Κυριακή 22 Ιανουαρίου 2017

Η χρήση λογικής και νοεράς ενέργειας του ανθρώπου κατά τον άγιο Γρηγόριο Παλαμά



Επεξεργασμένο κείμενο από την Στρογγυλή Τράπεζα του Β Διεθνοῦς Επ.Συνεδρίου 
«Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς στην ιστορία και το παρόν»
Λεμεσός 5-7 Νοεμβρίου 1999
Ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς στην δεύτερη ομιλία του για τα Εισόδια, όπου παρουσιάζει το πρόσωπο της Θεοτόκου ως πρότυπο ησυχαστικής ζωής, ομιλεί αναλυτικά περί των πέντε δυνάμεων της ψυχής· αίσθησης, φαντασίας, δόξας, διάνοιας, νου [1].

Εκεί ο μεγάλος αυτός ανατόμος της ανθρώπινης ψυχής διευκρινίζει ότι διάνοια είναι η λογική δύναμη που ολοκληρώνει με διάφορους διεξοδικούς συλλογισμούς την δόξα δηλαδή την γνώμη [2], και έχει ως έδρα της τον εγκέφαλο [3]. Ο νους είναι αυτοτελής ουσία που έχει ως κύρια ενέργειά του, την νοερά· όταν όμως εκπίπτει από αυτή την κίνηση, περιορίζεται στην διανοητική και μόνο ζωή [4].

Ο άνθρωπος έχει δύο ψυχικούς οφθαλμούς [5]. Ο πρώτος είναι η διάνοια που έχει ως επιστητό της την κτιστή γνώση. Όμως με την διάνοιά του ο άνθρωπος μπορεί να μελετά και το Άκτιστο, να ενασχολείται, κάτω από προϋποθέσεις, με διάφορες πνευματικές “θεωρίες”[6]. Η διάνοια δεν αποτελεί τον κύριο οφθαλμό της ψυχής, γιατί δεν μπορεί να γνωρίσει εμπειρικά τους επουράνιους θησαυρούς· αυτή «τα αισθητά και τα νοερά επίσης διανοητά δι’ εαυτής ποιεί»[7].

Ο δεύτερος ψυχικός οφθαλμός είναι ο νους, δηλαδή η νοερά ενέργεια μέσα στην καρδιά του ανθρώπου με την οποία επιτυγχάνεται η θεία εποψία και η εμπειρική γνώση του Θεού δια των ακτίστων θεοποιών ενεργειών του Θεού[8]....

Η άσκηση των αρετών έχει ως σκοπό την ένωση του ανθρώπου με τον Θεό δια της ακτίστου Χάριτός Του. Με τις αρετές μπορούμε να οδηγηθούμε στην προς τον Θεόν ομοίωση· δίχως όμως την επίτευξη της αισθητής, οντολογικής[9] κατά Χάριν ενώσεως δεν πετυχαίνουμε, δεν “πάσχομεν” την θέωση[10].

Μετά την πτώση των Πρωτοπλάστων διαταράχθηκαν και διασπάσθησαν οι ψυχικές δυνάμεις του ανθρώπου[11]. Οι δυνάμεις αυτές, και ιδιαίτερα η νοερά, πρέπει τώρα με την Χάρη του Θεού και την συνέργεια του ανθρώπου να αποκατασταθούν και να ενοποιηθούν μέσα στον χώρο της καρδίας, που αποτελεί το πνευματικό κέντρο του ανθρωπίνου προσώπου, τον θρόνο της Θείας Χάριτος[12]. Με τον τρόπο αυτόν ξαναβρίσκει ο άνθρωπος «το αρχαίο εκείνο κάλλος»[13] και θεραπεύεται το ανθρώπινο πρόσωπο[14].

Κατά τον Παλαμά ο νους του ανθρώπου έχει ουσία και ενέργεια όπως και ο Θεός[15]. Η ουσία του νου, που εδρεύει στην καρδιά[16], στο «πρώτον σαρκικόν λογιστικόν όργανον»[17], είναι αμετάβατη «μηδέποτε εαυτήν απολείπουσα»[18]. Η ενέργεια όμως του νου μεταβαίνει[19] και διαχέεται έξω δια των αισθήσεων και των λογισμών. Την ενέργεια αυτή προσπαθεί να επαναφέρει στην ουσία ο ασκητής με την νοερά προσευχή, ώστε ο νους να επιστρέψει στον εαυτό του και κατόπιν να ενωθεί με τον Θεό[20].

Μπορεί σε κάποιον να λειτουργεί αυτή η νοερά ενέργεια, αλλά επειδή δεν γνωρίζει την Πατερική διδασκαλία, να μην έχει συνειδητοποιήσει τι συμβαίνει ακριβώς στον χώρο της καρδίας του· έχει όμως σίγουρα την αίσθηση καρδιακών θείων βιωμάτων.

 
Η ένωση του κτιστού ανθρώπου με τον άκτιστο Θεό διαμέσου της νοεράς ενέργειας στην καρδιά του ανθρώπου δεν μπορεί να γίνει χωρίς την Χάρη του Θεού. Ούτε την ύπαρξη της νοεράς ενέργειας μπορεί να αντιληφθεί ο άνθρωπος χωρίς την ενέργεια της θείας Χάριτος[21].

Μπορούμε να πούμε ότι η νοερά ενέργεια αποτελεί τον δείκτη ευρέσεως της Χάριτος του Θεού[22]. 

Αυτός που μετέχει, κοινωνεί με την άκτιστη θεοποιό ενέργεια, γνωρίζει εμπειρικά την νοερά ενέργεια της ψυχής του μέσα στην καρδιά του κατά την προσευχή[23].

Θα πρέπει να τονίσουμε ότι η λογική ενέργεια του ανθρώπου, όταν θεωρείται ως αυθεντία στην έρευνά της για το Άκτιστο, μπορεί να δημιουργήσει πλάνη, που σχετίζεται με τρεις κατηγορίες ανθρώπων και έχει αντίκτυπο στην πνευματική τους ζωή.

Κατά το πρώτο είδος πλάνης η λογική εκτοπίζει την πίστη. Ο άνθρωπος δεχόμενος ως μοναδική πραγματικότητα ο,τι του υπαγορεύει η λογική διαμέσου των φυσικών νόμων και ο,τι βιώνει ο ίδιος από την κατ’ αίσθησιν ζωή δεν μπορεί να δεχθεί τον σπόρο της πίστεως στην καρδιά του. Δεν μπορεί να καταλάβει ότι υπάρχει γνώση και πραγματικότητα, η οποία είναι υπέρ λόγον, υπέρ αίσθησιν, υπέρ φύσιν. Γιατί όπως λέει ο Παλαμάς μόνον η πίστη μπορεί να πλησιάσει και να γίνει δεκτική της υπέρ λόγον αλήθειας[24]. 

Η πλάνη που δημιουργεί η λογική και κατατάσσεται στην δεύτερη κατηγορία σχετίζεται με αυτούς που πιστεύουν στον Θεό, αλλά λανθασμένα. Αυτοί μπορεί να είναι η ετερόδοξοι χριστιανοί η οποιοιδήποτε άλλοι θρησκεύοντες. 

Η θεολογία που έχει δημιουργηθεί από τους ετεροδόξους χριστιανούς είναι νοησιαρχική, μη εμπειρική, δεν αποτελεί καρπό της Αποκαλύψεως του Θεού.

Ο θεός στον οποίο ανάγεται ο κτιστός άνθρωπος με την λογική του κινείται πάντοτε στα όρια της κτιστότητας και είναι θεός που τον κατασκευάζει ο ίδιος όπως τον θέλει[25]. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς ερμηνεύοντας την αιτία των τόσο πολλών παρερμηνειών και αιρετικών δοξασιών του σχολαστικού[26] Βαρλαάμ λέει ότι με την λογική και την φυσική φιλοσοφία προσπαθούσε να ερευνήσει τα υπέρ λόγον και υπέρ φύσιν[27]. 

Στην Δύση από την εποχή του ιερού Αυγουστίνου[28] μέχρι και σήμερα κυριαρχεί αυτός ο πειρασμός της λογικής στην θεολογία[29] και είναι υπεύθυνος για την εκκοσμίκευση της Δυτικής Εκκλησίας[30]. Η λογικοκρατία, ο ορθολογισμός είναι η αιτία δημιουργίας των παντοειδών αιρέσεων. 

Παράλληλα τα θρησκευτικοφιλοσοφικά συστήματα Ασιατικής προελεύσεως εκφράζοντας την πίστη τους σε ένα απρόσωπο θεό προσφέρουν στους οπαδούς τους, διαμέσου της ασκητικής τους, την εύρεση της ύψιστης διανοητικής καταστάσεως, που πολλοί την ονομάζουν νοητική στάση η κατάσταση και που οδηγεί τον άνθρωπο στην αυτοπραγμάτωση, στην αυτοθέωση. 

Οι πνευματικές εμπειρίες που προσφέρουν αυτές οι ομάδες και δελεάζουν όσους δεν έχουν βιώσει την Θεία Χάρη μέσα στην Εκκλησία του Χριστού στηρίζονται σε ψυχοτεχνικές μεθόδους και στην μεγαλύτερη αξιοποίηση της διανοίας, που θα τους οδηγήσει σε αυτές τις θείες δήθεν εμπειρίες και οπτασίες. Η καρδιά αυτών παραμένει εμπαθής, και βέβαια δεν μπορεί να ανοίξει για να γίνει η είσοδος της νοεράς ενέργειας και της Χάριτος του Θεού[31]. 

Το τρίτο είδος πλάνης της λογικής σχετίζεται με τους κατ’ όνομα Ορθοδόξους και είναι πιο δυσδιάκριτη. Γίνεται σε αυτούς που έχουν πιστέψει στην ύπαρξη του υπερφυσικού, ακτίστου, στην πραγματικότητα την υπέρ λόγον, αλλά εξαιτίας του υπερτροφικού λογικού τους και των παθών που κατοικούν “εν τόπω αγίω”[32], στην καρδιά τους, δεν έχουν επιτύχει ουσιαστική ένωση με αυτό το υπερφυσικό και άκτιστο που είναι ο Θεός.

Σε αυτήν την κατηγορία ανήκουν αυτοί που έχουν μία διανοητική σχέση με τον Θεό επαναπαυόμενοι ότι γνωρίζουν τον Θεό. Είναι αυτοί που μπορεί να έχουν εξωτερικά μια ηθική ζωή, αλλά ουσιαστικά δεν γνωρίζουν τι σημαίνει καθαρότητα καρδίας, ούτε έχουν γνωρίσει τον εαυτό τους και δυσπιστούν στις θαυματοποιΐες των Αγίων. Η είσοδος της νοεράς ενέργειας στην καρδιά συντείνει στην ενοποίηση των δυνάμεων της ψυχής και φανερώνει την καθαρότητα του νου[33] τονίζει ο Παλαμάς. Τότε ο άνθρωπος καθίσταται ικανός να δεχθεί τα θεία χαρίσματα, την διόραση, την προόραση[34]. 

Μπορεί κάποιοι να ομιλούν, να γράφουν περί Θεού, να θεολογούν, αλλά να μη γνωρίζουν εμπειρικά, βιωματικά Αυτόν[35].

Η αληθινή και απλανής θεολογία απορρέει από την μέθεξη των ακτίστων θεοποιών ενεργειών, από την υπερφυσική αυτή ένωση «παρ’ ης μόνης εγγίνεται και το θεολογείν ασφαλώς»[36]. 

Αν η θεολογία παραμένει στο επίπεδο της διανοήσεως και δεν είναι απόρροια της θεοπτίας, τονίζει ο άγιος Γρηγόριος ότι μέγα χάσμα τις διαχωρίζει. Είναι σαν να ομιλείς για κάτι που δεν έχεις δει, δεν έχεις αποκτήσει[37]. Ο χαρισματούχος θεολόγος έχει ανεπτυγμένη στο έπακρο και την νοερά και την λογική του ενέργεια. 

Αξίζει να επαινεθούν σύγχρονοι ακαδημαϊκοί θεολόγοι που επισημαίνουν ότι “το κλειδί” για την κατανόηση των δογμάτων, η οδός της αυθεντικής θεολογήσεως, είναι η βίωση της Χάριτος, η εμπειρία που θα αποκτηθεί δια της ορθοδόξου ασκήσεως, της επιδιώξεως και επιμελείας της καθαρότητας της καρδίας[38].

Κεντρικό και ουσιαστικό σημείο της διδασκαλίας του αγίου Γρηγορίου Παλαμά είναι ότι η θέωση του ανθρώπου δεν αποτελεί ένα ηθικό γεγονός στηριζόμενο στην λογική του ανθρώπου, αλλά οντολογικό, εμπειρικό γεγονός που αφορά όλη την ύπαρξη του ανθρώπου. Πρόκειται για προσωπική μέθεξη των ακτίστων ενεργειών του προσωπικού Θεού. 

Ο άνθρωπος μόνο τότε θα κάνει καλή χρήση της λογικότητας που του έδωσε ο Θεός, αν διαμέσου της ασκητικής παραδόσεως της Ορθοδόξου Εκκλησίας ανακαλύψει την νοερά ενέργεια στην καρδιά του. Τότε ο άνθρωπος, που είναι “εν δυνάμει” πρόσωπο αρχίζει να γίνεται “εν ενεργεία” πρόσωπο, όταν φανερωθεί και μεταμορφωθεί «ο κρυπτός της καρδίας άνθρωπος»[39] δια της Χάριτος του Θεού. Όταν το «ειδεχθές προσωπείον»[40] πέσει και στην θέση του αποκαλυφθεί το Χριστοειδές πρόσωπο. 

Μόνο ο άνθρωπος που κατέστη πρόσωπο δια της Χάριτος του Θεού μπορεί να κάνει καλή χρήση της λογικότητας[41], γιατί τότε ο άνθρωπος βρισκόμενος στο στάδιο του φωτισμού έχει ελευθερωθεί από τα δεσμά των παθών και δεν αφήνει να προπορεύεται η λογική του στην εν Θεώ εμπειρία του. 

Σε αυτήν την εμπειρική σχέση με το Θεό η νοερά ενέργεια του ανθρώπου, ο νους ως το μοναδικό όργανο της θείας εποψίας, ενώνεται με την άκτιστη θεοποιό ενέργεια, κοινή στα πρόσωπα της Αγίας Τριάδας. Στο νου θα αποκαλυφθεί ο Θεός, η λογική ως ενέργεια θα είναι εκείνη που θα διατυπώσει και θα εκφράσει τις εμπειρίες του νου. 

Ο σύγχρονος άνθρωπος εγκλωβισμένος στην λογικοκρατία, την τεχνοκρατία και τον ανθρωπιστικό ρεαλισμό που χαρακτηρίζει την εποχή μας αδικεί τον εαυτό του. Εγκαταλείπει τον χώρο της ελευθερίας του πνεύματος στο επίπεδο της εγκοσμιότητος. Ο Παλαμάς προβάλλει στον σύγχρονο άνθρωπο την αλήθεια και ζωή που διανοίγει το ανθρώπινο πρόσωπο στην απειρότητα. Έτσι η επίγεια ζωή γίνεται προπαρασκευή για την αιωνιότητα και ο άνθρωπος ενσυνείδητα και ελεύθερα με την Χάρη του Θεού μεταμορφώνεται σε αιώνιο πρόσωπο κατ’ εικόνα του Θεού. 

Σωστή αντιμετώπιση των ραγδαίων τεχνολογικών εξελίξεων, ιδιαίτερα της γενετικής και της πληροφορικής, όπως άλλωστε και ενώπιον μιας οικολογικής καταστροφής μπορεί να γίνει μόνο από επιστήμονες και πολιτικούς φορείς που έχουν εξίσου ανεπτυγμένη μαζί με την λογική τους και την νοερά ενέργεια, την άμεση εμπειρία, κοινωνία με τον Θεό. 

Διαφορετικά μόνη η λογική και η οποιαδήποτε νοησιαρχική ηθική παραμένουν ανίσχυρες μπροστά στις μεγάλες προκλήσεις είτε των συγχρόνων επιστημονικών επιτεύξεων είτε του ακόρεστου καταναλωτισμού. 

Ο άνθρωπος, «κεκοπιακώς και πεφορτισμένος»[42] από την αμαρτία, το άγχος του υλιστικού και ευδαιμονιστικού τρόπου ζωής, ζητά (με τρόπο άμεσο η έμμεσο) να δει, ώστε να ζήσει και ο ίδιος εκείνο το βίωμα που θα αναπαύσει την βεβαρημένη συνείδηση και θα γεμίσει το κάθε είδους υπαρξιακό κενό του. 

Εμείς προβάλλουμε το σύμφωνο με την Πατερική Παράδοση βίωμα. 

Η επιστροφή στους Πατέρες, το “σύνθημα” που άρχισε να κυριαρχεί ξανά μέσα στην συνείδηση της Εκκλησίας πριν λίγα χρόνια, δεν σημαίνει την επιδίωξη εμπλουτισμού γνώσεων από την Πατερική γραμματεία, που γίνεται δια της λογικής...

Αλλά την εφαρμογή του Πατερικού βιώματος, που φανερώνεται με την ανακάλυψη της νοεράς ενέργειας στην καρδιά του ανθρώπου δια της Χάριτος του Θεού. 

Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, ο μύστης και κήρυξ της Χάριτος[43], αναφέροντας τα συστατικά στοιχεία της ανθρώπινης υπάρξεως γράφει: «Ο πνευματικός άνθρωπος εκ τριών υφέστηκε· χάριτος Πνεύματος επουρανίου, ψυχής λογικής[44] και γηΐνου σώματος»[45]. 

Άρα ο πνευματικός άνθρωπος, αν πρέπει να γνωρίζει με λεπτομέρεια το σώμα του, οφείλει να γνωρίζει τα περί της άκτιστης θεοποιού Χάριτος και περί των δυνάμεων της ψυχής του...

Και ιδιαίτερα πως θα ανακαλύψει την νοερά ενέργεια, που τον καθιστά κοινωνό με την θεοποιό ενέργεια της Αγίας Τριάδας και όπως λέει ο Παλαμάς, άναρχο και αΐδιο αλλά και καινή κτίση, νέο άνθρωπο[46], κατά Χάριν θεό[47]. 

(Επεξεργασμένο κείμενο από την Στρογγυλή Τράπεζα του Β Διεθνοῦς Επιστημονικού Συνεδρίου «Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς στην ιστορία και το παρόν», Λεμεσός 5-7 Νοεμβρίου 1999) 

Καθηγούμενος Ιεράς Μεγίστης Μονής Βατοπαιδίου Γέροντας Εφραίμ

Σημειώσεις 

[1] Γρηγορίου Παλαμά, Ομιλίαι ΚΒ , εκδ. Σοφοκλέους του εξ Οικονόμων, Αθήνησι 1861, Ομιλία 53, από την 35 παράγραφο, σ. 172 κ. ε. Περί της διακρίσεως των όρων νους, διάνοια, καρδιά, ψυχή βλ. Μητροπ. Ναυπάκτου Ιεροθέου, Ορθόδοξη Ψυχοθεραπεία, Α ἔκδ. 1986, σ. 91-228, όπου στις σ. 111-117 επισημαίνεται ότι οι Πατέρες πολλές φορές εναλλάσσουν τους όρους χαρακτηρίζοντας τον νου, άλλοτε ως διάνοια η νοερά ενέργεια της ψυχής, άλλοτε ως ουσία της ψυχής. Στην Δυτική θεολογία ο νους εκλαμβάνεται πάντοτε ως διάνοια και λογική. Για τους θεολόγους της Δύσεως είναι “ανύπαρκτη” η νοερά ενέργεια. Ενδεικτικά σημειώνουμε: «Νους λέγεται και η του νου ενέργεια εν λογισμοίς συνισταμένη και νοήμασι. Νους εστι και η ενεργούσα ταύτα δύναμις, ήτις και καρδία καλείται παρά της Γραφής». Τρία κεφάλαια περί προσευχής και καθαρότητος καρδίας 3, Γρηγορίου του Παλαμά, Συγγράμματα, επιμ. Π. Χρήστου, τομ. Ε , 1992, σ. 159 (στο εξής Συγγράμματα). «Όταν δε απαιτώμεθα ειπείν τι νους και τι διάνοια, τον μεν νουν ουσίαν λέγομεν, την δε διάνοιαν ουσιώδη ενέργειαν… αλλ’ ουκ έστι ποτέ χωρίς νου η διάνοια». Επίτομος διήγησις Φακρασή Πρωτοστράτορος 26, Συγγράμματα, τομ. Δ , 1988, σ. 229. Και αγίου Ισαάκ Σύρου, Λόγος 83, εκδ. Σπετσιέρη, σ. 320 «Ο μεν γαρ νους μία εστί των της ψυχής αισθήσεων· η δε καρδία εστίν η περιέχουσα και κρατούσα τας ένδον αισθήσεις. Και αύτη εστίν η ρίζα».


[2] «Διάνοια δε λογική μεν εστιν αεί, διεξοδικώς δε πρόεισιν εις την μετά λόγου δόξαν αποτελευτώσα». Ομιλία 53, 36, Οικονόμου, σ. 174.


[3] «Πάσαι δ’ αύται δι’ οργάνου πρώτου συνειστήκασι και ενεργούσι του ψυχικού εν εγκεφάλω πνεύματος». Ο.π.


[4] «Νου δε όργανον ουδέν εστιν, αλλ’ αυτοτελής εστιν ουσία και καθ’ εαυτήν ούσα ενεργητική, ει και προς την κατά διάνοιαν ψυχικήν τε και ανελιγμένην ζωήν υποκαταβιβάζει εαυτόν». Ο.π. Για την διευκρίνηση των ενεργειών της ψυχής σε μια σύγχρονη ορολογία και διατύπωση βλ. Χρυσοστόμου Μοναχού Διονυσιάτου, Θεός Λόγος και ανθρώπινος λόγος, Άγιον Όρος 1998. Το παρακάτω θα μπορούσε να ήταν ερμηνεία του ως άνω χωρίου του Παλαμά: «Όταν η ενέργεια του νοός εγκλωβίζεται στην αίσθηση η τον λόγο, η διανόηση (λογική ενέργεια) λειτουργεί ως υποκατάστατο της νοήσεως (νοεράς ενέργειας). Η διάνοια υπολείπεται από τον νου σε δυνατότητες, διότι πάντοτε ενεργεί δια-λογιζόμενη, ποτέ ενορατικά», σ. 47.


[5] Πρβλ. Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 2,3,15, Συγγράμματα, τομ. Α , σ.551.


[6] Πολυσήμαντη είναι η λέξη “θεωρία”, η “άληκτος γνώσις” στην Πατερική ορολογία. Άλλοτε σημαίνει την φυσική θεωρία, την φυσική αποκάλυψη του Θεού (όχι βέβαια την analogia entis της δυτικής θεολογίας) που γίνεται μέσω των λόγων των όντων με την λογική και είναι ο καταφατικός τρόπος, μία ευθεία κίνηση της ανθρώπινης διάνοιας διαμέσου της κτίσεως προς τον Θεό. Άλλοτε σημαίνει την θέα του Θεού, είτε «δι’ εσόπτρου και εν αινίγματι» στο στάδιο του φωτισμού, είτε «πρόσωπον προς πρόσωπον» στην θέωση και είναι ο αποφατικός τρόπος, η ελικοειδής η κυκλική κίνηση του νου προς τον Θεό. Η θεωρία γίνεται “αυτοκίνητη” η “κατ’ επιβολήν”, όταν ο άνθρωπος από μόνος του δημιουργεί στην διάνοιά του διάφορες έννοιες που απορρέουν από τις γνώσεις περί των ευεργεσιών του Θεού, θανάτου και κρίσεως, των αισθητών και νοητών όντων, ενσάρκου οικονομίας του Θεού και των λοιπών περί Θεού δογμάτων, αρχικά χωρίς την συμμετοχή της Χάριτος, και “ετεροκίνητη” η “κατά παραδοχήν”, όταν δια της Χάριτος που ενεργεί στην καρδιά αρπάζεται η διάνοια σε θεωρία χωρίς την θέληση του ανθρώπου. Για την διάκριση των δύο αυτών θεωριών και την υπεροχή της δευτέρας βλ. στο έργο των αγίων Καλλίστου και Ιγνατίου Ξανθοπούλων, «Μέθοδος και κανών ακριβής», Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, εκδ. Αστήρ 1961, τομ. Δ , κεφ. 68, σ. 262.


[7] Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 1,3,34, Συγγράμματα, τομ. Α , σ. 445.


[8] «Της ουν καθ’ εαυτόν ενεργείας γενόμενος ο νους, ήτις εστίν η προς εαυτόν στροφή και τήρησις, δι’ αυτής υπεραναβαίνων εαυτόν, και Θεώ συγγένοιτ’ αν». Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 1,3,45, Συγγράμματα, τομ. Α , σ. 457.


[9] Η χρήση του όρου “οντολογικός” γίνεται υπό την έννοια του “πραγματικός”, “ουσιαστικός”, “υπαρκτικός” και πρέπει να αντιδιαστέλλεται από την “οντολογία” της Δυτικής θεολογίας, όπου συνήθως εννοείται η αναλογία των όντων (analogia entis), δια της οποίας ο άνθρωπος μπορεί από την μελέτη των όντων να αναχθεί στα δήθεν αρχέτυπά τους που βρίσκονται μέσα στην ουσία του Θεού· προφανής επίδραση της μεταφυσικής του Νεοπλατωνισμού στην Δυτική θεολογία. Κάλλιστα μπορούμε να ομιλούμε για οντολογία αναφερόμενοι στις σχέσεις, στους λόγους των κτιστών όντων (πρβλ. την οντολογία του αγίου Μαξίμου Ομολογητού), αλλά είναι ριψοκίνδυνο, όταν μιλούμε για οντολογικές σχέσεις με την Αγία Τριάδα. Κανένας Πατέρας δεν το έχει τολμήσει, αφού για τους Πατέρες ο Θεός δεν θεωρείται τόσο “ον”, “ύπαρξη”, αλλά κυρίως ως “μη Ον”, και συνεπώς δεν υπόκειται σε γνωστές, διανοητικές, επίγειες οντολογικές σχέσεις. Βλ. αγίου Ιω. Δαμασκηνού: «Οικειότερον δε μάλλον εκ της πάντων αφαιρέσεως ποιείσθαι τον λόγον· ουδέν γαρ των όντων εστίν, ου ως μη ων, αλλ’ ως υπέρ πάντα τα όντα και υπέρ αυτό το είναι ων». Έκδοσις ακριβής ορθοδόξου πίστεως 1, 4, PG 94, 800BC.


[10] «Δει μεν γαρ ημίν ομοιώσεως, ως εναρμονίως σχώμεν προς την ένωσιν εκείνην, δι’ ης η θέωσις τελείται. Χωρίς δε της ενώσεως η ομοίωσις ουκ αποχρήσει προς θέωσιν». Περί θεοποιού μεθέξεως 7, Συγγράμματα, τομ. Β , σ. 142.


[11] Οι Ρωμαιοκαθολικοί ισχυρίζονται ότι μετά την πτώση παρέμεινε άθικτη η ανθρώπινη φύση. (Πρβλ. π. Ιω. Ρωμανίδη, Το Προπατορικόν αμάρτημα 31992, σ. 156). Δηλαδή ότι με την παράβαση έγινε ένα λάθος από την λογική του ανθρώπου και η θεραπεία της ανθρώπινης προσωπικότητας έγκειται στην διόρθωση της λογικής. Από εδώ αρχίζει όλη η λογικοκρατία της Δυτικής θεολογήσεως, ώστε να αποδεχθεί και να δογματίσει την θέση του Θωμά Ακινάτη ότι η ανθρώπινη λογική συμφωνεί με την θεία αποκάλυψη (πρβλ. Στ. Παπαδοπούλου, Ελλ. μεταφρ. θωμιστ. έργων – Φιλοθωμισταί & αντιθωμ. εν Βυζαντίω, Αθήναι 1967, σ. 126-127). Αντίθετα οι Διαμαρτυρόμενοι και Προτεστάντες θεωρώντας ότι με την πτώση διεστράφη πλήρως η ανθρώπινη προσωπικότητα, ακόμα και αυτή η προαίρεση, το αυτεξούσιο, οδηγούνται στον απόλυτο προορισμό (Καλβίνος, Λούθηρος).


[12] Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 1,2,3, Συγγράμματα, τομ. Α , σ. 396.


[13]«Προύργου δε αυτοίς η του νου προς εαυτόν επιστροφή και σύννευσις, μάλλον δε πασών των της ψυχής δυνάμεων, ει και θαυμαστόν ειπείν, προς τον νουν επιστροφή και η κατ’ αυτόν τε και Θεόν ενέργεια, δι’ ης επεσκευασμένοι προς το πρωτότυπον ευ διατίθενται, το αρχαίο εκείνο και αμήχανον κάλλος, επανθούσης της Χάριτος». Αντιρρητικός προς Ακίνδυνον 7,40, Συγγράμματα, τομ. Γ , σ. 492.


[14]«Η κλήσις του Κυρίου απευθύνεται πρωτίστως εις την καρδίαν, το πνευματικόν κέντρον του προσώπου… Η φλοξ της αγάπης ελκύει ολοτελώς τον νουν εις την καρδίαν και τακείς ούτος δια της φλογός ταύτης ενούται μετά της καρδίας εις εν και θεωρεί το Είναι εν τω Φωτί της Θείας Αγάπης. Ο άνθρωπος “ενοποιείται”, θεραπεύεται». Αρχιμ. Σωφρονίου, Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστι, Έσσεξ Αγγλίας 1992, σ. 272-273.


[15]«Άλλο μεν ουσία νου, άλλο δε ενέργεια». Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 1,2,5, Συγγράμματα, τομ. Α , σ. 397.


[16]Ο ησυχαστής Κάλλιστος Αγγελικούδης (β μισὸ του 14ου αι.) στο αντιρρητικό του έργο Κατά Θωμά ορίζει την καρδιά ως «το περιεκτικόν των της ψυχής απασών δυνάμεων». Στυλ. Παπαδόπουλου, Ορθόδοξη & Σχολαστική Θεολογία, Αθήναι χ.χρ., κεφ. 381, σ. 201. Ο άγιος Νικόδημος Αγιορείτης την ορίζει ως κέντρο φυσικό, παραφυσικό, υπερφυσικό. Bλ. Συμβουλευτικόν Εγχειρίδιον, εκδ. «Ο άγιος Νικόδημος», Αθήναι χ.χρ., σ. 110-115.


[17]Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 1,2,3, Συγγράμματα, τομ. Α , σ. 396.


[18]Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 2,2,26, Συγγράμματα, τομ. Α , σ. 533.


[19] Ο.π.


[20] Ο άγιος Γρηγόριος στο Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 1,2,5, Συγγράμματα, τομ. Α , σ. 398, χρησιμοποιεί το κλασικό χωρίο από την επιστολή του Μ. Βασιλείου, Προς Γρηγόριον Θεολόγον 2,2, PG 32, 228Α: «Νους μη σκεδαννύμενος επί τα έξω επάνεισι προς εαυτόν, δι’ εαυτού προς τον Θεόν». Πρβλ. και Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 2,2,25, Συγγράμματα, τομ. Α , σ. 532, στ. 27-30.


[21] «Ούτω και ο νους αν η νοεράν έχων αίσθησιν ορώη καθ’ εαυτόν ενεργεία γένοιτο μη του θείου μετασχών φωτός», Αντιρρητικός προς Ακίνδυνον 7, 33, Συγγράμματα, τομ. Γ , σ. 485. Επίσης βλ. στο Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 1, 3, 46, Συγγράμματα, τομ. Α , σ. 458 «χωρίς (το άκτιστο φως) ουδ’ αν νους η νοεράν έχων αίσθησιν ορώη τοις υπέρ εαυτόν ενούμενος καθάπερ ουδέ οφθαλμός σώματος του κατ’ αίσθησιν φωτός χωρίς».


[22] «Η χάρις του Θεού βλέπεται νοερώς και γνωρίζεται εν αισθήσει νοός μόνον εν ώρα της προσευχής». Γέροντος Ιωσήφ Ησυχαστού, Έκφρασις Μοναχικής Εμπειρίας, 41992, σ. 335. Βλ. και του αρχιμ. Εφραίμ, Προηγουμένου Ι. Μονής Φιλοθέου, «όπου η ενέργεια της ευχής, εκεί ο Χριστός συν τω Πατρί και τω Αγίω Πνεύματι, η ομοούσιος και αδιαίρετος Αγία Τριας». «Κεφάλαια περί προσευχής», στο περιοδικό Σύναξη 10 (1984), σ. 43, κεφ. β.


[23] Ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης συστήνει σε αυτόν που λέγει την μονολόγιστο ευχή, το Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με, «ο λόγος να μελετά την ευχήν αυτήν, ο δε νους να καταβιβάζη την νοεράν ενέργειάν του μέσα εις την καρδίαν και να προσέχη νοερώς με όλην την δύναμίν του». Νικοδήμου Αγιορείτου, Εξομολογητάριον, εκδ. «Ο άγιος Νικόδημος», Αθήναι χ.χρ., σ. 44-45.


[24] «Και ούτος αν μην πίστην προσαγάγη την μόνην της υπέρ λόγον αληθείας δεκτικήν», Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 2, 2, 12, Συγγράμματα, τομ. Α , σ. 519.


[25] Γ. Μαντζαρίδη, Η εμπειρική θεολογία στην οικολογία και την πολιτική, Θεσσαλονίκη 1994, σ. 27-28.


[26] Ο νοησιαρχικός Βαρλαάμ (1290-1350) επίσκ. Ιέρακος (1341-1350) και σκαπανεύς της Ιταλικής Αναγεννήσεως, αν και έγραψε κατά του Doctor Communis, Doctor Angelicus, Princeps Scolasticorum Θωμά Ακινάτη (†1274), κάλλιστα θα μπορούσε να καταταχθεί στους σχολαστικούς θεολόγους της Δύσεως, γιατί είχε τις φιλοσοφικές προϋποθέσεις αυτών (περί της ανάπτυξης των Σχολών στην Δύση βλ. Η Σχολαστική διανόησις του Ε. Μουτσόπουλου, εκδ. Γρηγόρη). Έτσι η φιλοσοφίζουσα διαλεκτική θεολογία του Βαρλαάμ, μη εμπειρική και αποδεικτική, οδηγεί στον αγνωστικισμό και τελικά στην αποδοχή του Filoque, στην μη διάκριση θείας ουσίας και ενέργειας, στην θέα της θείας ουσίας, στην κτιστή Χάρη και στις τόσες άλλες αιρετικές δοξασίες των Λατίνων. Το θεολογικοφιλοσοφικό σύστημα του Βαρλαάμ αποτελεί ένα αμάλγαμα αιρέσεων (πρβλ. Έκθεσις δυσσεβημάτων, Συγγράμματα, τομ. Β , σ. 579-586). Είναι φανερό ότι ο Βαρλαάμ αποτελεί ένα γνήσιο εκφραστή και φορέα της φραγκολατινικής θεολογίας και σίγουρα όχι της ορθόδοξης βυζαντινής παραδόσεως. Περί των θέσεων αυτών βλ. π. Θεοδώρου Ζήση, Ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς, Αθήνα 1984, σ. 31-34, επίσης στο έργο του Μοναχού Θεοκλήτου Διονυσιάτου, Ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς, 21984, σ. 42-46 και σημ. 380.


[27] «Πόθεν δη τω τηλικούτω βόθρω περιέπεσεν; έροιτό τις αν. Επεί λόγω και φιλοσοφία φυσική τα υπέρ λόγον τε και φύσιν εξηρεύνησεν». Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 3, 3, 3, Συγγράμματα, τομ. Α , σ. 680.


[28] Ο Αυγουστίνος (354-430) επηρεασμένος από την φιλοσοφία του Νεοπλατωνισμού και μη έχοντας γνώση της Πατερικής γραμματείας έπεσε σε σφάλματα όταν ομιλούσε περί προορισμού, θείας Χάριτος, αγίας Τριάδος, για την οποία προσπαθούσε να αποδείξει με συλλογισμούς την καθ’ ύπαρξιν προέλευση των προσώπων διαμέσου της μεθόδου των ψυχολογικών αναλογιών. Συνεχίζει ο οξυνούστερος των διαλεκτικών (fides quaerens intellectum) Άνσελμος Καντερβουρίας (1033-1109) με το «πιστεύω για να κατανοήσω» (credo ut intellectum), ο Θωμάς Ακινάτης (†1274), άγιος της Λατινικής Εκκλησίας ο οποίος θέτει ως δόγμα ότι η λογική του ανθρώπου μπορεί να φθάσει στην γνώση της ουσίας του Θεού που είναι η έσχατη ευδαιμονία και φτάνουμε στην εποχή μας, όπου σύγχρονοι Δυτικοί θεολόγοι (π.χ. R. Bultmann) ομιλούν για ανάγκη απομυθεύσεως (Entmythologisierung) της Αγίας Γραφής.


[29] Ο ορθολογισμός (rationalism) στην θεολογία, θεωρώντας την διάνοια ως αυθεντία, έχει εισέλθει δια της φιλοσοφίας, του Σχολαστικισμού, της ακαδημαϊκής μη εμπειρικής θεολογίας και στην σύγχρονη θεολογία. Βλ. για την ταύτιση του σχολαστικού=ακαδημαϊκού στα Πρακτικά Συνεδρίου αγ. Γρηγορίου Παλαμά 1984, σ. 84 την εισήγηση του Ν. Ματσούκα, «Η διπλή θεολογική μεθοδολογία του αγίου Γρηγορίου Παλαμά», σ. 75-105, στην οποία ο καθηγητής κ. Ν. Ματσούκας έμμεσα διακρίνει μεταξύ λογικής και νοεράς ενέργειας αφού η Πατερική θεολογία έχει διπλή θεολογική μέθοδο, την χαρισματική θεολογία, κατά την οποία βιώνεται το άκτιστο (με τον νου ως όργανο της θείας εποψίας), και την επιστημονική που γίνεται με την λογική. Η δε Σχολαστική θεολογία έχει μία θεολογική μέθοδο, δια της λογικής. Αναλυτικά περί της θεολογικής μεθόδου βλ. π. Ιω. Ρωμανίδη, Δογματική και Συμβολική θεολογία της Ορθοδόξου Εκκλησίας, τομ. Α , 1983, σ. 10-20 και σ. 65-109.


[30] Απειλεί δε με ευλογοφανείς προτάσεις και το Τυπικό της Ορθόδοξης Εκκλησίας π.χ. κατάργηση τέμπλου, αλλαγή εκκλησιαστικής γλώσσας, συντόμευση ακολουθιών κ.λ.π.


[31] Το άνοιγμα της καρδιάς και η είσοδος του νου (νοεράς ενέργειας) σε αυτήν γίνεται μόνο με την παρουσία της θείας Χάριτος. Οι καταστάσεις, πνευματικές εμπειρίες που περιγράφονται από τον Ανατολικό Μυστικισμό ως δόνηση καρδίας, νοητική στάση, έκσταση, ενόραση πνευματικών φώτων η είναι φυσικές, συναισθηματικές κινήσεις της καρδιάς η διανοητικές και φανταστικές η τελικά μία θέα κτιστών φώτων της ανθρώπινης διανοίας και των δαιμόνων, αλλά σε καμμία περίπτωση εμπειρία της άκτιστης θεοποιού Χάριτος. Οι δε “εμπειρίες” αυτές, δεν είναι και ακίνδυνες για την ψυχοσωματική υγεία του ανθρώπου, σε πολλές περιπτώσεις έχουν επιφέρει και τον θάνατο (βλ. π. Αντωνίου Αλεβιζόπουλου, Προσευχή η διαλογισμός, Αθήνα 1993, σ. 197-198).


[32] Πρβλ. Ψαλ. 23, 3.


[33] «Όταν γαρ άπαν αισχρόν πάθος ένοικον απελαθή και ο νους … αυτός τε προς εαυτόν και τας άλλας της ψυχής δυνάμεις επιστρέψας ολοκλήρως τη γεωργία των αρετών φιλοκαλήση την ψυχήν, προϊών επί το τελεώτερον και πρακτικάς έτ’ αναβάσεις διατιθέμενος και επί πλέον, Θεού συναιρουμένου, πλύνων εαυτόν, ου τα του πονηρού μόνου αποσμήχει κόμματος, αλλ’ άπαν επίκτητον εκ μέσου ποιείται, καν της χρηστοτέρας η μοίρας και διανοίας». Αντιρρητικός προς Ακίνδυνον 7,34, Συγγράμματα, τομ. Γ , σ. 487. Βλ. και Προς Ξένην 58, Συγγράμματα, τομ. Ε , 1992, σ. 223.


[34] «Εντεύθεν η κατ’ αρετήν θεοειδής και απαράμιλλος έξις και το προς κακίαν όλως ακίνητον η δυσκίνητον, αι τε θαυματοποιίαι και το διοράν τε και προοράν». Εις τον Βίον του οσίου Πέτρου του εν Άθω 20, Συγγράμματα, τομ. Ε , σ. 172 και Προς Ξένην, σ. 225 και Αντιρρητικός προς Ακίνδυνον 7, Συγγράμματα, τομ. Γ, σ. 491.


[35] «Ούτω καν μυριάκις περί των θείων θησαυρών διανοήση, μη πάθης δε τα θεία, μηδέ ίδης τοις νοεροίς και υπεράνω της διανοίας οφθαλμοίς, ούτε οράς, ούτε έχεις ούτε κέκτησαί τι των θείων αληθώς». Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 1, 3, 34, Συγγράμματα, τομ. Α , σ. 445.


[36] Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 1,3,15, Συγγράμματα, τομ. Α , σ. 425.


[37] Πρβλ. ο.π. 1,3,34, Συγγράμματα, τομ. Α , σ. 445 και 1, 3, 42, σ. 453.


[38] Ενδεικτικά αναφέρουμε από τον καθαρά ακαδημαϊκό χώρο τον καθηγητή κ. Γ. Μαντζαρίδη, ο οποίος δανειζόμενος τον όρο “κατανοούσα” από την Κοινωνιολογία (Max Weber) ομιλεί για κατανοούσα ακαδημαϊκή θεολογία. «Κατ’ αυτήν ο ερευνητής όχι μόνο δεν αποκλείει από την έρευνά του την θεολογική εμπειρία, που είναι εμπειρία του ακτίστου, αλλά και προσπαθεί, όσο μπορεί, να την κατανοήσει και να την παρουσιάσει. Η κατανόηση εδώ δεν έχει βέβαια διανοητικό, αλλά βαθύτερο πνευματικό χαρακτήρα. Δεν πρόκειται για διανοητική προσπέλαση, αλλά για πνευματική προσέγγιση, που πραγματοποιείται με την ενέργεια του ανθρώπινου νου, όπως επισημαίνεται στην βιβλική και την πατερική ανθρωπολογία». Πιο κάτω τονίζει ότι «η άσκηση γίνεται μέθοδος της θεολογικής γνώσεως η της θεολογικής επιστήμης. Και η μεθοδολογία της θεολογικής επιστήμης συμπίπτει ουσιαστικά με την μεθοδολογία της ασκητικής τελειώσεως… Η καθαρότητα δηλ. της καρδιάς αποτελεί την προϋπόθεση της θεοπτίας, που είναι η πηγή της εμπειρικής θεολογίας». Γεωργίου Μαντζαρίδη, Πρόσωπο και θεσμοί, Θεσσαλονίκη 1997, σ. 64 και σ. 73. Πρβλ. και το χωρίο του αγίου Ιω. Κλίμακος: «τέλος αγνείας, θεολογίας υπόθεσις» Λόγος 30, εκδ. Ι. Μ. Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής 1978, σ. 376.


[39] Α Πέτρ. 3, 4.


[40] «Όταν ανακύψη και κατοπτεύση τον εντός άνθρωπον, τέως μεν ενιδών το προσγενόμενον ειδεχθές προσωπείον…». Εις τον Βίον του οσίου Πέτρου του εν Άθω 18, Συγγράμματα, τομ. Ε , σ. 171.


[41] «Μία φιλοσοφία που θέλει να εξηγήση τα πάντα με βάση την λογικότητα της ύπαρξης, δεν μπορεί να βρη λογικότητα σ’ αυτή την ύπαρξη έξω από το πρόσωπο που την παράγει, την μεταδίδει και την συλλαμβάνει. Κάποτε, οι άνθρωποι είχαν εξαπατηθή από μία τέτοια φιλοσοφική η επιστημονική “λογική” εξήγηση της ύπαρξης». π. Δημ. Στανιλοάε, Αγίου Μαξίμου Ομολογητού, Φιλοσοφικά και θεολογικά ερωτήματα, στην σειρά, Επί τας πηγάς, Αθήνα 1978, σ. 33.


[42] Πρβλ. Ματθ. 11, 28.


[43] Πρβλ. Απολυτίκιο του Αγίου. Ο Παλαμάς στα αντιρρητικά έργα του πολύ συχνά αναφέρει ότι «απολογείται περί Χάριτος».


[44] Όταν σε αυτό το χωρίο ο Παλαμάς λέει την ψυχή μόνο λογική, δεν σημαίνει ότι η ψυχή δεν είναι και νοερά. Ακολουθώντας τον άγιο Ιωάννη Δαμασκηνό (βλ. Εκδ. ακρ. ορθ. πίστεως, κεφ. 26, ΡG 94, 920 BC «ψυχήν δε λογικήν και νοεράν δια του οικείου εμφυσήματος δους αυτώ», 924 ΒC, «ψυχή τοίνυν εστίν ουσία ζώσα… λογική τε και νοερά»), όταν θέλει να ορίσει την ψυχήν δεν ξεχνά το “νοερά”. Βλ. ενδεικτικά στα Κεφάλαια, Συγγράμματα, τομ. Ε , «πάσα λογική και νοερά φύσις … αλλ’ η μεν εν ημίν λογική και νοερά φύσις» κεφ. 30, σ. 51. «Η λογική και νοερά ψυχή ουσίαν μεν έχει την ζωήν» κεφ. 33, σ. 52. «Η νοερά και λογική φύσις της ψυχής» κεφ. 39, σ. 56. «Μόνοι γαρ ημείς των κτισμάτων απάντων προς τω νοερώ τε και λογικώ τε και το αισθητικόν έχομεν» κεφ. 63, σ. 71. Περί του τρισυποστάτου” του ανθρώπου βλ. και το πολύ ωραίο χωρίο του αγίου Συμεών Ν. Θεολόγου από την Κατήχηση 15, Sources Chrétiennes, τομ. 109, σ. 228, «Ω του θαύματος, ότι άνθρωπος Θεώ ενούται πνευματικώς τε και σωματικώς, είπερ ου χωρίζεται του νου η ψυχή ουδέ της ψυχής το σώμα, αλλά τη ουσιώδει ενώσει γίνεται τρισυπόστατος κατά Χάριν και ο άνθρωπος εις θέσει Θεός εκ σώματος και ψυχής και ούπερ μετείληφε θείου Πνεύματος».


[45] Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 1,3,43, Συγγράμματα, τομ. Α , σ. 454.


[46] «Και ο επιτυχών της θεώσεως άνθρωπος επ’ αμφοτέρων εικότως, καλείται νυν μεν άναρχος και αΐδιος και ουράνιος, ως ανωτέρω μικρόν ακηκόαμεν, δια την Χάριν την άκτιστον και αεί ούσαν εκ του αεί όντος Θεού, νυν δε καινή κτίσις και νέος άνθρωπος». Αντιρρητικός προς Ακίνδυνον 3,15, Συγγράμματα, τομ. Γ , σ. 172.


[47] Πρβλ. Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 3,2,12, Συγγράμματα, τομ. Α , σ. 666, στ. 21.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου