ἀλλά καί γιά τά ἀποτελέσματα τῆς μετουσίας, μαρτυρεῖ μία οἰκειότητα τοῦ Πατρός μέ τό γεγονός αὐτό.
Εμπειρία και Θεωρία Προσωπική στον Αγιο Γρηγόριο Νύσσης
ε). Ἀνάκραση Ἕνας ἄλλος ὅρος πού χρησιμοποιεῖ ὁ ἅγιος γιά νά δηλώσει τήν ἕνωση τοῦ ἀνθρώπου μέ τό Θεό, εἶναι ἡ "ἀνάκραση" ἤ "συνανάκραση". Τούς ὅρους αὐτούς χρησιμοποιεῖ ὁ ἅγιος Γρηγόριος τόσο γιά τήν ἕνωση τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς μέ τό Θεό (τίς ἐνέργειές Του), ὅσο καί γιά τήν ἕνωση ἀνθρώπινης καί θείας φύσης στό ἑνιαῖο πρόσωπο τοῦ Λόγου.73 Ἡ ἀνάκραση τῶν δύο φύσεων στό Λόγο ἀποτελεῖ τή βάση πάνω στήν ὁποία καθίσταται δυνατή ἡ προσωπική ἀνάκραση κάθε ἀνθρώπου μέ τό Χριστό.74
Προκύπτει ὅτι ἡ ἀνάκραση εἶναι ἕνωση πραγματική, ὅπως πραγματική εἶναι ἡ ἕνωση τῶν δύο φύσεων στό ἕνα πρόσωπο τοῦ Λόγου. Εἶναι ἕνωση ἑνός ἀσθενέστερου μέ τό κατεξοχήν ἰσχυρό. Εἶναι ἕνωση τοῦ θνητοῦ μέ τό ἀθάνατο καί αὐτό πού προκύπτει εἶναι ἡ ζωοποίηση τοῦ θνητοῦ. Στήν ἀνάκραση δέ δίνουν καί τά δύο μέρη, ἀλλά ἡ θεία φύση δίνει στήν ἀνθρώπινη τήν ἐνέργειά της.75 Αὐτό τό ὁποῖο ἔλαβε ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Λόγου στήν ἀνάκρασή της μέ τή θεία κατά τή σάρκωσή Του, μεταδίδεται καί στούς ἀνθρώπους στήν προσωπική τους ἀνάκραση μέ τό Λόγο.76 Στό Γρηγόριο Νύσσης τό μυστήριο τῆς ἐνσάρκωσης ἀποτελεῖ τό κέντρο τῆς ἀπολύτρωσης καί τήν κύρια στιγμή τῆς θέωσης τῆς ἀνθρώπινης φύσης, συμπεραίνει ὁ Ἀ. Θεοδώρου.77 Διαπιστώνεται πώς ὅ,τι προσλαμβάνει ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Λόγου στήν ἀνάκρασή της μέ τό Λόγο, τό ἴδιο προσλαμβάνει καί ὁ κάθε ἄνθρωπος στήν προσωπική του ἀνάκραση μέ τό Χριστό. Πρόκειται γιά τά χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πού ζωοποιοῦν τόν ἄνθρωπο. Αὐτά τά ἔχει ἀνάγκη ὁ θνητός ἄνθρωπος καί προκειμένου νά τά ἀπολαύσει, ἡ θεία σοφία προνόησε παρέχοντας τή δυνατότητα ἀνάκρασης τοῦ αἰσθητοῦ μέ τό νοητό.78 Ἡ ἐπιθυμία τῆς ψυχῆς γιά τό ἀόρατο κάλλος εἶναι αὐτή πού κινεῖ τόν ἄνθρωπο πρός τήν ἀνάκραση μέ τό θεῖο.79 Προϋπόθεση ἀπό τήν πλευρά τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ καθαρότητα ἀπό τά ἐπίγεια, ἡ ἀποδέσμευση τῆς καρδιᾶς ἀπό τά ὁρατά καί τά κτιστά. Τό ἀποτέλεσμα εἶναι ἡ τελεία ἔλλαμψη τοῦ ἀληθινοῦ φωτός.80
Ὁποιαδήποτε προσπάθεια διανοητική πρός ἀνάκραση εἶναι μάταιη καί αὐτό πού χρειάζεται, ἐκτός ἀπό τήν καθαρή καρδιά, εἶναι ἡ πίστη καί ἡ ἀγάπη.81 Ἡ ἀνάκραση λοιπόν ὡς γεγονός συνδέεται μέ τούς ὅρους συζυγία, κοινωνία, ἕνωση, μυστήριο,82 ἐνῶ ἡ ἀνάκραση ὡς ἕνωση
τοῦ ἀνθρώπου μέ τό Θεό, μετοχή στίς θεῖες ἐνέργειες καί ἀπόλαυση τῶν χαρισμάτων τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι θέωση83 (<<...ἵνα τῇ πρός τό θεῖον ἀνακράσει συναποθεωθῇ τό ἀνθρώπινον.>>).84
. 21
Ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο ὁ Γρηγόριος Νύσσης ἀντιλαμβάνεται τήν ἕνωση τῆς ψυχῆς μέ τό Θεό, ἀπαντᾶται καί στά Μακαριανικά ἔργα. Πρόκειται γιά ἔργα πού ἐσφαλμένα φέρουν τό ὄνομα τοῦ Μακαρίου τοῦ Αἰγυπτίου, ἀφοῦ αὐτός ἦταν ἀπαίδευτος κι ἐπιπλέον οἱ ἀρχαῖες πηγές ἀγνοοῦν τά ἔργα του. Ὁ συντάκτης τους ἔζησε στή Μεσοποταμία, εἶχε ἐλληνορωμαϊκή παιδεία, γνώριζε τά ἀσκητικά ἔργα τοῦ Μεγάλου Βασιλείου καί ἔγραψε τά ἔργα του στή δεκαετία τοῦ 380 μ. Χ.85 Εἶναι λοιπόν προγενέστερα τῶν νηπτικῶν ἔργων τοῦ Γρηγορίου Νύσσης, γνώριζαν μεγάλη κυκλοφορία στούς μοναστικούς κύκλους καί ὁπωσδήποτε τά γνώριζε ὁ ἅγιος Γρηγόριος. Γίνεται καί σέ αὐτά λόγος γιά "μετουσία", "κοινωνία" καί "ἀνάκραση" μέ τό Θεό, πού μάλιστα εἶναι ὅμοια μέ τή δύναμη, πού ἀνέστησε τό Χριστό ἀπό τούς νεκρούς.86Ἡ ψυχή μέ τήν ἀνάκρασή της μέ τό Θεό ἀποκτᾶ τή χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅπως λέει καί ὁ Γρηγόριος, τό δέ ἀποτέλεσμα εἶναι ἡ ἔλλαμψη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ἄνθρωπος ἀνακαινίζεται, ἀλλοιώνεται καί καθίσταται νέα κτίση.87 Εἰσέρχεται στόν κόσμο τῆς θεότητας ὡς πρός τό φρόνημα, δηλαδή προηγεῖται κι ἐδῶ, ὅπως στό Γρηγόριο, ἡ μεταποίηση τοῦ φρονήματος, ἡ ἀποδέσμευση τοῦ νοῦ ἀπό τό σαρκικό φρόνημα.86
Νοηματικά ἡ νέα κτίση τοῦ συντάκτη τῶν Μακαριανικῶν ἔργων συμπίπτει μέ τήν ἐπαναφορά μας στήν "πρώτη τῆς συστάσεως ἡμῶν αἰτίαν", πού ἀναφέρει ὁ Γρηγόριος. Τό πῶς γίνεται ἡ ἀνάκραση, εἶναι θέμα πού οἰκονόμησε ἡ θεία χάρις, κατά τήν ἔκφραση τῶν Μακαριανικῶν ἔργων, ἤ πού ἐφεῦρε ἡ θεία σοφία κατά τό Γρηγόριο. Καί ἐδῶ παρατηροῦμε συμφωνία ὡς πρός τό νόημα, ἀφοῦ τό γεγονός εἶναι ὅτι ὁ Θεός κατέστησε δυνατή τήν ἀνάκραση γιά χάρη τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά καί ὅρισε τόν τρόπο πού εἶναι, τόσο στό Γρηγόριο ὅσο
καί στά Μακαριανικά, ἡ θεία χάρις σέ συνέργεια μέ τήν πίστη, τήν ἀγάπη καί τόν προσωπικό ἀγῶνα τοῦ ἀνθρώπου.88
Διαπιστώνουμε πράγματι ὅτι ὑπάρχει τό ἴδιο πνευματικό κλίμα τόσο στό Γρηγόριο ὅσο καί στά Μακαριανικά ἔργα. Βέβαια, στά Μακαριανικά ἔργα ὑπάρχουν ὁρισμένες ἀτυχεῖς ἐκφράσεις, ὅπως "κοινωνός θείας φύσεως" ἀντί "ἐνέργειας" ἤ "καθ' ὑπόστασιν ἔλλαμψη τῆς δυνάμεως τοῦ Ἁγίου Πνέυματος". Αὐτό τό καθ' ὑπόστασιν ὅμως δέ σημαίνει ἔλλαμψη τῆς ὑπόστασης τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀλλά δηλώνει τήν πραγματικότητα τῆς ἔλλαμψης τῆς ἐνέργειάς του. Ἄλλωστε, σέ πολλά ἄλλα σημεῖα εἶναι σαφές ὅτι μετέχουμε ἤ κοινωνοῦμε τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ. Πάντως ὁ ἅγιος Γρηγόριος εἶναι πιό προσεκτικός καί φειδωλός θά λέγαμε στίς ἐκφράσεις του, κι ἐνῶ ἐπανέρχεται στό ἴδιο θέμα, δέν
Εμπειρία και Θεωρία Προσωπική στον Αγιο Γρηγόριο Νύσσης
ἐπαναλαμβάνεται, πρᾶγμα πού συμβαίνει στά Μακαριανικά ἔργα. Τοῦτο ὀφείλεται ἀφενός στό ὅτι ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἦταν πιό μορφωμένος, ἀλλά καί καλός γνώστης τοῦ δόγματος, κι ἀφετέρου στό ὅτι ὁ συγγραφέας τῶν Μακαριανικῶν ἀπευθυνόταν στούς μοναχούς καί συνέγραψε ἕναν πρακτικό ὁδηγό γιά νά τούς βοηθᾶ στό νηπτικό βίο, ἐνῶ ὁ Γρηγόριος ὑπῆρξε ὁ πρῶτος θεωρητικός θεμελιωτής τοῦ νηπτικοῦ βίου.89
. 23
Β.ΤΟ ΓΕΓΟΝΟΣ ΤΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΓΡΗΓΟΡΙΟ ΝΥΣΣΗΣ
1) ΟΙ ΕΝΝΟΙΕΣ ΤΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ
Ἡ λέξη θεωρία προέρχεται ἀπό τό θεᾶσθαι (θέα) καί συνεπῶς ἐκφράζει σέ τύπο ἐνισχυμένο τήν ἰδέα τοῦ βλέπω, παρατηρῶ, πηγαίνω σέ ἕνα θέαμα καί κατ' ἐπέκταση συλλογίζομαι, σκέπτομαι, φιλοσοφῶ.1 Ἡ ἁπλή ὅραση μπορεῖ ὁλοένα καί περισσότερο νά συνοδεύεται ἀπό συλλογισμό, πού ὅταν εἶναι ἐπιστημονικός λέγεται "θεωρία". Ὁ Πλάτων αναφέρει ὅτι ἡ θεωρία βλέπει "ἐκεῖνο πού ὑπάρχει καλύτερο στά ὄντα", "τό θεῖον καλόν" τόν καθαρό νοῦ.2 Σύμφωνα μέ τόν Κικέρωνα "θεωρεῖν" εἶναι νά θεωρεῖς τά πράγματα μέ τή λογική, γιά νά ἐρευνᾶς τήν οὐσία τους, εἶναι "φιλοσοφεῖν".3
Ὁ Ὠριγένης, ὅπως σημειώνει ὁ καθηγητής Ἠλίας Μουτσούλας, συνδέει τή θεωρία μέ "τό τρίτο στάδιο τῆς φιλοσοφίας ἤ ἀκριβέστερα τῆς ἠθικῆς τελειώσεως", ἐνῶ προηγοῦνται ἡ "ἠθική" καί ἡ "φυσική".4 Τά στάδια αὐτά ἀντιστοιχοῦν πρός τά τρία βιβλία τοῦ "Σολομῶντα": τίς Παροιμίες, τόν Ἐκκλησιαστή καί τό Ἆσμα Ἀσμάτων.5
Σύμφωνα μέ τόν Εὐάγριο, ὅπως παρατηρεῖ ὁ καθηγητής Tomas Spidlik6, ὑπάρχουν δύο ἐπίπεδα στή θεωρία: α) θεωρία φυσική, θεωρία δευτέρα7, θεωρία τῶν σωμάτων,8 θεωρία τῶν αἰσθητῶν,9 θεωρία τοῦ κόσμου τούτου τοῦ ὁρατοῦ,10 καί β) θεολογία, θεωρία πρώτη, τῶν ἀσωμάτων, τῶν πνευματικῶν,11 τῶν νοητῶν.12
Ὁ ὅρος θεωρία ἀπαντᾶται συνολικά 294 φορές στά ἔργα τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης. Φαίνεται ὅτι εἶναι ἕνας ἀπό τούς πιό συχνούς ὅρους καί δέν χρησιμοποιεῖται πάντα μέ τήν ἴδια σημασία. Ὁ Jean Danielou13 σημειώνει ὅτι στό Γρηγόριο Νύσσης ἡ σημασία τοῦ ὅρου κινεῖται σέ τρία βασικά ἐπίπεδα: α) τήν ἐπιστημονική γνώση, β) τήν ἑρμηνευτική μέθοδο καί γ) τή μυστική θεωρία, πού εἶναι ἡ πνευματική γνώση ὡς καρπός τῆς νηπτικῆς ζωῆς.
Κάποιες φορές ἡ λέξη θεωρία σημαίνει ἀκριβῶς ὅ,τι καί σήμερα, δηλαδή δηλώνει τή συγκροτημένη διδασκαλία, ἤ ἁπλά τή διδασκαλία, τήν ἀνάλυση, ἤ τήν προτεινόμενη ἑρμηνεία:
<<... οὔ δέχεται τόν ἰδιωτισμόν τοῦτον ὁ πολύς
ἐν ταῖς τῶν ἀλήπτων θεωρίαις Εὐνόμιος.>>14
<<... προσβιβάζει τοῖς ἄνω τήν θεωρίαν...>>15
<<Ταῦτα τοῖς πολλοῖς πόρρωθεν ἴσως ὡς πρός
τήν προτεθεῖσαν ἡμῖν θεωρίαν εἶναι δόξει...>>.16
Εμπειρία και Θεωρία Προσωπική στον Αγιο Γρηγόριο Νύσσης
Ἄλλες φορές ἡ λέξη σχετίζεται μέ τή θέα , τήν ὅραση καί εἶναι δυνατόν νά ἑρμηνευτεῖ ὡς θέα. Αὐτές τίς περιπτώσεις τίς διακρίνουμε ἀπό τό ὅτι συνοδεύεται στό κείμενο ἡ λέξη θεωρία ἀπό τά οὐσιαστικά "ὄψις", "φῶς", "φαινόμενον", "ἐμφαινόμενον", "ὀφθαλμός" καί τά ρήματα "βλέπω", "ἐπισκοτῶ", "ἐνατενίζω":
<<... καί δι' ἡσυχίας ἀμετεωρίστως τῇ θεωρίᾳ τῶν
ἀοράτων ἐνατενίζων...>>17
<<... ἐπισκοτεῖται δέ πως ὑπό τῶν κατ' αἴσθησιν
προφαινομένων ἡ τοῦ καλοῦ θεωρία...>>18
<<... πρός τήν τῶν μυστικῶν θεωρίαν... καί βλέπειν
ἄρχεται τόν ποθούμενον ἄλλῳ εἴδει τοῖς ὀφθαλμοῖς
ἐμφαινόμενον. Δορκάδι γάρ ὁμοιοῦται...>>19
<<... οὐκ ἐνδέχεται μή ἐν φωτί γενέσθαι τήν τοῦ
φωτός θεωρίαν...>>.20
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος σέ αὐτά τά σημεῖα, γράφοντας γιά τή θεωρία τῶν ἀοράτων, τοποθετεῖται στό ζήτημα τῆς θέας τοῦ Θεοῦ. Εἶναι σαφές ὅτι δέχεται τή δυνατότητα θεάσεως τῶν ἀοράτων, ἀφοῦ οἱ συνοδευτικές λέξεις μᾶς ὑποχρεώνουν νά ἑρμηνεύσουμε τή θεωρία ὡς θέα. Μιλάει γιά θέα φωτός. Ἡ θέα αὐτή σχετίζεται μέ τήν αἴσθηση καί ὄχι μέ τή
σωματικότητα.21 Ὁ Θεός δίνει στήν ψυχή τήν αἴσθηση τῆς παρουσίας Του. 22 Ἡ "αἴσθηση παρουσίας" εἶναι τρόπος γνώσης τοῦ Θεοῦ καί βεβαιότητα τῆς παρουσίας Του. Εἶναι δέ ἡ ἐμπειρία τῆς παρουσίας Του τόσο ἔντονη, ὥστε δέν χωράει ἀμφισβήτηση, ἔστω κι ἄν δέν περιγράφεται μέ λεκτικά σύνολα. Ἄνθρωποι πού εἶχαν τέτοιες ἔκτακτες ἐμπειρίες θεάσεως ἦταν ὁ Μωυσής, ὁ ἀπόστολος Παῦλος καί ὁ πρωτομάρτυρας Στέφανος. Ἡ ἐμπειρία τῆς θέας τῶν ἀοράτων δέν εἶναι ἀπροϋπόθετη· οἱ προϋποθέσεις της ὅμως ἐξετάζονται σέ ἄλλη παράγραφο. Ὅσον ἀφορᾶ στόν ἴδιο τόν ἅγιο, δέ μᾶς ἀναφέρει κάτι γιά προσωπική θεωρία Θεοῦ. Ἐκφράζει ὅμως τήν εὐχή νά ἀξιωθεῖ κι ὁ ἴδιος καί οἱ ἀκροατές του, ὥστε νά δεχτοῦν τήν ἐμφάνεια τοῦ Θεοῦ, μέσω τῆς θεωρίας καί τῆς νήψεως.23
Ὁ Walther Volker στό ἔργο του “Gregor von Nyssa als Mystiker” γράφει κατά λέξη ὅτι ὁ Γρηγόριος τελικά μέ τή λέξη "θεωρία" ἐννοεῖ τή “Schau Gottes”, δηλαδή τή θέα τοῦ Θεοῦ.24
Ἡ λέξη θεωρία συνήθως συνοδεύεται ἀπό ἕναν ἐπιθετικό προσδιορισμό, πού διαφοροποιεῖ κάθε φορά τή σημασία της. Ἔτσι, ὅταν γίνεται λόγος γιά ἱστορική θεωρία τοῦ κειμένου, πρόκειται γιά τήν κατά γράμμα ἑρμηνεία του, τήν ἑρμηνεία του ὅπως ἀκριβῶς ἐπιβάλλουν τά ἱστορικά γεγονότα. Συχνά σέ αὐτές τίς περιπτώσεις ἀναζητεῖται ἀπό τό Γρηγόριο ἡ τροπική θεωρία, δηλαδή ἡ μεταφορική σημασία τῶν γραφομένων ἤ καλύτερα ἡ ἄυλη καί νοητή θεωρία ἤ ἡ κατ' ἀναγωγήν θεωρία.25
. 25
Mιλώντας ὁ ἅγιος γιά νοητή, πνευματική, λεπτότερη καί ἀναγωγική θεωρία, δηλώνει τήν ὑπέρβαση τοῦ γράμματος τῆς Γραφῆς, τήν ἀνακάλυψη τοῦ νοήματος τοῦ κειμένου - κατόπιν διαδικασιῶν, πού θά περιγραφοῦν στήν οἰκεῖα παράγραφο - ἀλλά καί τήν οὐσιαστική προσοικείωση τοῦ ἀκροατῆ μέ τό πνεῦμα τῆς Γραφῆς.
2) OI ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ζεῖ τή θεωρία, γι' αὐτό καί μέ μεγάλη εὐχέρεια περιγράφει τή διαδικασία της καί τίς προϋποθέσεις της. Κατ' ἀρχήν ἡ θεωρία εἶναι μία ἐμπειρική κατάσταση ἡ ὁποία δέν εἶναι ἀπροϋπόθετη. Πρέπει αὐτός πού πρόκειται νά προχωρήσει στή θεωρία τῶν ὄντων νά καθαριστεῖ, νά εἶναι καθαρός καί ἀκηλίδωτος στό σῶμα καί στήν ψυχή..26 Σέ αὐτό βοηθάει ἡ προσευχή καί ἡ μνήμη Θεοῦ. Ἐάν ὑπάρχει στήν καρδιά διαρκής μνήμη Θεοῦ κι ἄν ὁ ἄνθρωπος προσεύχεται, τότε ἡ ἁμαρτία δέ βρίσκει χῶρο στήν ψυχή καί οἱ κακοί λογισμοί δέν ἀπασχολοῦν τό νοῦ. 27 Ἡ πνευματική ἐγρήγορση, ἡ νήψη ὁδηγοῦν στήν ἀπάθεια καί στήν καθαρότητα. Προϋπόθεση λοιπόν εἶναι ἡ καθαρότητα τοῦ βίου.
Παρατηροῦμε πώς ἡ ἴδια προϋπόθεση ἰσχύει καί γιά τή θεογνωσία. (<<...κατά τό παράγγελμα τοῦ Μωϋσέως τούς καθαρεύειν... μέλλοντας προσβαίνειν τῷ πνευματικῷ τῆς θεογνωσίας ὅρει...>>).28 Ἀπό αὐτό προκύπτει ἡ σχέση τῆς θεωρίας τῶν ἀοράτων μέ τή θεογνωσία.
Ὅπως σημειώνει ὁ Tomas Spidlik,29 ὅλοι, πλατωνικοί, στωϊκοί, χριστιανοί, ἐπιμένουν στήν ἀναγκαιότητα τῆς κάθαρσης γιά νά φθάσουν στή θεωρία. Οἱ ἀποκλίσεις ἀρχίζουν ὅταν πρόκειται νά προσδιορίσουν σέ τί συνίσταται ἡ κάθαρση αὐτή: κάθαρση ἀπό τή σάρκα, τίς αἰσθήσεις, τούς κακούς λογισμούς, τά πάθη, τήν ἁμαρτία. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἐξηγεῖ ὅτι δέν "ἐνδέχεται", παρά μόνο στό φῶς νά γίνει ἡ θεωρία τοῦ φωτός, δηλαδή πρέπει κανείς νά ζεῖ στό φῶς, στήν ἀπάθεια γιά νά ἔχει ἐμπειρία τοῦ ὄντος φωτός, τοῦ Θεοῦ.30
Ἄλλη προϋπόθεση εἶναι ἡ ὑπέρβαση τῆς ἀνθρώπινης φύσης καί δύναμης, ἡ ἐπέκταση τοῦ ἀνθρώπου, πού ἐπιτυγχάνεται μέ τήν ἀνάκραση τοῦ ἀνθρώπου πρός τή χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Τό ἀποτέλεσμα, πού ἐπίσης ἐπιτυγχάνεται μέσω τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, εἶναι ἡ κατανόηση τοῦ Θεοῦ, ἡ θεωρία.31
Εμπειρία και Θεωρία Προσωπική στον Αγιο Γρηγόριο Νύσσης
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος παρακινεῖ νά μιμηθοῦμε τόν Μωϋσή στήν ἀσκητική του. Συνιστᾶ ἀγώνα κατά τῶν παθῶν κι ἰδιαίτερα κατά τοῦ πάθους τῆς ἡδονῆς, πού εἶναι ἰσχυρότερη ἀπό τά ἄλλα πάθη.32
Ἀποκαλεῖται "ἀκόλαστη καί δέλεαρ πάσης κακίας"33 κι ἐπιφέρει ὀδύνη, ὅπως καί ἡ κενοδοξία.34 Γι' αὐτό ὁ Μωϋσής δίνει τό παράδειγμα, ὥστε "μή ἐπαίρεσθαι τοῖς κατορθώμασιν".35 Ἀντίθετα, τά δάκρυα μετάνοιας εἶναι αὐτά πού ἐξασφαλίζουν τούς ἐνάρετους,36 γι' αὐτό καί ὁ ἅγιος Γρηγόριος συμβουλεύει: <<μιμείσθω τόν Μωϋσέα καί μή φειδέσθω τῶν δακρύων>>.37 Ἰδιαίτερα ὑπογραμμίζεται ὁ σύνδεσμος τοῦ πιστοῦ μέ τήν ἐκκλησία καί ὁ μή χωρισμός του ἀπό τά "νόμιμα καί τά ἔθη τῆς ἐκκλησίας", πού τρέφουν καί ἀνδρώνουν τήν ψυχή. 38 Παρατηροῦμε ὅτι ἡ πρακτική ἄσκηση μέσα στήν ἐκκλησία προηγεῖται τῆς θεωρίας καί ἀποτελεῖ προϋπόθεση αὐτῆς.
Προκειμένου γιά τό Μωϋσή, γράφει ὁ ἅγιος ὅτι <<τῶν ἀνθρώπων ἐπιμιξίας ἑαυτόν ἀποικίσας καί μόνος μόνῳ συζῶν ἑαυτῷ καί διά ἡσυχίας ἀμετεωρίστως τῇ θεωρίᾳ τῶν ἀοράτων ἐνατενίζων ὁ τῷ φωτί μετά ταῦτα τῷ ἀρρήτῳ καταυγασθείς καί τῆς δερματίνης τε καί νεκρᾶς περιβολῆς ἐκλύσας τῆς ψυχῆς τήν βάσιν.>>39. Ἐδῶ περιγράφεται μέ λεπτομέρεια τό "πῶς" τῆς θεωρίας. Ὁ ἄνθρωπος ἀπομακρύνεται ἀπό τίς "ἐπιμιξίες" τῶν ἀνθρώπων καί δέ ζεῖ πλέον μέ αὐτούς, ἤ καλύτερα ἀπομακρύνεται ἀπό τίς συνήθειές τους.
Τό ἀξιοπρόσεκτο εἶναι ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἐξακολουθεῖ νά συζεῖ (ἡ κοινωνικότητα τοῦ ἀνθρώπου παραμένει καί στό μοναχό) μέ μόνο σύντροφο τόν ἑαυτό του. Αὐτό σημαίνει ὅτι στή θεωρία ἀφενός ὁ ἄνθρωπος δέ βγαίνει ἀπό τόν ἑαυτό του-ἐπεκτείνονται μόνο οἱ δυνάμεις του-, κι ἀφετέρου αὐτό τό συζεῖν δηλώνει ὅτι ὁ ἄνθρωπος γνωρίζει τόν ἑαυτό του, τόν ἔσω ἄνθρωπο. Ὅλα αὐτά γίνονται "διά ἡσυχίας". Ἡ ἡσυχία εἶναι ἀπαραίτητη γιά τή θεωρία τῶν ἀοράτων, πού γίνεται ἀμετεωρίστως, ἀφοῦ δέν ἐπιτυγχάνεται ἡ θεωρία ἄν ὁ ἄνθρωπος ἀποσπᾶται ἀπό τά ὁρατά. Μετά ἀπό αὐτή τή διαδικασία ὁ ἄνθρωπος πλέον ἔχει ἀποχωριστεῖ ὁριστικά ἀπό τή δερμάτινη καί νεκρή περιβολή, δηλαδή τά σαρκώδη καί μάταια πράγματα, καί ἔχει καταυγασθεῖ στό φῶς, πού ὅμως εἶναι ἄρρητο, δηλαδή ἀπερίγραπτο καί προφανῶς διαφορετικό ἀπό τό φῶς, πού γνωρίζουμε.
Προκειμένου νά προσεγγίσουμε περισσότερο τήν ἐμπειρία τῆς θεωρίας πού περιγράφει ὁ ἅγιος Γρηγόριος, εἶναι ὠφέλιμο νά δοῦμε τή διάκριση πού κάνει ὅσον ἀφορᾶ στήν αἴσθηση. Λέει λοιπόν ὅτι στούς ἀνθρώπους ἡ αἴσθηση εἶναι διπλή·. ἡ μέν σωματική, ἡ δέ θειοτέρα. Ὑπάρχει κάποια ἀναλογία ἀνάμεσα στά ψυχικά ἐνεργήματα καί στά αἰσθητήρια τοῦ σώματος.40 Καί ἡ ψυχή
. 27
μας δηλαδή ἔχει αἰσθήσεις πού ἀντιστοιχοῦν στίς πέντε αἰσθήσεις τοῦ σώματος: ὅραση, ἀκοή, ἀφή, γεύση, ὄσφρηση. Μέ αὐτές τίς θειότερες αἰσθήσεις, τίς αἰσθήσεις τῆς ψυχῆς γίνεται ἀντιληπτός ὁ Θεός. Ἔχοντας ὑπόψη αὐτή τήν ἀναλογία καί ὅτι δέν πρόκειται γιά τίς σωματικές αἰσθήσεις, κατανοοῦμε τό γεγονός τῆς θεωρίας ὡς θέας Θεοῦ ἤ τῶν ἀοράτων (ἐννοεῖται σωματικά ἀοράτων) χωρίς νά συγκρουόμαστε μέ τούς ὄρους τῆς λογικῆς.
Μέσα στήν ἐμπειρία τῆς θεωρίας εἶναι ἡ θέα τοῦ Θεοῦ, ἡ ἀκοή ὁπωσδήποτε τῆς ἡδείας φωνῆς του, ἡ ὄσφρηση τῆς εὐωδίας του, ἀκόμη καί ἡ μέθη ἀπό τήν ὄσφρηση καί γεύση Του, ἡ ὁποία ὅμως εἶναι ἀγαθή καί νηφάλια μέθη καί προκαλεῖ στούς ἀνθρώπους τήν ἔκστασή τους ἀπό τά ὑλικά πρός τά θεῖα.
<<... ὅσοι βλέπουσι τόν Θεόν... ἴδιον δέ τοῦ ὁρῶντος
τόν Θεόν...>>41
<<... καί αὐτοί πάντως ἀκουσόμεθα...>>42
<<Τήν δέ φωνήν αὐτοῦ τήν ἡδεῖαν οἱ δεξάμενοι
τοῦ Εὐαγγελίου τήν χάριν ἐπιγινώσκουσιν...>>43
<<Ἡ μέν γάρ ὄσφρησις τῆς τοῦ Χριστοῦ εὐωδίας
πλήρης γίνεται...>>44
<<...ἀρύεσθαι εἰς ἀγαθήν τε καί νηφάλιον μέθην.
Ἐκείνην λέγω τήν μέθην, δι' ἧς τοῖς ἀνθρώποις
ἐκ τῶν ὑλικῶν πρός τό θειότερον ἡ ἔκστασις
γίνεται.>>45
Ὅλες οἱ αἰσθήσεις λαμβάνουν πείρα τῆς θείας ἐνέργειας καί προϋποτίθεται ἡ ἐπιθυμητική κίνηση τῆς ψυχῆς. Ἄν ἡ ψυχή δέν ἐπιθυμήσει τό Θεό, δέ θά τόν βρεῖ.46
Σέ αὐτό τό σημεῖο πρέπει νά τεθεῖ τό ἐρώτημα περί τῶν μέσων, πού ὁ ἄνθρωπος χρησιμοποιεῖ γιά τήν ἀπόκτηση τῆς θεωρίας. Ἤδη ἀναφέρθηκαν τά σχετικά μέ τήν προετοιμασία τοῦ ἀνθρώπου γιά ἕνα τέτοιο γεγονός, καί φάνηκε ὅτι ὁ ἄνθρωπος δέ μένει παθητικός, ὅπως συμβαίνει μέ τό ὅραμα, ἀλλά μετέχει ἐνεργητικά ὁ ἴδιος στή θεοπτική ἐμπειρία, τήν ὁποία καί ἐπιζητεῖ μέ τήν ἄσκησή του καί τή ζωή του. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἐξηγεῖ πώς ὁ ἄνθρωπος χρησιμοποιεῖ τή διάνοιά του προκειμένου γιά τά θεῖα καί σέ ποιό βαθμό αὐτή ὠφελεῖ. Γράφει ὅτι ἡ ψυχή περιπολεῖ μέ τή διάνοια τή νοητή καί ὑπερκόσμια φύση ... διαπιστώνει ὅτι εἶναι ἄληπτο αὐτό πού ζητᾶ, δέν τό βρίσκει οὔτε στό χῶρο τῶν νοητῶν καί ἀσωμάτων, δηλαδή οὔτε στό χῶρο τῶν ἐννοιῶν, ὁπότε ἐγκαταλείπει ἡ ψυχή κάθε προσπάθεια νοητικῆς κατάληψης τῆς θείας πραγματικότητας καί μέ τήν πίστη πλέον ἀρχίζει νά κινεῖται. Τότε μέ τήν πίστη βρίσκει τό Θεό καί ἡ καρδιά γίνεται τόπος ἐνοίκησης τοῦ Θεοῦ.47
Εμπειρία και Θεωρία Προσωπική στον Αγιο Γρηγόριο Νύσσης
Μόνο μέ τήν πίστη ἐπιτυγχάνεται ἡ "εἰσοίκησις" ἤ ἡ "ἐνοίκησις" τῆς θείας ἐνέργειας στήν ψυχή. Ἡ διάνοια τοῦ ἀνθρώπου, ὡστόσο, δημιουργεῖ ἕνα νόημα γιά τή θεία πραγματικότητα, ὅμως αὐτό εἶναι ὁμοίωμα τοῦ ζητουμένου, εἶναι μία σκιαγράφηση ἀπό κάποιο εἰκασμό κι ὄχι βεβαιότητα. Ὁ λόγος γιά τά θεῖα μᾶς φανερώνει ἕνα μικρό μόνο σημεῖο τῆς πραγματικότητας. 48
Ἡ θεία πραγματικότητα ὑπερβαίνει κατά πολύ τήν ἀνθρώπινη διάνοια, ἀφοῦ τό τέλειο τῆς ἔξω σοφίας εἶναι μικρότερο κι ἀπό τό νηπιώδη λόγο γιά τά θεῖα.
<<...τό ἐν τῇ έξω σοφίᾳ τέλειον τῆς νηπιώδους τοῦ
θείου λόγου διδασκαλίας ἐστί μικρότερον.>>49
Ἡ πίστη λοιπόν εἶναι τό ἀνθρώπινο μέσο στή θεοπτική ἐμπειρία. Ἡ ψυχή ἕλκει τή θεία χάρη κατά τήν ἀναλογία τῆς πίστης. Τό εὖρος καί ἠ ἔνταση τῆς θεοπτικῆς ἐμπειρίας αὐξάνεται ὅσο αὐξάνει ἡ πίστη.
<<... ἡ ψυχή κατά τήν ἀναλογίαν τῆς πίστεως ἐφελκομένη τήν χάριν.>>50
Προκύπτει τελικά ὅτι ὁ ὅλος ἄνθρωπος μετέχει στή θεωρία. Τό σῶμα μετέχει προσφέροντας καθαρότητα καί ἐγκράτεια. Τά τρία μέρη τῆς ψυχῆς μετέχουν κατά τόν ἐξῆς τρόπο: τό ἐπιθυμητικό ἐπιθυμεῖ τό Θεό, τό θυμοειδές προσδίδει ἔνταση στήν ἐπιθυμία γιά ἔνωση μέ τό Θεό καί τό λογιστικό προσανατολίζει ἀμετεωρίστως τή σκέψη τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ καρδιά, ὡς ἔδρα τῆς πίστης, προσφέρει τήν πίστη. Συμφωνώντας μέ τόν καθηγητή Tomas Spidlik, μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι ἡ καρδιά εἶναι τό ὄργανο τῆς θεωρίας.51 Ὅλος ὁ ἄνθρωπος συμμετέχει καί προκαλεῖ τή θεωρία, ἕλκοντας τή θεία χάρη, ἀλλά καί ὁλόκληρος ἀπολαμβάνει τή θεία ἀποκάλυψη. Οἱ αἰσθήσεις τῆς ψυχῆς, πού ἀντιστοιχοῦν στίς πέντε σωματικές αἰσθήσεις, λαμβάνουν πείρα τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ στό σῶμα ἀποτυπώνονται τά ἀποτελέσματα τῆς θεωρίας τοῦ Θεοῦ: ὡς φαιδρότητα τοῦ προσώπου.
3) Η ΚΑΤ' ΑΝΑΓΩΓΗΝ ΘΕΩΡΙΑ
Ἡ κατ' ἀναγωγήν θεωρία πού ἀναφέρει ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, εἶναι τρόπος ἑρμηνείας. Τήν ἐφαρμόζει κυρίως στά ἔργα νηπτικῆς θεολογίας καί ἀνθρωπολογίας52 καί ἀποσκοπεῖ στήν οἰκοδομή καί στήν ἀνάλυση τοῦ νηπτικοῦ βίου τῶν πιστῶν.
Παρακολουθώντας τά κείμενα53 γιά νά ἐρευνήσουμε πῶς ἐφαρμόζει ὁ Γρηγόριος τήν ἀναγωγή ὡς ἑρμηνευτική, διαπιστώνουμε ὅτι ἀρχίζει ἀπό τήν ἀκολουθία τῆς ἱστορίας (τή σειρά τῶν ἱστορικῶν γεγονότων) καί σέ αὐτή ἐφαρμόζει τήν
. 29
ἀναγωγή, ὥστε νά πετύχει ἑρμηνεία ἐποικοδομητική καί χρήσιμη γιά τήν πνευματική προκοπή τοῦ πιστοῦ. Ἀφετηρία εἶναι ἡ ἀκολουθία τῆς ἱστορίας καί προϋπόθεση γιά
νά ἐφαρμόσει κάποιος τήν ἀναγωγή εἶναι "νά ἔχει παιδευτεῖ (ἐντρυφήσει) στό θεῖο μυστήριο τῆς πίστης". Προϋποτίθεται λοιπόν ἡ θεολογική ἐνασχόληση. Ἡ "κατ' ἀναγωγήν" θεωρία ἐξαρτᾶται ἀπό τή θεολογία τοῦ Γρηγορίου κι ὄχι ἡ θεολογία του ἀπό τήν ἑρμηνευτική του, παρατηρεῖ ὁ καθηγητής Στυλιανός Παπαδόπουλος..54
Στόχος του εἶναι μέ τήν κατάλληλη θεωρία νά φανερωθεῖ ἡ κρυμμένη στά ρητά τῆς Γραφῆς "φιλοσοφία", τό πραγματικό νόημα δηλαδή, ἀφοῦ καθαριστοῦν-ἀπαλλαγοῦν οἱ ἀιώνιες ἔννοιες ἀπό τίς πρόχειρες λέξεις.55 Αὐτά ὑπενθυμίζουν τά λόγια τοῦ Wittgenstein, ὅτι ἔργο τῆς φιλοσοφίας εἶναι ὁ καθορισμός τοῦ μή νοητοῦ διά τοῦ νοητοῦ καί τοῦ ἀρρήτου διά τοῦ ρητοῦ.56 Στήν περίπτωση τῆς ἑρμηνευτικῆς τοῦ Γρηγορίου δέν μποροῦμε νά ἰσχυριστοῦμε ὅτι ἀκολουθεῖ φιλοσοφική μέθοδο ἤ ὅτι στήν πραγματικότητα ἀσκεῖ ἔργο φιλοσοφικό, διότι ὁ ἴδιος ἔθεσε τή θεολογία ὡς προϋπόθεση τῆς ἀναγωγικῆς ἑρμηνείας.
Ἡ κατ' ἀναγωγήν θεωρία βοηθάει στήν ὑπέρβαση τοῦ γράμματος τῆς Γραφῆς καί στήν ἀνεύρεση τοῦ πνεύματός της.57 Αὐτή ἡ ὑπέρβαση τοῦ γράμματος κρίνεται ἀπαραίτητη, διότι συχνά τό γράμμα δέν ὠφελεῖ, ἀλλά βλάπτει τόν ἐνάρετο βίο τοῦ πιστοῦ. Ἑπομένως ὁ Γρηγόριος ἐπιζητεῖ ὄχι μία ἐπιφανειακή ἑρμηνεία πού δέ θά ἀγγίζει τόν πιστό, ἀλλά μία ζωοφόρο ἑρμηνεία, πού θά τόν ἀνυψώνει, θά τόν ἀναγάγει πνευματικά, γι' αὐτό καί καταφεύγει στήν ἀναγωγική ἑρμηνεία.
Ὁ τρόπος λειτουργίας αὐτῆς τῆς ἑρμηνευτικῆς μεθόδου εἶναι ὁ ἑξῆς: οἱ σωματικές ἔννοιες πού ὑπάρχουν στό κείμενο, μεταβάλλονται σέ νοῦ καί πνεῦμα χρησιμοποιώντας τήν ἄϋλη καί νοητή θεωρία. Ἀπό τίς ἔννοιες δηλαδή, ἀφαιρεῖται ἡ σωματικότητα, πού τινάζεται ἀπό τό νόημά τους, ὅπως τινάζουμε τή σκόνη γιά νά ἀποκαλύψουμε καθαρό τό πραγματικό ἀντικείμενο. Πρόκειται γιά μία ἐπεξεργασία, πού ὑφίσταται τό κείμενο ἀπό τόν ἑρμηνευτή του. Αὐτή ὅμως ἡ ἐπεξεργασία θά πρέπει νά εἶναι ἡ κατάλληλη θεωρία, ὅπως γράφει ὁ ἅγιος κι ὄχι ἡ ἐφαρμογή στό κείμενο τῆς ὅποιας θεωρίας τοῦ ὅποιου ἑρμηνευτῆ. Ἡ κατ' ἀναγωγήν θεωρία προϋποθέτει τήν ἄϋλη καί νοητή θεωρία, τή θέαση τοῦ Θεοῦ καί τή θεοπτική ἐμπειρία. Ἐξαρτᾶται ἀπό τίς θεοπτίες τοῦ ἑρμηνευτῆ καί ἀπό τή νηπτική του ἐργασία. Ἡ πνευματική ζωή του εἶναι τό κριτήριο τῆς ποιότητας τῆς ἀναγωγικῆς ἑρμηνείας. Ὅσο εὐρύτερες θεοπτικές ἐμπειρίες ἔχει ὁ ἑρμηνευτής, τόσο αὐξάνει ἡ γνώση του
Εμπειρία και Θεωρία Προσωπική στον Αγιο Γρηγόριο Νύσσης
γιά τήν ἀλήθεια, τήν ὁποία καί μεταδίδει στούς ἀναγνῶστες ἑρμηνεύοντας ἀναγωγικά.
Ἡ μέθοδος αὐτή εἶναι ἀναγκαῖο νά ἐφαρμόζεται καί μάλιστα ὄχι μόνο στά κείμενα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἀλλά καί σέ πολλά κείμενα τῆς εὐαγγελικῆς διδασκαλίας. Τά θεόπνευστα ρήματα χρειάζονται ἐπεξεργασία προκειμένου νά καταστοῦν τροφή λογικῶν ἀνθρώπων.58 Ἡ διαδικασία παρομοιάζεται ἀπό τό Γρηγόριο Νύσσης μέ τή διαδικασία ἐπεξεργασίας τοῦ σιταριοῦ, ὥστε νά παρασκευαστεῖ τό ψωμί. Ὅπως εἶναι ἀδύνατο νά φάει κανείς καλαμιές καί στάχυα ἀντί γιά ψωμί, ἀλλά εἶναι ἀναγκαία ἡ κατεργασία τους, ἔτσι εἶναι ἀναγκαία καί ἡ θεωρία, ὄχι ἡ ὁποιαδήποτε, ἀλλά ἡ κατάλληλη, ἡ "κατά τήν διάνοιαν τῶν ρητῶν" θεωρία.59Αὐτός ὁ προσδιορισμός ἀναμφίβολα περιθωριοποιεῖ τούς αἱρετικούς, ἐκείνους δηλαδή πού ἐφαρμόζουν στά κείμενα τήν κατά τήν ἰδικήν τους διάνοια - κι ὄχι τῶν ρητῶν - θεωρία.
4) Η ΔΥΝΑΜΙΚΗ KΑΙ ΤΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ
Ἡ θεωρία, εἴτε ὡς ἑρμηνευτική, εἴτε ὡς ἐμπειρική διαδικασία, δέν εἶναι κάτι τό στατικό. Διαθέτει μία δύναμη καί μία δυναμική, ὥστε νά μεταμορφώνει, νά ἀλλάζει πρός τό καλύτερο ἐκεῖνον πού τή ζεῖ. Στή θεωρία ὁ ἄνθρωπος μετέχει καί τή διαμορφώνει ἀνάλογα μέ τήν πνευματικότητά του, ἀλλά καί διαμορφώνεται ἀπό αὐτή. Οὔτε ἡ θεωρία εἶναι διαρκῶς ἡ ἴδια σέ ἐκεῖνον πού ἀνεβαίνει πνευματικά, οὔτε ὁ ἄνθρωπος παραμένει ὀ ἴδιος, ἀλλά προοδεύει καί κατανοεῖ περισσότερο τή θεία πραγματικότητα.
Ἡ δυναμική τῆς θεωρίας ἔγκειται στό ὅτι δέν ἔχει ἀρχή οὔτε τέλος, οὔτε κάν αἴσθηση κορεσμοῦ. Ὅπως ἀκριβῶς ἕνα ἀχανές πέλαγος, πού δέν μπορεῖς νά δεῖς τήν ἀρχή του, ἔτσι ἀκριβῶς καί ἡ θεωρία τῆς θείας φύσεως δέν δίνει κάποιο γνωριστικό σημεῖο ἀρχῆς. 60
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος μιλᾶ γιά βαθμό θεωρίας, γιά πρόοδο σέ αὐτή.61 Τονίζει ὅτι καθένας κινεῖται διαφορετικά γύρω ἀπό τό ζητούμενο πού εἶναι ἡ θεωρία τῆς νοερᾶς φύσεως, καί στόν καθένα δημιουργεῖται διαφορετική ὡς πρός τήν ποιότητα διάνοια καί ἀνάλογα μέ τίς πνευματικές του δυνατότητες κατανοεῖ περισσότερο ἤ λιγότερο καί ἐξαγγέλλει αὐτό πού κατανόησε.62 "Ἡ ἴδια ἡ ἀλήθεια οὔτε αὐξάνει οὔτε μικραίνει, διότι εἶναι ταυτόσημη μέ τή θεία πραγματικότητα. Ἐκεῖνο πού μόνο μπορεῖ νά συμβεῖ εἶναι νά ἱκανωθεῖ ὁ ἄνθρωπος γιά εὐρύτερη ἐμπειρία τῆς ἀλήθειας. Ἡ εὐρύτερη γνώση τῆς ἀλήθειας δέ γίνεται μέ τήν ἀπουσία τῶν πνευματικῶν δυνάμεων τοῦ ἀνθρώπου. Λέγοντας φωτισμό τοῦ
. 31
Πνεύματος ἐννοοῦμε ὅτι μέ τή δύναμη τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἡ διάνοια τοῦ ἀνθρώπου εὐρύνεται, συλλαμβάνει ἤ μᾶλλον δέχεται περισσότερα ἀπ' ὅ,τι μποροῦσε νά δεχθεῖ προηγουμένως".63
Στή θεωρία ὑπάρχει κινητικότητα, πρόοδος, ἀλλά δέν ὑπάρχει τέλος, μόνο πορεία ἀνοδική. Ἀκόμη καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος, πού ὑψώθηκε πάνω ἀπό τούς τρεῖς οὐρανούς, δέν κατανόησε μέ ἀκρίβεια τά θεῖα, τίς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ, δηλαδή τά πάντα στό Θεό.64Αὐτές οἱ διαρκεῖς ἀναβάσεις ὡστόσο, δέν κουράζουν τόν πιστό, πού δέν νοιώθει ποτέ κορεσμό. Διαρκῶς βλέπει ἡ ψυχή μέ τή θεωρία, ἀλλά σά νά μήν ἔχει δεῖ ἀκόμη, ἀγνοεῖ αὐτό τό ὁποῖο βλέπει.65 Βλέποντας μέ τά μάτια τῆς ψυχῆς κατανοεῖ ὅλο καί περισσότερα. Αὐτή εἶναι ἡ δυναμική τῆς θεωρίας, πού τή χαρακτηρίζει τό ἄναρχο, τό ἀτελεύτητο καί τό ἀκόρεστο.
Τό ἀποτέλεσμα τῆς κατ' ἀναγωγήν θεωρίας εἶναι ὅτι ὁ λόγος ὁ ἑρμηνευτικός <<ὁδῷ καί ἀκολουθίᾳ προσοικειοῖ τῷ Θεῷ τήν ἀνθρωπίνην φύσιν.>>66.
Σκοπός δηλαδή καί ἐπίτευγμα τῆς θεωρίας ὡς ἑρμηνευτικῆς διαδικασίας εἶναι ἡ προσοικείωση τοῦ ἀνθρώπου μέ τό Θεό. Αὐτό γίνεται "ὁδῷ καί ἀκολουθίᾳ", δηλαδή ὑπάρχει μία πορεία στήν ὁποία δέν ὑπάρχει ἀνακολουθία, ἀλλά μία συνέχεια, μία συνέπεια, μία πορεία βῆμα - βῆμα. Κάθε ἑπόμενο βῆμα εἶναι συνέχεια τοῦ προηγούμενου, προκύπτει φυσικά κι ἀβίαστα ἀπό τό προηγούμενο. Δέν εἶναι δυνατόν νά βοηθήσει στήν προσοικείωσή μας μέ τό Θεό μία ἑρμηνεία πού θά βιάζει τό κείμενο, ὅσο ἀναγωγική κι ἀν εἶναι αὐτή.
Ὁ Γρηγόριος, σύμφωνα μέ τόν καθηγητή Ἠλία Μουτσούλα, πάντοτε ἀναζητεῖ τόν ἐσωτερικό σύνδεσμο, τήν ἀκολουθία μεταξύ τῶν γεγονότων. Στό "Βίο τοῦ Μωϋσέως" ἡ ἱστορική σειρά τῶν γεγονότων ἀποτελεῖ τό σύνδεσμο μεταξύ τῶν σταδίων τῆς πνευματικῆς ζωῆς.67 Στούς Ψαλμούς, σέ ἀντίθεση μέ τόν ἀδελφό του Βασίλειο, ἐπίσης ἀναζητᾶ τήν ἀκολουθία, τόν ὀργανικό σύνδεσμο μεταξύ τῶν ψαλμῶν. Ἡ ἀναζήτηση τῆς ἀκολουθίας μεταξύ ἀλληλοδιαδόχων ψαλμῶν ἀπαντᾶ καί στόν Εὐσέβειο Καισαρείας.59 Ἡ ἀναζήτηση τῆς ἀκολουθίας τῶν κειμένων, σύμφωνα μέ τόν ἴδιο καθηγητή, εἶναι ἕνα ἀπό τά χαρακτηριστικά τῆς ἐξηγητικῆς μεθόδου τοῦ νεοπλατωνικοῦ φιλόσοφου Ἰάμβλιχου, τοῦ ὁποίου ἡ φιλοσοφία δέσποζε στήν Ἀθήνα καί στήν Ἀλεξάνδρεια κατά τήν ἐποχή τοῦ Θεοδοσίου τοῦ Μεγάλου.68 Ὡστόσο, ὁ ἅγιος Γρηγόριος χρησιμοποιεῖ τήν "ἀκολουθία" στήν ἑρμηνεία του γιά νά θεολογήσει, γιά νά κατανοήσει τήν πορεία τοῦ ἀνθρώπου πρός τό Θεό. 69
Εμπειρία και Θεωρία Προσωπική στον Αγιο Γρηγόριο Νύσσης
Ἡ προσοικείωση τοῦ ἀνθρώπου μέ τό Θεό ἐπιτυγχάνεται ἀσφαλῶς καί μέ τή θεωρία ὡς ἐμπειρία. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης ἀναφέρει ὅτι μέ τή θεωρία τῶν νοητῶν ὁ λογισμός τοῦ ἀνθρώπου φθάνει στό ὕψος τῆς θεογνωσίας, ὅμως αὐτό δέ συμβαίνει σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους. Κάποιοι ἀδυνατοῦν ἀπό τή θεωρία τῶν νοητῶν νά φθάσουν στή θεογνωσία. Τοῦτο δέ μᾶς ἐμποδίζει νά συνδέσουμε τή θεωρία μέ τή θεογνωσία, ἀκολουθώντας τό Γρηγόριο Νύσσης. Προκύπτει ἀπό τό κείμενο ὅτι ἡ θεωρία τῶν νοητῶν (ὑπό προϋποθέσεις) ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα τή θεογνωσία.70 Ὁ καθηγητής Tomas Spidlik συγκαταλέγει στά ἀποτελέσματα τῆς θεωρίας τή συνεχή μνήμη Θεοῦ, τή μεταμόρφωση καί ἁγιότητα τοῦ ἀνθρώπου καί τή δόξα-δοξολογία τοῦ Θεοῦ.71 Ἡ ἔκφραση "μνήμη Θεοῦ" εἶναι φιλώνεια καί στωϊκή,72 ὡστόσο πραγματοποιεῖται στόν ὀρθόδοξο μοναχισμό μέ τήν ἀδιάλειπτη προσευχή, ἀκολουθώντας τή συμβουλή τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου ὅτι ὁ λογισμός τοῦ Θεοῦ ὀφείλει νά εἶναι γιά τούς χριστιανούς πιό συχνός ἀπό τήν ἀναπνοή.73 Ἡ θεωρία μεταμορφώνει ἔγραφε ὁ H. Crousel74, καί "ἡ γνώση γίνεται ἀγάπη" κατά τό Γρηγόριο Νύσσης.75
. 33
Γ. ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΚΑΙ ΘΕΩΡΙΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΣΤΟΝ ΑΓ. ΓΡ. ΝΥΣΣΗΣ
1)ΒΑΘΜΙΔΕΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ-Η ΠΟΡΕΙΑ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΘΕΟ
Μιλώντας γιά στάδια πνευματικῆς ἀνάβασης τῆς ψυχῆς πρός τό Θεό, ἐννοοῦμε τίς ποκίλες πνευματικές καταστάσεις τῆς ψυχῆς στήν πορεία πρός τήν ἕνωσή της μέ τό Θεό. Δέν πρόκειται γιά συστηματική διάκριση τῶν σταδίων. Τό γεγονός τῆς σωτηρίας εἶναι ἀποτέλεσμα συνέργειας θείου καί ἀνθρώπινου παράγοντα. Δέν εἶναι δυνατόν νά βάλουμε σέ καλούπια καί νά προγραμματίσουμε τόν ἄνθρωπο, ὥστε νά ἀκολουθήσει μία σειρά ἐνεργειῶν χωρίς ὀπισθοδρομήσεις, καί ἀσφαλῶς εἶναι ἀδιανόητο νά μπεῖ σέ κανόνες ἡ θεία βούληση. Τό ἅγιο Πνεῦμα "ὅπου θέλει πνεῖ" ( Ἰωάν. 3, 8 ) καί ἄρα μπορεῖ νά προσφέρει σέ κάποιον τή θέωση χωρίς ἐνδεχομένως νά περάσει ἀπό τά πολλά στάδια ἤ περνώντας ἀπό αὐτά σχεδόν αὐτόματα. Ὁ ληστής γιά παράδειγμα πέρασε ἀμέσως ἀπό τήν ἀπάθεια στήν πίστη καί στήν ἀγάπη ἑνούμενος μέ τό Χριστό στόν Παράδεισο. Ἀφοῦ ἀπέβαλε τόν ἐγωισμό του, πίστεψε στό Χριστό καί τόν ἀγάπησε ζητώντας του νά εἶναι μαζί. Ὡστόσο καταχρηστικά καί μόνο χάρη τῆς σαφήνειας θά μιλήσουμε γιά πνευματικές βαθμίδες.
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος στήν ια ὁμιλία του στό Ἆσμα Ἀσμάτων περιγράφει τρία στάδια: "διά φωτός", "διά νεφέλης", "ἐν γνόφῳ", ἀπό τά ὁποῖα πέρασε ὁ Μωϋσής.1 Τό πρῶτο στάδιο εἶναι "ἡ ἀπό τῶν ψευδῶν περί Θεοῦ ὑπολήψεων ἀναχώρησις, ἡ μετάστασις ἀπό τοῦ σκότους εἰς φῶς". Τό δεύτερο στάδιο εἶναι "ἡ κατανόησις τῶν κρυπτῶν", ὁπότε "ἡ ψυχή πρός τό κρύφιον βλέπει". Στήν τρίτη βαθμίδα ἡ ψυχή "ἐντός τῶν ἀδύτων τῆς θεογνωσίας γίνεται". Ἀναλύοντας τίς τρεῖς βαθμίδες ὁ Τ. Spidlik σημειώνει ὅτι "ἐν τῷ φωτί" εἶναι ὁ καιρός τῆς κάθαρσης, "διά νεφέλης" εἶναι ἡ εἴσοδος στή θεωρία τῶν νοητῶν καί "ἐν γνόφῳ" εἶναι ἡ ὁδός τῆς ἀγάπης, ὁπότε ἔχουμε ἔξοδο ἀπό τή νοητική κατάσταση.2
Ὁ Χρήστος Μπούκης κάνει λόγο γιά τρεῖς βαθμίδες στή μυστική ἐμπειρία τοῦ ἀνθρώπου: 3
1. Ἐγκατάλειψη τοῦ γήινου καί σωματικοῦ, ἀπομάκρυνση ἀπό τό
φυσικό κόσμο, ἔξοδο ἀπό τό πεπερασμένο.
2. Καθαρότητα νοῦ, ὑπέρβαση τῆς διανοητικῆς λειτουργίας.
3. Ἔλλαμψη φωτός, ἕνωση τῆς ψυχῆς μέ τό Θεό.
Ὁ καθηγητής Ἠλίας Μουτσούλας διευκρινίζοντας ὅτι δέν ὑπάρχει σαφής διάκριση μεταξύ τῶν σταδίων, μιλᾱ γιά τίς ἑξῆς τρεῖς βαθμίδες:
Εμπειρία και Θεωρία Προσωπική στον Αγιο Γρηγόριο Νύσσης
Α. Κάθαρση, ἀποξένωση ἀπό τόν κόσμο, πού ἐκφράζεται μέ τήν
ἀπάθεια.
Β. Καλλιέργεια μυστικῆς ζωῆς, πίστη, γνώση, θεωρία.
Γ. Ἕνωση μέ τό Θεό, ἀγάπη, σωτηρία.
Τό πρῶτο στάδιο συνδέεται μέ τό μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος, πού μᾶς καθαρίζει ἀπό τήν ἁμαρτία, ἀλλά καί μᾶς ἐφοδιάζει μέ τά χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὥστε νά καλλιεργήσουμε τή μυστική ζωή. Τό τρίτο στάδιο συνδέεται μέ τό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας, πού εἶναι ἐφόδιο σωτηρίας. Ὁ καθηγητής Ἠλίας Μουτσούλας δείχνει μέ αὐτό τόν τρόπο τόν ἐκκλησιοκεντρικό χαρακτήρα τῆς μυστικῆς θεολογίας τοῦ Γρηγορίου.4 Τό ἱερό Βάπτισμα, κατά τούς Ἕλληνες Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἔχει θεωτική ἐνέργεια5 καί ἡ Θεία Εὐχαριστία, ὡς συνέχεια τῆς Σάρκωσης τοῦ Λόγου, εἶναι θεοποιητικό μυστήριο,6 παρατηρεῖ ὁ Ἀνδρέας Θεοδώρου.
Διαπιστώνουμε συμφωνία τῶν δύο ἐρευνητῶν, Μπούκη Χρήστου καί Μουτσούλα Ἠλία, ὡς πρός τήν ἀνίχνευση τῶν διαφόρων πνευματικῶν ἀναβάσεων τῆς ψυχῆς. Στήν πρώτη βαθμίδα πρόκειται γιά ἔξοδο τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν ἁμαρτία τοῦ κόσμου καί κάθαρσή του, ἄρνηση τῶν ὅποιων σχέσεών του μέ τήν κτιστή πραγματικότητα. Πρόκειται γιά μία ἄρνηση στά κτιστά γιά νά ἀκολουθήσει ἡ κατάφαση στήν ἄκτιστη πραγματικότητα. Ἡ καλλιέργεια τῆς μυστικῆς ζωῆς, πού ἀναφέρει ὁ Ἠλίας Μουτσούλας, ταυτίζεται μέ τήν ὑπέρβαση τῆς διανοητικῆς λειτουργίας, πού γράφει ὁ Χρῆστος Μπούκης, τήν ἐπέκταση τῶν ὁρίων τοῦ ἀνθρώπου, ὥστε νά ἀναχθεῖ στή θεωρία, στή θεία πραγματικότητα. Ἀκολουθεῖ ἡ ἔλλαμψη τοῦ θείου φωτός καί ἡ μυστική ἕνωση τῆς ψυχῆς μέ τό Δημιουργό της. Ἡ ἕνωση τῆς ψυχῆς μέ τό Θεό εἶναι τό ἀτέρμονο τέρμα τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Δέν ὑπάρχει κάτι ἄλλο πλέον, ἀλλά ἡ ἕνωση αὐτή εἶναι ἀκόρεστη. Διαρκῶς ἡ ψυχή ἑνώνεται ὅλο καί περισσότερο μέ τή θεία ἐνέργεια.
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος διακρίνει μέ κριτήριο τό κίνητρο δύο μεγάλες κατηγορίες ψυχῶν: ἐκεῖνες, πού ἀπό ἐρωτική διάθεση προσκολλῶνται στό Λόγο κι ἐκεῖνες, πού ἀπό τό φόβο τῆς κόλασης συσσωματώνονται μαζί Του. Καί οἱ μέν καί οἱ δέ παραμένουν στήν ἀφθαρσία καί στόν ἁγιασμό, ἀλλά διαφέρουν ὡς πρός τήν τελειότητα καί τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο σχετίζονται μέ τό Χριστό. Ἐκεῖνες, πού ἀπό φόβο μένουν στό ἀγαθό ὀνομάζονται "παλλακίδες", ἐνῶ οἱ ἄλλες ὀνομάζονται "βασίλισσες", ἐπειδή βρίσκονται σέ κοινωνία μέ τό βασιλέα Χριστό.7
Καθένας, ἀνάλογα μέ τήν προαίρεσή του, ἀνεβαίνει καί αὐξάνεται πνευματικά, λαμβάνοντας ἀπό τό Θεό τά ἀγαθά πού τοῦ
. 35
ἀναλογοῦν. Τονίζοντας ὁ Γρηγόριος Νύσσης ὅτι στό δρόμο τῆς ἀνάβασης πρός τό ἄκτιστο ὄν8 πάντα ὑπάρχουν κάποιοι πού προπορεύονται, καί τῶν προπορευομένων ἐπίσης ὑπάρχουν κάποιοι ἄλλοι πιό μπροστά, δείχνει τό ἀτέρμονο τῆς προσέγγισης τοῦ Θεοῦ.
Συμφωνώντας μέ τόν καθηγητή Ἠλία Μουτσούλα ὅτι δέν ὑπάρχει σαφής διάκριση μεταξύ τῶν σταδίων καί συνδυάζοντας κατά κάποιο τρόπο τίς βαθμίδες πνευματικότητας πού προτείνουν οἱ ἐρευνητές πού προαναφέρθηκαν, προτείνουμε τίς ἐξῆς βαθμίδες πνευματικότητας:
α.Ἔξοδος ἀπό τήν ἁμαρτία - ἄνοδος.
β. Πορεία πνευματική.
γ. Ἔλλαμψη θείου φωτός. Ἕνωση τοῦ ἀνθρώπου μέ τό Θεό.
2) ΕΞΟΔΟΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΜΑΡΤΙΑ - ΑΝΟΔΟΣ
Ὁ ἄνθρωπος τοποθετήθηκε καί ζεῖ μέσα στόν ὑλικό κόσμο, ἀλλά δέν προέρχεται ἀπό τόν ὑλικό κόσμο. Ἡ δημιουργία του καί ἡ προέλευσή του ἀνάγεται στό Θεό, μέ τόν ὁποῖο καί βρισκόταν σέ ἄμεση κοινωνία μέχρι τήν πτώση, ὁπότε καί ἄρχισε ἡ ἀποκοπή ἀπό τό Θεό. Ὡστόσο, ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου πάντα ἐπιθυμοῦσε καί ἐπιθυμεῖ τήν ἐπανασύνδεση μέ τή θεία πραγματικότητα. Τοῦτο μαρτυρεῖται ἀπό τή θρησκευτικότητα πού ἐμφανίζουν ὅλοι οἱ λαοί τῆς γῆς, ἀνεξάρτητα ἀπό τή μορφή της, τό τυπικό της ἤ καί τόν ἐκφυλισμό της ἀκόμη. Ὁ κοινός παράγοντας ὅλων τῶν θρησκειῶν εἶναι ἡ ἐπιθυμία τοῦ θεϊκοῦ στοιχείου ἀπό τόν ἄνθρωπο. Πρόκειται γιά τήν ἀρχέγονη ἐπιθυμία τοῦ θείου, πού τόσο ἔντονα προβαλλόταν καί ἀπό τούς ἀρχαίους Ἕλληνες.
Αὐτή ἡ ἐπιθυμία τῆς ἄκτιστης πραγματικότητας εἶναι ἡ ἀπαραίτητη προϋπόθεση πού λειτουργεῖ καί ὡς κίνητρο γιά τήν ἔξοδο τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν κόσμο τῆς ἁμαρτίας. Ἄν λείπει αὐτή ἡ ζήτηση τῶν ἄνω, κατά τό πρόσταγμα τοῦ ἀποστόλου Παύλου ("τά ἄνω ζητεῖτε... τά ἄνω φρονεῖτε") (Κολοσ. 3, 1-2), δέν εἶναι δυνατόν ὀ ἄνθρωπος νά μήν προσκολληθεῖ στόν ὑλικό καί ὀρατό κόσμο. Ὁ ἐσωτερικός πόθος τῆς ψυχῆς γιά τό Θεό εἶναι ἡ κινητήρια δύναμη, ὥστε ὁ ἄνθρωπος νά ἀκολουθήσει πορεία πνευματική. Ἀπό τή στιγμή πού γεννιέται ἡ ἐπιθυμία γιά τά "ὑπερκείμενα τῶν ὑλικῶν ἀγαθά", καθίσταται ἀντιληπτό πόσο "ἀνενέργητα καί νεκρά" εἶναι τά ὑλικά ἀγαθά συγκρινόμενα μέ τά πνευματικά, ὁπότε καί ἀποφασίζεται ἡ πορεία ζωῆς.9 Ἀρχίζει ἔπειτα ἡ μεταστροφή τῆς διάνοιας, ὥστε νά νεκρωθεῖ κάθε σαρκώδης διάνοια καί νά ἀποβληθεῖ τό σαρκικό φρόνημα.10 Ἡ ἐπιθυμία γιά τό Θεό, ἀπό τή
Εμπειρία και Θεωρία Προσωπική στον Αγιο Γρηγόριο Νύσσης
στιγμή πού θά γεννηθεῖ, γίνεται δίψα πού ἀπαιτεῖ τήν ἱκανοποίησή της.11 Κορεσμός σέ αὐτή τή δίψα δέν υπάρχει ποτέ.12 Χαρακτηριστικό τῆς ἐπιθυμίας γιά τό Θεό εἶναι τό ἀτέρμονο αὐτῆς.
Ὁ πόθος τῆς θείας πραγματικότητας ἐπιφέρει τήν ἔκσταση, μέ τήν ἔννοια ὅτι ἡ ψυχή ἀποκόπτει κάθε σχέση μέ τά ὁρατά καί ὑλικά πράγματα.13 Τήν ἔκσταση αὐτή, τῆς ὁποῖας κύριο γνώρισμα εἶναι ἡ νηφαλιότητα, ἀντιδιαστέλλει ὁ Δίδυμος ὁ Τυφλός ἀπό τή μανία στήν ὁποία περιπίπτουν πολλοί, ἐπισημαίνει ὁ Ἀ. Θεοδώρου.14 Ὁ ἱερός συντάκτης τῶν Μακαριανικῶν ἔργων μέ θαυμαστή ζωηρότητα περιγράφει τή μυστική ἐμπειρία τοῦ προσευχόμενου νοῦ σέ ἔκσταση. Σύμφωνα μέ τό Γρηγόριο Νύσσης, συνεχίζει ὁ ἴδιος ἐρευνητής, σέ κατάσταση μυστικῆς ἔκστασης καί πνευματικῆς μέθης, ἐφόσον προηγηθεῖ ἐπιμελής κάθαρση τοῦ νοῦ ἀπό τό σαρκικό φρόνημα, πραγματοποιεῖται ἡ τοῦ θείου εἴδηση καί γνώση, πού δέν εἶναι ἔργο τῆς ἀνθρώπινης διάνοιας, ἀλλά δῶρο θεῖο.
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος χαρακτηρίζει "μακάρια" τήν ἔξοδο τῆς ψυχῆς ἀπό τήν ἁμαρτία, διότι σηματοδοτεῖ τήν εἴσοδο στά "ὑπερκείμεννα ἀγαθά"15 :
<<Ὦ μακαρίας ἐξόδου ἐκείνης, ἥν ἐξέρχεται ἡ τῷ
Λόγῳ ἑπομένη ψυχή... ἡ γάρ ἀπό τοῦ ἐν ὧ ἐσμεν
ἔξοδος τῶν ὑπερκειμένων ἀγαθῶν εἴσοδος γίνεται.>>
Πρόκειται γιά μία ἔξοδο ἀπό τόν ὑλικό κόσμο καί μία εἴσοδο στόν ἄυλο κόσμο, ὄχι τοῦ ἀνθρώπου ὡς σῶμα, ἀλλά τοῦ φρονήματός του.16 Ὁ ἅγιος Γρηγόριος διευκρινίζει ὅτι ἡ ἔξοδός μας ἀπό τά ὑλικά θά εἶναι τέτοια, σάν νά ἔχουμε πεθάνει σωματικά, σά νά βγήκαμε ἤδη ἀπό τή σάρκα καί τό α·ἷμα μας.17 Ἡ νέκρωση θά εἶναι ὡς πρός τά πάθη καί τίς ἐπιθυμίες. Αὐτό πού θά ἀποβάλουμε δέν εἶναι τό σῶμα καθεαυτό, ἀλλά "ἡ σαρκώδης διάνοια" (ἔχοντας κατά νοῦ ὅτι στούς Πατέρες σάρκα νοεῖται ὄχι τό σῶμα ὡς ὕλη καί οἱ ἀνάγκες του, ἀλλά τά ἁμαρτωλά πάθη). Ἡ ἀπομάκρυνση ἀπό τά ὑλικά καί ἡ προσήλωση στά πνευματικά πρέπει νά εἶναι σαφής, ὁριστική καί ἀμετάκλητη χωρίς ἀμφιταλαντεύσεις. Ἀπαιτεῖται ἐγρήγορση, ἐτοιμότητα καί κάματος, ἀδιάπαυστος ἀγῶνας γιά νά μήν ὑποταχθεῖ ἡ ψυχή στό σῶμα, ἀλλά νά τό καθοδηγεῖ πρός τόν ἁγιασμό καί τή θέωση, σημειώνει ὁ καθηγητής Κων/νος Σκουτέρης.18 Διαφορετικά, ὅταν ὁ ἄνθρωπος προσβλέπει μέν στό Θεό, ἀλλά ἔχει τό νοῦ του καί στίς ὑλικές οὐσιαστικά φαντασίες κι ὄχι πραγματικότητες, τότε γίνεται πολυόμματος καί ὑποπίπτει στήν αἵρεση.19 Εἶναι σημαντικό πώς ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἐντοπίζει τήν αἰτία τῆς κακοδοξίας στή μή ὁριστική ἔκσταση-ἔξοδο ἀπό τό σαρκικό φρόνημα καί στήν υἱοθέτηση ἑνός τρόπου ζωῆς πότε πνευματικοῦ, πότε ὑλικοῦ.
. 37
Σαρκικό φρόνημα εἶναι ἡ ἡδονή, ἡ λύπη, ὁ θυμός, ὁ φόβος, ἡ δειλία, ἡ πτόηση, ἡ ἔπαρση, τό θράσος, ἡ μνησικακία, ὁ φθόνος, ἡ ἐκδίκηση, ἡ φιλοχρηματία, ἡ φιλοδοξία, ἡ φιλοτιμία μέ τήν ἔννοια ὅτι θέλουμε νά μᾶς τιμοῦν καί νά μᾶς ἐπαινοῦν καί ἄλλα ὅμοια. Ὁ λόγος πού εἶναι ἀπαραίτητη ἡ ἔξοδος ἀπό αὐτά εἶναι ὅτι ὁ Χριστός δέν μπορεῖ νά εἶναι μέσα μας ὅσο βρίσκονται αὐτά, διότι εἶναι ξένος μέ τά πάθη.20 Ἡ νέκρωση τοῦ σαρκικοῦ φρονήματος εἶναι ἀπαραίτητη γιά νά κατοικήσει μέσα μας ὁ Θεός Λόγος. Τά πάθη λειτουργοῦν ὡς παραπέτασμα πού ἐμποδίζει τήν εἴσοδο στό Λόγο.21
Παρατηροῦμε ὅτι ἡ ἀναγκαιότητα τῆς κάθαρσης δέ στηρίζεται σέ προϋποθέσεις ἠθικολογίας, ἀλλά θεολογίας. Ἀπαιτεῖται κάθαρση, διότι μόνο στόν καθαρό εἰσέρχεται ὁ Λόγος κι αὐτό ὄχι ὡς τιμωρία στόν ἁμαρτωλό, ἀλλά ἐπειδή δέν ἔχει τίποτα κοινό μέ τά πάθη. Ὅπως ἡ φωτιά δέ συνυπάρχει μέ τόν πάγο, τό ἴδιο καί ὁ Λόγος δέ συνυπάρχει μέ τά πάθη. Τό πρῶτο αὐτό στάδιο λοιπόν, ἡ κάθαρση, εἶναι ἀναγκαῖα λόγῳ τῆς ἴδιας τῆς φύσης τοῦ Λόγου καί ὄχι λόγῳ τῆς θελήσεώς του. Γι' αὐτό οἱ ἀβάπτιστοι δέν κοινωνοῦν, ἀκριβῶς διότι τό προπατορικό ἁμάρτημα καί οἱ προσωπικές ἁμαρτίες ἐμποδίζουν τήν εἴσοδο τοῦ Λόγου μέσα τους. Ἄλλωστε, γι' αὐτό εἶναι ἀναγκαῖες ἡ μετάνοια, ἡ ἐξομολόγηση καί ἡ ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν πρίν τή Θεία Κοινωνία, ὥστε νά γινόμαστε καθαροί γιά νά μπορεῖ ὁ Λόγος νά συσσωματωθεῖ μαζί μας. Ἐκεῖνος πού κάνει τήν κάθαρση εἶναι ὁ Τριαδικός Θεός.22
Χαρακτηριστικό τῆς καθαρῆς ψυχῆς εἶναι ὅτι βλέπει μόνο τό Θεό καί ἀναπλάθει τόν ἑαυτό της ὡς εἰκόνα-ἀκριβές ἀντίγραφο τοῦ ἀρχετύπου Χριστοῦ.23
Συμπερασματικά λοιπόν, μέ τήν κάθαρση ὁ ἄνθρωπος γίνεται πάλι εἰκόνα Θεοῦ, ὅπως πλάστηκε πρίν ἀπό τήν πτώση. Τό ἐπιδιωκόμενο στή συνέχεια εἶναι ἡ παγίωση τῆς καθαρότητας, ἡ ἀπάθεια, "τό μηδενί τῶν αἰσθητηρίων πρός ἁμαρτίαν βλέπειν".24 Κάθαρση εἶναι ἡ ἐνέργεια τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ νά καταστήσει τόν ἄνθρωπο καθαρό ἀπό ψυχικά καί σαρκικά πάθη, ἀφοῦ προηγουμένως ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἐπιθυμήσει τήν ἀπόταξη αὐτῶν καί τή σύνταξη μέ τό Χριστό· ἀπάθεια εἶναι τό ἀποτέλεσμα τῆς κάθαρσης, ἡ ἀρετή-χάρη, πού ἀποκτᾶ ὁ καθαρός, ὥστε νά μήν παρεκκλίνει πρός τήν ἁμαρτία. Ἡ κάθαρση δέν εἶναι ἁπλή ἀποχή ἀπό τίς κακίες, ἀλλά πλήρης, τελεία καί κατά συνείδηση, εἶναι ἡ ἀνακάθαρση τοῦ βάθους τῆς συνείδησης καί τοῦ νοῦ ἀπό τούς ἐνδόμυχους διαλογισμούς, ἐξηγεῖ ὁ Ἀ. Θεοδώρου.25 Ἡ κάθαρση αὐτή εἶναι ὁ ἀπαραίτητος ὅρος τῆς θεωτικῆς ἐνέργειας τοῦ ἁγίου
Εμπειρία και Θεωρία Προσωπική στον Αγιο Γρηγόριο Νύσσης
Πνεύματος στό Βάπτισμα. Στή θεωρία, συνεχίζει ὁ ἴδιος ἐρευνητής, ἀπαιτεῖται κάθαρση τοῦ νοῦ ἀπό κάθε παράσταση καί ἰδέα ἐξωτερική, ἀπόθεση τῶν νοημάτων, διότι τό ἀντικείμενο τῆς ἐν θεωρίᾳ προσευχῆς εἶναι ἡ ὅραση τοῦ Θεοῦ· αὐτό τό νόημα ἔχει ἡ ἀπόθεση τῶν σανδαλίων τοῦ Μωϋσῆ γιά νά πλησιάσει τή φλεγόμενη βάτο.26 Ἀπαιτεῖται κάθαρση καί ἀπό τούς λογισμούς, ὁπότε ἡ "ἐν θεωρίᾳ" γνώση τοῦ Θεοῦ εἶναι ὑπεραισθητή, ὑπερλογική, μεταλογική, σύμφωνα μέ τόν Ἀ. Θεοδώρου27 καί ὁ νοῦς ὁδηγεῖται σέ πλήρη ἀπάθεια γιά νά φτάσει στή θεοποιοῦσα ὅραση.
3) ΠΟΡΕΙΑ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ
Μετά τήν κάθαρση ἔρχεται ὁ ἁγιασμός, πού εἶναι ὁ Χριστός, λέει ὁ ἅγιος Πατέρας.28 Πρόκειται γιά τό ἑπόμενο στάδιο, τό ὁποῖο εἶναι πνευματική πορεία, ἡ προσέγγιση τοῦ Θεοῦ ἀπό τόν ἄνθρωπο. Προϋποθέσεις τῆς προσοικείωσης τοῦ ἀνθρώπου μέ τό Θεό εἶναι ἡ ὀρθή πίστη γιά τό Θεό, "ἡ ἀπλανής ὑπόληψη περί τοῦ ὄντως ὄντος" καί ὁ καθαρός λογισμός29 (ἡ κάθαρση, πού προαναφέρθηκε, ἡ ἀποβολή τοῦ σαρκικοῦ φρονήματος, ὥστε ὁ νοῦς νά μπορεῖ νά ἀναχθεῖ). Προηγεῖται μάλιστα ἡ πίστη καί ἕπεται ἡ καθαρή διάνοια.30 Ἔχει μεγάλη σημασία ἡ ἀπλανής πίστη καί ἡ ἑνότητα τῆς ἐκκλησίας, ( << καί πᾶσαν τήν Ἐκκλησίαν ἕν σῶμα τοῦ νυμφίου ποιήσασα>>)31 καί ἀποκλείουν ἀπό τή θέωση τούς αἱρετικούς, ὅσο καθαρό βίο κι ἄν ἔχουν. Σημειώνουμε καί πάλι ὅτι ὁ ἠθικός βίος καί μόνο δέν σώζει, οὔτε κάν μᾶς πλησιάζει στό Θεό. Ἡ Ὀρθοδοξία καί ἡ ὀρθοπραξία μᾶς πλησιάζουν στό Θεό καί μάλιστα ἡ ὀρθοπραξία πρέπει νά ἀκολουθεῖ τήν Ὀρθοδοξία καί νά εἶναι ἀποτέλεσμα αὐτῆς γιά νά μήν καταλήξουμε στόν ἠθικισμό ἀντί γιά τό Θεό.
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος μᾶς ἐξηγεῖ πῶς πραγματώνεται ἡ πορεία πρός τό Θεό. Μιλᾶ γιά ἔπαρση τῆς διάνοιας στά μεγαλοπρεπέστερα καί θειότερα,32 γιά ἔκβαση τῆς ψυχῆς33 ἀπό τή φύση της καί ἐπέκτασή της.34
Πρόκειται γιά ὑπέρβαση τῶν ὁρίων τῆς ἀνθρώπινης φύσης. Φαίνεται πώς ἡ ἀνθρώπινη φύση, ἀκριβῶς ἐπειδή συνίσταται ἀπό ὕλη καί πνεῦμα, δέν εἶναι περιορισμένη στενά, δίχως αὐτό νά τήν καθιστᾶ ἀπεριόριστη. Εἶναι δυνατό νά γίνει μία ἔξοδος, μία ἀναγωγή σέ κάτι ἀνώτερο. Αὐτό ὁ ἅγιος τό ὁνομάζει "ἐπέκταση" κι ἀκριβῶς γι' αὐτό ὀνομάζει τόν ἄνθρωπο μεθόριο: ὁ ἄνθρωπος ἔχει τή δυνατότητα, λόγῳ τοῦ καθ' ὁμοίωση, νά ἐπεκταθεῖ ὄχι ὡς σῶμα, ἀλλά ὡς ψυχή, ὡς διάνοια μέ τή χάρη πάντοτε καί ὡς δῶρο τοῦ Θεοῦ. Μάλιστα ἡ ἐπέκταση εἶναι διαρκής (οὐ παύεται), ἀφοῦ ἡ πορεία πρός τό Θεό καί ἡ προσέγγισή του εἶναι ἀτέρμονη. Σύμφωνα
. 39
μέ τό J. Danielou μέ τόν ὅρο "ἐπέκταση" δηλώνεται ὄχι μόνο ἡ ἔξοδος (ἡ ἔκτασις) τῆς ψυχῆς, ἀλλά καί ἡ κατοχή (ἐπί), ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι παρών μέ τή χάρη του.35
Ἡ ἐπέκταση, ὅπως παρατηρεῖ ὁ Ἠλίας Μουτσούλας εἶναι μία σύνθεση τῆς κατοχῆς καί τῆς ἐπιθυμίας (ἐπί-ἐκ), τῆς σταθερότητας καί τῆς κίνησης.36 Ἡ ἄνεση μέ τήν ὁποία ὁ ἅγιος Γρηγόριος γράφει γιά τήν "ἐπέκταση" καί ἡ ὁλοκληρωμένη σκέψη του πάνω σέ αὐτό, καθώς καί ἡ σαφήνειά του σέ συνδυασμό μέ τή βεβαιότητά του πού ἀναδύεται ἀπό τό κείμενο σχετικά μέ τήν πορεία τῆς ψυχῆς πρός τό Θεό τουλάχιστον μᾶς ὑποψιάζει ὅτι εἶχε ἐμπειρία προσωπική τῆς ἐπέκτασης, τήν ὁποία τόσο εὔκολα καί σέ κάθε βῆμα ἀναγνωρίζει στό Μωυσῆ.
Ἡ πορεία προσοικείωσης τοῦ Θεοῦ, ἡ προκοπή, ἡ ἄνοδος, εἶναι ἀσταμάτητη, χωρίς αὐτό νά σημαίνει πώς δέν ἐπιτυγχάνεται ὁ σκοπός καί δέν ὑπάρχει ἀπόλαυση.37 Ὁ ἄνθρωπος στήν πορεία αἰσθάνεται πλήρωση τῆς ἐπιθυμίας του καί ἀπόλαυση, ἀλλά ταυτόχρονα ἔχει τήν ἐπιθυμία γιά μεγαλύτερη προσέγγιση. Ἡ ἐπιθυμία τοῦ ἀνθρώπου νά δεῖ τό Θεό βρίσκει τήν ἐκπλήρωσή της στή διαρκή ἀκολουθία τοῦ Λόγου, δηλαδή στό νά μιμεῖται ὁ ἄνθρωπος τό Χριστό, νά ἐμπνέεται ἀπό Αὐτόν καί νά ἀντιγράφει τήν εἰκόνα Χριστοῦ στόν ἐαυτό του.38 Ὅπως διαπιστώνουμε, δέν πρόκειται γιά θέα τοῦ Θεοῦ μέ τά σωματικά μας μάτια, ἀφοῦ "Θεόν οὐδείς ἑώρακε πώποτε" (Ἰωάν. 1, 18), ὡστόσο ἡ διαρκής ζήτηση εἶναι ὁ μόνος τρόπος κατανοήσεως τοῦ Θεοῦ.39
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος δέ σταματᾶ στή θεωρία τῆς προσέγγισης τοῦ Θεοῦ, ἀλλά περιγράφει καί τήν ἐμπειρία αὐτῆς. Αὐτό πού ὁ ἄνθρωπος ἔχει ὡς ἐμπειρία τῆς προσοικείωσής του μέ τό Θεό εἶναι ἡ "αἴσθησις παρουσίας" στήν ψυχή του. Ἡ αἴσθηση παρουσίας τοῦ Θεοῦ, πού γράφει ὁ Γρηγόριος, νομίζουμε ὅτι εἶναι ἔννοια πού ἐκφράζει ὅ,τι καί ἡ ἔκφραση τοῦ ἀποστόλου Παύλου, "ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δέ ἐν ἐμοί Χριστός" (Γαλ. 2, 20). Ὁ Παῦλος αἰσθανόταν γεμάτος ἀπό τό Χριστό μέσα του, ζοῦσε ἐν Χριστῷ κι αὐτό πού μᾶς μεταφέρει λεκτικά εἶναι ἡ ἐμπειρία Θεοῦ τήν ὁποία εἶχε. Βιωματικά μιλοῦσε ὁ Παῦλος, βιωματικά φαίνεται νά ἐκφράζεται κι ὁ Γρηγόριος πρωτοτυπώντας μάλιστα ὡς πρός τήν ὁρολογία, ἀφοῦ δέ χρησιμοποιεῖ αὐτήν τοῦ ἀποστόλου. Ἡ πρωτοτυπία του μᾶς ἀποδεικνύει ὅτι ἐκφράζει καί κατονομάζει αὐτό πού ὁ ἴδιος ζεῖ κι ὄχι τήν ἐμπειρία ἄλλων, ὥστε νά δανειστεῖ καί τήν ὁρολογία τους. Ἐμπειρία τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ ἔχουν οἱ αἰσθήσεις μας.40 Ὁ W. Volker παρατηρεῖ, σχετικά μέ τό θέμα ὅτι ἐκτός ἀπό τό νοῦ, τήν καρδιά ἤ τήν ψυχή, ὡς φορεῖς τῆς γνώσης καί θεωρίας τοῦ Θεοῦ παρουσιάζονται ἐπίσης "τά τῆς ψυχῆς
Εμπειρία και Θεωρία Προσωπική στον Αγιο Γρηγόριο Νύσσης
αἰσθητήρια". Τά αἰσθητήρια αὐτά εἶναι οἱ δυνάμεις τῆς ψυχῆς, πού ἀντιστοιχοῦν στίς σωματικές αἰσθήσεις τοῦ ἀνθρώπου. Πρόκειται γιά τήν πνευματική ὅραση τοῦ καθαροῦ ὀφθαλμοῦ τῆς ψυχῆς πού κατανοεῖ τά θεῖα μυστήρια, γιά τήν πνευματική ὀσμή "νοητῆς καί ἀύλου δυνάμεως" μέ τήν ὁποία ἡ ψυχή ἀντιλαμβάνεται τήν εὐωδία τοῦ Χριστοῦ, τήν πνευματική ἀφή μέ τήν ὁποία ἡ νύμφη-ψυχή ἀγγίζει τόν Λόγο, τήν πνευματική ἀκοή μέ στήν ὁποία κανείς ἀκούει τά προσήκοντα ρήματα τῆς θείας Σοφίας καί τήν πνευματική γεύση τῆς θείας γλυκύτητας.41
Κατανοοῦμε λοιπόν ἀκόμη σαφέστερα ὅτι στήν Ὀρθοδοξία ἡ ἔκσταση τῆς ψυχῆς ὡς ἔξοδος ἀπό τό σαρκικό φρόνημα, πού προϋποτίθεται καί ὡς ἐπέκταση τῆς διανοίας πού ἀπαιτεῖται γιά τήν προσέγγιση τοῦ Θεοῦ δέν ἀναιρεῖ τή συμμετοχή τοῦ ὅλου ἀνθρώπου στό γεγονός τῆς παρουσίας Θεοῦ. (Βλέπε σχετικά στό κεφάλαιο περί τῆς Θεωρίας).
4) ΕΛΛΑΜΨΗ ΘΕΙΟΥ ΦΩΤΟΣ
Ὅσο προχωρεῖ ὁ ἄνθρωπος πνευματικά, τόσο αὐξάνει ἡ ἐμπειρία Θεοῦ πού ἔχει. Προχωρημένο καί ὑψηλό στάδιο τῆς πνευματικῆς πορείας, τό ὁποῖο ἀκολουθεῖ τήν αἴσθηση παρουσίας καί εἶναι εὐρύτερο καί σπουδαιότερο αὐτῆς, εἶναι ἡ ἔλλαμψη τοῦ θείου φωτός.
Δέν μποροῦμε νά ἀμφισβητήσουμε τή δυνατότητα θέας τῆς θείας ἐνέργειας ὡς φῶς, ἀφοῦ αὐτό μαρτυρεῖται καί καταγράφεται ὡς ἐμπειρία στήν Καινή Διαθήκη. Ὁ ἀπόστολος Ματθαῖος περιγράφοντας τή Μεταμόρφωση τοῦ Κυρίου στό Θαβώρ γράφει ὅτι "ἔλαμψε τό πρόσωπον αὐτοῦ ὡς ὁ ἥλιος, τά δέ ἱμάτια αὐτοῦ ἐγένετο λευκά ὡς τό φῶς" (Ματθ. 17, 2). Τή βεβαιότητά του δηλώνει ὁ αὐτόπτης Πέτρος ὅταν γράφει "ἐπόπται γεννηθέντες τῆς ἐκείνου μεγαλειότητος" (Α Πέτρου 1, 16).
Ὁ Μέγας Βασίλειος περιγράφει τή διαδικασία ἔλλαμψης τοῦ κάλλους τοῦ ἀρχετύπου. Ὁ Παράκλητος, ἀφοῦ ἔχει παραλάβει ἄνθρωπο καθαρό, τοῦ δείχνει τήν εἰκόνα τοῦ ἀοράτου Θεοῦ. Αὐτό πού ὁ ἄνθρωπος βλέπει εἶναι τό ἄρρητο κάλλος τοῦ ἀρχετύπου, τό ὁποῖο λάμπει καί μεταδίδει τή λάμψη του στίς καθαρές ψυχές ὡς χαρίσματα: πρόγνωση μελλοντικῶν πραγμάτων, κατανόηση ὑψηλῶν ἀληθειῶν, ἀτέλειωτη εὐφροσύνη, διαμονή στό Θεό, ὁμοίωση στό Θεό καί θέωση τοῦ ἀνθρώπου.42
Ὁ συντάκτης τῶν Μακαριανικῶν ἔργων ἐπίσης γράφει γιά ἄρρρητο κάλλος τῆς δόξας τοῦ φωτός τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ. Τό ὀνομάζει «πῦρ» καί «φῶς τοῦ πυρός». Τό θεῖο φῶς δέν ἔχει πάντα τήν ἴδια λάμψη, ἀλλά κατά καιρούς λάμπει καί ἔπειτα
. 41
ὑποχωρεῖ. Ὁ ἄνθρωπος ὅσο φωτίζεται μένει ἐλεύθερος ἀπό τήν ἁμαρτία, ὁδηγεῖται σέ ἀποκαλύψεις ἐπουρανίων μυστηρίων, σέ πνευματικές θεωρίες καί αἰσθάνεται μία γλυκύτητα.43
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος γράφει γιά ἐκλαμπτική χάρη τοῦ φωτίσματος, ἡ ὁποία μᾶς κάνει παιδιά καί μᾶς μεταφέρει στόν οὐρανό.44 Κάνει λόγο γιά «τελεία ἔλλαμψη τοῦ φωτός», γιά «ἀληθινό φῶς»45, γιά «ἐμφάνεια Θεοῦ».46 Στήν περίπτωση τοῦ θεόπτη Μωϋσῆ, ὁ ἴδιος, ἀφοῦ μπεῖ στό γνόφο, ὅπου εἶναι ὁ Θεός, δέχεται τή Διαθήκη καί γίνεται ἥλιος, πού ἀκτινοβολεῖ ἀπρόσιτο φῶς σέ ὅσους τόν πλησιάζουν.47 Ὁ καθηγητής Χαράλαμπος Σωτηρόπουλος συγκρίνοντας τό φῶς πού εἶδε ὁ Μωϋσῆς -καί τοῦ ὁποίου μετεῖχε γινόμενος ὁ ἴδιος φωτεινός- μέ τό Θαβώρειο φῶς κατά τή Μεταμόρφωση τοῦ Χριστοῦ, τό χαρακτηρίζει "αἰσθητικώτερο" ἀκολουθώντας τή διατύπωση τοῦ ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Χρυσοστόμου.48 "Αἰσθητικώτερο", διότι τά τῆς Π. Διαθήκης ἦταν τύποι καί σύμβολα, ἐνῶ τό Θαβώρειο ἦταν φυσική ἔκφραση τῆς θείας φύσης τοῦ Χριστοῦ. Καί στούς τρεῖς συγγραφεῖς (Μ. Βασίλειο, Γρ. Νύσσης καί συντάκτη Μακαριανικῶν) γίνεται λόγος γιά ἔλλαμψη φωτός πού ἀλλοιώνει πνευματικά θά λέγαμε τόν ἄνθρωπο, δηλαδή τόν κάνει πιό πνευματικό, τόν ὁδηγεῖ σέ ἀποκαλύψεις καί τοῦ μεταδίδει αὐτό τό φῶς καθιστώντας τόν ἴδιο ἐπίσης φωτεινό. Παρατηροῦμε ὅτι ὁ ὅρος "ἔλλαμψη", προκειμένου γιά τό θεῖο φῶς, ἔχει ἤδη γίνει τεχνικός ὅρος. Ἐκεῖνος πού δέχεται τήν ἔλλαμψη τοῦ θείου φωτός λάμπει ὁ ἴδιος καί ἀκτινοβολεῖ αὐτό τό φῶς, εἴτε ὡς καθαρό φῶς, ὅπως στήν περίπτωση τοῦ Μωϋσῆ, εἴτε ὡς χαρίσματα (προφητικό, κατανόηση θείων ἀληθειῶν κ. ἄ. ). Φαίνεται ὅτι ἡ ἔλλαμψη εἶναι ἕνα ἔκτακτο προσωπικό γεγονός μέ συγκεκριμένα ἀποτελέσματα τά χαρίσματα, πού προαναφέρθηκαν. Ὅλοι οἱ παραπάνω συγγραφεῖς ἀναφέρονται στίς συνέπειες τοῦ θείου φωτός στόν ἄνθρωπο, ὡστόσο ὁ Μέγας Βασίλειος, παραμένοντας περισσότερο πρακτικός, εἶναι πιό ἀναλυτικός ὡς πρός αὐτές καί πιό συγκεκριμένος. Ἀντίθετα, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἐμμένει στήν ἔλλαμψη ὡς γεγονός, προφανῶς ἐπειδή ὡς τότε δέν εἶχε τονιστεῖ τόσο πολύ, θέτοντας ἔτσι τίς βάσεις γιά ὅσα πληρέστερα θά ἀναπτύξει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς. Ὁ Μέγας Βασίλειος καί ὁ συντάκτης τῶν Μακαριανικῶν ἔργων ὅταν γράφουν γιά ἔλλαμψη τονίζουν ὅτι αὐτό εἶναι ἔργο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Στόν ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης καί στό συντάκτη τῶν Μακαριανικῶν ἔργων ἔχουμε βεβαιότητα, ὄχι γιά τή δυνατότητα ἔλλαμψης θείου φωτός, ἀφοῦ αὐτή εἶναι δεδομένη, ἀλλά γιά τήν ἔλλαμψη θείου φωτός προσωπικά. Ὁ τελευταῖος ἔχει ἐντυπώσει
Εμπειρία και Θεωρία Προσωπική στον Αγιο Γρηγόριο Νύσσης
τήν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἀπογράφει μέ τή μνήμη τίς θεῖες ὁράσεις στήν καθαρή καρδιά.49 Πρόκειται μάλιστα γιά ἐμπειρία ἐπαναλαμβανόμενη, ὅπως μαρτυρεῖ ὁ πληθυντικός ἀριθμός πού χρησιμοποιεῖ ὁ ἅγιος Γρηγόριος.
5) Η ΕΝΩΣΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΜΕ ΤΟ ΘΕΟ
Σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ ἐπίτευξη τοῦ "καθ' ὁμοίωσιν". Ὁ ἄνθρωπος ξεκινᾶ ἀπό τό "κατ' εἰκόνα" καί, ἀπομακρύνοντας διαρκῶς τά ἐμπόδια, μπορεῖ νά δεῖ τήν εἰκόνα τοῦ ἀρχετύπου Χριστοῦ καί νά τήν μιμηθεῖ. Ἔτσι φτάνει στήν ὁμοίωση τοῦ Θεοῦ, στή θέωση. Ἡ ἕνωση τοῦ ἀνθρώπου μέ τό Θεό εἶναι τό ἀτέρμονο τέρμα τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Εἶναι ἡ τελείωση τοῦ ἀνθρώπου. Ὅλα τά προηγούμενα στάδια εἶναι ἀναγκαῖα καί ἐξυπηρετοῦν τοῦτο, πού δέν εἶναι πλέον στάδιο, ἀλλά εἶναι ἡ αἰτία καί ὁ σκοπός τῶν πνευματικῶν σταδίων, τά ὁποῖα διέρχεται ὁ ἄνθρωπος.
Ὅσον ἀφορᾶ στήν ποιότητα τῆς ἕνωσης αὐτῆς ὁ ἅγιος Γρηγόριος εἶναι ἀρκετά διεξοδικός. Δέ διστάζει νά μιλήσει γιά μετουσία Θεοῦ ("Παντός γάρ ἐναρέτου βίου τέλος ἡ τοῦ Θεοῦ μετουσία")50 καί κτήση τῆς θεότητας ("Ἕν γάρ τρόπον τινά ἐστιν ἀμφότερα ἥ τε τῆς τελείας ἀρετῆς καί ἡ τῆς θεότητος κτῆσις").51 Ἡ ὁμοίωση μέ τό Θεό ("Πέρας γάρ τῆς ἐναρέτου ζωῆς ἡ πρός τό θεῖον ἐστιν ὁμοίωσις")52 ὡς γεγονός ξεπερνᾶ τήν ἔννοια τοῦ ὅρου ὁμοίωση καί ταυτίζεται μέ τή μετουσία Θεοῦ. Καί στίς τρεῖς περιπτώσεις συνδέεται ἡ ἕνωση μέ τό Θεό μέ τήν τελείωση τοῦ ἀνθρώπου. Βέβαια, δέν πρόκειται γιά κτήση τοῦ Θεοῦ ὡς οὐσία, ἤ φύση, ἀλλά ὡς ἐνέργεια, ἀφοῦ "οὐ χωρεῖ ἡ ἀνθρωπίνη πενία τήν ἀόριστον τε καί ἀπερίληπτον φύσιν ἐν ἑαυτῇ δέξασθαι"53 καί ὅριο
τῆς καταλήψης τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ἐνέργεια.54 Ἀκόμη καί τά ὀνόματα "Θεός", "θεότης" ὑπεμφαίνουν -σύμφωνα μέ τή διδασκαλία τῶν Πατέρων- κυριώτατα τήν ἄκτιστη θεία ἐνέργεια κι ὄχι τήν "ὑπερούσιον κρυφιότητα", γράφει σχετικά μέ τό θέμα "οὐσία-ἐνέργειες" ὁ Κων/νος Λιάκουρας.55 Ἡ ὑποθετική μετοχή τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ ἀπό τά κτίσματα, ἐξηγεῖ ὁ ἴδιος παρουσιάζοντας τή σχετική διδασκαλία τοῦ ἁγ. Φιλοθέου Πατριάρχου Κων/πόλεως, θά ἔχει ὡς ἄμεσο ἀποτέλεσμα νά καταστοῦν τά κτίσματα "κατά φύσιν υἱοί Θεοῦ", πρᾶγμα πού θά συντελέσει στόν προσδιορισμό καί χαρακτηρισμό αὐτῶν ὡς ὁμουσίων μέ τό Θεό.56
Ὁρολογία κατεξοχήν νηπτική χρησιμοποιεῖ ὁ ἅγιος γιά νά περιγράψει τή μυστική μέ τό Θεό ἕνωση, πού ὀνομάζει π. χ. "συζυγία", "ἀνάκραση", "κοινωνία τῶν δύο".57 Οἱ ὅροι ἔχουν ἀναλυθεῖ σέ προηγούμενη παράγραφο. Ἐδῶ περιοριζόμαστε στήν
. 43
ἐπισήμανση ὅτι Θεός καί ἄνθρωπος λογίζονται ὡς δύο ἴσα· δέ φαίνεται καμία κατωτερότητα τοῦ ἀνθρώπου. Τοῦτο συμβαίνει διότι ὁ ἄνθρωπος ἔχει θεωθεῖ πραγματικά, ὁπότε εἶναι ὅμοιος μέ τό Θεό, ὅπως ἴσοι εἶναι μέσα στό γάμο οἱ δύο ἄνθρωποι, ἄνδρας - γυναίκα. Οἱ ρόλοι βεβαίως εἶναι διακριτοί καί στίς δύο περιπτώσεις. Ὁ Θεός προσφέρει τή θέωση στόν ἄνθρωπο κατά χάρη, ὁ ἄνθρωπος δέχεται τή χάρη τοῦ Θεοῦ. Ὁ Χριστός τρέφει τόν πιστό μέ τό σῶμα καί τό αἷμα Του, ὁ πιστός δέχεται τήν τροφή κι εὐφραίνεται ἀπό αὐτή τή μυστική, ἀλλά καί μυστηριακή ἕνωση. Σύμφωνα μέ τόν καθηγητή Κων/νο Σκουτέρη, στόν ἅγιο Γρηγόριο βλέπουμε νά συνδέεται ὡραιότατα ἡ μυστική μέ τή μυστηριακή ζωή. Μυστηριακή καί προσωπική πνευματική ζωή εἶναι τά δύο ἀναγκαῖα στοιχεῖα μέ τά ὁποῖα ἐπιτυγχάνεται ὁ ἁγιασμός καί ἡ θέωση τοῦ ἀνθρώπου.58
Ἡ πραγματικότητα τῆς ἕνωσης τοῦ ἀνθρώπου μέ τό Θεό στηρίζεται στό γεγονός τῆς πραγματικῆς μεταβολῆς τῶν τιμίων δώρων σέ Σῶμα καί Αἷμα Χριστοῦ. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος προϋποθέτει τήν Ἐκκλησία καί τό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας, ὅταν μιλᾶ γιά ἕνωση μέ τό Θεό.59 Αὐτή ἄλλωστε εἶναι καί ἡ διαφορά του ἀπό τούς φιλοσόφους. Μέ τήν "ἐν Χριστῷ" ἕνωση καί συσσωμάτωσή τους, τά μέλη τοῦ Κυρίου, οἱ πιστοί, δέχονται τά ἀγαθά ἀπό τή θεία φύση, θεοῦνται, γράφει σχετικά ὁ Ἀ. Θεοδώρου.60
Ὡς πρός τό βαθμό τῆς κοινωνίας μέ τό Θεό ὑπάρχουν λεπτές διακρίσεις, πού ὀφείλονται στή δεκτικότητα τοῦ κάθε πιστοῦ. Ἔτσι, ἄλλος γίνεται "Θεοῦ τόπος", ἄλλος "Θεοῦ οἶκος, θρόνος" κ.τ.λ.61 Πάντως, ἡ χάρη δίνεται ἀπό τό Θεό σέ ὅλες τίς ἐπιμέρους βαθμίδες.62
Εἶναι πολύ ὡραία ἡ ἔκφραση τοῦ ἁγίου Γρηγορίου "ὁ ἐνοικῶν τε καί ἐμπεριπατῶν καί ἐπί τά βάθη τῆς ψυχῆς ἡμῶν διαδυόμενος". Ἐκφράζει τή σχέση τοῦ ἴδιου μέ τό Θεό, μία σχέση ἐπισκέψεως τοῦ Θεοῦ, διαρκοῦς κοινωνίας μαζί Του καί συγκλονισμοῦ τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης ὡς τά κατάβαθά της. Εἶναι συγκλονιστικό τό πόσο ὁ ἄνθρωπος νιώθει τό Θεό μαζί του καί τό πόσο ἐπηρεάζεται ἡ ὅλη ὕπαρξή Του ἀπό τήν ἐμπειρία τῆς ἕνωσης:
<<... χαίρουσί τε καί ἀγάλλονται τῆς ἀκηράτου συζυγίας ἁρμοζομένης, δι' ἧς ἡ κολλωμένη τῷ Κυρίῳ ψυχή ἕν Πνεῦμα γίνεται, καθώς φησίν ὁ Ἀπόστολος.>>63.
6) ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΓΡΗΓΟΡΙΟ ΝΥΣΣΗΣ
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης δέν καταγράφει θεοπτική του ἐμπειρία μέ τρόπο σαφή καί συστηματικό, ὅπως ἔκανε ὁ ἅγιος
Εμπειρία και Θεωρία Προσωπική στον Αγιο Γρηγόριο Νύσσης
Γρηγόριος ὁ Θεολόγος στό Β θεολογικό Λόγο του, ὅπου γράφει: "Τί τοῦτο ἔπαθον, ὧ φίλοι καί μύσται καί τῆς ἀληθείας συνερασταί; Ἔτρεχον μέν ὡς Θεόν καταληψόμενος καί οὕτως ἀνῆλθον ἐπί τό ὄρος καί τήν νεφέλην διέσχον, εἴσω γενόμενος ἀπό τῆς ὕλης καί τῶν ὑλικῶν καί εἰς ἐμαυτόν ὡς οἷόν τε συστραφείς. Ἐπεί δέ προσέβλεψα, μόλις εἶδον Θεοῦ τά ὀπίσθια· καί τοῦτο τῇ πέτρα σκεπασθείς, τῷ σαρκωθέντι δι' ἡμᾶς Θεῷ Λόγῳ· καί μικρόν διακύψας, οὐ τήν πρώτην τε καί ἀκήρατον φύσιν καί ἑαυτῇ, λέγω δή τῇ Τριάδι..."64.
Ὡστόσο ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης μέσα στά ἔργα του, σέ πολλά σημεῖα, μᾶς δίνει στοιχεῖα γνωριστικά θεοπτικῆς ἐμπειρίας καί μάλιστα προσωπικῆς.
Καταρχήν ὁ ἅγιος Γρηγόριος διακαίεται ἀπό ἐρωτική ἐπιθυμία Θεοῦ.65 Ὅπως ὁ ἴδιος γράφει, χαρακτηριστικό γνώρισμα καί πραγματική προϋπόθεση θεοπτίας εἶναι ὁ μή κορεσμός τῆς ἐπιθυμίας. Ἀποδίδεται τόσο παραστατικά ἡ πορεία, ὁ δρόμος, ἡ ἄνοδος, ἡ αὔξηση, ἡ πρόοδος, ἠ ἐπέκταση, ἡ ἔξοδος ἀπό τή μιά κατάσταση καί ἡ εἴσδυση σέ εὐρύτερη ἐμπειρία,66 ὥστε μαρτυρεῖται στό Γρηγόριο ἡ ἀκόρεστη ἐπιθυμία, ἡ ὁποῖα εἶναι καί προσωπική, ὅπως δηλώνει τό "ἐκκαίεσθαι". Τό "ἐκκαίεσθαι" δέν ἔχει λόγο ὕπαρξης ἑρμηνευτικό, οὔτε δικαιολογεῖται ἡ ὕπαρξή του, ἐάν ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἔκανε μία διανοητική προσέγγιση τοῦ θέματος τῆς "προκοπῆς". Εἶναι δηλωτικό, ὅμως, τοῦ ἀγῶνα τοῦ ἁγίου γιά εὐρύτερη ἐμπειρία Θεοῦ. Στήν πραγματικότητα, περιγράφει τή δική του πορεία, γι' αὐτό κι ὁ λόγος του εἶναι ἐναργής, ἄμεσος καί πειστικός.
Ἀναδεικνύεται σέ σφοδρό ἐραστή τοῦ κάλλους, ὅπως ἄλλωστε καί ὁ Μωϋσής.
<<...τοσούτων ἐπαρθείς ὑψωμάτων ἔτι σφριγᾷ
τῇ ἐπιθυμίᾳ καί ἀκορέστως ἔχει τοῦ πλείονος
καί οὗ διά παντός κατ' ἐξουσίαν ἐνεφορεῖτο,
ἔτι διψᾷ καί ὡς μήπως μετεσχηκώς τυχεῖν
δέεται, ἐμφανῆναι αὐτῷ τόν Θεόν ἱκετεύων,
οὐχ ὡς μετέχειν δύναται, ἀλλ' ὡς ἐκεῖνός
ἐστι.
Δοκεῖ δέ μοι τό τοιοῦτο παθεῖν ἐρωτικῇ τινι
διαθέσει πρός τό τῇ φύσει καλόν τῆς ψυχῆς
διατεθείσης...ἀεί τήν ἐπιθυμίαν ἐκκαίουσα.
Ὅθεν ὁ σφοδρός ἐραστής τοῦ κάλλους τό ἀεί
φαινόμενον ὡς εἰκόνα τοῦ ποθουμένου δεχόμενος,
αὐτοῦ τοῦ ἀρχετύπου χαρακτῆρος ἐμφορηθῆναι
ἐπιποθεῖ.>>.67
. 45
Διαπιστώνουμε τήν ἐπιθυμία κι ἐδῶ ὡς "ἐκκαίουσα". Τό πρόσθετο στοιχεῖο σέ σχέση μέ τά προηγούμενα χωρία εἶναι ὅτι ἐδῶ ὁ Γρηγόριος παρεμβαίνει μέ σαφήνεια ("δοκεῖ δέ μοι") γιά νά προσδιορίσει τήν αἰτία τῶν πνευματικῶν παθημάτων τῆς ψυχῆς τοῦ Μωϋσῆ, πού εἶναι ἡ ἐρωτική διάθεση πρός τό φύσει καλό. Τό γεγονός ὅτι ὄχι μόνο παρακολουθεῖ καί περιγράφει μέ ἐνάργεια τίς πνευματικές ἐμπειρίες τοῦ Μωϋσῆ, ἀλλά προσδιορίζει καί τήν αἰτία τους, σημαίνει ὅτι ἤ πληροφορία εἶχε ἀπό ἄλλους, πρᾶγμα πού ἀποκλείει τό "δοκεῖ μοι" ἤ ὁ ἴδιος ἦταν σέ θέση νά μιλήσει γι' αὐτό. Μιλάει γιά ἐρωτική διάθεση τῆς ψυχῆς πρός τό Θεό, γιά ἐσώτατη κατάσταση ἔτσι, πού προϋποτίθεται βίωμα προσωπικό.
Ἡ ἐρωτική ἐπιθυμία Θεοῦ ἔχει ἀναφορά στό πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου, τό ὁποῖο θερμαίνεται ἐξαιτίας τοῦ Χριστοῦ. Ὁ πόθος τοῦ ἁγίου δηλώνεται γιά μία ἀκόμη φορά μέ τίς ἐκφράσεις "τοσοῦτον ἐρᾶν ἐκείνου, ὅσον...", "τῷ πνεύματι ζέειν ἐρωτικῶς ... θερμαινομένην τήν διάνοιαν διά τοῦ πυρός".68
Ὁ λόγος τοῦ Γρηγορίου εἶναι ἰδιαίτερα ἐναργής καί ἔμμεσα ἀποκαλυπτικός ἐμπειριῶν καί συναισθημάτων. Μᾶς δίνει τήν ἐντύπωση ὅτι θά συνεχίσει νά μιλᾶ γιά τή φωτιά πού καίει τή διάνοια τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά ὅμως κόβει τό λόγο του ἀπότομα - ("ἀλλά ταῦτα μέν ... ἱκανῶς ἔχειν") - σά νά μή θέλει νά προχωρήσει σέ ἄλλες προσωπικές ἀποκαλύψεις μπροστά στό ἀκροατήριο. Φαίνεται ὡστόσο πώς ὁ ἴδιος βρῆκε τόν τέλειο κι ἀληθινό ἔρωτα στό θεῖο ἔρωτα.
Στήν Ι ὁμιλία του στό Ἆσμα τῶν Ἀσμάτων μᾶς περιγράφει μέ μεγάλη λεπτομέρεια "τή θεωρία τοῦ ὄντος" ἤ πιό συγκεκριμένα "τήν ἐμφάνεια τοῦ Θεοῦ".69 Οἱ σωματικές αἰσθήσεις τελοῦν σέ ἀπραξία, ὁ νοῦς καθαρός καί ἀθόλωτος βλέπει τά "ὑπερκείμενα τῶν ὁρατῶν" καί ἡ ἐνέργεια, ἡ λειτουργία τῆς καρδιᾶς εἶναι καθαρή. Ἡ ψυχή χαίρεται κι εὐφραίνεται μέ τή θεωρία τοῦ ὄντος καί δέχεται τήν "ἐμφάνεια τοῦ Θεοῦ".
Ἡ φράση "τῷ ὄντι", μέ τήν ὁποία ἀρχίζει τή δαψιλή περιγραφή του, εἶναι δηλωτική τῆς βεβαιότητάς του γιά ὅσα θά πεῖ. Ἡ βεβαιότητα δέ φαίνεται νά προέρχεται ἀπό βιβλική στήριξη ἤ ἀπό περιγραφή θεοπτικῆς ἐμπειρίας κάποιου ἄλλου, διότι θά τόν ἀνέφερε, ἀφοῦ τόν συνέφερε κιόλας νά πείσει τό ἀκροατήριο. Ἄρα ἡ βεβαιότητα εἶναι ἀπό τόν ἑαυτό του, εἶναι ἐσωτερική, ἐμπειρική καί ὡς τέτοια εἶναι ἀπόλυτη. Δέν αἰσθάνεται τήν ἀνάγκη ὁ ἅγιος νά τήν ἐνισχύσει μέ ἄλλο τρόπο. Στή θεοπτία τό σῶμα βρίσκεται σάν σέ ὕπνο ἤ κῶμα καί ὁ νοῦς ζεῖ μόνος μέ τόν ἑαυτό του. Ἡ ψυχή λειτουργεῖ μέ τή διάνοια καί βλέπει τό θεῖο μέ τά νοερά της μάτια. Οἱ αἰσθήσεις μένουν ἀνενεργεῖς ὡς πρός τά ὑλικά καί μόνο, ἐνῶ
Εμπειρία και Θεωρία Προσωπική στον Αγιο Γρηγόριο Νύσσης
ἐνεργοποιεῖται ἡ καρδιά καί ὁ λογισμός καί μάλιστα κατά τρόπο καθαρό, μέ πλήρη διαύγεια καρδιᾶς καί λογισμοῦ, λόγῳ τῆς ἀπάθειας τῆς ψυχῆς. Ὁ ἄνθρωπος αἰσθάνεται ἡδονή πού προέρχεται ἀπό τήν ἀπάθεια τῆς ψυχῆς του, αἰσθάνεται καί θεϊκή εὐφροσύνη, πού, ὅπως λέει ὁ Γρηγόριος Νύσσης, ξεπερνᾶ κάθε ἄλλη σωματική ἡδονή καί εἶναι καλύτερη. Ἡ ψυχή εὐφραίνεται στή θέα τοῦ Θεοῦ καί εἶναι δεκτική τῆς θείας ἐμφάνειας.
Εἶναι ἀξιοπρόσεκτο ὅτι ὁ ἅγιος Γρηγόριος στήν περιγραφή τῆς θεοπτίας δέν μᾶς περιγράφει λεπτομερῶς τό τί βλέπει ἡ ψυχή μέ τά νοερά της μάτια, ἀλλά ἀναφέρει ὅτι βλέπει τό Θεό καί κυρίως ἀναφέρει τό πῶς εἶναι ὁ ἄνθρωπος σέ αὐτή τήν πνευματική κατάσταση καί αὐτό πού αἰσθάνεται ἡ ψυχή ἀπό τήν ἐνατένιση τοῦ Θεοῦ. Παραμένει λοιπόν δογματικά συνεπής περιγράφοντας ὄχι τή θεία φύση, ἀλλά τήν ἐνέργεια τῆς ὁποίας μέτοχος γίνεται ὁ ἄνθρωπος.
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος κλείνει τό κείμενό του ἐκφράζοντας τήν εὐχή νά γίνουμε κι ἐμεῖς ἄξιοι αὐτῆς τῆς ἐμπειρίας. Αὐτό προβληματίζει κάπως, ἀφοῦ ἐμμέσως ὁμολογεῖ ὅτι δέν ἀξιώθηκε, ἀλλά θά 'θελε νά ἀξιωθεῖ τήν ἐμπειρία. Παράλληλα ὅμως, τό "τῷ ὄντι" εἶναι τόσο ἰσχυρό, ἀλλά καί ἡ περιγραφή τόσο δαψιλής καί μέ πρωτότυπα παραδείγματα
γιά νά τόν κατανοήσουν, ὥστε θεωροῦμε πώς πρόκειται γιά ἕνα τέχνασμα τοῦ λόγου, ὥστε νά κλείσει ὡραῖα ἡ ὁμιλία του. Ἄλλωστε ἡ εὐχή ἀναφέρεται καί στό ἀκροατήριο, ὥστε ὅλοι οἱ πιστοί νά ἔχουν τήν εὐλογία αὐτή, εἴτε καί ὁ ἴδιος ὁ Γρηγόριος ἄλλες φορές.
Σέ ἄλλο σημεῖο μιλᾶ γιά τήν ὡραιότητα τοῦ Θεοῦ, γιά τό θεῖο κάλλος, πού προκαλεῖ τόν ἔρωτα σέ ὅποιον ἔχει τήν πνευματική δύναμη νά τόν ἐνατενίσει.70 Το θεῖο κάλλος εἶδε καί ὁ Δαυίδ βρισκόμενος σέ μακάρια ἔκσταση.71 Ὡστόσο ὅμως, φαίνεται πώς ὁ πιστός πρέπει βιωματικά καί προσωπικά νά δεῖ αὐτό τό κάλλος, διότι εἶναι ἀδύνατο νά μεταφέρει ὁ ἕνας τήν ἐμπειρία του καί στούς ἄλλους. Δέν ὑπάρχει παράδειγμα ἀντίστοιχο στή φύση, οὔτε ξεχωριστές λέξεις γιά νά τό περιγράψουν. Ἡ ἐμπειρία πρέπει νά 'ναι μέ τά προσωπικά μάτια τοῦ καθενός καί εἶναι ἀποτέλεσμα θείας δωρεᾶς. Τό ἀποτέλεσμα τῆς ἐμπειρίας, αὐτό πού μένει, εἶναι ἡ ἀνείπωτη ἔκπληξη πού νιώθει ὁ πιστός στά βάθη τῆς συνείδησής του. Αὐτή τήν ἔκπληξη εἶχε νιώσει ὁ Γρηγόριος καί τήν κρατοῦσε καλά στήν ψυχή του. Δέ δυσκολεύεται νά ἀνιχνεύσει τή μακάρια ἔκσταση τοῦ Δαυίδ, διότι κι ὁ ἴδιος εἶχε τέτοιο βίωμα.
Προκύπτει λοιπόν ἐσωτερικά ἀπό τά ἴδια τά κείμενα ὅτι ὁ ἅγιος Γρηγόριος δέν ἀσχολήθηκε μέ τά πνευματικά θέματα μόνο θεωρητικά ὡς ἐπιστήμονας ἤ ποιμένας, ἀλλά μᾶλλον εἶχε ἐμπειρία προσωπική καί αὐτήν καταγράφει. Σέ αὐτό τό σημεῖο εἶναι χρήσιμο
. 47
νά προσέξουμε δύο παράλληλα κείμενα, ὅπου ὁ Γρηγόριος μιλάει γιά τό ἀτελεύτητο τῆς πνευματικῆς ἀνάβασης:
Α.<<Ὁρᾷς, πῶς ἀόριστος ἐστι τοῖς πρός τόν Θεόν
ἀνιοῦσιν ὁ δρόμος, πῶς τό ἀεί καταλαμβανόμενον
ἀρχή πρός τό ὑπερκείμενον γίνεται· ὅτε γάρ στάσιν
τινά τοῦ δρόμου τῆς ἐπί τά ὑψηλά πορείας διά τῶν
πρός αὐτήν εἰρημένων ἠλπίσαμεν ( τί γάρ ἄν τις μετά
τήν τῆς τελειότητος μαρτυρίαν πλέον ζητήσειεν;) τότε
βλέπομεν ἔτι ἔνδον οὖσαν αὐτήν καί οὔπω τῶν θυρῶν
ἐκτός γεγενημένην οὐδέ τῆς κατά πρόσωπον ἐμφανείας
κατατρυφήσασαν, ἀλλ' ἔτι διά τῆς ἀκοῆς πρός τήν τῶν
ἀγαθῶν μετουσίαν ὁδηγουμένην. Τοῦτο οὖν διά τῶν
εἰρημένων τό δόγμα μανθάνομεν, ὅτι πάντοτε τοῖς
ἐπί τό μεῖζον προκόπτουσιν ἁρμόδιός ἐστιν ἡ τοῦ
Ἀποστόλου φωνή ἡ λέγουσα ὅτι "εἰ τις δοκεῖ
ἐγνωκέναι τι, οὔπω ἔγνω καθώς δεῖ γνῶναι"· ἔγνω
γάρ αὐτόν ἐν τοῖς φθάσασιν ἡ ψυχή τοσοῦτον
ὅσον κατέλαβεν, ἀλλ' ἐπειδή τό μήπω κατειλημμένον
ἀπειροπλάσσιον τοῦ καταληφθέντος ἐστί, διά τοῦτο
καί ὤφθη πολλάκις τῇ ψυχῇ ὁ νυμφίος καί ὡς
μηδέπω ἐν ὀφθαλμοῖς γενόμενος ὀφθήσεται τῇ νύμφῃ
διά τῆς φωνῆς ἐπαγγέλεται.
Ὡς δ' ἄν σαφέστερον ἡμῖν τό νόημα γένοιτο, εἰκόνα
τινά δι' ὑποδείγματος προσθήσω τῷ λόγῳ· ὥσπερ γάρ
εἰ τίς πλησίον ἐκείνης γένοιτο τῆς πηγῆς, ἥν ἀναβαίνειν
εἶπεν ἐκ τῆς γῆς κατ' ἀρχάς ἡ Γραφή τοσαῦτην οὖσαν
τό πλῆθος, ὡς ἅπαν τῆς γῆς ἐπικλύζειν τό πρόσωπον,
θαυμάσει μέν ὁ τῇ πηγῇ πλησιάσας τό ἄπειρον ὕδωρ
ἐκεῖνο τό πάντοτε αὐτῆς ἀνομβροῦν τε καί προχεόμενον,
οὔ μήν εἴποι ἄν ὅλον ἑωρακέναι τό ὕδωρ ( πῶς γάρ ἄν
ἴδοι τό ἔτι τοῖς κόλποις τῆς γῆς ἐγκρυπτόμενον; ὥστε
κἄν ἐπί πολύ παραμείνῃ τῷ βρύοντι, ἀεί ἐν ἀρχαῖς
ἐστι τῆς θεωρίας τοῦ ὕδατος· οὐ γάρ παύεται τό ὕδωρ
ἀεί τε ρέον καί ἀεί τοῦ βρύειν ἀρχόμενον), οὕτως ὁ πρός
τό θεῖον ἐκεῖνο καί ἀόριστον κάλλος βλέπων, ἐπειδή
τό πάντοτε εὑρισκόμενον καινότερόν τε καί
παραδοξότερον πάντως παρά τό ἤδη κατειλημμένον
ὁρᾶται, θαυμάζει μέν τό ἀεί προφαινόμενον, οὐδέποτε
δέ ἵσταται τῆς τοῦ ἰδεῖν ἐπιθυμίας διά τό πάντως τοῦ
ἑωραμένου μεγαλοπρεπέστερόν τε καί θειότερον
εἶναι τό προσδοκώμενον.>>72.
Εμπειρία και Θεωρία Προσωπική στον Αγιο Γρηγόριο Νύσσης
Β.<<Οὐ γάρ ἐστι δυνατόν τόν ἐντός τῶν ἀδύτων τε
καί ἀθεωρήτων γενόμενον ὄμβρῳ τινί τῆς γνώσεως
ἐντυγχεῖν ἤ χειμάρρῳ, ἀλλ' ἀγαπητόν εἰ λεπταῖς
τισι καί ἀμυδραῖς διανοίαις ἐπιψεκάζοι τήν γνῶσιν
αὐτῶν ἡ ἀλήθεια διά τῶν ἁγίων τε καί θεοφορουμένων
τῆς λογικῆς σταγόνος ἀπορρεούσης. Βοστρύχους
γάρ οἶμαι τῆς τοῦ παντός κεφαλῆς ἐξηρτημένους
τροπικῶς ὀνομάζεσθαι προφήτας καί εὐαγγελιστάς
καί ἀποστόλους, ὧν ἕκαστος ὅσον ἐχώρουν ἐκ τῶν
σκοτεινῶν τε καί ἀποκρύφων καί ἀοράτων θησαυρῶν
ἀρυόμενοι ἡμῖν μέν ποταμοί γίνονται πλήρεις ὑδάτων.
Ὡς δέ πρός τήν ὄντως ἀλήθειαν δροσώδεις εἰσί
ψεκάδες, κἄν τῷ πλήθει τε καί μεγέθει τῆς διδασκαλίας
πλημύρωσιν.
Οἷος ὁ Παῦλος ἦν ποταμός ὑπέρ τόν οὐρανόν τοῖς
τῶν νοημάτων κύμασι κορυφούμενος ἕως τρίτου
οὐρανοῦ, ἕως τοῦ παραδείσου, ἕως τῶν ἀρρήτων τε καί
ἀνεκφωνήτων ρημάτων, καί διά πάσης τῆς τοιαύτης
μεγαληγορίας πελαγίζων τῷ λόγῳ δείκνυσι πάλιν
ὅτι ψεκάς τίς ἐστι δροσώδης ὁ λόγος οὗτος συγκρίσει
τοῦ ὄντως Λόγου, δι' ὧν φησιν ὅτι "ἐκ μέρους
γινώσκομεν καί ἐκ μέρους προφητεύομεν"· καί εἰ τίς
δοκεῖ ἐγνωκέναι τι, οὔπω ἔγνω καθώς δεῖ γνῶναι·
καί "ἐγώ ἐμαυτόν οὔπω λογίζομαι κατειληφέναι".>>73.
Στα δύο κείμενα εἶναι εὐδιάκριτες οἱ διαφορές (καί σέ καμία περίπτωση ἀντιφάσεις) ὡς πρός τήν ἀντιμετώπιση τοῦ ἴδιου θέματος.
Στό Α κείμενο ὁ λόγος τοῦ ἱεροῦ πατέρα ἔχει ἐνάργεια, ξεκινᾶ μέ λόγο Ἀποστολικό, προχωρεῖ προοδευτικά, καί θέτει ὑπόδειγμα ("παράδειγμα") γιά να γίνει κατανοητός. Εἶναι πολύ ἀναλυτικός καί περιγραφικός. Εἶναι πρωτότυπος στό παράδειγμα καί περιγράφει - προσδιορίζει μέ ἐπίθετα αὐτό πού ἀναλύει, δηλαδή τήν ἀνάβαση πρός τό θεῖο κάλλος (καινότερον καί παραδοξότερον, μεγαλοπρεπέστερον καί θειότερον τό προσδοκώμενον σέ σχέση μέ τό ἤδη καταληφθέν). Αὐτοί οἱ ἐπιθετικοί προσδιορισμοί, πού εἶναι πολλοί, δείχνουν πόσο κατέχει ὁ ἴδιος αὐτό πού ἀναλύει καί πόσο οἰκεῖο τοῦ εἶναι, ὥστε μέ ἄνεση καί διά πολλῶν νά τό περιγράφει, πράγμα πού μαρτυρεῖ τό μέγεθος τῆς ἐπιθυμίας του νά μεταδώσει αὐτό πού κατέχει, ὥστε νά γίνει αὐτό κτῆμα καί τῶν ὑπολοίπων. Ὁ συγκριτικός βαθμός πού χρησιμοποιεῖ δείχνει ὅτι εἶναι ἔμπειρος τῶν διαφόρων βαθμῶν τῆς
. 49
θεωρίας, ὥστε νά συγκρίνει μεταξύ τους καί δέ βρίσκεται στήν ἀρχή τῆς ἀνάβασης. Ἐντύπωση μᾶς κάνει ὅτι ἀπό τά λόγια τοῦ Ἀποστόλου ἁπλῶς ἀφορμᾶται. Ἀξιοπρόσεκτο εἶναι ὅτι χρησιμοποιεῖ συχνά τά ἐπιρήματα "πάντως", "πάντοτε", "οὐδέποτε".
Ὅλα μαρτυροῦν τή βεβαιότητα πού ἔχει ὁ ἴδιος γι' αὐτά πού λέει καί ἡ ὁποία δέν προέρχεται ἀπό βιβλικό χωρίο, χωρίς βέβαια νά εἶναι ξένη ἀπό τό λόγο τοῦ Ἀποστόλου· ὡστόσο αὐτή δέν περιέχεται στά λόγια τοῦ Παύλου μέ αὐτή τήν ἀναλυτικότητα καί καθαρότητα. Ἡ βεβαιότητα λοιπόν, πού ἔχει ὁ Γρηγόριος δέ στηρίζεται σέ ἐξωτερικά αἴτια, ἄρα πρέπει νά τήν ἀναζητήσουμε σέ ἐσωτερικά αἴτια δηλαδή ἤ σέ λογική διεργασία ἤ σέ ἐμπειρία προσωπική καί ἀποκάλυψη. Δέν υἱοθετοῦμε ὅμως τήν ἄποψη πώς μπορεῖ νά εἶναι προϊόν ἁπλῆς λογικῆς διεργασίας, διότι αὐτά τά ὁποῖα λέγονται δέν αἰτιολογοῦνται, οὔτε προκύπτουν ἀπό τά προηγούμενα, δέν ὑπάρχει κἄν στό κείμενο ἡ προσπάθεια ἀνεύρεσης τῆς ἀλήθειας, παρά πρόκειται ἐμφανέστατα γιά ἀνακοίνωση τῆς ἀλήθειας, τήν ὁποῖα ὁ Γρηγόριος δείχνει νά κατέχει καλά καί μέ βεβαιότητα. Ἡ ὅλη του προσπάθεια εἶναι στή μετάδοση τῆς ἀλήθειας καί ὄχι στήν ἀνεύρεσή της.
Διαφορετικά κινεῖται στό Β κείμενο, ὅπου χειρίζεται πάλι τό ἴδιο θέμα. Ἐκεῖ εἶναι πιό πιστός στό κείμενο, δέν κάνει μεγάλες ἀναλύσεις καί χρησιμοποιεῖ πολλά βιβλικά χωρία. Μάλιστα τά παραθέτει στό τέλος γιά νά δώσει κῦρος καί βεβαιότητα σέ αὐτά πού προηγήθηκαν. Ὁ ρόλος τῶν χωρίων ἐδῶ εἶναι διαφορετικός. Δέ χρησιμοποιοῦνται ὡς ἀφορμή γιά νά ἀνοίξει τό θέμα καί νά ἀρχίσει ἡ ἀνάλυση, ἀλλά παρατίθενται στό τέλος πρός ἐπίρρωση ὅσων λίγων προηγήθηκαν. Ἡ διαφορά εἶναι ξεκάθαρη: στό Α κείμενο ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἀφορμᾶται ἀπό τό κείμενο τῆς Γραφῆς καί προχωρεῖ παραπέρα σέ εὐρύτερη κατανόηση τῆς ἀλήθειας, ἐνῶ στό Β κείμενο ὁ συγγραφέας ἔχει ὡς τελικό ὅριό του τό κείμενο τῆς Γραφῆς καί δέν τό ξεπερνᾶ. Ἀκριβῶς ἐπειδή στό Β κείμενο λέει κάτι γνωστό, γι' αὐτό καί εἶναι σύντομος, χωρίς ἰδιαίτερη ἐνάργεια στό λόγο, χωρίς ἰσχυρά ἐπίθετα καί ἐπιρρήματα, ἐνῶ εἶναι πολύ ἀναλυτικός στό Α κείμενο, ἀφοῦ λέει κάτι καινούργιο.
Πιστεύουμε ὅτι τά παραπάνω μᾶς βοήθησαν νά διακρίνουμε πότε ὁ ἅγιος μιλᾶ ὡς ἑρμηνευτής, ὡς ποιμένας, καί πότε ὡς φορέας ἁγιοπνευματικῆς ἐμπειρίας.
Ὁ Δημήτριος Βακάρος στή μελέτη του "Μυστήριον καί ἀποκάλυψις τοῦ Θεοῦ κατά τόν ἅγιον Γρηγόριον Νύσσης", ὑποστηρίζει γιά τόν ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης ὅτι "οἱ προβαλλόμενοι ὑπ' αὐτοῦ λόγοι μετά τῶν παρουσιαζομένων εἰκόνων
Εμπειρία και Θεωρία Προσωπική στον Αγιο Γρηγόριο Νύσσης
ἀποδεικνύουν τήν πλήρη παρουσία τοῦ Θεοῦ ἐντός τῆς ψυχῆς του καί τό ὕψος τοῦ κόσμου τῶν σκέψεων εἰς τόν ὁποῖον τόν ἀναζητεῖ ἡ διάνοιά του."74
Ὁ Χρῆστος Μπούκης ἀναφέρει ὅτι "αἱ ἐκφράσεις "ἔρως τοῦ ἀνεφίκτου", "ἄπαυστος πρός τά ἄνω φορά", "ἄνοδος", "ἀνάβασις", "ἐπέκτασις", "θεωρία", "θέωσις", "γεῦσις Θεοῦ" κ.λ.π. εἶναι σύμβολα δι' ὧν ἀνακοινοῦται ἡ ἔκτακτος καί ὑψηλή μυστική αὐτοῦ (ἐνν. Γρηγορίου) ἐμπειρία καί ἡ ἀσύλληπτος ἐκείνη μακαριότης, τήν ὁποῖαν ἐλάχιστοι μεταξύ τῶν ἐκλεκτῶν ἠξιώθησαν ἀπό τοῦδε στιγμιαίως νά γευθοῦν".75
Ὁ καθηγητής Στυλιανός Παπαδόπουλος σημειώνει σχετικά μέ τό θέμα τῶν θεοπτικῶν ἐμπειριῶν στόν ἅγιο Γρηγόριο, ὅτι στό πρόσωπο αὐτοῦ συναντήθηκαν γόνιμα δύναμη γιά θεολογία καί πλούσιες θεοπτικές ἐμπειρίες.76 Σέ ἄλλο σημεῖο ὑπογραμμίζει ὅτι ἡ δημιουργικότητα πού διακρίνει τό ἔργο τοῦ ἁγίου, ὁρίζεται μεταξύ ἄλλων ἀπό τίς ἔντονες θεῖες ἐμπειρίες του.77
Διαπιστώνεται λοιπόν ὅτι οἱ παραπάνω ἐρευνητές τοποθετοῦνται θετικά στό ἐρώτημα ἐάν ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης εἶχε προσωπικές θεοπτικές ἐμπειρίες. Ἡ μελέτη τῶν κειμένων τοῦ ἁγίου πού προηγήθηκε, ὁδηγεῖ ἐπίσης στήν ἴδια τοποθέτηση.
. 51
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἔζησε σέ ἀναπτυγμένο πνευματικά περιβάλλον. Δέχτηκε θετική ἐπιρροή ἀπό τά ἀδέλφια του Μέγα Βασίλειο καί Μακρίνα καί ἀναδείχτηκε σέ πνευματικό πατέρα. Προσέβλεπε στόν πνευματικό βίο, ὥστε νά ἀποβεῖ καί πνευματικός ὁδηγός.
Ἡ νηπτική ὁρολογία του μαρτυρεῖ τήν ἰδιαίτερη προσωπική σχέση του μέ τό Θεό. Αἰσθάνεται ὅτι γίνεται ἕνα μέ τό Θεό (συζυγία), ὅτι εἶναι ὁ Θεός μέσα του (ἐνοίκηση), ὅτι ἑνώνεται μέ τή θεία ἐνέργεια (κοινωνία), ὁπότε καί γίνεται κοινωνός τῶν θείων ἀρετῶν. Ἡ ἕνωση εἶναι πραγματική, ὅπως πραγματική εἶναι ἡ ἕνωση (ἀνάκραση) τῶν δύο φύσεων στό ἑνιαῖο πρόσωπο τοῦ Λόγου.
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος χρησιμοποιεῖ τήν ἱστορική θεωρία, πού εἶναι ἡ κατά γράμμα ἑρμηνεία τοῦ κειμένου, καί τήν τροπική ἤ κατ' ἀναγωγήν θεωρία, πού εἶναι ἡ ἀναζήτηση τῆς ἄϋλης καί πνευματικῆς ἑρμηνείας πίσω ἀπό τίς λέξεις. Ἡ κατ' ἀναγωγήν θεωρία ὡς ἑρμηνευτική μέθοδος προϋποθέτει τήν ἐμπειρία τῆς θεωρίας-θεοπτίας. Στήν παροῦσα μελέτη ἐρευνᾶται τό πρόβλημα ἐάν ἡ θεωρία εἶναι προσωπικό βίωμα πού ἀποτελεῖ θεῖο δῶρο στόν κατάλληλα προετοιμασμένο πιστό. Ἀπό ὅσα γράφει σχετικά ὁ ἅγιος Γρηγόριος διαπιστώνεται ὅτι ἡ θεωρία εἶναι ἐμπειρία προσωπική καί θεοπτική, εἶναι θέωση, στήν ὁποία μετέχει ὁ ὅλος ἄνθρωπος, ἐπεκτεινόμενος διαρκῶς. Ἐπίσης ἐξετάζεται τό θέμα ἄν ἡ θεωρία-θεοπτία ἔχει τέλος καί προκύπτει ὅτι δέν ὑπάρχει τέλος καί κορεσμός, ἀλλά διαρκής πρόοδος, προκοπή στή θεοπτική ἐμπειρία κι εὐρύτερη κατανόηση τῆς θείας πραγματικότητας.
Στό ἐρώτημα πῶς βιώνεται ἡ θεοπτία, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἀπαντᾶ περιγράφοντας μέ λεπτομέρεια τό γεγονός αὐτό. Πρῶτα ὁ ἄνθρωπος αἰσθάνεται τήν ἐπιθυμία τοῦ Θεοῦ, κι ἐξαιτίας αὐτῆς τῆς ἐπιθυμίας ἀπομακρύνεται ἀπό τά γήινα, ἀπό ὅ,τι ὑλικό, ἀπό ὅ,τι εἶναι μή θεϊκό.Ἔτσι σιγά σιγά προσεγγίζει τό Θεό ἤ ὀρθότερα προσεγγίζεται ἀπό τό Θεό, ἀφοῦ αἵρονται τά ἐμπόδια τῆς ἁμαρτίας. Ὁ ἄνθρωπος μέ τή θεία χάρη διαρκῶς ἐπεκτείνεται καί ὑπερβαίνει τά ὅρια τῆς ἀνθρώπινης φύσης του, ὁπότε σιγά σιγά θεώνεται. Ἔχει αἴσθηση παρουσίας τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία καί παγιώνεται-βεβαιώνεται μέ τήν ἔλλαμψη τοῦ θείου φωτός. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος παραδέχεται τή δυνατότητα θεάσεως τοῦ Θεοῦ ὡς φῶς, τό ὁποῖο καί ἀλλοιώνει πνευματικά τόν ἄνθρωπο, τοῦ μεταδίδει δηλαδή τίς θεῖες ἀρετές. Τό ἀποτέλεσμα εἶναι ἡ ἕνωση τοῦ ἀνθρώπου μέ τό Θεό, ἡ μετοχή στίς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ.
Εμπειρία και Θεωρία Προσωπική στον Αγιο Γρηγόριο Νύσσης
Ὁ ἴδιος ὁ Γρηγόριος ἔζησε τό γεγονός τῆς θεοπτίας καί εἶχε ὁ ἴδιος προσωπικά ἐμπειρία θεοπτική, ὅπως συνάγεται ἀπό τό ὅτι:
α) εἶχε μέσα του ἐκκαίουσα τήν ἐπιθυμία Θεοῦ,
β) περιγράφει τό γεγονός τῆς θεωρίας μέ λεπτομέρειες, χωρίς ἐνίοτε νά στηρίζεται σέ εἰκόνες τῆς Γραφῆς, ἤ νά δηλώνει ὅτι μεταφέρει τήν ἐμπειρία ἄλλου,
γ) δέν ἐπιμένει σέ θεωρητική ἀνάλυση τῆς ἀλήθειας τῆς ἐμπειρίας καί στό ἀποτέλεσμα τῆς θεοπτικῆς ἐμπειρίας, ἀλλά στή διαδικασία της καί στό πῶς εἶναι καί αἰσθάνεται ὁ ἄνθρωπος κατά τή διάρκειά της (πρᾶγμα, πού δέ γνωρίζει ὅποιος δέν τό ἔχει βιώσει),
δ) παρακολουθεῖ τίς θεοπτικές ἐμπειρίες ἄλλων θεοφόρων ἀνδρῶν (ὅπως τοῦ Μωϋσῆ, τοῦ Δαυίδ, τοῦ πρωτομάρτυρα Στέφανου, τοῦ ἀποστόλου Παύλου) καί εἶναι σέ θέση νά τίς κατανοεῖ μέ εὐχέρεια,
ε) συχνά προτείνει γιά ἕνα βιβλικό κείμενο τήν προσωπική του ἑρμηνεία πού εἶναι προϊόν φωτισμοῦ του κι ὄχι δανεισμοῦ ἤ διανοητικῆς διεργασίας,
στ) χρησιμοποιεῖ πολλά βεβαιωτικά, ὅταν μιλάει γιά πνευματικές καταστάσεις καί
ζ) φαίνεται ἀπό τό ὕφος του, τήν ἀμεσότητα καί τή λεπτομερή περιγραφή ὅτι μιλάει βιωματικά, ἐνῶ ἄλλοτε γιά τό ἴδιο θέμα μιλάει πιό ἐπιφανειακά, ἐξωτερικά, χρησιμοποιώντας τή μαρτυρία τῆς Γραφῆς ἤ ἄλλων ἤ καί ἐπιχειρήματα λογικά.
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης εἶχε ἐμπειρία καί θεωρία προσωπική, πού ἦταν ἡ συνάντησή του μέ τό Θεό καί ἡ ἀδιάκοπη ἀλλοίωσή του πρός Ἐκεῖνον.
. 53
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ.
1. Bohm Th., Theoria- Unendlichkeit- Aufstig, Philosophische Implikattionen zu De Vita Moysis von Gregor von Nyssa, σ. 80
2. Bohm Th., ἔνθ. ἀνωτ., σ. 85-86.Βλ. Ἀριστοτέλους, Μεταφυσικά, 1074b, 33-35.
3. Τζαβάρα Γιάννη, Πλωτίνος, Ἐννεάδων Βιβλία 30-33, σ. 27.
4. Κλήμεντος Ἀλεξανδρέως, Στρωματεῖς Ζ 3: ΒΕΠΕΣ 8, 249.
5. Ἔνθ. ἀνωτ., Ζ 7. ΒΕΠΕΣ 8, 251.
6. Ἔνθ. ἀνωτ., Ζ 10. ΒΕΠΕΣ 8, 252.
7. Ἔνθ. ἀνωτ., Ζ 3. ΒΕΠΕΣ 8, 249.
8. Μ. Βασιλείου, Εἰς τήν Ἑξαήμερον: ΒΕΠΕΣ 51, 190.
9. Μ. Βασιλείου, Περί τοῦ ἁγίου Πνεύματος: Pruche B., Basile de Cesaree.Sur le Saint, Esprit, ἔκδ. 2η εἰς Sources Chretiennes 17 bis, (26, 309), 22, 53. ΒΕΠΕΣ 52, 277.
10. Γρηγορίου Θεολόγου, Κατά Ἰουλιανοῦ βασιλέως στηλιτευτικός πρῶτος: ΒΕΠΕΣ 58, 329.
11. Γρηγορίου Θεολόγου, Περί δόγματος καί καταστάσεως ἐπισκόπων: ΒΕΠΕΣ 59, 147.
12. Γρηγορίου Θεολόγου, Ἔπη ἱστορικά, περί τῶν ἑτέρων: ΒΕΠΕΣ 62, 258.
13. Εὐαγρίου Ποντικοῦ, Περί τῶν ὀκτώ πνευμάτων τῆς πονηρίας: ΒΕΠΕΣ 79, 59.
14. Εὐαγρίου Ποντικοῦ, Περί λογισμῶν: ΒΕΠΕΣ 79, 47.
15. Εὐαγρίου Ποντικοῦ, Ἑρμηνευτικά σχόλια εἰς τάς Παροιμίας: ΒΕΠΕΣ 79, 355.
Εμπειρία και Θεωρία Προσωπική στον Αγιο Γρηγόριο Νύσσης
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α
1. Γρηγορίου Νύσσης, Ἐπιστολή στό σοφιστή Λιβάνιο: Pasqualli, G., Gregorii Nysseni opera, 8.2, σ. 4. ΒΕΠΕΣ 70,38.
2. Γρηγορίου Νύσσης, Ἐπιστολή πρός Ἰωάννη, ἔνθ' ἀνωτ., σ. 6. ΒΕΠΕΣ 70,49.
3. Γρηγορίου Νύσσης, Ἐπιστολή πρός Πέτρο Σεβαστείας, ἔνθ' ἀνωτ., σ. 4. ΒΕΠΕΣ 70, 64.
4. Γρηγορίου Νύσσης, Ἐπιστολή πρός Ἀβλάβιο, ἔνθ' ἀνωτ., σ. 2. ΒΕΠΕΣ 70, 55.
5. Γρηγορίου Νύσσης, Κανονική Ἐπιστολή πρός Λητόιο, ΒΕΠΕΣ 68, 445.
6. Γρηγορίου Νύσσης, Περί τοῦ μή οἴεσθαι λέγειν τρεῖς θεούς πρός Ἀβλάβιον: Muller F., Gregorii Nysseni opera 3.1, σ. 37. ΒΕΠΕΣ 68, 171.
7. Muhlenberg E., Die philosophische Bildung Gregors von Nyssa in dem Buchern Contra Eunomium, εἰς Harl Marguerite, Ecriture et Culture Philosophique dans la pansee de Gregoire de Nysse, σ. 244.
8. Dunzl F., Braut und Brautigam, σ. 346.
9. Geyer Β., Die Patristische und Scholastische Philosophie, σ. 84 .
10. Cherniss F. Η., The Platonism of Greg. of Nyssa, σ. 62.
11.Ἔνθ' ἀνωτ., σ. 11.
12. Δημητρακόπουλου Γιάννη, Φιλοσοφία καί Πίστη κατά τόν Γρηγόριο Νύσσης, σ. 166.
13. Bohm Thomas, Theoria-Unendlichkeit-Aufstieg, σ. 102.
14. <<...ἀνάγκη πᾶσα πρός ὅ τις ὁρᾷ, τούτου τήν μορφήν ἀναλαμβάνειν διά τοῦ ὀφθαλμοῦ κατόπτρου... Ἡ δέ τοιαύτη ζωή τῇ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος χάριτι καταμορφοῦται.>> (Γρηγορίου Νύσσης, Ἐξήγησις τοῦ Ἄσματος τῶν ἀσμάτων: Η. Langerbeck, Gregorii Nysseni opera, 6, σ. 6. ΒΕΠΕΣ 66, 208).
15. <<Μωϋσῆς τε ἐκεῖνος καί ὁ κατ' ἐκεῖνον ...διά τῆς ἄνωθεν γινομένης φωταγωγίας δυναμωθῇ τήν ψυχήν, ζημίαν ἡγεῖται τό μή καί τοῖς ὁμογενέσι πρός τόν ἐλεύθερον καθηγήσασθαι βίον.>> (Γρηγορίου Νύσσης, Περί ἀρετῆς, ἤτοι εἰς τόν βίον Μωυσέως: H. Musurillo, Gregorii Nysseni opera, 7, σ. 60. ΒΕΠΕΣ 65α, 127).
16. <<Ὁ τοίνυν ἑαυτόν τε τῷ ἐπιφανέντι φωτί δυναμώσας... θαρρῶν τῷ λαῷ τούς ὑπέρ τῆς ἐλευθερίας προσάγει λόγους... βοώσης σοι τοῦτο τῆς ἱστορίας μή ἐπιτολμᾶν ἐν διδασκαλίᾳ τῇ συμβουλῇ τῶν ἀκουόντων, εἰ μή διά τοιαύτης καί τοσαύτης ἐπιμελείας ἡ περί τούτου κατορθωθείη σοι δύναμις.>>. (Ἔνθ' ἀνωτ. σ. 48-49. ΒΕΠΕΣ 65α, 120-121).
17. <<... ὁ δέ πρός μόνον τό θεῖον ὀξυωπῶν τυφλός ἐν τοῖς ἄλλοις πᾶσίν ἐστι>>. (Γρηγορίου Νύσσης, Ἐξήγησις τοῦ Ἄσματος τῶν
. 55
ἀσμάτων: Η. Langerbeck, Gregorii Nysseni opera 6 σ. 258. ΒΕΠΕΣ 66, 227).
18. <<Μανθάνομεν γάρ διά τούτων τό μή δεῖν πλή τοῦ Θεοῦ μηδέν ἐν ἑαυτῷ ἔχειν μηδέ πρός ἄλλο τι βλέπειν τήν κεκαθαρμένην ψυχήν, ἀλλ' οὕτως ἑαυτήν ἐκκαθᾶραι παντός ὑλικοῦ πράγματός τε καί νοήματος, ὡς ὅλην διόλου μετατεθεῖσαν πρός τό νοητόν τε καί ἄϋλον ἐναργεστάτην εἰκόνα τοῦ ἀρχετύπου κάλλους ἑαυτήν ἀπεργάσασθαι.>> (Ἔνθ. ἀνωτ. σ. 439. ΒΕΠΕΣ 66, 312).
19. <<...ὅπερ ἐστίν ἡ τῆς ὑλικῆς ζωῆς ὑπεροψία πάντων τῶν τῇδε σπουδαζομένων ... ἀνενεργήτων τε καί νεκρῶν.>> ( Ἔνθ' ἀνωτ. σ. 442. ΒΕΠΕΣ 66, 313).
20. <<... τά ὀνειρώδη ταῦτα φαντάσματα· αἱ ἀρχαί, οἱ πλοῦτοι, αἱ δυναστεῖαι, ὁ τῦφος, ἡ διά τῶν ἡδονῶν γοητεία, τό φιλόδοξον... οὔτε ὄντα ὅπερ νομίζεται οὔτε... πρός τό διηνεκές παραμένοντα, ἀλλ' ὀμοῦ γίνεσθαί τε δοκοῦντα καί ἀπολλύμενα... ἀβέβαιον εἰς διαμονήν ἔχει τόν ὄγκον. ... Ὡς ἄν οὖν ἔξω τῶν τοιούτων γένοιτο φαντασμάτων ἡμῖν ἡ διάνοια.>> (Ἔνθ' ἀνωτ. σ. 316-317. ΒΕΠΕΣ 66, 254).
21. <<...ἀναμένομεν δέ τήν ἀληθινήν ἐν ἡμῖν φανερωθῆναι ζωήν, ἥτις ἐστίν ὁ Χριστός, ὥστε καί ἡμᾶς ἐν δόξῃ φανερωθῆναι μεταποιηθέντας πρός τό θειότερον ... ὡς ἀποθανόντες τῷ σώματι... εἰς δέ τήν πνευματικήν μεταστοιχειωθέντες φύσιν.>> (Ἔνθ' ἀνωτ. σ. 262. ΒΕΠΕΣ 66, 229).
22. <<... ὁ ἐκτός γενέσθαι τοῦ πονηροῦ θέλων, ἐξ ἀνάγκης τοῦ κόσμου ἑαυτόν ἀποικίσει.... οὗ ρυσθείημεν χάριτι τοῦ Χριστοῦ... ἅμα τῷ Πατρί καί τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι.>> (Γρηγορίου Νύσσης, Εἰς τήν προσευχήν: Ohler F., Gregor’ s Bischof’ s von Nyssa Abhandlung von der Erschaffung des Menschen und funf Reden auf das Gebet, σ. 312. ΒΕΠΕΣ 66, 368).
23. <<...ἐλθέτω ἐφ' ἡμᾶς τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, καί καθαρισάτω ἡμᾶς, καί ποιήσειε δεκτικούς τῶν ὑψηλῶν τε καί θεοπρεπῶν νοημάτων.>> (Ἔνθ. ἀνωτ. σ. 266. ΒΕΠΕΣ 66, 350).
24. <<...νηστείας καί προσευχῆς καί ἀγρυπνίας... δι' ὧν ἐφέλκεται τό Πνεῦμα.>> (Γρηγορίου Νύσσης, Περί τοῦ κατά Θεόν σκοποῦ καί τῆς κατά ἀλήθειαν ἀσκήσεως, W. Jaeger, Gregorii Nysseni opera 8. 1, σ. 84. ΒΕΠΕΣ 70, 93).
25. Γρηγορίου Νύσσης, Εἰς τήν προσευχήν: Ohler F., Gregor’ s Bischof’ s von Nyssa Abhandlung von der Erschaffung des Menschen und funf Reden auf das Gebet, σ. 292. ΒΕΠΕΣ 66, 329.
26.Ἔνθ' ἀνωτ.
27. Σωτηροπούλου Γ. Χαραλάμπους, Θέματα ἀσκητικῆς ζωῆς εἰς τά "κεφάλαια ἀγάπης" τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ ὁμολογητοῦ, σ. 198.
Εμπειρία και Θεωρία Προσωπική στον Αγιο Γρηγόριο Νύσσης
28. Γρηγορίου Νύσσης, Ἐγκώμιον εἰς τόν ὅσιον πατέρα ἡμῶν Ἐφραίμ: PG 46, 825. ΒΕΠΕΣ 70, 111.
29. Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Εἰς τό κατά Ματθαῖον, ὁμ. ΙΣΤ : PG 57, 254.
30. Μεγάλου Βασιλείου, Ὅροι κατά πλάτος, ΛΖ 2: PG 31, 1012. ΒΕΠΕΣ 53, 196.
31. <<Νηστεία θεμέλιος ἀρετῆς.>>(Γρηγορίου Νύσσης, Περί εὐποιίας: Adrianus van Heck, Gregorii Nysseni, Opera, Sermones, De Beneficentia, 9, 95. ΒΕΠΕΣ 69, 149).
32.Ἔνθ' ἀνωτ.
33.Ἔνθ' ἀνωτ.
34.Ἔνθ' ἀνωτ.
35.Ἔνθ' ἀνωτ., σ. 150.
36. Γρηγορίου Νύσσης, Ἐγκώμιον εἰς τόν ὅσιον πατέρα ἡμῶν Ἐφραίμ: PG 46, 825. ΒΕΠΕΣ 70, 111.
37. <<...μή μόνον ἐν τῇ ψυχῇ τάς ἀρετάς ἐν ἕξει κατορθοῦσθαι κατά τό ἄδηλον, ἀλλά μηδέ τῆς κατά τό φαινόμενον εὐσχημοσύνης ἀμελῶς ἔχειν· καί Θεῷ μέν πεφανερῶσθαι, ἀνθρώποις δέ πείθειν καί μαρτυρίαν καλήν ἔχειν ἀπό τῶν ἔξωθεν καί λάμπειν τοῖς φωτεινοῖς ἔργοις ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων.>> (Γρηγορίου Νύσσης, Ἐξήγησις τοῦ Ἄσματος τῶν ἀσμάτων: Η. Langerbeck, Gregorii Nysseni opera, 6, σ. 112. ΒΕΠΕΣ 66, 159).
38. <<Φασί γάρ τινα τῶν θαυματοποιῶν ἀσκήσαντα πίθηκον... περιθεῖναι δέ αὐτῷ πρόσωπον... δεῖξαι τοῖς προσκεχηνόσι τῷ θεάματι ἄνθρωπον ὄντα τόν πίθηκον....ῥῖψαι... ἀμύγδαλα, ἐκλαθόμενον τῆς τε ὀρχήσεως... ἐπιδραμεῖν τε αὐτοῖς καί ταῖς τῶν χειρῶν παλάμαις ἐγκρατεῖν τά εὑρισκόμενα... ῥαδίως εἰς ἔλεγχον τάς πιθηκώδεις ψυχάς, οἵ διά μιμήσεως ἐσχηματισμένης τόν Χριστιανισμόν ὑποκρίνονται.>> (Γρηγορίου Νύσσης, Πρός Ἁρμόνιον, Περί τοῦ τί τό τοῦ χριστιανοῦ ἐπάγγελμα :W. Jaeger, Gregorii Nysseni opera 8. 1, σ. 132. ΒΕΠΕΣ 69, 69).
39.W. Porzig, Das Wunder der Sprache, σ. 214.
40.Μπούκη Χρ., Ἡ γλώσσα τοῦ Γηγορίου Νύσσης ὑπό τό φῶς τῆς φιλοσοφικῆς ανάλυσης, σ. 173-174.
41. Σκουτέρη Β. Κων/νου, "Μετεωροπορεῖν" καί "συμμμετεωροπορεῖν" παρά τῷ ἁγίῳ Γρηγορίῳ Νύσσης, σ. 19.
42. <<Οὗτοι δ' ἄν εἶεν ἤ τά λειτουργικά πνεύματα, δι' ὧν οἱ ἄνθρωποι σώζονται, ἤ οἱ προφῆται οἱ ἅγιοι, οἵ τῆς φωνῆς τοῦ νυμφίου ἀκούοντες χαίρουσι τε καί ἀγάλλονται τῆς ἀκηράτου συζυγίας ἁρμοζομένης, δι' ἧς ἡ κολλωμένη τῷ Κυρίῳ ψυχή ἕν Πνεῦμα γίνεται, καθώς φησίν ὁ Ἀπόστολος.>> (Γρηγορίου Νύσσης, Ἐξήγησις τοῦ Ἄσματος τῶν ἀσμάτων: Η. Langerbeck, Gregorii Nysseni opera, 6, σ. 24. ΒΕΠΕΣ 66, 117). <<Πῶς γάρ ἄν ἐχώρησε
. 57
θνητή καί ἐπίκηρος φύσις τῇ ἀκηράτῳ καί ἀπροσίτῳ συζυγίᾳ συναρμοσθῆναι εἰ μή τοῖς ἐν σκότῳ ζῶσιν ἡμῖν ἡ σκιά τοῦ σώματος πρός τό φῶς ἐμισίτευσεν;>> (Ἔνθ' ἀνωτ. σ.108. ΒΕΠΕΣ 66, 157).
43. <<Ἴδιον τῆς ἀγγελικῆς ἐστί φύσεως, τό ἀπηλλάχθαι τῆς γαμικῆς συζυγίας, μηδέ πρός ἄλλο τι κάλλος μετεωρίζεσθαι, ἀλλ' εἰς τό θεῖον πρόσωπον διαρκῶς ἀτενίζειν.>> (Μεγάλου Βασιλείου, Λόγος 13 ἀσκητικός (ἀμφιβαλλόμενο): PG 31, σ. 873. ΒΕΠΕΣ 53, 379).
44. <<Μετά δέ ταῦτα νυμφοστολεῖν ἄρχεται τό νέον πρός τήν τοιαύτην συνοίκησιν...>> (Γρηγορίου Νύσσης, Ἐξήγησις τοῦ Ἄσματος τῶν ἀσμάτων, Η. Langerbeck, Gregorii Nysseni opera, 6, σ. 21. ΒΕΠΕΣ 66, 115).
45. <<...καί πᾶσαν καταληπτικήν ἔφοδον καταλιποῦσα τῇ πίστει εὗρον τόν ἀγαπώμενον καί οὐκέτι μεθήσω ἕως ἄν ἐντός γένηται τοῦ ἑμοῦ ταμιείου. Καρδία δέ πάντως τό ταμιεῖόν ἐστιν, ἥ τότε γίνεται δεκτική τῆς θείας αὐτοῦ ἐνοικήσεως, ὅταν ἐπανέλθῃ πρός τήν κατάστασιν ἐκείνην, ἐν ᾗ τό κατ' ἀρχάς ἦν ὅτε ἐπλάσθη ὑπό τῆς συλλαβούσης.>> (Ἔνθ' ἀνωτ. σ. 183. ΒΕΠΕΣ 66, 192- 193).
46. <<Πολυτρόπως γάρ ὁ Θεός ἐν τοῖς ἀξίοις ἑαυτοῦ γίνεται, καθώς ἄν ἕκαστος ἔχῃ δυνάμεώς τε καί ἀξίας οὕτως ἐν ἑκάστῳ γινόμενος. >> (Ἔνθ' ἀνωτ., σ. 206. ΒΕΠΕΣ 66, 203).
47. <<... εἴτε καί ἐν ἡμῖν γένοιτο ὁ ἐνοικῶν τε καί ἐμπεριπατῶν καί ἐπί τά βάθη τῆς ψυχῆς ἡμῶν διαδυόμενος, οὐδέν διαφέρει κατά τήν ἔννοιαν... Ταυτόν... καθέδρα τε καί ἀνάκλισις... τό ἴσον ἡ χάρις ἔχει.>> (Ἔνθ' ἀνωτ. σ. 84. ΒΕΠΕΣ 66, 145-146).
48. <<Ἡ οὖν τῶν μακαρισμῶν μετουσία οὐδέν ἄλλο εἰ μή θεότητος κοινωνία ἐστί, πρός ἥν ἡμᾶς ἀνάγει διά τῶν λεγομένων ὁ Κύριος.>> (Γρηγορίου Νύσσης, Εἰς τούς Μακαρισμούς, ΒΕΠΕΣ 66, 399). <<Ἔπειτα δέ οὐ θεατάς μόνον τῆς θείας δυνάμεως, ἀλλά καί κοινωνούς ἀπεργάζεται καί εἰς συγγένειαν ...>> (Γρηγορίου Νύσσης, Εἰς τήν προσευχήν, Ohler F., Gregor’ s Bischof’ s von Nyssa Abhandlung von der Erschaffung des Menschen und funf Reden auf das Gebet, σ. 228. ΒΕΠΕΣ 66, 337).
49."... τήν μεγαλειότητα τοῦ Θεοῦ εἰδέναι λέγομεν καί τήν δύναμιν καί τήν σοφίαν... οὐκ αὐτήν τήν οὐσίαν... Ἀλλ' αἱ μέν ἐνέργειαι ποικίλαι, ἡ δέ οὐσία ἁπλῆ. Ἡμεῖς δέ ἐκ τῶν ἐνεργειῶν γνωρίζειν λέγομεν τόν Θεόν ἡμῶν, τῇ δέ οὐσίᾳ αὐτοῦ προσεγγίζειν οὐχί ὑπισχνούμεθα αἱ μέν γάρ ἐνέργειαι αὐτοῦ πρός ἡμᾶς καταβαίνουσιν, ἡ δέ οὐσία αὐτοῦ μένει ἀπρόσιτος." (Μεγάλου Βασιλείου, Ἐπιστολή 234, Πρός Ἀμφιλόχιον, PG 32, 868CD- 869AB.ΒΕΠΕΣ 55,283).
Εμπειρία και Θεωρία Προσωπική στον Αγιο Γρηγόριο Νύσσης
50. <<...δι' ἧς καί τάς λοιπάς ἀρετάς αἰτούμεθα παρά τοῦ Θεοῦ ᾧ κοινωνεῖ καί συνάπτεται δι' ἁγιότητος μυστικῆς καί πνευματικῆς ἐνεργείας καί διαθέσεως ἀρρήτου ὁ τῇ εὐχῇ προσκαρτερῶν.>> ( Γρηγορίου Νύσσης, Περί τοῦ κατά Θεόν σκοποῦ καί τῆς κατά ἀλήθειαν ἀσκήσεως: W. Jaeger, Gregorii Nysseni opera, 8. 1, σ.78. ΒΕΠΕΣ 70, 91).
51. <<Πολλαί γάρ εἰσίν αἱ σωτηρίας ὁδοί, πᾶσαι φέρουσαι πρός Θεοῦ κοινωνίαν.>> (C. Jungck, Gregor von Nazianz., De vita sua, γρ.1226. ΒΕΠΕΣ 62, 68).
52. <<...καταβῆναι δεῖ Θεόν πρός ἡμᾶς...τό δέ ἡμᾶς ἀναβῆναι, καί οὔτω γενέσθαι κοινωνίαν Θεοῦ πρός ἀνθρώπους.>> (Γρηγορίου Θεολόγου, Εἰς τήν Πεντηκοστήν, PG 36, 445. ΒΕΠΕΣ 60, 117).
53.<<...τήν προσκόλλησιν τῶν δύο εἰς ἑνός σώματος κοινωνίαν τό μέγα μυστήριον εἶναι λέγειν τῆς τοῦ Χριστοῦ πρός τήν Ἐκκλησίαν ἑνώσεως... κλίνην τήν πρός τό θεῖον κοινωνίαν ὠνόμασεν.>> (Γρηγορίου Νύσσης, Ἐξήγησις τοῦ Ἄσματος τῶν ἀσμάτων: Η. Langerbeck, Gregorii Nysseni opera, 6, σ.108. ΒΕΠΕΣ 66, 157).
54. <<Μία γάρ τῇ φύσει ἡ καθαρότης ἥ τε ἐν τῷ Χριστῷ καί ἡ ἐν τῷ μετέχοντι θεωρουμένη, ἀλλ' ὁ μέν πηγάζει, ὁ δέ μετέχων ἀρύεται, μετάγων ἐπί τόν βίον τό ἐν τοῖς νοήμασι κάλλος.>> (Γρηγορίου Νύσσης, Περί τελειότητος: W. Jaeger, Gregorii Nysseni opera ascetica 8.1, σ. 212. ΒΕΠΕΣ 69, 93-94).
55. <<Τό δέ παντός ἀνενδεές ἑτέρου, τό μόνον ὀρεκτόν καί παρά παντός μετεχόμενον καί ἐν τῇ μετουσίᾳ τῶν μετεχόντων οὐκ ἐλαττούμενον.>> (Γρηγορίου Νύσσης, Περί ἀρετῆς, ἤτοι εἰς τόν βίον Μωυσέως: H. Musurillo, Gregorii Nysseni opera, 7, σ.40. ΒΕΠΕΣ 65α, 116).
56. <<...ὁ τήν ἀληθῆ μετιών ἀρετήν οὐδέν ἕτερον ἤ Θεοῦ μετέχει· διότι αὐτός ἐστιν ἡ παντελής ἀρετή.>> (Ἔνθ' ἀνωτ. σ. 4. ΒΕΠΕΣ 65α, 94).
57. <<Ἐπειδή δέ αὐτοσοφία ὁ Χριστός ἐστί, σοφόν ἐροῦμεν τόν κατά μετοχήν Χριστοῦ, καθ' ὅ σοφία ἐστί τετελειωμένον.>> (Μεγάλου Βασιλείου, Ἑρμηνεία εἰς τόν προφήτην Ἠσαίαν (ἀμφιβαλλόμενο), P Trevisan, San Basilio, Commentato al Profeta Isaia, 176. ΒΕΠΕΣ 56, 180). <<Τό γάρ μή φθείρεσθαι Θεοῦ μετέχειν ἐστίν, ὥσπερ τό φθείρεσθαι βίου μετουσία.>> (Μεγάλου Βασιλείου, Ἐπιστολαί: Y. Courtone, Saint Basile Lettres, 3, 1. ΒΕΠΕΣ 55, 389).
58. <<...λαμπρός τε καί φωτοειδής ἐν τῇ μετουσίᾳ τοῦ ἀληθινοῦ φωτός καταστήσεται.>> (Γρηγορίου Νύσσης, Περί παρθενίας:M. Aubineau, Gregori de Nysse. Traite de la virginite ἐν Sources Chretiennes 119, κεφ. 11, 4. ΒΕΠΕΣ 69, 40).
. 59
59. <<...ἡ δέ παράκλησις ἐκ τῆς τοῦ Παρακλήτου μετουσίας γίνεται.>> (Γρηγορίου Νύσσης, Εἰς τούς Μακαρισμούς, ΒΕΠΕΣ 66, 389).
60. <<Παντός γάρ ἐναρέτου βίου τέλος ἡ τοῦ Θεοῦ μετουσία γίνεται...>> (Γρηγορίου Νύσσης, Ἐξήγησις τοῦ Ἄσματος τῶν ἀσμάτων: Η. Langerbeck, Gregorii Nysseni opera, 6, σ. 280. ΒΕΠΕΣ 66, 237).
61. Balas L. D., Informations sur les travaux en cours, εἰς Harl Marguerite, Ecriture et Culture Philosophique dans la pansee de Gregoire de Nysse, σ. 78.
62. <<Τό δέ ἀπειρόκακον νήπιον μηδεμιᾶς νόσου τῶν τῆς ψυχῆς ὀμμάτων πρός τήν τοῦ φωτός μετουσίαν ἐπιπροσθούσης, ἐν τῷ κατά φύσιν γίνεται...>> (Γρηγορίου Νύσσης, Περί τῶν νηπίων πρό ὥρας ἀφαρπαζομένων: H. Ηοrner, Gregorii Nysseni opera, 3.2, σ. 82. ΒΕΠΕΣ 68, 310). <<...εἴ τις ἀληθῶς εἴη Θεοῦ ναός μηδέν κακίας εἴδωλον καί ἀφίδρυμα ἐν ἑαυτῷ περιέχων, οὗτος ὑπό τοῦ μεσίτου πρός μετουσίαν τῆς θεότητος παραληφθήσεται, καθαρός γενόμενος πρός τήν ὑποδοχήν τῆς αὐτοῦ καθαρότητος.>> (Γρηγορίου Νύσσης, Περί τελειότητος: W. Jaeger, Gregorii Nysseni opera ascetica 8.1 σ. 205. ΒΕΠΕΣ 69, 70).
63. <<...ἀνάγκη πᾶσα καί ἐπί τῆς τοῦ Θεοῦ μετουσίας εἶναί τι συγγενές πρός τό μετεχόμενον ἐν τῇ φύσει τοῦ ἀπολαύοντος.>> (Γρηγορίου Νύσσης, Περί τῶν νηπίων πρό ὥρας ἀφαρπαζομένων, H. Ηοrner, Gregorii Nysseni opera 3.2, σ. 79. ΒΕΠΕΣ 68, 308).
64. Balas L. D., Informations sur les travaux en cours, ἔνθ.' ἀνωτ., σ. 78.
65. <<...διψῇ τῆς τοῦ Θεοῦ μετουσίας πλέον ἤ καθ' ὅσον ποθεῖ τάς πηγάς τῶν ὑδάτων ἡ ἔλαφος.>> (Γρηγορίου Νύσσης, Εἰς τάς ἐπιγραφάς τῶν ψαλμῶν: J. Mc Donough, S.J. Gregorii Nysseni, In inscriptiones Psalmorum, σ. 40. ΒΕΠΕΣ 66, 21).
66.ΒΕΠΕΣ 65 (ὅπου εἱσαγωγή στό Γρηγόριο Νύσσης ὑπό Ἠλία Μουτσούλα) σ. 468.
67. Langerbeck, H., Zur Interpretation Gregorς von Nyssa.ThLZ 82(1957), 81-90.
68. Γρηγορίου Νύσσης, Ἐξήγησις τοῦ Ἄσματος τῶν ἀσμάτων, Η. Langerbeck, Gregorii Nysseni opera 6 σ. 71. ΒΕΠΕΣ 66, 139.
69. <<...Θεοῦ, ὅστις ἐστίν ἡ ζωή...καί τήν τῆς ζωῆς μετουσίαν ... οὗ(=Θεοῦ) τήν μετουσίαν ζωήν εἶναι φαμέν τοῦ μετέχοντος.>> (Γρηγορίου Νύσσης, Περί τῶν νηπίων πρό ὥρας ἀφαρπαζομένων: H. Ηοrner, Gregorii Nysseni opera, 3.2, σ. 81. ΒΕΠΕΣ 68, 309).
70. <<Εἰ δέ ἡ τῆς σαρκός τροφή... δύναμίν τινα ζωτικήν ἐναποτίθεται οἷς ἄν γένηται, πόσῳ μᾶλλον ἡ μετουσία τοῦ ὄντως
Εμπειρία και Θεωρία Προσωπική στον Αγιο Γρηγόριο Νύσσης
ὄντος τοῦ ἀεί μένοντος καί πάντοτε ὡσαύτως ἔχοντος, ἐν τῷ εἶναι φυλάσσει τόν μετασχόντα;>> (Ἔνθ' ἀνωτ. σ. 79. ΒΕΠΕΣ 68, 309).
71. Balas L. D., Informations sur les travaux en cours, ἔνθ.' ἀνωτ., σ. 77.
72. <<Καλῶς ποιεῖς ὅρους ἡμῖν εὐθείς ὁρίζων, ἵνα μή μόνον ἐγκράτειαν ἴδωμεν, ἀλλά καί τόν καρπόν αὐτῆς. Ἔστιν οὖν ὁ καρπός αὐτῆς Θεοῦ μετουσία.>> (Μεγάλου Βασιλείου, Ἐπιστολαί: Y. Courtone, Saint Basile Lettres, ἐπ. 366 3, 1. ΒΕΠΕΣ 55, 389). <<...διορθωθήτω... ἵνα Πνεύματος Ἁγίου μετουσίαν ὠνήσηται.>> (Μεγάλου Βασιλείου, Ἐπιστολαί: Y. Courtone, Saint Basile Lettres, ἐπιστ. 53 1, 1. ΒΕΠΕΣ 55, 88).
73. <<...τήν ζωοποιόν ἑαυτοῦ δύναμιν τῇ θνητῇ καί ἐπικήρῳ καταμίξας φύσει καί τήν ἡμετέραν νέκρωσιν διά τῆς πρός ἑαυτόν ἀνακράσεως εἰς ζωτικήν μεταποιῆσαι χάριν καί δύναμιν.>> ( Γρηγορίου Νύσσης, Κατά Εὐνομίου Γ : W. Jaeger, Contra Eunomium, v. 2 σ. 126. ΒΕΠΕΣ 67, 337).
74. <<Ἡ θεότης καί πρό τῆς σαρκός καί ἐν τῇ σαρκί καί μετά τό πάθος ἀεί ὡσαύτως ἔχει, ὅ ἦν τῇ φύσει πάντοτε οὖσα καί εἰς ἀεί διαμένουσα, ἐν δέ τῷ πάθει τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως τήν ὑπέρ ἡμῶν οἰκονομίαν ἐπλήρωσε, διαζεύξασα πρός καιρόν τήν ψυχήν ἐκ τοῦ σώματος, χωρισθεῖσα δέ οὐδέ τοῦ ἑτέρου, ᾧ ἅπαξ συνανεκράθη, καί πάλιν τά διεστῶτα συνάψασα, ὥστε ἀκολουθίαν καί ἀρχήν δοῦναι πάσῃ τῇ ἀνθρωπίνῃ φύσει τῆς ἐκ νεκρῶν ἀναστάσεως... διά τῆς πρός τόν Θεόν ἀνακράσεως εἰς θείαν φύσιν μεταποιηθείσης.>> (Γρηγορίου Νύσσης, Πρός Εὐνόμιον ἀντιρρητικοί Α καί Β:W. Jaeger, Refutatio confessionis Eunomii, v. 2 σ. 387).
75. <<Ἡ σάρξ, τουτέστιν ἡ ἀνθρωπίνη φύσις τοῦ Λόγου. Αὕτη διά τῆς μετά τοῦ Λόγου ἀνακράσεως ἔλαβεν "ὅ πρό τοῦ κόσμου εἶχεν ὁ Λόγος. Τοῦτο δέ ἦν τό Πνεῦμα τό Ἅγιον".>> (Γρηγορίου Νύσσης, Εἰς τό "ὅταν ὑποταγῇ αὐτῷ τά πάντα καί αὐτός ὁ Υἱός ὑποταγήσεται": ΒΕΠΕΣ 66, 436).
76. <<Οὗτος τήν τοῦ Πατρός δόξαν ἥν εἶχεν "ἀπ' ἀρχῆς ... πρό τοῦ τόν κόσμον εἶναι" τουτέστι τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, "διά τῆς ἀνακράσεως" δέδωκε τοῖς ἀνθρώποις.>> (Ἔνθ' ἀνωτ.) <<Ἡ δεξαμένη τόν Κύριον σάρξ Χριστός καί Κύριος γίνεται, ὅ μή ἦν τῇ φύσει, εἰς τοῦτο μεταποιουμένη διά τῆς ἀνακράσεως.>> (Γρηγορίου Νύσσης, Κατά Εὐνομίου Δ : W. Jaeger, Contra Eunomium, v. 2 σ. 152. ΒΕΠΕΣ 67, 354).
77. Θεοδώρου Ἀ., Ἡ περί θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου διδασκαλία τῶν Ἑλλήνων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μέχρις Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, σ. 79.
. 61
78. <<Κατά τόν αὐτόν τρόπον καί τοῦ αἰσθητοῦ πρός τό νοητόν γίνεται τίς κατά θείαν σοφίαν μίξις τε καί ἀνάκρασις.>>. (Γρηγορίου Νύσσης, Λόγος Μέγας Κατηχητικός:J. Strawley, The catechetical oration of Gregory of Nyssa, κεφ. 6 γρ. 25. ΒΕΠΕΣ 68, 388).
79. <<...ὑπερτίθησι παντός τοῦ δι' αἰσθήσεως καταλαμβανομένου τήν ἐπιθυμητικήν τῆς ψυχῆς ἡμῶν κίνησιν ἐπί τό ἀόρατον κάλλος καί οὕτως ἐκκαθάρας τήν καρδίαν ... τό δέ νοούμενον τῆς ἀνθρωπίνης ψυχῆς ἡ πρός τό θεῖον ἐστιν ἀνάκρασις.>> (Γρηγορίου Νύσσης, Ἐξήγησις τοῦ Ἄσματος τῶν ἀσμάτων: Η. Langerbeck, Gregorii Nysseni opera, 6, σ. 22. ΒΕΠΕΣ 66, 116).
80. <<Μετά ταῦτα δέ ἡ τελεία τοῦ φωτός ἔλλαμψις γίνεται, ὅταν ἐπιφανῇ "τό φῶς τό ἀληθινόν" "τοῖς ἐν σκότει καί σκιᾷ θανάτου καθημένοις" διά τῆς πρός τήν φύσιν ἡμῶν συνανακράσεως.>> (Ἔνθ’ ἀνωτ. σ. 145. ΒΕΠΕΣ 66, 174).
81. <<...ἤδη πρός τόν ποθούμενον ἀνακεκρᾶσθαι νομίσασα ...περιπολεῖ τῇ διανοίᾳ τήν νοητήν τε καί ὑπερκόσμιον φύσιν... ἄληπτον εἶναι τό παρ' αὐτῆς ζητούμενον... καί πᾶσαν καταληπτικήν ἔφοδον καταλιποῦσα, τῇ πίστει εὗρον τόν ἀγαπώμενον ...Καρδία δέ πάντως τό ταμιεῖον ἐστιν, ἥ τότε γίνεται δεκτική τῆς θείας αὐτοῦ ἐνοικήσεως...>> (Ἔνθ' ἀνωτ. σ. 379. ΒΕΠΕΣ 66, 283).
82. <<...θνητή καί ἐπίκηρος φύσις τῇ ἀκηράτῳ καί ἀπροσίτῳ συζυγίᾳ συναρμοσθῆναι ...τήν πρός τό θεῖον ἀνάκρασιν τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως...τήν προσκόλλησιν τῶν δύο εἰς ἑνός σώματος κοινωνίαν τό μέγα μυστήριον εἶναι λέγει τῆς τοῦ Χριστοῦ πρός τήν Ἐκκλησίαν ἑνώσεως.>> (Ἔνθ' ἀνωτ. σ. 108. ΒΕΠΕΣ 66, 157).
83. Παπαδοπούλου Γ. Στυλιανοῦ, Πατρολογία Β, σ. 609.
84. Γρηγορίου Νύσσης, Πρός τά Ἀπολιναρίου Ἀντιρρητικός : Fridericus Mueller, Gregorii Nysseni, Opera Dogmatica Minora, 3.1, σ. 151. ΒΕΠΕΣ 68, 226.
85. Παπαδοπούλου Γ. Στυλιανοῦ, Πατρολογία Β, Ἀθήνα 1990, σ. 414.
86. <<Ὅτε γάρ εἰς τελειότητα τοῦ πνεύματος καταντήσῃ ἡ ψυχή τελείως πάντων τῶν παθῶν ἀποκαθαρισθεῖσα καί τελείως τῷ πνεύματι τῷ παρακλήτῳ διά τῆς ἀρρήτου κοινωνίας ἑνωθεῖσα καί ἀνακραθεῖσα, τότε καί αὐτή ἡ ψυχή καταξιωθήσεται πνεῦμα γενέσθαι, συγκεκραμένη τῷ πνεύματι, τότε ὅλον φῶς, ὅλον πνεῦμα, ὅλον χαρά, ὅλον ἀνάπαυσις, ὅλον ἀγαλλίασις, ὅλον ἀγάπη...>>.(Berthold Η., Makarios/Symeon Reden und Briefe, 2 vol. Ser Die Griechischen christlichen Schriftsteller, Ὁμ. 13, κεφ. 2, 4). <<... ἀνίσταται ἀπό τῆς πτώσεως καί τῆς νεκρώσεως τῶν παθῶν ἡ ψυχή ὑπό τῆς δυνάμεως τοῦ πνεύματος, καί ἀπό τοῦ νῦν εἰσέρχεται
Εμπειρία και Θεωρία Προσωπική στον Αγιο Γρηγόριο Νύσσης
τῷ φρονήματι καί τῇ τοῦ νοός ὑποστάσει εἰς τόν κόσμον τῆς θεότητος.>> . (Ἔνθ' ἀνωτ. Ὁμ. 28, κεφ. 2 ,4).
87. <<...ἐνεργείᾳ τινί θείου Πνεύματος ἐπιφοιτῶντος...καί τῇ τοῦ νοός ἀνακαινήσει καί ἀλλαγῇ καινῇ καί νέα κτίση κατά τόν ἔσω τῆς καρδίας ἄνθρωπον.>> (Klostermann Ε./Berthold Η., Neue Homilien des Makarius/Symeon, Texte und Untersuchungen 72, Ὁμ. 25, κεφ. 6, 13).
88. <<Οὕτως δέ ᾠκονόμησεν ἡ θεία χάρις, ἵνα ἰδίᾳ γνώμῃ καί ἰδίῳ θελήματι καί πόνῳ καί ἀγῶνι τήν νοητήν αὔξησιν ἕκαστος προσλαμβάνει καθ' ὅσον πιστεύει καί καθ' ὅσον ἀγωνίζεται... οὔτε τό ὅλον διά τῆς θείας δυνάμεως καί χάριτος... οὔτε τό ὅλον διά τῆς ἰδίας δυνάμεως καί σπουδῆς καί ἰσχύος ἄνευ τῆς συνεργείας καί βοηθείας τοῦ ἁγίου Πνεύματος.>> (Jaeger W., Two rediscovered Works of ancient Christian literature; Gregory of Nyssa and Makarius, Leiden, σ. 238).
89. Παπαδόπουλου Γ. Στυλιανοῦ, Πατρολογία, Β, σ. 413.
. 63
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β
1. Spidlik Tomas, La spiritualite de l’ Orient Chretien, (Orientalia Christiana Analecta 206), μετάφρ. Ψευτογκᾶ Βασιλείου Στ., Ἡ πνευματικότητα τοῦ Ἀνατολικοῦ χριστιανισμοῦ, σ. 411-412.
2. Πολιτεία, VII, 532c. Συμπόσιο 210C- 212a.Βλ. R. Arnou στό DS 2,2 σ.1721.
3. Tusculanae disput. Βιβλίο 5, 3, 8-9.
4. Μουτσούλα Δ. Ἠλία, Ἡ Ἀρειανική Ἔρις καί ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, Μέρος Β, Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, Τόμος Α, Ἔκδ. Β, σ. 123.
5.Τοῦ ἰδίου: Μυστική θεολογία, ΒΕΠΕΣ 65, 470.
6. Spidlik Tomas, ἔνθ'. ἀνωτ. σ. 427.
7. Ἑκατοντάδες 3, 19, 21, Frankenberg, σ. 201-203.
8. Ἐκλογαί εἰς τούς Ψαλμούς, PG 12, 1661C.
9. Ἑκατοντάδες 2, 47, Frankenberg, σ. 161.
10. Ἑκατοντάδες 2, 88, Frankenberg, σ. 187.
11. Ἑκατοντάδες 2, 72, Frankenberg, σ. 179.
12. Ἑκατοντάδες 2, 47, Frankenberg, σ. 161.
13. Danielou Jean, Theoria: L’ etre et le temps ches Gregoire de Nysse, σ. 1.
14. Γρηγορίου Νύσσης, Κατά Εὐνομίου: W. Jaeger, Contra Eunomium,.vol.1.1, 575.
15. Ἔνθ' ἀνωτ. 2.1, 352.
16. Ἔνθ' ἀνωτ. 2.1, 427.
17. Γρηγορίου Νύσσης, Εἰς τάς ἐπιγραφάς τῶν Ψαλμῶν: J. Mc Donough, S. J. Gregorii Nysseni οpera, In inscriptiones Psalmorum 5, σ. 44. ΒΕΠΕΣ 66, 23..
18. Γρηγορίου Νύσσης, Εἰς τόν Ἐκκλησιαστήν ἐξήγησις ἀκριβής: P. Alexander Gregorii Nysseni opera, 5, σ. 294. ΒΕΠΕΣ 65α, 191.
19. Ἔνθ' ἀνωτ. σ. 374.
20. Γρηγορίου Νύσσης, Ἐγκώμιον εἰς τόν ἅγιον πρωτομάρτυρα Στέφανον: O. Lendle, Gregorius Nyssenus Encomium in Sanctum Stefanum protomartyrem, σ. 36. ΒΕΠΕΣ 69, 282.
21. <<...διαβάς πᾶσης τῆς αἰσθητικῆς φύσεως τούς ὅρους, εἰς τήν νοητήν κατάστασιν παρεισδῦναι, οὔ σωματικῆς ἀκριβῶς γινομένης αὐτῷ τῆς τῶν νοητῶν θεωρίας.>> (Γρηγορίου Νύσσης, Ἀπολογία περί τῆς ἑξαημέρου πρός Πέτρον τόν ἀδελφόν αὐτοῦ: G. H. Forbesius, Τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Γρηγορίου Νύσσης, τά εὑρισκόμενα πάντα, τ. 1, σ. 90. ΒΕΠ ΕΣ 65, σ. 562).
22. <<Ἀλλ' αἴσθησιν μέν τινα δίδωσι τῇ ψυχῇ τῆς παρουσίας, ἐκφεύγει δέ τήν ἐναργῆ κατανόησιν τῷ ἀοράτῳ τῆς φύσεως ἐγκρυπτόμενος.>> (Γρηγορίου Νύσσης, Ἐξήγησις τοῦ Ἄσματος τῶν
Εμπειρία και Θεωρία Προσωπική στον Αγιο Γρηγόριο Νύσσης
Ἀσμάτων: Η. Langerbeck, Gregorii Nysseni opera, 6, σ. 324. ΒΕΠΕΣ 66, 257).
23.<<... ἡ ψυχή, ὅταν μόνῃ τῇ θεωρίᾳ τοῦ ὄντος εὐφραίνηται... γυμνῇ τε καί καθαρᾷ τῇ διανοίᾳ διά τῆς θείας ἐγρηγόρσεως δέχεται τοῦ Θεοῦ τήν ἐμφάνειαν· ἧς καί ἡμεῖς ἀξιωθείημεν...>> Ἔνθ' ἀνωτ. σ. 313-314.
24.“Schlieslich versteht Gregor von Nyssa unter θεωρία die Schau Gottes” (Volker Walther, Gregor von Nyssa als Mystiker, σ. 147).
25. <<... ἐν πᾶσι δέ τούτοις τοῖς διαφόροις τρόποις τε καί ὀνόμασι τῆς κατά τόν νοῦν θεωρίας ἕν ὑφηγεῖται διδασκαλίας εἶδος ἡμῖν, τῷ μή δεῖν πάντως παραμένειν τῷ γράμματι ὡς βλαπτούσης ἡμᾶς ἐν πολλοῖς εἰς τόν κατ' ἀρετήν βίον τῆς προχείρου τῶν λεγομένων ἐμφάσεως, ἀλλά μεταβαίνειν πρός τήν ἄϋλον τε καί νοητήν θεωρίαν...>> (Γρηγορίου Νύσσης, Ἐξήγησις τοῦ Ἄσματος τῶν Ἀσμάτων: Η. Langerbeck, Gregorii Nysseni opera, 6, σ. 6. ΒΕΠΕΣ 66, 108). <<... τήν διά τῆς ἀναγωγῆς θεωρίαν εἴτε τροπολογίαν, εἴτε ἀλληγορίαν….>> (Ἔνθ' ἀνωτ. σ. 5. ΒΕΠΕΣ 66, 108).
26. <<... καθαρεῦσαι δεῖ τόν μέλλοντα προσβαίνειν τῇ τῶν ὄντων θεωρίᾳ ὡς καί ψυχῇ καί σώματι καθαρόν εἶναι καί ἀκηλίδωτον.>> (Γρηγορίου Νύσσης, Περί τοῦ βίου Μωυσέως ἤ περί τῆς κατ' ἀρετήν τελειότητος: Η. Μusurillo, Gregorii Nysseni opera, 7, 83. ΒΕΠΕΣ 65α, 140).
27.<<Ἐάν ἡ εὐχή τῆς σπουδῆς προηγήσηται, ἡ ἁμαρτία πάροδον κατά τῆς ψυχῆς οὐχ εὑρίσκει. Τῆς γάρ τοῦ Θεοῦ μνήμης ἐν τῇ καρδίᾳ καθιδρυμένης, ἄπρακτοι μένουσιν αἱ τοῦ ἀντικειμένου ἐπίνοιαι.>> (Γρηγορίου Νύσσης, Εἰς τήν προσευχήν, Ohler F., Gregor’s Bischof’ s von Nyssa Abhandlung von der Erschaffung des Menschen und funf Reden auf das Gebet, Engelmann, σ. 230. ΒΕΠΕΣ 66, 328).
28. Γρηγορίου Νύσσης, Ἐξήγησις τοῦ Ἄσματος τῶν Ἀσμάτων: Η. Langerbeck, Gregorii Nysseni opera, 6, σ. 34. ΒΕΠΕΣ 66, 122.
29. Spidlik Tomas, ἔνθ' ἀνωτ. σ. 421.
30. Γρηγορίου Νύσσης, Εἰς τάς ἐπιγραφάς τῶν Ψαλμῶν: J. Mc Donough, S. J. Gregorii Nysseni, In inscriptiones Psalmorum 5, σ. 44. ΒΕΠΕΣ 66, 23.
31. <<... ὁ γάρ Στέφανος οὐκ ἐν τῇ ἀνθρωπίνῃ φύσει τε καί δυνάμει μένων τό θεῖον βλέπει, ἀλλά πρός τήν τοῦ ἁγίου Πνεύματος χάριν ἀνακραθείς δι' ἐκείνου ὑψώθη πρός τήν τοῦ Θεοῦ κατανόησιν.>> (Γρηγορίου Νύσσης, Ἐγκώμιονν εἰς τόν ἅγιον πρωτομάρτυρα Στέφανον: O. Lendle, Gregorius Nyssenus, Encomium in Sanctum Stefanum protomartyrem, σ.36. ΒΕΠΕΣ 69, 282).
. 65
32.Γρηγορίου Νύσσης, Περί τοῦ βίου Μωυσέως ἤ περί τῆς κατ' ἀρετήν τελειότητος: Η. Μusurillo, Gregorii Nysseni opera, 7, 137. ΒΕΠΕΣ 65α, 172.
33. Ἔνθ' ἀνωτ. σ. 135. ΒΕΠΕΣ 65α, 171.
34. Σωτηροπούλου Γ. Χαραλάμπους, Θέματα ἀσκητικῆς ζωῆς εἰς τά "κεφάλαια ἀγάπης" τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ ὁμολογητοῦ, σ. 143.
35. Γρηγορίου Νύσσης, Περί τοῦ βίου Μωυσέως ἤ περί τῆς κατ' ἀρετήν τελειότητος: Η. Μusurillo, Gregorii Nysseni opera, 7, 130. ΒΕΠΕΣ 65α, 168.
36. Ἔνθ' ἀνωτ. σ. 36. ΒΕΠΕΣ 65α, 113. Ἔνθ' ἀννωτ. σ. 135. ΒΕΠΕΣ 65α, 171.
37. Ἔνθ' ἀνωτ.
38. Ἔνθ' ἀνωτ. σ. 37. ΒΕΠΕΣ 65α, 114.
39. Γρηγορίου Νύσσης, Εἰς τάς ἐπιγραφάς τῶν Ψαλμῶν: J. Mc Donough, S. J. Gregorii Nysseni, In inscriptiones Psalmorum 5, σ. 44. ΒΕΠΕΣ 66, 23.
40. <<... διπλή τίς ἐστιν ἐν ἡμῖν ἡ αἴσθησις, ἡ μέν σωματική ἡ δέ θειοτέρα… ἀναλογία γάρ ἐστι ἐν ταῖς ψυχικοῖς ἐνεργήμασι πρός τά τοῦ σώματος αἰσθητήρια.>> (Γρηγορίου Νύσσης, Ἐξήγησις τοῦ Ἄσματος τῶν Ἀσμάτων: Η. Langerbeck, Gregorii Nysseni opera, 6, σ.34. ΒΕΠΕΣ 66, 122).
41. Ἔνθ' ἀνωτ. σ. 196. ΒΕΠΕΣ 66, 198.
42. Ἔνθ' ἀνωτ. σ. 78. ΒΕΠΕΣ 66, 143.
43. Ἔνθ' ἀνωτ. σ. 164. ΒΕΠΕΣ 66, 184.
44. Ἔνθ' ἀνωτ. σ. 240. ΒΕΠΕΣ 66, 218.
45. Ἔνθ' ἀνωτ. σ. 156. ΒΕΠΕΣ 66, 180.
46. <<...ὑπερτίθησι παντός τοῦ δι'αἰσθήσεως καταλαμβανομένου τήν ἐπιθυμητικήν τῆς ψυχῆς ἡμῶν κίνησιν ἐπί τό ἀόρατον κάλλος καί οὕτως...>> (Ἔνθ' ἀνωτ. σ. 22. ΒΕΠΕΣ 66, 116).
47. <<...περιπολεῖ τῇ διανοίᾳ τήν νοητήν τε καί ὑπερκόσμιον φύσιν... ἄληπτον εἶναι τό παρ'αὐτῆς ζητούμενον...παρελθοῦσα πᾶν τό ἐν τῇ κτίσει νοούμενον καί πᾶσαν καταληπτικήν ἔφοδον καταλιποῦσα, τῇ πίστει εὗρον τόν ἀγαπώμενον ...ἕως ἄν ἐντός γένηται τοῦ ἐμοῦ ταμιείου. Καρδία δέ πάντως τό ταμιεῖόν ἐστιν>>. (Ἔνθ' ἀνωτ. σ. 183. ΒΕΠΕΣ 66, 192-193).
48. <<... δι' ἐσόπτρου καί δι' αἰνίγματος ἔμφασιν τινά σκιαγραφεῖ τοῦ ζητουμένου ἐκ τινός εἰκασμοῦ ταῖς ψυχαῖς ἐγγινομένην. Πᾶς δέ λόγος τῶν τοιούτων νοημάτων σημαντικός στιγμῆς τινός ἀμεροῦς δύναμιν ἔχει μή δυνάμενος ἐμφῆναι ὅπερ ἡ διάνοια βούλεται.>> ( Ἔνθ' ἀνωτ. σ. 86. ΒΕΠΕΣ 66, 146-147).
49. Ἔνθ' ἀνωτ. σ. 35. ΒΕΠΕΣ 66, 122.
51. Spidlik Tomas, ἔνθ' ἀνωτ. σ. 421.
Εμπειρία και Θεωρία Προσωπική στον Αγιο Γρηγόριο Νύσσης
52.Παπαδοπούλου Γ. Στυλιανοῦ, Πατρολογία, Β, σ. 613.
53. <<Ἀλλ' οὐδείς πόνος προσαρμόσαι τῇ κατ' ἀναγωγήν θεωρίᾳ τήν τῆς ἱστορίας ἀκολουθίαν.>> (Γρηγορίου Νύσσης, Περί ἀρετῆς ἤτοι εἰς τόν βίον Μωϋσέως, H. Musurillo, Gregorii Nysseni opera, 7, 76.ΒΕΠΕΣ 65α, 136). <<Ἀλλά ταῦτα μέν τῇ ἀκολουθίᾳ τῶν προεξητασμένων ἑπόμενοι, πρός τήν ὑπόνοιαν τῆς περί τόν τόπον τοῦτον ἠνέχθημεν... Πάντως δέ ὁ πεπαιδευμένος τό θεῖον τῆς πίστεως ἡμῶν μυστήριον οὐκ ἀγνοεῖ πῶς συμβαίνει τῇ ἱστορίᾳ ἡ κατ' ἀναγωγήν θεωρία.>> (Γρηγορίου Νύσσης, Περί ἀρετῆς ἤτοι εἰς τόν βίον Μωϋσέως: H. Musurillo, Gregorii Nysseni opera, 7, 109. ΒΕΠΕΣ 65α, 156).
54.Παπαδοπούλου Γ. Στυλιανοῦ, Πατρολογία, Β, σ. 612
55. <<... ὥστε διά τῆς καταλλήλου θεωρίας φανερωθῆναι τήν ἐγκεκρυμμένην τοῖς ρητοῖς φιλοσοφίαν τῆς προχείρου κατά τήν λέξιν ἐμφάσεως ἐν ταῖς ἀκηράτοις ἐννοίαις κεκαθαρμένην.>> (Γρηγορίου Νύσσης, Ἐξήγησις τοῦ Ἄσματος τῶν Ἀσμάτων: Η. Langerbeck, Gregorii Nysseni opera, 6, σ. 3. ΒΕΠΕΣ 66, 107).
56. Wittgenstein , Tractatus Logico- philosophicus, προτάσεις 4, 114-115.
57. <<... τό μή δεῖν πάντως παραμένειν τῷ γράμματι ὡς βλαπτούσης ἡμᾶς ἐν πολλοῖς εἰς τόν κατ' ἀρετήν βίον... ἀλλά μεταβαίνειν πρός τήν ἄϋλον τε καί νοητήν θεωρίαν ὥστε τάς σωματικοτέρας ἐννοίας μεταβληθῆναι πρός νοῦν καί διάνοιαν κόνεως δίκην τῆς σαρκωδεστέραςἐμφάσεως τῶν λεγομένων ἐκτιναχθείσης·.>> (Γρηγορίου Νύσσης, Ἐξήγησις τοῦ Ἄσματος τῶν Ἀσμάτων: Η. Langerbeck, Gregorii Nysseni opera, 6, σ. 7. ΒΕΠΕΣ 66, 109).
58. <<... ἀλόγων μᾶλλον ἤ λογικῶν εἶναι τροφήν μή κατεργασθέντα διά τῆς λεπτοτέρας θεωρίας τά θεόπνευστα ρήματα οὐ μόνον τῆς παλαιᾶς Διαθήκης, ἀλλά καί τά πολλά τῆς εὐαγγελικῆς διδασκαλίας.>> (Ἔνθ' ἀνωτ. σ. 12. ΒΕΠΕΣ 66, 111).
59. <<... μυρία ἐστί (=ἐννοεῖται ὑποδείγματα) ἐκ τῆς προφητείας δεῖξαι τό ἀναγκαῖον τῆς κατά διάνοιαν τῶν ρητῶν θεωρίας ἧς ἀποβαλλομένης, καθώς ἀρέσκει τισί, ὅμοιον εἶναι μοι τό γινόμενον, ὡς εἰ τις ἀκατέργαστα προθείη πρός ἀνθρωπίνην βρῶσιν ἐπί τραπέζης τά λήϊα...μηδέ κατασκευάσας ἄρτον.>> (Ἔνθ' ἀνωτ. σ. 12. ΒΕΠΕΣ 66, 111).
60. <<Καθάπερ τι πέλαγος ἀχανές ἡ τῆς θείας φύσεως θεωρία τοῖς λογισμοῖς προφανεῖσα οὐδέν δώσει ἐφ' ἑαυτῆς γνωριστικόν ἀρχῆς τινος τῷ εἰς τά ἐπέκεινα διατείνοντι τήν καταληπτικήν φαντασίαν.>> (Γρηγορίου Νύσσης, Κατά Εὐνομίου: W. Jaeger, Gregorii Nysseni opera, 1, 364. ΒΕΠΕΣ 67, 91).
. 67
61. <<Δι' ἀκολούθου καθάπερ τινί κορυφῇ τῷ ὑψηλοτάτῳ τῆς θεωρίας βαθμῷ διά τοῦ πέμπτου μέρους προσάγει τόν ἀκολουθῆσαι πρός τό ὕψος δυνάμενον...>> (Γρηγορίου Νύσσης, Εἰς τάς ἐπιγραφάς τῶν Ψαλμῶν: J. Mc Donough, S. J. Gregorii Nysseni, In inscriptiones Psalmorum 5, σ. 52. ΒΕΠΕΣ 66, 28).
62. <<... ἐν δέ τῆ θεωρίᾳ τῆς νοερᾶς φύσεως διά τό ὑπερκεῖσθαι αὐτήν τῆς αἰσθητικῆς καταλήψεως στοχαστικῆς τῆς διανοίας ἐπορεγομένης τῶν ἐκφευγόντων τήν αἴσθησιν ἄλλοι ἄλλως κινούμεθα τε περί τό ζητούμενον καί κατά τήν ἐγγινομένην ἑκάστῳ περί τό ὑποκείμενον διάνοιαν ὅπως ἄν οἷον τε ᾖ, τό νοηθέν ἐξαγγέλομεν. Ἐγγίζοντες ὡς ἔνι μάλιστα τῇ δυνάμει τῶν νοηθέντων διά τῆς τῶν ρημάτων ἐμφάσεως.>> . (Γρηγορίου Νύσσης, Κατἀ Εὐνομίου: W. Jaeger, Contra Eunomium, libri 1, vol. 2, 6, 574).
63. Παπαδοπούλου Γ. Στυλιανοῦ, Πατρολογία, Α, σ. 36, 40-41.
64. <<...εἰ οὖν ἐκείνη τοσοῦτον ὑψωθεῖσα, καθώς περί τοῦ μεγάλου Παύλου μανθάνομεν τῶν τριῶν οὐρανῶν ὑπεραρθέντος, οὔπω κατειληφέναι τό ζητούμενον δι'ἀκριβείας ... ἔξεστι δε δι'αὐτῶν τῶν εἰρημένων κατιδεῖν τοῦ ζητουμένου τό δυσθεώρητον.>> (Γρηγορίου Νύσσης, Ἐξήγησις τοῦ Ἄσματος τῶν Ἀσμάτων: Η. Langerbeck, Gregorii Nysseni opera, 6, σ. 138. ΒΕΠΕΣ 66, 171).
65. <<... ἀεί βλέποντες ὡς μηδέπω ἑωρακότες ἔτι ἐν ἀγνοίᾳ τό διά τῆς αἰσθήσεως λαμβανόμενον ἔχομεν.>> (Γρηγορίου Νύσσης, Εἰς τόν Ἐκκλησιαστήν ἐξήγησις ἀκριβής: P. Alexander Gregorii Nysseni opera, 5, σ. 294. ΒΕΠΕΣ 65α, 191).
66. Γρηγορίου Νύσσης, Ἐξήγησις τοῦ Ἄσματος τῶν Ἀσμάτων: Η. Langerbeck, Gregorii Nysseni opera, 6, σ. 144. ΒΕΠΕΣ 66, 174.
67. ΒΕΠΕΣ 65 ὅπου εἰσαγωγή στό Γρηγόριο Νύσσης ὑπό Ἠλία Μουτσούλα σ. 75.
68. Ἔνθ' ἀνωτ. σ. 492.
69. Ἔνθ' ἀνωτ. σ. 481.
70. <<... τοῖς γάρ ἀδυνατοῦσιν ἐπί τό ὕψος τῆς θεογνωσίας τόν λογισμόν ἀγαγεῖν διά τῆς τῶν νοητῶν θεωρίας, τούτοις ἐκ τῶν τῇ αἰσθήσει προφαινομένων ἐμποιεῖ τινά τοῖς ἀκούουσιν ὁ ἀπόστολος τοῦ ἀληθοῦς φαντασίαν.>> (Γρηγορίου Νύσσης, Κατά Εὐνομίου: W. Jaeger, Contra Eunomium, libri 1, vol. 2, 6, 13).
71. Spidlik Tomas, ἔνθ' ἀνωτ. σ. 435, 436, 437.
72. Φίλωνος, Περί θεωρητικοῦ βίου, ἔκδ. L. Cohn – P. Wendland, τ. 6, Βερολίνο 1915, σ. 52-53. H. J. Sieben, Mneme Theou, DS 10 (1980), στ. 1407-1414.
73. Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος 27, 4, PG 36, 16BC. ΒΕΠΕΣ 59, 214.
74. H. Crousel, Theologie de l’ image de Dieu chez Origene, σ. 232.
Εμπειρία και Θεωρία Προσωπική στον Αγιο Γρηγόριο Νύσσης
75. Γρηγορίου Νύσσης, Περί ψυχῆς καί ἀναστάσεως, PG 46, 96C. ΒΕΠΕΣ 68, 351.
. 69
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ
1. Γρηγορίου Νύσσης, Ἐξήγησις τοῦ Ἄσματος τῶν Ἀσμάτων: Η. Langerbeck, Gregorii Nysseni opera, 6, σ. 322-323. ΒΕΠΕΣ 66, 256-257.
2. Spidlik Tomas, La spiritualite de l’ Orient Chretien,εἰς Orientalia Christiana Analecta 206 (1978), μετάφρ. Ψευτογκᾶ Βασιλείου Στ., Ἡ πνευματικότητα τοῦ Ἀνατολικοῦ χριστιανισμοῦ, σ. 434.
3. Μπούκη Χρ., Ἡ γλώσσα τοῦ Γρηγορίου Νύσσης ὑπό τό φῶς τῆς φιλοσοφικῆς ἀναλύσεως, σ. 125-126.
4. ΒΕΠΕΣ τ. 65 ὅπου εἰσαγωγή στό Γρηγόριο Νύσσης ὑπό Ἠλία Μουτσούλα σ. 469 - 474.
5. Θεοδώρου Ἀ., Ἡ περί θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου διδασκαλία τῶν Ἑλλήνων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μέχρις Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, σ. 133.
6. Ἔνθ'. ἀνωτ., σ. 137.
7. <<Γίνονται μέν γάρ αἱ ψυχαί σύσσωμοι τῷ Λόγῳ καί αὗται κακεῖναι, ἀλλ' αἱ μέν ἐρωτικῇ τινί διαθέσει προσκολλῶνται ... αἱ δέ φόβῳ κολάσεως... μένουσι γάρ ἐν ἀφθαρσίᾳ καί ἁγιασμῷ καί αὗται, ἀλλά τῷ φόβῳ μᾶλλον ἤ τῷ πόθῳ... Αἱ μέν ... βασίλισσαι... τάς δέ παλλακίδας...>> (Γρηγορίου Νύσσης, Ἐξήγησις τοῦ Ἄσματος τῶν Ἀσμάτων: Η.:Langerbeck, Gregorii Nysseni opera, 6, σ. 461-462. ΒΕΠΕΣ 66, 322- 323).
8. <<Ὁ μέν γάρ τις ἐν ἀρχῇ... ὁ δέ μέσως ἔχει τῆς τῶν ὑψηλῶν ἀναβάσεως, ἕτερος καί τό μέσον παρέδραμεν... ἄλλοι κακείνους παρήλασαν καί ὑπέρ τούτους ἕτεροι πρός τόν ἄνω δρόμον συντείνονται. Κατά τήν ποικίλην τῶν προαιρέσεων διαφοράν ἕκαστον ὁ Θεός ἐν τῷ ἰδίῳ προσδέχεται τάγματι τά πρός ἀξίαν ἀποκληρῶν τοῖς πάσι.>>. (Ἔνθ' ἀνωτ. σ. 459-460. ΒΕΠΕΣ 66, 321).
9. <<ὅπερ ἐστίν ἡ τῆς ὑλικῆς ζωῆς ὑπεροψία πάντων τῶν τῇδε σπουδαζομένων διά τήν τῶν ὑπερκειμένων ἀγαθῶν ἐπιθυμίαν ἀνενεργήτων τε καί νεκρῶν γινομένων.>> (Ἔνθ' ἀνωτ. σ. 404. ΒΕΠΕΣ 66, 296).
10. <<... πᾶσαν σαρκώδη διάνοιάν τε καί ἐπιθυμίαν ἑαυτῆς ἀποσβέσασα... νεκρά δέ πάντα τά σωματικά αἰσθητήρια μόνου ζῶντος ἐν αὐτῇ τοῦ Λόγου...>> (Ἔνθ' ἀνωτ. σ. 405. ΒΕΠΕΣ 66, 296).
11. <<... ἡ τοῦ προφήτου ψυχή διψώδης ἐγένετο τῆς θείας πηγῆς, ἐπειδή αὐτῷ ἡ σάρξ ἔρημος τέ καί ἄβατος καί ἄνυδρος γενομένη τό θεῖον δίψος ἐν ἑαυτῇ παρεδέξατο.>> ( Ἔνθ' ἀνωτ. σ. 188. ΒΕΠΕΣ 66, 195).
12. <<Οὐδέποτε γάρ ἐπί τῶν ἐγνωσμένων ἡ τοῦ ἀνιόντος ἐπιθυμία μένει, ἀλλά διά μείζονος πάλιν ἑτέρας ἐπιθυμίας πρός ἑτέραν
Εμπειρία και Θεωρία Προσωπική στον Αγιο Γρηγόριο Νύσσης
ὑπερκειμένην... ἡ ψυχή ἀνιοῦσα πάντοτε... ὁδεύει πρός τό ἀόριστον.>>(Ἔνθ' ἀνωτ. σ. 247. ΒΕΠΕΣ 66, 222). <<... οὐ λήγει τῆς ἀναβάσεως οὐδέποτε τό καταλαμβανόμενον ἀγαθόν ὅρον τῆς ἐπιθυμίας ποιούμενος... ἀπειροπλάσιον τό ὑπερκείμενον...>> (Ἔνθ' ἀνωτ. σ. 246. ΒΕΠΕΣ 66, 221).
13. <<... χρῆ ἀποσκευάζεσθαι τήν περί τά βλεπόμενα σχέσιν πρός δέ τό ἀόρατον ταῖς ἐπιθυμίαις ὁρμᾶν.>> (Ἔνθ' ἀνωτ. σ. 411. ΒΕΠΕΣ 66, 299).
14. Θεοδώρου Ἀ., Ἡ περί θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου διδασκαλία τῶν Ἑλλήνων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μέχρις Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, σ. 33-34.
15. Γρηγορίου Νύσσης, Ἐξήγησις τοῦ Ἄσματος τῶν Ἀσμάτων: Η. Langerbeck, Gregorii Nysseni opera, 6, σ. 353-354. ΒΕΠΕΣ 66, 271-272.
16. <<... ἀγαθήν τε καί νηφάλιον μέθην. Ἐκείνην λέγω τήν μέθην, δι' ἧς τοῖς ἀνθρώποις ἐκ τῶν ὑλικῶν πρός τό θειότερον ἡ ἔκστασις γίνεται.>> (Ἔνθ' ἀνωτ. σ. 156. ΒΕΠΕΣ 66, 180). <<... ἐκβάς ἕκαστος αὐτός ἑαυτοῦ καί ἔξω τοῦ ὑλικοῦ κόσμου γεννόμενος.>> (Ἔνθ' ἀνωτ. σ. 25. ΒΕΠΕΣ 66, 117).
17. <<... καί ἡμᾶς ἐν δόξῃ φανερωθῆναι μεταποιηθέντας πρός τό θειότερον... ἀκούσωμεν δέ ὡς ἔξω γεγονότες ἤδη σαρκός τε καί αἵματος, εἰς δέ τήν πνευματικήν μεταστοιχειωθέντες φύσιν.>> (Ἔνθ' ἀνωτ. σ. 262. ΒΕΠΕΣ 66, 229).
18. Σκουτέρη Β. Κωνσταντίνου, "Μετεωροπορεῖν" καί "συμμμετεωροπορεῖν" παρά τῷ ἁγίῳ Γρηγορίῳ Νύσσης, σ. 14.
19. << Οὗτοι εἰσίν οἱ λεγόμενοι πολυβλέποντες, οἱ διά τοῦ πολλά βλέπειν ὁρῶντες οὐδέν. Καί ὅσοι νῦν μέν πρός τόν Θεόν ὁρῶσι, πάλιν δέ ταῖς ὑλικαῖς φαντασίαις ἐπιπλανῶνται, ἀνάξιοι τῆς τῶν ἀγγέλων εὐφημίας...>> (Γρηγορίου Νύσσης, Ἐξήγησις τοῦ Ἄσματος τῶν Ἀσμάτων: Η. Langerbeck, Gregorii Nysseni opera, 6, σ. 258. ΒΕΠΕΣ 66, 227).
20. <<... οὔτε ἡδονή οὔτε λύπη ...οὐκ ἄλλο τι τῶν τήν ψυχήν διά τινός σχέσεως κηλιδούντων, ἀλλ' ἐκεῖνος μοι μόνος ἐστίν, ὅς οὐδέν τούτων ἐστίν.>> (Ἔνθ' ἀνωτ. σ. 440. ΒΕΠΕΣ 66, 312).
21. << Ὅτι μέν οὖν οὔκ ἔστιν ἄλλως ἐν ἡμῖν γενέσθαι τόν ζῶντα Λόγον (τόν καθαρόν λέγω καί ἀσώματον νυμφίον τόν δι' ἀφθαρσίας καί ἁγιότητος ἑαυτῷ τήν ψυχήν συνοικίζοντα), εἰ μή τις διά τοῦ νεκρῶσαι τά μέλη τά ἐπί τῆς γῆς περιέλοιτο τό τῆς σαρκός παραπέτασμα καί οὕτως ἀνοίξοι τῷ Λόγῳ τήν θύραν, δι' ἧς εἰς τήν ψυχήν εἰσοικίζεται.>> (Ἔνθ' ἀνωτ. σ. 342 . ΒΕΠΕΣ 66, 266).
22. <<...καθαρίζοντα τόν Πατέρα καί...τόν καθαρίζοντα Θεόν τόν Μονογενῆ Θεόν εἶναι καί.... καθαρίζων Θεός τό Πνεῦμα ἐστι τό Ἅγιον.>> (Ἔνθ' ἀνωτ. σ. 310. ΒΕΠΕΣ 66, 251).
. 71
23. <<... μηδέ πρός ἄλλο τι βλέπειν τήν κεκαθαρμένην ψυχήν, ἀλλ'... ἐναργεστάτην εἰκόνα τοῦ ἀρχετύπου κάλλους ἑαυτήν ἀπεργάσασθαι.>> (Ἔνθ' ἀνωτ. σ. 439. ΒΕΠΕΣ 66, 312).
24. <<... ἴδιον δέ τοῦ ὁρῶντός ἐστι τόν Θεόν τό μηδενί τῶν αἰσθητηρίων πρός ἁμαρτίαν βλέπειν.>> (Ἔνθ' ἀνωτ. σ. 197. ΒΕΠΕΣ 66, 198).
25. Θεοδώρου Ἀ., Ἡ περί θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου διδασκαλία τῶν Ἑλλήνων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μέχρις Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, σ. 155.
26. Ἔνθ' ἀνωτ., σ. 163.
27. Ἔνθ' ἀνωτ., σ. 164.
28. <<Ἡ γάρ ὁμολογία τοῦ μηκέτι ἀναλαβεῖν τόν ἀποβληθέντα πηλόν μηδέ τῇ πορείᾳ τοῦ βίου τόν γεώδη μολυσμόν παραδέξασθαι εἴσοδος γίνεται τοῦ ἁγιασμοῦ ἐπί τήν οὕτω παρεσκευασμένην ψυχήν. Ἁγιασμός δέ ὁ Κύριος..>> (Γρηγορίου Νύσσης, Ἐξήγησις τοῦ Ἄσματος τῶν Ἀσμάτων: Η. Langerbeck, Gregorii Nysseni opera, 6, σ. 332. ΒΕΠΕΣ 66, 261).
29. <<Δύο ἐστί τά τῷ Θεῷ προσοικειοῦντα τόν ἄνθρωπον· ἕν μέν τό ἀπλανές τῆς περί τό ὄντως ὄν ὑπολήψεως, ὡς μή ταῖς ἠπατημένας ὑπονοίας εἰς ἐθνικάς τε καί αἱρετικάς περί τοῦ Θείου δόξας ἐκφέρεσθαι, ὅπερ ἐστίν ὡς ἀληθῶς τό ναί, ἕτερον δέ ὁ καθαρός λογισμός πᾶσαν ἐμπαθῆ διάθεσιν τῆς ψυχῆς ἐξορίζων, ὅπερ οὐδέ αὐτό τό ναί ἠλλοτρίωται.>>(Ἔνθ' ἀνωτ. σ. 376. ΒΕΠΕΣ 66, 282).
30. <<Οὐ πρότερον ἐπί τό ἄληπτόν τε καί ἀόριστον ἀναχθήσεται ὑμῶν ἡ διάνοια πρίν τοῦ ὀφθέντος διά τῆς πίστεως περιδράξασθαι.>> (Ἔνθ' ἀνωτ. σ. 387. ΒΕΠΕΣ 66, 287).
31. Ἔνθ' ἀνωτ. σ. 386. ΒΕΠΕΣ 66, 287.
32. <<Ὅ τι δ' ἄν παρά σοῦ πρός τό μεγαλοπρεπέστερόν τε καί θειότερον ἐπαρθείσης σοί τῆς διανοίας εὑρεθεῖ.>> . (Γρηγορίου Νύσσης, Περί ἀρετῆς ἤ εἰς τόν βίον Μωυσέως: Musurillo H., Gregorii Nysseni opera,7, 145. ΒΕΠΕΣ 65α, 176).
33. <<... ἡ γάρ ἐκβᾶσα ἤδη τήν φύσιν ψυχή>>.( Γρηγορίου Νύσσης, Ἐξήγησις τοῦ Ἄσματος τῶν Ἀσμάτων Η. Langerbeck, Gregorii Nysseni opera, 6, σ. 357. ΒΕΠΕΣ 66, 273).
34. <<... πάντοτε τοῖς ἔμπροσθεν ἐπεκτεινομένη οὐ παύεται>> (Ἔνθ' ἀνωτ. σ. 366. ΒΕΠΕΣ 66, 277).
35. Danielou J., Platonisme et theologie mystique. Essai sur la doctrine srirituelle de Gr. De N., σ. 305. .
36. ΒΕΠΕΣ 65, σ. 474.
37. <<... τό ἀεί προκόπτειν ἐν τῷ ζητεῖν καί τό μηδέποτε τῆς ἀνόδου παύεσθαι τοῦτό ἐστιν ἡ ἀληθής τοῦ ποθουμένου ἀπόλαυσις τῆς πάντοτε πληρουμένης ἐπιθυμίας ἑτέραν ἐπιθυμίαν τοῦ
Εμπειρία και Θεωρία Προσωπική στον Αγιο Γρηγόριο Νύσσης
ὑπερκειμένου γεννώσης.>> (Γρηγορίου Νύσσης, Ἐξήγησις τοῦ Ἄσματος τῶν Ἀσμάτων: Η. Langerbeck, Gregorii Nysseni opera 6, σ. 369-370. ΒΕΠΕΣ 66, 278-279).
38. <<... ὁ ἰδεῖν τόν Θεόν ἐπιθυμῶν ἐν τῷ ἀεί αὐτῷ ἀκολουθεῖν ὁρᾷ τόν ποθούμενον καί ἡ τοῦ προσώπου αὐτοῦ θεωρία ἐστίν ἡ ἄπαυστος πρός αὐτόν πορεία διά τοῦ κατόπιν ἕπεσθαι τῷ Λόγῳ κατορθουμένη.>> (Ἔνθ' ἀνωτ. σ. 356. ΒΕΠΕΣ 66, 273).
39. <<... ἐπί τῆς πάντα νοῦν ὑπερεχούσης δυνάμεως εἷς καταλήψεως ἐστί τρόπος, οὐ τό στῆναι περί τό κατειλημμένον, ἀλλά τό ἀεί ζητοῦντα τό πλεῖον τοῦ καταληφθέντος μή ἵστασθαι.>> (Ἔνθ' ἀνωτ. σ. 352. ΒΕΠΕΣ 66, 271).
40. <<... τῷ Θεῷ πλησιάσαντες καί αὐτοί πάντως ἀκουσώμεθα...>> (Ἔνθ' ἀνωτ. σ. 78. ΒΕΠΕΣ 66, 143). <<Ἡ γάρ ὄσφρησις τῆς τοῦ Χριστοῦ εὐωδίας πλήρης γίνεται.>> (Ἔνθ' ἀνωτ. σ. 240. ΒΕΠΕΣ 66, 218).
41. W. Volker , ἔνθ. ἀνωτ. σ. 164-167.
42. <<Ὁ δέ, ὥσπερ ἥλιος, κεκαθαρμένον ὄμμα παραλαβών, δείξει σοι ἐν ἑαυτῷ τήν εἰκόνα τοῦ ἀοράτου. Ἐν δέ τῷ μακαρίῳ τῆς εἰκόνος θεάματι τό ἄρρητον ὄψει τοῦ ἀρχετύπου κάλλος. Τοῦτο τοῖς ἀπό πάσης κηλῖδος κεκαθαρμένοις ἐλλάμπον, τῇ πρός ἑαυτῷ κοινωνίᾳ πνευματικούς ἀποδείκνυσι. Καί ὥσπερ τά λαμπρά καί διαφανῆ τῶν σωμάτων, ἀκτῖνος ἑαυτοῖς ἐμπεσούσης, αὐτά τε γίνεται περιλαμπῆ καί ἑτέραν αὐγήν ἀφ' ἑαυτῶν ἀποστίλβει. Οὕτως αἱ πνευματοφόροι ψυχαί, ἐλλαμφθεῖσαι παρά τοῦ Πνεύματος, αὐταί τε ἀποτελοῦνται πνευματικαί καί εἰς ἑτέρους τήν χάριν ἐξαποστέλλουσιν. Ἐντεῦθεν μελλόντων πρόγνωσις, μυστηρίων σύνεσις, κεκρυμμένων κατάληψις, χαρισμάτων διανομαί... ἡ ἀτελεύτητος εὐφροσύνη, ἡ ἐν Θεῶ διαμονή, ἡ πρός Θεόν ὁμοίωσις τό ἀκρότατον τῶν ὀρεκτῶν, Θεόν γενέσθαι... ἐκεῖνοις μάλιστα φανεροῦσθαι αὐτῆς τό ἀκατάληπτον, οἷς Θεοῦ χάριτι περισσοτέρως προσγέγονεν ἡ γνῶσις.>> (Μεγάλου Βασιλείου, Περί τοῦ ἁγίου Πνεύματος: B. Pruche SCh 17 bis(1968), κεφ. 9, τμ. 23 .ΒΕΠΕΣ 52, 250).
43. <<... ὑπό τῶν πτερύγων τοῦ Πνεύματος βασταζόμενος καί ὁδηγούμενος εἰς ὀπτασίας καί ἀποκαλύψεις μυστηρίων ἐπουρανίων καί εἰς θεωρίας πνευματικάς ἀρρήτους...>> (ΙΙΙ ΙΣΤ2/ΟΓ 2) (E. Klostermann-H. Berthold, Neue Homilien des Makarios/Symeon, I aus Typus III, Berlin 1961.ΒΕΠΕΣ 42, 95). <<ψυχή γάρ ἡ καταξιωθεῖσα κοινωνῆσαι τῷ Πνεύματι τοῦ φωτός αὐτοῦ ... ὅλη φῶς γίνεται... ὥσπερ πῦρ, αὐτό τό φῶς τοῦ πυρός, ὅλον ὅμοιον αὐτῷ ἐστί...(Α2) καί αὐτό τό φῶς κατά καιρούς τινας πλέον ἐξάπτεται καί λάμπει, ποτέ δε ὑποστέλλεται καί στυγνάζει... (Η2) ὅλον τόν ἄνθρωπον καταποθέντα εἰς ἐκείνην τήν γλυκύτητα...
. 73
ἐλευθερωθέντα φθάσαι εἰς τά τέλεια μέτρα καί εἶναι καθαρόν καί ἐλεύθερον ἐκ τῆς ἁμαρτίας...(Η3)>> (H. Dorries-E. Klostermann-M. Kroger, Die 50 geistlichen Homilien des Makarios, Berlin 1964. ΒΕΠΕΣ 41, 325). <<ἡ θεοειδής τοῦ Πνεύματος εἰκών ἀπό τοῦ νῦν ἔνδον ὥσπερ ἐντυπωθεῖσα, καί τό σῶμα θεοειδές ἔξω καί οὐράνιον ἀπεργάσεται.(Περί ἐλευθερίας νοός 25)>> (H. Berthold, Makarios/Symeon. Reden und Briefe.Akademie-Verlag 1973. ΒΕΠΕΣ 42, 217).
44. <<... τήν ἐκλαμπτικήν τοῦ φωτίσματος χάριν... δι' ἧς παῖδες γινόμεθα... πρός τήν οὐρανίαν ζωήν κομιζόμενοι.>> (Γρηγορίου Νύσσης, Ἐξήγησις τοῦ Ἄσματος τῶν Ἀσμάτων: Η. Langerbeck, Gregorii Nysseni opera, 6, σ. 52. ΒΕΠΕΣ 66, 174).
45. <<Μετά ταῦτα δέ ἡ τελεία τοῦ φωτός ἔλλαμψις γίνεται ὅταν ἐπιφανῇ "τό φῶς τό ἀληθινόν" "τοῖς ἐν σκότει καί σκιᾷ θανάτου καθημένοις" διά τῆς πρός τήν φύσιν ἡμῶν συνανακράσεως.>> (Ἔνθ' ἀνωτ. σ. 145. ΒΕΠΕΣ 66, 174).
46. <<... ὡς μέλλουσα δέχεσθαι τοῦ Θεοῦ τήν ἐμφάνειαν.>> (Ἔνθ' ἀνωτ. σ. 320. ΒΕΠΕΣ 66, 255).
47.<<... ἐντός τοῦ γνόφου γίνεται ἐν ὧ ἦν ὁ Θεός, τήν διαθήκην δέχεται, ἥλιος γίνεται ἀπροσπέλαστον τοῖς προσεγγίζουσιν ἐκ τοῦ προσώπου τό φῶς ἀπαστράπτων.>> (Ἔνθ' ἀνωτ. σ. 355. ΒΕΠΕΣ 66, 272).
48. Σωτηροπούλου Γ. Χαραλάμπους, Νηπτικοί καί Πατέρες τῶν Μέσων χρόνων, σ. 418.
49. <<... τό καθαρόν τῆς καρδίας, ὧ διά τῆς μνήμης τάς θείας ὁράσεις ἀπογραφόμεθα...>> (.Γρηγορίου Νύσσης, Ἐξήγησις τοῦ Ἄσματος τῶν Ἀσμάτων: Η. Langerbeck, Gregorii Nysseni opera, 6, σ. 413. ΒΕΠΕΣ 66, 300).
50. Ἔνθ' ἀνωτ. σ. 280. ΒΕΠΕΣ 66, 237. ΒΕΠΕΣ 66, 237.
51. Ἔνθ' ἀνωτ. σ. 285. ΒΕΠΕΣ 66, 239.
52. Ἔνθ' ἀνωτ. σ. 27. ΒΕΠΕΣ 66, 118.
53. Ἔνθ' ἀνωτ. σ. 337. ΒΕΠΕΣ 66, 263.
54. <<Ὅρον τῆς καταλήψεως τοῦ Θεοῦ τήν ἐνέργειαν μόνην τήν μέχρις ἡμῶν κατιοῦσαν, ἧς διά τῆς ζωῆς ἡμῶν αἰσθανόμεθα.>> (Ἔνθ' ἀνωτ. σ. 334. ΒΕΠΕΣ 66, 262).
55. Λιάκουρα Ἠλ. Κωνσταντίνου, Ἡ περί τῶν ἀκτίστων θείων ἐνεργειῶν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Φιλοθέου (Κοκκίνου) Πατριάρχου Κων/πόλεως, σ. 70-71.
56. Ἔνθ' ἀνωτ. σ. 42-43.
57. <<... θνητή καί ἐπίκηρος φύσις τῇ ἀκηράτῳ καί ἀπροσίτῳ συζυγίᾳ συναρμοσθῆναι... Κλίνην δέ ὀνομάζει ἡ νύμφη ... τήν πρός τό θεῖον ἀνάκρασιν τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως... τήν προσκόλλησιν
Εμπειρία και Θεωρία Προσωπική στον Αγιο Γρηγόριο Νύσσης
τῶν δύο εἰς ἑνός σώματος κοινωνίαν τό μέγα μυστήριον εἶναι λέγει τῆς τοῦ Χριστοῦ πρός τήν Ἐκκλησίαν ἑνώσεως.>> (Γρηγορίου Νύσσης, Ἐξήγησις τοῦ Ἄσματος τῶν Ἀσμάτων: Η. Langerbeck, Gregorii Nysseni opera, 6, σ. 108. ΒΕΠΕΣ 66, 157).
58. Σκουτέρη Β. Κωνσταντίνου, "Μετεωροπορεῖν" καί "συμμμετεωροπορεῖν" παρά τῷ ἁγίῳ Γρηγορίῳ Νύσσης, σ. 12-13.
59. <<... διά τῶν ἑνουμένων αὐτῷ κατά τήν κοινωνίαν τοῦ μυστηρίου τρέφων τό ἑαυτοῦ σῶμα, τήν Ἐκκλησίαν.>> (Γρηγορίου Νύσσης, Ἐξήγησις τοῦ Ἄσματος τῶν Ἀσμάτων: Η. Langerbeck, Gregorii Nysseni opera, 6, σ. 382. ΒΕΠΕΣ 66, 285). <<... δέχεται ἐν ἑαυτῷ τόν θεῖόν τε καί ἀκήρατον οἶνον, δι' οὗ γίνεται τῷ δεξαμένῳ ἡ εὐφροσύνη.>> (Ἔνθ' ἀνωτ., σ. 437. ΒΕΠΕΣ 66, 311).
60. Θεοδώρου Ἀ., Ἡ περί θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου διδασκαλία τῶν Ἑλλήνων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μέχρις Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, σ.81.
61. <<Πολυτρόπως γάρ ὁ Θεός ἐν τοῖς ἀξίοις ἑαυτοῦ γίνεται, καθώς ἄν ἕκαστος ἔχῃ δυνάμεώς τε καί ἀξίας οὕτως ἐν ἑκάστῳ γινόμενος. Ὁ μέν γάρ τις γίνεται Θεοῦ τόπος, ὁ δέ οἶκος, ἄλλος δέ θρόνος καί ἕτερος ὑποπόδιον. Ἔστι δέ τις ὁ καί ἅρμα γινόμενος ἤ ἵππος εὐήνιος δεχόμενος ἐφ' ἑαυτοῦ τόν ἀγαθόν ἀναβάτην καί πρός τό δοκοῦν τῷ εὐθύνοντι διανύων τόν δρόμον.>> (Γρηγορίου Νύσσης, Ἐξήγησις τοῦ Ἄσματος τῶν Ἀσμάτων: Η. Langerbeck, Gregorii Nysseni opera, 6, σ. 206. ΒΕΠΕΣ 66, 203).
62. <<Εἴτε δέ ἄνωθεν ἑαυτῷ ἐφαρμόζοι τόν ἵππον ὁ κατά τόν προφήτην ἐπιβαίνων ἐφ' ἡμᾶς τούς ἵππους ... εἴτε καί ἐν ἡμῖν γένοιτο ὁ ἐνοικῶν τε καί ἐμπεριπατῶν καί ἐπί τά βάθη τῆς ψυχῆς ἡμῶν διαδυόμενος, οὐδέν διαφέρει κατά τήν ἔννοιαν... Ταυτόν δέ ἐστιν ἐπί τῆς θείας δυνάμεως, καθώς εἴρηται, καθέδρα τε καί ἀνάκλισις· ὁπότερον γάρ ἄν ἐξ ἀμφοτέρων ἐν ἡμῖν γένηται, τό ἴσον ἡ χάρις ἔχει.>> (Ἔνθ' ἀνωτ. σ. 84. ΒΕΠΕΣ 66, 145-146).
63. Ἔνθ' ἀνωτ. σ. 25. ΒΕΠΕΣ 66, 117.
64. Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος ΚΗ, 3. ΒΕΠΕΣ 59, 2.
65. <<Ἀλλά πᾶσα πρός τό καλόν ἡ ἐπιθυμία ἡ πρός τήν ἄνοδον ἐκείνην ἐφελκομένη, ἀεί τῷ δρόμῳ τοῦ πρός τό καλόν ἱεμένου συνεπεκτείνεται. Καί τοῦτο ἐστιν ὄντως τό ἰδεῖν τόν Θεόν, τό μηδέποτε τῆς ἐπιθυμίας κόρον εὑρεῖν. Ἀλλά χρή πάντοτε βλέποντα δι' ὧν ἐστι δυνατόν ὁρᾶν, πρός τήν τοῦ πλέον ἰδεῖν ἐπιθυμίαν ἐκκαίεσθαι. Καί οὕτως οὐδείς ὅρος ἐπικόπτει τῆς πρός τόν Θεόν ἀνόδου τήν αὔξησιν, διά τό μήτε τοῦ καλοῦ τι πέρας εὑρίσκεσθαι μήτε τινί κόρῳ τήν πρόοδον τῆς πρός τό καλόν ἐπιθυμίας ἐγκόπτεσθαι.>> (Ἐξήγησις τοῦ Ἄσματος τῶν Ἀσμάτων: Η. Langerbeck, Gregorii Nysseni opera, 6, σ. 116. ΒΕΠΕΣ 66, 161).
. 75
66. <<Ἡ πρός τόν Θεόν ὁρῶσα ψυχή καί τόν ἀγαθόν ἐκεῖνον πόθον τοῦ ἀφθάρτου κάλλους ἀναλαμβάνουσα ἀεί νέαν τήν πρός τό ὑπερκείμενον ἐπιθυμίαν ἔχει οὐδέποτε κόρῳ τόν πόθον ἀμβλύνουσα. Διά τοῦτο πάντοτε τοῖς ἔμπροσθεν ἐπεκτεινομένη οὐ παύεται καί ἀπό τοῦ ἐν ὧ ἐστιν ἐξιοῦσα καί πρός τό ἐνδότερον εἰσδυομένη ...>> (Ἔνθ' ἀνωτ. σ. 366. ΒΕΠΕΣ 66, 277).
67. Γρηγορίου Νύσσης, Περί ἀρετῆς, ἤτοι εἰς τόν βίον Μωυσέως: H. Musurillo, Gregorii Nysseni opera 7 σ. 113-114. ΒΕΠΕΣ 65α, 158.
68. <<Καί τούτου χάριν τό σφοδρότατον τῶν καθ' ἡδονήν ἐνεργουμένων (λέγω δέ τό ἐρωτικό πάθος) τῆς τῶν δογμάτων ὑφηγήσεως αἰνιγματωδῶς προεστήσατο, ἵνα διά τούτου μάθωμεν, ὅτι χρή τήν ψυχήν, πρός τό ἀπρόσιτον τῆς θείας φύσεως κάλλος ἐνατενίζουσαν, τοσοῦτον ἐρᾶν ἐκείνου, ὅσον ἔχει τό σῶμα τήν σχέσιν πρός τό συγγενές καί ὁμόφυλον, μετενεγκοῦσαν εἰς ἀπάθειαν τό πάθος ὥστε πάσης κατασβεσθείσης σωματικῆς διαθέσεως μόνῳ τῶ πνεύματι ζέειν ἐρωτικῶς ἐν ἡμῖν τήν διάνοιαν διά τοῦ πυρός ἐκείνου θερμαινομένην, ὅ βαλεῖν ἐπί τήν γῆν ἦλθεν ὁ Κύριος. Ἀλλά ταῦτα μέν, ὅπως χρή διακεῖσθαι τήν ψυχήν τῶν μυστικῶν ρημάτων ἀκούοντας, ἱκανῶς ἔχειν φημί. Καιρός δέ ἄν εἴη καί αὐτάς τάς θείας τοῦ Ἄσματος τῶν Ἀσμάτων φωνάς ἤδη προσθεῖναι τῇ θεωρίᾳ τοῦ λόγου.>> (Γρηγορίου Νύσσης, Ἐξήγησις τοῦ Ἄσματος τῶν ἀσμάτων Η. Langerbeck, Gregorii Nysseni opera 6 σ. 26. ΒΕΠΕΣ 66, 118).
69. <<Τῷ ὄντι γάρ ἐφ' ὧν μόνος ὁ νοῦς ἐφ' ἑαυτοῦ βιοτεύει οὐδενί τῶν αἰσθητηρίων παρενοχλούμενος ὥς ὕπνῳ τινί καί κώματι πάρετος ἡ τοῦ σώματος γίνεται φύσις καί ἀληθῶς ἔστιν εἰπεῖν ὅτι κοιμᾶται δι' ἀπραξίας ἡ ὅρασις ἀτιμαζομένων τῶν θεαμάτων ἐκείνων...Πάντων τῶν τοιούτων ὑπεροφθέντων διά τήν τῶν ἀληθινῶν ἀγαθῶν θεωρίαν... διά τό μόνα βλέπειν τῇ διανοίᾳ τά τῶν ὁρατῶν ὑπερκείμενα. Οὕτω καί ἡ ἀκοή νεκρά τις καί ἀνενέργητος γίνεται... καθαρά τῆς καρδίας ἐστίν ἡ ἐνέργεια καί πρός τό ἄνω βλέπειν ὁ λογισμός ἀπεριήχητος μένων ἐκ τῆς αἰσθητικῆς κινήσεως καί ἀθόλωτος. Διπλῆς γάρ οὔσης ἐν τῇ ἀνθρωπίνῃ φύσει τῆς ἡδονῆς, τῆς μέν ἐν ψυχῇ δι' ἀπαθείας ἐνεργουμένης, τῆς δέ διά πάθους ἐν σώματι ἥνπερ ἄν ἐξ ἀμφοτέρων ἡ προαίρεσις ἕληται, αὕτη κατά τῆς ἑτέρας τό κράτος ἔχει... Διά τοῦτο ἡ ψυχή, ὅταν μόνῃ τῇ θεωρίᾳ τοῦ ὄντος εὐφραίνηται, πρός οὐδέν ἐγρήγορε τῶν ἐνεργουμένων καθ' ἡδονήν δι' αἰσθήσεως, ἀλλά, πᾶσαν σωματικήν κατακοιμήσασαν κίνησιν, γυμνῇ τε καί καθαρᾷ τῇ διανοίᾳ διά τῆς θείας ἐγρηγόρσεως δέχεται τοῦ Θεοῦ τήν ἐμφάνειαν· ἧς καί ἡμεῖς ἀξιωθείημεν διά τοῦ εἰρημένου ὕπνου κατορθοῦντες τῆς ψυχῆς τήν ἐγρήγορσιν ἐν
Εμπειρία και Θεωρία Προσωπική στον Αγιο Γρηγόριο Νύσσης
Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν, ᾧ πρέπει ἡ δόξα εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.>> (Ἔνθ' ἀνωτ. σ. 312-314. ΒΕΠΕΣ 66, 252-253).
70. <<Τίς γάρ τοῦ τοιούτου κάλλους ἀνέραστος γίνεται εἰ μόνον ὀφθαλμόν ἔχει τόν ἐνατενίσαι τῇ ὥρᾳ δυνάμενον, οὗ πολύ μέν τό καταλαμβανόμενον κάλλος ἀπειροπλάσιον δέ τό διά τοῦ φαινομένου στοχαστικῶς εἰκαζόμενον; >> (Ἔνθ' ἀνωτ. σ. 38. ΒΕΠΕΣ 66, 124).
71. <<Οὕτω καί ἐπί τοῦ νοητοῦ καί ἀληθινοῦ φωτός ἰδίων ὀφθαλμῶν ἑκάστῳ χρεία, ἵνα τό κάλλος ἐκεῖνος θεάσηται, ὅπερ ὁ μέν ἰδών κατά τινα θείαν δωρεάν τε καί ἐπίπνοιαν ἀνερμήνευτον ἐν τῷ ἀπορρήτῳ τῆς συνειδήσεως ἔχει τήν ἔκπληξην, ὁ δέ μή τεθεαμένος οὐδέ γνώσεται τήν ζημίαν ὧν ἀπεστέρηται... Πῶς ἄν τις ὑπ' ὄψιν ἀγάγοι τό ἄφραστον; Ἰδίας φωνάς σημαντικάς ἐκείνου τοῦ κάλλους οὐ μεμαθήκαμεν· ὑπόδειγμα τοῦ ζητουμένου ἐν τοῖς οὗσιν ἔστιν οὐδέν· ἐκ συγκρίσεώς γε μήν αὐτό δηλωθῆναι ἀμήχανον. Τίς γάρ ὀλίγῳ σπινθῆρι προσεικάζει τόν ἥλιον ἤ ρανίδα βραχεῖαν πρός τήν τῶν ἀβύσων ἀπειρίαν ἀνθίστησιν;... Καλῶς μοι δοκεῖ ὁ Μέγας Δαβίδ τήν ἀμηχανίαν ἐνδεδεῖχθαι ταύτην, ὅς ἐπειδή ποτε τῇ δυνάμει τοῦ Πνεύματος ὑψωθείς τήν διάνοιαν καί οἷον ἐκβάς αὐτός ἑαυτόν εἶδεν ἐκεῖνο τό ἀμήχανον καί ἀπερινόητον κάλλος ἐν τῇ μακαρίᾳ ἐκείνη ἐκστάσει· εἶδε δε πάντως ὡς ἀνθρώπῳ γε δυνατόν ἰδεῖν ἔξω τῶν τῆς σαρκός προκαλυμμάτων γενόμενος καί εἰσελθών διά μόνης τῆς διανοίας εἰς τήν τῶν ἀσωμάτων καί νοητῶν θεωρίαν· ἐπειδή τι καί εἰπεῖν ἄξιον τοῦ ὀφθέντος ἐπόθησεν, ἐκείνην ἐξεβόησε τήν φωνήν, ἥν πάντες ᾄδουσιν, ὅτι "πᾶς ἄνθρωπος ψεύστης"· ... Οὗ δέ τό ἀρχέτυπον διαφεύγει τήν κατανόησιν, πῶς ἄν ὁ λόγος ὑπ' ὄψιν ἀγάγοι οὐδεμίαν μηχανήν ὑπογραφῆς ἐξευρίσκων, οὐ χροιάν ἔχων εἰπεῖν, οὐ σχῆμα, οὐ μέγεθος, οὐ μορφῆς εὐμοιρίαν, οὐδέ τινα ὅλως φλυαρίαν τοιαύτην; Τό γάρ ἀειδές... πῶς ἄν τις διά τῶν μόνῃ τῇ αἰσθήσει καταλαμβανομένων γνωρίσειεν;>> (Γρηγορίου Νύσσης, Περί παρθενίας, M. Aubineau, Gregori de Nysse. Traite de la virginite ἐν Sources Chretiennes 119, κεφ. 10, 1. ΒΕΠΕΣ 69, 37- 38).
72. Γρηγορίου Νύσσης, Ἐξήγησις τοῦ Ἄσματος τῶν ἀσμάτων, Η. Langerbeck, Gregorii Nysseni opera 6 σ. 320-321. ΒΕΠΕΣ 66, 255-256.
73. Ἔνθ' ἀνωτ. σ. 326. ΒΕΠΕΣ 66, 258.
74. Βακάρου Δημητρίου, Μυστήριον καί ἀποκάλυψις τοῦ Θεοῦ κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης, ἐν Θεολογία τ. 54 ( 1983) σ. 306.
75. Μπούκη Χρ., Η γλώσσα τοῦ Γρηγορίου Νύσσης ὑπό τό φῶς τῆς
. 77
φιλοσοφικῆς ἀνάλυσης, Θεσσαλονίκη 1970, σ. 110.
76. Παπαδοπούλου Γ. Στυλιανοῦ, Πατρολογία Β, σ. 590.
77. Ἔνθ' ἀνωτ., σ. 592.
Εμπειρία και Θεωρία Προσωπική στον Αγιο Γρηγόριο Νύσσης
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ι. ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΕΣ
ΒΕΠΕΣ Βιβλιοθήκη Ἑλλήνων Πατέρων καί
Ἐκκλησιαστικῶν Συγγραφέων.
PG J. P. Migne, Patrologiae cursus completus,
Series Graeca.
SCh Sources Chretiennes, Paris.
ThLZ Theologische Literaturzeitung, Leipzig, Berlin.
TU Texte und Untersuchungen der Geschichte
der altchristlichen Literatur(Berlin).
II. ΠΗΓΕΣ-ΕΚΔΟΣΕΙΣ
AUBINEAU, M., Gregoire de Nysse. Traite de la virginite, εἰς Sources Chretiennes 119, Paris 1966.
ΒΕΠΕΣ, τόμοι 8, 31, 51, 52, 55, 56, 57, 58, 59, 62, 65, 65α, 66, 67, 68, 69, 70, 79. Ἔκδοσις ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΔΙΑΚΟΝΙΑΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ, Ἀθήνα 1987-1996.
BERTHOLD, Η., Makarios/Symeon Reden und Briefe, 2 vol. (Die Griechischen christlichen Schriftsteller), Berlin 1973. CΟΗΝ L.– WΕΝDLAND P., Φίλωνος, Περί θεωρητικοῦ βίου, τ. 6, Βερολίνο 1915.
COURTONE Y., Saint Basile: Lettres, Paris 1957.
DANIELOU, J., Gregoire de Nysse: La vie de Moise, εἰς SCh 1, 3η ἔκδoση.
JAEGER, W., Gregorii Nysseni Opera, Leiden, Brill 1960
vol. 1.1, 1.2, 2, 3.1, 3.2, 5, 6, 7.1, 7.2, 8.1, 8.2.
ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, Two rediscovered Works of ancient Christian Literature: Gregory of Nyssa and Makarius, Leiden, Brill 1954.
JUNGCK, C., Gregor von Nazianz., De vita sua, Heidelberg 1974.
KLOSTERMANN Ε./BERTHOLD Η., Neue Homilien des Makarius/Symeon, (TU 72), Berlin 1961.
MΠΡΟΥΣΑΛΗ, Π., Γρηγορίου Νύσσης: Λόγοι εἰς τούς Μακαρισμούς. Εἰσαγωγή, κείμενο, μετάφραση καί σχόλια, Ἀθήνα 1985.
ΟHLER, F., Bibliothek der Kirchenvater. Gregorii Nysseni opera. Eine Auswahl aus derem Werken. Urschrift mit deutsher Ubersetzung, Leipzig, Verlag von Wilhelm Engelmann 1858- 1859.
ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, Gregor’ s Bischof’ s von Nyssa Abhandlung von der Erschaffung des Menschen und funf Reden auf das Gebet, Engelmann, Leipzig 1859.
PG, τόμοι 31, 36, 44-46, Parisiis 1858.
. 79
Πολιτεία, VII, 532c.Συμπόσιο 210C- 212a.
STRAWLEY, J., The Catechetical Oration of Gregory of Nyssa, Cabridge 1903, 1956.
TREVISAN, P., San Basilio, Commentato al Profeta Isaia, Turin 1939.
Frankenberg, W., Ἑκατοντάδες.
III. ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ
ΒΑΚΑΡΟΥ, ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ, Μυστήριον καί ἀποκάλυψις τοῦ Θεοῦ κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης, εἰς Θεολογία 54 ( 1983), σσ. 303- 318.
BALAS, D., Man’s Participation in God’s Perfections according to Saint Gregory of Nyssa, Rome 1966.
ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, Informations sur les travaux en cours, ε’ις Harl Marguerite, Ecriture et Culture Philosophique dans la pansee de Gregoire de Nysse, Leiden, E. J. Brill 1971.
BOHM, TH., Theoria-Unendlichkeit-Aufstieg. Philosophische Implikationen zu De vita Moysis von Gregor von Nyssa, Leiden, Brill, 1996. (Supplements to Vigiliae Christianae 35).
CHERNISS, F. H., The Platonism of Gregory of Nyssa, Berkeley 1930.
CROUSEL, H., Theologie de l’ image de Dieu chez Origene, Paris 1956.
DANIELOU, J., Theoria: L’ etre et le temps ches Gregoire de Nysse, Leiden, 1970, 1-17= La θεωρία ches Gregoire de Nysse, Studia Patristika II, (TU 108), Berlin, Academy Verlag 1972, σσ. 130-145.
ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, Platonisme et theologie mystique. Essai sur la doctrine srirituelle de Gr. De N., Paris 1954.
ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΥ, ΓΙΑΝΝΗ, Φιλοσοφία καί Πίστη κατά τόν Γρηγόριο Νύσσης, Ἀθήνα 1996.
DUNZL, F., Braut und Brautigam. Die Auslegung des Canticum durch Gregor von Nyssa, Tubingen, 1993.
GΕΥΕR, B., "Die Patristische und Scholastische Philosophie," Berlin 1928.
ΘΕΟΔΩΡΟΥ, Α., Ἡ περί θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου διδασκαλία τῶν Ἑλλήνων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μέχρις Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, Ἀθήνα 1956.
HΑRL, MARGUERITE, Ecriture et Culture Philosophique dans la pansee de Gregoire de Nysse, Leiden, E. J. Brill 1971.
LANGERBECK, H., Zur Interpretation Gregory von Nyssa.ThLZ 82(1957), 81-90.
Εμπειρία και Θεωρία Προσωπική στον Αγιο Γρηγόριο Νύσσης
ΛIΑΚΟΥΡΑ, ΗΛ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ, Ἡ περί τῶν ἀκτίστων θείων ἐνεργειῶν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Φιλοθέου(Κοκκίνου) Πατριάρχου Κων/πόλεως, Ἀθήνα 1992.
ΜΑΤΣΟΥΚΑ, ΝΙΚ., Γνῶσις καί ἀγνωσία τοῦ Θεοῦ, εἰς Κληρονομία 2 (1970), σ. 53-72.
ΜΟΥΤΣΟΥΛΑ, Δ. ΗΛΙΑ, Γρηγόριος Νύσσης. Εἰσαγωγικά
ΒΕΠΕΣ 65, Ἔκδοσις ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΔΙΑΚΟΝΙΑΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ, Ἀθήνα 1996.
ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, Γρηγόριος ὁ Νύσσης.Βίος – συγγράμματα-διδασκαλία-βιβλιογραφία, Ἀθῆναι 1970.
ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, Ἡ Ἀρειανική Ἔρις καί ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, Μέρος Β, Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, Τόμος Α, Ἔκδ. Β, Ἀθῆναι 1994.
ΜΠΟΥΚΗ, ΧΡ., Η γλῶσσα τοῦ Γρηγορίου Νύσσης ὑπό τό φῶς τῆς φιλοσοφικῆς ἀναλύσεως, Θεσσαλονίκη 1970.
MULENBERG, E., Die Unendlichkeit Gottes bei Gregor von Nyssa. Gregors Kritik am Gottesbegriff des klassischen Metaphysik, Gottingen 1966.
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Γ. ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ, Πατρολογία, Β, Αθήνα 1990.
ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, Πατρολογία, A, Αθήνα 1982.
PORZIG, W., Das Wunder der Sprache, Μunchen 1967.
SIEBEN, J. H., Mneme Theou, DS 10 (1980), στ. 1407-1414.
ΣΚΟΥΤΕΡΗ, Β. ΚΩΝ., Ἡ ἐκκλησιολογία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης, Ἀθήνα 1969.
ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, "Μετεωροπορεῖν" καί "συμμμετεωροπορεῖν" παρά τῷ ἁγίῳ Γρηγορίῳ Νύσσης, Ἀθήνα 1969.
SPIDLIK, TOMAS, La spiritualite de l’ Orient Chretien,εἰς Orientalia Christiana Analecta 206 (1978), μετάφρ. Ψευτογκᾶ Βασιλείου, Ἡ πνευματικότητα τοῦ Ἀνατολικοῦ χριστιανισμοῦ, Θεσσαλονίκη 2000.
ΣΩΤΗΡΟΠΟΥΛΟΥ, Γ. ΧΑΡΑΛ., Θέματα ἀσκητικῆς ζωῆς εἰς τά "κεφάλαια ἀγάπης" τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ ὁμολογητοῦ, Ἀθῆναι 1993.
ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, Νηπτικοί καί Πατέρες τῶν Μέσων Χρόνων, Ἀθῆναι 1993.
ΤZABAΡΑ, ΓΙΑΝΝΗ, Πλωτίνος, Ἐννεάδων Βιβλία 30-33.Εἰσαγωγή-Μετάφραση-Σχόλια.Ἐκδ. Δωδώνη, Ἀθήνα-Γιάννινα, 1995.
VΟLKER, WALTHER, Gregor von Nyssa als Mystiker, Wiesbaden 1955.
ΧΡΗΣΤΟΥ, Κ. ΠΑΝ., Ἑλληνική Πατρολογία, Δ, ΚΥΡΟΜΑΝΟΣ, Θεσσαλονίκη 1991.
. 81
Εμπειρία και Θεωρία Προσωπική στον Αγιο Γρηγόριο Νύσσης
ΘΕΩΝΗΣ ΜΑΡΙΝΟΥ ΜΠΟΥΡΑ
ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗΣ ΦΟΙΤΗΤΡΙΑΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ
ΥΠΟΤΡΟΦΟΥ ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ ΚΡΑΤΙΚΩΝ ΥΠΟΤΡΟΦΙΩΝ
ΤΟΜΕΑΣ ΠΑΤΡΟΛΟΓΙΑΣ, ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΔΟΓΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΣΥΜΒΟΛΙΚΗΣ
ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ Γ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ
Α Θ Η Ν Α. 2003
ISBN: 978-960-93-5339-7
νέο e-book
24grammata.com
σειρά: εν καινώ, αρ. σειράς: 54

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου