Ο ΠΡΟΟΙΜΙΑΚΟΣ λόγος τῆς ἑνδέκατης ὁμιλίας γιὰ τὴ σημασία τῆς ἐγρηγόρσεως
προβάλλει τὴν ἀντίθεση μεταξὺ τοῦ τρεπτοῦ σχήματος τοῦ αἰῶνος τούτου
καὶ τῆς μακάριας ζωῆς κοντὰ στὸν Θεό, ὡς ἀντίθεση μεταξὺ ἀλήθειας καὶ
ψεύδους, ὄντος καὶ φαντασίας τοῦ μὴ ὄντος. Ὁ ἄνθρωπος δὲν καλεῖται νὰ
νικήσει τοὺς πειρασμοὺς τῆς ψυχῆς ἀλλὰ νὰ ἀποκτήσει τὴν ἐπιθυμία τῆς
νίκης, δὲν καλεῖται νὰ περάσει σὲ κατάσταση ἀπόλυτης νηφαλιότητας ἀλλὰ
μονίμως ἀποβλέποντας σ᾽ αὐτὴν νὰ ἀποδειχθεῖ ἀνώτερος τοῦ νυσταγμοῦ.(1) Καὶ στὴν ἑνδέκατη ὁμιλία ἀλλὰ καὶ σ᾽ ὁλόκληρο τὸ Ἆσμα(2)
ὁ Γρηγόριος τονίζει τὴν εὐαγγελικὴ διδασκαλία περὶ εὐθύνης καὶ ἐξουσίας
τοῦ νοῦ. Τὴν ἀρετὴ ὡς κατόρθωμα τῆς προαιρέσεως, ἀπόδειξη ἐλευθερίας
καὶ φόβητρο ἐναντίον τῶν τυραννικῶν φύσεων, ἀνθρώπων καὶ δαιμόνων, ὑμνεῖ
ὁ Γρηγόριος στὸ δεύτερο μέρος τοῦ ὑπομνήματος Εἰς τὸν βίον Μωϋσέως.
῾Η σχέση τῆς ψυχῆς πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὸν κόσμο συγκροτεῖ δύο τρόπους
ἐκφράσεως ἑνιαίας πραγματικότητας, τὴν ὁποία διαμορφώνει καὶ ἐπιθέτει
στὰ πράγματα ὁ ἀνθρώπινος νοῦς: ἡ ψυχὴ δημιουργεῖ τὶς ἐπιθυμίες της καὶ
πρὸς αὐτὲς συσχηματίζεται μεταμορφώνοντας ἀναλόγως τὸν κόσμο.(3)῾Η
διδασκαλία αὐτὴ δὲν συνεπάγεται παράδοση σὲ ὑποκειμενισμό, δὲν
δημιουργεῖ ἀγεφύρωτο χάσμα μεταξὺ τοῦ νοῦ καὶ τῶν ἐκτός του, ἀλλὰ
συναρτᾶται μὲ τὴν γραφικὴ μαρτυρία περὶ τῆς κατ᾽ εἰκόνα Θεοῦ δημιουργίας
τοῦ ἀνθρώπου. Ἀναγνωρίζοντας στὴν ψυχὴ δύναμη καὶ ἐξουσία ὁ Γρηγόριος
δὲν ἀναγνωρίζει παρὰ μόνον ἕνα δῶρο τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο, τὴ δυνατότητα
εἴτε νὰ πλησιάσει τὸν Θεὸ ἀναπτύσσοντας κοντά Του καὶ πρὸς αὐτὸν τὰ
χαρίσματα τῆς δημιουργίας, εἴτε νὰ ἀπομακρυνθεῖ σὲ διαδοχικὲς ὀπτασίες
τοῦ μὴ ὄντος, κίνητρο τῶν ὁποίων ἀποτελεῖ κατὰ τὸν ἴδιο ἡ ἀγάπη τῆς
ἡδονῆς, τῆς δύναμης καὶ τῆς δόξας.(4)
Θὰ ἦταν σωστὸ νὰ βλέπαμε τὴν ἀντίθεση ὄντος καὶ μὴ ὄντος ὄχι ἀνάμεσα
στὴν ἡδονὴ καὶ τὸν πόνο, ὄχι ἀνάμεσα στὴ δύναμη καὶ τὴν ἀσθένεια οὔτε
ἀνάμεσα στὴ δόξα καὶ τὴν ἀσημαντότητα, ἀλλὰ ἀνάμεσα σὲ ὁτιδήποτε εἶναι
πραγματικὸ καὶ στὴν διαστρέβλωσή του, ἀφοῦ καὶ ἡ πραγματικὴ ἀγάπη ἔχει
τὴ δική της δύναμη, δόξα καὶ ἡδονή. Δὲν θὰ συναντήσουμε στὸν Γρηγόριο
λόγους κατὰ τῆς ἡδονῆς ὡς τέτοιας, οὔτε κατὰ τῆς δύναμης ὡς τέτοιας,
οὔτε κατὰ τῆς δόξας: καταδικάζει τὴ διαστρέβλωσή τους. Τὸ κριτήριο ποὺ
χρησιμοποιεῖ γιὰ νὰ συλλάβει καὶ νὰ δείξει τὴν διάκριση ὄντος καὶ μὴ
ὄντος, κριτήριο σύνηθες ἐντὸς τῆς χριστιανικῆς παραδόσεως, εἶναι ἡ
διάρκεια, ὥστε ἂν μπορεῖ νὰ δωθεῖ κάποια μάχη, θὰ εἶναι μάχη ἐναντίον
ἑνὸς καὶ μόνον ἀντιπάλου, τῆς ματαιότητας.(5)
Ὕπνος λοιπὸν κυρίως εἶναι ἡ ἐγκατάλειψη στὴ ματαιότητα ἐκφραζόμενη ὡς
ἐγκατάλειψη σὲ ποικίλες παραμορφώσεις τοῦ ὄντος καὶ δι᾽ αὐτῶν στὴ λήθη
τοῦ Θεοῦ. Ἀπὸ τὴ βύθιση στὸν λήθαργο τοῦ μὴ ὄντος ἐμποδίζει ἡ αἴσθηση
τοῦ πόνου. Βάσει αὐτῆς τῆς ἐπιγνώσεως ὁ Γρηγόριος ἐπαναλαμβάνει τὴν
εὐαγγελικὴ προτροπὴ «ἔστωσαν ὑμῶν αἱ ὀσφύες περιεζωσμέναι καὶ οἱ λύχνοι
καιόμενοι»,(6) προτροπὴ ποὺ ἀπετέλεσε ἕνα ἐκ τῶν θεμελίων τοῦ ἀσκητικοῦ βίου.(7)
Πῶς ὅμως ἡ αἴσθηση τοῦ πόνου θεραπεύει τὴ σχέση μας μὲ τὸν Θεό, ἐνῶ ἡ
ἴδια ἔχει τὴν ἀρχή της στὴν ἀπομάκρυνση ἀπὸ Ἐκεῖνον; Πρόκειται γιὰ
παράδοξο τῆς ἐκπτωτικῆς ἐποχῆς, πρὸς ἐπίλυσιν τοῦ ὁποίου ὁ Γρηγόριος
ἐπιστρατεύει τὴ συνέχεια τοῦ προηγουμένου χωρίου ἀπὸ τὸ κατὰ Λουκᾶν
εὐαγγέλιο, τὸν λόγο περὶ τῆς ἐγρηγόρσεως τῶν ἀγγέλων ὡς ὑποδείγματος γιὰ
τοὺς ἀνθρώπους - κείμενο ἐξόχως σημαντικό, ἀφοῦ περιγράφει τὴ νήψη πέρα
ἀπὸ κάθε ἄρνηση (πῶς θὰ μποροῦσε νὰ νοηθεῖ ἐγκράτεια στοὺς ἀγγέλους;(8)),
τονίζοντας τὸ θετικὸ καὶ μάλιστα ἐρωτικὸ περιεχόμενο τῆς νήψης:
ἄγρυπνος εἶναι ὁ ἐρωτευμένος.῾Υπ᾽ αὐτὴ τὴν προοπτικὴ ὄχι μόνο γίνεται
ἐφικτὴ ἡ παρομοίωση ἀνθρώπων καὶ ἀγγέλων,(9)
ἀλλὰ παρουσιάζεται ἐπιβεβλημένη, ἐνισχύοντας μάλιστα τὴν περὶ βαθμίδων
προσεγγίσεως τοῦ Λόγου διδασκαλία τοῦ Γρηγορίου: ὅ,τι γιὰ τοὺς ἀνθρώπους
ἀποτελεῖ τὸ μυστήριο τῆς σωτηρίας, ἡ ἐνανθρώπηση δηλαδὴ τοῦ Λόγου, γιὰ
τοὺς ἀγγέλους, στὴ συγκεκριμένη ὁμιλία, ἀποτελεῖ περισσότερο ἐγκατάλειψη
τῆς θείας δόξας - οἱ ἄγγελοι νοιώθουν βαθύτερα τὸ γεγονὸς τῆς κενώσεως
παρὰ τὶς σωτηριολογικὲς συνέπειές του, ἔτσι ὥστεἀγρυπνοῦν ἀνυπόμονοι γιὰ
τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ Χριστοῦ στὴν ὑπερουράνιο μακαριότητα.(10)῾Η
στάση τῶν ἀγγέλων, ὅπως τὴν περιγράφει ὁ Γρηγόριος, δὲν ὑποτιμᾶ τὸ
μυστήριο τῆς ἐνανθρωπήσεως, διότι δὲν συνιστᾶ ὑποτίμηση ἡ ἔμφαση σὲ ὅ,τι
θεμελιώνει καί τὸ μυστήριο τῆς ἐνανθρωπήσεως. ἡ στάση τους ὑποδηλώνει
τὴν προσδοκία κάθε ἐρωτευμένου νὰ βλέπει ὅ,τι ἀγαπᾶ μέσα στὸ ἰσχυρότερο
δυνατὸ φῶς. Αὐτὴ ἡ προσδοκία κατευθύνει τὸ μυστήριο τῆς ἐνανθρωπήσεως
καὶ εἶναι αὐτὴ ἀκριβῶς ποὺ ἐξηγεῖ τὴν ἀγρυπνία τῶν ἀγγέλων - ὁ ἔρωτας
τοῦ Χριστοῦ γιὰ τοὺς ἀνθρώπους, ὁ ἔρωτας τῶν ἀγγέλων γιὰ τὸν Χριστό.
Ἔχει συχνὰ τονισθεῖ ὁρισμένη συγγένεια τοῦ Γρηγορίου Νύσσης μὲ τὸν ἅγ.
Διονύσιο Ἀρεοπαγίτη. Πιθανῶς ἡ ἔμφαση ποὺ δίνεται στὴ συγγένεια αὐτὴ νὰ
εἶναι ὑπερβολικὴ καὶ πάντως στὴν συγκεκριμένη ὁμιλίαβλέπουμε μιὰ πολὺ
σημαντικὴ διαφορὰ μεταξὺ τῶν δύο θεολόγων. Ὁ Διονύσιος ἀντιλαμβάνεται
τοὺς ἀγγέλους κυρίως ὡς πνεύματα καλύπτοντα ἱεραρχικῶς καὶ παιδαγωγικῶς
τὴν μεταξὺ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων ἀπόσταση. Ὁ Γρηγόριος ἐδῶ τοὺς παρουσιάζει
ἐρωτευμένους τοῦ Χριστοῦ. Δὲν ἀδημονοῦν γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων,
δὲν παρακαλοῦν γιὰ τὸν ἁγιασμὸ καὶ τὴ σωτηρία τους, δὲν δοξάζουν τὸν
Κύριο γιὰ τὴ μεγάλη Του εὐεργεσία πρὸς τοὺς ἀνθρώπους. Τὴν παιδαγωγική
τους χρησιμότητα συνιστᾶ ἡ ἴδια ἡ ἀγάπη καὶ ἀφοσίωσή τους στὸν Λόγο τοῦ
Θεοῦ, τὴν ὁποία καλοῦνται οἱ ἄνθρωποι νὰ μιμηθοῦν.(11)
Καὶ ἡ ἀναφορὰ στοὺς ἀγγέλους, ἀλλὰ καὶ ἡ ἴδια ἡ διήγηση τοῦ Ἄσματος
φανερώνουν τὸν ἔρωτα πέραν τῶν ἠθικιστικῶν περὶ γενικῆς ἀγαθοεργίας
προτροπῶν, ὡς δύναμη ποὺ ἀναπτύσσεται πάντοτε μεταξὺ δύο, καὶ στὴν
τελειότερη μορφή του, ὡς στάση ἀποκλειστικῆς ἀφοσίωσης τοῦ ἑνὸς
συγκεκριμένου ὄντος στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.
Εἶναι πολὺ σημαντικὸ στὴ συνάφεια αὐτὴ νὰ προσέξουμε ἐπίσης, ὅτι ἡ
παρθενία συνδέεται ἀπὸ τὸν Γρηγόριο μὲ τὴν ἀφθαρσία καὶ δὲν ἀποτελεῖ
τόσο προϊὸν ἐγκρατείας, ὅσο δῶρο τοῦ Χριστοῦ διὰ τῆς ἀγάπης τῆς
ἐνανθρωπήσεως,(12)
ἔτσι ὥστε φυσικὴ κατάσταση δὲν εἶναι ἡ ἐγκράτεια ἀλλὰ ἡ παρθενία.῾Η
περὶ παρθενικῆς ἀφθαρσίας ἔκφραση τοῦ Γρηγορίου βοηθεῖ νὰ ἀποφύγουμε νὰ
ταυτίζουμε αὐτὸ ποὺ ἡ πορνεία εἶναι μὲ τὶς συνέπειές της: πορνεία δὲν
εἶναι ἡ πρόσδεση στὴν ὕλη εἴτε στὴν σεξουαλικότητα, μολονότι καὶ δι᾽
αὐτῶν μπορεῖ νὰ ἐκδηλώνεται, ἀλλὰ ὁ χωρισμὸς ἀπὸ τὸν Χριστό. Πορνεία
εἶναι ἡ λήθη τοῦ Χριστοῦ.῾Η διδασκαλία τοῦ Γρηγορίου, ἂν καὶ μοιάζει νὰ
ὁδηγεῖ σὲ νοησιαρχικὲς ἀποκλίσεις, στὴν πραγματικότητα, ὅπως θὰ
διαπιστώσουμε καὶ στὴ συνέχεια, δὲν προϋποθέτει τίποτα περισσότερο ἀπὸ
τὸν θετικὸ χαρακτήρα τῆς παρθενίας -κύριο δηλαδὴ χαρακτηριστικὸ τῆς
παρθενίας προβάλλεται ὄχι ἡ ὁποιαδήποτε ἀποχὴ καὶ ἐγκράτεια ἀλλὰ ἡ
ἀθανασία καὶ ἡ πίστη στὸν Χριστό.῾Η ἐγκράτεια εἶναι προσωρινή, ἡ
παρθενία ἀνήκει στὴν αἰωνιότητα, καὶ αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ τοῦ
ἐπιτρέπει νὰ τὴν χαρακτηρίζει ἀγγελική.(13)
Μποροῦμε, ἔτσι, νὰ κατανοήσουμε περισσότερο καὶ φράσεις ὅπως τοῦ
Αὐγουστίνου, κατὰ τὸν ὁποῖο μπορεῖ κανεὶς ἐφόσον ἀγαπάει νὰ κάνει ὅ,τι
θέλει.῾Η ἠθικὴ εἶναι παράγωγο τῆς παρθενίας, ὄχι αἰτία της. προβάλλοντας
τὴ συνείδηση ὣς ἕδρα καί τῆς ἐλευθερίας καί τῆς συναντήσεως μὲ τὸν Θεό,
ὁ Γρηγόριος ἀναιρεῖ κάθε τάση νομικιστικοῦ τύπου εὐσέβειας.(14)
Τὸ νὰ ἰσχυριζόμαστε πὼς ἡ ἑρμηνεία τοῦ Γρηγορίου στὸ Ἆσμα δὲν ἀναφέρεται
μόνο στὴν προσωπικὴ ἕνωση τῆς ψυχῆς μὲ τὸν Χριστὸ ἀλλὰ ἐπίσης στὸν γάμο
Χριστοῦ καὶ Ἐκκλησίας, διασπᾶ τὸ ἑνιαῖο μυστήριο τῆς σωτηρίας, καθὼς ὁ
γάμος Χριστοῦ καὶ Ἐκκλησίας δὲν συντελεῖται παρὰ μόνο μέσα στὴν
προσωπικὴ ἕνωση κάθε ψυχῆς μὲ τὸν Χριστό.(15)
῾Η Ἐκκλησία δὲν συνιστᾶ ἀθροιστικὸ σύνολο, ὑπάρχει μόνο στὸν βαθμὸ ποὺ
ὁ Χριστὸς ὑπάρχει καὶ ζεῖ ὁλόκληρος μέσα σὲ κάθε ἕνα ἀπὸ τὰ μέλη της.(16)
῾Η διδασκαλία τοῦ Γρηγορίου ἀναδεικνύεται συνεχῶς καὶ ἀπολύτως
χριστοκεντρική.῾Η φυσικὴ κατάσταση ὅλων τῶν προικισμένων μὲ νοημοσύνη
ὄντων εἶναι νὰ στρέφονται ἐρωτικὰ πρὸς τὸν Χριστό, ἔτσι ὥστε σωτήρας
ὅλων εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Σὲ ἄλλο κείμενό του δὲν θὰ διστάσει νὰ
ἀποκαλέσει τὸν ἄγγελο ἀδελφὸ τρόπον τινὰ τοῦ ἀνθρώπου.(17) Ἑνοποιό τους ἰδίωμα ἀποτελεῖ ἡ ἀγρυπνία μέσα στὴν ἀναμονὴ τοῦ Χριστοῦ. Μακάριος ὅποιος ἀνοίγει σ᾽ ἐκεῖνον ποὺ κρούει τὴν θύρα.(18)
Ὁλόκληρη ἡ νοήμων καὶ ἀγαθὴ κτίση στὴ μακαριότητα αὐτοῦ τοῦ καιροῦ
ἐλπίζει. Στὴν ἐλπίδα αὐτὴ ἔχει βυθίσει τὴν ψυχή της τελείως ἡ νύμφη τοῦ
Ἄσματος.
Ἔχοντας προβάλλει τὸν ὁρίζοντα τῆς καθολικῆς ἀγάπης γιὰ τὸν Χριστό, ὁ
Γρηγόριος ἐπιστρέφει στὸ κείμενο τοῦ Ἄσματος ἀναλαμβάνοντας τὴ νύμφη στὸ
σημεῖο ἀκριβῶς ἐκεῖνο, ὅπου ἡ μακαριότητά της πρόκειται νὰ ἐκπληρωθεῖ,
ὅπου ὁ κρούων τὴν καλεῖ νὰ Τὸν ὑποδεχθεῖ. Ἔχει πολεμήσει καὶ νικήσει
τὴν σκληρότητα, ἔχει ἐργασθεῖ παραδείσους καὶ ἔχει ἐνδυθεῖ τὸ φῶς, ἔχει
προσφέρει κάθε δῶρο θεοπρεπές, γι᾽ αὐτὴν ὁ Λόγος μαρτυρεῖ πὼς εἶναι
τέλεια, καὶ ψόγος σ᾽ αὐτὴν δὲν ὑπάρχει.(19)῾Η
τελειότητα, ὅμως, ἀναφερόμενη σὲ ἀνθρώπους, ἔχει σχετικὴ σημασία καὶ
σημαίνει τὴν ἐξάντληση τῶν ὁρίων τῆς ἀνθρώπινης φύσεως γιὰ τὸ ἀγαθό.(20)
τὰ ὅρια ὅμως πάντοτε ὑπάρχουν, συνεχῶς μετατίθενται, σὲ πορεία
παράδοξη, ὅσο παράδοξη εἶναι ἡ ἕνωση τοῦ ἄπειρου καὶ τοῦ πεπερασμένου,
παρὰ τὴν ἀχανῆ μεταξύ τους ἀπόσταση καὶ ἐντὸς αὐτῆς, σὲ πορεία ἀδιάκοπη,
ποὺ θὰ θύμιζε τὸ μαρτύριο τοῦ Σισσύφου ἂν δὲν γεννιόταν καὶ δὲν
μεγάλωνε ὑπὸ τὴν θαλπωρὴ τῆς θείας ἀγάπης, ἔργο τῆς ὁποίας εἶναι ἀκριβῶς
ἡ μεταμόρφωση τῆς ἀπόστασης σὲ προϋπόθεση τῆς κοινωνίας. Μόνο χωρὶς τὴν
ἀγάπη ἡ ἀπόσταση θὰ ἀποτελοῦσε καταδίκη, ἐνῶ τώρα ἡ ἴδια αὐτὴ ἀπόσταση
παρέχει τὸν χῶρο τῆς μυστικῆς συναντήσεως.(21)
Δὲν ὑπάρχει θαυμασμὸς γνήσιος χωρὶς ἀπολύτων διαστάσεων ἀπόσταση, καὶ
μόνο μέσα στὸν θαυμασμὸ ἡ τέτοια ἀπόσταση δὲν τρομάζει. Ὥστε ἡ συνεχὴς
ἐρωτικὴ μύηση ὄχι μόνο βασανιστικὴ ἐπανάληψη δὲν καταντᾶ, ἀλλά,
ἀντιθέτως, γίνεται περιπέτεια, τὸ τέλος τῆς ὁποίας ὅσοι τὴν
συμμερίζονται οὐδέποτε ἐπιθυμοῦν. Ἀκόμη, ἡ διδασκαλία τοῦ Γρηγορίου περὶ
τῶν ὁρίων ὡς μεταβλητῆς πραγματικότητας καὶ συνεπῶς περὶ ἀέναης
προσχωρήσεως τοῦ ἀνθρώπου στὸ ἀγαθό, ἔχει πολὺ σημαντικὲς ἀνθρωπολογικὲς
συνέπειες, ἀφοῦ προϋποθέτει ὅτι ἡ ἴδια ἡ ἀνθρώπινη φύση, χωρὶς νὰ εἶναι
ἄπειρη, μπορεῖ νὰ ἀποκτήσει δυναμικὸ καὶ μάλιστα ἀνεξάντλητα δυναμικὸ
χαρακτῆρα.῾Η φύση τοῦ ἀνθρώπου, ἑπομένως, δὲν κατανοεῖται οὐσιολογικά,
δὲν ἀποτελεῖ περιουσία, ὡς τὴν προσέλαβε ἐνίοτε ἀκόμη καὶ ἡ χριστιανικὴ
θεολογία, κατὰ τὸν βαθμὸ τῆς ἐπιρροῆς της ἀπὸ ὁρισμένες ὄψεις τῆς
ἀρχαίας ἑλληνικῆς σκέψης. Δὲν ἀποτελεῖ δεδομένη, σαφῶς
περιγεγραμμένη,πραγματικότητα, μολονότι μπορεῖ νὰ καταντήσει καὶ αὐτό,
ἀλλὰ στὴ συνάντησή της μὲ τὸν Θεό,διὰ τῆς μυστικῆς ἀναγεννήσεως, ἀενάως
διευρύνει τὰ ὅριά της, ἔτσι ὥστε καὶ ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος παρουσιάζεται ὡς
μυστήριο καὶ εἶναι οὐσιωδῶς ἀκατάληπτος.
{5.2}[ Ἐγὼ καθεύδω καὶ ἡ καρδία μου ἀγρυπνεῖ.]
Φωνὴ τοῦ ἀδελφιδοῦ μου κρούει ἐπὶ τὴν θύραν Ἄνοιξόν μοι, ἀδελφή μου, ἡ
πλησίον μου, περιστερά μου, τελεία μου, ὅτι ἡ κεφαλή μου ἐπλήσθη δρόσου
καὶ οἱ βόστρυχοί μου ψεκάδων νυκτός. {5.3} Ἐξεδυσάμην τὸν χιτῶνά μου,
πῶς ἐνδύσομαι αὐτόν; ἐνιψάμην τοὺς πόδας μου, πῶς μολυνῶ αὐτούς; {5.4}
Ἀδελφιδός μου ἀπέστειλε χεῖρα αὑτοῦ διὰ τῆς ὀπῆς καὶ ἡ κοιλία μου
ἐθροήθη ἐπ᾽ αὐτόν.
Τὶς ἑνότητες 2, 3, καὶ 4 τοῦ πέμπτου κεφαλαίου τοῦ Ἄσματος σχολιάζει ὁ
Γρηγόριος στὴν ἑνδέκατη ὁμιλία. Τὴ φράση "Ἐγὼ καθεύδω καὶ ἡ καρδία μου
ἀγρυπνεῖ" κατατάσσει στὴν προηγούμενη ἑνότητα τοῦ ἴδιου κεφαλαίου τοῦ
Ἄσματος καὶ ἀκολούθως τὴ σχολιάζει στὴν δέκατη ὁμιλία. Πιθανῶς τὸ
χειρόγραφό του παρεῖχε αὐτὴ τὴ διαίρεση, ἐκτὸς ἐὰν προτίμησε νὰ ἀναφέρει
τὸν συγκεκριμένο στίχο στὰ προηγούμενα θεωρώντας ὅτι νοηματικῶς ἐκεῖ
ἀνήκει.῾Η τελευταία περίπτωση πρέπει πιστεύω νὰ ἀποκλεισθεῖ.῾Η ἑρμηνεία
ποὺ ἔδωσε στὸν στίχο αὐτὸ στὴν προηγούμενη ὁμιλία θὰ ταίριαζε καὶ μὲ τὸν
περὶ ἐγρηγόρσεως λόγο, μὲ τὸν ὁποῖο ἀρχίζει ἡ ἑνδέκατη, ἀλλὰ καὶ μὲ τὸ
ἐγκώμιο στὴν τελειότητα τῆς νύμφης, μὲ τὸ ὁποῖο ἀρχίζει τὸ κύριο τμῆμα
τῆς ἑνδέκατης. Ἀκριβῶς ἐπειδὴ ὑπάρχει αὐτὴ ἡ συνάρτηση θὰ λέγαμε, πὼς ὁ
συγκεκριμένος στίχος παραμένει οὐσιαστικὰ μετέωρος, τονίζοντας καὶ μ᾽
αὐτὸ τὸν τρόπο, ὡς μεγάλο ὁρόσημο τῶν δύο ὁμιλιῶν, τὴν καθαρότητα καὶ
τὴν ἀγρυπνία γιὰ τὸν Χριστό.
῾Η νύμφη λοιπὸν εἶναι ὅλη καλή, χωρὶς κανένα ψεγάδι, καὶ ὅμως ὑποδέχεται
τὸν Χριστὸ σὰν νὰ μὴ τὸν εἶχε ποτὲ δεῖ.῾Η λαχτάρα καὶ ὁ θαυμασμὸς τῆς
νύμφης ἐπιτρέπουν στὸν Γρηγόριο νὰ μιλήσει γιὰ τὸ ἀκατάληπτο τοῦ Θεοῦ.
Ἔντονη εἶναι ἡ διάκριση μεταξὺ ἀκοῆς καὶ ὅρασης σ᾽ αὐτὸ τὸ σημεῖο. Μὲ
τὴν ἀνώτερη γνώση συνδέεται ἡ ὅραση, ὄχι ἡ ἀκοή, καὶ αὐτὸ εἶναι ἀκόμη
ἕνα στοιχεῖο, ποὺ βοηθάει νὰ μὴν ἀποδώσουμε νοησιαρχικὲς ἀποκλίσεις στὴ
σκέψη τοῦ ἁγ. Γρηγορίου.(22) Στὴν πρώτη ὁμιλία τοῦ Ἄσματος(23)
ὁ Χριστὸς ὡς πηγὴ συνδέεται μὲ τὴ χριστιανικὴ διδασκαλία, ἀλλὰ οὔτε ἐδῶ
λανθάνει νοησιαρχία καθὼς τὰ ρήματα τῆς πηγῆς αὐτῆς ἀντικατοπτρίζουν
ἄρρητα μυστήρια τῆς καρδιᾶς τοῦ Κυρίου.(24)
Πέραν τῆς διακρίσεως μεταξὺ τῶν δύο αἰσθήσεων ὁ Γρηγόριος ἀναφέρει τὴν
εἰκόνα τῆς πηγῆς ἀπὸ τὸν ἕκτο στίχο τοῦ δευτέρου κεφαλαίου τῆς Γενέσεως:(25) «πηγὴ δὲ ἀνέβαινεν ἐκ τῆς γῆς καὶ ἐπότιζεν πᾶν τὸ πρόσωπον τῆς γῆς».(26)
῾Η πηγὴ αὐτὴ κατὰ τὸν Γρηγόριο εἶναι κυρίως ὁ Χριστός, ὥστε καὶ οἱ
πρῶτοι πεπτωκότες ἀπὸ τὸν Χριστὸ ἀπεμακρύνθησαν.῾Η ἰσχὺς τοῦ Θεοῦ,
λοιπόν, δὲν εἶναι ἐπιβλητική, δὲν θαυμάζει ἡ νύμφη ἐπειδὴ βρίσκεται
ἐνώπιον τῆς πηγῆς, εἶναι ὁ δικός της διαρκὴς πόθος ὑπεύθυνος τοῦ
θαυμασμοῦ της.῾Η ἔμφαση στὸν θαυμασμὸ ὡς τῆς ὑψηλώτερης ἀπαντήσεως τοῦ
ἀνθρώπου στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, συνιστᾶ ἀπόλυτη καταδίκη τῆς νοησιαρχίας
καὶ μάλιστα ἀποτρέπει ἀπὸ τὴν ἐμμονὴ στὴ δογματικὴ θεολογία. Εἶναι μέσα
στὸν θαυμασμὸ τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ ποὺ ἡ νύμφη ἔχει γίνει ἡ ἴδια
μία πηγή, ὅπως ἤδη στὴν ἔνατη ὁμιλία ἔγραψε ὁ Γρηγόριος.(27)῾Η νύμφη θεοῦται.
Γιὰ νὰ βοηθήσει νὰ νοιώσουμε τὸ θαῦμα ὁ Γρηγόριος ἐπιστρατεύει τὸ
ἀγαπημένο του παράδειγμα τοῦ Μωϋσέως καὶ τῶν τριῶν εἰσόδων στὴν
ἐπιφάνεια τοῦ Θεοῦ: διὰ φωτός, διὰ νεφέλης, ἐν γνόφῳ.(28)
Χρησιμοποιώντας ὅσα εἰπώθηκαν πιὸ πάνω περὶ ταυτίσεως παρθενίας καὶ
ὀρθοδοξίας, θὰ μπορούσαμε ἀκολούθως νὰ ποῦμε, πὼς ἡ πρώτη, ἡ διὰ τῆς
ὀρθῆς πίστεως εἴσοδος, εἶναι ἡ βαθμίδα τῆς παρθενίας. Στὸ στάδιο αὐτὸ ἡ
ψυχὴ μέσα στὴν παρθενικὴ καθαρότητα τῆς πίστεως θαυμάζει τὸν κόσμο ἀλλὰ
δὲν ἔχει ἀκόμα δοκιμασθεῖ στὴν ἀναζήτησή της γιὰ τὸν Θεό - δὲν ἔχει
ἀποσπασθεῖ ἀπὸ τὰ φαινόμενα.῾Η ἀπόσπαση συντελεῖται στὸ δεύτερο στάδιο,
ὁπότε ὅλα τὰ ὄντα καλύπτονται ἀπὸ τὴ νεφέλη τοῦ θείου μυστηρίου.῾Η
εἴσοδος ἐπιτείνεται.῾Η ψυχὴ ἀποσπᾶται ἀκόμη περισσότερο ἀπὸ τὰ φαινόμενα
καὶ ὑψώνεται στὸν γνόφο τῆς ἀπειρίας τοῦ Θεοῦ.(29)
Ὁ Γρηγόριος ἀνατρέχει σὲ προηγούμενες ὁμιλίες, δείχνοντας πῶς διάφορες
διηγήσεις γιὰ τὶς πράξεις τῆς νύμφης ἀντιστοιχοῦν στὰ τρία στάδια τῆς
μυστικῆς ἐπίγνωσης τοῦ Θεοῦ.῾Η ἀναδρομὴ αὐτὴ παρέχει στοιχεῖα ποὺ
βοηθοῦν νὰ καταλάβουμε καλύτερα πῶς ἐννοεῖ τοὺς τρεῖς βαθμοὺς τῆς
ἀναβάσεως. Ἀπὸ τὴν περιγραφὴ τῆς προηγούμενης ἐκπτωτικῆς καταστάσεως
τῆς νύμφης προκύπτει, πὼς γιὰ τὸν Γρηγόριο ὀρθοδοξία δὲν ἀποτελεῖ ἡ ἁπλὴ
ἀποδοχὴ ὁρισμένων δογμάτων, ἀλλὰ κυρίως ἡ φυλακὴ τοῦ ἑαυτοῦ, ὁ ὁποῖος
παρομοιάζεται μὲ ἀμπελῶνα. Φυλακὴ τοῦ ἑαυτοῦ εἶναι ἡ διαμονὴ στὸ φῶς καὶ
ἡ ἑτοιμασία γιὰ τὴν καρποφορία. Τὸ στάδιο τοῦ φωτισμοῦ προϋποθέτει
κυρίως πόθο γιὰ τὴν πηγὴ τοῦ φωτός.῾Η καθαρότητα, ἡ γνησιότητα δηλαδὴ
τοῦ πόθου γιὰ τὸν Χριστό, ὠθεῖ τὴ νύμφη νὰ συνεχίζει γρήγορα σὰν τὸ
περιστέρι καὶ σταθερὰ σὰν τὴν ἵππο τὴν ἀναζήτηση τῆς τέλειας ἕνωσης. Στὸ
στάδιο αὐτὸ εἶναι ποὺ ἐμφανίζεται κυρίως τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, ὑπὸ
τὴν εἰκόνα τῆς μηλιᾶς, τὴν ὁποία ὁ Γρηγόριος εἶχε ἐξηγήσει στὴν τέταρτη
ὁμιλία.
῾Η ψυχὴ στὸν ἴσκιο τῆς μηλιᾶς ἀναπαύεται.῾Η πολὺ σημαντικὴ σύνδεση ποὺ
κάνει ὁ Γρηγόριος μεταξὺ τῆς μηλιᾶς, τῆς νεφέλης καὶ τοῦ Χριστοῦ θὰ μᾶς
χρειασθεῖ καὶ στὴ συνέχεια, ὅταν θὰ ἀναφερθοῦμε στὴν ἔξοδο τῆς ψυχῆς ἀπὸ
τὸν θεῖο γνόφο.῾Η στοχαστικὴ λειτουργία τῆς ψυχῆς συμβολίζεται στὸ Ἆσμα
μὲ τὴ θύρα τὴν ὁποία, ἂν καὶ ἀνεπαρκῆ γιὰ τὴν κατανόηση τῆς θείας
πραγματικότητας, ὅμως ὁ Χριστὸς τὴν κρούει. Καὶ ἀπὸ τὸ σημεῖο αὐτό, ἀλλὰ
καὶ ἀπὸ ὅσα ἔχει πεῖ λίγο παραπάνω, ὅτι διὰ τῆς νεφέλης ἡ ψυχὴ
χειραγωγεῖται πρὸς τὴν ὅραση τῶν κρυπτῶν τοῦ Θεοῦ,(30)
μποροῦμε νὰ συμπεράνουμε, πὼς ἡ ἀδυναμία τῆς διάνοιας δὲν διαπιστώνεται
ἀπὸ τὸν Γρηγόριο μὲ σκοπὸ νὰ καταδικασθεῖ ἡ ἐπιθυμία γιὰ γνώση.
Ἀντιθέτως, ὁ νοῦς ὀφείλει νὰ διερευνᾶ τὰ ὅριά του, προϋπόθεση, ὅμως, τῆς
διερευνήσεως αὐτῆς ἀπαραίτητη, ἂν πρόκειται νὰ ὑπάρξει πράγματι
ἀποτέλεσμα, διέξοδος δηλαδὴ πρὸς τὸν Θεό, εἶναι ὁ ἀγώνας νὰ δίνεται
πέραν τῆς γνωσιολογίας: μόνο ἐπιθυμώντας τὴν κατανόηση τοῦ Χριστοῦ ὁ
νοῦς ἔρχεται σὲ ἀληθινὴ ἐπίγνωση τῶν ὁρίων του, ἔτσι ὥστε τέλος τοῦ
στοχασμοῦ δὲν εἶναι ὁ ἀγνωστικισμὸς ἀλλὰ ἡ μύηση.῾Η σκέψη δὲν
συντελεῖται ἐν κενῷ, δὲν μάχεται ὁ Γρηγόριος γιὰ πιθανὴ κατάκτηση
ἐπιστημολογικῆς ἀντικειμενικότητας.῾Η συναίσθηση τῆς ἀγνοίας προϋποθέτει
ὁρισμένη γνώση, εἶναι, θὰ λέγαμε, ἀναγκαία συνέπεια τῆς ἀναζητήσεως
ἑνὸς συγκεκριμένου Θεοῦ. Συνέπεια, ἀλλὰ ὄχι παρενέργεια: ἡ συναίσθηση
τῆς ἀγνοίας εἶναι ἐπιθυμητὴ καὶ μάλιστα προβεβλημένη ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν
κρούοντα τὴν ἀνθρώπινη διάνοια, ἀφοῦ δι᾽ αὐτῆς ἀπομένει καθαρὸ καὶ
διαρκῶς ξανακερδίζεται, ὅ,τι πράγματι μπορεῖ νὰ γίνεικαὶ ὑπῆρξε γνωστό.
Τὴν κάθαρση πραγματοποιεῖ ὁ ἴδιος ὁ Χριστός: ὁ νοῦς δὲν μπορεῖ νὰ
ἁγιάσει τὸν ἑαυτό του. Ὁ Λόγος κρούει τὴν θύρα τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς
ἀποκαλύπτοντας τὶς μορφές, μὲ τὶς ὁποῖες ὁ ἄνθρωπος θὰ μπορέσει νὰ γίνει
ὁρατὸς ἀπὸ τὸν Θεό. Κλειδιὰ τὰ ὀνομάζει ὁ Γρηγόριος, καὶ "καλὰ
ὀνόματα":(31) "ἀδελφή", "πλησίον", "περιστερά" καὶ "τέλεια", ὀνόματα ποὺ σημαίνουν τὴ χριστοποίηση τοῦ ἀνθρώπου.(32)
Γιὰ νὰ γνωρίσει ὁ Θεὸς τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου πρέπει νὰ μπορεῖ νὰ τὴν
ἀναγνωρίσει ὡς ψυχὴ τοῦ Χριστοῦ. Καὶ μόνον ὡς ἀδελφὴ τοῦ Χριστοῦ ἡ ψυχὴ
ὑποδέχεται τὴν δρόσο τῆς προφητικῆς, τῆς εὐαγγελικῆς καὶ τῆς ἀποστολικῆς
ὁμιλίας, ἔτσι ὥστε δὲν εἶναι ἡ κατήχηση ποὺ ὁδηγεῖ στὸν Χριστό, ἀλλὰ
προϋπόθεση γιὰ τὴν κατανόηση καὶ τῆς γραφικῆς μαρτυρίας εἶναι ἡ ἀγάπη
τοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ πρὸς Αὐτὸν ὁμοίωση. Τὸ κήρυγμα ἑπομένως ἀπευθύνεται σὲ
ὅσους ἤδη μετέχουν τοῦ Χριστοῦ, χριστιανικὸς προσηλυτισμὸς δὲν νοεῖται,
παρὰ μόνον ὡς ἐνίσχυση τῆς αὐτοσυνειδησίας. Ἔτσι καὶ ὁ Μ. Βασίλειος
ἐξηγεῖ, ὅτι ὁ Χριστὸς μίλησε μὲ παραβολές, ἔτσι ὥστε οἱ ἀκροατές του νὰ
μὴ καταλάβουν τὰ θεῖα μυστήρια, ἐπειδὴ ἤξερε πὼς εἶχαν τυφλωθεῖ καὶ
καταστεῖ ἀναίσθητοι γιὰ τὴν ἀλήθεια.(33)
Ἑπομένως, τὸ κήρυγμα, ὡς καθαρὰ ἐννοιολογικὴ γνώση, ἀκόμη καὶ ἄν
δεχθοῦμε πὼς δὲν εἶναι τελείως ἀπαράδεκτο, πάντως δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ
εἶναι ἀνεπαρκές. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὁμολογεῖ τὴν ἀδυναμία του νὰ
ἐξηγήσει τὰ θεῖα μυστήρια καὶ παρέχει τὴν προσωπική του μαρτυρίαὡς μέτρο
τῆς θεολογίας. Συγκρινόμενα μὲ τὸ βάθος τῶν μυστηρίων τῆς θείας πηγῆς,
ἀκόμη καὶ ὅσα μοιάζουν κάποτε μὲ ποταμὸ γνώσεων, ὅλες οἱ ἀποκαλύψεις τῆς
Ἁγίας Γραφῆς, ἀποδεικνύονται λεπτὲς καὶ ἀμυδρὲς ἔννοιες.(34)
Ὁ θαυμασμὸς τῆς νύμφης δὲν συνεπάγεται φυσικὴ ἀλλοίωση, κάθαρση τοῦ νοῦ
καὶ τοῦ σώματος δὲν ἀποτελεῖ ἡ κατάργησή τους.῾Η νύμφη ἀποκρίνεται,
ὁμολογεῖ, καὶ εἶναι ἡ ὁμολογία της ἐκείνη ποὺ σφραγίζει ὅλη τὴν
ἑτοιμασία ποὺ ἔχει προηγηθεῖ. Ἀπεκδύθηκε τὸν γεώδη ἄνθρωπο, τὸν ὁποῖο ὁ
Γρηγόριος ὀνομάζει σάρκα καὶ τὸν θεωρεῖ ἐμπόδιο στὴν ἄνθιση τῆς
καρδιᾶς, ἀπέβαλε τὸν δερμάτινο χιτῶνα τῆς ἁμαρτίας. Μὲ τὴν εἴσοδο τοῦ
Λόγου στὴν ψυχή της ἡ νύμφη ἐνδύεται τὸν καινὸ ἄνθρωπο, γίνεται ψυχὴ καὶ
σῶμα τοῦ Χριστοῦ.(35) Ὁ Γρηγόριος θὰ ἐπιμείνει περισσότερο στὸ σημεῖο αὐτό.
Οἱ δύο χιτῶνες εἶναι ἀσύμβατοι μεταξύ τους. Ἀναφερόμενος στὸ χωρίο 2.21
τοῦ κατὰ Μάρκον εὐαγγελίου διδάσκει, ὅτι κάθε προσπάθεια νὰ συνδυασθοῦν
οἱ δύο ζωὲς δὲν βοηθᾶ ἀλλὰ καταρρακώνει τὸν ἄνθρωπο ἀκόμη περισσότερο,
καὶ εἶναι σημαντικὸ νὰ προσέξουμε, ὅτι κατὰ τὴν παραβολὴ αὐτὴ ἐκεῖνο ποὺ
καταρρακώνεται εἶναι τὸ σκότος ὄχι ἡ ἁγιότητα, τὸ παλαιὸ ἔνδυμα
σκίζεται ὄχι τὸ νέο, ἡ δὲ βλάβη τοῦ ἀνθρώπου δὲν προκύπτει, ἀσφαλῶς, ἀπὸ
τὴν ἐκμηδένιση τῆς ἁμαρτίας, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἑκούσια ταύτισή του μὲ ὅ,τι
ἐκμηδενίζεται, ἔτσι ὥστε ὁ Γρηγόριος, ἀκολουθώντας τὸν Εὐαγγελιστή,
ἐπαναλαμβάνει τὴν περὶ ματαιότητας προειδοποίηση ποὺ χρησιμοποίησε καὶ
στὴν ἀρχὴ τῆς ὁμιλίας. Τὸ ἐνδεχόμενο ἐπιστροφῆς στὴν ἁμαρτία εἶναι ἁπλῶς
παράλογο, δὲν εἶναι δηλαδὴ ἀδύνατο ἀλλὰ δὲν μπορεῖ νὰ ἐξηγηθεῖ.
Περαιτέρω, ἡ διδασκαλία αὐτὴ μεταφέρει τὸ χαρμόσυνο μήνυμα, ὅτι δὲν
ὑπάρχει ἁμαρτία τέλεια, ὅτι ἀκόμη καὶ ἐκεῖνος ποὺ προσπάθησε νὰ
συμβιβάσει τοὺς δύο χιτῶνες μπορεῖ νὰ γυμνώθηκε μὲ τὸ σκίσιμο τοῦ
παλαιοῦ, ἀλλὰ πάντως καὶ τὸ νέο ἔνδυμα ὑπῆρξε στὴ διάθεσή του καὶ
ἀναγνωρίζοντάς το ἔχει ἀκόμη τὴν δυνατότητα νὰ σωθεῖ. Μὲ νέα ἀναφορὰ
στὸν Μωϋσῆ ὁ Γρηγόριος ἐπαναλαμβάνει τὴ διδασκαλία περὶ ἀπολύτου
διαστάσεως μεταξὺ τοῦ νέου χιτῶνος, ποὺ τώρα εἶναι ὁ Χριστὸς ὡς ἱερεύς,
καὶ τοῦ δερμάτινου χιτῶνος, τὸν ὁποῖο συμβολίζουν τὰ ὑποδήματα, ποὺ ὁ
Μωϋσῆς διετάχθη ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ βγάλει εἰσερχόμενος στὴν ἅγια καὶ φωτεινὴ
γῆ. Τὰ ὑποδήματα, οἱ πράξεις δηλαδὴ τῆς ἁμαρτίας, δὲν χρησιμεύουν παρὰ
μόνο γιὰ τὴν ὁδὸ τῆς ἀπιστίας. Ὁ Μωϋσῆς, ὅπως ἡ νύμφη τοῦ Ἄσματος,
βαδίζει στὴν ἀληθινὴ ὁδό, βαδίζει ἐπὶ τοῦ Χριστοῦ, ἡ δὲ ἀποβολὴ τοῦ
παλαιοῦ ἀνθρώπου λογίζεται, ὑπὸ τὴν ἱερατικὴ ἰδιότητα ποὺ προβάλλει τὸ
παράδειγμα τοῦ Μωϋσέως, ὡς θυσία, ὥστε καὶ ἀπὸ ἐδῶ συνάγεται ἡ ἰσχὺς τῆς
προαιρέσεως, ἡ σημασία τῆς ἐλευθερίας καὶ ἡ ἀπουσία ὁποιουδήποτε
εὐσεβισμοῦ ἀπὸ τὴ σκέψη τοῦ Γρηγορίου. Στὴ συνάφεια αὐτὴ ἀναφέρεται τὸ
μυστήριο τοῦ βαπτίσματος ὡς αἰτίας τῆς καθαρότητος τῆς νύμφης καὶ
συνδέεται μὲ τὴ νίψη τῶν ποδῶν τῶν μαθητῶν ἀπὸ τὸν Χριστό, ἔτσι ὥστε τὸν
ἁγιασμὸ ὡς θυσία καὶ μυστήριο ἔχει ἐπιβεβαιώσει ὁ ἴδιος ὁ Χριστός.
Χρησιμοποιεῖται ἀκόμη τὸ ὑπόδειγμα τοῦ Δαβίδ, ὁ ὁποῖος ὁμολογοῦσε, ὅτι
τὰ βήματά του εἶναι σταθερὰ ἐπειδὴ βαδίζει ἐπάνω στὴν πέτρα τοῦ Χριστοῦ,
στὴν πνευματικὴ ὁδὸ ποὺ εἶναι στρωμένη μὲ πλάκες φωτός, ἀλήθειας,
ἀφθαρσίας καὶ δικαιοσύνης.῾Η ἀντίθεση ποὺ κυριαρχεῖ ἐδῶ εἶναι μεταξὺ τῆς
ρευστότητας τῆς ὁδοῦ τῶν ἁμαρτωλῶν καὶ τῆς σταθερότητας τῆς ὁδοῦ τῶν
πιστῶν καὶ ἀπηχεῖ τὸ προοίμιο τῆς ὁμιλίας καὶ τὴ διάκριση μεταξὺ τοῦ
αἰῶνος τούτου καὶ τοῦ μέλλοντος, ὡς ἀρχὴ τοῦ κατὰ τῆς ματαιότητος
ἀγῶνος. Ὁ ἀγώνας εἶναι διαρκής: ἀλλὰ τὴν κρίσιμη στιγμὴ ποὺ ὁ Χριστὸς
κρούει, ἡ ὁμολογία τῆς νύμφης, ὅτι δὲν θὰ ἀπεκδυθεῖ τὴν καθαρότητα γιὰ
νὰ ἐνδυθεῖ τὸν γεώδη ἄνθρωπο, ἡ καίρια αὐτὴ ὁμολογία ἀποτελεῖ τώρα καὶ
παρὰ τὴν ὣς τώρα τελειότητα τῆς νύμφης, εἴσοδο τοῦ ἁγιασμοῦ στὴν ψυχή
της.(36)
Ὅτι ὁ Γρηγόριος τονίζει τόσο πολὺ τὴ σημασία τῆς ὁμολογίας ἐκείνη
ἀκριβῶς τὴν στιγμή, ὄχι μόνο φανερώνει ὅτι ἡ τελειότητα τῆς νύμφης
συνεχῶς ὣς τότε κινδύνευε, δηλαδὴ ὅτι ὁ κίνδυνος ἐκπτώσεως ἀποτελεῖ
διαρκῆ παράμετρο τοῦ παρόντος βίου, ἀλλὰ προτυπώνει καὶ βεβαιώνει τὴ
σημασία τῆς πίστεως στὸν Χριστὸ κατὰ τὴν στιγμὴ τοῦ θανάτου καὶ τῆς
δευτέρας παρουσίας, ὁπότε ἡ συνάντηση μὲ τὸν Χριστὸ θὰ εἶναι ἀπολύτως
καθοριστική. Ἔτσι κατανοοῦμε καλύτερα καὶ ὅσα ἀποφθέγματα τῶν Πατέρων
τῆς ἐρήμου καταγράφουν προσευχὲς στὸν Θεὸ νὰ τοὺς ἀναλάβει τὴ στιγμὴ
ἀκριβῶς ποὺ ἡ πίστη τους θὰ εἶναι ἰσχυρή. Ἀκόμη, ἡ ἔμφαση στὴ σωτήρια
σημασία τῆς ὁμολογίας τῆς νύμφης, ἐκείνη ἀκριβῶς τὴν στιγμή,
ἐπιβεβαιώνει τὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας περὶ δυνατότητος σωτηρίας κατὰ
τὸν παρόντα βίο ἀποκλειστικῶς, ἀποτρέποντας κάθε πιθανότητα ἐπινοήσεως
μεταθανάτιων καθαρτηρίων.
Ὁ Γρηγόριος συνεχίζει τὴν ὁμιλία του δηλώνοντας ὁ ἴδιος, ὅτι ὅσα
ἀκολουθοῦν εἶναι ἀκόμη ὑψηλώτερα ἀπὸ τὰ προηγούμενα.῾Η ψυχὴ ἔχει ἀκούσει
τὴν φωνὴ τοῦ ἀγαπημένου της, ἔχει παραδοθεῖ στὸν Λόγο, ἔχει καταστεῖ
ἀδελφή Του, πλησίον, περιστερὰ καὶ τέλεια, ἔχει γίνει ὁρατὴ ἀπὸ τὸν Θεό,
ἔχει ἀνοίξει ὁλόκληρη νὰ ὑποδεχθεῖ τὸν βασιλέα τῆς δόξης καὶ παρὰ τὴν
τόση προετοιμασία, τὴν ὁμο-λογία της, τὸ ὕψος τῆς καθαρότητας, «ἡ χεὶρ
αὐτοῦ μόγις ἐχώρησεν». Δὲν τὸν εἶδε, ἀναγνώρισε μόνο τὸ χέρι του - τὸ
εἶδε καὶ εἶδε πὼς εἶναι δικό του.(37)῾Η ἑρμηνεία τοῦ ἁγ. Γρηγορίου ἔρχεται σχεδὸν ἀπροσδόκητη καὶ ἔχει πολὺ σημαντικὲς ἀνθρωπολογικὲς καὶ κοσμολογικὲς διαστάσεις.
Σὲ προηγούμενη παράγραφο εἴχαμε ἐπισημάνει πὼς ὁ Γρηγόριος συνδέει τὸν
Χριστὸ μὲ τὴ νεφέλη καὶ τὴν μηλιά, καὶ εἴχαμε πεῖ, ὅτι ἡ ἐπισήμανση αὐτὴ
θὰ χρησίμευε καὶ στὴ συνέχεια. Θυμίζω, πὼς ἡ μηλιὰ συμβολίζει κατὰ τὸν
Γρηγόριο τὴν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ κατὰ τὸ ὅτι ἀποτελεῖται ἀπὸ τὸν
ξύλινο κορμό, σύμβολο τῆς ἀνθρώπινης φύσεως, καὶ τὸν καρπό, σύμβολο τῆς
ἀναμαρτησίας, δηλαδὴ τῆς θεουμένης ἀνθρώπινης φύσεως.῾Η νεφέλη
συμβολίζει τὸν Χριστὸ κατὰ τὸ ὅτι καλύπτει τὰ φαινόμενα ἐπιτρέποντας τὴν
ἀναγωγὴ τῆς ψυχῆς στὴν θεωρία τῶν κρυπτῶν τοῦ Θεοῦ.῾Η νεφέλη εἶναι
σύμβολο κυρίως ἀποφατικό: καλύπτει καὶ ὑπαινίσσεται, στρέφει πέραν τοῦ
ἑαυτοῦ της. Καὶ ἡ μηλιὰ καλύπτει τὰ φαινόμενα, ἀλλὰ καλύπτει διὰ τοῦ
ἑαυτοῦ της καὶ πρὸς τὸν ἑαυτό της. Ὁ Χριστὸς παρουσιάζει τὸν ἑαυτό του,
εἶναι ὁ ἴδιος σύμβολο τοῦ ἑαυτοῦ του, γιὰ νὰ θυμηθοῦμε τὸν ἅγ. Γρηγόριο
Παλαμᾶ. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ἡ μηλιὰ-Χριστὸς χαρίζει ἀνάπαυση, κάτι ποὺ ἡ
νεφέλη δὲν μπορεῖ νὰ κάνει, ἐνῶ ἡ ἀνάβαση τῆς ψυχῆς πραγματοποιεῖται μὲ
καταφατικοὺς ὅρους, ὡς ἀπόλαυση τοῦ ἅγιου σώματος τοῦ Χριστοῦ. Μὲ τὴν
εἰκόνα αὐτὴ ὁ Γρηγόριος ἔχει ἤδη προτυπώσει ὅσα ἔρχεται τώρα νὰ
ἐξηγήσει. Ἂς μᾶς ἐπιτραπεῖ ὅμως ἀκόμη μία παρέκβαση.῾Η συγκριτικὴ
μελέτη συναφῶν ἑρμηνειῶν του, ὑποδεικνύει, πιστεύω, ὅτι ὁ Γρηγόριος δὲν
ἔχει ὑποβάλει τὸ ἔργο του σὲ συστηματικὴ ἐπεξεργασία, ἔτσι ὥστε ἀκόμη
καὶ ἡ ἴδια ἡ γραφὴ ἔχει ἀποτελέσει γι᾽ αὐτόν, στὸ συγκεκριμένο
τουλάχιστον ἔργο, πνευματικὴ περιπέτεια.῾Η συνοχὴ τοῦ λόγου του δὲν
ἐρείδεται σὲ πιθανὲς ἀναθεωρήσεις, ἀλλὰ μᾶλλον στὴν προσπάθειά του νὰ
εἶναι τὴν κάθε στιγμὴ ἀληθινός, προσπάθεια τὴν ὁποία συμπληρώνει ἡ
ἐπέμβαση ἰσχυρῆς μνήμης. Ὁ ἀναγνώστης τῶν ὁμιλιῶν του βλέπει πόσο συχνὰ
ἀνατρέχει σὲ προηγούμενα σημεῖα τοῦ Ἄσματος γιὰ νὰ φανερώνει τὶς μύχιες
συνάψεις ἐκείνων μὲ ὅσα ἕπονται. Ὁ ἴδιος ὁ λόγος τοῦ Γρηγορίου, ὡς
γραφή, εἰκονίζει τὴ μυστικὴ ἀνάβαση τῆς ψυχῆς μὲ διαδοχικὲς κινήσεις καὶ
στάσεις, εἰσόδους στὸ ἀδιανόητο καὶ ἐπιστροφὲς στὸ γνωστό. «Πρέπει κάθε
λόγος νὰ ἔχει συγκροτηθεῖ ἀκριβῶς σὰν ζωντανὸς ὀργανισμός, νὰ ἔχει
κάποιο σῶμα δικό του», διαβάζουμε σὲ ἄλλο σπουδαῖο ἐρωτικὸ κείμενο, στὸν
πλατωνικὸ Φαῖδρο.(38)῾Η
ἀναφορὰ στὸν χαρακτῆρα τῆς ψυχῆς μὲ τὴν ὁποία ἀρχίζει τὸ τελευταῖο
τμῆμα τῆς ἑνδέκατης ὁμιλίας τοῦ Γρηγορίου θυμίζει τὸν Πλάτωνα. Μεθόριος
δύο κόσμων ἡ ψυχὴ ποθεῖ τὴν ἕνωσή της μὲ τὸ νοερὸ συγγενές. Κάθε
προσπάθειά της νὰ κατανοήσει στοχαστικῶς τὸ ὑπερκείμενο τὴν ὁδηγεῖ σὲ
συνεχῶς ἐντονώτερη ἐπίγνωση τοῦ ὁρίου της, «θαυμάζει καὶ σέβεται
ἐκεῖνον, ποὺ διὰ τῶν ἐνεργειῶν του αὐτὸ μόνο προσφέρει στὴ γνώση, τὸ ὅτι
ὑπάρχει».῾Η ψυχὴ μυεῖται στὴν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ παιδαγωγούμενη ἀπὸ τὰ
θαύματα τῶν θείων ἐνεργειῶν. Περίεργη κατάληξη: τὸ θαῦμα εἶναι ὁ κόσμος.
Ὁ Θεὸς φανερώνεται μέσα στὸν κόσμο καὶ διὰ τοῦ κόσμου.῾Η νύμφη
συγκλονίζεται ἀπὸ τὴν παρουσία Του:
«῾Η κοιλία μου ἐθροήθη ἐπ᾽ αὐτόν».(39)
Ὁλόκληρη ἡ δύναμη τῆς ψυχῆς συγκλονίστηκε ἀπὸ τὸ θαῦμα τῆς χειρὸς τοῦ
Θεοῦ. Γνωρίζουμε πὼς ἕδρα τοῦ νοῦ συνήθως ἔχει θεωρηθεῖ ἀπὸ τοὺς Πατέρες
ἡ καρδιὰ ἢ τὸ κεφάλι, ἄλλοτε βέβαια τὰ σπλάγχνα ἢ καὶ ὁλόκληρο τὸ σῶμα,
ἀλλὰ ἐπίσης γνωρίζουμε, πὼς ἡ κοιλία συνήθως θεωρεῖται εἴτε ὡς ἀμέτοχη
στὴν ἠθικὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου, κατὰ τὸ γνωστὸ λόγιο 'πᾶν τὸ εἰσπορευόμενον
εἰς τὸ στόμα' κλπ., εἴτε ὡς ἕδρα κατωτέρων λειτουργιῶν ἢ καὶ παθῶν,
ὅπως τῆς γαστριμαργίας. Ὁ ὅσιος Νεῖλος, γιὰ παράδειγμα, παρατηρεῖ, ὅτι
«αἰτία ὅλων σχεδὸν τῶν ἡδονῶν εἶναι ἡ κοιλιά [. . .] Ὁ φιλήδονος λοιπὸν
περπατάει μὲ τὴν κοιλιὰ ἀφοῦ ὁλόκληρος γέρνει στὴν ἀπόλαυση καὶ τὶς
ἡδονές [. . .] Καὶ πιὸ κοντὰ στὸ πάθος τῆς γαστριμαργίας εἶναι τὸ
σεξουαλικό. Ἔτσι καὶ ἡ φύση γιὰ νὰ δείξει τὴν ὁμοιότητά τους τοποθέτησε
τὰ γενετήσια ὄργανα κάτω ἀπὸ τὴν κοιλιά, δείχνοντας μὲ τὴν ἐγγύτητα τὴ
συγγένεια».(40)
Τὸ Ἆσμα Ἀσμάτων, ἑρμηνευόμενο ἀπὸ τὸν Γρηγόριο, συνδέει τὸν νοῦ μὲ τὴν
κοιλία, ἔτσι ὥστε ὁ ἄνθρωπος ἑνοποιεῖται. Ὁ θεώμενος τὸν κόσμο ὡς
ἀπερινόητη ἐκδήλωση τῆς θείας ἐνέργειας γίνεται καὶ πάλι ἀκέραιος,
ὁλόκληρος ἀγαθός.
Ὁ λόγος τοῦ Γρηγορίου, ζωντανὸς ὀργανισμός, μέσα ἀπὸ τοὺς δαιδάλους τῶν
ἑρμηνειῶν ἔφθασε σὲ πραγματικότητα ποὺ δὲν περίμενε, καὶ νοιώθει τὴν
ἔκπληξη. Σὰν τὴ νύμφη τοῦ Ἄσματος ὁ ἴδιος, ἀφήνεται στὸν θαυμασμό.
Θαυμάζει, πῶς γίνεται καὶ ὅ,τι ὑπῆρξε ταξίδι πρὸς τὸν Θεό, καταλήγει
ὕμνος στὴ μυστικὴ ὡραιότητα τοῦ κόσμου. Πιθανῶς στὸν μέλλοντα αἰῶνα ἡ
ἀπόλαυση τοῦ Θεοῦ νὰ εἶναι ἀκόμη πληρέστερη, τώρα ὅμωςἡ ἀναγνώριση τοῦ
κόσμου ὡς θείου καὶ ἱεροῦ θαύματος, ἡ θέαση τῆς ποικιλίας, τῆς εὐταξίας
καὶ τῆς ὡραιότητας τῶν ὄντων ἀποτελεῖ ἀπαράβατη προϋπόθεση τῆς μετοχῆς
τοῦ Θεοῦ.(41)
Τὴν ἐποχὴ τῆς συγγραφῆς τοῦ κειμένου ἡ ἑρμηνεία αὐτὴ θὰ στρεφόταν
ἀσφαλῶς καὶ ἐναντίον ὅσων ἰσχυρίζοντο, πὼς γνώριζαν τὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ.
Θὰ ἀδικούσαμε, ὅμως, τὸ κείμενο ἂν τοῦ ἀποδίδαμε περιστασιακὴ μόνο
ἀντιρρητικὴ σημασία. Μετὰ τὴν ἀναγνώριση ἀπὸ τὴ νύμφη τοῦ μυστικοῦ
νοήματος τοῦ ἴδιου τοῦ κόσμου, τοῦ κόσμου ὡς χώρου ἐνσαρκώσεως τῶν θείων
ἐνεργειῶν, οἱ ἀναβαθμοὶ τῆς μυστικῆς θεωρίας ἀποκτοῦν νέο νόημα. Δὲν
πρόκειται γιὰ κοινὴ κλίμακα: καμιὰ βαθμίδα δὲν ἐγκαταλείπεται ὁριστικά.
Κάθε ἀνάβαση ἀντιστοιχεῖ καὶ ὁδηγεῖ σὲ μία ἐπιστροφή. Θὰ ἦταν λάθος νὰ
ταυτίσουμε τὴν ἐπιστροφὴ αὐτὴ μὲ ἐπανάληψη. Ὅ,τι προηγήθηκε ἔχει
μεταμορφωθεῖ, καθὼς ἐκεῖνος ποὺ ἐπιστρέφει εἶναι πιὰ διαφορετικός.῾Η
κλίμακα εἶναι μία ἀλλὰ ἄπειρη, συνεχῶς μεταμορφούμενη παραμένει ἡ
ἴδια.῾Η ψυχή, διερχόμενη τὶς βαθμίδες, ἐξαντλεῖ συνεχῶς τὰ ὅριά της καὶ
θεούμενη βλέπει διαρκῶς φωτεινότερο ὅ,τι εἶχε προσπεράσει, ἔτσι ὥστε μὲ
τὴν ἀπομάκρυνση κάθε κακίας καὶ τὴ μετοχὴ ὅλων τῶν ὄντων διὰ τῆς
φωτεινῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου στὴν ἀγαθότητα τοῦ Χριστοῦ, ὁ Θεὸς νὰ γίνει
τὰ πάντα μέσα στὰ πάντα.(42)
Ὁ ὕμνος στὸ θεῖο θαῦμα τοῦ κόσμου στὴν ἑνδέκατη ὁμιλία θὰ πρέπει νὰ
ξένισε τὸν συγγραφέα του τόσο πολύ, ὥστε νὰ προσπαθήσει νὰ δώσει
ἐναλλακτικὴ ἑρμηνεία, τὴν ἐπίσκεψη τοῦ Νυμφίου ὡς προτύπωση τῆς
ἐνσαρκώσεως τοῦ Χριστοῦ, καὶ τὴν ἐμφάνεια τῆς θείας χειρὸς ὡς προτύπωση
τῶν θαυματουργικῶν πράξεων τοῦ θεανθρώπινου βίου Του. Στὴν
πραγματικότητα, ὅμως, δὲν πρόκειται γιὰ ἐναλλακτικὴ ἑρμηνεία, ἀλλὰ γιὰ
τὴν ἴδια ἀκριβῶς διατυπωμένη μὲ ἄλλους ὅρους.῾Η θαυμασιότητα, καὶ στὴ
μία καὶ στὴν ἄλλη περίπτωση, συνίσταται στὸ μυστήριο τῆς ἐπιφανείας τοῦ
Θεοῦ στὸν κόσμο καὶ διὰ τοῦ κόσμου, στὸ μυστήριο τοῦ σώματος τοῦ
Χριστοῦ. Οἱ παιδαγωγικὲς συνέπειες ἀλλάζουν ἀναλόγως τῆς πλευρᾶς, ἀπὸ
τὴν ὁποία θὰ δεῖ κάποιος τὸ μυστήριο αὐτό. Οἱ θεώμενοι τὸ θαῦμα τοῦ
κόσμου ἔχουν ἐξαντλήσει τὸ ὅριο τῆς δύναμης τῆς ψυχῆς, ἀποφεύγουν τὴ
μάταιη καὶ ἄγονη προσπάθεια κατανοήσεως τῆς θείας οὐσίας, τὴν ταύτιση
δηλαδὴ τοῦ Θεοῦ μὲ ὁτιδήποτε. Οἱ ἀναγνωρίζοντες στὴν περικοπὴ αὐτὴ
προτύπωση τῆς ἐνανθρωπήσεως ἐνισχύονται στὴν πίστη τους στὸ Εὐαγγέλιο.
Εἶναι φανερό, πὼς ἡ ὁπτικὴ γωνία πρὸς τὴν ὁποία κλίνει ὁ Γρηγόριος εἶναι
ἡ πρώτη, διότι συνδέεται ὀργανικότερα μὲ ὅ,τι ἔχει προηγηθεῖ καί διότι
ὑπερέχει, κατὰ τὸν βαθμὸ ποὺ ὑπερέχει τῆς πίστεως ἡ ἀγάπη.
« Ἔτσι, γελώντας, ὁ Παῦλος τὸν ἄφησε νὰ περάσει, καὶ ἀφοῦ ἄνοιξε ἡ
πόρτα, ρίχθηκαν ὁ ἕνας στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ ἄλλου, καὶ χαιρέτησαν ὁ ἕνας τὸν
ἄλλο μὲ τὰ ὀνόματά τους, καὶ εὐχαρίστησαν μαζὶ τὸν Κύριο. Καὶ μετὰ τὸ
ἱερὸ φιλὶ ὁ Παῦλος κάθησε καὶ ἄρχισε νὰ μιλάει στὸν Ἀντώνιο ἔτσι:
'…Βλέπεις μπροστά σου ἕναν ἄνθρωπο ποὺ σὲ λίγο θὰ γίνει σκόνη.
Πραγματικὰ ὅμως ἡ ἀγάπη ὑπομένει τὰ πάντα, γι᾽ αὐτὸ πές μου, σὲ ἱκετεύω,
τί γίνεται ἡ ἀνθρώπινη φυλή [quomodo se habeat humanum genus];
Σηκώνονται νέα σπίτια στὶς ἀρχαῖες πόλεις; Ποιά κυβέρνηση ἐξουσιάζει τὸν
κόσμο;῾Υπάρχουν ἀκόμη ἄνθρωποι παραδομένοι στὴν ἀπάτη τῶν δαιμόνων;'».
Ἐνῶ μιλοῦσαν ἕνα κοράκι ἄφησε μπροστά τους ἕνα ὁλόκληρο κομμάτι ψωμί.
«'Δές', εἶπε ὁ Παῦλος, 'ὁ Θεὸς ποὺ εἶναι πραγματικὰ ἀγαθὸς καὶ
πραγματικὰ ἐλεήμων μᾶς ἔστειλε φαγητό. Ἐδῶ καὶ ἑξήντα χρόνια πάντοτε
ἔπαιρνα μισὸ κομμάτι ψωμί, ἀλλὰ μὲ τὸν ἐρχομό σου ὁ Χριστὸς διπλασίασε
τὸ συσίτιο τῶν στρατιωτῶν του [militibus suis christus duplicavit
annonam]'».(43)
Ὁ Παῦλος καὶ ὁ Ἀντώνιος τοῦ ἀποσπάσματος εἶναι οἱ γνωστοὶ ἀσκητὲς τῆς
αἰγυπτιακῆς ἐρήμου, τὴ συνάντηση τῶν ὁποίων ἀφηγεῖται ὁ Ἱερώνυμος στὸν
Βίο τοῦ ἱεροῦ Παύλου. Ὁ Ἀντώνιος, ὅπως ἡ νύμφη τοῦ Ἄσματος, διῆλθε
μέσῳ τῆς ἐρήμου τῶν πειρασμῶν ἀπὸ λαχτάρα γιὰ τὴν ἁγιότητα. Καὶ ὁ
Ἀντώνιος βρέθηκε ἐν τέλει ἐνώπιον τῆς θύρας τοῦ ἁγίου. Καὶ ὁ Ἀντώνιος
ἄκουσε ἀρχικῶς μόνο τὴ φωνὴ τοῦ πόθου του. Ἀλλὰ στὴν περίπτωση τοῦ
Ἱερωνύμου ἔχουμε μπροστά μας ἕνα κείμενο ποὺ δὲν κατόρθωσε νὰ ἀποκτήσει
ζωή, δὲν εἶναι ἐρωτικό, δὲν εἶναι συνεπῶς ἀληθινό. Ὁ Παῦλος ὑποδέχεται
ἐκεῖνον ποὺ διῆλθε τὴν ἔρημο μὲ ἀστεϊσμούς, καὶ ἀμέσως μετὰ προλέγει τὸν
θάνατό του: τὸν θάνατο, ὄχι τὴν ἀναχώρηση γιὰ τὸν Θεό - τὴν μετατροπή
του σὲ σκόνη ὄχι τὴν Ἀνάσταση. Ἀλλὰ καὶ τοῦτο ἀκόμη τὸ ἀντιμετωπίζει
βιαστικὰ μόνο, ὡς ἐὰν τίποτε ἄλλο δὲν εἶχε σημασία παρὰ μόνον οἱ
ἐξουσίες ποὺ κυβερνοῦν τὸν κόσμο, τὰ σπίτια ποὺ κτίζονται ἢ δὲν
κτίζονται καὶ ἡ δράση τῶν δαιμόνων. Τέλος ἕνα κοράκι φέρνει φαγητό: ὁ
Θεὸς ὑπολόγισε σωστά, δύο ἄνθρωποι χρειάζονται δύο μερίδες φαγητοῦ. Δὲν
ξέρουμε τί ὑπερισχύει· ὅταν διαπιστώνουμε ἀφέλεια ἐμφανίζεται τὸ
ἐπίπλαστο τῆς σκηνοθεσίας, καὶ ἀμέσως μετὰ παγανιστικοῦ τύπου εὐσεβισμὸς
καὶ ρηχότητα. Δὲν προλαβαίνουμε νὰ διευκρινίσουμε καὶ ὅλα ἐκπίπτουν
περαιτέρω, καθὼς μὲ τὴν ἑπόμενη φράση ὁ Ἱερώνυμος μετατρέπει τὸν Παῦλο
τῆς Θηβαΐδος σὲ ἀφελῆ κατηχητή, λίγο πιὸ ἐπηρμένο ἴσως. Ὁ πρῶτος
ἀσκητής, ὁ ταπεινωμένος στὴ μοναξιὰ τῆς ἐρήμου καὶ ἑτοιμοθάνατος ἤδη, ὁ
ἴδιος ἀποκαλεῖ τὸν ἑαυτό του στρατιώτη τοῦ Χριστοῦ. Ἂν καθυστεροῦσε τὸ
κοράκι νὰ φέρει φαγητὸ θὰ ἔκανε πιθανῶς παράπονα στὸν Θεό, ποὺ ἀφήνει
τοὺς στρατιῶτες του χωρὶς συσίτιο! Ἀλλὰ αὐτὸ βέβαια δὲν θὰ ἦταν δυνατὸν
νὰ συμβεῖ. Ἐφόσον ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ διακρίνει μεταξὺ τῆς μίας καὶ τῶν
δύο μερίδων φαγητοῦ, θὰ μπορεῖ νὰ διακρίνει καὶ πότε πρέπει νὰ τὶς
μοιράσει!
Τεχνουργήματα, διδακτικὰ δῆθεν, ὅπως τὸ συγκεκριμένο τοῦ Ἱερώνυμου,
βοηθοῦν, πιστεύω, νὰ ἐκτιμήσουμε ἀκόμη περισσότερο τὰ ἔργα ἐκεῖνα, ποὺ
διασώζουν πράγματι λόγο ἀληθινό. Τὸ κείμενο τοῦ ἁγ. Γρηγορίου Νύσσης,
καὶ στὶς διδακτικώτερες ἀκόμη σελίδες του, δὲν παύει νὰ ὑπαινίσσεται.
Ὅσες ὄψεις καὶ ἂν ἀντιληφθοῦμε, ἡ σημασία του εἶναι πάντοτε περισσότερη.
῾Η ψυχὴ τοῦ Ἄσματος εἶναι ὑψωμένη στὸν θαυμασμό. Ὁ λόγος της ἁρμόζει
μὲ τὸν ἅγιο λόγο ποὺ ὑποδέχεται καὶ ἁρμοὶ εἶναι ἡ ἀγρυπνία καὶ ὁ
ἐρωτικὸς πόθος.῾Η συνάντησή τους εἶναι κρίσιμη, ἔχει καρπούς,
ἀποκαλύπτει τὸν κόσμο βαθύτερο καὶ φωτεινότερο.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
Οἱ ἀναφορὲς στὸ κείμενο τῶν ὁμιλιῶν τοῦ ἁγ. Γρηγορίου ἀκολουθοῦν τὴν ἔκδοση H. Langerbeck, Gregorii Nysseni opera, vol. 6, Leiden 1960. Μὲ ἑλληνικὰ στοιχεῖα ἀναφέρεται ὁ ἀριθμὸς τῆς ὁμιλίας καὶ μὲ ἀραβικὰ ὁ ἀριθμὸς σελίδας κατὰ τὴν ἀνωτέρω ἔκδοση, π.χ. ἡ σύντμηση α΄ 15 παραπέμπει στὴν πρώτη ὁμιλία καὶ στὴν 15η σελίδα τῆς ἐκδόσεως Langerbeck.
[1] Βλ. ια΄ 315.
[2] Ἰδιαιτέρως ἐντυπωσιακὰ εἶναι ὅσα λέγονται στὴν πρώτη ὁμιλία περὶ πρωτοβουλίας τῆς νύμφης καὶ περὶ ἐπιθυμητικῆς πρὸς τὸ κάλλος κινήσεως τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς, βλ. α΄ 22 κ.ἑ.
[3] Πρβλ. Εἰς τὸν βίον Μωϋσέως 2.3: «καὶ ἐσμὲν ἑαυτῶν τρόπον τινὰ πατέρες ἑαυτοὺς οἵους ἂν ἐθέλωμεν τίκτοντες καὶ ἀπὸ τῆς ἰδίας προαιρέσεως εἰς ὅπερ ἂν ἐθέλωμεν εἶδος, ἢ ἄρρεν ἢ θῆλυ, τῷ τῆς ἀρετῆς ἢ κακίας λόγῳ διαπλασσόμενοι».
[4] Βλ. ια΄316. Πρβλ. Ρωμ. 1.28,29.
[5] Βλ. χαρακτηριστικὰ ια΄316-7.
[6] Βλ. Λουκ. 12.35
[7] Βλ. ἐπὶ παραδείγματι Μ. Βασιλείου, Ὅροι κατὰ πλάτος κγ΄ καὶ Ἰωάννη Κασσιανοῦ, De institutis I.1.
[8] Βλ. θ΄ 287: «τὴν ἄυπνον τῶν ἀγγέλων φύσιν, οὓς οὐδεμία φαντασίας ἀνάγκη τῆς ἀληθείας ἐξίστησι».
[9] Διότι μόνο τὸ στοιχεῖο τῆς νοημοσύνης δὲν ἐπαρκεῖ γιὰ τὴν παρομοίωση: νοημοσύνη ἔχουν καὶ οἱ δαίμονες, παρατηρεῖ ὁ ἅγ. Γρηγόριος Εἰς τὸν βίον Μωϋσέως.
[10] Βλ. ια΄ 318.
[11] Βλ. ια΄ 318: «πρὸς ὑποδοχήν εἰσιν εὐτρεπεῖς τῆς δεσποτικῆς παρουσίας». Πρβλ. δ΄ 134.
[12] Βλ. ια΄ 318.
[13] Βλ. ια΄ 318: «εἰς ἀφθαρσίαν παρθενικὴν ἀναστοιχειώσας τὴν φύσιν».
[14] Βλ. ια΄ 318.
[15] Βλ. ιγ΄ 386: «πᾶσαν τὴν ἐκκλησίαν ἐν σῶμα τοῦ νυμφίου ποιήσασα [ἡ νύμφη] ἴδιόν τι νόημα δι᾽ ἑκάστου τῶν μελῶν ἐν τῇ ὑπογραφῇ τοῦ κάλλους ἐνδείκνυται, δι᾽ ὧν ὅλον ἐκ τῶν κατὰ μέρος θεωρουμένων τὸ τοῦ σώματος κάλλος συναπαρτίζεται».
[16] Βλ. ια΄318: "ἡρμόσατο ἑαυτῷ τὴν παρθένον" - "ἡμᾶς" - "εἰς ἀφθαρσίαν παρθενικὴν ἀναστοιχειώσας τὴν φύσιν" - "νυμφευθείσης ὑπὸ τοῦ λόγου τῆς ἐκκλησίας".
[17] Βλ. Εἰς τὸν βίον Μωϋσέως 2.47: «ἀδελφὸς γὰρ τρόπον τινὰ κατὰ τὸ λογικόν τε καὶ νοερὸν τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου ὁ ἄγγελος. . .».
[18] Βλ. ια΄ 319.
[19] Βλ. ια΄ 319-20.
[20] Πρβλ. Εἰς τὸν βίον Μωϋσέως 1.10: «ὡς ἀεὶ ἐθέλειν ἐν τῷ καλῷ τὸ πλέον ἔχειν, ἡ τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως τελειότης ἐστί».
[21] Βλ. ια΄320-1.
[22] Πρβλ. ἁγ. Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, Πρὸς Μαρῖνον πρεσβύτερον ἐπίλυσις τῶν προτεταγμένων ἀποριῶν Θεοδώρου διακόνου καὶ ρήτορος, PG 91, 224b, ὅπου ἡ ἀκοὴ παρομοιάζεται μὲ τὴν διανοητικὴ δύναμη: «τὴν ἀκουστικὴν τῆς ψυχῆς ( . . . ) δύναμιν». Ἀπόλυτη συνάρτηση ἀκοῆς καὶ μαθήσεως βλ. εἰς Ἀριστοτέλους, Τῶν μετὰ τὰ φυσικὰ Α΄, 980b: «φρόνιμα μὲν ἄνευ τοῦ μανθάνειν ὅσα μὴ δυνατὰ τῶν ψόφων ἀκούειν ( . . . ) μανθάνει δ΄ ὅσα πρὸς τῇ μνήμῃ καὶ ταύτην ἔχει τὴν αἴσθησιν».
[23] Βλ. α΄ 32.
[24] Βλ. α΄ 41.
[25] Τὴν πηγὴ τῆς Γενέσεως, ἀπὸ τὴν ὁποία ἀπομακρύνθηκε ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴν ἁμαρτία, ἔχει ἤδη ἀναφέρει στὴν πέμπτη ὁμιλία (βλ. ε΄ 152).
[26] Πηγὴ συνήθως ὀνομάζει ὁ Γρηγόριος τὸν Θεὸ (βλ. α΄ 16 καὶ 32, β΄ 62, Ϛ΄ 188, η΄ 248 καὶ 255, θ΄ 293, ια΄ 323 ὅπου ὁ Θεὸς ὡς πηγὴ φωτός, ια΄ 327 καὶ 334, ιγ΄ 386 καὶ 397), ἢ τὴν θεία διδασκαλία (ιε΄ 437), ἀλλὰ κάποτε χρησιμοποιεῖ τὴν εἰκόνα τῆς πηγῆς γιὰ τὸν ἄνθρωπο, ὁπότε πρόκειται γιὰ τὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου (γ΄ 94), ἢ τὴ διανοητικὴ δύναμη τῆς ψυχῆς (θ΄ 275) ποὺ πρέπει νὰ γεννᾶ θεοπρεπεῖς λογισμοὺς συντηρούμενη καθαρὴ χάριν τοῦ Κυρίου, καὶ μάλιστα ὡς τὸν κατ᾽ ἐξοχὴν ἄνθρωπο ἀφοῦ ἡμέτερα εἶναι τὰ τῆς ψυχῆς καὶ ὄχι ἡ παχυμέρεια τοῦ σώματος καὶ τῶν περὶ τὸ σῶμα (θ΄ 276-7)· πηγὴ μέλιτος ὀνομάζει τὸ στόμα ποὺ λαλεῖ τὰ τῆς καθαρῆς ψυχῆς· πηγὴ τέλος ἔγινε διὰ τοῦ Χριστοῦ ἡ ἴδια ἡ νύμφη (θ΄ 281, 292 καὶ 293, ι΄ 302), ἐνῶ κάθε ἀρετὴ ξεχωριστὰ εἶναι μία πηγή (ιγ΄ 395).
[27] «μεμίμηται γὰρ δι᾽ ἀκριβείας τῇ μὲν πηγῇ τὴν πηγήν, τῇ δὲ ζωῇ τὴν ζωήν, τὸ δὲ ὕδωρ τῷ ὕδατι» (βλ. θ΄ 293).
[28] Θυμίζω πὼς ὁ Μωϋσῆς ὑπῆρξε κατὰ τὴν ὁμολογία τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ ἐκεῖνος ποὺ γνώριζε τὸν Θεὸ περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλο ἄνθρωπο. βλ. Ἔξ. 33.12.
[29] Βλ. ια΄ 322-3.
[30] Βλ. ια΄ 323.
[31] Βλ. ια΄ 324.
[32] Βλ. ια΄ 325.
[33] Βλ. Περὶ κρίματος Θεοῦ, ἔκδ. Κ. Καρακόλη, εἰς: Ἕλληνες Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, τ. 8, Θεσ/νίκη 1973, σ. 26.
[34] Βλ. ια΄ 326-7.
[35] Βλ. ια΄ 327 κ.ἑ.
[36] Βλ. ια΄ 331-2.
[37] Βλ. ια΄ 332-3.
[38] Βλ. Πλάτωνος, Φαῖδρος 264c: «δεῖν πάντα λόγον ὥσπερ ζῷον συνεστάναι σῶμά τι ἔχοντα αὐτὸν αὑτοῦ ( . . . )»
[39] Βλ. ια΄ 337.
[40] Βλ. Ὁσίου Νείλου τοῦ ἀσκητοῦ, Λόγος ἀσκητικός, εἰς: Φιλοκαλία τῶν ἱερῶν νηπτικῶν, Ἀθῆναι 1982, σσ. 222-3.Πρβλ. Γεν. 3.14.
[41] Βλ. ια΄ 336.
[42] Βλ. ιε΄ 469.
[43] Βλ. Ἱερωνύμου, Vita sancti Pauli 9-10.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου