Τρίτη 24 Ιανουαρίου 2017

Ὁ φόβος τῆς Ἱερωσύνης καί ἡ ὑπακοή στό θεῖο θέλημα.


Ὁ φόβος τῆς Ἱερωσύνης καί ἡ ὑπακοή στό θεῖο θέλημα
  Ὁ πληγωμένος Ἀετός. Γρηγόριος ὁ Θεολόγος
Καί ἄρχισε ὁ Γρηγόριος πρίν ἀπό τό Πάσχα τοῦ 362 νά γράφει τήν ἀπολογία τῆς φυγῆς του. Τήν ἔγραφε ἀκούγοντας φωνές καί διαμαρτυρίες τῶν συμπατριωτῶν του.
Καί τήν ἔγραψε μέ τέτοιο τρόπο καί τόση πληρότητα, ὥστε νά ἔχουμε τό πρῶτο κείμενο τῆς Ἐκκλησίας μέ θαυμάσια θεολογία τῆς Ἱερωσύνης.  Οἱ φωνές τόν κατακλύζουν κι αὐτός ἀπαντᾶ μέ εἰλικρίνεια, χωρίς περιστροφές.
-Μᾶς περιφρονεῖς, Γρηγόριε. Ἐμᾶς καί τό ἀξίωμα τῆς ἱερωσύνης.
-Γιά τό Θεό, ἀδελφοί!  Οὔτε νά τό διανοηθῶ δέν μπορῶ. Ἄλλωστε, τώρα τ’ ὁμολογῶ; Νικήθηκα.


Καί θά ’ρθω κοντά σας. Ἄλλωστε πῶς νὰ περιφορνήσω τήν ἱερωσύνη, πού τήν ἔχει θεσπίσει ὁ Θεός; Ἀφοῦ τήν ἔδωσε γιά νά εἶναι πλῆρες τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἡ Ἐκκλησία.  Σ’ αὐτήν ἔχει ὁ Θεός τούς ποιμαινόμενους καί τούς ποιμένες·  τούς διδασκόμενους καί τούς δασκάλους.
-Νά ὅμως πού μόλις χειροτονήθηκες μᾶς ἄφησες κι ἔφυγες….
-Ἄν ἔμενα, θά μπορούσατε νά μοῦ πεῖτε ὅτι δέν ἔχω σύνεση, πώς εἶμαι ἄμυαλος.  Νόμιζα ὅτι θά σκεπτότανε κανείς σας ἔτσι; Ὁ Γρηγόριος εἶναι τόσο ὑπερόπτης, πού δέ λογαριάζει τά θεῖα πράγματα. Δέν καταλαβαίνει τί σημαίνει νά πλησιάζεις καί νά συνομιλεῖς μέ τόν ὑπεράγαθο Θεό.
-Τότε πῶς ἀποφάσισες νά γυρίσεις κοντά μας, ἀκούει ἄλλη φωνή.
-Ἀφῆστε με, ἀφῆστε με, νά τά πάρω ἀπό τήν ἀρχή.  Σᾶς ὁμολόγησα ὅτι νικήθηκα. Ναί, μέ νικήσατε κι ἔρχομαι. Ἀλλά θά σᾶς εἰπῶ τί μ’ ἔκανε νά φύγω. Πρῶτα-πρῶτα μοῦ ἦρθε τόσο ξαφνική ἡ χειροτονία, πού ζαλίστηκα μπροστά στό φοβερό της μεγαλεῖο. Ἔπειτα γνωρίζετε πολύ καλά τήν ἀπέραντη ἀγάπη μου γιά τόν ἡσυχαστικό βίο. Ἡ ἐρημία καί ἡ ἀδιάκοπη προσευχή μέ συνεπαίρνουν.
Ἔχω ἔρωτα γιά τή ζωή τοῦ ἀναχωρητῆ. Ἔδῶ καί κάμποσο καιρό ἔχω διαπιστώσει ὅτι τό πιό μεγάλο ἀγαθό εἶναι νά ἐλευθερώνεται κανείς ἀπό τά ὑλικά. Νά συνάγεται στόν ἔσω ἑαυτό του, ν’ ἀκούει ἐκεῖ τό Θεό. Νά γίνεται τό μέσα του καθρέφτης καί νά λάμπουν ἐκεῖ τά θεῖα καί ὁ Θεός.  Κι ὅσο καθαρότερος καί λαμπρότερος γίνεται ὁ καθρέφτης μέ τήν ἄσκηση καί τήν προσευχή, τόσο καλύτερα καθρεφτίζονται σ’ αὐτόν τά αἰώνια καί θεῖα. Ὁ ἄνθρωπος τότε συμπορεύεται μέ τούς ἀγγέλους καί ζεῖ μακάρια μέ τήν ἀλήθεια….
Καταλαβαίνει ὁ Γρηγόριος ὅτι διηγήθηκε πολλά ἀπό τίς ἐμπειρίες του.  Σταματάει ἀπότομα καί μέ λίγη πίκρα παρατηρεῖ:
-Πολλοί θά γελάσετε μ’ αὐτά πού σᾶς λέω. Οἱ περισσότεροι δέ θά πεισθήκατε.  Γιά νά καταλάβετε αὐτά, πρέπει ν’ ἀποκτήσετε τόν ἔρωτα γιά τά θεῖα καί νά πάθετε ὅ,τι ἔπαθα κι ἐγώ!
-Καί ὅμως, Γρηγόριε, ἐμεῖς ἀκοῦμε νά λένε ὅτι δέ σ’ ἔφτανε τό ἱερέας καί πῶς ἤθελες νά γίνεις ἀμέσως ἐπίσκοπος.
-Ὄχι, ὄχι μά τήν πίστη μου. Αὐτά δέ εἶναι ἀλήθεια. Τό ἀντίθετο μάλιστα. Βλέπω τόσο μεγάλο τό λειτούργημα τοῦ ἱερέα! καί σεῖς μοῦ λέτε πώς ἤθελα τά ὑψηλότερα!
Φαίνεται δέ σκεφτήκατε ποτέ τί σημαίνει νά κατευθύνεις τούς ἄλλους πνευματικά. Νά τελεῖς τή θεία Εὐχαριστία, νά χειροτονεῖς ἱερεῖς, νά φροντίζεις νά ’χουν ὀρθή πίστη οἱ χριστιανοί…. Κι ἄν θέλετε ν’ ἀκούσετε ὅλα ὅσα ἔχω σήν καρδιά μου, ἀκοῦστε καί τό λόγο τοῦτο: ἤμουν ἀπογοητευμένος ἀπό τούς ἱερεῖς. Ἔχουν δεῖ τά μάτια μου ἀθλιότητες πολλές.  Ποῦ εἶναι οἱ διαβασμένοι καί καθαροί στήν καρδιά παπάδες μας; Σάν τίς μῦγες τρέχουν καί σπρώχνονται στό ἱερό Βῆμα. Ὁ ἕνας γιά τή δόξα, ὁ ἄλλος γιά τά χρήματα, ὁ τρίτος γιά νά κρύψει τίς πομπές του.  Ποῦ ἔμαθαν νά ποιμαίνουν; Πότε ζήσανε ἀσκητική; Ἔγιναν οἱ περισσότεροι χριστέμποροι καί κομπογιανίτες.
-Καί ποῦ νά τούς βροῦμε τούς ἄριστους, Γρηγόριε;  Δέν μπορεῖ νά εἶναι ὅλοι σάν τόν πατέρα σου, πού τόν σεβόμαστε ὅλοι…
-Δέν ξέρω, ἀδερφοί μου. Ἀλλά ὁ ἱερεύς δέν εἶναι ὁποιοσδήποτε.  Πρέπει νά ’ναι στά πνευματικά πρωταθλητής. Σέ ὅλα νά δίνει τό παράδειγμα. Νά παλεύει τά πάθη του. Ἀπό τά χρήματα μακριά. Ἡ ἁμαρτία νά τόν τρόμάζει. Γιά τίς ἀρετές νά πασχίζει νύχτα μέρα. Ν’ ἀνεβαίνει ἀπό σκαλοπάτι σέ σκαλοπάτι, νά μή σταματάει.  Νά μή μετράει τόν ἑαυτό του μέ τούς γύρω του, παρά μόνο μέ τό Θεό τόν ἴδιο.
Νά φροντίζει ἀκούραστα γιά τό ποίμνιο, πού τοῦ ’δωσε ὁ Θεός. Καθῆκον του δέν εἶναι μόνο νά κρατάει τούς χριστιανούς στήν Ἐκκλησία.  Πρέπει νά κάνει τό πᾶν γιά νά προκόβουν κι αὐτοί.  Νά τούς προετοιμάζει καί νά βάζει μέσα τους τό Χριστό μέ τήν ἐπενέργεια τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Οὔτε λίγο οὔτε πολύ, πρέπει νά φροντίζει νά γίνουνε θεοί, ν’ ἀπολαμβάνουνε τή θεία μακαριότητα. Πόσοι ἀπό τούς ἱερεῖς μας τά κάνουν αὐτά; Καί ὅμως γι’ αὐτό ἦρθε στόν κόσμο ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ.
Γιά νά σηκώσει τούς ἀνθρώπους ἀπό τή φθορά καί νά τούς θεώσει.  Βαριά σᾶς φαίνεται ἡ κουβέντα τούτη.  Μά ἔτσι εἶναι, ἀδελφοί μου. Ὁ Υἱός καί Θεῖος Λόγος ἔγινε ἄνθρωπος γιά νά θεώσει τόν ἄνθρωπο. Καί συνεργό στό μέγα τοῦτο ἔργο ἔχει τόν ἱερέα. Γι’ αὐτό σᾶς εἶπα πώς ἡ ἱερωσύνη εἶναι ἡ ἐπιστήμη τῶν ἐπιστημῶν.
Ἡ σπουδαιότερη, διότι προσπαθεῖ τό πιό σπουδαῖο πράγμα, τή θέωση τοῦ ἀνθρώπου.  Καί ἡ δυσκολότερη, γιατί παλεύει μέ τά πάθη τοῦ ἀνθρώπου καί τούς δαίμονες.  Εὐτυχῶς ὅμως πού τό ἅγιο Πνεῦμα εἶναι συνεχῶς παρόν, παραστέκεται στόν ἱερέα καί τελικά μόνο αὐτό τόν κάνει ἄξιο ν’ ἀνταποκριθεῖ στό ἔργο του.
Διαισθάνθηκε ὁ Γρηγόριος τήν ἔκπληξη τῶν ναζιανζηνῶν καί κοντοστάθηκε.  Νά πάρουνε ἀνάσα, νά χωνέψουνε τά φοβερά πού τούς εἶπε γιά τόν ἱερέα καί τήν ἱερωσύνη. Οἱ συμπατριῶτες του ὅμως δείχνανε ν’ ἀμφιβάλλουν:
-Καί λίγα σᾶς εἶπε. Μακάρι νά ’χει τή δύναμη νά σᾶς τά παραστήσω καθώς πρέπει. Ἀλλά γιατί με ρωτᾶνε; Δέ σκέπτεσθε τόν Παῦλο, τόν ἀπόστολο τῶν ἐθνῶν, πόσο φωτισμό δέχτηκε; Χίλιες ἀστραπές τόν τύφλωσαν γιά νά μεταβληθεῖ σέ Ἀπόστολο.
Καί πόσο ἀσκήθηκε, πόσο προετοιμάστηκε γιά ν’ ἀρχίσει τό ἔργο του!
Γιά νά μιλήσει στούς χριστιανούς ζητοῦσε νά τόν καθοδηγήσει τό ἅγιο Πνεῦμα.  Γιά νά κηρύξει τό Εὐαγγέλιο διώχτηκε, ναυάγησε, κινδύνεψε, δάρθηκε, φυλακίστηκε, λιθοβολήθηκε, κακοπάθησε….. Ἤτανε πάντα πρόθυμος νά ὑποστεῖ τά πάντα χάριν τοῦ Χριστοῦ. Μέχρι πού ἔφτασε στό μαρτύριο.
Ὁ Θεός τόν στεφάνωσε….. Καί ὅσο ἐργαζότανε γιά τό Χριστό, εἶχε σύνεση, εἶχε ἀγάπη γιά τούς ἀνθρώπους, ἡ φροντίδα ὅλων τῶν Ἐκκλησιῶν τόν ἔλιωνε. Ἰδού τό πρότυπο τοῦ ἱερέα.  Τί ἄλλο νά σᾶς εἰπῶ…. Ὁ Παῦλος κήρυττε τήν ὀρθή πίστη, τήν ὁποία ἔμαθε καλά ἀπό τούς μαθητές τοῦ Κυρίου.

Καί ὁ ἱερέας πρέπει νά σπουδάζει τήν ὀρθή πίστη τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἀπό τίς αἱρέσεις μακριά. Ὅσοι τίς κηρύττουν εἶναι ἀκάθαρτοι.
Καί τό Θεό, πού εἶναι κατεξοχήν καθαρός, μπορεῖ νά τόν πλησιάσει μόνο ἄνθρωπος καθαρός στό φρόνημα, στήν πίστη δηλαδή.  Καί καθαρός στήν ψυχή, δηλαδή ἀπαλλαγμένος ἀπό τά πάθη καί τίς ἁμαρτίες.
Ξαφνικά, στή μυσταγωγική σιωπή μιά φωνή τόν διακόπτει:
-Γύρω μας, Γρηγόριε, χαλάει ὁ κόσμος ἀπό διδασκαλίες. Ὅλοι ἐμφανίζονται γιά σπουδαῖοι καί ὀρθόδοξοι δάσκαλοι….
-Δυστυχῶς αὐτό συμβαίνει κι ἀλλοίμονο στά μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Πρέπει νά ξέρετε ὅμως ὅτι ἀληθινοί καί ὀρθόδοξοι δάσκαλοι εἶναι αὐτοί πού πρῶτα πασχίζουν νά καθαρθοῦν, νά φωτιστοῦν, νά σπουδάσουν, νά πλησιάσουν τό Θεό, ν’ ἁγιαστοῦν.
Αὐτοί, ἔπειτα ζητοῦν νά καθαρίσουν ἄλλους, νά διδάξουν, νά φωτίσουν, ν’ ἁγιάσουν, νά ἑνώσουν ἄλλους μέ τό Θεό. Οἱ δάσκαλοι πού ἀκολουθοῦνε τήν ἱερή αὐτή τακτική μποροῦνε νά θεολογοῦν ὀρθόδοξα. Καί γιά νά μή σᾶς λέω πολλά, βάλτε καλά στό νοῦ σας αὐτά τά λίγα γιά τήν πίστη: Ἡ φύση τοῦ Πατέρα καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Πνεύματος δέν χωρίζεται εἶναι μία. Ὅμως δέν ταυτίζονται τά τρία πρόσωπα, ὅπως ὑποστήριξε ὁ Σαβέλλιος.
Ἀποτελοῦν τρεῖς ὑποστάσεις ἰδιαίτερες, πού ἡ κάθε μιά τους ἔχει τή δική της ἀποκλειστική ἰδιότητα. Ὁ Πατέρας εἶναι ἀγέννητος, ὁ Υἱός γεννητός, τό Πνεῦμα πρόοδος (§38 τοῦ Β΄Λόγου). Βλέπετε πόσο ἁπλά εἶναι τά πράγματα, ὅταν ἀκολουθοῦμε τόν τρόπο, πού ἔδρασε καί φανερώθηκε ὁ Θεός στόν κόσμο γιά τή σωτηρία μας;
Μέ τίς θεολογικές αὐτές διευκρινίσεις ἔχουμε βαθιά τομή στή θεολογία τῆς Ἐκκλησίας.  Πρώτη φορά ἔγινε λόγος μέ τόση σαφήνεια γιά τρεῖς ὑποστάσεις, τίς ὁποῖες τίς διακρίνουμε ἕνεκα τῶν τριῶν ἰδιαιτέρων καί ἀποκλειστικῶν τους ἰδιοτήτων.
-Νά, Γρηγόριε, πόσο καλά μᾶς τάς ἐξηγεῖς!  Καί φοβᾶσαι πώς δέ θά τά καταφέρεις.  Καί τό ’βαλες στά πόδια γιά τό ἀσκητήριο τοῦ φίλου σου Βασιλείου…
-Μακάρι, ἀδελφοί μου, να ’ταν ἔτσι. Ἐγώ τό ξέρω καλύτερα πόσο ἀδύνατος εἶμαι γιά τήν ἱερωρύνη καί τή θεολογία.  Αἰσθάνομαι σά νά πηγαίνω σέ γάμο χωρίς καλά ροῦχα.  Καί κινδυνεύω νά μέ διώξουν ἀπό τό γάμο. Γι’ αὐτό πρόλαβα κι ἔφυγα μόνος, τότε πού μέ χειροτόνησαν.
-Καί τά λές ἐσύ Γρηγόριε, πού ἔγινες σοφός, πού ἀνατράφηκες ἀπό εὐσεβεῖς γονεῖς, ἀπό ἐπίσκοπο πατέρα καί ἅγια μητέρα ….;
-Ὄχι μόνο αὐτό ἀγαπητοί μου.  Δέν ἀντράφηκα μόνο ἀπό ἅγιους γονεῖς. Ἡ μητέρα μέ ἀφιέρωσε στό Θεό πρίν ἀκόμα γεννηθῶ.  Μετά καί γώ ὁ ἴδιος, ὅταν πιά μεγάλωσα, ὑποσχέθηκα στό Θεό πώς θά τοῦ ἀφιερωθῶ.  Μ’ ὅλα ταῦτα ὅμως δέν παύει ἡ ἱερωσύνη νά εἶναι μεγάλο καί δυσβάσταχτο λειτούργημα!
-Δέ λέμε, Γρηγόριε, πώς εἶναι ὅλα εὔκολα.  Μά ἐσύ ἔχεις ἀπ’ ὅλους τά πιό πολλά προσόντα.  Ποιός θά τά βγάλει πέρα μέ τή νέα συμφορά μας; Νέος εἰδωλολάτρης καί νέος διώκτης ὁ νέος αὐτοκράτορας, ὁ Ἰουλιανός. Ἐδῶ καί λίγους μῆνες ἔγινε αὐτοκράτορας καί ἀναστάτωσε τήν Ἐκκλησία!  Δέν τά βλέπεις αὐτάς;
-Δέν εἶναι αὐτό πού μέ φοβίζει, ἀγαπητοί μου. Ὁ Ἰουλιανός εἶναι τό νέο θηρίο, βέβαια.  Δυνατός αὐτοκράτορας. Ἀποφασισμένος νά μᾶς πολεμήσει.  Μᾶς ἀπειλεῖ μέ ξίφη, μέ διωγμούς…. Θέλει νά μᾶς πετάξει στόν γκρεμό καί στό βάραθρο.  Μά θά τόν πολεμήσω.  Δέν τόν φοβᾶμαι. Εἶναι ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία καί τόν βλέπω καθαρά. Ἐχθρό ἐξωτερικό δέν τόν φοβᾶμαι. Γι’ αὐτόν ἔχω ἕνα ὅπλο φοβερό: τήν ἀπόφαση νά πεθάνω γιά τήν πίστη μου. Θά πολεμήσω τόν Ἰουλιανό μέ τό μαρτύριό μου καί ἡ Ἐκκλησία θά νικήσει.
-Τότε τί σέ φοβίζει, εὐλογημένε;
-Ὁ δικός μας πόλεμος. Οἱ ἐχθροί πού ὑπάρχουν μέσα στήν Ἐκκλησία. Πού δέν τούς βλέπεις.  Πού μοιάζουν φίλοι καί ὀρθόδοξοι, ἀλλά διαιροῦνε τήν Ἐκκλησία, τήν ταπεινώνουνε καί νοθεύουνε τή διδασκαλία της. Γι’ αὐτό τόν πόλεμο δέν ἔχω τόλμη.  Νιώθω μικρός. Βάλε καί τά πάθη μου, τίς προσωπικές μου ἀδυναμίες καί ἁμαρτίες….. Αὐτά φοβᾶμαι τρέμω.
Ὅλους τώρα τούς ἀποστόμωσε. Οἱ φωνές μείνανε ἀμήχανες. Ὁ Γρηγόριος ἀνάσανε λίγο καί θέλει νά δώσει τή λύση. Νά πεῖ τόν τελευταῖο λόγο τῆς ἐπιστροφῆς του. Πῶς ἀποφάσισε τελικά νά γυρίσει στή Ναζιανζό:
-Ἐλᾶτε, ἀδέρφια μου. Νά σᾶς πῶ τόν ἔσχατο λόγο μου. Γυρίζω. Ἔρχομαι κοντά σας. Θά μείνω μαζί σας. Καί νά γιατί, παρ’ ὅλα ὅσα σᾶς ἀνάλυσα. Σᾶς ἀγαπῶ, ἀδέρφια μου. Θέλω νά σᾶς βοηθήσω. Ὅπως θέλω νά βοηθήσω καί τούς γέροντες γονεῖς μου.
Κι ἀκόμα περισσότερο, ὀφείλω νά κάνω ὑποκοή. Ὑπακοή στό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Τό θέλημα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι θεῖο θέλημα. Ἡ Ἐκκλησία μέ θέλει λειτουργό καί θεολόγο της. Σκύβω τό κεφάλι. Ὅσο καί νά βλέπω τήν ἀδυναμία μου γιά τό λειτούργημα πού μοῦ ἀναθέτει, δέν πρέπει ν’ ἀρνηθῶ.
Ἄς γίνω ἐγώ τό θύμα. Πρώτη ἀρετή εἶναι ἡ ὑπακοή. Ἀπό δέος σιώπησα. Τώρα πιά θά μιλάω, θά κηρύττω, θά θεολογῶ. Νικήθηκα ἀπό τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί θά ὑπακούσω. Μέ νίκησε ἡ ἀγάπη κι ἔρχομαι κοντά σας.
Ἐπιτέλους τά εἶπε ὅλα. Ἐξήγησε τόν ἑαυτό του κι ἔνιωσε ἀνάλαφρος. Ἀφέθηκε γιά λίγο νά ξαπλώσει στήν κουρελοῦ πού ἔβαζε στό ἔδαφος νά κοιμᾶται.  Μέ πρώτη εὐκαιρία ξαναδιάβασε τήν ἀπολογία του αὐτή.  Παραμονές τοῦ Πάσχα, λίγες μέρες πρίν τή Μεγάλη Ἑβδομάδα, χαιρέτησε τόν ἀδελφικό του φίλο Βασίλειο καί πῆρε τό δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς. Ἡ ἔνταση, πού λίγο πρίν εἶχε σ’ ὅλο τό εἶναι του , ἔφυγε.
Οἱ δύο ἀσκητές ἔζησαν τόσες ἐμπειρίες πνευματικές, πού θά τούς τρέφουν σέ ὅλη τή ζωή τους. Στούς μῆνες αὐτούς φανερώθηκαν τά πρῶτα δείγματα τῆς μεγαλωσύνης τους. Ὅ,τι βλάστησε ἐδῶ, στό ἀσκητήριο τοῦ Ἴρη ποταμοῦ, θά τό αὐξήσουν ἐντυπωσιακά τά ἑπόμενα χρόνια.
Τή μεγαλωσύνη τους τήν χρειαζότανε ἡ Ἐκκλησία πολύ, μιά καί ὁ στῦλος τῆς Ὀρθοδοξίας, ὁ μέγας μαχητής Ἀθανάσιος, ἄρχισε νά κουράζεται. Ἀπό τό 365, καί μάλιστα ἀπό το 370, φαινότανε καθαρά πώς ὁ Ἀθανάσιος βιαζότανε νά παραδώσει τή σκυτάλη.  Χρειαζόταν, λοιπόν, μεγάλοι θεολόγοι, ἀντάξιοι τοῦ Ἀθανασίου.  Καί αὐτοί θά εἶναι ὁ Βασίλειος μέ τόν Γρηγόριο.

 Ὁ πληγωμένος Ἀετός (Γρηγόριος ὁ Θεολόγος)
 (ἀφηγηματικὴ Βιογραφία)
  σελ.67-73
 Στυλιανοῦ Γ. Παπαδοπούλου Καθηγητή Πανεπιστημίου
 Ἔκδοση Δ΄

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου