(Το
άρθρο διαμορφώθηκε από αλληλογραφία μελών τής Απολογητικής Ομάδας
"Παναγία η Ιεροσολυμίτισσα")
Πολύ απλά, θα
λέγαμε πως "οντολογία" είναι ο λόγος για τον τρόπο ύπαρξης των όντων,
και οντολογική διάσταση
ονομάζουμε μία πραγματική
κατάσταση.
Μερικές πληροφορίες επί
του ζητήματος
"Οντολογία" είναι ο λόγος
που κάνουμε για τα "Όντα". Όντα είναι όλα τα υπαρκτά είτε έμψυχα είτε
άψυχα. Αντικείμενο της Οντολογίας είναι ο άνθρωπος, ο κόσμος και ο Θεός
(ανθρωπολογία, κοσμολογία, θεολογία) και η σχέση αυτών μεταξύ τους. Οντολογία
δεν είναι μόνο η ανθρωπολογία, ούτε μόνο η κοσμολογία, ούτε μόνο η
θεολογία.
Άρα, Ορθόδοξη Οντολογία
είναι η ερμηνεία της σχέσεως Θεού, ανθρώπου και κόσμου μέσα στο χρόνο
και στην ιστορία.
Γι' αυτό και η Ορθόδοξη
Οντολογία είναι μια "Εσχατολογική", όπως λέγεται, "Οντολογία". Αυτό
σημαίνει ότι η θεώρηση της Ορθοδοξίας για τα "Όντα" και η αλήθεια που
πρεσβεύει για τα "Όντα" σχετίζεται απόλυτα και με τον χρόνο, και με την
ιστορία και με το μέλλον.
Η πίστη στον Θεό
σχετίζεται με τον χρόνο και την ιστορία. Ο Θεός παρουσιάστηκε άσαρκος σε
συγκεκριμένες ιστορικές στιγμές. Επίσης Ενσαρκώθηκε σε στιγμή ιστορικά
προσδιορισμένη. Αυτή η στιγμή μεταβάλλει για τον Χριστιανό όλη την
αξιολόγηση της ιστορίας, μέλλον αλλά και παρελθόν. Η Κ.Δ. λέει διαρκώς:
"τω καιρώ εκείνω" ανατρέχοντας στο παρελθόν. Το Σύμβολο της Πίστεως λέει
ότι όλα έγιναν "επί Ποντίου Πιλάτου". Και βεβαίως, λέει "Προσδοκώ
ανάστασιν νεκρών. Καί ζωήν τού μέλλοντος αιώνος". Άρα, το ιστορικό
μεσοδιάστημα από την Πρώτη Παρουσία του Χριστού μέχρι την Δευτέρα
Παρουσία είναι αξιολογημένο διαφορετικά σε σχέση με το Ισλάμ ή τον
Ιουδαϊσμό ή το ειδωλολατρικό κοσμοείδωλο. Γι' αυτό λέμε ότι την
χριστιανική οντολογία την χαρακτηρίζει ιδιαιτέρως η εσχατολογία, δηλ. η
σημασία που δίνει στον χρόνο και την ιστορία.
Και η οντολογία μας για
τον άνθρωπο είναι διαφορετική επειδή είναι εσχατολογική: για παράδειγμα,
για κάποιον που διαπράττει φόνο, αυτό που καθορίζει το "είναι" του είναι
το μέλλον, και ο άνθρωπος αυτός αν τελικά μετανοήσει και συγχωρεθεί δεν
είναι φονιάς αλλά άγιος. Άρα, και στη δική μας καθημερινότητα, η κρίση
μας για τον άνθρωπο οφείλει να είναι εσχατολογική αφού όλοι είναι εν
δυνάμει άγιοι.
Και η χριστιανική
οντολογία για τη φύση είναι διαφορετική, αφού τα πάντα έγιναν "λίαν
καλώς" από τον Θεό, πρέπει να τα σεβόμαστε ως δημιουργήματά Του και
βεβαίως εσχατολογικά σκεπτόμενοι, ακόμα και η φύση στενάζει και θέλει να
ελευθερωθεί και να ανακαινιστεί όπως λέει ο Παύλος.
Η φράση "Οντολογική διάσταση της Σωτηρίας" σημαίνει να θεωρούμε ότι η Σωτηρία του ανθρώπου επηρεάζει όχι μόνο επιφανειακά, όχι μόνο στα λόγια ή στα συναισθήματα τον άνθρωπο, αλλά τον αλλάζει ως ύπαρξη. Για παράδειγμα, αυτός που έχει αμαρτήσει και βαπτίζεται ενήλικος, δεν παραμένει με το στίγμα της αμαρτίας και απλά με το βάπτισμα "του γίνεται η χάρη να τον δεχτούμε", αλλά καθαρίζεται από την αμαρτία με έννοια οντολογική, δηλ. απαλλάσσεται πλήρως η ίδια η ύπαρξή του από την αμαρτία η οποία και εξαλείφεται, δεν γλιτώνει απλά από τις συνέπειες της αμαρτίας. Γι' αυτό οι Πατέρες μιλούν για αναγέννηση διά του Βαπτίσματος: είναι, λένε, σαν με τρόπο μυστικό να αναχωνεύονται τα υλικά από τα οποία αποτελείται ο άνθρωπος και να γεννιέται ξανά καθαρός σαν να έχει μόλις γεννηθεί. Λέει π.χ. ο Γρηγόριος Νύσσης ότι με το Βάπτισμα γίνεται "άλλη γέννησις ... αυτής της φύσεως ημών μεταστοιχείωσις". Άρα αλλάζει η ίδια η υπόσταση του ανθρώπου, άρα το Βάπτισμα κατανοείται οντολογικά.
Η σωτηρία κατά την
ορθοδοξία έχει οντολογική διάσταση = έχει να κάνει με τον τρόπο ύπαρξης
των όντων κι όχι απλά με το δίπολο ανταμοιβή/τιμωρία. Ο άγιος δεν είναι
απλά ηθική κατηγορία, αλλά είναι οντολογική κατηγορία = είναι ένας
μεταμορφωμένος άνθρωπος, δηλ. η αγιότητα έχει σχέση με το τι είδους ον
είσαι, τι είδους ον γίνεται με τη θεία χάρη (οντολογική διάσταση).
Ένας ενήλικος για παράδειγμα, θα χρειαστεί να
τιθασεύσει το σεξουαλικό του ένστικτο και να το εντάξει μέσα στο γάμο,
αν θέλει να πορευτεί πνευματικά. Αυτή η διαδικασία, ώσπου να ωριμάσει
πραγματικά πνευματικά, θα ενέχει και το δίπολο της ανταμοιβής/τιμωρίας.
Αυτό είναι η αρχή, αλλά όχι το τέρμα. Ένα παιδάκι δεν χρειάζεται να
τιθασεύσει το σεξουαλικό του ένστικτο. Όλη του η ύπαρξη είναι αλλιώς.
Δεν συγκρατείται να μην κάνει τίποτα, απλά δεν θέλει. Έτσι και ένας
άγιος πραγματικός, δεν κάνει την αμαρτία γιατί δεν πρέπει ή γιατί θα
τιμωρηθεί, αλλά γιατί έχει μεταμορφωθεί ολόκληρος και δεν θέλει.
Ένας μοναχός
εξομολογείται
Ας
δούμε ένα παράδειγμα, αυτής τής "οντολογικής διαφοράς" ενός σαρκικού,
και ενός αναγεννημένου, πνευματικού ανθρώπου:
«Από
την αρχή της μοναχικής μου ζωής ζούσα μια ήσυχη, καλή ζωή. Οι ακολουθίες
στο Μοναστήρι και η Μυστηριακή ζωή με θέρμαιναν, με ανέπαυαν. Αυτό μέχρι
την ώρα που γεννήθηκε μέσα μου κάτι άλλο, μέχρι την ώρα που αναπτύχθηκε
η εσωτερική ζωή. Ξαφνικά αισθάνθηκα ένα κάψιμο εσωτερικό, ένα κάψιμο
θείας αγάπης. Η φυσική και καλή ζωή που ζούσα μέχρι τότε, φαινόταν
τώρα πολύ σκοτεινή, χωρίς νόημα και περιεχόμενο. Άρχισα να βρίσκω τον
χώρο της καρδιάς, το κέντρο της υπάρξεως, τον ευλογημένο εκείνο χώρο που
ανακαλύπτεται με την εν Χάριτι άσκηση και μέσα στον οποίο αποκαλύπτεται
ο Ίδιος ο Θεός.
Μέχρι
τότε διάβαζα αυτά στα βιβλία, τώρα τα έβλεπα στην πραγματικότητα.
Αναπτύχθηκε μια ερωτική κοινωνία με τον Θεό. Τότε καταλάβαινα γιατί οι
Πατέρες ονόμαζαν τον Θεό έρωτα. Αυτή η αγάπη εκείνο τον καιρό με είχε
τρελάνει. Ο Θεός βιωνόταν ως ελεήμων, ως γλύκα και γλυκασμός. Άναψε
μέσα στην καρδιά μου το ευλογημένο πυρ, που έκαιγε τα πάθη και
δημιουργούσε ανέκφραστη πνευματική ηδονή.
Αναζητούσα ησυχία, σκοτάδι, ηρεμία εξωτερική. Τα μικρά κελιά, οι τρύπες
των βράχων, ο ανοιχτός ορίζοντας της φύσεως, τα σκοτεινά μέρη με
δέχονταν σαν φιλοξενούμενο. Την νύκτα έβγαινα στις ερημιές του Άθωνα.
Μαγεία! Ευλογία! Μέθη! Στην μοναξιά και στην πολυκοσμία, στην έρημο και
στα κοινόβια ζούσα την παρουσία του Θεού, την θεία περίπτυξη.
Αναπτύχθηκαν τότε άλλες αισθήσεις, αισθήσεις πνευματικές, η νοερά
αίσθηση, η νοερά δράση και ακοή.
Άλλοτε
αυτή η θέρμη και αυτή η φωτιά μετατρεπόταν σε πληγή βαθειά. Αισθανόμουν
ότι αυτή η θερμότητα αναγεννούσε την ύπαρξή μου, πρώτα την ψυχή και μετά
επεκτεινόταν και στο σώμα. Η αίσθηση ότι τώρα γεννήθηκα σε άλλον κόσμο
ήταν διαρκής. Χοροπηδούσα σαν μικρό παιδί. Ακόμη υπήρξαν μερικές φορές
πού ένοιωσα και την σάρκα μου σαν μικρού παιδιού, πού μόλις βγήκε από
την μήτρα της μάνας του.
Αυτό
δημιουργούσε βαθύτατη ειρήνη λογισμών. Ο νους καθαριζόμενος διαρκώς
απέβαλε όλα τα ξένα στοιχεία τα οποία σαν λέπια τον εκάλυπταν. Γινόταν
έτσι ελαφρός και πάντοτε εύρισκε καταφύγιο στην καρδιά. Εκεί παρέμεινε
και ευφραινόταν πνευματικά. Εκεί μερικές φορές άκουγε και την φωνή του
Θεού, πού ήταν πολύ συνταρακτική και δημιουργούσε πηγές δακρύων. Η
γνωριμία με τον Θεό ήταν προσωπική. Η γνώση του Θεού πραγματικό
γεγονός.
Μερικές φορές βυθιζόμουν σε βαθειά μετάνοια. Ο νους μπαίνοντας στην
καρδιά έβλεπε το σκοτάδι, την βρωμιά της ψυχής και όλη η ύπαρξή
ξεχυνόταν σε καυτά δάκρυα. Έκλαιγε η καρδιά. Τα δάκρυα της καρδιάς
ξεχύνονταν επάνω της και την ξέπλεναν από την αμαρτία. Παράλληλα άνοιγαν
και τα μάτια και γίνονταν πηγές δακρύων. Άλλοτε έκλαιγε μόνον η καρδιά
και άλλοτε και το σώμα. Θρήνος βαθύς από την αποκάλυψη της ασωτίας...
Κλάμα πολύ, αλλά όχι με απελπισία. Ήταν συνδεδεμένο με την αίσθηση της
αγάπης του Θεού.
Εκείνο τον καιρό όλα ήταν ωραία. Η λέξη ωραία δεν έχει σχέση με την
αισθητική, αλλά με την οντολογική πραγματικότητα. Έβλεπα τους λόγους των
όντων σε όλη την δημιουργία. Και αυτό προξενούσε άρρητη ευφροσύνη. Όλα
εξέφραζαν την αγάπη του Θεού. Η ανάγνωση της Γραφής έτρεφε την καρδιά.
Οι λέξεις δεν πήγαιναν στην λογική, αλλά εισχωρούσαν στην καρδιά και την
ζωογονούσαν. Όπως το μωρό ρουφά το γάλα από τον μαστό της μάνας του και
τρέφεται, έτσι αισθανόταν η καρδιά τρεφόταν από το λόγο του Θεού.
Γινόταν μετάγγιση αίματος. Σαν να είχα αποκτήσει καινούργια μάτια και
σαν να είχα μάθει καινούργια γλώσσα.
Τα
πάθη δεν ενεργούσαν τότε. Ένοιωθα όχι
ηθικές αναστολές, αλλά την αναγέννηση μου.
Ήμουν τόσο μεθυσμένος, ώστε δεν με ενδιέφερε απολύτως τίποτε. Υπήρχε
μέσα μου μια ακατάσχετη αναζήτηση και επιθυμία να μη με αγαπούν οι
άνθρωποι και μάλιστα να με περιφρονούν. Αφού είχα την αγάπη του Θεού,
δεν με ενδιέφερε τίποτε άλλο. Ζούσα μια ερωτική ζωή, ζωή δακρύων...
Η μόνη απασχόληση εγώ και ο Θεός. «Ενώπιος Ενωπίω», «πρόσωπον προς
Πρόσωπον».
Αυτή
η κατάσταση κράτησε περίπου τέσσερα χρόνια. Μέρα-νύχτα έλεγα την ευχή.
Και την ώρα πού κοιμόμουν η καρδιά προσευχόταν. Την άκουγα καθαρά να
αδολεσχεί με τον Θεό.
Όποιος θέλει να
διαπιστώσει αν υπάρχει Θεός, ας δοκιμάσει. Θα συναντήσει ένα ζωντανό
Θεό! Η Χάρη του Θεού με αξίωσε εμένα το έκτρωμα όλου του κόσμου να
αποκτήσω μια μικρή σταγόνα γνώσεως Θεού». (Απόσπασμα από το βιβλίο του
Μητρ. Ιεροθέου Βλάχου «Το μυστήριο της Παιδείας του Θεού»)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου