Τρίτη 24 Ιανουαρίου 2017

Ἁγίου Γρηγορίου Θεολόγου – Γάμος, Παρθενία, Διαζύγιο…


      Ο νέος περίπατος στην Αγία Γραφή αφορά δώδεκα στί­χους του κατά Ματθαίον Ευαγγελίου. Θα μας τους αναλύση ο ά­γιος Γρηγόριος ο Θεολόγος. Μεταφράζουμε εδώ τον 37ο λόγο του: «Στο ρητό του Ευαγγελίου, ΟΤΑΝ ΕΤΕΛΕΙΩΣΕ Ο ΙΗΣΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ κτλ.». Μέσα από το κείμενο του Θεολό­γου αναδίδεται ζωντανό και το δράμα που ζούσε η Εκκλησία τον 4ο μ.Χ. αι. με τους αιρετικούς. Ορισμένες περικοπές της ομιλίας εντυπωσιάζουν όσους ασχολούνται με φεμινιστικά θέματα. Η ομιλία εκφωνήθηκε στην Κωνσταντινούπολι.
       Ο Ιησούς που διάλεξε τους ψαράδες, ψαρεύει κι αυτός και με­ταβαίνει από τόπο σε τόπο. Για ποιόν λόγο; Όχι μόνο για να κερδίση περισσότερους φιλόθεους ανθρώπους, αλλά, όπως νομίζω, και για να αγιάση περισσότερους τόπους.Γίνεται στους Ιουδαίους σαν Ιουδαίος για να κερδίση Ιουδαίους στους πιστούς στον Νόμο, σαν πιστός στον Νόμο, για να εξαγόραση τους πιστούς στον Νόμο στους ασθενείς σαν ασθενής για να σώση τους ασθενείς. Γίνεται τα πάντα στους πάντες, για να κερδίση τους πάντες. Αλλά τι λέω «τα πάντα στους πάντες»; Εκείνο που ο Παύλος δεν ανέχθηκε να το πη για τον εαυτό του, βλέπω να το παθαίνη ο Σωτήρ. Γιατί δεν γίνεται μόνο Ιουδαίος δεν παίρνει επάνω του τόσο ανάρμοστα και άθλια ονόματα, αλλά και το πιο ανάρ­μοστο από όλα: αυτοαμαρτία και αυτοκατάρα(Ο Απόστολος Παύλος γράφει στην προς Γαλατάς επιστολή (3,13), «ο Χριστός μας εξαγόρασε από την κατάρα του νόμου με το να γίνη για χάρι μας κατάρα». Αυτό αναφέρεται στο γεγονός της θυσίας του Γολγοθά. Εκεί ο Χριστός επάνω στον Σταυρό φορτώθηκε τις αμαρτίες όλου του κόσμου. Ήταν σαν να έγινε ένα πράγμα με την αμαρτία. «Αυτόν που δεν γνώρισε αμαρτία, ο Θεός για χάρι μας τον έκανε αμαρτία» (Β’ Κορ. 5,21) δεν είναι βέβαια, αλλά ακούει. Γιατί πως είναι αμαρτία αυτός, κι εμάς μας ελευθερώνει από την αμαρτία; Πως πάλι κατάρα, αυτός που μας εξαγοράζει από την κατάρα του Νόμου;
Τα δέχεται αυτά τα ονόματα για να δείξη μέχρι που φθάνει η ταπείνωσίς του, και γίνεται έτσι σ’ εμάς πρότυπο ταπεινώσεως, η οποία προκαλεί την ανύψωσι.
Όπως λοιπόν είπα, γίνεται ψαράς, συγκαταβαίνει σε όλους, ψα­ρεύει, όλα τα σκεπάζει και τα ανέχεται, για να ανασύρη από το βάθος το ψάρι, τον άνθρωπο δηλαδή που κολυμπάει στα αναταραγμένα και αλμυρά κύματα του βίου.
2. Γι’ αυτό και τώρα «όταν ετελείωσε αυτούς τους λό­γους ανεχώρησε από την Γαλιλαία και ήρθε στα όρια της Ιουδαίας πέρα από τον Ιορδάνη» (Ματθ. 19,1). Πηγαίνει με το καλό στην Γαλιλαία για να δη ο λαός που καθόταν στο σκοτάδι μεγάλο φως. Μετακινείται στην Ιουδαία, για να πείση τους ανθρώπους της να σηκωθούν και να αφήσουν το «γράμμα» και ν’ ακολουθήσουν το «Πνεύμα». Την μία φορά διδάσκει στο όρος, την άλλη κάνει διάλογο στις πεδιάδες, άλλοτε μπαίνει στο πλοίο και άλλοτε επιτιμά τις τρικυ­μίες. Ακόμη δέχεται και ύπνο, για να ευλογήση τον ύπνο. Ακόμη και κοπιάζει για να αγιάση και τον κόπο. Ακόμη και δακρύζει, για να κάνη επαινετό το δάκρυ. Μεταβαίνει από τον ένα τόπο στον άλλο αυτός που δεν χωράει σε κανένα τόπο, ο άχρονος, ο ασώματος, αυτός που δεν πε­ριλαμβάνεται από τίποτε.
Ο ίδιος και «ήταν» (Ιωαν. 1,1) και «γίνεται» (Ιωαν. 1,14) και μπαίνει μέσα στο χρόνο. «Στην αρχή ήταν, και προς τον Θεόν ήταν, και Θεός ήταν» (Ιωάν. 1,1). Τρεις φορές ετονίσθηκε το «ήταν». Εκείνο που ήταν το άδειασε και εκείνο που δεν ήταν το πήρε δικό του, χωρίς να γίνη δύο πρόσωπα, αλλά ανέχθηκε το ένα πρόσωπο να ανήκη σε δύο (φύσεις). Και τα δύο, και εκείνο δηλαδή που προσέλαβε και εκείνο που προσελήφθη είναι Θεός. Δύο φύσεις έτρεξαν μαζί (και ενώθηκαν) σε ένα πρόσωπο. Όχι δύο Υιοί. Ας μη μας παραπλανά η ένωσις. Αυτός ο τόσο πολύς, ο τόσο μεγάλος… Αλλά τι έπαθα; Πάλι έπεσα στις αν­θρώπινες λέξεις. Διότι πως ο απλούς (Θεός) να χαρακτηρίζεται «τόσο μεγάλος»; Πως ο άποσος να χαρακτηρίζεται «τόσο πολύς». Αλλά συγ­χωρείστε τα λόγια μου αυτά. Ομιλώ για τα μέγιστα πράγματα χρησιμοποιώντας μικρό όργανο (δηλ. την ανθρώπινη γλώσσα).
Ο πολύς, ο μακρόθυμος, ή χωρίς μορφή και σώμα φύσις, ας το ανεχθή κι αυτό, τα τόσο φτωχά για την αλήθεια λόγια που μιλούν για τον Θεό σαν να είχε σώμα. Αφού καταδέχθηκε να φορέση σάρκα, δέ­χεται και αυτού του είδους τα λόγια.
3. «Και τον ακολούθησαν πολλά πλήθη λαού. Και τους εθεράπευσε εκεί» (Ματθ. 19,2). Εκεί που υπήρχε μεγαλύτερη ερημιά. Εάν έμεινε στην υψηλή του θέσι, εάν δεν είχε συγκαταβή στην ανθρώπινη ασθένεια˙ εάν έμεινε σ’ αυτό που ήταν, φυλάττοντας τον εαυτό του απρόσιτο και απερίληπτο, λίγοι θα τον ακολουθούσαν ίσως. Δεν ξέρω, αν λίγοι ή ίσως μόνο ο Μωυσής και αυτός τόσο, ώστε μόλις που αντίκρυσε «τα οπίσθια του Θεού» (Έξοδ. 33,23)( Δηλαδή δεν αντίκρυσε κατά πρόσωπο τον Θεό. Τα «έμπροσθεν» του Θεού σημαίνουν την μεγάλη του δόξα, ενώ τα «οπίσθια» μικρότερη δόξα). Διότι την νε­φέλη την διέσχισε είτε απαλλασσόμενος από το βάρος του σώματος εί­τε συμμαζώνοντας τελείως τις αισθήσεις του.
Την λεπτότητα της φύσεως του Θεού ή την άυλη και ασώματη κατάστασί της ή δεν ξέρω πως αλλιώς να την ονομάσω, πως να την αντίκρυζε φορώντας σώμα και κοιτάζοντας με υλικά μάτια; Επειδή όμως (ο Θεός), «αδειάζει» για χάρι μας και κατεβαίνει στην γη – «άδειασμα» λέω την κάπως υποχώρησι και ελάττωσι της δόξας του – γι’ αυτό γίνε­ται προσιτός και αντιληπτός.
4. Συγχωρέστε με εν τω μεταξύ που με πιάνει κάποιο ανθρώπινο πάθος(Πάθος εναντίον των Αρειανών που απέρριπταν την θεότητα του Υιού, θεω­ρώντας τον κτίσμα. Τα ίδια πρεσβεύουν και σημέρα οι Μάρτυρες του Ιεχωβά). Γεμίζω από θυμό και λύπη για τον Χριστό μου – εύχομαι να συμπάσχετε κι εσείς – σαν ιδώ να ατιμάζεται ο Χριστός μου γι’ αυτό, για το οποίο περισσότερο είχε δικαίωμα να τιμάται. Γι’ αυτό πες μου, εί­ναι άτιμος, διότι για σένα ταπεινώθηκε; Γι’ αυτό τον λες κτίσμα, διότι φροντίζει για το κτίσμα; Γι’ αυτό δεν τον δέχεσαι ως άχρονο, διότι επι­σκέφθηκε τους «υπό χρόνον»; Ωστόσο όλα τα υποφέρει, όλα τα δέχε­ται. Και ποιο το παράδοξο; Δέχθηκε ραπίσματα, ανέχθηκε εμπτυσμούς, γεύθηκε χολή εξ αίτιας της ιδικής μου γεύσεως(Εννοεί το αμάρτημα των πρωτοπλάστων που γεύθηκαν τον απαγορευμένο καρπό).
Δέχεται και τώρα πετροβόλημα (Ο άγιος Γρηγόριος συχνά αναφέρει στους λόγους του τα περιστατικά των Ευαγγελίων, όπου οι Ιουδαίοι στα Ιεροσόλυμα επεχείρησαν να λιθοβολήσουν τον Κύ­ριο (Ιωάν. 8,59 και 10,31). Στους λιθασμούς αυτούς δίνει διάφορες μεταφορικές έν­νοιες. Κυρίως χαρακτηρίζει έτσι τα επιχειρήματα των Αρειανών που θέλουν να υποβι­βάσουν τον Χριστό. Κλασσική είναι η φράσις, «ο Λόγος ου λιθάζεται» που την συναν­τούμε στους περίφημους θεολογικούς του λόγους) όχι μόνο από τους αντιπάλους, αλλά και από μας που θεωρούμεθα ευσεβείς. Διότι αυτός που συζητεί για τον Ασώματο και χρησιμοποιεί ανθρώπινες ονομασίες μάλλον κάνει το έργο των αντιπάλων και πετροβολητών (Εδώ θίγεται ένα σπουδαιότατο θεολογικό ζήτημα. Τα κατηγορήματα της αν­θρώπινης γλώσσας είναι εντελώς ανεπαρκή για να ορίσουν τα πράγματα του Θεού. Γι’ αυτό άλλωστε ο Χριστός στα Ευαγγέλια αναγκάζεται να χρησιμοποιή εικόνες και παρα­βολές. Γι’ αυτό στην Ορθόδοξο Εκκλησία και στην λατρεία της χρησιμοποιούνται πολύ οι συμβολισμοί). Αλλά το επαναλαμ­βάνω, ας συγχωρηθή αυτή η αδυναμία. Πετροβολούμε χωρίς να το θέ­λουμε, μη μπορώντας να ομιλήσουμε διαφορετικά. Χρησιμοποιούμε αυτό που έχουμε.
Ακούς να σε λέμε Λόγο, αλλά είσαι πάνω από τον λόγο. Είσαι πάνω από το φως, και ονομάζεσαι Φως. Ακούς να σε λέμε Πυρ, χωρίς να είσαι υλική φωτιά, αλλά διότι καθαρίζεις την ελαφρή και άχρηστη ύ­λη˙ Μάχαιρα, διότι κόβεις το χειρότερο από το καλύτερο˙ Λυχνιστήρι διότι καθαρίζεις το αλώνι και ό,τι είναι ελαφρό και «ανεμιαΐο» το απο­μακρύνεις, και ό,τι είναι βαρύ και γεμάτο το τοποθετείς στις αποθήκες του Ουρανού˙ Αξίνη, διότι κόβεις την άκαρπη συκιά που πολύ την ανέ­χθηκες και διότι κόβεις τις ρίζες της κακίας και πονηρίας˙ Θύρα, διότι εσύ μας εισάγεις (στην βασιλεία)˙ Οδός, διότι εσύ μας οδηγείς στον ί­σιο δρόμο˙ Πρόβατο, διότι θυσιάστηκες˙ Αρχιερεύς, διότι προσφέρεις θυσία το σώμα σου˙ Υιός, διότι γεννάσαι από τον Πατέρα.
Πάλι κινώ την γλώσσα μου σε διαμαρτυρία. Διότι πάλι μερικοί λύσσαξαν εναντίον του Χριστού ή καλύτερα εναντίον εμού που αξιώ­θηκα να κηρύττω για τον Λόγο (δηλ. τον Χριστό). Έγινα, σαν τον (Πρό­δρομο) Ιωάννη, φωνή που βοά στην έρημο σ’ αυτήν την πόλι που άλ­λοτε ήταν έρημη και άνυδρη, ενώ τώρα με πολλούς  πολλούς κατοίκους (Η Κωνσταντινούπολις γεμάτη από Αρειανούς χαρακτηρίζεται από τον Θεολό­γο έρημη και άνυδρη. Όταν με την δράσι του πλήθυναν οι Ορθόδοξοι έγινε «λίαν οικουμένη»).
5. Αλλά ας επανέλθω στον λόγο μου, σ’ αυτό που έλεγα, ότι τον ακολουθούσαν πολλά πλήθη λαού, διότι συγκαταβαίνει στις ασθένειες μας. Έπειτα τι συνέβη; «Και τον επλησίασαν οι Φαρισαίοι, πειράζοντας τον και λέγοντας, εάν επιτρέπεται στον άν­δρα να διώχνη την γυναίκα του για κάθε αιτία»; (Ματθ. 19,3).
Πάλι οι φαρισαίοι πειράζουν. Πάλι αυτοί που διαβάζουν τον Νόμο δεν γνωρίζουν τον Νόμο. Πάλι οι ερμηνευτές του Νόμου έχουν ανάγκη από άλλους διδασκάλους.
Δεν έφταναν οι Σαδδουκαίοι που τον επείραζαν για το θέμα της αναστάσεως, και οι νομικοί που ρωτούσαν για την τελειότητα, και οι Ηρωδιανοί για τον κήνσο και για την εξουσία του άλλοι. Αλλά κάποιος τον πείραξε ερωτώντας τον για τον γάμο, αυτόν που δεν πειράζεται, που δημιούργησε την συζυγία, αυτόν που από τον πρώτο γάμο έφτιαξε όλο το ανθρώπινο γένος. Εκείνος αποκρίθηκε και είπε: «Δεν διαβά­σατε στις Γραφές ότι ο Δημιουργός των ανθρώπων, από την αρχή τους έκανε άνδρα και γυναίκα» (Ματθ. 19,4).
Ξέρει ο Χριστός σε μερικές από τις ερωτήσεις να δίνη εξηγήσεις και σε άλλες να αποστομώνη τους ερωτώντες. Όταν τον ρωτήσανε «με ποια εξουσία ενεργείς έτσι;» (Ματθ. 21,23) ερώτησις πολύ χονδροειδής και αγενής, και αυτός τους ερωτά με την σειρά του, «το βάπτισμα του Ιωάννη από τον ουρανό ήταν η από τους ανθρώπους;» (Ματθ. 21,25), ερώτησις που τους έδενε χειροπόδαρα κι από τις δυο πλευ­ρές (Δηλαδή δεν μπορούσαν να απαντήσουν ότι το βάπτισμα του Ιωάννη προερχό­ταν από τους ανθρώπους, γιατί θα ξεσηκωνόταν εναντίον τους ο λαός που είχε τον Ιωάννη σαν θεόσταλτο προφήτη. Αλλά δεν μπορούσαν ακόμη να πουν ότι προερχό­ταν από τον ουρανό, διότι τότε θα έπρεπε να δεχθούν τόσο το βάπτισμά του όσο και την μαρτυρία για τον Ιησού σαν Σωτήρα του κόσμου, πράγματα που απέρριψαν).
Μπορούμε λοιπόν κι εμείς κατά μίμησι του Χριστού, μερικές φο­ρές να αποστομώνουμε αυτούς που συζητούν μαζί μας περίεργα και απίθανα, και με πιο απίθανες αντερωτήσεις να αντιμετωπίζουμε τις ανάρμοστες ερωτήσεις. Έχουμε κι εμείς μερικές φορές την μάταιη κο­σμική σοφία, για να καυχηθώ σαν άφρων. Όταν όμως ο Χριστός βλέπη να υποβάλλωνται σωστές και λογικές ερωτήσεις, δεν απαρνείται τις συνετές αποκρίσεις.
6. Το ερώτημα που έθεσες μου φαίνεται ότι τιμά την συζυγική πίστι και απαιτεί φιλάνθρωπη απόκρισι. Την συζυγική πίστι όπου βλέπω πολλούς να μη βαδίζουν σωστά, και η υπάρχουσα νομοθεσία είναι άνι­ση και ακανόνιστη. Πως λοιπόν το έκαναν, ώστε οι γυναίκες να τιμω­ρούνται, ενώ οι άνδρες να κινούνται ελεύθερα; Και η μεν γυναίκα που απάτησε τον άνδρα της θεωρείται μοιχαλίδα και γεύεται τις πικρές τι­μωρίες των νόμων, ενώ ο άνδρας που συνεχώς αμαρτάνει και απατα την γυναίκα του να μη θεωρείται υπόδικος.
Δεν την δέχομαι αυτή τη νομοθεσία, δεν επαινώ αυτή την αντίληψι και συνήθεια. Αυτοί που θέσπισαν τους νόμους ήταν άνδρες γι’ αυ­τό η νομοθεσία είναι εις βάρος των γυναικών (Με το σκεπτικό ότι η αμαρτία της συζύγου μπορεί να έχη σαν αποτέλεσμα την νοθεία του γένους, δηλαδή κάποιο ή κάποια τέκνα της οικογενείας να προέρχωνται από άλλον πατέρα, οι Ρωμαϊκοί νόμοι στα χρόνια αυτά φέρονταν αυστηρά προς τις γυναί­κες. Μόνο στον άνδρα αναγνώριζαν το δικαίωμα να ζητή διαζύγιο για λόγους μοιχείας. Αλλά και από τους Χριστιανούς, που δεν ήταν εύκολο να συγκρούωνται με τους νό­μους της πολιτείας, όταν μάλιστα είχαν και κάποια λογική βάσι, υιοθετούνταν αυτές οι αρχές. Διαφωτιστικός της καταστάσεως είναι ο 9ος κανών του Μ. Βασιλείου:
«…Όσον αφορά την γυναίκα, βλέπουμε πολλή την ακριβολογία… Ο Ιερεμίας λέει: «Εάν μία γυναίκα πάη με άλλον άνδρα, δεν επιτρέπεται να επιστρέψη στον άνδρα της, διότι θεωρείται πολύ μολυσμένη» (3,1). Επίσης «εκείνος που κρατάει την μοιχαλί­δα σαν σύζυγο είναι ανόητος και ασεβής» (Παρμ. 18,22). Σύμφωνα με την συνήθεια που επεκράτησε σ’ εμάς, οι γυναίκες προστάσσονται να κρατούν σαν συζύγους τους άνδρες που υπέπεσαν σε μοιχείες και πορνείες· και απορώ αν είναι μοιχαλίδα η γυναίκα που πήρε άνδρα τον οποίον εχώρισε η γυναίκα του για απιστία… Το να υποπέση ο άν­δρας σε πορνείες, δεν το συνηθίζουμε και στην Εκκλησία μας να το θεωρούμε αιτία διαζυγίου, αλλά δεχόμαστε ότι πρέπει η γυναίκα να συγκατοική μαζί του, αφού ακόμη και από ειδωλολάτρη δεν προστάχθηκε να χωρίζεται. «Που ξέρεις, γυναίκα; Μπορεί να σώσης τον άνδρα σου» (Α’ Κορ. 7,16)». Όχι μόνο ο άγιος Γρηγόριος, αλλά και οι άλλοι μεγάλοι Πατέρες, και μάλιστα ο Ιε­ρός Χρυσόστομος διαμαρτύρονταν για τις αντιλήψεις αυτές που αδικούσαν το γυναι­κείο φύλο. Αργότερα η πολιτεία, επί Ιουστινιανού κατήργησε τους μεροληπτικούς υπέρ των ανδρών νόμους και αναγνώρισε στην γυναίκα το δικαίωμα να ζητή διαζύγιο για τους ίδιους λόγους που ζητούσε και ο άνδρας (Νεαρά 28,7)). Άλλωστε το ίδιο έκαναν και με τα τέκνα που τα ανέθεσαν στην εξουσία του πατέρα, ενώ δεν έδειξαν φροντίδα και δεν ετίμησαν το ασθενέστερο μέρος, (δηλ. την μητέρα).
Ο Θεός όμως δεν τα λέει έτσι, αλλά «τίμα τον πατέρα σου και την μητέρα σου που είναι η πρώτη από τις εντολές που έχει και υπόσχεσι: «για να ευτυχήσης» (Εξοδ. 20,12). Και «οποίος κακολογεί τον πατέρα του ή την μητέρα του να θανατώνεται» (Εξοδ. 21,27). Με όμοιο τρόπο και το καλό ετίμησε και το κακό κατεδίκασε. Και πάλι, «η ευλογία του πατέρα στηρίζει τα σπίτια των τέκνων, ενώ η κατάρα της μητέρας τα ξεθεμελιώνει» (Σ. Σειράχ 3,9).
Βλέπετε ισότητα νομοθεσίας; Ένας είναι ο δημιουργός και του άνδρα και της γυναίκας, από ένα χώμα είναι πλασμένοι και οι δύο, μία είναι η εικόνα κατά την οποία πλάσθηκαν, ένας νόμος υπάρχει και για τους δύο, ένας θάνατος, μία ανάστασις. Όμοια από άνδρα και γυναίκα ήρθαμε στην ύπαρξι. Ένα χρέος έχουν τα τέκνα προς τους γονείς (Οι θέσεις αυτές και οι επόμενες του ιερού Πατρός είναι αποστομωτικές για όσους κατηγορούν τον Χριστιανισμό για υποτίμησι του γυναικείου φύλου. Η περικοπή έχει χρησιμοποιηθή παρά πολύ σε συζητήσεις στο θέμα «Χριστιανισμός και φεμινι­σμός»)
7. Πως λοιπόν εσύ ζητείς ακεραιότητα από την γυναίκα σου, χω­ρίς να εισφέρης και συ το όμοιο; Πως ζητείς να λάβης ό,τι δεν δίνεις; Πως ενώ είσαι ομότιμο σώμα βγάζεις άδικο νόμο. Εάν στοχάζεσαι τα χειρότερα (αυτά που σχετίζονται με την πτώσι μας) σκέψου ότι αμάρ­τησε μεν η γυναίκα, αλλά το ίδιο έπραξε και ο Αδάμ. Και τους δύο τους εξαπάτησε το φίδι. Δεν βρέθηκε το ένα μέρος πιο ασθενικό και το άλλο πιο ισχυρό. Εάν πάλι σκέπτεσαι τα καλύτερα (αυτά που σχετίζονται με την ανόρθωσί μας) σκέψου ότι ο Χριστός με το πάθος του και τους δύο τους σώζει. Σαρκώθηκε χάριν του άνδρα; Το ίδιο και χάριν της γυναί­κας. Θανατώθηκε για τον άνδρα; Το ίδιο και η γυναίκα με τον θάνατο του σώζεται. Επειδή ονομάζεται απόγονος του Δαβίδ, νομίζεις ότι τι­μάται ο άνδρας; Σκέψου ότι γεννάται από την Παρθένο, πράγμα που εί­ναι υπέρ των γυναικών.
Ο λόγος της Γραφής σημειώνει, «έσονται οι δύο εις σάρκα μίαν» (Γεν. 2,24). Και αφού πρόκειται για μία σάρκα, ας θεωρείται ομότιμη.
Ο δε Παύλος και με παράδειγμα νομοθετεί την συζυγική ακε­ραιότητα. Πως και με ποιο τρόπο; Με το να λέη ότι «το μυστήριον τούτο είναι μεγάλο, και εγώ το συσχετίζω με τον Χριστό και την Εκκλη­σία» (Εφεσ. 5,32). Είναι καλό για την γυναίκα να ντρέπεται τον Χριστό στο πρόσωπο του άνδρα. Και είναι καλό στον άνδρα να μην ατιμάζη την Εκκλησία στο πρόσωπο της γυναίκας. «Η γυναίκα, λέει, πρέπει να φοβάται τον άνδρα» (Εφεσ. 5,33). Διότι πρέπει να φοβάται και τον Χριστό. Αλλά και ο άνδρας πρέπει να φροντίζη την γυναίκα, διότι και ο Χριστός φροντίζει την Εκκλησία. Αλλά θα πρέπει να το φιλοσοφήσου­με πιο πολύ αυτό το ρητό (του Παύλου).
8. «Άρμεγε και χτύπα το γάλα, και θα γίνη βούτυρο» (Παρμ. 30,33). Εξέτασέ το (το ρητό) και μπορείς να βρής σ’ αυτό κάτι πιο χρή­σιμο και θρεπτικό. Μου φαίνεται πως εδώ ο λόγος αποτρέπει από την διγαμία. Εάν υπήρχαν δύο Χριστοί, τότε και δύο άνδρες και δύο γυναί­κες. Εάν όμως ο Χριστός είναι ένας, μία είναι και η κεφαλή της Εκκλη­σίας, ένα και το σώμα. Το δεύτερο σώμα να απορρίπτεται. Και αν δεν επιτρέπεται το δεύτερο, τι να πη κανείς για το τρίτο. Το πρώτο, νόμιμο˙ το δεύτερο, κατά συγχώρησί˙ το τρίτο, παράνομο. Κι οποίος ζητήσει και περισσότερο μοιάζει με γουρούνι, και δεν βρίσκουμε πολλά παραδείγ­ματα να χαρακτηρίσουμε την άσχημη ζωή του.
Ο Νόμος για κάθε αιτία προβλέπει διαζύγιο. Ο Χριστός όμως όχι για κάθε αιτία. Επιτρέπει μόνο τον χωρισμό της πόρνης, ενώ για τα άλ­λα παραγγέλλει φιλοσοφική εγκαρτέρησι. Και τον χωρισμό από την πόρνη τον επιτρέπει, διότι αυτή νοθεύει το γένος. Για το άλλα ας δεί­χνουμε φιλοσοφική εγκαρτέρησι. Ή καλύτερα ας δείχνετε φιλοσοφική εγκαρτέρησι όσοι δεχθήκατε τον ζυγό του γάμου.
Εάν δης στην γυναίκα σου «επιγραφές και υπογραφές» δηλ. βα­ψίματα, αφαίρεσε τα. Εάν γλώσσα απερίσκεπτη, σωφρόνισε την. Εάν γέλιο ανήθικο, φέρε της στενοχώρια. Εάν έξοδα και ποτά υπερβολικά, συμμάζεψε την. Εάν επισκέψεις ακατάλληλες, δέσε την. Εάν βλέμμα που περιφέρεται εδώ και κει, τιμώρησέ την. Μη την κόψης απερίσκε­πτα. Μη την χωρίσης. Γιατί δεν ξέρουμε ποιο θα κινδυνέψη, αυτό που κόβει ή αυτό που κόβεται. «Η πηγή, λέει η Γραφή, από όπου πίνεις νε­ρό να είναι δική σου, και κανένας ξένος να μην πίνη από αυτή» (Παρμ. 5,17). Και «με σένα να συναναστρέφεται το χαριτωμένο πουλάρι σου και το αγαπημένο ελάφι σου» (Παρμ. 5,19). Εσύ λοιπόν μη γίνεσαι ξέ­νος ποταμός, μήτε να κοιτάζης να αρέσης σε άλλες παρά μόνο στην γυ­ναίκα σου. Εάν όμως τρέχης αλλού, τότε και στο δικό σου μέλος νομο­θετείς την αμαρτία και ασέλγεια. Έτσι τα λέει ο Σωτήρ.
9. Αλλά οι Φαρισαίοι πως φέρονται; Τους φαίνεται σκληρός ο λόγος (Εννοεί τον λόγο του Χριστού για την απαγόρευσι του διαζυγίου, εκτός βέβαια από την περίπτωσι της πορνείας). Και άλλα βέβαια λόγια του Χριστού απαρέσκουν και στους Φαρισαίους της εποχής εκείνης και στους τωρινούς Φαρισαίους. Τον Φαρισαίο δεν τον κάνει μόνο η καταγωγή, αλλά και η συμπεριφορά. Παρό­μοια γνωρίζω και Ασσύριο και Αιγύπτιο που κατατάσσεται μ’ αυτούς για την προαίρεσι και το φρόνημά του.
Τι λένε λοιπόν οι Φαρισαίοι; «Εάν έτσι έχη το θέμα της διαζεύξεως του άνδρα από την γυναίκα, μόνο από μία αιτία, τότε δεν συμφέρει ο γάμος» (Ματθ. 19, 10).
– Ω Φαρισαίε, τώρα το καταλαβαίνεις πως δεν συμφέρει ο γά­μος. Προηγουμένως δεν το γνώριζες, όταν έβλεπες τις χήρες γυναίκες και τα ορφανά παιδιά και τους θανάτους των μικρών παιδιών και τα πένθη που ακολουθούσαν τα γλέντια, και τους θανάτους των νεόνυμ­φων και τις ατεκνίες και τις γεννήσεις αναπήρων παιδιών και τους τοκε­τούς όπου πέθανε η μητέρα και όλη την σχετική κωμωδία ή τραγωδία; Ή καλύτερα και τα δυο μαζί.
Συμφέρει να παντρευθή κανείς; Συμφωνώ κι εγώ, διότι «ο γάμος είναι τίμιος και η κοίτη αμόλυντη» (Έβρ. 13,4). Συμφέρει στους σώ­φρονες, όχι στους αχόρταγους και σ’ αυτούς που θέλουν να δίνουν στην σάρκα περισσότερη αξία από ό,τι πρέπει. Όταν ο γάμος είναι μόνο τούτο, γάμος δηλαδή και ένωσις συζύγων και επιθυμία αποκτήσεως παιδιών διαδόχων, είναι καλός, διότι δημιουργεί περισσοτέρους αν­θρώπους που ευαρεστούν τον Θεό. Όταν όμως εξάπτη την ύλη της σάρκας και σε περιβάλλη με αγκάθια και γίνεται σαν δρόμος που οδηγεί στο κακό, τότε κι εγώ αναφωνώ, «δεν συμφέρει να παντρευθής».
10. Ο γάμος είναι καλό πράγμα, αλλά δεν μπορώ να πω ότι είναι και ανώτερο από την παρθενία. Διότι δεν θα ήταν μεγάλο πράγμα η παρθενία, αν δεν τύχαινε να είναι καλύτερη από καλό. Αλλά μην στενοχωρείσθε όσες είσαστε στο ζυγό του γάμου. «Πρέπει να πειθαρχού­με στον Θεό μάλλον παρά στους ανθρώπους» (Πράξ. 5,29). Πλην όμως να είσαστε συνδεδεμένες μεταξύ σας και οι παρθένες και οι σύζυγοι γυναίκες και να είσαστε ένα πράγμα «εν Κυρίω» και οι μεν στόλισμα των δε. Δεν θα υπήρχε άγαμος, αν έλειπε ο γάμος. Γιατί πως ξεπρόβαλε σ’ αυτή την ζωή η παρθένος; Δεν θα υπήρχε γάμος σεμνός, αν δεν έ­φερε σαν καρπό στον Θεό και στην ζωή, παρθένο. Τίμησε και συ (η παρθένος) την μητέρα σου από όπου δημιουργήθηκες. Τίμησε και συ (η σύζυγος) αυτήν που προήλθε από μητέρα, έστω κι αν δεν είναι μητέρα. Δεν είναι μεν μητέρα, αλλά είναι νύμφη του Χριστού.
Η εξωτερική ομορφιά δεν κρύβεται, ενώ η κρυμμένη είναι φανε­ρή στον Θεό. «Όλη η δόξα της θυγατρός του Βασιλέως είναι από μέσα και περιβάλλεται και στολίζεται με χρυσά κρόσσια» (Ψαλμ. 44,14) είτε δηλαδή με (άγιες) πράξεις είτε με (ιερές) θεωρίες.
Και αυτή που είναι στον ζυγό του γάμου, ας ανήκη κάπως στον Χριστό. Η παρθένος ας ανήκη ολόκληρη στον Χριστό. Η μία να μη δέ­νεται εντελώς με τα κοσμικά. Η άλλη (η παρθένος) να μη προσχωρή καθόλου στον κόσμο. Εκείνο που για την παντρεμένη είναι μερικό, για την παρθένο ας είναι ολικό.
– Έχεις διαλέξει, (παρθένε), την αγγελική ζωή; Έχεις καταταγή στους άγαμους; Ας μη καταπέσης στα σαρκικά, ας μη καταπέσης στα υλικά, ας μη κάνης γάμο με τα υλικά, ενώ παράλληλα μένεις άγαμη. Ό­ταν το μάτι πορνεύη, δεν φυλάει παρθενία. Όταν η γλώσσα πορνεύη, συνενώνεται με τον διάβολο. Όταν τα πόδια βαδίζουν άτακτα, επικρί­νονται για αρρώστεια ή κίνδυνο. Ας ασκή παρθενία και ο νους, ας μη τρέχουν εδώ κι εκεί οι σκέψεις, ας μη περιπλανούνται. Ας μη τυπώνωνται στην διάνοια αμαρτωλές εικόνες, γιατί κι αυτό αποτελεί μέρος της πορνείας. Ας μην εικονίζωνται στην ψυχή τα μισητά.
11. «Και ο Χριστός είπε σ’ αυτούς: Δεν τον δέχονται όλοι αυτόν τον λόγο (για την αγαμία), αλλά αυτοί που τους δόθηκε (η σχετική χάρις)» (Ματθ. 19,11). Βλέπετε πόσο υψηλό είναι το πράγμα. Λίγο έλειψε να είναι και άπιαστο. Αλήθεια, πως μπο­ρεί να μην είναι ανώτερο από την σάρκα αυτό που προέρχεται από σαρκική γέννησι και δεν προχωρεί όμοια σε σαρκική γέννησι; Γιατί, πως να μην είναι αγγελικό πράγμα, αυτή, που είναι δεμένη με την σάρ­κα να μη ζη σαρκικά, αλλά να βρίσκεται ψηλότερα από την φυσική κατάστασι; Η σάρκα την έδεσε στον κόσμο, αλλά το φρόνημα και η σκέψις την ανέβασε στον Θεό. Η σάρκα την βάραινε, αλλά το φρόνημα και η σκέψις την φτέρωσε. Η σάρκα την έδεσε, αλλά ο πόθος την έλυσε.
– Τεντώσου ολόψυχα, παρθένε, προς τον Θεόν. Αυτό βέβαια το νομοθετώ και για τους άνδρες και για τις γυναίκες. Και ας μη σου φανή, (παρθένε), κάποιο άλλο πράγμα καλό, από αυτά που αρέσουν στους πολλούς. Ας μη σου φανή καλό πράγμα η ευγενική καταγωγή, ούτε ο πλούτος ούτε ο βασιλικός θρόνος ούτε η εξουσία ούτε η ομορφιά που φαντάζει στα χρώματα και στις συνθέσεις των σωματικών μελών. Η ομορφιά αυτή γίνεται παίγνιο του χρόνου και της αρρώστειας. Άραγε άδειασες στον Θεόν όλη την δύναμι της αγάπης σου; Άραγε δεν πο­θείς δύο πράγματα, και τα πρόσκαιρα και τα αόρατα; Άραγε πληγώθη­κες τόσο πολύ από το «εκλεκτόν βέλος» (Ης. 49,2) και γνώρισες καλά την ομορφιά του Νυμφίου; ώστε να του λες και συ μαζί με την νύμφη του νυμφικού δράματος και τραγουδιού: «Είσαι γλυκύτητα και όλος επι­θυμία» (Άσμα ασμάτων 5,16).
12. Κοιτάξετε τα νερά που μπήκαν μέσα σε μολύβδινους σωλή­νες, πως από την μεγάλη πίεσι και την ενιαία φορά, πολλές φορές ξε­φεύγουν τόσο πολύ από την φύσι τους, ώστε ξεπετάγονται ψηλά. Και καθώς σπρώχνονται από πίσω, πάντοτε πετάγονται προς τα άνω. Έτσι και συ, (παρθένε), εάν σφιχτής στον πόθο και ολόκληρη συναφθής στον Θεό, θα πεταχθής ψηλά. Δεν θα πέσης κάτω. Δεν θα διαλυθής. Θα μείνης ολόκληρη στον Χριστό, μέχρις ότου αξιωθής και να αντικρύσης τον Χριστό, τον νυμφίο σου. Φύλαγε τον εαυτό σου απρόσιτο στο κακό και στα λόγια και στα έργα και στην ζωή και στις σκέψεις και στις κινήσεις. Από παντού ο Πονηρός σε περιεργάζεται και τα παρατηρεί όλα προσεκτικά, που θα χτυπήση, που θα πληγώση, που τυχόν θα βρή ξεγυμνωμένο μέρος, το οποίο προσφέρεται για χτύπημα. Όσο πιο κα­θαρή σε βλέπει, τόσο περισσότερο αγωνίζεται να σε κηλίδωση. Άλλω­στε στην λαμπρή ενδυμασία οι κηλίδες είναι πιο εμφανείς.
Ας μη παρασύρη ο οφθαλμός τον οφθαλμό ούτε το γέλιο το γέ­λιο ούτε η οικειότητα την νύκτα ούτε η νύκτα την απώλεια. Εκείνο που σιγά  σιγά παρασύρεται και υποκλέπτεται, προς το παρόν δείχνει ανε­παίσθητη ζημιά, αλλά καταλήγει στο πιο βαρύ αμάρτημα.

13. «Δεν τον δέχονται όλοι αυτόν τον λόγο (για την αγαμία), αλλά αυτοί που τους δόθηκε (η σχετική χάρις)» (Ματθ. 19,11). Σαν ακούσης «τους δόθηκε», μη σκεφθής σαν αιρετικός, μην ομιλήσης για φύσεις, μην ομιλήσης για τους «χοϊκούς» και τους «πνευματικούς» και τους «μέσους». Γιατί είναι μερικοί τόσο άσχημα το­ποθετημένοι, ώστε να νομίζουν πως άλλοι άνθρωποι έχουν φύσι που προορίζεται εξ ολοκλήρου για απώλεια, άλλοι για σωτηρία και άλλοι ανάλογα προς τα που κλίνει η θέλησίς τους, προς τα χειρότερα ή προς τα καλύτερα.
Δέχομαι κι εγώ βέβαια ότι οι άνθρωποι έχουν ικανότητες άλλος περισσότερες και άλλος λιγώτερες. Αλλά δεν επαρκούν οι ικανότητες για την (πνευματική) τελειότητα. Αυτή προκαλείται από την σκέψι και την απόφασι, που κάνουν την φύσι να προχώρηση σε έργο, όπως ακρι­βώς ο πυριτόλιθος πρέπει να χτυπηθή με το σίδερο για να δημιουργηθή φωτιά.
Όταν ακούσης «σ’ αυτούς που δόθηκε», να πρόσθεσης, «δόθηκε σ’ όσους προσκαλούνται και συγκατανεύουν στην πρόσκλησι». Όπως πάλι όταν ακούσης «δεν εξαρτάται από εκείνον που θέλει ούτε από εκείνον που τρέχει, αλλά από τον Θεόν που ελεεί» (Ρωμ. 9,16), σε συμβουλεύω να σκεφθής το ίδιο. Υπάρχουν μερικοί που τό­σο αλαζονεύονται για τα κατορθώματά τους, ώστε το παν να το δίνουν στον εαυτό τους και τίποτε στον Δημιουργό και δοτήρα της σοφίας και χορηγό των καλών. Γι’ αυτό τους διδάσκει ο λόγος πως και η θέλησις του καλού χρειάζεται την βοήθεια του Θεού˙ ή καλύτερα, η εκλογή του σωστού αποτελεί θεϊκό δώρο της θεϊκής φιλανθρωπίας.
Πρέπει να θέτουμε έτσι τα πράγματα, ώστε να σώζωνται και η ελευθερία του ανθρώπου και η χάρις του Θεού (Η ορθόδοξος θέσις είναι ότι πρέπει να συνεργήσουν και οι δύο παράγοντες στην σωτηρία του άνθρωπου, και η θεία ενέργεια και η ανθρώπινη. Πρόκειται για θεανθρώπινη συνεργασία. Αυτή την γραμμή υποστηρίζουν και οι Καππαδόκες Πατέρες, όπως εν προκειμένω ο άγιος Γρηγόριος. Στην δύσι, ο Ιερός Αυγουστίνος το είδε διαφο­ρετικά το θέμα, υπερτονίζοντας τον θείο παράγοντα και υποτιμώντας τον ανθρώπινο). Γι’ αυτό λέει, «δεν εξαρτάται από εκείνον που θέλει» δηλαδή μόνο από εκείνον, «ούτε» μόνο «από εκείνον που τρέχει, αλλά και από τον Θεό που ελεεί» (Ρωμ. 9,16). Έπειτα, αφού και η βούλησις προέρχεται από τον Θεό, όλα φυ­σικά τα έδωσε στον Θεό. Όσο και να τρέξης όσο και να αγωνισθής, έ­χεις ανάγκη του στεφανοθέτη. «Εάν ο Κύριος δεν οικοδομήση σπίτι, ά­δικα κοπιάζουν οι οικοδόμοι. Εάν ο Κύριος δεν φυλάξη πόλι, άδικα αγρυπνούν οι φυλακές της» (Ψαλμ. 126,1).
Γνωρίζω, λέει (ο Σολομών), ότι «το τρέξιμο δεν είναι για τους ανάλαφρους ούτε ο πόλεμος για τους δυνατούς» (Έκκλ. 9,11) ούτε για τους μαχητές η νίκη, ούτε για τους καλοταξειδευτές τα λιμάνια. Όλα εξαρτώνται από τον Θεό, και η επιτυχία της νίκης και το καλό φθάσιμο του πλοίου στο λιμάνι.
14. Και το επόμενο περιστατικό, αν και λέγεται και κατανοείται σε άλλη περικοπή, ίσως να είναι αναγκαίο να το προσθέσω στα προηγού­μενα, για να χαρίσω και σε σάς τον πλούτο μου:
«Εζήτησε η μητέρα των παιδιών του Ζεβεδαίου» (Ματθ. 20,20) από πάθος αγάπης προς τα παιδιά της, και από ά­γνοια του τι μεγάλο πράγμα ζητεί – συγχωρείται όμως γιατί είχε υπερ­βολική αγάπη και φυσική συμπάθεια και εύνοια προς τα παιδιά της, αφού άλλωστε δεν υπάρχει τίποτε ευσπλαγχνικώτερο από την μητέρα· και το λέω αυτό για να νομοθετήσω την τιμή προς τις μητέρες. «Εζήτησε λοιπόν η μητέρα τους από τον Ιησού, να καθήσουν τα παιδιά της ένα στα δεξιά και ένα στα αριστερά».
Αλλά πως φέρθηκε ο Σωτήρ; Ερώτησε στην αρχή αν μπορούν να πιουν το ποτήριο που επρόκειτο αυτός να πιή. Και σαν συμφώνησαν σ’ αυτό και ο Σωτήρ το δέχθηκε – γνώριζε βέβαια ότι με αυτό φθάνουν ή μάλλον θα φθάσουν στην τελείωσι και στο τέλος – τι τους είπε; «Το μεν ποτήριο θα το πιήτε, αλλά το να καθήσετε στα δεξιά και στα αριστερά δεν είναι στο χέρι μου να το δώσω, αλλά ανήκει σ’ αυτούς που τους δόθηκε» (Ματθ. 20,23). Μα καλά πως γίνεται αυτό; Ο ηγεμόνας νους δεν συμβάλλει σε τίποτε; Ούτε ο κόπος; Ούτε ο λόγος; Ούτε η μοναστική άσκησις και ζωή; Ούτε η νη­στεία; Ούτε η αγρυπνία; Ούτε η χαμευνία; Ούτε το συνεχές χύσιμο δα­κρύων; Τίποτε από όλα αυτά, αλλά σαν με κάποια παράλογη κλήρωσι ο Ιερεμίας αγιάζεται από την κοιλιά της μητέρας του και άλλοι από τότε αποξενώνονται από τον Θεόν;
15. Φοβάμαι μήπως σάς κόλληση και καμμία παράλογη ιδέα, πως η ψυχή προϋπήρξε και έζησε σε άλλο κόσμο και έπειτα δέθηκε μ’ αυτό το σώμα. Και ανάλογα με την εκεί διαγωγή, άλλοι παίρνουν εδώ το χά­ρισμα της προφητείας, και άλλοι όσοι έζησαν αμαρτωλά καταδικάζονται. Τούτο όμως είναι πολύ παράλογο να το δεχθούμε. Επίσης δεν είναι «εκκλησιαστικό». Άλλοι ας κάνουν παιγνίδια με τέτοια δόγματα. Σ’ εμάς δεν είναι ασφαλές να κάνουμε τέτοια παιγνίδια. Γι’ αυτό και σ’ αυ­τήν την περικοπή στο «σ’ αυτούς που τους δόθηκε», ας προσθέσης, «δόθηκε στους άξιους». Ο,τι απέκτησαν δεν το πήραν απλώς από τον Πατέρα, αλλά το έδωσαν και οι ίδιοι στον εαυτό τους.
16. «Διότι υπάρχουν ευνούχοι που ευνουχίσθηκαν από την κοιλιά της μητέρας τους» κλπ. (Ματθ. 19,12). Το ήθελα υπερβολικά να μπορούσα να πω κάποιον λόγο ανδρικό για τους ευνού­χους.
– Μην υψηλοφρονείτε όσοι εκ φύσεως είσαστε ευνούχοι. Διότι η ηθική ακεραιότης σας ίσως είναι αθέλητη, αφού δεν γνώρισε δοκιμα­σία και δεν δοκιμάσθηκε στην πράξι με πειρασμούς. Το καλό που έχου­με εκ φύσεως είναι μικράς αξίας, ενώ εκείνο που έχουμε από την θέλησί μας (και τον προσωπικό μας αγώνα) είναι αξιέπαινο. Ποια χάρι και ποιο έπαινο ν’ αποδώσουμε στην φωτιά επειδή καίει; Αυτό το έχει εκ φύσεως. Ποια χάρι και ποιόν έπαινο ν’ αποδώσουμε στο νερό επειδή κυλάει προς τα κάτω; Αυτό το έχει από τον Δημιουργό Του. Ποια χάρι και ποιόν έπαινο ν’ αποδώσουμε στο χιόνι επειδή είναι ψυχρό; Ή στον ήλιο επειδή φωτίζει; Διότι και να μη το θέλη, φωτίζει. Κάνε μου την χά­ρι να θέλησης τα καλύτερα. Κάνε μου την χάρι, εάν κατέληξες σαρκι­κός, να μεταβληθής σε πνευματικό εάν, ενώ σύρεσαι κάτω από το μο­λύβι της σάρκας, απόκτησης φτερά από την λογική˙ εάν, ενώ κατέληξες ταπεινός, μεταβληθής σε ουράνιο˙ εάν, ενώ δέθηκες με την σάρκα, φανής ανώτερός της.
17. Επειδή η σωματική εγκράτεια δεν φέρνει έπαινο στους ευ­νούχους, άπ’ αυτούς ζητώ κάτι άλλο. Μην πορνεύσετε όσον αφορά την πίστι σας στον Θεό. Αφού συζευχθήκατε τον Χριστό, μην ατιμάσετε τον Χριστό. Αφού τελειωθήκατε από το Άγιον Πνεύμα, μη κάνετε το Άγιο Πνεύμα ομότιμο με σάς, (δηλ. κτίσμα)( Στα χρόνια του αγίου Γρηγορίου υπήρχαν και οι Πνευματομάχοι, που δεν ωμολογούσαν το Άγιον Πνεύμα ως Θεόν αληθινόν, ομότιμο και ίσο προ τον Πατέρα και τον Υιό. Ο λόγος τώρα γίνεται αντιαιρετικός και στρέφεται εναντίον αυτών των αιρετικών, χωρίς να ξεχνάη και τους Αρειανούς). Ο Παύλος λέει, «εάν ακόμη άρεσα στους ανθρώπους, δεν θα ήμουνα δούλος Χριστού» (Γαλ. 1,10). Εάν ελάτρευα κτίσμα, δεν θα ωνομαζόμουν Χριστιανός. Για ποιο λόγο έχει τιμή το όνομα Χριστιανός; Όχι διότι ο Χριστός είναι Θεός; Εκτός και συμβαίνει αυτό επειδή είμαι άνθρωπος που συνενώ­θηκα με τον Χριστό με αγάπη. Όμως και τον Πέτρο τιμώ, αλλά δεν ονομάζομαι Πετριανός. Και τον Παύλο, αλλά δεν ωνομάσθηκα Παυλιανός. Δεν δέχομαι να παίρνω ονόματα από ανθρώπους αφού είμαι δημιούργημα του Θεού. Έτσι αν τον Χριστό τον θεωρής Θεό και γι’ αυτό ονομάζεσαι Χριστιανός, καλώς. Είθε να καλείσαι έτσι και να μένης πι­στός και στο όνομα και στο πράγμα. Εάν όμως επειδή απλώς αγαπάς τον Χριστό, για τούτο παίρνεις από αυτόν το όνομα, τίποτε το περισσό­τερο δεν προσφέρεις στον εαυτό σου από τις άλλες ονομασίες που προκύπτουν από κάποιο επάγγελμα ή πράγμα.
18. Βλέπετε αυτούς που δείχνουν ζήλο για τις Ιπποδρομίες. Αυτοί παίρνουν ονόματα από τα χρώματα και από τις παρατάξεις όπου ανή­κουν(Στην Κωνσταντινούπολι και γενικά στην Ρωμιοσύνη υπήρχαν μέχρι τις αρχές του 7ου μ.Χ. αιώνα δύο μεγάλες ομάδες, οι Βένετοι (=γαλάζιοι) και οι Πράσινοι. Στους δεύτερους άνηκαν τα λαϊκώτερα στρώματα. Ενώ στην αρχή οι δραστηριότητές τους περιορίζονταν στα αθλητικά, αργότερα είχαμε και ανάμειξι με τα πολιτικά, που πολλές φορές δημιουργούσε οξείς προβληματισμούς). Εσείς, αν κι εγώ δεν τα λέω, τα γνωρίζετε τα ονόματα. Εάν με αυτή την έννοια ονομάζεσαι Χριστιανός, είναι πολύ ασήμαντη η ονομα­σία, έστω κι αν εσύ καλλωπίζεσαι γι’ αυτή. Εάν όμως ονομάζεσαι Χρι­στιανός, διότι τον Χριστό τον θεωρείς Θεό, τότε δείξε αυτό που πι­στεύεις με τα έργα σου.
Εάν ο Υιός είναι κτίσμα, ακόμη και τώρα λατρεύεις την κτίσι και όχι τον Κτίστη. Εάν το Άγιο Πνεύμα είναι κτίσμα, άδικα βαπτίσθηκες και στα μεν δύο μέρη υγιαίνεις – ή μάλλον ούτε σ’ εκείνα – στο δε τρί­το βρίσκεσαι σε πλήρη κίνδυνο.
Φαντάσου την Τριάδα σαν ένα μαργαριτάρι, που από όλες τις πλευρές είναι όμοιο και λάμπει εξ ίσου. Οποίο τμήμα του κι αν χαλάση, χάθηκε όλη η ομορφιά του. Έτσι όταν προσβάλης τον Υιό για να τίμη­σης τον Πατέρα, δεν δέχεται την τιμή σου. Με την προσβολή του Υιού ο Πατήρ δεν δοξάζεται. Εάν «ο σοφός Υιός ευφραίνη τον πατέρα του» (Παρμ. 10,1), πόσο περισσότερο η τιμή του Υιού γίνεται τιμή του Πατέ­ρα; Ακόμα δέξου και τούτο: «Υιε, να μη δοξάζεσαι με την προσβολή του πατέρα σου» (Σ. Σειράχ 3,10). Καθ’ όμοιο τρόπο ούτε ο Πατήρ δο­ξάζεται με την προσβολή του Υιού.
Εάν προσβάλης το Άγιον Πνεύμα, δεν δέχεται την τιμή σου ο Υιός. Διότι αν και δεν γεννάται σαν τον Υιό από τον Πατέρα, όμως προέρχεται από τον ίδιο Πατέρα. Ή όλους τίμησέ τους ή όλους πρόσβαλέ τους, για να είσαι συνεπής με τον εαυτό σου. Δεν δέχομαι την μισοευσέβειά σου. Σε θέλω ολόκληρο ευσεβή, και όπως θέλω. Συγχώρησέ μου το πάθος. Πονάω και γι’ αυτούς που με μισούν. Ήσουνα μέλος δικό μου, παρ όλο που τώρα αποκόβεσαι. Ίσως να γίνης πάλι μέλος.
Γι’ αυτό και ομιλώ με φιλανθρωπία. Αυτά τα λέμε για τους ευνού­χους, ώστε να έχουν ακεραιότητα στην πίστι προς τον Θεό.
19. Δεν λέγεται μόνο η σωματική αμαρτία πορνεία και μοιχεία, αλλά και κάθε άλλη αμαρτία σου και μάλιστα η παρανομία στην πίστι προς τον Θεό. Πως θα σου το αποδείξουμε; Γιατί ίσως να το ζητής. «Επόρνευσαν, λέει η Γραφή, με τις πράξεις και τις ενασχολήσεις τους» (Ψαλμ. 105,39). Βλέπεις αναίσχυντη πράξι πορνείας; «Και εμοίχευσαν (λατρεύοντας) ξύλινα είδωλα» (Ιερ. 3,9). Βλέπεις πως υπάρχει και θρη­σκευτική μοιχεία; Μη λοιπόν μοιχεύσης στην ψυχή, ενώ είσαι ακέραιος στο σώμα.
Μη δείξης, (ευνούχε), την αθέλητη σωματική σου εγκράτεια εκεί που δεν χαρακτηρίζεσαι εγκρατής, αλλά εκεί που μπορείς να αμαρτήσης. Γιατί λοιπόν, (ευνούχοι), ασπασθήκατε την αίρεσι; Γιατί όλοι πήρα­τε τον κατήφορο, ώστε το «ευνούχος» να είναι συνώνυμος με το αιρετικός. Συνταχθήτε με τους άνδρες. Έστω και αργά δείξετε κάποιο αν­δρικό φρόνημα. Φύγετε από τους γυναικωνίτες. Ας μη προστεθή στο άσχημο όνομά σας το άσχημο κήρυγμά σας(Στην εποχή του αγίου Γρηγορίου οι Ευνούχοι είχαν σπουδαίες θέσεις τόσο στην βασιλική αυλή, όσο και στην όλη διοίκησι του κράτους. Το όνομά τους δεν συνδέ­θηκε με την αρετή. Συχνά κατέφευγαν σε ραδιουργίες και συνωμοσίες. Επί πλέον, όπως διακρίνεται καθαρά στον λόγο του θεολόγου Πατρός, έπαιρναν το μέρος των αιρετικών. Για τους αυλικούς που ήταν κυρίως ευνούχοι ο ιερός Πατήρ δεν μας άφησε κα­λούς χαρακτηρισμούς. Φεύγοντας από την Κωνσταντινούπολι και εκφωνώντας τον αποχαιρετιστήριο λόγο του ανέφερε και τα εξής: «Χαιρετώ κι’ εσάς που ανήκετε στην αυλή και υπηρεσία του βασιλέως˙ αν μεν είσαστε πιστοί στον βασιλέα δεν το ξέρω˙ πάντως ως προς τον Θεό κατά το πλείστον είσαστε άπιστοι». Ο ιερός ρήτορας ξέρει να είναι τολμηρός στην γλώσσα του και να στηλιτεύη).
Έχετε όρεξι να συνεχίσουμε λίγο τον λόγο; Ή χορτάσατε με όσα ελέχθηκαν; Ωστόσο ας ακουσθούν και τιμητικά λόγια για (κάποιους άλ­λους) ευνούχους. Ο λόγος θα είναι επαινετικός.
22. Μόνο ας αποκόψουμε τον εαυτό μας από τα πάθη, προσέχοντας μήπως και κάποια δηλητηριασμένη ρίζα αναβλαστάνει μέσα μας και μας ταράζει. Μόνο ας συμμορφώνουμε την ζωή μας με την (θεία) εικόνα. Μόνο να σεβώμαστε το Αρχέτυπο (Συχνά ο άγιος Γρηγόριος ομιλεί για την θεία εικόνα. Ο άνθρωπος επλάσθη κατ’ εικόνα Θεού. Λογικός ο Θεός, λογικός και ο άνθρωπος. Ελεύθερος ο Θεός, ελεύθερος και ο άνθρωπος… Αρχέτυπο είναι ο Θεός, αντίγραφο -εικόνα ο άνθρωπος). Απόκοψε τα πάθη του σώ­ματος, απόκοψε και τα πάθη της ψυχής. Όσο ανώτερη και πολυτιμότερη είναι η ψυχή, τόσο ανώτερο είναι να καθαρίσης αυτήν παρά το σώμα. Και αν είναι αξιέπαινο το να καθαρίζης το σώμα, σκέψου πόσο ανώτερο και σπουδαιότερο είναι το να καθαρίζης την ψυχή.
Απόκοψε και την αίρεση του Αρείου. Απόκοψε και την κακοδοξία του Σαβελλίου (Ο Σαβέλλιος  3ος μ.Χ. αι. – εδίδασκε ότι ο Θεός είναι ένα πρόσωπο που πα­ρουσιάσθηκε πρώτα ως Πατήρ, έπειτα ως Υιός και κατόπιν ως Άγιον Πνεύμα). Μήτε να ενώσης τα πρόσωπα της θεότητος περισ­σότερο από όσο πρέπει, μήτε να τα διαιρέσης κακώς. Μήτε να συνένω­σης τα τρία πρόσωπα σε ένα (όπως ο Σαβέλλιος), μήτε να φτιάξης τρεις διαφορετικές και ξένες φύσεις (όπως ο Άρειος). Και το ένα είναι αξιέ­παινο, όταν το εννοούμε σωστά (μία φύσις)· και τα τρία, όταν διαιρούν­ται σωστά· όταν δηλαδή η διαίρεσις δεν αναφέρεται στην θεϊκή φύσι, αλλά στα πρόσωπα.
23. Αυτά τα νομοθετώ και για τους λαϊκούς, αυτά τα παραγγέλλω και στους κληρικούς, αλλά και στους άρχοντες. Βοηθήσατε τον (ορθό­δοξο) λόγο, όσοι έχετε από τον Θεό την δυνατότητα να βοηθήτε. Είναι μεγάλο πράγμα να προλάβης τον φόνο και να περιορίσης την μοιχεία και να συνετίσης τον κλέφτη αλλά πολύ περισσότερο να υποστηρίζης με νόμο την Ορθοδοξία και να ομολογήσης τον λόγο της ορθής πί­στεως. Δεν θα κατορθώση τόσα ο δικός μου λόγος που πολεμεί υπέρ της Αγίας Τριάδος, όσο ο νόμος του κράτους. Θα βοηθήση ο νόμος, εάν κλείνη το στόμα των κακοδόξων, εάν ενισχύη τους διωκόμενους Ορ­θοδόξους, εάν συγκρατή τους φονιάδες, εάν εμποδίζη τον φόνο. Δεν εννοώ μόνο τον σωματικό, αλλά και τον ψυχικό, αφού κάθε αμαρτία, είναι θάνατος της ψυχής. Εδώ ας σταματήσουμε τον λόγο.
24. Υπολείπεται μόνο να κάνουμε μία ευχή για όσους συγκεν­τρώθηκαν εδώ.
– Άνδρες και γυναίκες, λαός και άρχοντες, γέροι, νέοι και κοπέλλες, κάθε ηλικία, ας υπομείνετε κάθε βλάβη είτε χρηματική είτε σωμα­τική ένα όμως να μη δέχεσθε, την ζημία (ως προς την πίστι σας) στον Θεό.
Προσκυνώ τον Πατέρα, προσκυνώ τον Υιό, προσκυνώ το Άγιο Πνεύμα η καλύτερα προσκυνούμε, εγώ που σάς ομιλώ πρώτος από όλους, εγώ και ύστερα από όλους και μαζί με όλους, με την χάρι του Κυ­ρίου και Χριστού μας, στον οποίον ανήκει η δόξα και η δύναμις εις τους αιώνας.
Αμήν.


από το βιβλίο ΠΕΡΙΠΑΤΟΙ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ
+ αρχιμ. ΔΑΝΙΗΛ ΓΟΥΒΑΛΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου