Τετάρτη 14 Ιουνίου 2017

ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως


Ἀπόδοση εἰς τὴν νέα ἑλληνική: Ἀρχιμανδρίτης Δωρόθεος Πάπαρης
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1. Ὅτι ἀκατάληπτον τὸ θεῖον καὶ ὅτι οὐ δεῖ ζητεῖν καὶ
περιεργάζεσθαι τὰ μὴ παραδεδομένα ἡμῖν ὑπὸ τῶν ἁγίων προφητῶν
καὶ ἀποστόλων καὶ εὐαγγελιστῶν.
«Θεὸν οὐδεὶς ἑώρακε πώποτε. Ὁ μονογενὴς υἱὸς ὁ ὢν ἐν τοῖς κόλποις
τοῦ πατρός, αὐτὸς ἐξηγήσατο». Ἄρρητον οὖν τὸ θεῖον καὶ
ἀκατάληπτον. «Οὐδεὶς γὰρ ἐπιγινώσκει τὸν πατέρα εἰ μὴ ὁ υἱός, οὐδὲ
τὸν υἱὸν εἰ μὴ ὁ πατήρ». Καὶ τὸ πνεῦμα δὲ τὸ ἅγιον οὕτως οἶδε τὰ τοῦ
θεοῦ, ὡς τὸ πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου οἶδε τὰ ἐν αὐτῷ. Μετὰ δὲ τὴν
πρώτην καὶ μακαρίαν φύσιν οὐδεὶς ἔγνω ποτὲ τὸν Θεόν, εἰ μὴ ᾧ αὐτὸς
ἀπεκάλυψεν, οὐκ ἀνθρώπων μόνον ἀλλ᾿ οὐδὲ τῶν ὑπερκοσμίων
δυνάμεων καὶ αὐτῶν, φημί, τῶν Χερουβὶμ καὶ Σεραφίμ.
Οὐκ ἀφῆκε μέντοι ἡμᾶς ὁ Θεὸς ἐν παντελεῖ ἀγνωσίᾳ· πᾶσι γὰρ ἡ γνῶσις
τοῦ εἶναι Θεὸν ὑπ᾿ αὐτοῦ φυσικῶς ἐγκατέσπαρται. Καὶ αὐτὴ δὲ ἡ
κτίσις καὶ ἡ ταύτης συνοχή τε καὶ κυβέρνησις, τὸ μεγαλεῖον τῆς θείας
ἀνακηρύττει φύσεως. Καὶ διὰ νόμου μέν καὶ προφητῶν πρότερον,
ἔπειτα δὲ καὶ διὰ τοῦ μονογενοῦς αὐτοῦ Υἱοῦ, Κυρίου δὲ καὶ Θεοῦ καὶ
Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, κατὰ τὸ ἐφικτὸν ἡμῖν τὴν ἑαυτοῦ
ἐφανέρωσε γνῶσιν.
Πάντα τοίνυν τὰ παραδεδομένα ἡμῖν διά τε νόμου καὶ προφητῶν καὶ
ἀποστόλων καὶ εὐαγγελιστῶν δεχόμεθα καὶ γινώσκομεν καὶ σέβομεν
οὐδὲν περαιτέρῳ τούτων ἐπιζητοῦντες· ἀγαθὸς γὰρ ὢν ὁ Θεὸς
παντὸς ἀγαθοῦ παρεκτικός ἐστιν οὐ φθόνῳ οὐδὲ πάθει τινὶ
ὑποκείμενος· «μακρὰν γὰρ τῆς θείας φύσεως φθόνος τῆς γε ἀπαθοῦς
καὶ μόνης ἀγαθῆς». Ὡς οὖν πάντα εἰδὼς καὶ τὸ συμφέρον ἑκάστῳ
προμηθούμενος, ὅπερ συνέφερεν ἡμῖν γνῶναι ἀπεκάλυψεν, ὅπερ δὲ
οὐκ ἐδυνάμεθα φέρειν, ἀπεσιώπησε. Ταῦτα ἡμεῖς στέρξωμεν καὶ
ἐν αὐτοῖς μείνωμεν μὴ μεταίροντες ὅρια αἰώνια, μηδὲ ὑπερβαίνοντες
τὴν θείαν παράδοσιν.
Ότι το θείο είναι ακατάληπτο και ότι δεν πρέπει να ερευνά κανείς και να
περιεργάζεται αυτά που δεν μας έχουν παραδοθεί από τους αγίους προφήτες
και αποστόλους και ευαγγελιστές.
«Τον Θεό ποτέ κανείς δεν τον είδε. Ο μονογενής του Υιός, που βρίσκεται
μέσα στην αγκαλιά του Πατέρα του, αυτός μας τον γνώρισε». Το θείο λοιπόν
είναι άρρητο και ακατάληπτο. «Διότι κανένας δεν γνωρίζει τον Πατέρα παρά
μόνον ο Υιός· ούτε τον Υιό γνωρίζει κανείς παρά μόνον ο Πατέρας». Και το
άγιο Πνεύμα επίσης γνωρίζει τα του Θεού,
όπως το πνεύμα του ανθρώπου γνωρίζει τα του ανθρώπου. Και μετά τήν πρώτη
εκείνη και μακάρια φύση του Αγίου Πνεύματος κανείς ποτέ δεν γνώρισε το Θεό,
παρά μόνον εκείνος στον οποίο ο ίδιος ο Θεός αποκάλυψε· κανένας από τους
ανθρώπους δεν τον γνώρισε ούτε από τις υπερκόσμιες δυνάμεις, ακόμη, νομίζω,
και αυτά τα Χερουβίμ και τα Σεραφείμ.
Αλλά ο Θεός δεν μας άφησε σε τέλεια άγνοια. Διότι η γνώση της υπάρξεως
του Θεού έχει εκ φύσεως δοθεί σε όλους μας. Ακόμη και η ίδια η κτίση
και η συνοχή και η διακυβέρνησή της διακηρύσσει το μεγαλείο της φύσεως
του Θεού. Μας φανέρωσε, όσο είναι δυνατόν, τη γνώση του εαυτού Του
πρώτα με το νόμο και τους προφήτες και έπειτα με τον μονογενή Υιό του,
τον Κύριο και Θεό μας, Σωτήρα Ιησού Χριστό.
Όλα, λοιπόν, που μας έχει παραδώσει ο νόμος, οι προφήτες, οι απόστολοι
και οι ευαγγελιστές τα αποδεχόμαστε, τα γνωρίζουμε και τα σεβόμαστε
και δεν ζητάμε τίποτε περισσότερο απ’ αυτά. Διότι ο Θεός είναι αγαθός και
μας παρέχει όλα τα αγαθά. Δεν πέφτει ούτε σε ζήλεια ούτε σε κάποιο άλλο
πάθος· διότι ο φθόνος είναι μακριά από τη θεία φύση, η οποία είναι απαθής
και μόνη αγαθή. Επειδή λοιπόν γνωρίζει τα πάντα και προνοεί για το
συμφέρον του καθένα, αποκάλυψε σε μας αυτό που μας συνέφερε να
γνωρίζουμε, ενώ αποσιώπησε αυτό που δεν μπορούμε να καταλάβουμε. Ας
αρκεσθούμε και μείνουμε σ’ αυτά, χωρίς να μετακινούμε τα αιώνια σύνορα
και χωρίς να παραβαίνουμε τη θεία παράδοση.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 2. Περὶ ῥητῶν καὶ ἀρρήτων καὶ γνωστῶν καὶ ἀγνώστων.
Χρὴ οὖν τὸν περὶ Θεοῦ λέγειν ἢ ἀκούειν βουλόμενον σαφῶς εἰδέναι,
ὡς οὐδὲ πάντα ἄρρητα οὐδὲ πάντα ῥητά, τά τε τῆς θεολογίας τά τε
τῆς οἰκονομίας· οὔτε μὴν πάντα ἄγνωστα, οὔτε πάντα γνωστά·
ἕτερον δέ ἐστι τὸ γνωστὸν καὶ ἕτερον τὸ ῥητόν, ὥσπερ ἄλλο τὸ λαλεῖν
καὶ ἄλλο τὸ γινώσκειν. Πολλὰ τοίνυν τῶν περὶ Θεοῦ ἀμυδρῶς
νοουμένων οὐ καιρίως ἐκφρασθῆναι δύναται, ἀλλὰ τὰ καθ᾿ ἡμᾶς
ἀναγκαζόμεθα ἐπὶ τῶν ὑπὲρ ἡμᾶς λέγειν· ὥσπερ ἐπὶ Θεοῦ λέγομεν
ὕπνον καὶ ὀργὴν καὶ ἀμέλειαν χεῖράς τε καὶ πόδας καὶ τὰ τοιαῦτα.
Ὅτι μὲν οὖν ἐστι Θεὸς ἄναρχος, ἀτελεύτητος, αἰώνιός τε καὶ ἀΐδιος,
ἄκτιστος, ἄτρεπτος, ἀναλλοίωτος, ἁπλοῦς, ἀσύνθετος, ἀσώματος,
ἀόρατος, ἀναφής, ἀπερίγραπτος, ἄπειρος, ἀπερίληπτος, ἀκατάληπτος,
ἀπερινόητος, ἀγαθός, δίκαιος, παντοδύναμος, πάντων κτισμάτων
δημιουργός,παντοκράτωρ, παντεπόπτης, πάντων προνοητής,
ἐξουσιαστής, κριτής, καὶ γινώσκομεν καὶ ὁμολογοῦμεν.
Καὶ ὅτι εἷς ἐστι Θεὸς, ἤγουν μία οὐσία, καὶ ὅτι ἐν τρισὶν ὑποστάσεσι
γνωρίζεταί τε καὶ ἔστιν, Πατρί φημι καὶ Υἱῷ καὶ Ἁγίῳ Πνεύματι,
καὶ ὅτι ὁ Πατὴρ καὶ ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον κατὰ πάντα ἕν εἰσι,
πλὴν τῆς ἀγεννησίας καὶ τῆς γεννήσεως καὶ τῆς ἐκπορεύσεως·
καὶ ὅτι ὁ μονογενὴς Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ καὶ Θεὸς διὰ σπλάγχνα
ἐλέους αὐτοῦ, διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν, εὐδοκίᾳ τοῦ Πατρὸς καὶ
συνεργίᾳ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀσπόρως συλληφθεὶς ἀφθόρως ἐκ τῆς
Ἁγίας Παρθένου καὶ Θεοτόκου Μαρίας γεγέννηται διὰ Πνεύματος
Ἁγίου καὶ ἄνθρωπος τέλειος ἐξ αὐτῆς γέγονε·
καὶ ὅτι ὁ αὐτὸς Θεὸς τέλειός ἐστιν ὁμοῦ καὶ ἄνθρωπος τέλειος, ἐκ δύο
φύσεων,θεότητός τε καὶ ἀνθρωπότητος, καὶ ἐν δύο φύσεσι νοεραῖς
θελητικαῖς τε καὶ ἐνεργητικαῖς καὶ αὐτεξουσίοις καὶ ἁπλῶς εἰπεῖν,
τελείως ἐχούσαις κατὰ τὸν ἑκάστῃ πρέποντα ὅρον τε καὶ λόγον, θεότητί
τε καὶ ἀνθρωπότητί φημι, μιᾷ δὲ συνθέτῳ ὑποστάσει· ὅτι τε ἐπείνησε
καὶ ἐδίψησε καὶ ἐκοπίασε καὶ ἐσταυρώθη καὶ θανάτου καὶ ταφῆς πεῖραν
ἐδέξατο καὶ ἀνέστη τριήμερος καὶ εἰς οὐρανοὺς ἀνεφοίτησεν, ὅθεν καὶ
πρὸς ἡμᾶς παραγέγονε καὶ παραγενήσεται πάλιν εἰς ὕστερον, καὶ ἡ θεία
Γραφὴ μάρτυς καὶ πᾶς ὁ τῶν ἁγίων χορός.
Τί δέ ἐστι Θεοῦ οὐσία ἢ πῶς ἐστιν ἐν πᾶσιν ἢ πῶς ἐκ Θεοῦ Θεὸς
γεγέννηται ἢ ἐκπεπόρευται ἢ πῶς ἑαυτὸν κενώσας ὁ μονογενὴς
Υἱὸς καὶ Θεὸς ἄνθρωπος γέγονεν ἐκ παρθενικῶν αἱμάτων ἑτέρῳ
παρὰ τὴν φύσιν θεσμῷ πλαστουργηθεὶς ἢ πῶς ἀβρόχοις ποσὶ τοῖς
ὕδασιν ἐπεπόρευτο, καὶ ἀγνοοῦμεν καὶ λέγειν οὐ δυνάμεθα.
Οὐ δυνατὸν οὖν τι παρὰ τὰ θειωδῶς ὑπὸ τῶν θείων λογίων τῆς τε
Παλαιᾶς καὶ Καινῆς Διαθήκης ἡμῖν ἐκπεφασμένα, ἤτοι εἰρημένα καὶ
πεφανερωμένα, εἰπεῖν τι περὶ Θεοῦ ἢ ὅλως ἐννοῆσαι.
Γι’ αυτά που είναι δυνατόν να λεχθούν και γι’ αυτά που είναι άρρητα, και
για όσα μπορεί να είναι γνωστά και όσα άγνωστα.
Αυτός που θέλει να ομιλεί ή ν’ ακούει για το Θεό πρέπει να γνωρίζει καλά
ότι όσα αναφέρονται στο Θεό καθ’ εαυτόν και όσα στο έργο της οικονομίας Του,
ούτε όλα αποσιωπώνται ούτε όλα λέγονται· ούτε όλα είναι άγνωστα ούτε όλα
γνωστά. Και άλλο είναι αυτό που μπορεί να γίνει γνωστό και άλλο αυτό που
μπορεί να λεχθεί, όπως άλλο είναι το να ομιλεί κανείς και άλλο το να γνωρίζει
κάτι. Πολλά λοιπόν που αντιλαμβανόμαστε ατελώς με το νου για το Θεό
δεν μπορούμε να τα διατυπώσουμε κατάλληλα, αλλά αναγκαζόμαστε με δικές
εκφράσεις να ομιλούμε γι’ αυτά που είναι πάνω από μας (θεία)· έτσι
αποδίδουμε στο Θεό ύπνο, οργή, αμέλεια, χέρια, πόδια και τα όμοια.
Γνωρίζουμε και ομολογούμε ότι ο Θεός είναι χωρίς αρχή και τέλος, αιώνιος,
παντοτινός, αδημιούργητος, αμετάβλητος, αναλλοίωτος, απλός, ασύνθετος,
ασώματος, αόρατος, αψηλάφητος, απερίγραπτος, άπειρος, απεριόριστος,
ακατάληπτος,
αχώρητος στο νου, αγαθός, δίκαιος, παντοδύναμος, δημιουργός
όλων των κτισμάτων,παντοκράτορας, παντεπόπτης, προνοητής όλων,
εξουσιαστής και κριτής.
Γνωρίζουμε επίσης και ομολογούμε ότι ο Θεός είναι ένας, δηλαδή μία ουσία·
αποκαλύπτεται και υπάρχει σε τρεις υποστάσεις, εννοώ του Πατέρα, του Υιού
και του Αγίου Πνεύματος. Και ακόμη ότι ο Πατέρας, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα
είναι σε όλα ένα, εκτός από την αγεννησία, τη γέννηση και την εκπόρευση.
Γνωρίζουμε ακόμη και ομολογούμε ότι ο μονογενής Υιός και Λόγος του Θεού
και Θεός
ο ίδιος, από τη μεγάλη του ευσπλαγχνία και για τη δική μας σωτηρία,
με την καλή θέληση του Πατέρα του και τη συνεργία του Αγίου Πνεύματος,
συνελήφθη ασπόρως και γεννήθηκε από την αγία Παρθένο και Θεοτόκο Μαρία
με την επέλευση του Αγίου Πνεύματος· έγινε απ’αυτήν τέλειος άνθρωπος.
Γνωρίζουμε επίσης ότι ο ίδιος είναι συγχρόνως και τέλειος Θεός και τέλειος
άνθρωπος· έχει δύο φύσεις, τη θεία και την ανθρώπινη· υπάρχει σε δύο φύσεις
που έχουν νου, θέληση, ενέργεια και αυτεξούσιο· και για να το πω μ’ ένα λόγο,
είναι με δύο φύσεις, τη θεία και την ανθρώπινη, που είναι τέλειες όσον αφορά τα
γνωρίσματα που αρμόζουν στην καθεμία και αποτελούν μία σύνθετη υπόσταση.
Διότι η Αγία Γραφή και όλη η χορεία των Αγίων μαρτυρεί ότι και πείνασε και
δίψασε και κουράστηκε και σταυρώθηκε και δοκίμασε το θάνατο και την ταφή,
αλλά αναστήθηκε την τρίτη ημέρα και αναλήφθηκε στους ουρανούς, απ’ όπου
ήλθε πάλι σε μας και θα μας έλθει αργότερα.
Αγνοούμε όμως και δεν μπορούμε να πούμε ποιά είναι η ουσία του Θεού
ή πώς είναι πανταχού παρών ή πώς γεννήθηκε Θεός από Θεό και έχει
εκπορευθεί ή πώς ταπείνωσε τον εαυτό του ο μονογενής Υιός και Θεός και
έγινε άνθρωπος από παρθένο, αφού κυοφορήθηκε με άλλο τρόπο πέρα
από τον φυσικό, ή πώς περπατούσε πάνω στα νερά χωρίς να βραχούν τα πόδια
του. Δεν μπορούμε, λοιπόν, ούτε να πούμε ούτε να εννοήσουμε
κάτι άλλο απ’ αυτά που μας έχουν αποκαλυφθεί με Πνεύμα Θεού από τα
ιερά λόγια της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης, τα οποία και έχουν λεχθεί και
έχουν αποκαλυφθεί.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου