Τρίτη 24 Ιανουαρίου 2017

Δύο σπουδαῖα ὄνειρα. Γρηγόριος ὁ Θεολόγος.


  Δύο σπουδαῖα ὄνειρα. 
Ὁ πληγωμένος Ἀετός. Γρηγόριος ὁ Θεολόγος
Ἡ Καισάρεια μέ τά σπουδαῖα σχολεῖα της δὲν ἀπογοήτευσε τό Γρηγόριο. Ἀντίθετα μάλιστα. Οἱ δάσκαλοι ἐκεῖ ἐργάζονταν τόσο καλά, πού ἄναψαν μεγάλον ἔρωτα στό πνεῦμα τοῦ Γρηγορίου γιά τά γράμματα. Ὅσα ἐδῶ στήν Καισάρεια ἔμαθε τοῦ φαινόταν μόνο εἰσαγωγή.
Ἕνα μικρὸ ρηχό λιμάνι, πέρα ἀπό τό ὁποῖο ἀνοιγότανε σαγηνευτική καί μεγάλη θάλασσα. Τήν ἐρωτεύτηκε τή θάλασσα τούτη κι ἤθελε νά κολυμπήσει στά νερά της.  Νά τήν γνωρίσει, νά τήν ὑποτάξει, νὰ τὴν πιεῖ ὁλόκληρη, ἄν  ἦταν δυνατό.  Καί πῆρε τήν ἀπόφαση νά συνεχίσει σπουδές.
Μίλησε γι’ αὐτές πολύ καί πολλές φορές μέ τόν ἀδελφό του Καισάριο καί μέ τούς δασκάλους.  Ποῦ θά συνεχίσουν σπουδές; Ἡ ἐπιλογή δέν ἦταν δύσκολη.


Στήν Καισάρεια τῆς Παλαιστίνης ἀρχικά ὁ Γρηγόριος, γιατί ἐκεῖ δίδασκαν ρητορική ἐπιφανεῖς δάσκαλοι, ὅπως ὁ Θεσπέσιος.  Στήν Ἀλεξάνδρεια ὁ Καισάριος, γιατί ἐκεῖ διδασκότανε συστηματικά ἡ ἐπιστήμη τῆς ἰατρικῆς, στήν ὁποία εἶχε κλίση ὁ Καισάριος.
Τά δύο ἀδέλφια ἦταν σίγουροι γιά τή διάθεση τῶν γονέων τους, γέρων τώρα πιά, νά πληρώσουν ὅσα χρήματα θ’ ἀπαιτοῦνταν γιά εὐρύτερες σπουδές. Ἔπρεπε ὅμως νά μιλήσουν μαζί τους γιά τό θέμα τοῦτο.  Δέν ἐπρόκειτο γιά μικροέξοδα.
Περιουσία ὁλόκληρη χρειαζόταν. Γι’ αὐτό καί τότε, ἀνώτερες, ἄς ποῦμε σπουδές ἔκαναν μόνο τά πλουσιόπαιδα, τά παιδιά τῶν γαιοκτημόνων καί τῶν ἀνωτέρων κρατικῶν ὑπαλλήλων.
Ἰδιαίτερα, ὅταν ἤτανε ἀνάγκη νά ταξιδέψουν οἱ νέοι μακριά ἀπό τή γενέτειρα καί νά μείνουν γιά χρόνια στούς τόπους τῶν σπουδῶν τους.
Ὁ Γρηγόριος καί ὁ Καισάριος γύρισαν γιά λίγο στή Ναζιανζό. Ἔπρεπε καί νά ξεκουραστοῦν. Νά ἠρεμήσουν πρίν κινήσουν γιά τίς μεγάλες ἐπιστημονικές ἀναζητήσεις. Ἔπρεπε ἀκόμη νά κάνουν καί λίγη συντροφιά στούς γονεῖς, πού τούς περίμεναν πῶς καί πῶς.
Οἱ γέροι, ἑβδομηντάρηδες σχεδόν τότε, περίμεναν τά βλαστάρια τους σάν δροσερό ἀεράκι τοῦ καλοκαιριοῦ, σάν ἄρωμα τονωτικό.  Καί τά παιδιά, περισσότερο ὁ Γρηγόριος, δέν τσιγγουνεύονταν ἀγάπη καί φροντίδα γιά τούς γονεῖς.
Ἐπέστρεψαν, λοιπόν, ἀπό τήν Καισάρεια στήν Ναζιανζό. Οἱ γονεῖς τό ἤξεραν. Ὁ πατέρας, ἐπίσκοπος πιά, εἶχε Ἀκολουθία στό ναό. Ἡ μητέρα, ἡ γλυκύτατη στούς ἄλλους καί αὐστηρότατη στόν ἑαυτό της, ἡ Νόννα, δέν εἶχε ὑπομονή.
Ἔβαλε τά καλά της, πῆρε τό μικρό πανεράκι μέ λίγα γλυκά καί βγῆκε ἀπό τή μεγάλη πόρτα τοῦ σπιτιοῦ.  Προχώρησε βόρεια. Ἔφτασε στό μικρό γεφύρι, στό ποτάμι πού τό λένε Καρασού. Πέρασε ἀπέναντι στ’ ἀμπέλια τους καί περίμενε τά καμάρια της, πού θά ’φταναν ἀπό τό μεγάλο δρόμο.
Χαρές, γιορτές καί ἀγαλλίαση στό ἀρχοντικό τοῦ ἐπισκόπου Γρηγορίου.
Ἔφαγαν καί ἤπιαν συνετά. Μίλησαν γιά τά παραπέρα σχέδια…. Ὅλα καλά καί ὡραῖα. Οἱ μέρες κυλάγανε σέ κλίμα
μακαριότητας. Οἱ γονεῖς ἔπλεαν στή στοργή καί τό σεβασμό τῶν παιδιῶν.  Τά παιδιά ἔπλεαν στήν ἀγάπη καί τό θαυμασμό τῶν γονέων.

  Ὅμως κάτι συνέβαινε μέ τή Νόννα.  Μέσα της φούντωνε ὧρες-ὧρες μιά ὑπόκωφη ἀνησυχία. Ὁ σημαδεμένος ἀπό τό Θεό γιός της, ὁ Γρηγόριος τί θά ἔκανε τελικά; Τόν εἶχε ἀφιερώσει στό Θεό.  Καί ’κεῖνος, μικρότερος ὅταν ἦταν, συμφωνοῦσε.
Τώρα, τώρα πού ἔγινε σχεδόν ἄντρας, εἴκοσι χρονῶν παλληκάρι; τί σκέπτεται καί πῶς βλέπει τά πράγματα; Περίμενε μιά καλή εὐκαιρία, νά τοῦ μιλήσει ἰδιαίτερα.  Νά εἶναι μόνο οἱ δύο τους καί νά εἶναι τό παλληκάρι ἀπόλυτα ἤρεμο.
Ἕνα πρωί, πού ὁ πατέρας βγῆκε νωρίς παίρνοντας μαζί του τόν Καισάριο, ἡ Νόννα ἔκατσε κοντά στόν Γρηγόριο μέ μάτια πού ρωτοῦσαν καί θαύμαζαν τό γιό της. Ἄρχισε πρώτη:
-Θυμᾶσαι Γρηγόριε, ὅταν ἤσουν μικρός… σοῦ ’λεγα πῶς γεννήθηκες… σ’ ἔστειλε ὁ Θεός… καί τοῦ ὑποσχέθηκα, δηλαδή τοῦ εἶπα ὅτι ἄν ἀποκτήσω γιό, θά τοῦ τόν ἀφιερώσω.  Καί μοῦ ’δωσε ὁ Θεός τά ἱερά σημάδια. Εἶδα τή μορφή σου, παιδί μου, πρίν γεννηθεῖς…. καί τ’ ὄνομά σου ἀκόμη!
-Ναί μητέρα, ὅλα τά θυμᾶμαι καλά.  Ποτέ δέν φύγανε ἀπ’τό μυαλό μου.
Ἀνακουφίστηκε ἡ μητέρα. Γαλήνεψε τό πρόσωπό της. Ἡ καρδιά της χτυποῦσε τώρα μέ κανονικό ρυθμό. Καί συνέχισε:
-Γρηγόριε μου, σέ ἀφιέρωσα στό Θεό πρίν γεννηθεῖς, καταλαβαίνεις τί σημαίνει….. Χωρίς νά σέ ρωτήσω, παιδί μου, βλέπεις, δέ γινόταν. Ἔτσι ἤρθανε τά πράγματα. Πάντως ἔχουμε μαζί τήν εὐθύνη…..
-Ναί μητέρα, τή διέκοψε ὁ Γρηγόριος. Νά μήν ἀνησυχεῖς καθόλου. Ποτέ δέν ἄλλαξα γνώμη.  Σκέφτομαι πάντα τήν ἀφιέρωσή του στό Θεό καί μάλιστα σάν ἄγαμος, ὁ μοναχισμός, οἱ μοναχοί…. συνεχῶς αὐτά σκέφτομαι.

Ἡ Νόννα ἔσκυψε αὐθόρμητα καί τοῦ φίλησε τά δυό χέρια πάνω στό τραπέζι. Μέ σεβασμό φίλησε κι ἐκεῖνος τά δικά της. Ἡ σκηνή εἶχε ἱερότητα. Ὅλα ἦταν φανερά στίς καρδιές καί τῶν δύο. Ὁ Θεός τίς πλημμύριζε καί ὅλα εἶχαν γίνει καθαρά, ἔτσι ἀποφάσισε ὁ Γρηγόριος, γιά νά ἡσυχάσει ἀκομα περισσότερο τή μητέρα του, νά μιλήσει κι αὐτός γιά ἱερά σημάδια. Ὁ Θεός εἶχε δώσει καί σ’ αὐτόν σημάδια, γιά τά ὁποῖα δέν εἶχε μιλήσει. Τά κρατοῦσε, χρόνια τώρα, στήν καρδιά καί τό νοῦ του μέ δέος.
-Ἄκου καί μένα, μητέρα, λέει ὁ Γρηγόριος.  Δέ σοῦ τά εἶπα ποτέ…. Τότε πού μέ πήγατε στή Διοκαισάρεια…. στό θεῖο μου τόν Ἀμφιλόχιο. Τότε, λοιπόν, εἶδα ὄνειρο, πού δέν τό ξεχνῶ. Ἀπό τότε βαθιά καί καθαρά εἶναι χαραγμένο στήν καρδιά μου.
-Ἔχει, παιδί μου, σχέση μέ τήν ἀφιέρωσή σου, μέ τόν προορισμό σου; διέκοψε ἡ Νόννα.
-Ἀσφαλῶς κι ἔχει, γιατί ἀπό τότε ἄναψε μέσα μου ἔρωτας, ἀγάπη, γιά τήν παρθενία. Ἐμφανίστηκαν, μάνα, στόν ὕπνο μου δύο πανέμορφες κοπέλλες.  Καί γλυκές ὅσο δέν παίρνει.  Δέν εἶχαν παράταιρα στή φύση στολίδια.  Φοροῦσαν ἀσημένια μακριά φορέματα, χυτά στό σεμνό σῶμα τους.  Δέν εἶχαν βαμμένα βλέφαρα καί μάτια.  Τά μάτια τους γλυκά καί καθαρά ἤτανε σκυμμένα καί καθρεφτίζανε τήν ὡραιότητα τῆς ψυχῆς τους. Ὁ λαιμός τους δέν εἶχε ἁλυσίδες καί διαμάντια. Ὡραῖο πέπλο ἔπεφτε μέχρι τόν ἀστράγαλο καί ζώνη τό ἔσφιγγε στή μέση. Δέ μιλοῦσαν.  Τά κλειστά χείλη τους ἴδια μέ ροδοπέταλα σέ δροσερούς κάλυκες. Τίς ἔβλεπα, μητέρα, σχεδόν ἀποσβολωμένος. Ἀπό εὐχαρίστηση, ἀγαλλίαση.  Δέν μπορῶ νά σοῦ περιγράψω τήν ὀμορφιά τους καί τή χαρά πού μου ἔφεραν. Τόσο ὄμορφες κοπέλλες δέν ξαναεῖδα.  Στέκονταν πλησίον καί ἤτανε σά νά μέ φιλοῦσαν μέ τά χείλη τους.  Στήν κατάστασή μου αὐτή βρῆκα τό κουράγιο νά τίς ρωτήσω. Ποιές ἤσαστε καί ἀπό ποῦ ἐρχόσαστε; Καί ἦρθε ἱερή ἀπάντηση: ἡ μιά, εἶπε, εἶναι ἡ ἁγνεία, ἡ ἄλλη ἡ σωφροσύνη.  Μοῦ εἶπαν ἀκόμα ὅτι στόν οὐρανό στέκονται δίπλα στό Χριστό καί ὅτι ἐκεῖ ἀπολαμβάνουν τή χαρά ἐκείνων πού δέν εἶχαν παντρευτεῖ στή γῆ, πού μόναζαν.
Ἡ Νόννα πανευτυχής ἀκούει…. Κάποια στιγμή γονάτισε ἀθόρυβα νά προσκυνήσει τό Θεό πού τόσο θαυμαστά καθοδηγοῦσε τό βλαστάρι της.
-Κι ἐνῶ, συνεχίζει ὁ Γρηγόριος, εἶχαν χαμηλωμένο τό κεφάλι, τό ἀνασήκωσαν λίγο, μέ κοίταξαν καλά καί μοῦ εἶπαν μαζί: «Ἔλα, λοιπόν παιδί μου, ἕνωσε τό νοῦ σου μέ τό δικό μας καί τή λαμπάδα σου μέ τή δική μας. Ἔτσι θά σέ ὁδηγήσουμε ὁλόλαμπρο μεσ’ ἀπό τούς αἰθέρες καί θά σέ στήσουμε δίπλα στό φῶς τῆς ἀθάνατης Τριάδας».
Τά ἔλεγε αὐτά στή μητέρα του ὁ Γρηγόριος καί ἦταν κυριολεκτικά συνεπαρμένος ἀπό τίς μορφές τῶν δύο κοριτσιῶν καί ἀπό αὐτό πού τοῦ ὑποσχεθήκανε. Τό πρόσωπό του καί ἡ φωνή του ἀλλοιώθηκαν. Αἰθέριο φῶς γέμισε ἐκεῖνον, γαληνεμένη ἀκουγόταν ἐκείνη.
Ἡ Νόννα ρουφοῦσε τή θεία ἐπέμβαση καί ἀπολάμβανε τρίσβαθα τήν ἀλλοίωση τοῦ γιοῦ της. Ἤθελε ὅμως ν’ ἀκούσει καί τό τέλος τοῦ ὀνείρου. Τί ἔγιναν ἡ ἁγνεία καί ἡ σωφροσύνη, δηλαδή ἡ παρθενία.  Καί ὁ Γρηγόριος τελείωσε τήν ἀφήγηση:
-Ἐνῶ τίς ἔβλεπα, ὅπως ἀκριβῶς εἶπα, ὑψώθηκαν στούς αἰθέρες. Τίς παρακολούθησα μέ τά μάτια μέχρι πού χάθηκαν. Ἔμεινε ὅμως βαθιά στήν καρδιά μου ἡ χαρά, πού προξένησαν οἱ ὡραῖες καί σεμνές μορφές.
Ἦταν γιά μένα οἱ μορφές αὐτές τό φῶς τῆς παρθενίας. Ἀπό τότε ἡ σπίθα, πού ἦταν κάπου χωμένη, ἔγινε φῶς, πού ὅλο καί μεγάλωνε. Ἀκόμη καί τώρα πού μιλᾶμε, ἀγαπητή μου μητέρα μ’ ἔχει κυριεύσει.  Δέν τό βγάζω ἀπό τήν καρδιά καί τό νοῦ μου.
Γι’ αὐτό καί φροντίζω νά συναναστρέφομαι μοναχούς, ἄγαμους κληρικούς.  Τό ξέρεις, τό ’χεις βέβαια παρατηρήσει. Ἄλλωστε, σύ μ’ ἔμαθες νά τιμῶ καί νά σέβομαι τούς μοναχούς. Καί πραγματικά αἰσθάνομαι, μόνο πού τό σκέπτομαι, βαρύ τό ζυγό τοῦ γάμου, πολύ βαρύ.  Δέ θά μποροῦσα νά τόν σηκώσω ποτέ.
Ἡ Νόννα σηκώθηκε ὄρθια καί μέ δάκρυα στά μάτια ἀγκάλιασε τό κεφάλι τοῦ γιοῦ της, τόν φίλησε στό μέτωπο καί τοῦ εἶπε:
-Τήν εὐχή τοῦ Θεοῦ παιδί μου.  Τήν εὐχή του Κυρίου μας νά ’χεις καί τοῦ γέρου πατέρα σου, ἀκριβέ μου Γρηγόριε.  Συνῆλθε καί τοῦ εἶπε λόγια συμβουλευτικά. Τοῦ μίλησε μέ καθαρότητα καί αὐστηρότητα γιά τίς δυσκολίες, γιά τά προβλήματα τοῦ ἄγαμου βίου. Ἡ παρθενία μεγάλο ἀγαθό, ἀλλά μέ χίλια βάσανα. Ὁ κόσμος θά λυσσομανάει γύρω σου, παιδί μου, ὁ διάβολος θά σέ πολεμάει.  Σαγηνευτικά χορεύουν οἱ ἀνθρώπινες χαρές γύρω ἀπό τόν παρθένο….
Σιγά-σιγά καί μέ τά πρακτικά λόγια τῆς μητέρας, ὁ Γρηγόριος συνῆλθε ἀπό τή συγκίνησή του.  Μετά κουβέντιασαν γιά καθημερινά πράγματα.  Γιά τό μελλοντικό ταξίδι.  Κι ἡ Νόννα δέν παρέλειπε νά τοῦ λέει:
-Πρόσεχε, παιδί μου, ὁ κόσμος μέσα σου καί γύρω σου θά σέ προκαλεῖ.  Θά θέλει νά σέ κερδίσει, νά σέ ἀφαιρέσει ἀπό τό Θεό.
Μ’  ὅλα τοῦτα ὁ Γρηγόριος παραμέρισε τούς δισταγμούς καί διηγήθηκε στή μητέρα ἕν’ ἄλλο του ὄνειρο, πρόσφατο αὐτό. Τῶν τελευταίων ἡμερῶν τῆς παραμονῆς του στήν Καισάρεια.  Τό ἔκανε γιά νά τήν καθησυχάσει. Γιά νά τῆς πεῖ ὅτι ἄρχισαν κι ὅλας οἱ πειρασμοί τοῦ κόσμου, ἄλλ’ ἐκεῖνος, μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ, ἔμαθε ν’ ἀντιστέκεται, νά βγαίνει καθαρά νικητής μέ ἀντίπαλο τό Σατανά.
-Μιά νύχτα, διηγεῖται ὁ Γρηγόριος ποιητικά, στό πυκνό σκοτάδι καί στόν βαθύ τόν ὕπνο, ἐμφανίστηκε ὁ διάβολος. Ἤτανε λαμπρός καί ὁλόφωτος.  Φοροῦσε ὄμορφα ροῦχα καί προσπάθησε νά σαγηνέψει τό νεαρό Γρηγόριο.  Μεταξύ διαβόλου καί Γρηγορίου ἔγινε διάλογος:
-Ἔλα, Γρηγόριε, τό γάμο τόν ἀγαποῦν ὅλοι.  Φυσικός νόμος εἶναι…
-Ὄχι, βάρος ἀσήκωτο εἶναι γιά μένα ὁ ζυγός τοῦ γάμου, δέν μπορῶ, δέ θέλω νά παντρευτῶ.
-Σκέψου, φίλε μου, τή γυναίκα.  Μῦρο ἁπαλό θά σέ τυλίγει ἡ ἀναπνοή της.
-Δέ μέ συγκινοῦν τά μῦρα.
-Θά φορᾶς μετάξια καί τό τραπέζι σου θά’ναι πλούσιο, τ’ ἀγαθά τοῦ Ἀβραάμ, ὅ,τι ἐπιθυμήσεις.
-Οὔτε κι αὐτά ποθῶ. Ὁδηγοῦν στήν ἡδονή καί τήν ἀσέλγεια.  Μοῦ ἀρκεῖ μόνο λίγο ψωμί.  Τό σκέτο προσφάι. Ἕνα φτωχό τραπέζι καί νερό πού θά κρατάει τό νοῦ μου νηφάλιο.
-Καί παλάτια θά ’χεις. Γρηγόριε, ἄν μ’ ἀκούσεις κι ἀφήσεις τήν ἰδέα τῆς παρθενίας.
-Τί νά τά κάμω, ἀφοῦ χωρῶ σέ μιά καμαρούλα; Ποτέ δέν ἐπιθύμησα νά κατοικῶ σέ λαμπρά παλάτια. Οὔτε νά ’χω ἐκτάσεις γῆς δικές μου, κήπους μέ δέντρα, κοπάδια τά γελάδια, τά πρόβατα καί τά γίδια.
-Θά’ χεις δούλους, βρέ Γρηγόριε, θά’ χεις τιμές, δύναμη καί θρόνους!
-Τ’ ἀφήνω σ’ ἄλλους.  Εἶναι φοβερό νά’ χεις δούλους. Ἡ τυραννία τοῦ Σατανᾶ χώρισε τή μιά γενιά τῶν ἀνθρώπων σέ κύριους καί δούλους. Ἕνα ὑλικό, ἕνα πράγμα εἴμαστε ὅλοι. Δέν πρέπει νά ὑπάρχουν δοῦλοι.  Καί τίς τιμές, πού φεύγουνε καί χάνονται σάν ἀεράκι, τί νά τίς κάνω; Ἡ δόξα σβήνει στό ἇψε σβῆσε. Τό ἴδιο τή δύναμη καί τούς θρόνους. Τά περιφρονῶ, ἀπατηλά εἶν’ ὅλα!
-Σκέψου ὅμως τή δόξα τῶν λόγων, τῆς σοφίας, τῶν γραμμάτων.
-Ἄ ναί, αὐτήν μάλιστα.  Τή θέλω καί τήν ποθῶ.  Θά τήν κυνηγήσω παντοῦ ὅπου μπορῶ, σ’ Ἀνατολή καί Δύση καί στήν Ἀθήνα.  Πρόσεχε ὅμως, τή σοφία μου θά τή ρίξω ἀκέραιη στά πόδια τοῦ Χριστοῦ μου.  Δέ θά’ναι γιά νά δοξαστῶ ἐγώ.
Αὐτό ἤτανε τό δεύτερο σημαδιακό ὄνειρο τοῦ Γρηγορίου. Ὁ Θεός τοῦ ἔδειξε καθαρά καί ξάστερα τό δρόμο πού ἔπρεπε ν’ ἀκολουθήσει. Τοῦ ἔδειξε πῶς πρέπει νά σκέπτεται, τώρα πού θά γινόταν ἄντρας, γιά νά εἶν’ ἕτοιμος. Ἕτοιμος κι ὁπλισμένος γιά τό μέγα ἔργο πού τόν καλοῦσε νά ἐπιτελέσει.
Ἡ Νόννα δέχτηκε τήν ἀφήγηση τοῦ γιοῦ της, ὅπως ἡ διψασμένη γῆ τή βροχή!  Πάλι τόν φίλησε στό μέτωπο καί σηκώθηκαν νά βγοῦν στό μεγάλο δωμάτιο. Εἶχαν ἐπιστρέψει ὁ πατέρας Γρηγόριος μέ τόν Καισάριο.
Σέ λίγες μέρες ὅλα ἑτοιμάστηκαν. Οἱ γέροντες γονεῖς ξεπροβόδιζαν τά δύο τους ἀγόρια, ἄντρες πλέον, μέ βαριά καρδιά. Τό ἔκαναν ὄμως, γιατί ὄφειλαν νά τούς δώσουν τήν εὐκαιρία τῶν καλῶν σπουδῶν.  Και τούς τήν ἔδωσαν μέ ἁπλοχεριά.  Δέν μετροῦσε ἡ γονική στενοχώρια.  Σημασία εἶχα τά παιδιά νά εἶναι πανέτοιμα γιά τό μεγάλο ἀγώνα τῆς ζωῆς.  Προπαντός ὁ Γρηγόριός τους, ἔπρεπε ν’ ἀποκτήσει καί τ’ ἀνθρώπινα ἐφόδια γιά νά μεγαλουργήσει στήν Ἐκκλησία.


Ὁ πληγωμένος Ἀετός (Γρηγόριος ὁ Θεολόγος)
(ἀφηγηματικὴ Βιογραφία)
σελ.21-28
Στυλιανοῦ Γ. Παπαδοπούλου Καθηγητή Πανεπιστημίου
Ἔκδοση Δ΄

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου