Τρίτη 24 Ιανουαρίου 2017

Δύο σπουδαῖα ὄνειρα. Γρηγόριος ὁ Θεολόγος.


  Δύο σπουδαῖα ὄνειρα. 
Ὁ πληγωμένος Ἀετός. Γρηγόριος ὁ Θεολόγος
Ἡ Καισάρεια μέ τά σπουδαῖα σχολεῖα της δὲν ἀπογοήτευσε τό Γρηγόριο. Ἀντίθετα μάλιστα. Οἱ δάσκαλοι ἐκεῖ ἐργάζονταν τόσο καλά, πού ἄναψαν μεγάλον ἔρωτα στό πνεῦμα τοῦ Γρηγορίου γιά τά γράμματα. Ὅσα ἐδῶ στήν Καισάρεια ἔμαθε τοῦ φαινόταν μόνο εἰσαγωγή.
Ἕνα μικρὸ ρηχό λιμάνι, πέρα ἀπό τό ὁποῖο ἀνοιγότανε σαγηνευτική καί μεγάλη θάλασσα. Τήν ἐρωτεύτηκε τή θάλασσα τούτη κι ἤθελε νά κολυμπήσει στά νερά της.  Νά τήν γνωρίσει, νά τήν ὑποτάξει, νὰ τὴν πιεῖ ὁλόκληρη, ἄν  ἦταν δυνατό.  Καί πῆρε τήν ἀπόφαση νά συνεχίσει σπουδές.
Μίλησε γι’ αὐτές πολύ καί πολλές φορές μέ τόν ἀδελφό του Καισάριο καί μέ τούς δασκάλους.  Ποῦ θά συνεχίσουν σπουδές; Ἡ ἐπιλογή δέν ἦταν δύσκολη.

Στήν Ἀθήνα. «Ὁ ἀττικός νόμος»


Στήν Ἀθήνα. «Ὁ ἀττικός νόμος»
  Ὁ πληγωμένος Ἀετός. Γρηγόριος ὁ Θεολόγος
Ἡ βιαστική ἀπόφαση νά φύγει ἀπό τήν Ἀλεξάνδρεια. Οἱ ἔκτατες συνθῆκες τοῦ ταξιδιοῦ του. Ἡ καθυστέρηση νά φτάσει στήν Αἴγινα κι ἔπειτα στόν Πειραιά.
Νά οἱ λόγοι πού οἱ φοιτητές τῶν Ἀθηνῶν δέν εἶχαν χυθεῖ στούς δρόμους νά ὑποδεχτοῦν τόν Γρηγόριο. Δέ γνώριζαν τήν ἄφιξή του κι ὅλα τούς ἤρθανε ἀνάποδα. Ὁ Γρηγόριος θά εἶχε τή φοιτητική πολυτέλεια νά σκέπτεται καί ν’ ἀναπολεῖ. Ἀλλιῶς θά ’μπαινε στήν Ἀθήνα μέ φωνές, ἀντεγκλίσεις καί ξυλοδαρμούς.
Τά εἶχε αὐτά ἡ περίφημη πόλη τῆς σοφίας.
Μόλις μάθαιναν δηλαδή ὅτι κάποιος νέρος φοιτητής φτάνει στήν Ἀθήνα, ξεχύνονταν οἱ παλαιοί φοιτητές σέ δρόμους, πλατεῖες, γωνίες καί χωράφια, ἀκόμη καί στούς λόφους γύρω ἀπό τό μεγάλο δρόμο πού θά περνοῦσε ὁ νέος. Ἀκροβολίζονταν ὁμάδες-ὁμάδες καί προσπαθοῦσαν ἡ κάθε μιά νά πρωτοσυναντήσει τό νέο φοιτητή καί νά  τόν ἐντάξει στή δύναμή της.
Ὁ ἀνταγωνισμός κατέληγε συχνά σέ βία. Οἱ φοιτητές τήν ἐποχή ἐκείνη δημιουργοῦσαν ὁμάδες, κυρίως μέ κριτήριο τόν σοφιστή –δάσκαλο, τοῦ ὁποίου τά μαθήματα παρακολουθοῦσαν, καί τόν τόπο καταγωγῆς: Ἱταλία, Μικρασία, Ρώμη, Βυζάντιο, Ἀρμενία, Γαλατία, Ἱσπανία, Αἴγυπτος, Συρία κ.λπ.
Ἡ ὁμάδα πού θ’ ἀποκτοῦσε τό νέο φοιτητή μεγάλωνε τό κύρος της.  Προπαντός ὅμως μεγάλωναν τά ἔσοδα καί ἡ φήμη τοῦ δασκάλου, τόν ὁποῖο περιέβαλλε καί γιά τόν ὁποῖο φρόντιζε ἡ ὁμάδα. Τό χειρότερο, μίκραινε τό περιθώριο πρωτοβουλίας τοῦ νέου φοιτητή.
Δηλαδή πολύ συχνά, μέ τίς πιέσεις τῶν παλαιῶν φοιτητῶν, δέν τοῦ ἔμεναν περιθώρια νά ἐπιλέξει αὐτός τόν κύριο δάσκαλό του, ἀφοῦ ἀκούσει πρῶτα πολλούς δασκάλους καί ἀφοῦ γνωρίσει τίς διάφορες σχολές.
Πάντως οἱ συμπτώσεις βοήθησαν γιά τήν περίσταση τόν Γρηγόριο. Δέν τρέξανε στόν ἔρχομό του οἱ παλαιοί νά τόν τραβολογοῦν ἄλλος ἀπό δῶ κι ἄλλος ἀπό κεῖ. Εἶχε ἐλευθερία γιά τίς πρῶτες κινήσεις του, καί φυσικά γιά τίς πρῶτες ἐπιλογές του.
Φαίνεται ὅμως ὅτι δέν ἀπέφυγε τόν «ἀττικό νόμο».  Μιά συνήθεια τῶν ἀθηναίων φοιτητῶν, πού τήν τηροῦσαν μέ θρησκευτική εὐλάβεια καί ὑπερηφάνεια.
Ὁ νεοφερμένος φοιτητής περιστοιχιζότανε στήν ἀγορά καί τίς πλατεῖες ἀπό τούς παλαιούς φοιτητές. Κάποιοι ἀπό αὐτούς, μέ ὕφος αὐταρχικό καί κάποτε προσβλητικό, ἔκανεν ποικίλες ἐρωτήσεις στό νέο: Ἀπό ποῦ ἔρχεσαι…. Γιατί ἦρθες ἐδῶ…. Ποιός σ’ ἔστειλε…
Εἰρωνία καί πειρακτική διάθεση μέ δόση χυδιαιότητας ἔπρεπε νά τά ὑποστεῖ ὁ νέος καρτερικά. Ὅλοι γύρω χειρονομοῦσαν, γελοῦσαν, διασκέδαζαν. Ἔπρεπε νά σπάσουν τό ἠθικό τοῦ νέου, νά εἶναι στό ἑξῆς ὑποτακτικός τους.
Ἡ συνέχεια ἦταν πιό ἀποκρουστική. Οἱ φοιτητές χωρίζονταν σέ δύο στίχους.
Ἔβαζαν στή μέση τό νέο, νά τό ὁδηγήσουν στό βαλαντεῖο, στό δημόσο λουτρό.  Μέχρι νά φτάσουν ἐκεῖ γινότανε πανζουρλισμός.  Στή μέση ὁ νέος καί γύρω οἱ παλιοί –αὐτονόητα οἱ πιό θρασεῖς καί χασομέρηδες- χαλοῦσαν τόν κόσμο μέ κραυγές, ἀπειλές, χειρονομίες, πειράγματα.
Τέλος, μπροστά στήν πόρτα τοῦ λουτροῦ, ἔσπρωχναν τό νέο μέσα καί σχεδόν ὅλα εἶχαν τελειώσει. Βγαίνοντας ὁ νέος γινότανε δεκτός μ’ ἐπευφυμίες.
Ἀπό τή στιγμή τούτη θά ἦταν ἰσότιμός τους. Τόν «ἀττικό νόμο», σημειώνει ὁ Γρηγόριος, τόν ἀπέφυγε «σχεδόν» μόνο ὁ Βασίλειος, πού ἔφτασε στήν Ἀθήνα λίγο καιρό μετά. Φρόντισε ὁ Γρηγόριος νά προειδοποιήσει τούς παλαιούς φοιτητές γιά τόν αὐστηρό χαρακτήρα τοῦ Βασιλείου. Ὅπως φρόντισε νά πάρει καί ἄλλες ἀναγκαῖες προφυλάξεις, χάριν τοῦ φίλου του.
Ἡ φιλία του Γρηγορίου καί Βασιλείου, πού ἄρχισε τήν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας, θεμελιώθηκε στέρεα στήν Ἀθήνα, βάθυνε στήν ὑπόλοιπη ζωή τους κι ἔγινε παραδειγματική στή ἱστορία.


   Ὁ πληγωμένος Ἀετός (Γρηγόριος ὁ Θεολόγος)

(ἀφηγηματικὴ Βιογραφία)

 σελ.29-52

Στυλιανοῦ Γ. Παπαδοπούλου Καθηγητή Πανεπιστημίου

Ἔκδοση Δ΄

π. Γεώργιος Φλορόφσκυ: «Ὁ Βίος τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου»


 

Ο Γρηγόριος άφησε πολλά αυτοβιογραφικά κείμενα, και οι περιγραφές που μας δίνει για τη ζωή του είναι γεμάτες από λυρισμό και δραματικότητα. Εκ φύσεως έρρεπε προς τη σιωπή και την αποχώρηση, και πάντα ζητούσε την απομόνωση για να μπορέσει να αφιερωθεί στην προσευχή. Όμως εκλήθη από το θέλημα του Θεού και τις επιθυμίες των άλλων προς λόγους, έργα, και ποιμαντική διακονία σε μια περίοδο υπερβολικής συγχύσεως και αναταραχής. Σε όλη του τη ζωή, που ήταν γεμάτη από θλίψεις και επιτεύγματα, υποχρεώνονταν συνεχώς να καταπνίγει τις φυσικές του επιθυμίες και τους φυσικούς του πόθους.Ο Γρηγόριος γεννήθηκε περί το 330 στην Αριανζό, στο υποστατικό του πατέρα του κοντά στη Ναζιανζό, «στη μικρότερη από τις πόλεις» της νοτιοδυτικής Καππαδοκίας. Ο πατέρας του, που στη νεότητά του ανήκε στην αίρεση των Υψισταρίων, ήταν επίσκοπος Ναζιανζού. Η μητέρα τού Γρηγορίου ήταν η κυριαρχούσα μορφή στην οικογένεια. Υπήρξε ο «δάσκαλος της ευσέβειας» για τον άνδρα της και «επέβαλε αυτή τη χρυσή αλυσίδα» στα παιδιά της. Και η κληρονομικότητα και η εκπαίδευσή του ενίσχυσαν τον συναισθηματισμό, την ικανότητα διεγέρσεως αισθημάτων, και την ικανότητα άμεσου εντυπωσιασμού του Γρηγορίου, καθώς και την αποφασιστικότητά του και τη δύναμη της θελήσεώς του. Διατηρούσε πάντα θερμές και στενές σχέσεις με τους συγγενείς του και συχνά τους θυμότανε.


Από τα παιδικά του χρόνια ο Γρηγόριος διακρίνονταν από μιά «φλογερή αγάπη για τη μελέτη». «Προσπαθούσα να κάνω τις ανήθικες επιστήμες να υπηρετήσουν τις καλές», έλεγε. Σύμφωνα με τη συνήθεια των χρόνων εκείνων, τα χρόνια σπουδής τού Γρηγορίου ήταν χρόνια περιπλανήσεως. 


Έλαβε πλήρη μόρφωση στη ρητορική και τη φιλοσοφία στην πατρίδα του Ναζιανζό, στην Καισάρεια της Καππαδοκίας και στην Καισάρεια της Παλαιστίνης, στην Αλεξάνδρεια, και τέλος στην Αθήνα. Ανέβαλλε το βάπτισμά του ως ότου έγινε ώριμος άνδρας.

Στην Αλεξάνδρεια ο Γρηγόριος είχε πιθανώς δάσκαλο τον Δίδυμο. Στην Αθήνα συνδέθηκε με στενή φιλία με τον Βασίλειο, τον οποίον είχε νωρίτερα συναντήσει στην Καισάρεια της Καππαδοκίας, και ο οποίος ήταν ακριβώς στα χρόνια του. Ο Γρηγόριος θυμόταν πάντα τα χρόνια εκείνα στην Αθήνα με ευχαρίστηση: «Αθήναι και παίδευσις». Όπως έγραψε αργότερα, ήταν στην Αθήνα που αυτός, όπως ο Σαούλ, «ζήτησε τη γνώση και βρήκε την ευτυχία». Αυτή η ευτυχία ήταν η φιλία του με τον Βασίλειο, που του έδωσε περισσότερη χαρά και περισσότερο πόνο από οποιονδήποτε άλλον. «Γίναμε τα πάντα ο ένας για τον άλλον. Είμαστε ομόστεγοι, ομοδίαιτοι, αδέλφια· η αγάπη μας για τη μάθηση ήταν ο μοναδικός σκοπός μας. Και η αγάπη του ενός για τον άλλον συνέχεια μεγάλωνε. Τα είχαμε όλα κοινά, και είχαμε μια ψυχή που ήταν σε δυό χωριστά σώματα». Η ενότητά τους ήταν ενότητα εμπιστοσύνης και φιλίας. Οι πειρασμοί των «βλαβερών Αθηνών» δεν τους απέσπασαν Ήξεραν μόνο δυο δρόμους. Εναν που οδηγούσε στην εκκλησία και τους θρησκευτικούς διδασκάλους τους. Και έναν άλλον που οδηγούσε στους διδασκάλους των κοσμικών επιστημών. Θεωρούσαν ως το σπουδαιότερο πράγμα το να είναι και να ονομάζονται Χριστιανοί. «Είχαμε και οι δυο μια μόνη επιδίωξη, την αρετή, και ένα μόνο σκοπό, που ήταν να απαρνηθούμε τον κόσμο όσο θα έπρεπε να ζήσουμε μέσα σ’ αυτόν, και να ζούμε για τη μέλλουσα ζωή». Κατά την περίοδο αυτήν της ασκητικής ζωής σπούδασαν τη φιλοσοφία και τη θρησκεία.

Ἡ ὑπεράσπιση τῆς γυναικείας φύσεως…… Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος


Επιστολὴ στὸ Νικόβουλο!

Ἐπιστολή τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου στό Νικόβουλο ὁ ὁποῖος πῆρε σύζυγό του τήν Ἀλυπιανή, ἀνιψιά τοῦ Γρηγορίου ἀπό τήν ἀδερφή του Γοργονία. Φαίνεται ὅτι σέ κάποια προστριβή πού παρουσιάστηκε στό ἀνδρόγυνο ἀναφέρεται ἡ ἐπιστολή. Γράφτηκε τό 365 μ.Χ

Μοῦ κατηγορεῖς τήν Ἀλυπιανή μου, ἐπειδή τάχα εἶναι μικρόσωμη κι ἀνάξια γιά τά μεγαλεῖα σου, ὦ ψηλέ ἐσύ καί γιγάντιε καί πελώριε, στήν ἐμφάνιση καί στή δύναμη. Τώρα κατάλαβα ὅτι τήν ψυχή μπορεῖ νά τήν μετρήσουμε κι ὅτι ἡ ἀρετή ζυγίζεται, οἱ πέτρες εἶναι πολυτιμότερες ἀπό τά μαργαριτάρια καί τά κοράκια ἀκριβότερα ἀπό τά ἀηδόνια.Μπορεῖς λοιπόν ἐσύ νά ἀπολαμβάνεις τό μέγεθος καί τούς πήχεις σου καί νά μήν ὑστερεῖς σέ τίποτα ἀπό ἐκείνους τούς Ἀλωάδες(1). Καβαλικεύεις ἄλογο, τινάζεις κοντάρι κι ὁ νοῦ σου εἶναι στά θηρία.

Ἐνῶ αὐτή δέν κάνει καμιά δουλειά, οὔτε ἔχει πολλές δυνάμεις γιά νά περνάει τή σαΐτα, νά μεταχειρίζεται τήν ἡλακάτη καί νά δουλεύει τόν ἀργαλειό(2). Αὐτό ἔχει δοθεῖ στίς γυναῖκες. Κι ἄν προσθέσεις καί ἐτοῦτο ὅτι ἔχει καρφωθεῖ στή γῆ ἀπό τὶς προσευχές της, καί εἶναι πάντα κοντά στό Θεό μέ τίς μεγάλες ἐξάρσεις τῆς ψυχῆς, τί τό θέλεις ἐδῶ τό ὕψος σου καί τίς διαστάσεις τοῦ σώματός σου; Πρόσεξε πῶς σωπαίνει τήν ὥρα πού πρέπει, ἄκουσέ την ὅταν μιλᾶ, κοίταξε πόσο ἀδιαφορεῖ γιά τόν καλλωπισμό της, πόσο στά γυναικεῖα μέτρα ἔχει σθένος ἀνδρικό, τήν ὠφέλεια πού προκαλεῖ στό σπίτι, τήν ἀγάπη στόν ἄνδρα της. Καί τότε θά πεῖς τό λόγο τοῦ Λάκωνα, στά ἀλήθεια ἡ ψυχή δέν ἔχει μέτρο καί πρέπει ὁ ἔξω ἄνθρωπος νά στρέφει τό βλέμμα του πρός τά μέσα.

Ἄν δεῖς τό πράγμα ἀπό αὐτή τή σκοπιά, θά παύσεις νά παίζεις καί νά τήν περιπαίζεις σάν μικρή καί θά μακαρίζεις τή συζυγία σου.

(1) Ἀλωάδες: ὁ Ὦτος καὶ ὁ Ἐφιάλτης, γιοὶ τοῦ Ποσειδώνα καὶ τῆς Ἰφιμέδειας, γυναίκας τοῦ γίγαντα Ἀλωέα. Βλ. Ὁμήρου, Ὀδύσσεια. Λ. Γιγαντόσωμοι, ἔφθασαν στὸ σημεῖο νὰ θέλουν νὰ βάλουν τὴν Ὄσσα πάνω στὸν Ὄλυμπο.

(2) Ἡμιστίχιο ἀπὸ τὸ ποίημα τοῦ Γρηγορίου, Ἔπη ἠθικά, «Περὶ γυναικῶν καλλοπιζομένων»





www.agiazoni.gr

Ἁγίου Γρηγορίου Θεολόγου – Γάμος, Παρθενία, Διαζύγιο…


      Ο νέος περίπατος στην Αγία Γραφή αφορά δώδεκα στί­χους του κατά Ματθαίον Ευαγγελίου. Θα μας τους αναλύση ο ά­γιος Γρηγόριος ο Θεολόγος. Μεταφράζουμε εδώ τον 37ο λόγο του: «Στο ρητό του Ευαγγελίου, ΟΤΑΝ ΕΤΕΛΕΙΩΣΕ Ο ΙΗΣΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ κτλ.». Μέσα από το κείμενο του Θεολό­γου αναδίδεται ζωντανό και το δράμα που ζούσε η Εκκλησία τον 4ο μ.Χ. αι. με τους αιρετικούς. Ορισμένες περικοπές της ομιλίας εντυπωσιάζουν όσους ασχολούνται με φεμινιστικά θέματα. Η ομιλία εκφωνήθηκε στην Κωνσταντινούπολι.
       Ο Ιησούς που διάλεξε τους ψαράδες, ψαρεύει κι αυτός και με­ταβαίνει από τόπο σε τόπο. Για ποιόν λόγο; Όχι μόνο για να κερδίση περισσότερους φιλόθεους ανθρώπους, αλλά, όπως νομίζω, και για να αγιάση περισσότερους τόπους.Γίνεται στους Ιουδαίους σαν Ιουδαίος για να κερδίση Ιουδαίους στους πιστούς στον Νόμο, σαν πιστός στον Νόμο, για να εξαγόραση τους πιστούς στον Νόμο στους ασθενείς σαν ασθενής για να σώση τους ασθενείς. Γίνεται τα πάντα στους πάντες, για να κερδίση τους πάντες. Αλλά τι λέω «τα πάντα στους πάντες»; Εκείνο που ο Παύλος δεν ανέχθηκε να το πη για τον εαυτό του, βλέπω να το παθαίνη ο Σωτήρ. Γιατί δεν γίνεται μόνο Ιουδαίος δεν παίρνει επάνω του τόσο ανάρμοστα και άθλια ονόματα, αλλά και το πιο ανάρ­μοστο από όλα: αυτοαμαρτία και αυτοκατάρα(Ο Απόστολος Παύλος γράφει στην προς Γαλατάς επιστολή (3,13), «ο Χριστός μας εξαγόρασε από την κατάρα του νόμου με το να γίνη για χάρι μας κατάρα». Αυτό αναφέρεται στο γεγονός της θυσίας του Γολγοθά. Εκεί ο Χριστός επάνω στον Σταυρό φορτώθηκε τις αμαρτίες όλου του κόσμου. Ήταν σαν να έγινε ένα πράγμα με την αμαρτία. «Αυτόν που δεν γνώρισε αμαρτία, ο Θεός για χάρι μας τον έκανε αμαρτία» (Β’ Κορ. 5,21) δεν είναι βέβαια, αλλά ακούει. Γιατί πως είναι αμαρτία αυτός, κι εμάς μας ελευθερώνει από την αμαρτία; Πως πάλι κατάρα, αυτός που μας εξαγοράζει από την κατάρα του Νόμου;
Τα δέχεται αυτά τα ονόματα για να δείξη μέχρι που φθάνει η ταπείνωσίς του, και γίνεται έτσι σ’ εμάς πρότυπο ταπεινώσεως, η οποία προκαλεί την ανύψωσι.
Όπως λοιπόν είπα, γίνεται ψαράς, συγκαταβαίνει σε όλους, ψα­ρεύει, όλα τα σκεπάζει και τα ανέχεται, για να ανασύρη από το βάθος το ψάρι, τον άνθρωπο δηλαδή που κολυμπάει στα αναταραγμένα και αλμυρά κύματα του βίου.

Ἁγίου Γρηγορίοιυ τοῦ Θεολόγου Λόγοι Ἡθικολογικοί-Λόγος ΙΔ Περί Φιλοπτωχίας



ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ
ΛΟΓΟΙ ΗΘΙΚΟΛΟΓΙΚΟΙ 
ΛΟΓΟΣ ΙΔ’
ΠΕΡΙ ΦΙΛΟΠΤΩΧΙΑΣ
        1.  Άνδρες αδελφοί, πτωχοί όπως και εγώ, διότι είμεθα όλοι πτωχοί και έχομεν ανάγκην της θείας χάριτος, έστω και αν φαίνεται ότι ο ένας υπερέχει από τον άλλον, όταν μετρούμε τα πράγματα με τα ιδικά μας μικρά μέτρα, δεχθήτε τον λόγον μου περί φιλοπτωχίας όχι με αδιαφορίαν αλλά με καλήν διάθεσιν, δια να γίνετε πλούσιοι με την απόκτησιν της βασιλείας.  Προσευχηθήτε δε μαζί μας ώστε και εμείς να σας δώσωμεν τον λόγον πλουσιοπάροχα και να θρέψωμεν με αυτόν τας ψυχάς σας και να μοιράσωμεν εις εκείνους οι οποίοι πεινούν τον πνευματικόν άρτον, είτε κάνοντες να πέση τροφή από τον ουρανόν, όπως έκανεν ο Μωϋσής εκείνος πάλαι ποτέ1, και μοιράζοντες άρτον αγγέλων2, είτε τρέφοντες με ολίγους άρτους μέχρι κορεσμου χιλιάδας ανθρώπων εις τήν έρημον3, όπως έκαμεν αργότερα ο Ιησούς, ο πραγματικός άρτος και η αιτία της αληθινής ζωής. Δεν είναι λοιπόν καθόλου εύκολον να εύρη κανείς την υψηλοτέραν από όλας τας αρετάς και να της αποδώση την πρώτην θέσιν και την τιμήν διά την νίκην, όπως δεν είναι επίσης εύκολον να εύρη κανείς το πιο ωραίον και αρωματικόν άνθος μέσα εις λιβάδι το οποίον είναι γεμάτον από άνθη κι ευωδιάζει, επειδή πότε το ένα και πότε το άλλο από τα άνθη σύρει προς το μέρος του την όσφρησιν και την όρασιν και την πείθει να το κόψη πρώτον.  Όσον λοιπόν αφορά εις εμέ, δια να ξεχωρίσω την ανωτέραν αρετήν θα σκεφθώ ως εξής:

Ὁ πληγωμένος Ἀετός. Γρηγόριος ὁ Θεολόγος. Οἱ γονεῖς καὶ τὰ παιδικὰ ἔτη. Ὁ ὑψιστάριος Γρηγόριος




 Ὁ ὑψιστάριος Γρηγόριος. Οἱ γονεῖς καὶ τὰ παιδικὰ ἔτη
Ὁ πληγωμένος Ἀετός. Γρηγόριος ὁ Θεολόγος
Ὁ ὑψιστάριος Γρηγόριος
Οἱ φλόγες ὑψώνοντας δύο καί τρία μέτρα.  Στό ξέφωτο ἐκεῖνο τοῦ βουνοῦ εἴχανε μαζευτεῖ ἐκλεκτοί Ὑψιστάριοι. Μόλις ἡ μεγάλη φωτιά δυνάμωσε καί οἱ φλόγες στήθηκαν ἀγέρωχες, τά πρόσωπα πλησίασαν.  Ὁ Γρηγόριος ἅπλωσε ὁριζόντια τά χέρια του, λές καί θ’ ἀγκάλιαζε ὅλη τή φωτιά νά τήν κρατήσει στό στῆθος του.
Τά μάτια του, πλάνα πρός τίς φλόγες, γέμιζαν πῦρ κι ἔχαναν τή λάμψη τους. Τό κορμί του, λιγνό καί ψηλό, ἔμενε ἀκίνητο, ἀλλά διέκρινε σ’ αὐτό κανείς μιάν ἀστάθεια.  Τό πρόσωπό του μακρόστενο κι εὐγενικό, εἶχε ἀκαθόριστη ἀβεβαιότητα, πού φαινότανε ξεκάθαρη στά μάτια.
Ἔμεινε ’κεῖ στὸ βουνό πολύ ὥρα. Εἶπε δικά του λόγια νά τιμήσει τό ὕψιστο ὄν.  Γι’ αὐτό βρισκότανε ’κει, μ’ ἐπικεφαλῆς τὸν Γρηγόριο, οἱ Ὑψιστάριοι τῆς Ναζιανζοῦ.  Δέν ἤσανε πολλοί, ἀλλ’ ἀποτελοῦσαν ἀξιόλογη δύναμη στήν πόλη.
Στήν Καππαδοκία, σέ ὅλη τή Μικρασία καί τή Μέση Ἀνατολή προπαντός, ὑπήρχανε σκόρπιες ὁμάδες Ὑψισταρίων, γιά τούς ὁποίους δέν ἔχουμε πολλές πληροφορίε.  Δέν εἶχανε αὐστηρό τελετουργικό τυπικό.  Οὔτε ὀργάνωση καί ἱερεῖς. Ἤσανε μορφωμένοι ἄνθρωποι, πού βρεθήκανε ἀπό παλιά μεταξύ τῶν πολλῶν εἰδωλολατρικῶν θρησκειῶν καί τοῦ ἰουδαϊσμοῦ μέ τό τελετουργικό τυπικό καί τίς ἀναρίθμητες διατάξεις. Ἀηδιασμένοι κι ἀπό τά δύο, ἀπορρίψανε τίς θυσίες στά εἴδωλα καί τίς τυπικές ἰουδαϊκές διατάξεις. Εἶπαν:
-Ἐμεῖς θά τιμᾶμε τό Ὕψιστο ὄν, γιά τό ὁποῖο μιλᾶνε ὅλοι. Θά τηροῦμε τό Σάββατο καί λίγες νηστεῖς καί θά’ χουμε τό πῦρ νά συμβολίζει τό Ὕψιστο ὄν.  Τίποτε ἄλλο, αὐτά μόνο ἀρκοῦν. Οὔτε θυσίες, οὔτ’ ἐξιλασμοί, οὔτε πατέρας δημιουργός.

Νά ποιά ἤτανε ἡ πίστη τοῦ Γρηγορίου (τοῦ πατέρα τοῦ Γρηγορίου Θεολόγου), πού γεννήθηκε στήν πόλη Ναζιανζό ἤ στὸ χωρίο Ἀριανζό τῆς Καππαδοκίας, περίπου τό 275 ἤ λίγο μετά.  Στήν οἰκογένειά του ἀνήκανε μεγάλες ἐκτάσεις γῆς, τήν ὁποία δουλεύανε πολλοί σκλάβοι. Σπίτια, ὑποζύγια, ἅμαξες… ὅλα πολλά καί πλούσια.  Τά μέλη τῆς οἰκογένειας ἤτανε μέλη τῆς τοπικῆς ἀριστοκρατίας, πού ζοῦσε μέ ἄφθονα ἀγαθά καί χλιδή.  Ἡ ρωμαϊκή αὐτοκρατορία τούς τιμοῦσε καί τούς ἀνέθετε ὑψηλά διοικητικά καί πολιτικά ἀξιώματα.
Ἕνα τέτοιο ἀξίωμα, μᾶλλον συγκλητικοῦ, εἶχε καί ὁ Γρηγόριος. Τό ἀξίωμα τόν ἔκανε πρῶτο στήν πόλη καί στήν περιοχή.  Μέ ὅλ’ αὐτά ὁ Γρηγόριος εἶχε αὐξημένο τό αἴσθημα τῆς τιμιότητας, τῆς ἀξιοπρέπειας. Ἦταν συνετός καί συγκρατημένος. Ἡ ἐξουσία δέν τόν ἔκανε τυραννικό καί ὑπερφίαλο. Ἡ δύναμη καί τά χρήματα δέν τόν σαγήνεψαν.  Δέν τά ἐκμεταλλεύτηκε γιά νά μεγαλώσει τήν περιουσία του οὔτε κατά μία δραχμή.
Στήν πόλη τόν σεβάστηκαν ὅλοι καί τό κῦρος του ἤτανε μεγάλο. Χαρά, λοιπόν, στή γυναῖκα πού θά στεκόταν δίπλα του.  Λίγο μυαλό καί ἀξιοπρέπεια νά εἶχε καί θά γινότανε ἠ κυρά τῆς Ναζιανζοῦ, πρώτη ἀρχόντισσα, εὐχαριστημένη μέ τό παραπάνω. Καί ἦρθε ἡ ὥρα, πού δίπλα του στάθηκε μιά ὡραία κι εὐγενική κοπέλλα.
Στίς ἀρχές τοῦ Δ΄ αἰώνα, μεταξύ 300 καί 310, ὁ ὑψιστάριος Γρηγόριος παντρεύτηκε τήν ὄμορφη Νόννα, πού ἦταν χριστιανή.  Πῶς καί μέ ποιά λογική ἔγινε ὁ γάμος τοῦτος δέ γνωρίζουμε. Ἡ ὄμορφη Νόννα ἦταν ἀπό οἰκογένεια χριστιανική.  Χριστιανική ἀπό παλιά καί μέ παράδοση γνήσια ὀρθόδοξη.  Οἱ παπποῦδες της εἴχανε γνωρίσει τούς φοβερούς διωγμούς τῶν Ρωμαίων αὐτοκρατόρων καί μάλιστα τοῦ Δεκίου (248-51).  Οἱ γονεῖς της καί ἡ ἴδια γνωρίσανε τούς διωγμούς τοῦ αὐτοκράτορα Διοκλητιανοῦ (285-305). Ἀντέξανε τούς κατατρεγμούς, τίς διώξεις, τά βασανιστήρια.  Καί κράτησαν τήν πίστη στό Χριστό, συνέχισαν τό δύσκολο δρόμο τῆς Ἐκκλησίας.  Καί νά πού τώρα, ἡ χριστιανή Νόννα δέχεται νά γίνει γυναίκα τοῦ Γρηγορίου, ὡραίου καί πλούσιου ἄρχοντα, πού ὅμως ζεῖ στήν πλάνη, ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία.

Δύο σπουδαῖα ὄνειρα. Γρηγόριος ὁ Θεολόγος.


  Δύο σπουδαῖα ὄνειρα. 
Ὁ πληγωμένος Ἀετός. Γρηγόριος ὁ Θεολόγος
Ἡ Καισάρεια μέ τά σπουδαῖα σχολεῖα της δὲν ἀπογοήτευσε τό Γρηγόριο. Ἀντίθετα μάλιστα. Οἱ δάσκαλοι ἐκεῖ ἐργάζονταν τόσο καλά, πού ἄναψαν μεγάλον ἔρωτα στό πνεῦμα τοῦ Γρηγορίου γιά τά γράμματα. Ὅσα ἐδῶ στήν Καισάρεια ἔμαθε τοῦ φαινόταν μόνο εἰσαγωγή.
Ἕνα μικρὸ ρηχό λιμάνι, πέρα ἀπό τό ὁποῖο ἀνοιγότανε σαγηνευτική καί μεγάλη θάλασσα. Τήν ἐρωτεύτηκε τή θάλασσα τούτη κι ἤθελε νά κολυμπήσει στά νερά της.  Νά τήν γνωρίσει, νά τήν ὑποτάξει, νὰ τὴν πιεῖ ὁλόκληρη, ἄν  ἦταν δυνατό.  Καί πῆρε τήν ἀπόφαση νά συνεχίσει σπουδές.
Μίλησε γι’ αὐτές πολύ καί πολλές φορές μέ τόν ἀδελφό του Καισάριο καί μέ τούς δασκάλους.  Ποῦ θά συνεχίσουν σπουδές; Ἡ ἐπιλογή δέν ἦταν δύσκολη.

Στή φουρτούνα τῆς Μεσογείου.


Στή φουρτούνα τῆς Μεσογείου.  Ὁ πληγωμένος Ἀετός. Γρηγόριος ὁ Θεολόγος
Τελειώνοντας ὁ Ὀκτώβρης τοῦ 350 ὁ Γρηγόριος ἦταν πολύ ἀνύσυχος. Μέσα του φτερούγιζε ἡ Ἀθήνα.  Μόνο αὐτή σκεπτόταν. Ἔβγαινε στήν παραλία, στό λιμάνι τῆς Ἀλεξάνδρειας, καί νοερά ἔφτανε στήν ἀγαπημένη του Ἀθήνα.
Ἡ ἐποχή ἐκείνη, τέλος Ὀκτώβρη ἀρχές Νοέμβρη, δέν ἦταν γιά ταξίδι στή θάλασσα. Οἱ καπετάνιοι τ’ ἀποφεύγουν, μά ὁ Γρηγόριος περίμενε τόν τολμηρό.
Μιά μέρα, εἶχε μπεῖ ὁ Νοέμβρης, εἶδε στό λιμάνι κάποιους γνωστούς.  Βιάζονταν κι αὐτοί νά ταξιδέψουν γιά τήν Ἑλλάδα, τήν Ἀχαΐα, ὅπως τότε ὀνομαζαν τή νότια Ἑλλάδα. Ἔπιασε κουβέντα μαζί τους καί τοῦ’ παν ὅτι φεύγουν.
Ἕνα αἰγινήτικο καράβι θά σήκωνε ἄγκυρα τίς μέρες τοῦτες.  Δέ χρειάστηκε πολύ νά τό ἀποφασίσει.  Τήν ἄλλη μέρα  ἦταν κι ὅλας ἕτοιμος. Ἀποχαιρέτησε τόν ἀδελφό του Καισάριο, λίγους φίλους καί τήν παράλλη, πρωί-πρωί, μπῆκε στό καράβι.  Φαινότανε καλό σκαρί.

Στήν Ἀθήνα. «Ὁ ἀττικός νόμος»


Στήν Ἀθήνα. «Ὁ ἀττικός νόμος»
  Ὁ πληγωμένος Ἀετός. Γρηγόριος ὁ Θεολόγος
Ἡ βιαστική ἀπόφαση νά φύγει ἀπό τήν Ἀλεξάνδρεια. Οἱ ἔκτατες συνθῆκες τοῦ ταξιδιοῦ του. Ἡ καθυστέρηση νά φτάσει στήν Αἴγινα κι ἔπειτα στόν Πειραιά.
Νά οἱ λόγοι πού οἱ φοιτητές τῶν Ἀθηνῶν δέν εἶχαν χυθεῖ στούς δρόμους νά ὑποδεχτοῦν τόν Γρηγόριο. Δέ γνώριζαν τήν ἄφιξή του κι ὅλα τούς ἤρθανε ἀνάποδα. Ὁ Γρηγόριος θά εἶχε τή φοιτητική πολυτέλεια νά σκέπτεται καί ν’ ἀναπολεῖ. Ἀλλιῶς θά ’μπαινε στήν Ἀθήνα μέ φωνές, ἀντεγκλίσεις καί ξυλοδαρμούς.
Τά εἶχε αὐτά ἡ περίφημη πόλη τῆς σοφίας.
Μόλις μάθαιναν δηλαδή ὅτι κάποιος νέρος φοιτητής φτάνει στήν Ἀθήνα, ξεχύνονταν οἱ παλαιοί φοιτητές σέ δρόμους, πλατεῖες, γωνίες καί χωράφια, ἀκόμη καί στούς λόφους γύρω ἀπό τό μεγάλο δρόμο πού θά περνοῦσε ὁ νέος. Ἀκροβολίζονταν ὁμάδες-ὁμάδες καί προσπαθοῦσαν ἡ κάθε μιά νά πρωτοσυναντήσει τό νέο φοιτητή καί νά  τόν ἐντάξει στή δύναμή της.

Δάσκαλοι καί σπουδές.


 Δάσκαλοι καί σπουδές
  Ὁ πληγωμένος Ἀετός. Γρηγόριος ὁ Θεολόγος
Οἱ Σχολές, τά χρόνια πού ὁ Γρηγόριος ἔφτασε στήν Ἀθήνα, βρίσκονταν οἱ περισσότερες κάτω ἀπό τόν Ἄρειο Πάγο, κοντά στό ναό τοῦ Ἡφαίστου (Θησεῖο), ἀπέναντι ἀπό τή στοά τοῦ Ἀττάλου. Ἐκεῖ, μέσα κι ἔξω ἀπό τίς Σχολές, μαζεύονταν καθημερινά οἱ φοιτητές σέ ὁμάδες. Ἡ κάθε μία γιά τό δικό της δάσκαλο ἤ τούς δασκάλους.
Ὁ Γρηγόριος παρακολούθησε τά μαθήματα τοῦ πιό φημισμένου τότε ρήτορα τοῦ Προαιρεσίου. Τύχαινε μάλιστα ὁ Προαιρέσιος νά ἦταν καί χριστιανός. Ὅλοι τόν θεωροῦσαν ὡς τόν καλύτερο σοφιστή τῆς ἐποχῆς.
Ὅταν μάλιστα δίδαξε γιά λίγο στή Ρώμη, ἐντυπωσίασε τόσο πολύ, πού τοῦ ἔφτιαξαν ἄγαλμα. Ἐντυπωσίαζε ἰδιαίτερα, γιατί εἶχε ταλέντο αὐτοσχεδιασμοῦ.  Μεγάλο τότε σοφιστή θεωροῦσαν ἐκεῖνον, πού ἄκουγε ἀπό ἕναν ἀκροατή τό θέμα καί ἄρχιζε ἀμέσως νά τό ἀναπτύσσει.  Καί ὁ Προαιρέσιος σ’ αὐτό ἦταν δεξιοτέχνης, κυριολεκτικά ἰδιοφυία.
Ὁ Γρηγόριος ἄκουσε καί ἄλλους δασκάλους.  Τόν Ἱμέριο καί πιθανότατα καί τόν Πρίσκο, πού ἦταν καί οἱ δύο ἐθνικοί, ἄξιοι καί φημισμένοι ἐπίσης.
Ἐκτός ἀπό τά μαθήματα φιλολογίας καί φιλοσοφίας, ἄνοιξε τό ἀχόρταγο πνεῦμα του καί σέ ἄλλους κλάδους ὅπως ἡ ἀστρονομία, ἡ γεωμετρία καί ἡ ἀριθμητική.  Βέβαια σ’ αὐτούς δὲν ἀφιέρωσε πολύ χρόνο.  Τόν πολύ του χρόνο κρατοῦσε γιά τή φιλοσοφία.
Πάντως ἀπέκτησε καλή κατάρτιση καί στούς κλάδους αὐτούς.  Καταλάβαινε τότε τή φιλοσοφία ὡς πεμπτουσία γνώσεως, ἐπιστέγασμα ὅλων τῶν ἐπιστημῶν.
Ἡ ζωή τοῦ Γρηγορίου στήν Ἀθήνα ἤτανε γεμάτη. Ἐκμεταλλευότανε δασκάλους καί ρήτορες. Ὅ,τι σπουδαῖο εἶχαν αὐτοί νά δώσουν τό ἔπαιρνε.  Τό πνεῦμα του ρουφοῦσε τή σκέψη τους.  Καθώς ὅμως ἄκουγε ἤ διάβαζε τή σκέψη τους, ἔβαζε σέ λειτουργία τό ἰσχυρό διυλιστήριο.
Ἦταν ὁ ἴδιος τό ἰσχυρότερο πνευματικό διυλιστήριο τῆς ἐποχῆς.  Καί κάθε τι πού ἄκουγε τό διύλιζε προσεκτικά καί γρήγορα. Ἦταν πνεῦμα κριτικό.  Δέν ἀποταμίευε ἁπλῶς γνώσεις.  Σπούδαζε κι ἐρευνοῦσε κι ἔκρινε καί ἀξιολογοῦσε τό πᾶν.  Γι’ αὐτό ἡ φιλοσοφική σκέψη, ὄχι μόνο δέν ἀδυνάτιζε τήν πίστη του, ἀλλά ἔμμεσα τήν στερέωνε καί τήν ἐπιβεβαίωνε.

Ὁ πληγωμένος Ἀετός (Γρηγόριος ὁ Θεολόγος)

(ἀφηγηματικὴ Βιογραφία)

 σελ.43-44

Στυλιανοῦ Γ. Παπαδοπούλου Καθηγητή Πανεπιστημίου

Ἔκδοση Δ΄

Ἀσκητής καί Ἱερέας. Στή Ναζιανζό. Ἀνοιχτές μητρικές ἀγκάλες. Γρηγόριος ὁ Θεολόγος


 Ἀσκητής καί Ἱερέας. Στή Ναζιανζό. Ἀνοιχτές μητρικές ἀγκάλες
Πεζά καθήκοντα-Διδασκαλία ρητορικῆς- Μύηση στή θεολογία
 Ὁ πληγωμένος Ἀετός. Γρηγόριος ὁ Θεολόγος
Τρισευτυχισμένοι ὁ γερο-Γρηγόριος καί ἡ Νόννα. Ἔμαθαν ὅτι τά παιδιά τους ἔρχονται. Ἔλειψαν περίπου ὀκτώ χρόνια. Ἔφυγαν παλληκαράκια κι ἔρχονται ὥριμοι ἄνδρες. Ἡ καρδιά τῆς Νόννας πήγαινε νά σπάσει ἀπό τήν ἀγωνία. Πῶς θά δεῖ, πῶς θά τήν ἰδοῦν οἱ λεβέντες της; Φώναξε γιά ἕνα καλάθι. Ἔβαλε μέσα λίγα φροῦτα καί ξερούς καρπούς καί βγῆκε ἀπό τό σπίτι.  Πέρασε τό γεφυράκι τοῦ ποταμοῦ καί στάθηκε δίπλα στό ἀμπέλι τους. Ἐκεῖ θά φτάνανε ἀπό τό μεγάλο δρόμο οἱ γιοί της.  Κάποτε φανήκανε ἀπό μακριά.  Ὁ Γρηγόριος καί ὁ Καισάριος ξεπέζεψαν καί προχώρησαν μέ τά πόδια  Βάδισε λίγο καί ἡ γερόντισσα μέ τή νέα καρδιά. Ὁ Γρηγόριος ἔπεσε στήν ἀγκαλιά της καί σχεδόν τή σήκωνε ψηλά.  Κοντά καί ὁ Καισάριος, ἔκανε τά ἴδια. Ἄφθονα τά δάκρυα τῆς Νόννας, κύλαγαν τραγούδι εὐχαριστήριο στό Θεό. Συνέχισαν καί οἱ τρεῖς γιά τό σπίτι, νά μήν περιμένει ὁ γερο-πατέρας.

Εὐσέβεια…



 

…Ο φόβος έλειψε εντελώς από τις ψυχές• στη θέση του εμπήκε η αναίδεια•
έρμαια στον τυχόντα είναι η θεογνωσία και τα βάθη του Πνεύματος. 

Εγίναμε όλοι ευσεβείς μόνο σ’ ένα πράγμα, στο να κατηγορούμε τους άλλους ως ασεβείς.
Χρησιμοποιούμε ως δικαστάς μας τους άθεους, ρίχνουμε τα άγια στους σκύλους και πετούμε μπροστά στους χοίρους τα μαργαριτάρια, κοινολογώντας τα ιερά σε αυτιά και ψυχές ασεβών. Εκτελούμε οι τρισάθλιοι ακριβώς τις επιθυμίες των εχθρών μας και δεν ντρεπόμαστε να ζούμε σε πλήρη ανηθικότητα. Ξένοι εντελώς προς την πίστιν μας, σωστοί Μωαβίται και Αμμανίται, οι οποίοι ούτε επιτρέπονταν να πλησιάσουν την Εκκλησία του Κυρίου, ερευνούν και αλωνίζουν μέσα στα αγιώτατά μας.

Ανοίξαμε σ’ όλους όχι τις πύλες της δικαιοσύνης, αλλά περάσματα εμπαιγμού και αυθαδείας εναντίον αλλήλων κι είναι για μας άριστος, όχι εκείνος που δεν εκστομίζει μάταιο λόγο από φόβο Θεού, αλλά όποιος τύχει να είπη εναντίον του άλλου τις περισσότερες κατηγορίες, είτε ανοιχτά, είτε υπονοούμενα• όποιος δηλαδή δημιουργεί ζητήματα με τη γλώσσα του, ή για να το πούμε πιο σωστά, χύνει σαν φίδι δηλητήριο.

Πεζά καθήκοντα-Διδασκαλία ρητορικῆς- Μύηση στή θεολογία. Γρηγόριος ὁ Θεολόγος


 
  Πεζά καθήκοντα-Διδασκαλία ρητορικῆς- Μύηση στή θεολογία
Ὁ πληγωμένος Ἀετός. Γρηγόριος ὁ Θεολόγος
Οἱ μεγάλοι ἄντρες ἀσχολοῦνται καί μέ μικρά. Ἔτσι ὡριμάζουν γιά τά μεγάλα.  Καί ὁ Γρηγόριος ἄρχισε πρίν ἀπ’ ὅλα μέ τή βοήθεια πρός τούς γονεῖς. Ὁ πατέρας του εἶχε περάσει τά ὀγδόντα.  Χρειαζότανε κάποιος νά παρακολουθεῖ τή μεγάλη κτηματική περιουσία στήν Ἀριανζό, στήν Τιβερινή καί ἀλλοῦ.  Τό προσωπικό πού δούλευε σ’ αὐτήν ἤθελε ἀφεντικό καί καθοδήγηση.  Καί αὐτά ἔπρεπε νά τά φροντίσει ὁ Γρηγόριος, πού κυριολεκτικά ἀπεχθανόταν τέτοιες ὑποχρεώσεις. Ἀπό τήν ἄλλη μεριά δέν τόν ἄφηναν ἥσυχο οἱ φίλοι καί οἱ συγγενεῖς.
-Ἔλα, Γρηγόριε, πρέπει ν’ ἀνέβεις στήν ἕδρα.  Γι’ αὐτό σπούδαζες τόσα χρόνια.  Ξόδεψες μιά περιουσία.  Τώρα πρέπει ν’ ἀνταποδώσεις.  Οἱ πατριῶτες μας πρέπει νά σ’ ἀκούσουν καί νά ὑπερηφανεύονται γιά σένα….
-Μά, φίλοι μου, ἀντιδροῦσε ὁ Γρηγόριος, δέν εἶναι ἀνάγκη.  Τόσοι καί τόσοι διδάσκουνε ρητορική· στά δικαστήρια ὑπάρχουνε πολλοί συνήγοροι…

Τό μεγάλο δίλημμα: ποιό εἶδος ἀφιέρωσης ν’ ἀκολουθήσει. Γρηγόριος ὁ Θεολόγος


 
 Τό μεγάλο δίλημμα: ποιό εἶδος ἀφιέρωσης ν’ ἀκολουθήσει  
Ὁ πληγωμένος Ἀετός. Γρηγόριος ὁ Θεολόγος
Τό 358 καί τό 359 ὁ μεγάλος φίλος του, ὁ Βασίλειος, ἀσκήτευε στ’ Ἄννησα, κοντά στή Νεοκαισάρεια τοῦ Πόντου. Ἀπό κεῖ ἔγραφε καί παρακαλοῦσε τό Γρηγόριο νά πάει νά μονάσουν μαζί, καθώς τό εἶχε ὑποσχεθεῖ ὁ ἕνας στόν ἄλλο, στήν Ἀθήνα.
Ὁ Γρηγόριος λυπότανε ἀφάνταστα, μά δέν μποροῦσε νά ἐκπληρώσει τήν ὑπόσχεση πού ἤτανε σχεδόν ὅρκος. Οἱ γονεῖς τόν κρατοῦσαν ἀπαιτητικά.
Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ναζιανζοῦ εἶχε ἀνάγκη τή μεγάλη του παιδεία. Κι ὁ ἴδιος; Τί ἔνιωθε ὁ ἴδιος γιά ὅλ’ αὐτά πού ἔστεκαν ἐνώπιόν του ἀνοιχτά στόματα; Τό διηγεῖται στό μεγάλο του βιογραφικό ποίημα (Ἔπη ἱστορικά ΙΑ΄ 277-328).
Ὅσο προχωροῦσε στή μελέτη τῶν θείων, τόσο μέσα του ἄναβε πόλεμος, πού δέν εἶχε ὅμως ἐχθρό.  Ζοῦσε μιάν ἀναστάτωση, μιά σύγχυση, πού τόν παίδευε ἀφόρητα.  Τί θά κάνει στή ζωή του, πῶς θά ἐργαστεῖ πνευματικά, τί ρόλο θά παίξει στήν Ἐκκλησία; Ὅλα εἶχαν τά ὑπέρ καί σ’ ὅλα ἔνιωθε κάποιο ἀλλά… Μέσα του ἔστησε –γιά τήν ἀλήθεια, στήθηκε μόνο του- δικαστήριο.  Καί οἱ φωνές τοῦ ἔλεγαν:

Στό ἀσκητήριο τοῦ Πόντου, μέ τό Βασίλειο. Γρηγόριος ὁ Θεολόγος


 
   Στό ἀσκητήριο τοῦ Πόντου, μέ τό Βασίλειο
Ὁ πληγωμένος Ἀετός. Γρηγόριος ὁ Θεολόγος
Τό 360 ὁ Βασίλειος πίεζε περισσότερο τό Γρηγόριο γιά νά συμμονάσουν.  Τώρα, στό μικρό ἀσκητήριο, δίπλα στόν Ἴρη ποταμό, στόν Πόντο.  Βρῆκε μιά κάποια λύση γιά τους γονεῖς του ὁ Γρηγόριος κι ἔτρεξε στό ἀσκητήριο.
Τό ’κανε μάλιστα μιά μέρα πού ὁ πατέρας του τοῦ πρότεινε πιεστικά νά τόν χειροτονήσει ἱερέα.  Ζήτησε παρηγοριά στό ἀσκητήριο τοῦ Βασιλείου.
Ἐκεῖ ἔζησε μαζί του ἀσκητικά καί ἡσυχαστικά. Ἐργάστηκε ὅμως καί θεολογικά. Ἐκεῖ ὁ Γρηγόριος ἀποτελείωσε τή «Φιλοκαλία» τοῦ Ὠριγένη καί ὁ Βασίλειος μερικά ἀπό τά «ἀσκητικά»του ἔργα. Ὁ ἕνας ζήταγε τή συμβουλή τοῦ ἄλλου γιά ὅ,τι ἔγραφε.
Ἐργάζονταν ἐπίσης χειρωνακτικά, γιά τ’ ἀναγκαῖα.  Μόνοι τους ἔκοβαν ξύλα, μόνοι τους καλλιεργοῦσαν τά λαχανικά, μόνοι τους πότιζαν, μόνοι τους παρασκεύαζαν τό λίγο φαγητό. Ὧρες καρποφορίας πνευματικῆς καί κοινωνίας καί ὧρες γαλήνιας ἡσυχίας.

Φυγή στό ἀσκητήριο καί προετοιμασία γιά ἐπάνοδο. Γρηγόριος ὁ Θεολόγος


  Φυγή στό ἀσκητήριο καί προετοιμασία γιά ἐπάνοδο
  Ὁ πληγωμένος Ἀετός. Γρηγόριος ὁ Θεολόγος
Δέν ἄντεξε ὅμως τό μυστήριο τῆς Ἱερωσύνης. Ὅταν τοῦ παραδόθηκε ἀπό τόν ἐπίσκοπο πατέρα του ἡ «παρακαταθήκη», ἡ θεία Εὐχαριστία δηλαδή, κλονίστηκε.
Ἔζησε τρομακτικό δέος γεμάτο φόβο, πού δέν μπόρεσε νά τό ξεπεράσει.  Πάσχισε ὁ πατέρας του νά τόν συνεφέρει, δοκίμασε μέ γλυκύτητα καί ἡ Νόννα… στάθηκε ἀδύνατο.  Τῶν Θεοφανείων ἔφυγε γιά τόν Ἴρη ποταμό σέ κακά χάλια.
Ἐκεῖ θά ἔβρισκε στήριγμα, στόν ἀδελφικό του φίλο Βασίλειο καί στή πολυπόθητα ἄσκηση.  Καί δέν ἤλπισε ἄδικα. Ὁ Βασίλειος, πού καθώς εἴπαμε, ἦταν θεληματικός καί μεγαλύτερης ἀντοχῆς ἄνθρωπος, τόν βοήθησε νά ἰσορροπήσει.  Νήστεψαν, προσευχήθηκαν… Μελέτησαν πολύ καί κοιμόντουσαν ἐλάχιστα.
Ἔπειτα ὁ Βασίλειος, σιγά-σιγά ἔβαλε τά πράγματα στή θέση τους.  Συζήτησε κι ἐξήγησε ὅτι, ἐφόσον ὁ Θεός θέλησε κι ἔδωσε τήν ἱερωσύνη, καθῆκον ὁ ἄνθρωπος ἔχει νά σηκώσει τό βάρος της.  Κι ἄν εἶναι μεγάλη ἡ ἰερωσύνη, εἶναι μεγαλύτερος ὁ Θεός καί κάνει τόν ἄνθρωπο δυνατό γι’ αὐτήν. Ὁ Θεός δίνει τήν ἱεροσύνη, γιατί ὁ ἄνθρωπος πού ἀγαπᾶ τόν Θεό μπορεῖ μέ τή χάρη του νά τήν σηκώσει. Ἀλλιῶς, δέ θά τήν ἔδινε.
Πέρασαν τρεῖς μῆνες, πού δέ θά τούς λησμονήσουν ποτέ οἱ δύο ἱεροί ἀσκητές. Ὁ Θεός τούς ἔδωσε, πιό γρήγορα ἀπ’ ὅσο θά περίμενε κανείς, καρποφορία πνευματική.  Μέ τήν ἐσωτερική τους γαλήνη καί τήν ἁγία εἰρήνη ἐκπλήσσονταν καί οἱ ἴδιοι.  Τόσο ἔλεος ἀπό τό Θεό! Αὔξαιναν τήν ἄσκησή τους γιά νά τόν εὐχαριστήσουν.

Στή Ναζιανζό. Ἀντιπαράθεση στόν Ἰουλιανό. Γρηγόριος ὁ Θεολόγος


 Στή Ναζιανζό. Ἀντιπαράθεση στόν Ἰουλιανό
Ὁ πληγωμένος Ἀετός. Γρηγόριος ὁ Θεολόγος
Τό ταξίδι ἀποδείχτηκε εὐεργετικό. Ὁ Γρηγόριος κάλμαρε.  Μέ τό δικό του μουλάρι ἀκολούθησε τό καραβάνι.  Εἶχε ὅλο τό χρόνο νά ἠρεμήσει.  Τό καραβάνι βάδιζε πρός τή Σεβάστεια (τουρκική Sivas).
Πέρασε τή μεγάλη γέφυρα στόν Ἅλη ποταμό κι ἔπειτα μπῆκε στό δρόμο γιά τήν Καισάρεια.  Τά βουνά εἶχαν ἀκόμη χιόνια, πού ἔλιωναν ὅπως ἡ ἀγωνία του καί οἱ δισταγμοί του. Ἀπό κεῖ γιά τή Ναζιανζό μέ λιγόωρους σταθμούς.
Ὁ Γρηγόριος, λοιπόν, στή Ναζιανζό. Λειτούργησε τό Πάσχα καί ἐκφώνησε τόν πρῶτο Λόγο του ἀπό τόν ἄμβωνα τῆς Ἐκκλησίας.  Πλημμύρισε τό ἐκκλησίασμα μέ τή χαρά τῆς ἀνάστασης.  Τούς μίλησε  γιά τήν ἀγάπη του.
Τόνισε τήν ἀνάγκη γιά τήν ὀρθή πίστη.  Καί προπαντός ἡ ἀτμόσφαιρα γέμισε ἀπό ποίηση.

Ὁ φόβος τῆς Ἱερωσύνης καί ἡ ὑπακοή στό θεῖο θέλημα.


Ὁ φόβος τῆς Ἱερωσύνης καί ἡ ὑπακοή στό θεῖο θέλημα
  Ὁ πληγωμένος Ἀετός. Γρηγόριος ὁ Θεολόγος
Καί ἄρχισε ὁ Γρηγόριος πρίν ἀπό τό Πάσχα τοῦ 362 νά γράφει τήν ἀπολογία τῆς φυγῆς του. Τήν ἔγραφε ἀκούγοντας φωνές καί διαμαρτυρίες τῶν συμπατριωτῶν του.
Καί τήν ἔγραψε μέ τέτοιο τρόπο καί τόση πληρότητα, ὥστε νά ἔχουμε τό πρῶτο κείμενο τῆς Ἐκκλησίας μέ θαυμάσια θεολογία τῆς Ἱερωσύνης.  Οἱ φωνές τόν κατακλύζουν κι αὐτός ἀπαντᾶ μέ εἰλικρίνεια, χωρίς περιστροφές.
-Μᾶς περιφρονεῖς, Γρηγόριε. Ἐμᾶς καί τό ἀξίωμα τῆς ἱερωσύνης.
-Γιά τό Θεό, ἀδελφοί!  Οὔτε νά τό διανοηθῶ δέν μπορῶ. Ἄλλωστε, τώρα τ’ ὁμολογῶ; Νικήθηκα.

Ἐξηγεῖ, θεολογεῖ καί ἀποτρέπει τό σχίσμα. Παρόν καί στά προβλήματα τῆς Καισάρειας.Γρηγόριος ὁ Θεολόγος


Ἐξηγεῖ, θεολογεῖ καί ἀποτρέπει τό σχίσμα 
Παρόν καί στά προβλήματα τῆς Καισάρειας
Ὁ πληγωμένος Ἀετός. Γρηγόριος ὁ Θεολόγος
 Μετά τό Πάσχα του 362 ὅλες οἱ ποιμαντικές φροντίδες καί τό κήρυγμα ἤτανε στά χέρια τοῦ Γρηγορίου. Ὁ πατέρας του, ὄχι μόνο εἶχε πολύ γεράσει, ἀλλά καί εἶχε κάπως παραμεριστεῖ ἀπό τούς πιό αὐστηρούς ὀρθοδόξους.  Μιά ὁμάδα μοναχῶν διέδιδε ὅτι ὁ γερο-Γρηγόριος ὁ ἐπίσκοπος δέν ἤτανε πιά ὀθρόδοξος.
Δέν φτάναντε οἱ τόσε στενοχώριες, ἦρθε κι αὐτό. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ὁ γερο- Γρηγόριος, καί ὁ γερο- Διάνιος Καισαρείας, τέλος 361 ἤ ἄρχές 362, ὑπογράψανε ἕνα κείμενο -ὁμολογία πίστης- πού δέν ἦταν καθαρά ὀρθόδοξο.
Αὐτό δηλαδή δέν  ἔλεγε ὅτι ὁ Υἱός εἶναι ὁμοούσιος πρός τόν Πατέρα.
Ἔλεγε μόνο ὅτι ὁ Υἱός εἶναι ὅμοιος πρός τόν Πατέρα κατά τήν οὐσία.  Τή διατύπωση αὐτή τήν ἑρμήνευαν κακόδοξα. Ἄλλο τό νά ἔχει οὐσία ὅμοια (= ὁμοιούσιος ὁ Υἱός) καί ἄλλο νά ἔχει τήν ἴδια ἀκριβῶς οὐσία (=ὁμοούσιος ὁ Υἱός).
Ὁ γερο- Γρηγόριος ὑπέγραψε χωρίς νά καταλάβει τή λεπτή μά οὐσιώδη αὐτή διαφορά, νομίζοντας μάλιστα ὅτι ἔτσι βοηθάει στήν εἰρήνευση τῆς Ἐκκλησίας.
Ἦρθε ὅμως τό ἀντίθετο. Δημιουργήθηκε στή Ναζιανζό ἀναταραχή, μικρό σχίσμα.  Διαδηλώσεις, διαμαρτυρίες, ἀπειλές γιά νέα Ἐκκλησία. Εὐτυχῶς, ὅταν τά πράγματα φτάσανε σ’ ἐπικίνδυνο σημεῖο, ἔδρασε ὁ Γρηγόριος.
Ἔτρεξε, μίλησε κι ἐξήγησε πρός ὅλες τίς κατευθύνσεις.  Τόνισε ὅτι ὁ γερο-ἐπίσκοπος ἤτανε καί εἶναι ἀπόλυτα ὀρθόδοξος. Ἁπλῶς, παρασύρθηκε ἀπό ἀφέλεια καί ὑπέγραψε. Ὑπογράμμισε πρός ὅλες τίς κατευθύνσεις ποία εἶναι ἡ ὀρθόδοξη πίστη.
Ἄλλωστε, γιά τούν ναζιανζηνούς, εἶχε ἐξηγήσει ὁ Γρηγόριος ποιά εἶναι ἡ ὀρθή πίστη στό Λόγο του Β΄ (Περί Ἱερωσύνης).  Δέν τούς εἶπε μόνο γιά τήν ἴδια τήν οὐσία Υἱοῦ καί Πατέρα.  Τούς ἀνέλυσε ἀκόμη, γιατί ὁ Πατέρας, ὁ Υἱός καί τό ἅγιο Πνεῦμα εἶναι τρεῖς ὑποστάσεις ξεχωριστές, πού ὅμως ἀποτελοῦν μία θεότητα.  Τό σημεῖο αὐτό τῆς θεολογίας εἶναι πολυσήμαντο.
Γιά πρώτη φορά στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας γίνεται τόσο σαφής λόγος γιά τρεῖς ὑποστάσεις, πού ἔχουν μία θεότητα. Εἶναι ἡ πρώτη ἀπό τίς μεγάλες θεολογικές ἀστραπές τοῦ Γρηγορίου, πού μιλοῦσε γιά τήν ἁγία Τριάδα μέ τό φωτισμό τοῦ ἁγίου Πνεύματος.  Λίγο ἀργότερα ὁ Βασίλειος θ’ ἀναπτύξει περισσότερο τήν ἱερή αὐτή ἀλήθεια, πού θά γίνει βάση τῆς ὅλης θεολογίας μας.
Τό σχίσμα ἀποσοβήθηκε. Οἱ πιστοί εἰρήνεψαν. Ὁ Γρηγόριος ἐνώπιων ὅλων ἐκφώνησε θαυμάσιο λόγο καί γιορτάσανε ἀναστάσιμη χαρά τή συμφιλίωση.

 
 Παρόν καί στά προβλήματα τῆς Καισάρειας

Ὁ πληγωμένος Ἀετός. Γρηγόριος ὁ Θεολόγος


Στό μεταξύ καί ὁ Βασίλειος γίνεται ἱερέας.  Τό καλοκαίρι ἤ τό φθινόπωρο τοῦ 362. Τόν κάλεσε καί τόν χειροτόνησε ὁ νέος μητροπολίτης Καισαρείας, ὁ Εὐσέβιος. Ὁ Βασίλειος ἄρχισε ἀμέσως μιά ἐκπληκτική ἐκκλησιαστική δράση. Τό ἔργο του καρποφόρησε γρήγορα.
Ὅλοι ἐκπλαγήκανε κι ὅλοι τόν θαυμάζανε. Γι’ αὐτό καί ὅλοι προσέχανε τό Βασίλειο. Αὐτό δέν τό ἄντεξε ὁ Εὐσέβιος καί τοῦ ἔδειξε δυσμένεια. Ὁ λαός, ὅταν κατάλαβε, στάθηκε στό πλευρό τοῦ Βασιλείου.
Τόν προσκαλοῦσε νά γίνει αὐτός ἀρχηγός κι ἔπειτα ἐπίσκοπος. Νά κάνει δική του Ἐκκλησία. Κίνδυνος, λοιπόν, νά διαιρεθεῖ ἡ Ἐκκησία. Ὁ Βασίλειος ἦταν σαστισμένος καί στενοχωρημένος. Τή δύσκολη τούτη ὥρα ἔφτασε ὁ Γρηγόριος.
Εἶδε, μέτρησε, κατάλαβε τόν κίνδυνο, ἀποφάσισε:
-Βασίλειε, ἀμέσως.  Τώρα καί πρίν ξημερώσει, θά φύγουμε μαζύ ἀπό τό πίσω μικρό πορτάκι γιά τόν Ἴρη ποταμό. Τό ἀσκητήριο σέ περιμένει…. Γιά ὄνομα τοῦ Θεοῦ… Δέν πρέπει ἐμεῖς νά γίνουμε αἰτία νά διαιρεθεῖ ἡ Ἐκκλησία. Γιά τίποτα! Ἔχει δέν ἔχεις δίκαιο… Καί βέβαια ἔχεις…. Θά φύγουμε ὅμως ἀμέσως κι ἔχει ὁ Θεός… Ἀπ’ ἔξω εἶναι μαζεμένοι κι ἕτοιμοι γιά σχίσμα.  Πρέπει νά προλάβουμε.
Ὁ Βασίλειος τόν ἄκουσε καί φύγανε ἀπό τήν Καισάρεια.  Νύχτα.  Νά μήν τούς ἰδοῦν οἱ θερμοί θαυμαστές τοῦ Βασιλείου.
Στέκονταν μπροστά στό σπίτι κι ἦταν ἕτοιμοι νά βγοῦν στούς δρόμους γιά συλλαλητήριο.  Σκοπεύανε νά προβάλλουν μέ τή βία τό Βασίλειο καί νά διώξουν κακήν κακῶς τόν Εὐσέβιο.
Ὁ Θεός ὅμως χρειαζότανε τό Βασίλειο γιά δράση καί διακονία. Τά πολιτικοεκκλησιαστικά γεγονότα σέ λίγο πήρανε ἀπότομη καί δυσάρεστη τροπή.  Στίς 26 Ἰουλίου τοῦ 363, ὁ Ἰουλιανός, πού θά ξεθεμελίωνε τό χριστανισμό, πέθανε. Ἕνα τραῦμα ἀπό δόρυ περσικό τόν ὁδήγησε στό θάνατο. Σύντομα τόν διαδέχτηκε στό θρόνο ἕνας γερο-στρατηγός.
Ὁ Ἰοβιανός. Καλόκαρδος, καλοφαγάς. Συμπαθοῦσε τούς ὀρθοδόξους καί ἀμέσως τούς βοήθησε.  Πέθανε ὅμως πολύ γρήγορα, στίς 17 Φεβρουαρίου τοῦ 364. Ἀμέσως τόν διαδέχτηκε στό θρόνο τῆς ἀνατολικῆς αὐτοκρατορίας ὁ Οὐάλης. Ἰσχυρός ἄνδρας μέ ἀρειανικό φρόνημα. Οἱ ὀρθόδοξοι ἔπαθαν ἀπ’ αὐτόν χειρότερα ἀπ’ ὅσα ἔπαθαν ἀπό τόν Ἰουλιανό.
Ὁ Οὐάλης καταδίωκε, καταπίεζε κι ἐξόριζε τούς ὀρθοδόξους, πού δέν ὑποκύπτανε στήν ἀρειανική κακοδοξία. Ἔτσι κατάφερε νά ὑποτάξει στήν Ἀνατολή σχεδόν ὅλες τοπικές ἐκκλησίες. Ἔμεναν μερικοί στήν Ἀλεξάνδρεια, μέ τό Μέγα Ἀθανάσιο, καί στήν Καππαδοκία. Ἔβαλε πρῶτα στόχο τήν Καππαδοκία. Ἐκεῖ, τόν πληροφόρησαν ὅτι ἐργάζονταν δυό νέοι σπουδαῖοι θεολόγοι, ὁ Γρηγόριος καί ὁ Βασίλειος.
Ὁ Γρηγόριος, μάλιστα, τότε μόλις τελείωσε δυό ἀντιρρητικές του πραγματεῖες κατά τοῦ Ἰουλιανοῦ (οἱ Λόγοι Δ΄ καί Ε΄). Μαστίγωνε τόν αὐτοκράτορα καί τόν παρουσίαζε στερημένο ἐπιχειρημάτων, προσόντων καί ἱκανοτήτων. Ὁ Λόγος του ὀργανώθηκε μέ ὅλους τούς ρητορικούς κανόνες. Ἔχει πολλές ὑπερβολές καί σκοπός του ἦταν νά δείξει ἀπολογητικά στούς χριστιανούς ὅτι ὅποιος ἐναντιώνεται στήν Ἐκκλησία εἶναι ἀντίχριστος πού δέν ἔχει ἐλπίδα ἐπιτυχίας.

Γράφει, ἀλλά περιμένει τή μεγάλη του ὥρα.Πεθαίνουν τ’ ἀδέρφια του. Γρηγόριος ὁ Θεολόγος


 Γράφει, ἀλλά περιμένει τή μεγάλη του ὥρα
Πεθαίνουν τ’ ἀδέρφια του
Ὁ πληγωμένος Ἀετός. Γρηγόριος ὁ Θεολόγος
Ἀπό τό 364 μέχρι τό 370, πού ὁ Βασίλειος ἔγινε μητροπολίτης Καισαρείας, ὁ Γρηγόριος ἀνέπτυξε δράση ἐξαιρετική. Πέρασε ἡμέρες δύσκολες καί εὐχάριστες μαζύ. Ἀπογοητεύσεις καί πνευματικές ἱκανοποιήσεις. Ἐργαζόταν κι ἔγραφε γιά τούς λίγους ναζιανζηνούς.
Πάντα ὅμως εἶχε στό νοῦ του ὁλόκληρη τήν Ἐκκλησία. Τά κείμενά του γράφονταν γιά τήν οἰκουμένη ὁλόκληρη. Καί γιά τήν ἱστορία ὁλόκληρη. Δέν εἶχε τήν ἔπαρση πού δίνει στό συγγραφέα ἡ μεγαλωσύνη τοῦ κειμένου του. Ἤθελε ὅμως καί περίμενε τά κείμενά του νά διαβαστοῦν ἀπό εὐρύτερο κοινό.
Καί αὐτό ἔγινε στό μεγαλύτερο δυνατό βαθμό. Οἱ Λόγοι του εἶναι ποσοτικά λιγότεροι ἀπό τά κείμενα ὁποιουδήποτε ἄλλου σπουδαίου πατέρα καί διδασκάλου τῆς Ἐκκλησίας. Καί ὅμως οἱ Λόγοι αὐτοί διαβάστηκαν περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλο θεολογικό κείμενο. Καί ὄχι μόνο αὐτό.
Κανένας μεταγενέστερος θεολόγος δέν διανοεῖται ν’ ἀσχοληθεῖ σοβαρά μέ τριαδολογία ἤ χριστολογία, χωρίς νά μελετήσει προσεκτικά τά κείμενα τοῦ Γρηγορίου καί νά τά υἱοθετήσει.
Παράλληλα ταξίδεψε πολύ σέ μικρές καί μεγάλες πόλεις, γιά νά ἐνισχύσει τούς ὀρθοδόξους. Κρατοῦσε ἀλληλογραφία μέ πολλά ἐκκλησιαστικά πρόσωπα καί μέ ἀνώτερους κρατικούς ὑπαλλήλους.

Μιλάει γιά τό γάμο. Γρηγόριος ὁ Θεολόγος


 Μιλάει γιά τό γάμο
Ὁ πληγωμένος Ἀετός. Γρηγόριος ὁ Θεολόγος
Πεθαίνοντας ἡ Γοργονία τῆς ἀφιέρωσε ὁ Γρηγόριος ἕνα συγκινητικό Λόγο, πού μᾶλλον δέ λέχτηκε στήν κηδεία τῆς ἀδελφῆς του. Ὁ Γρηγόριος πῆγε στό Ἰκόνιο ἀργότερα.  Προφανῶς σ’ ἕνα ἀπό τά πρῶτα μνημόσυνά της.  Τότε εἶπε τό Λόγο τοῦτο.  Καί βρῆκε τήν εὐκαιρία, μέ ἀφορμή τό θάνατό της, νά μιλήσει γιά τήν ἅγια ζωή της καί τό γάμο της.
Μέ τό Λόγο του ἤθελε νά διδάξει τούς ἀκροατές γιά πολλά μά καί γιά τό γάμο.
Ἄγαμος ὁ ἴδιος εἶχε ἀντιμετωπίσει παλαιότερα τό πρόβλημα τοῦ γάμου ὡς προσωπικό πρόβλημα. Ἐπειδή ὅμως, πρίν κιόλας γεννηθεῖ, τόν ἀφιέρωσε ἡ μητέρα του στό Θεό κι ἐπειδή μέχρι τό 361 εἶχε πολλά θεῖα σημάδια, ἦταν βέβαιος πώς εἶχε κλήση ἀπό τό Θεό νά ζήσει ὡς ἄγαμος.
Νά μήν παντρευτεῖ. Γι’ αὐτό καί μέ καύχηση διηγεῖται σέ ποιήματά του πόσο εὔκολα περιφρόνησε τίς ἀπολαύσεις τοῦς γάμου. Τίς φροντίδες τῆς γυναίκας, τίς χαρές τῶν παιδιῶν… ὅλ’ αὐτά τοῦ φαίνονταν μικρά καί κατώτερα, ὅταν τά ’βαζε μπροστά στή παρθενία καί στό βίο τοῦ ἡσυχαστῆ.
Ὅμως ἡ Γοργονία παντρεύτηκε.  Πῆρε ἄντρα ἐθνικό, τόν Ἀλύπιο, κι ἔκανε παιδιά.  Τά μεγάλωσε κι ἔζησε σάν ἁγία. Ἀπόκτησε θαυμαστές ἀρετές κι ἔγινε πρότυπο.  Τό δίλλημα γεννήθηκε μόνο του. Ὁ γάμος, πού ἤτανε γιά τόν ἴδιο τό Γρηγόριο δρόμο κατώτερος, πῶς εἶχε στή Γοργονία τέτοιο εὐλογημένο ἀποτέλεσμα;Προσπάθησε σύντομα καί ἐπιγραμματικά νά δώσει ἀπάντηση:
-Δύο εἶναι οἱ δρόμοι τῆς ζωῆς, ἀγαπητοί μου.  Τοῦ γάμου καί τῆς ἀγαμίας. Ἡ ἀγαμία εἶναι ἀνώτερη καί θειότερη.  Δυσκολότερη καί γεμάτη κινδύνους. Ὁ γάμος εἶναι συγκριτικά κατώτερος μά καί ἀσφαλέστερος, μέ λιγότερους κινδύνους.
Γενικές οἱ σκέψεις αὐτές πού δέν ἐξηγοῦσαν τή πνευματική καρποφορία τῆς Γοργονίας καί τήν εὐτυχία στό γάμο.  Κατάλαβε τά ἐρωτηματικά στά μάτια τῶν ἀκροατῶν καί δοκίμασε νά ἐξηγήσει:
-Αὐτά ἰσχύουν γενικά. Μά ἡ Γοργονία ἤτανε ἀληθινή χριστιανή. Ἀντάξια κόρη τῆς μητέρας μου Νόννας.  Γι’ αὐτό σάν μέλισσα ἡ Γοργονία πῆρε ἀπό τά δυό τό πιό καλό κι ἄφησε τό ἐπικίνδυνο.  Πῆρε ἀπό τήν ἀγαμία τήν ἀνωτερότητα κι ἀπό τό γάμο τήν ἀσφάλεια, τή σιγουριά. Συγκέρασε δηλαδή γάμο καί ἀγαμία.
Ἀπορίες πλανήθηκαν πάλι στά μάτια τῶν ἀκροατῶν καί γι’ αὐτό συνέχισε:
-Ὅσο καί νά φαίνεται δύσκολο, ἡ Γοργονία τό πέτυχε. Ὄχι μόνο συγκέντρωσε γάμο καί ἀγαμία. Ἔδειξε ἀκόμα, πώς ἔχουν ἄδικο ἐκεῖνοι πού λένε ὅτι τάχα ὁ γάμος σέ δένει μέ τόν κόσμο καί σέ χωρίζει ἀπό τό Θεό. Ἤ ὅτι ἡ ἀγαμία σέ δένει μέ τό Θεό καί σέ χωρίζει ἀπό τόν κόσμο. Δηλαδή ὅτι τό ἕνα εἶναι ἀπό μόνο του κακό καί τό ἄλλο καλό. Αὐτές εἶναι λαθεμένες ἀντιλήψεις, ἀγαπητοί μου.
Ἔπρεπε ὅμως νά πεῖ καί γιατί αὐτά εἶναι λαθεμένες ἀντιλήψεις:
-Ὁ νοῦς, ἀδελφοί, τό φρόνημα τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ νοῦς πλάθει σάν ζυμάρι τό γάμο καί τή παρθενία καί τά κάνει καλά. Ὁ νοῦς ἐπιστατεῖ κι ὅλα ὁδηγοῦνται στό καλό. Ἀπό μόνο του τίποτα δέν φτάνει στό καλό.
Κατάλαβε ὅτι τά πράγματα μπερδεύονται περισσότερο. Γιατί, ποιός εἶναι αὐτός ὁ νοῦς;
-Γιά παράδειγμα (τούς λέει).  Γιά νά μέ παρακολουθήσετε. Ὁ μέγας τεχνίτης, ὁ δημιουργός Λόγος, δηλαδή ὁ Θεός, δημιούργησε καί τά δύο, καί τό γάμο καί τήν ἀγαμία. Γι’ αὐτό καί ὁδηγεῖ στήν ἀρετή καί τόν ἔγγαμο καί τόν ἄγαμο. Ἡ ἀρετή ἔχει σημασία. Αὐτή εἶναι τό κριτήριό μας.
Μέ τό νοῦ της ἡ ἔγγαμη Γοργονία καί τή βοήθεια τῆς Ἐκκλησίας ὁδηγήθηκε στήν ἀρετή. Ἄρα ὁ γάμος δημιουργήθηκε ἀπό τό Θεό καί μπορεῖ νά ὁδηγήσει στήν ἀρετή. Αὐτό ἔχει σημασία.
Ἤξερε ὅμως ὁ Γρηγόριος ὅτι κυκλοφορούσανε ἀκόμα σ’ ὅλη τή Μικρασία κάποιες ἰδέες περιφρονητικές γιά τό γάμο καί τή συζυγική σχέση. Αὐτές εἴχανε καταδικαστεῖ πρίς ἀπό τριάντα χρόνια σχεδόν. Στή σύνοδο τῆς Γάγγρας. Ἡ Ἐκκλησία ἐκεῖ καταδίκασε ὡς κακόδοξους, ἐκείνους πού βδελύσσονταν τό γάμο καί τούς ἔγγαμους κληρικούς καί λαϊκούς. Τό κακό φρόνημα ὅμως δέν εἶχε λείψει τελείως καί ὁ Γρηγόριος ἔκρινε ὅτι πρέπει νά γίνει πιό σαφής, νά μιλήσει συγκεκριμένα:
-Ὅποιος , ἀδελφοί, ἔχει τό δεσμό τοῦ γάμου, δέ σημαίνει ὅτι χωρίστηκε ἀπό τά πνευματικά. Οὔτε ὅποια κοπέλλα ἔκανε στό γάμο κεφαλή τόν ἄντρα σημαίνει ὅτι λησμόνησε τήν πρώτη κεφαλή, τό Χριστό.  Καί ἡ Γοργονία ἔκανε στό αὐτά πού περιμένει ὁ κόσμος.  Συμπεριφέρθηκε στό γάμο κατά τό νόμο καί τή βούληση τῆς φύσης, τῆς σάρκας. Ὅσο ἤθελε ὁ νόμος τῆς σάρκας («ὅσον ὁ τῆς σαρκός ἐβούλετο νόμος»), μά καί ὅσο ἤθελε αὐτός πού νομοθέτησε τά τῆς σάρκας, ὁ Θεός. Κι ἐνῶ ἔτσι συμπεριφέρθηκε, ἀφιέρωσε συνάμα τόν ἑαυτό της στό Θεό, ὁλοκληρωτικά. Γι’ αὐτό εἶχε τόση καρποφορία, τόση εὐλογία καί στά οἰκογενειακά καί στά πνευματικά.
Ὁ Γρηγόριος, παρασυρμένος ἀπό τό ἐνδιαφέρον τοῦ ἐκκλησιάσματος καί ἀπό τό θαυμασμό γιά τή ζωή τῆς Γοργονίας, παρουσίασε ἀναλυτικά στή συνέχεια τά ἔργα καί τή συμπεριφορά τῆς καλῆς συζύγου.  Μίλησε γιά τίς ἀρετές πού αὐτή μπορεῖ ν’ ἀποκτήσει στό γάμο, ὅπως τίς εἶδε στή Γοργονία. Διηγήθηκε μάλιστα θαυμαστά σημεῖα τῆς ζωῆς της, ἀναφέρθηκε στό ἅγιο τέλος της καί μετά ἐκλεισε τό Λόγο του.
Δέν ἐπέστρεψε ἀμέσως στή Ναζιανζό. Ἔμεινε γιά λίγο στό Ἰκόνιο. Συμβούλεψε τά παιδιά καί τά ἐγγόνια της, μέ τά ὁποῖα πάντα θά διατηρεῖ σχέσεις. Συναντήθηκε ἀσφαλῶς καί μέ τό ξάδερφό του Ἀμφιλόχιο. Ἤτανε κι αὐτός πολύ μορφωμένος καί περίφημος ἀσκητής, πού ἀργότερα, τό 373, χειροτονήθηκε στό Ἰκόνιο ἐπίσκοπος. Μετά πῆρε τό δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς. Ἀκολούθησε τό καραβάνι μέ δικό του μουλάρι.
Προχώρησε ἀπό τό Ἰκόνιο νότια, μέχρι τή Λαοδίκεια.  Καί ἀπό κεῖ, ὅλο ἀνατολικά, μέχρι τήν Κολωνία, τό Ἀξαράι. Τοῦ ἔμειναν περίπου τριάντα χιλιόμετρα. Μέχρι τή Ναζιανζό τό ταξίδι ἦταν εὐχάριστο. Ἡ περιοχή γνωστή. Ὅλα τοῦ φαίνονταν φιλικά. Τοῦ μιλοῦσαν τά βουνά καί τά δέντρα. Αἰσθανότανε ἀνάλαφρος ὅσο πλησίαζε στόν ὀμφαλό τῆς ἐπίγειας ζωῆς του, στή Ναζιανζό καί στό οἰκογενειακό κτῆμα τῆς Ἀριανζοῦ, λίγο ψηλότερα.
Τόν περιμένανε οἱ γονεῖς δακρυσμένοι καί ἀπαρηγόρητοι.  Μόλις εἴχανε χάσει τόν Καισάριο.  Καί στήν πλάτη τους περίπου ἐνενήνταπέντε χρόνια.  Οὔτε λόγος γιά ταξίδι.  Δέν μπορέσανε νά εἶναι οὔτε στήν κηδεία τῆς πολυαγαπημένης κόρης, τῆς εὐγενικῆς Γοργονίας. Περιμένανε τόν μεγάλο τους γιό νά τούς μιλήσει, νά τούς ἀνακουφίσει. Ἀρκοῦσε ἡ παρουσία καί λίγα λόγια του γιά νά συνέλθουν οἱ γέροι.


Ὁ πληγωμένος Ἀετός (Γρηγόριος ὁ Θεολόγος)

(ἀφηγηματικὴ Βιογραφία)

 σελ.83-87

Στυλιανοῦ Γ. Παπαδοπούλου Καθηγητή Πανεπιστημίου

Φροντίδες καί ἀρρώστιες. Τοῦ ἐμφανίζεται τό ἆσθμα. Γρηγόριος ὁ Θεολόγος


Φροντίδες καί ἀρρώστιες.  Τοῦ ἐμφανίζεται τό ἆσθμα.
Ὁ πληγωμένος Ἀετός. Γρηγόριος ὁ Θεολόγος
Χίλιες φροντίδες τόν τριγύριζαν. Ἀπό παντοῦ ζητοῦσαν βοήθεια, ἐνίσχυρη πνευματική, συμπαράσταση. Τά ἴδια ὅμως χρειαζόταν κι ὁ ἴδιος.  Προπαντός μετά τό θάνατο τοῦ Καισαρίου.  Κάποιοι φίλοι τό ’ξεραν καί τοῦ γράφανε ἤ τόν ἐπισκέπτονταν.  Τό θεωροῦσε βάλσαμο καί τούς εὐχαριστοῦσε ὀλόθερμα.  Ἰδιαίτερα τήν ἐποχή αὐτή ἤθελε νά ἐπικοινωνεῖ μέ ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι συνδεθήκανε φιλικά καί μέ τόν Καισάριο. Ὁ Σωφρόνιος π.χ., ἀνώτερος κρατικός ὑπάλληλος, πού ἔγινε ἀργότερα ἔπαρχος Κωνσταντινούπολης.  Καί ὁ Φιλάγριος, πού παρά τή μόρφωσή του καί μιά ἀρρώστια καταγινότανε πολύ μέ τίς γεωργικές δουλειές.
Ὁ Φιλάγριος, μόλις ἔμαθε τά δυσάρεστα γιά τόν Καισάριο, ἔγραψε ἀμέσως στό Γρηγόριο, νά τόν παρηγορήσει. Μά δέν ἔπαυε καί νά μελετᾶ. Ἤτανε χριστιανός καί διάβαζε πολύ τούς ἕλληνες συγγραφεῖς. Ζητοῦσε βιβλία δανικά ἀπό τό Γρηγόριο. Δημοσθένη καί Ὁμήρου Ἰλιάδα.

Τό πρῶτο τοῦ τὸ ἔστειλε. Τό δεύτερο, κάπου τό εἶχε δώσει ὁ Γρηγόριος κι ὅσο καί νά ’ψαξε δέν τό βρῆκε. Ἀλληλογραφοῦσαν καί συζητοῦσαν πολλά προβλήματα. Ἐπειδή ὁ Φιλάγριος εἶχε μεγάλη παιδεία, ὁ Γρηγόριος μποροῦσε νά τοῦ μιλάει γιά τούς ἀρχαίους ἕλληνες σοφούς.
Παρουσίαζε ἀπόψεις τοῦ Ἀριστοτέλη, τῶν στωικῶν, τοῦ Ἐπίκτητου. Ἀξιολογοῦσε τή διδασκαλία τους καί ἀσκοῦσε ἀντικειμενική κριτική σ’ αὐτά πού ὑποστηρίζανε. Δέ λησμονοῦσε καί τόν ἀγαπημένο του Πλάτωνα.
Συχνά χρησιμοποιοῦσε ἐκφράσεις του (ὅπως ὅτι τό σῶμα εἶναι δεσμωτήριο τῆς ψυχῆς), μολονότι ἄλλοτε λίγο καί ἄλλοτε πολύ ἑρμήνευε διαφορετικά ἀπό τόν Πλάτωνα τή σχέση τῆς ψυχῆς μέ τό σῶμα.
Κάποτε-κάποτε ταξίδευε νά συμπαρασταθεῖ προσωπικά σέ φίλους ἤ σέ ὁλόκληρες Ἐκκλησίες. Τότε τόν περικυκλώνανε καί τόν ἐξαντλούσανε. Νύχτα-μέρα ἔπρεπε νά τούς μιλάει, νά τούς κατηχεῖ, νά τούς διδάσκει τή χριστιανική ζωή καί τήν ὀρθή πίστη. Μιά φορά στά Μάταζα, ὅπου ζοῦσε ὁ Φιλάγριος, ὑποχρεώθηκε νά ἑρμηνεύει καί ν’ ἀναλύει ὅλη τή νύχτα τόν 72ο Ψαλμό. Ἀκούγοντας ὁ Φιλάγριος, ἔνιωσε τόση κατάνυξη ἀπό τά λεγόμενα τοῦ Γρηγορίου, πού ἔπεσε στά γόνατα, ὕψωσε τά χέρια στόν οὐρανό κι εὐχαρίστησε τό Θεό γιά τή μεγάλη εὐκαρία ν’ ἀκούσει ὅσα ἄκουσε.

Τήν ἴδια ἐποχή τόν βρῆκε, ἀρρώστια βασανιστική.  Τήν πέρασε πολύ δύσκολα, γιατί ἔπρεπε  κάθε τόσο τό σηκώνεται ἀπό τό κρεβάτι. Ὁ γιατρός τοῦ φώναζε νά προσέχει. Ἐκεῖνος ἔπρεπε νά κάνει στήν Ἐκκλησία ὅ,τι δέν μποροῦσε νά κάνει ὁ γερο-πατέρας του. Στενοχωριότανε τόσο πολύ γιά τήν ἀδυναμία του, πού ζητοῦσε ἀπό τό Φιλάγριο παρηγοριά καί ὑπομονή, ἀπό τίς ὁποῖες ἐκεῖνος ἤξερε πολλά, γιατί ὑπέρερε ἀπό χρόνια πάθηση.
Τά πράγματα χειροτέρεψαν ὅταν δημιουργήθηκε μιά φοβερή φλεγμονή στό στόμα του, μέχρι βαθιά στό λαιμό. Τόν βρῆκε κι ἕνας κατάρρους πού τόν ἔπνιγε. Ἔκανε κάμποση ὑπομονή, ἀλλά τό κακό δέν ὑποχωροῦσε. Τόν ἔπιασε ἀπογοήτευση, γιατί ἀπό μιά στιγμή κι ἔπειτα δέν μποροῦσε ν’ ἀναπνεύσει ἐλεύθερα.  Πιανότανε τελείως ἡ ἀναπνοή του κι ἔνιωθε νά φτάνει τό τέλος.  Μά δέν φοβήθηκε.  Προσευχότανε ὅσο μποροῦσε. Παραδόθηκε στό Θεό.  Εἶχε ἀρνηθεῖ ὅλα τ’ ἀγαθά τοῦ κόσμου κι αἰσθανόταν ἀνάλαφρος.  Μέ κάποια βότανα ὅμως πού τοῦ δώσενε νά πιεῖ, ἄνοιξε λίγο-λίγο ὁ λαίμος. Ἀνέπνεε κάπως ἐλεύθερα. Ὑποχώρησε ἡ φλεγμονή, τό πρήξιμο. Νόμιζε ὅτι ἔβγαινε ἀπό μιά κόλαση. Δόξασε τό Θεό καί δόθηκε πάλι στό ἔργο του.

Ὁ γερο-ἐπίσκοπος Γρηγόριος ἀνεβάζει τό Βασίλειο στό θρόνο τῆς Καισάρειας. Γρηγόριος ὁ Θεολόγος


 Ὁ γερο-ἐπίσκοπος Γρηγόριος ἀνεβάζει τό Βασίλειο στό θρόνο τῆς Καισάρειας.
Ὁ πληγωμένος Ἀετός. Γρηγόριος ὁ Θεολόγος
Μέ τόν Οὐάλη (364-378) αὐτοκράτορα τό ἀνατολικό ρωμαϊκό κράτος προσπαθοῦσε μάταια νά ἰσορροπήσει. Ἐχθροί ἀπό τήν Ἀνατολή, Πέρσες καί Ἀρμένιοι. Ἐχθροί ἀπό τά βόρεια σύνορα, Γότθοι, Οὖνοι καί Ἀλαμανοί.
Περνούσανε τό Δούναβη καί ἀπειλοῦσαν τήν Ἰλλυρία, τή Θράκη καί τή Μακεδονία.  Καί σά νά μήν ἀρκούσανε αὐτά, ἦρθε καί ὁ Προκόπιος, ἕνας συγγενής τοῦ αὐτοκράτορα Ἰουλιανοῦ (361-363) στή Γαλλία. Ἐπαναστάτησε, ἀνακηρύχτηκε στήν Κωνσταντινούπολη αὐτοκράτορας καί ἀγωνίστηκε νά ἐκτοπίση τόν Οὐάλη, ὁ ὁποῖος τελικά τά κατάφερε.  Νίκησε τόν Προκόπιο καί τούς Γότθους συμμάχους του καί σιγουρεύτηκε στό θρόνο.
Ἀλλά καί τό ἐσωτερικό μέτωπο ἤτανε ἀνάστατο.
Οἱ αἱρετικοί ἀρειανοί προσεταιρίστηκαν τόν Οὐάλη καί αὐτός, ἀκούγοντας τίς εἰσηγήσεις τους, στράφηκε κατά τῶν ὀρθοδόξων. Οἱ χριστιανοί διαιρέθηκαν πάλι, ἐνῶ μέ τόν Ἰοβιανό (363-364) τά πνεύματα εἶχαν ἡσυχάσει.
Οἱ ἀρειανοί ἀποθηριώθηκαν.  Εἴχανε τίς πλάτες τῆς ἐξουσίας καί μέ αὐτήν κυρίεψανν ὅλα τά ἐκκλησιαστικά κέντρα.  Πολλοί ἀξιωματοῦχοι, γιά ν’ ἀρέσουνε στόν Οὐάλη, καταδιώκανε καί τιμωρούσανε τούς ὀρθοδόξους μέ ζῆλο μεγαλύτερο ἀπό αὐτόν, πού ἔδειχναν στή μάχη γιά τούς ἐχθρούς τοῦ κράτους.
Ἰδιαίτερα μέχρι τό 370 ἡ κατάσταση τῶν ὀρθοδόξων στό ἀνατολικό κράτος ἤτανε ἀφόρητη. Ἐξορίες, δημεύσεις περιουσιῶν, καταπιέσεις, παντός εἴδους διωγμοί.
Ἀκόμα καί φόνοι ἱερέων γίνανε. Γι’ αὐτό καί οἱ πολλοί ὑποκύψανε. Ὅσοι ὀρθόδοξοι ἐπίσκοποι ἀντιστάθηκαν, ἐξορίζονταν κι ἐξουδετερώθηκαν. Ἔμεναν ἐλάχιστες νησίδες. Κυρίως ἡ Μητρόπολη Καισαρείας μέ λίγες ἀπό τίς ἐπισκοπές της.  Φυσικά σ’ αὐτές καί ἡ Ναζιανζός.
Στήν Καισάρεια μητροπολίτης ὁ ὀρθόδοξος Εὐσέβιος.  Μιλήσαμε ἤδη γι’ αὐτόν.  Τόν Ἰούνιο τοῦ 370 κοιμήθηκε. Ὁ Βασίλειος τοῦ ἔκλεισε τά μάτια. Οἱ ἀρειανοί ἔστρεψαν  τά δικά τους μάτια στήν Καισάρεια. Εὐκαιρία νά τήν κερδίσουνε.  Νά κάνουνε δικό τους μητροπολίτη.  Νά καταλάβουνε τήν ἀκρόπολη τῆς Ὀρθοδοξίας.  Κάνανε, λοιπόν, ὅ,τι μποροῦσαν.  Ἀναστάτωσαν τό πᾶν.  Βάλανε τούς κρατικούς παράγοντες ν’  ἀπειλοῦν καί νά ἐκβιάζουν τούς ἐπισκόπους γιά νά ψηφίσουν ἀρειανόφρονα ὑποψήφιο.
Ὁ Βασίλειος ζουσε στό κέντρο τοῦ λυσσαλέου ἀγώνα κι ἔβλεπε καθαρά τό κακό πού ἐρχόταν. Ἡ Καισάρεια χανότανε γιά τούς ὀρθοδόξους. Ἔτσι ἀποφάσισε νά ζητήσει νά γίνει μητροπολίτης ὁ ἴδιος.  Χρειαζόταν ὅμως βοήθεια.
Πολύ περισσότερο πού συνέβη τότε -Ἰούλιο, Αὐγουστο- νά περάσει μιάν ἀρρώστια.  Φυσικά ὁ πρῶτος πού σκέφτηκε ἦταν ὁ Γρηγόριος.  Τοῦ ’γραψε ἕνα γράμμα καί τόν καλοῦσε στή Καισάρεια.  Κι ἐπειδή γνώριζε καλά τό χαρακτήρα τοῦ Γρηγορίου, δέν τοῦ ’λεγε ὅλη τήν ἀλήθεια, ὅτι τόν θέλει γιά τόν προεκλογικό ἀγώνα.
Τοῦ ’λεγε πώς εἶν’ ἑτοιμοθάνατος. Ὁ Γρηγόριος τό κατάλαβε κι οὔτε ν’ ἀκούσει γιά τέτοια πράγματα, τέτοιους ἀγῶνες.  Τόσο πού ἄρχισε νά κατηγορεῖ τό Βασίλειο, ὅτι, ἐνῶ εἶναι τόσο σπουδαῖος, δέ δείχνει τώρα σύνεση.
Στή Ναζιανζό ἔφταναν γρήγορα οἱ πληροφορίες ἀπό τήν Καισάρεια. Γιά μιά στιγμή ὁ Γρηγόριος συγκινήθηκε ἀπό τό γράμμα τοῦ Βασιλείου.  Κι ἄς μήν πίστευε ὅτι ὁ φίλος του ἦταν ἑτοιμοθάνατος, ὅτι τάχα ἔπρεπε νά πάει νά τοῦ κλείσει τά μάτια καί νά ἐκφωνήσει τόν ἐπικήδειο, ὅπως τοῦ ’γραφε ὁ Βασίλειος.
Σκέφτηκε λοιπόν, νά κινήσει γιά τήν Καισάρεια. Ἀλλά ἔτυχε νά περάσουν ἀπό τή Ναζιανζό ἀρειανόφρονες ἐπίσκοποι, πού πήγαιναν κι αὐτοί στήν Καισάρεια γιά τήν ἐκλογή.  Τούς εἶδε ξαναμμένους κι ἀγριεμένους.
Τό πνεῦμα τους καί τό φέρσιμό τους δέν ἦταν ἐπισκόπων. Αὐτό τρόμαξε τό Γρηγόριο.  Τί συζητήσεις, τί διαβουλεύσεις, νά κάνει μ’ αὐτούς ἐκεῖ πέρα ὁ ἄπραγος Γρηγόριος; Πῶς νά μπεῖ σέ μάντρα προβατόσχημων λύκων; Ἀσυναίσθητα ὀπισθοχώρησε. Κι ἔγραφε στό Βασίλειο:
-Μά ταιριάζει σέ μᾶς, ἀδελφέ μου Βασίλειε; Ταιριάζει σέ μᾶς νά μπαίνουμε σέ τέτοιους ἀγῶνες; Αὐτά εἶναι γιά τούς δημαγωγούς, ἐκείνους πού ξέρουν νά καλοπιάνουν τό λαό!  Ξέχασες τίς ὑποσχέσεις μας; Δέν ὀρκιστήκαμε νά μονάσουμε; Δέν κατάλαβες ὅτι εἴμαστε ἄλλοι ἄνθρωποι;  Τί πᾶς νά κάνεις τώρα; Πάντως ἐγώ, Βασίλειε, σοῦ λέω καθαρά: παράτα τα ὅλα καί φύγε.  Μακριά ἀπό τίς φασαρίες καί τίς δολοπλοκίες!
Τά λόγια τοῦτα χτυπήσανε θλιβερά στήν καρδιά τοῦ Βασιλείου. Ἤτανε ὅμως πολύ ἀποφασισμένος.  Πίστευε πώς ἦταν θέλημα Θεοῦ νά γίνει μητροπολίτης Καισαρείας κι εὐτυχῶς δέν ὑποχώρησε. Ὁ Γρηγόριος, κυριαρχημένος ἀπό τήν ἱερή ἀγάπη τοῦ ἡσυχαστικοῦ βίου, δέν ὑπολόγισε τή σημασία τῆς ἐκλογῆς.
Χρειάστηκε νά ἐπέμβει ὁ γερο -ἐπίσκοπος πατέρας του. Ἤτανε ἄρρωστος, ὁ δυστυχής, τούς μῆνες τοῦ καλοκαιριοῦ τοῦ 370.
Ἄρρωστος βαριά.  Δέ σηκωνότανε καθόλου ἀπό τό κρεββάτι.  Πῆρε ὅμως τ’ αὐτί του κουβέντες.  Κατάλαβε πώς κάτι τρέχει μέ τό Βασίλειο, τόν ὁποῖο ἀγαποῦσε σάν παιδί του κι ἐκτιμοῦσε ἀπεριόριστα.  Φώναξε, λοιπόν, τό γιό του. Τόν ρώτησε:
-Τί συμβαίνει Γρηγόριε; Ὁ Εὐσέβιος ἔγινε μακαρίτης.  Τί λέγεται γιά τήν ἐκλογή; Συμβαίνει τίποτε μέ τόν Βασίλειό μας;
Τότε ὁ Γρηγόριος ἀναγκάστηκε νά τά πεῖ ὅλα. Ὁ γέροντας θύμωσε.  Μάλωσε τό γιό του. Τόν συνέφερε:
-Δέ βλέπεις, Γρηγόριε, τί καταστροφή θά μᾶς βρεῖ, ἄν ἡ Καισάρεια πέσει στά χέρια τῶν ἀντίχριστων; Καί σύ μαλώνεις τό Βασίλειο, ἀντί νά τόν ἐνισχύσεις;
Ὁ Γρηγόριος ἄρχισε νά βλέπει τήν κατάσταση καθαρότερα. Ὁ πατέρας του καί φυσικά ὁ Βασίλειος εἶχαν δίκαιο.  Μά νά πάει ν’ ἀνακατευτεῖ ὁ ἴδιος στό φοβερό ἀγώνα, δέν τό ἀποφάσιζε. Τουλάχιστον ἄκουσε τόν πατέρα του κι ἔγραψε γράμματα σέ διαφόρους. Σ’ ὅποιον θά ’δινε βοήθεια στό Βασίλειο. Ἀπό τά γράμματα τοῦτα σωθήκανε μερικά.
Ἕνα ἀπό αὐτά στάλθηκε στήν Ἐκκλησία τῆς Καισάρειας, ἀπό τήν ὁποία μόλις εἶχε λάβει πρόσκληση γιά σύσκεψη ἐπισκόπων. Ὁ γερο – ἐπίσκοπος ἔλεγε μερικές σκέψεις καί ὁ Γρηγόριος συνέτασσε τό γράμμα.  Συνέτασσε ὅλα τά γράμματα πού ἤθελε νά στείλει ὁ πατέρας του, τά πλούτιζε καί τά καλλώπιζε.

Σ’ αὐτό, λοιπόν, χωρίς περιστροφές ἔλεγε στούς ὑπεύθυνους ἐκκλησιαστικούς καί πολιτικούς, ὅτι ἀνάγκη πᾶσα νά ἐκλεγεῖ ὁ Βασίλειος. Αὐτός εἶναι ὁ καλύτερος ἀπ’ ὅλους κι αὐτός μόνο μπορεῖ ν’ ἀντισταθεῖ στήν καταιγίδα τοῦ ἀρειανισμοῦ.
Τούς ἔλεγε πώς ἤλπιζε ν’ ἀσπασθοῦν τή γνώμη του κι ὅλα θά πᾶνε καλά. Λυπότανε πού τόν κρατοῦσε ἀκίνητο ἡ ἀρρώστεια καί δέ θά ἤτανε παρών στήν ἐκλογή.
Οἱ μέρες τοῦ καλοκαιριοῦ θερμές καί ἀργοκίνητες. Ἡ ὑποψηφιότητα τοῦ Βασιλείου δέν πήγαινε καλά. Καί τό φθινόπωρο, πού θά γινότανε ἡ ἐκλογή, ἔφτανε. Ἀπό τήν Καισάρεια, μάλιστα, κάποιοι κληρικοί γράψανε στό γερο – ἐπίσκοπο τῆς Ναζιανζοῦ, ζητώντας τή βοήθειά του καί τήν παρουσία του, ὑπέρ τοῦ Βασιλείου.
Ὅλα δείχνανε ὅτι μεγάλωσαν οἱ κίνδυνοι. Οἱ ἐλπίδες γιά τό Βασίλειο χάνονταν. Καί ὁ γέροντας, καρφωμένος πάντα στό κρεβάτι! Τουλάχιστον νά ξαναγράψουνε γράμματα.  Νά σπρώξει κι ἄλλους νά συντρέξουνε τό Βασίλειο.  Θυμήθηκε πρῶτο τόν Εὐσέβιο. Ἕναν ἐκλεκτό ἐπίσκοπο στά Σαμόσατα τῆς Συρίας.
Αὑτός γνώριζε τό Βασίλειο, ἤτανε ὀρθόδοξος καί πολύ συνετός κληρικός. Ζήτησε κι ἀπό τόν Εὐσέβιο νά τρέξει γρήγορα στήν Καισάρεια.  Νά πάει ἐκεῖ ὅσο μποροῦσε νωρίτερα καί νά στηρίξει τό Βασίλειο, πρίν ἀρχίσει ὁ χειμώνας καί πρίν εἶναι πολύ ἀργά.
Ἔβαλε ἀκόμα τό γιό του κι ἔγραψε καί στούς ἐπισκόπους, πού εἶχαν ἤδη συναχτεῖ στήν Καισάρεια γιά τήν ἐκλογή –καλύτερα, γιά τά παρασκήνια τῆς ἐκλογῆς.  Τό γράμμα ἦταν αὐστηρό κι ἐπιτιμητικό, γιατί ζητοῦσαν προφάσεις νά παραμερίσουν τό Βασίλειο καί διαδίδανε διάφορα.

Ὁ Βασίλειος καλεῖ τό Γρηγόριο στήν Καισάρεια καί τοῦ προσφέρει ἀξιώματα. Γρηγόριος ὁ Θεολόγος


Ὁ Βασίλειος καλεῖ τό Γρηγόριο στήν Καισάρεια καί τοῦ προσφέρει ἀξιώματα
Ὁ πληγωμένος Ἀετός. Γρηγόριος ὁ Θεολόγος
Ὁ Γρηγόριος ἔνιωσε βαθύτατη ἀνακούφιση μέ τήν ἐκλογή.  Κι ἀκόμη περισσότερο ἔνιωθε ὑπερηφάνεια γιά τόν ἀδελφό Βασίλειο. Ἤξερε ὅτι του πρέπανε καί θρόνοι καί τιμές. Γιά ὅλα ἦταν ἄξιος. Καί ἤθελε νά τρέξει νά τόν ἀγκαλιάσει, νά τόν ἀσπασθεῖ.  Κρατήθηκε ὅμως –πάντα μέσα του φύτρωνε ἡ ἀναστολή, ὅταν εἶχε νά κάνει μέ πράγματα τοῦ κόσμου.
Ἀναστολή δέν εἶχε ποτέ, ὅταν ἐπρόκειτο ν’  ἀναχωρήσει γιά τήν ἔρημο ἤ γιά τήν ἄσκηση.
Τώρα κρατήθηκε γιατί δέν μποροῦσε ν’ ἀντέξει τίς δολοπλοκίες, τίς ἴντριγκες, πού ἀκόμα ἔδιναν κι ἔπαιρναν στή Ἐκκλησία τῆς Καισάρειας.
Οἱ ἀρειανόφρονες καί οἱ κακότροποι δέν ἤθελαν νά χωνέψουν τήν τρομερή ἐπιτυχία τῶν ὀρθοδόξων στό πρόσωπο τοῦ Βασιλείου.  Καί τοῦ δημιουργοῦσαν χίλια δυό προβλήματα.
Ἀκόμη, τόν κρατοῦσε μακριά καί ἡ ὑπερευαισθησία του.  Πίστευε πώς ἄν τόν ἰδοῦν δίπλα στό φίλο του Μητροπολίτη, θά κατηγορήσουν τόν Βασίλειο γιά μεροληψία. Μάζεψε –θά λέγανε- τούς δικούς του καί κάνει πέρα ἐμᾶς τούς ντόπιους!
Ἀπό τήν ἄλλη μεριά ὁ Βασίλειος δέν καταλάβαινε τή στάση τοῦ Γρηγορίου.

Παρών στίς δύσκολες ὧρες τοῦ Βασιλείου. Ἀντιστέκεται στόν αὐτοκράτορα. Γρηγόριος ὁ Θεολόγος


 Παρών στίς δύσκολες ὧρες τοῦ Βασιλείου. Ἀντιστέκεται στόν αὐτοκράτορα.
Ὁ πληγωμένος Ἀετός. Γρηγόριος ὁ Θεολόγος
Ὁ αὐτοκράτορας Οὐάλης καί οἱ αὐλικοί του, ἀρειανόφρονες ὅλοι, σκεφτήκανε πολύ τό στόχο πού θά χτυποῦσαν. Τούς εἶχε μέχρι τώρα ξεφύγει ἡ Καισάρεια.  Παρ’ ὅλες τίς προσπάθειές τους ἔγινε κεῖ μητροπολίτης ὁ Βασίλειος.  Τώρα τά πράγματα ἤτανε δύσκολα, γιατί ὁ μικρόσωμος καί ἀσθενικός αὐτός ἄνδρας δέν ἔμοιαζε μέ τούς ἄλλους.  Εἶχε τή φήμη τοῦ σοφοῦ καί τοῦ ἀσκητῆ.  Ξέρανε ἀκόμη πώς ἦταν ἀγωνιστής καί σταθερός στήν Ὀρθοδοξία.  Πάντως θά προσπαθοῦσαν.  Πίστευαν ὅτι θά καταφέρουν νά τόν λυγίσουν.
Οἱ αὐλικοί καί οἱ ἀριεανόφρονες ὑπολόγιζαν καί σέ καί σέ κάτι ἄλλο.  Στήν προσωπική παρουσία τοῦ Οὐάλη στήν Καισάρεια.  Στό φόβο τοῦ ἐπερχόμενου αὐτοκράτορα, τοῦ σκληροῦ τιμωροῦ τῶν ὀρθοδόξων, τί θά’κανε ὁ Βασίλειος, θά ὑπέκυπτε.
Πρός τό τέλος τοῦ 371, ὁ Οὐάλης ξεκίνησε ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη, μέ αὐλικούς καί στρατό.  Πορευόταν γιά τήν Καισάρεια. Ἐκεῖ θά ξεχειμώνιαζε.  Στό πέρασμά του δέν στάθηκε ὄρθια καμμιά ἐπισκοπή.
Οἱ κληρικοί, ὅσοι δέν ὑποτάσσονταν, ἐξορίζονταν, διώκονταν, ἐξευτελίζονταν….. Πάθαιναν χειρότερα κι ἀπ’ ὅσα πάθαιναν οἱ πρόγονοί τους ἀπό τούς εἰδωλολάτρες αὐτοκράτορες, στόν δεύτερο καί τρίτο αἰώνα.
Ὅλ’ αὐτά τά μάθαινα ὁ Βασίλειος. Ἔβλεπε πώς ὅλα εἶναι προοίμιο γιά τό κακό πού θά γινότανε στήν Καισάρεια. Ἔπρεπε νά πέσει καί τό ὀχυρό πού κρατοῦσε ὁ ἴδιος.
Ἄν ἐκεῖνος ἔπεφτε, δέ θά χρειαζόταν προσπάθεια γιά τούς ὑπόλοιπους λίγους ὀρθοδόξους. Ὅλοι θά ὑποκύπτανε ἀπό μόνοι τους. Ὁ φόβος καί ἡ ἄγνοια θά τούς ἔκανε ν’ ἀκολουθήσουν τό Βασίλειο.  Τά πυρά, λοιπόν, στραμμένα ὅλα στό Βασίλειο. Νά πέσει τό μέγα ὀχυρό!

ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ. :Ἡ βροχή πέφτει γιά ὅλους .


ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ

Η βροχή πέφτει για όλους

Ας μη γίνουμε ,αδελφοί, κακοί διαχειριστές των αγαθών που μας δόθηκαν. Ας μην κοπιάζουμε για να θησαυρίζουμε και ν’ αποταμιεύσουμε, ενώ άλλοι υποφέρουν από την πείνα. Ας μιμηθούμε τον ανώτατο και κορυφαίο νόμο του Θεού, που στέλνει τη βροχή σε δικαίους και αδίκους και ανατέλλει τον ήλιο επίσης για όλους. Αυτός έκανε τη γη ευρύχωρη για όλα τα χερσαία ζώα, δημιούργησε πηγές , ποτάμια, δάση, αέρα για τα φτερωτά και νερά για τα υδρόβια, και έδωσε σ’ όλα τα όντα άφθονα τα απαραίτητα για τη ζωή τους στοιχεία, χωρίς να τα περιορίζει καμιά εξουσία, χωρίς να τα καθορίζει κανένας γραπτός νόμος, χωρίς να τα εμποδίζουν σύνορα. Και αυτά τα στοιχεία τα παρέδωσε κοινά και πλούσια, χωρίς διάκριση ή περικοπή, τιμώντας την ομοιότητα της φύσεως με την ισότητα της δωρεάς και δείχνοντας τον πλούτο της αγαθότητός Του.
Οι άνθρωποι όμως, αφότου έβγαλαν από τη γη το χρυσάφι, το ασήμι και τα πολύτιμα πετράδια και αφότου έφτιαξαν ρούχα μαλακά και περιττά και αφότου απέκτησαν άλλα παρόμοια πράγματα, που αποτελούν αιτίες πολέμων και επαναστάσεων και τυραννικών καθεστώτων, κυριεύθηκαν από παράλογη υπεροψία. Έτσι, δεν δείχνουν ευσπλαχνία στους δυστυχισμένους συνανθρώπους τους και δεν θέλουν ούτε με τα περίσσια τους να δώσουν στους άλλους τα αναγκαία. Τι βαναυσότητα! Τι σκληρότητα! Δεν σκέφτονται ,αν όχι τίποτ’ άλλο πως η φτώχεια και ο πλούτος , η ελευθερία και η δουλεία και τ’ άλλα παρόμοια εμφανίστηκαν στο ανθρώπινο γένος μετά την πτώση των πρωτοπλάστων, σαν αρρώστιες που εκδηλώνονται μαζί με την κακία και που είναι δικές της επινοήσεις.