Ὅτι μὲν οὖν ἔστι Θεός, τοῖς μὲν τὰς Ἁγίας Γραφὰς δεχομένοις, τήν
τε Παλαιὰν καὶ Καινὴν Διαθήκην φημί, οὐκ ἀμφιβάλλεται, οὔτε δὲ
τοῖς τῶν Ἑλλήνων πλείστοις· ὡς γὰρ ἔφημεν, ἡ γνῶσις τοῦ εἶναι
Θεὸν φυσικῶς ἡμῖν ἐγκατέσπαρται. Ἐπειδὴ δὲ τοσοῦτον ἴσχυσεν ἡ
τοῦ πονηροῦ κακία κατά τῆς τῶν ἀνθρώπων φύσεως, ὥστε καί τινας
εἰς τὸ ἀλογώτατον καὶ πάντων κακῶν κάκιστον καταγαγεῖν τῆς
ἀπωλείας βάραθρον, τὸ λέγειν μὴ εἶναι Θεόν, ὧν τὴν ἀφροσύνην
ἐμφαίνων ὁ ἱεροφάντης ἔφη Δαυίδ· «Εἶπεν ἄφρων ἐν καρδίᾳ αὐτοῦ·
οὐκ ἔστιν Θεός», οἱ μὲν οὖν τοῦ Κυρίου μαθηταὶ καὶ ἀπόστολοι τῷ
Παναγίῳ σοφισθέντες Πνεύματι καὶ τῇ αὐτοῦ δυνάμει καὶ χάριτι
τὰς θεοσημίας ἐργαζόμενοι τῇ τῶν θαυμάτων σαγήνῃ πρὸς τὸ φῶς
τῆς θεογνωσίας ἐκ τοῦ βυθοῦ τῆς ἀγνωσίας αὐτοὺς ζωγροῦντες
ἀνῆγον.
Ὁμοίως καὶ οἱ τούτων τῆς χάριτος καὶ τῆς ἀξίας διάδοχοι, ποιμένες
τε καὶ διδάσκαλοι, τὴν φωτιστικὴν τοῦ Πνεύματος χάριν δεξάμενοι τῇ
τε τῶν θαυμάτων δυνάμει τῷ τε λόγῳ τῆς χάριτος τοὺς ἐσκοτισμένους
ἐφώτιζον καὶ τοὺς πεπλανημένους ἐπέστρεφον. Ἡμεῖς δὲ οἱ μηδὲ
τὸ τῶν θαυμάτων μηδὲ τὸ τῆς διδασκαλίας δεξάμενοι χάρισμα
(ἀναξίους γὰρ ἑαυτοὺς τῇ πρὸς τὰς ἡδονὰς προσπαθείᾳ πεποιήκαμεν)
φέρε ὀλίγα τῶν παραδεδομένων ἡμῖν ὑπὸ τῶν ὑποφητῶν τῆς χάριτος
περὶ τούτου διαλεξώμεθα τὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱὸν καὶ τὸ Πνεῦμα
τὸ Ἅγιον ἐπικαλεσάμενοι.
Πάντα τὰ ὄντα ἢ κτιστά ἐστιν ἢ ἄκτιστα. Εἰ μὲν οὖν κτιστά, πάντως
καὶ τρεπτά· ὧν γὰρ τὸ εἶναι ἀπὸ τροπῆς ἤρξατο, ταῦτα τῇ τροπῇ
ὑποκείσεται πάντως ἢ φθειρόμενα ἢ κατὰ προαίρεσιν ἀλλοιούμενα.
Εἰ δὲ ἄκτιστα, κατὰ τὸν τῆς ἀκολουθίας λόγον, πάντως καὶ ἄτρεπτα·
ὧν γὰρ τὸ εἶναι ἐναντίον, τούτων καὶ ὁ τοῦ πῶς εἶναι λόγος ἐναντίος,
ἤγουν αἱ ἰδιότητες. Τίς οὖν οὐ συνθήσεται πάντα τὰ ὄντα, ὅσα ὑπὸ τὴν
ἡμετέραν αἴσθησιν, ἀλλὰ μὴν καὶ ἀγγέλους τρέπεσθαι καὶ ἀλλοιοῦσθαι
καὶ πολυτρόπως κινεῖσθαι καὶ μεταβάλλεσθαι;
Τὰ μὲν νοητά, ἀγγέλους φημὶ καὶ ψυχὰς καὶ δαίμονας, κατὰ προαίρεσιν
τήν τε ἐν τῷ καλῷ προκοπὴν καὶ τὴν ἐκ τοῦ καλοῦ ἀποφοίτησιν,
ἐπιτεινομένην τε καὶ ὑφιεμένην, τὰ δὲ λοιπὰ κατά τε γένεσιν καὶ φθορὰν
αὔξησίν τε καὶ μείωσιν καὶ τὴν κατὰ ποιότητα μεταβολὴν καὶ τὴν
τοπικὴν κίνησιν. Τρεπτὰ τοίνυν ὄντα πάντως καὶ κτιστά. Κτιστὰ δὲ
ὄντα πάντως ὑπό τινος ἐδημιουργήθησαν. Δεῖ δὲ τὸν δημιουργὸν
ἄκτιστον εἶναι· εἰ γὰρ κἀκεῖνος ἐκτίσθη, πάντως ὑπό τινος ἐκτίσθη, ἕως
ἂν ἔλθωμεν εἴς τι ἄκτιστον. Ἄκτιστος οὖν ὢν ὁ δημιουργὸς πάντως καὶ
ἄτρεπτός ἐστι. Τοῦτο δὲ τί ἂν ἄλλο εἴη ἢ Θεός;
Καὶ αὐτὴ δὲ ἡ τῆς κτίσεως συνοχὴ καὶ συντήρησις καὶ κυβέρνησις
διδάσκει ἡμᾶς, ὅτι ἔστι Θεὸς ὁ τόδε τὸ πᾶν συστησάμενος καὶ συνέχων
καὶ συντηρῶν καὶ ἀεὶ προνοούμενος· πῶς γὰρ ἂν αἱ ἐναντίαι φύσεις,
πυρὸς λέγω καὶ ὕδατος, ἀέρος καὶ γῆς, εἰς ἑνὸς κόσμου συμπλήρωσιν
ἀλλήλοις συνεληλύθασι καὶ ἀδιάλυτοι μένουσιν, εἰ μή τις παντοδύναμος
δύναμις ταῦτα καὶ συνεβίβασε καὶ ἀεὶ τηρεῖ ἀδιάλυτα;
Τί τὸ τάξαν τὰ οὐράνια καὶ ἐπίγεια, ὅσα τε δι᾿ ἀέρος καὶ ὅσα καθ᾿
ὕδατος, μᾶλλον δὲ τὰ πρὸ τούτων, οὐρανὸν καὶ γῆν καὶ ἀέρα καὶ
φύσιν πυρός τε καὶ ὕδατος; Τίς ταῦτα ἔμιξε καὶ ἐμέρισε; Τί τὸ ταῦτα
κινῆσαν καὶ ἄγον τὴν ἄληκτον φορὰν καὶ ἀκώλυτον; Ἆρ᾿ οὐχ ὁ τεχνίτης
τούτων καὶ λόγον ἐνθεὶς πᾶσι, καθ᾿ ὃν τὸ πᾶν φέρεταί τε καὶ διεξάγεται;
Τίς δὲ ὁ τεχνίτης τούτων; Ἆρ᾿ οὐχ ὁ πεποιηκὼς ταῦτα καὶ εἰς τὸ εἶναι
παραγαγών; Οὐ γὰρ τῷ αὐτομάτῳ δώσομεν τοιαύτην δύναμιν. Ἔστω
γὰρ τὸ γενέσθαι τοῦ αὐτομάτου· τίνος τὸ τάξαι; Καὶ τοῦτο, εἰ δοκεῖ,
δῶμεν· τίνος τὸ τηρῆσαι καὶ φυλάξαι καθ᾿ οὓς πρῶτον ὑπέστη λόγους;
Ἑτέρου δηλαδὴ παρὰ τὸ αὐτόματον. Τοῦτο δὲ τί ἄλλο ἐστὶν εἰ μὴ Θεός; Απόδειξη ότι υπάρχει Θεός.
Κανείς βέβαια δεν αμφισβητεί ότι υπάρχει Θεός, ούτε αυτοί που δέχονται
την Αγία Γραφή -εννοώ και την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη-, αλλά ούτε
και οι περισσότεροι από τους Έλληνες (συγγραφείς). Διότι, όπως είπαμε,
η γνώση του Θεού έχει από τη φύση της σπαρεί μέσα μας. Επειδή όμως η
κακία του πονηρού επικράτησε πάρα πολύ στη ζωή των ανθρώπων, με
αποτέλεσμα να οδηγήσει ορισμένους στο πλέον παράλογο και χειρότερο
απ’ όλα τα κακά βάραθρο της απώλειας: να λένε δηλαδή ότι δεν υπάρχει
Θεός· την αφροσύνη τους την περιγράφει ο προφήτης Δαβίδ λέγοντας:
«Είπε ο άφρων με τη σκέψη του· δεν υπάρχει Θεός». Οι μαθητές μάλιστα
και απόστολοι του Κυρίου, αφού έγιναν σοφοί από το Πανάγιο Πνεύμα και
με τη δύναμη και τη χάρη του έκαναν θεία σημεία, αιχμαλώτισαν τους
ανθρώπους με τα δίχτυα των θαυμάτων και τους ανέσυραν από το σκοτάδι
της άγνοιας στο φως της θείας γνώσεως.
Το ίδιο και οι διάδοχοι τους στη χάρη και την αξία, οι πατέρες και δάσκαλοι,
αφού δέχθηκαν τη φωτιστική χάρη του Αγίου Πνεύματος, φώτιζαν αυτούς που
βρίσκονταν στην άγνοια και επανέφεραν στην αλήθεια τους πλανεμένους με τη
δύναμη των θαυμάτων και με τα λόγια της χάριτος. Εμείς όμως, οι οποίοι δεν
αποκτήσαμε ούτε το χάρισμα των θαυμάτων ούτε αυτό της διδασκαλίας -διότι
γίναμε ανάξιοι εξαιτίας της προσκολλήσεώς μας στις ηδονές-
ας αναπτύξουμε λίγα από εκείνα που μας έχουν παραδώσει οι ερμηνευτές της
θείας χάριτος για το θέμα αυτό, αφού ζητήσουμε τη βοήθεια του Πατέρα,
του Υιού και του Αγίου Πνεύματος.
Όλα τα όντα είναι ή κτιστά ή άκτιστα. Εάν βέβαια είναι κτιστά, σίγουρα είναι
και μεταβλητά. Διότι, εκείνα τα οποία άρχισαν την ύπαρξή τους με τη μεταβολή,
αυτά σίγουρα θα υπόκεινται στη μεταβολή ή με φυσική φθορά ή με θεληματική
αλλοίωση. Εάν όμως είναι άκτιστα, σύμφωνα με λογική ακολουθία, θα είναι
οπωσδήποτε και αμετάβλητα. Διότι αυτά που έχουν το είναι αντίθετο, αντίθετο
έχουν και τον τρόπο υπάρξεως, δηλαδή τις ιδιότητες. Ποιός, λοιπόν, δεν θα
συμφωνήσει ότι όλα τα όντα, όσα υποπίπτουν στις αισθήσεις μας, ακόμη και οι
άγγελοι, μεταβάλλονται και αλλοιώνονται και με ποικίλους τρόπους κινούνται;
Διότι τα νοητά όντα –εννοώ τους αγγέλους, τις ψυχές και τους δαίμονες-
κινούνται προαιρετικά είτε στην πρόοδο του καλού είτε στην απομάκρυνση
απ’ αυτό, η οποία άλλοτε αυξάνει κι άλλοτε ελαττώνεται. Τα υπόλοιπα όμως όντα
μεταβάλλονται με τη γέννηση, τη φθορά, την αύξηση και τη μείωση, με τη
μεταβολή στην ποιότητα και την κίνηση στο χώρο. Όντας λοιπόν μεταβλητά,
είναι σίγουρα και κτιστά. Και εφόσον είναι κτιστά, είναι βέβαιο ότι από κάποιον
δημιουργήθηκαν. Πρέπει όμως ο δημιουργός να είναι άκτιστος· εάν κι εκείνος
δημιουργήθηκε, από κάποιον δημιουργήθηκε, έως ότου φθάσουμε σε κάποιο ον
άκτιστο. Όντας λοιπόν άκτιστος ο δημιουργός, οπωσδήποτε είναι και
αμετάβλητος. Αυτό το άκτιστο ον τί άλλο θα είναι παρά ο Θεός;
Η συνοχή, η συντήρηση και η διακυβέρνηση της κτίσεως μας διδάσκει
ότι υπάρχει Θεός, ο οποίος δημιούργησε σο σύμπαν, το συγκρατεί, το
συντηρεί και πάντοτε προνοεί γι’ αυτό. Διότι, πώς είναι δυνατόν αντίθετα
στοιχεία της φύσεως, όπως η φωτιά και το νερό, ο αέρας και η γη, εάν δεν
τα συνέχει μια πανίσχυρη δύναμη που τα κρατά αδιάσπαστα πάντοτε, να
ενώνονται μεταξύ τους για ν’ αποτελέσουν μια αρμονία και να μείνουν αδιάλυτα;
Ποιά δύναμη είναι αυτή που έφερε την τάξη στα ουράνια και τα επίγεια, σε
όσα πετούν στον αέρα και όσα είναι μέσα στο νερό, και κυρίως σε όσα υπήρχαν
πριν απ’ αυτά, δηλαδή τον ουρανό, τη γη, τον αέρα και στη φύση της φωτιάς και
του νερού; Ποιός τα ανέμιξε και τα διαίρεσε; Ποιά δύναμη τα έθεσε σε κίνηση
και κατευθύνει την αδιάκοπη και ανεμπόδιστη κίνησή τους; Άραγε δεν είναι ο
δημιουργός τους που τους έδωσε τον προορισμό τους, σύμφωνα με τον οποίο το
καθένα κινείται και κατευθύνεται; Ποιός είναι ο δημιουργός τους; Δεν είναι αυτός
που τα κατασκεύασε και τα έφερε στην ύπαρξη; Διότι δεν θα θεωρήσουμε ότι η
τύχη έχει τέτοια δύναμη. Κι έστω ότι δημιουργήθηκαν από τύχη. Τίνος έργο
είναι η τάξη τους; Τίνος έργο είναι η διατήρηση και η διαφύλαξή τους,
σύμφωνα με τον αρχικό προορισμό τους;
Εννοείται κάποιου άλλου και όχι της τύχης. Κι τί είναι αυτό το άλλο παρά ο Θεός;
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 4. Περὶ τοῦ τί ἐστι Θεός; ὅτι ἀκατάληπτον
Ὅτι μὲν οὖν ἔστι Θεός, δῆλον. Τί δέ ἐστι κατ᾿ οὐσίαν καὶ φύσιν,
ἀκατάληπτον τοῦτο παντελῶς καὶ ἄγνωστον. Ὅτι μὲν γὰρ
ἀσώματον, δῆλον. Πῶς γὰρ σῶμα τὸ ἄπειρον καὶ ἀόριστον καὶ
ἀσχημάτιστον καὶ ἀναφὲς καὶ ἀόρατον καὶ ἁπλοῦν καὶ ἀσύνθετον;
Πῶς γὰρ ἄτρεπτον, εἰ περιγραπτὸν καὶ παθητόν; Καὶ πῶς ἀπαθὲς
τὸ ἐκ στοιχείων συγκείμενον καὶ εἰς αὐτὰ πάλιν ἀναλυόμενον;
Σύνθεσις γὰρ ἀρχὴ μάχης, μάχη δὲ διαστάσεως, διάστασις δὲ λύσεως·
λύσις δὲ ἀλλότριον Θεοῦ παντελῶς.
Πῶς δὲ καὶ σταθήσεται τὸ «διὰ πάντων ἥκειν καὶ πληροῦν τὰ πάντα
Θεόν», ὥς φησιν ἡ Γραφή· «Οὐχὶ τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν ἐγὼ πληρῶ,
λέγει Κύριος»; Ἀδύνατον γὰρ σῶμα διὰ σωμάτων διήκειν μὴ τέμνον καὶ
τεμνόμενον καὶ πλεκόμενον καὶ ἀντιπαρατιθέμενον, ὥσπερ ὅσα τῶν
ὑγρῶν μίγνυται καὶ συγκιρνᾶται.
Εἰ δὲ καί τινές φασιν ἄυλον σῶμα, ὡς τὸ παρὰ τοῖς τῶν Ἑλλήνων σοφοῖς
πέμπτον σῶμα λεγόμενον, ὅπερ ἀδύνατον, κινούμενον ἔσται πάντως,
ὥσπερ ὁ οὐρανός· τοῦτον γὰρ πέμπτον σῶμά φασι. Τίς οὖν ὁ τοῦτον
κινῶν; Πᾶν γὰρ κινούμενον ὑφ᾿ ἑτέρου κινεῖται. Κἀκεῖνον τίς; Καὶ τοῦτο
ἐπ᾿ ἄπειρον, ἕως ἂν καταντήσωμεν εἴς τι ἀκίνητον· τὸ γὰρ πρῶτον
κινοῦν ἀκίνητον, ὅπερ ἐστὶ τὸ θεῖον. Πῶς δὲ οὐκ ἐν τόπῳ περιγραπτὸν
τὸ κινούμενον; Μόνον οὖν τὸ θεῖον ἀκίνητον, δι᾿ ἀκινησίας τὰ πάντα
κινοῦν. Ἀσώματον τοίνυν ὑποληπτέον τὸ θεῖον.
Ἀλλ᾿ οὐδὲ τοῦτο τῆς οὐσίας παραστατικόν ἐστιν ὥσπερ οὐδὲ τὸ
ἀγέννητον καὶ τὸ ἄναρχον καὶ τὸ ἀναλλοίωτον καὶ τὸ ἄφθαρτον
καὶ ὅσα περὶ Θεοῦ ἢ περὶ Θεὸν εἶναι λέγεται· ταῦτα γὰρ οὐ τὸ τί ἐστι
σημαίνει, ἀλλὰ τί οὐκ ἔστι. Χρὴ δὲ τὸν βουλόμενον τήν τινος οὐσίαν
εἰπεῖν, τί ἐστι, φράσαι, οὐ τό τί οὐκ ἔστι· ὅμως ἐπὶ Θεοῦ, τί ἐστιν, εἰπεῖν
ἀδύνατον κατ᾿ οὐσίαν. Οἰκειότερον δὲ μᾶλλον ἐκ τῆς πάντων ἀφαιρέσεως
ποιεῖσθαι τὸν λόγον· οὐδὲν γὰρ τῶν ὄντων ἐστὶν οὐχ ὡς μὴ ὤν, ἀλλ᾿ ὡς
ὑπὲρ πάντα τὰ ὄντα καὶ ὑπὲρ αὐτό τὸ εἶναι ὤν. Εἰ γὰρ τῶν ὄντων αἱ
γνώσεις, τὸ ὑπὲρ γνῶσιν πάντως καὶ ὑπὲρ οὐσίαν ἔσται, καὶ τὸ ἀνάπαλιν
τὸ ὑπὲρ οὐσίαν καὶ ὑπὲρ γνῶσιν ἔσται.
Ἄπειρον οὖν τὸ θεῖον καὶ ἀκατάληπτον, καὶ τοῦτο μόνον αὐτοῦ
καταληπτόν, ἡ ἀπειρία καὶ ἡ ἀκαταληψία. Ὅσα δὲ λέγομεν ἐπὶ Θεοῦ
καταφατικῶς, οὐ τὴν φύσιν ἀλλὰ τὰ περὶ τὴν φύσιν δηλοῖ. Κἂν ἀγαθόν,
κἂν δίκαιον, κἂν σοφόν, κἂν ὅ τι ἂν εἴπῃς, οὐ φύσιν λέγεις Θεοῦ, ἀλλὰ τὰ
περὶ τὴν φύσιν. Εἰσὶ δὲ καί τινα καταφατικῶς ἐπὶ Θεοῦ λεγόμενα δύναμιν
ὑπεροχικῆς ἀποφάσεως ἔχοντα, οἷον σκότος λέγοντες ἐπὶ Θεοῦ οὐ σκότος
νοοῦμεν, ἀλλ᾿ ὅτι οὐκ ἔστι φῶς ἀλλ᾿ ὑπὲρ τὸ φῶς· καί φῶς ὅτι οὐκ ἔστι
σκότος. Για το τί είναι ο Θεός; Ότι δηλαδή είναι ακατάληπτος.
Είναι, λοιπόν, φανερό ότι υπάρχει Θεός. Αλλά είναι τελείως ακατάληπτο
και άγνωστο τί είναι στην ουσία και τη φύση του. Επίσης, είναι φανερό
ότι είναι ασώματος. Διότι, πώς είναι δυνατόν ο άπειρος (Θεός), ο αόριστος, ο
ασχημάτιστος, ο αψηλάφητος, ο αόρατος, ο απλός και ασύνθετος να είναι σώμα;
Κι αν μπορεί να περιγραφεί και να πάθει, πώς μπορεί να είναι και αμετάβλητος;
Και αυτό που αποτελείται από στοιχεία και διαλύεται σ’ αυτά, πώς θα είναι και
απαθές. Διότι η σύνθεση είναι αιτία διαμάχης, η διαμάχη χωρισμού και ο
χωρισμός αιτία της διασπάσεως. Και η διάσπαση είναι τελείως ξένη προς το Θεό.
Πώς όμως θα έχει ισχύ ο λόγος της Γραφής «ότι ο Θεός είναι μέσα σ’ όλα και
όλα τα γεμίζει». «Λέει ο Κύριος: δεν είμαι εγώ που γεμίζω όλο τον ουρανό και
τη γη;». Διότι είναι αδύνατο το σώμα να περνά μέσα από σώματα χωρίς να τα
τέμνει ούτε το ίδιο να τέμνεται ή να συντίθεται και να αντιπαρατίθεται, όπως
ακριβώς συμβαίνει με τα υγρά που αναμειγνύονται και αποτελούν ένα κράμα.
Και εάν πάλι ορισμένοι ισχυρίζονται ότι υπάρχει άϋλο σώμα, όπως αυτό που οι
Έλληνες σοφοί το ονόμαζουν πέμπτο σώμα -πράγμα που είναι αδύνατο-, σίγουρα
όμως αυτό θα κινείται όπως ο ουρανός. Διότι αυτός είναι το πέμπτο σώμα. Και
ποιός είναι αυτός που το κινεί; Διότι καθετί που κινείται, από άλλον κινείται. Και
εκείνον ποιός τον κινεί; Κι έτσι θα πάμε ώς το άπειρο, έως ότου φθάσουμε σε
κάτι ακίνητο. Αυτό είναι το πρώτο ακίνητο που κινεί, και είναι το θείον. Και πώς
πάλι αυτό που κινείται δεν περιορίζεται σε τόπο; Επομένως, μόνο το θείον είναι
ακίνητο και κινεί με την ακινησία του τα πάντα. Γι’ αυτό πρέπει να θεωρήσουμε
το θείο ασώματο.
Αλλά ούτε αυτό (η ακινησία) μπορεί να παραστήσει την ουσία του, όπως ούτε
η έννοια αγέννητος, άναρχος, αναλλοίωτος, άφθαρτος και όσα λέγονται για το
Θεό ή σχετικά με το Θεό. Διότι αυτά δεν φανερώνουν τί είναι ο Θεός, αλλά τί
δεν είναι. Πρέπει βέβαια αυτός που θέλει να ορίσει την ουσία κάποιου όντος
να πει τί είναι, και όχι τί δεν είναι. Όμως, για το Θεό είναι αδύνατο να πούμε τί
είναι στην ουσία του. Είναι περισσότερο εύκολο να μιλήσουμε με την αφαίρεση
όλων των ιδιωμάτων του· επειδή δεν ταυτίζεται με κανένα από τα όντα· όχι ότι
τάχα δεν υπάρχει, αλλά διότι ξεπερνά όλα τα όντα και αυτήν ακόμη την έννοια της
υπάρξεως.
Διότι, αν στα όντα ανήκουν οι γνώσεις, αυτό που ξεπερνά τη γνώση
είναι καί πάνω από την ουσία· και το αντίστροφο, αυτό που είναι πάνω από την
ουσία, είναι και πάνω από τη γνώση.
Επομένως, το θείο είναι απεριόριστο και ακατάληπτο· το μόνο που
καταλαβαίνουμε γι’ αυτό είναι το απεριόριστο και ακατάληπτό του. Και όσα
λέμε καταφατικά για το Θεό, δεν φανερώνουν τη φύση του, αλλά τα σχετικά μ’
αυτήν. Η έννοια αγαθός, δίκαιος, σοφός κι ό,τι άλλο πούμε, δεν αναφέρονται στη
φύση του Θεού αλλά στα σχετικά μ’ αυτήν. Υπάρχουν και ορισμένες καταφατικές
έννοιες που λέγονται για το Θεό με καθαρή αρνητική έννοια· π.χ. λέγοντας σκοτάδι
για το Θεό, δεν εννοούμε σκοτάδι, αλλά ότι δεν υπάρχει φώς που ξεπερνά το δικό
Του φως· και λέγοντας φως, εννοούμε ότι δεν είναι σκοτάδι.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 5. Ἀπόδειξις, ὅτι εἷς ἐστι θεὸς καὶ οὐ πολλοί.
Ὅτι μέν ἐστι Θεός, ἱκανῶς ἀποδέδεικται, καὶ ὅτι ἀκατάληπτός ἐστιν
ἡ αὐτοῦ οὐσία. Ὅτι δὲ εἷς ἐστι καὶ οὐ πολλοί, τοῖς μὲν τῇ θείᾳ
πειθομένοις Γραφῇ οὐκ ἀμφιβάλλεται. Φησὶ γὰρ ὁ Κύριος ἐν τῇ τῆς
νομοθεσίας ἀρχῇ· «Ἐγὼ Κύριος ὁ Θεός σου ὁ ἐξαγαγών σε ἐκ γῆς
Αἰγύπτου. Οὐκ ἔσονταί σοι θεοὶ ἕτεροι πλὴν ἐμοῦ», καὶ πάλιν· «Ἄκουε,
Ἰσραήλ· Κύριος ὁ Θεός σου Κύριος εἷς ἐστι». Καὶ διὰ Ἡσαΐου τοῦ
προφήτου· «Ἐγὼ γάρ, φησί, Θεὸς πρῶτος καὶ ἐγὼ μετὰ ταῦτα καὶ
πλὴν ἐμοῦ οὐκ ἔστι Θεός. Ἔμπροσθέν μου οὐκ ἐγένετο ἄλλος Θεὸς
καὶ μετ᾿ ἐμὲ οὐκ ἔσται καὶ πλὴν ἐμοῦ οὐκ ἔστι». Καὶ ὁ Κύριος δὲ ἐν
τοῖς ἱεροῖς Εὐαγγελίοις οὕτω φησὶ πρὸς τὸν Πατέρα· «Αὕτη ἐστὶν ἡ
αἰώνιος ζωή, ἵνα γινώσκωσί σε τὸν μόνον ἀληθινὸν Θεόν».
Τοῖς δὲ τῇ θείᾳ Γραφῇ μὴ πειθομένοις οὕτω διαλεξόμεθα. Τὸ θεῖον
τέλειόν ἐστι καὶ ἀνελλιπὲς κατά τε ἀγαθότητα κατά τε σοφίαν κατά
τε δύναμιν, ἄναρχον, ἀτελεύτητον, ἀΐδιον, ἀπερίγραπτον καὶ ἁπλῶς
εἰπεῖν κατὰ πάντα τέλειον. Εἰ οὖν πολλοὺς ἐροῦμεν θεούς, ἀνάγκη
διαφορὰν ἐν τοῖς πολλοῖς θεωρεῖσθαι. Εἰ γὰρ οὐδεμία διαφορὰ ἐν
αὐτοῖς, εἷς μᾶλλόν ἐστι καὶ οὐ πολλοί. Εἰ δὲ διαφορὰ ἐν αὐτοῖς, ποῦ
ἡ τελειότης; Εἴτε γὰρ κατὰ ἀγαθότητα, εἴτε κατὰ δύναμιν, εἴτε κατὰ
σοφίαν, εἴτε κατὰ χρόνον, εἴτε κατὰ τόπον ὑστερήσει τοῦ τελείου,
οὐκ ἂν εἴη Θεός.
Ἡ δὲ διὰ πάντων ταυτότης ἕνα μᾶλλον δείκνυσι καὶ οὐ πολλούς.
Πῶς δὲ καὶ πολλοῖς οὖσι τὸ ἀπερίγραπτον φυλαχθήσεται; Ἔνθα γὰρ
ἂν εἴη ὁ εἷς, οὐκ ἂν εἴη ὁ ἕτερος. Πῶς δὲ ὑπὸ πολλῶν κυβερνηθήσεται
ὁ κόσμος καὶ οὐ διαλυθήσεται καὶ διαφθαρήσεται μάχης ἐν τοῖς
κυβερνῶσι θεωρουμένης; Ἡ γὰρ διαφορὰ ἐναντίωσιν εἰσάγει. Εἰ δὲ
εἴποι τις, ὅτι ἕκαστος μέρους ἄρχει, τί τὸ τάξαν καὶ τὴν διανομὴν
αὐτοῖς ποιησάμενον; Ἐκεῖνο γὰρ ἂν εἴη μᾶλλον Θεός. Εἷς τοίνυν ἐστὶ
Θεός, τέλειος, ἀπερίγραπτος, τοῦ παντὸς ποιητὴς συνοχεύς τε καὶ
κυβερνήτης, ὑπερτελὴς καὶ προτέλειος. Πρὸς δὲ καὶ φυσικὴ ἀνάγκη
μονάδα εἶναι δυάδος ἀρχήν. Απόδειξη, ότι ένας είναι ο Θεός και όχι πολλοί.
Αποδείξαμε ικανοποιητικά ότι υπάρχει ο Θεός και ότι η ουσία του είναι
ακατάληπτη. Επίσης, όσοι πιστεύουν στην Αγία Γραφή, δεν αμφισβητούν
ότι ο Θεός είναι ένας και όχι πολλοί. Διότι το λέει ο Κύριος στην αρχή του
Νόμου (στο Μωϋσή): «Εγώ είμαι ο Κύριος και Θεός σου που σ’ έβγαλα από
τη γη της Αιγύπτου. Δεν θα λατρεύεις άλλους θεούς εκτός από μένα». Και
πάλι λέει: «Άκουσε, λαέ του Ισραήλ· ο Κύριος και Θεός σου είναι ένας».
Το λέει και με τον προφήτη Ησαΐα: «Εγώ είμαι ο πρώτος Θεός, εγώ και ο
μετέπειτα και κανένας άλλος εκτός από μένα. Δεν υπήρξε άλλος Θεός πριν
από μένα, ούτε θα υπάρξει μετά και εκτός από μένα». Και στα ιερά
Ευαγγέλια ο Κύριος λέει τα εξής προς τον Πατέρα: «Αυτή είναι η αιώνια
ζωή, να γνωρίσουν εσένα, το μοναδικό αληθινό Θεό».
Με όσους, όμως, δεν πιστεύουν στην Αγία Γραφή, θα συζητήσουμε ως εξής.
Το θείο είναι τέλειο και δεν του λείπει τίποτε ούτε στην αγαθωσύνη ούτε στη
σοφία και τη δύναμη· είναι χωρίς αρχή και τέλος, αιώνιο, απεριόριστο και
γενικά τέλειο σε όλα. Εάν, λοιπόν, παραδεχθούμε πολλούς θεούς, υποχρεωτικά
δεχόμαστε διαφορά ανάμεσα στους πολλούς. Κι αν δεν υπάρχει καμιά διαφορά
μεταξύ τους, τότε ο Θεός είναι ένας και όχι πολλοί. Αν πάλι υπάρχει διαφορά,
πού είναι η τελειότητα; Διότι, αν υστερεί από την τελειότητα σε κάτι, είτε στην
αγαθωσύνη ή τη δύναμη ή τη σοφία ή το χρόνο ή τον τόπο, τότε δεν μπορεί
να είναι Θεός.
Η ταύτιση όμως σε όλα αποδεικνύει ότι ο Θεός είναι μάλλον ένας και όχι
πολλοί. Κι αν μάλιστα είναι πολλοί, πώς θα διατηρηθεί το απεριόριστο; Διότι
όπου θα είναι ο ένας, δεν θα βρίσκεται ο άλλος. Και πώς οι πολλοί θεοί θα
διευθύνουν τον κόσμο και δεν θα τον διαλύσουν και καταστρέψουν, εφόσον
θα έχουν πόλεμο μεταξύ τους οι κυβερνήτες; Διότι η διαφορά οδηγεί στην
έχθρα. Κι αν κάποιος υποστηρίξει ότι ο καθένας κυβερνά ένα μέρος του
κόσμου, ποιός είναι αυτός που έβαλε αυτή την τάξη και έκανε τη διανομή;
Εκείνος θα είναι ασφαλώς ο Θεός. Επομένως, ένας είναι ο Θεός, τέλειος,
απεριόριστος, δημιουργός, προνοητής και κυβερνήτης του σύμπαντος, πριν
και πάνω απ’όλα τέλειος. Επιπλέον, αποτελεί και φυσικό νόμο, η μονάδα να
είναι η βάση της δυάδος.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 6. Περὶ Λόγου Θεοῦ.
Οὗτος τοίνυν ὁ εἷς καὶ μόνος Θεὸς οὐκ ἄλογός ἐστι. Λόγον δὲ ἔχων
οὐκ ἀνυπόστατον ἕξει, οὐκ ἀρξάμενον τοῦ εἶναι οὐδὲ παυσόμενον·
οὐ γὰρ ἦν, ὅτε ἦν ποτε ὁ Θεὸς Λόγος. Ἀεὶ δὲ ἔχει τὸν ἑαυτοῦ Λόγον
ἐξ αὐτοῦ γεννώμενον, οὐ κατὰ τὸν ἡμέτερον λόγον ἀνυπόστατον καὶ
εἰς ἀέρα χεόμενον, ἀλλ᾿ ἐνυπόστατον, ζῶντα, τέλειον, οὐκ ἔξω αὐτοῦ
χωροῦντα, ἀλλ᾿ ἐν αὐτῷ ἀεὶ ὄντα· ποῦ γὰρ ἔσται ἔξω αὐτοῦ γινόμενος;
Ἐπειδὴ γὰρ ἡ ἡμετέρα φύσις ἐπίκηρός ἐστι καὶ εὐδιάλυτος, διὰ τοῦτο
καὶ ὁ λόγος ἡμῶν ἐστιν ἀνυπόστατος. Ὁ δὲ Θεὸς ἀεὶ ὢν καὶ τέλειος ὢν
τέλειον καὶ ἐνυπόστατον ἕξει τὸν ἑαυτοῦ Λόγον καὶ ἀεὶ ὄντα καὶ
ζῶντα καὶ πάντα ἔχοντα, ὅσα ὁ γεννήτωρ ἔχει. Ὥσπερ γὰρ ὁ ἡμέτερος
λόγος ἐκ τοῦ νοῦ προερχόμενος οὔτε δι᾿ ὅλου ὁ αὐτός ἐστι τῷ νῷ οὔτε
παντάπασιν ἕτερος —ἐκ τοῦ νοῦ μὲν γὰρ ὢν ἄλλος ἐστὶ παρ᾿ αὐτόν,
αὐτὸν δὲ τὸν νοῦν εἰς τὸ ἐμφανὲς ἄγων οὐκέτι παντάπασιν ἕτερός ἐστι
παρὰ τὸν νοῦν, ἀλλὰ κατὰ τὴν φύσιν ἓν ὢν ἕτερόν ἐστι τῷ ὑποκειμένῳ—
οὕτω καὶ ὁ τοῦ Θεοῦ Λόγος, τῷ μὲν ὑφεστάναι καθ᾿ ἑαυτὸν διῄρηται
πρὸς ἐκεῖνον, παρ᾿ οὗ τὴν ὑπόστασιν ἔχει, τῷ δὲ ταῦτα δεικνύειν ἐν
ἑαυτῷ, ἃ περὶ τὸν Θεὸν καθορᾶται, ὁ αὐτός ἐστι κατὰ τὴν φύσιν ἐκείνῳ·
ὥσπερ γὰρ τὸ ἐν ἅπασι τέλειον ἐπὶ τοῦ Πατρὸς θεωρεῖται, οὕτως καὶ
ἐπὶ τοῦ ἐξ αὐτοῦ γεγεννημένου Λόγου θεωρηθήσεται. Για το Λόγο του Θεού.
Αυτός λοιπόν ο ένας και μοναδικός Θεός δεν είναι άλογος. Εφόσον έχει Λόγο,
δεν θα είναι χωρίς υπόσταση, ούτε θα έχει αρχή και τέλος η ύπαρξή του. Διότι,
δεν υπήρχε χρόνος, που να μην υπήρχε ο Θεός Λόγος. (Ο Θεός) έχει πάντοτε
το Λόγο του, γεννημένο απ’ Αυτόν· δεν είναι ανυπόστατος και σκορπισμένος
στον αέρα όπως ο δικός μας λόγος, αλλά είναι ενυπόστατος, ζωντανός, τέλειος.
Δεν προχωρεί έξω απ’ Αυτόν, αλλά είναι πάντοτε ενωμένος μαζί του. Διότι, πού
θα είναι, αν βγει έξω απ’ Αυτόν;
Επειδή, δηλαδή, η δική μας φύση είναι θνητή και φθαρτή, γι’ αυτό και ο λόγος
μας είναι ανυπόστατος. Ο Θεός όμως, επειδή είναι αιώνιος και τέλειος, θα έχει
και το Λόγο του τέλειο και ενυπόστατο, αιώνιο, ζωντανό και κάτοχο όλων
όσων κατέχει και ο γεννήτοράς του. Διότι, όπως ακριβώς ο δικός μας λόγος
προέρχεται από το νου αλλά δεν ταυτίζεται απόλυτα μ’ αυτόν και ούτε είναι
σε όλα διαφορετικός —διότι, αν και προέρχεται από το νου είναι κάτι άλλο
απ’ αυτόν· και παρόλο που φανερώνει το νου, δεν είναι σε όλα διαφορετικός
από το νου· αλλά, όντας κατά τη φύση όμοιος, είναι διαφορετικός στην υπόσταση—
έτσι και ο Λόγος του Θεού, με τη δική του υπόσταση είναι διαφορετικός μ’
Εκείνον (γεννήτορα), από τον οποίο έλαβε την υπόσταση· επειδή όμως δείχνει
τα ίδια που βλέπουμε στο Θεό (Πατέρα), είναι ο ίδιος στη φύση μ’ εκείνον.
Διότι, όπως βλέπουμε τον Πατέρα να είναι τέλειος σε όλα, το ίδιο βλέπουμε
και στο Λόγο που γεννήθηκε απ’ Αυτόν.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 7. Περὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος συλλογιστική ἀπόδειξις.
Δεῖ δὲ τὸν Λόγον καὶ Πνεῦμα ἔχειν· καὶ γὰρ καὶ ὁ ἡμέτερος λόγος οὐκ
ἄμοιρός ἐστι τοῦ πνεύματος. Ἀλλ᾿ ἐφ᾿ ἡμῶν μὲν τὸ πνεῦμα ἀλλότριον
τῆς ἡμετέρας ἐστὶν οὐσίας· τοῦ ἀέρος γάρ ἐστιν ὁλκὴ καὶ φορὰ
εἰσελκομένου καὶ προχεομένου πρὸς τὴν τοῦ σώματος σύστασιν, ὅπερ
ἐν τῷ καιρῷ τῆς ἐκφωνήσεως φωνὴ τοῦ λόγου γίνεται τὴν τοῦ λόγου
δύναμιν ἐν ἑαυτῇ φανεροῦσα. Ἐπὶ δὲ τῆς θείας φύσεως τῆς ἁπλῆς καὶ
ἀσυνθέτου τὸ μὲν εἶναι Πνεῦμα Θεοῦ εὐσεβῶς ὁμολογητέον διὰ τὸ μὴ
εἶναι τὸν τοῦ Θεοῦ Λόγον ἐλλιπέστερον τοῦ ἡμετέρου λόγου, οὐκ ἔστι
δὲ εὐσεβὲς ἀλλότριόν τι ἔξωθεν ἐπεισερχόμενον τῷ Θεῷ τὸ Πνεῦμα
λογίζεσθαι ὡς καὶ ἐφ᾿ ἡμῶν τῶν συνθέτων.
Ἀλλ᾿ ὥσπερ Θεοῦ Λόγον ἀκούσαντες οὐκ ἀνυπόστατον οὐδὲ ἐκ
μαθήσεως προσγινόμενον οὐδὲ διὰ φωνῆς προφερόμενον οὐδὲ εἰς
ἀέρα χεόμενον καὶ λυόμενον ᾠήθημεν, ἀλλ᾿ οὐσιωδῶς ὑφεστῶτα
προαιρετικόν τε καὶ ἐνεργὸν καὶ παντοδύναμον, οὕτω καὶ Πνεῦμα
μεμαθηκότες Θεοῦ τὸ συμπαρομαρτοῦν τῷ Λόγῳ καὶ φανεροῦν αὐτοῦ
τὴν ἐνέργειαν οὐ πνοὴν ἀνυπόστατον ἐννοοῦμεν —οὕτω γὰρ ἂν
καθαιρεῖται πρὸς ταπεινότητα τὸ μεγαλεῖον τῆς θείας φύσεως, εἰ καθ᾿
ὁμοιότητα τοῦ ἡμετέρου πνεύματος καὶ τὸ ἐν αὐτῷ Πνεῦμα ὑπονοοῖτο—
ἀλλὰ δύναμιν οὐσιώδη, αὐτὴν ἐφ᾿ ἑαυτῆς ἐν ἰδιαζούσῃ ὑποστάσει
θεωρουμένην, ἐκ τοῦ Πατρὸς προερχομένην καὶ ἐν τῷ Λόγῳ
ἀναπαυομένην καὶ αὐτοῦ οὖσαν ἐκφαντικήν, οὔτε χωρισθῆναι τοῦ
Θεοῦ, ἐν ᾧ ἐστι, καὶ τοῦ Λόγου, ᾧ συμπαρομαρτεῖ, δυναμένην οὔτε
πρὸς τὸ ἀνύπαρκτον ἀναχεομένην, ἀλλὰ καθ᾿ ὁμοιότητα τοῦ Λόγου
καθ᾿ ὑπόστασιν οὖσαν, ζῶσαν, προαιρετικήν, αὐτοκίνητον, ἐνεργόν,
πάντοτε τὸ ἀγαθὸν θέλουσαν καὶ πρὸς πᾶσαν πρόθεσιν σύνδρομον
ἔχουσαν τῇ βουλήσει τὴν δύναμιν, μήτε ἀρχὴν ἔχουσαν μήτε τέλος.
Οὔτε γὰρ ἐνέλειψέ ποτε τῷ Πατρὶ Λόγος οὔτε τῷ Λόγῳ Πνεῦμα.
Οὕτως διὰ μὲν τῆς κατὰ φύσιν ἑνότητος ἡ πολύθεος τῶν Ἑλλήνων
ἐξαφανίζεται πλάνη, διὰ δὲ τῆς τοῦ Λόγου παραδοχῆς καὶ τοῦ
Πνεύματος τῶν Ἰουδαίων καθαιρεῖται τὸ δόγμα, ἑκατέρας τε
αἱρέσεως παραμένει τὸ χρήσιμον, ἐκ μὲν τῆς Ἰουδαϊκῆς ὑπολήψεως
ἡ τῆς φύσεως ἑνότης, ἐκ δὲ τοῦ Ἑλληνισμοῦ ἡ κατὰ τὰς ὑποστάσεις
διάκρισις μόνη.
Εἰ δὲ ἀντιλέγοι ὁ Ἰουδαῖος πρὸς τὴν τοῦ Λόγου παραδοχὴν καὶ τοῦ
Πνεύματος, ὑπὸ τῆς θείας Γραφῆς ἐλεγχέσθω τε καὶ ἐπιστομιζέσθω.
Περὶ μὲν γὰρ τοῦ Λόγου φησὶν ὁ Δαυίδ· «Εἰς τὸν αἰῶνα, Κύριε, ὁ λόγος
σου διαμένει ἐν τῷ οὐρανῷ», καὶ πάλιν· «Ἀπέστειλε τὸν λόγον αὐτοῦ
καὶ ἰάσατο αὐτούς». Λόγος δὲ προφορικὸς οὐκ ἀποστέλλεται οὐδὲ εἰς
τὸν αἰῶνα διαμένει. Περὶ δὲ τοῦ Πνεύματος ὁ αὐτὸς Δαυίδ·
«Ἐξαποστελεῖς τὸ Πνεῦμά σου, καὶ κτισθήσονται», καὶ πάλιν·
«Τῷ λόγῳ Κυρίου οἱ οὐρανοὶ ἐστερεώθησαν, καὶ τῷ πνεύματι τοῦ
στόματος αὐτοῦ πᾶσα ἡ δύναμις αὐτῶν», καὶ ὁ Ἰώβ· «Πνεῦμα θεῖον
τὸ ποιῆσάν με, πνοὴ δὲ παντοκράτορος ἡ συνέχουσά με.» Πνεῦμα δὲ
ἀποστελλόμενον καὶ ποιοῦν καὶ στερεοῦν καὶ συνέχον οὐκ ἄσθμα ἐστὶ
λυόμενον, ὥσπερ οὐδὲ σωματικὸν μέλος τὸ τοῦ Θεοῦ στόμα· ἀμφότερα
γὰρ θεοπρεπῶς νοητέον. Λογική απόδειξη για το Άγιο Πνεύμα.
Πρέπει, επίσης, ο Λόγος να έχει και Πνεύμα. Ακόμη και ο δικός μας λόγος
δεν στερείται πνεύμα. Σε μας, όμως, το πνεύμα είναι ξένο στη φύση μας·
διότι πρόκειται για εισπνοή και κίνηση του αέρα, ο οποίος εισέρχεται
και διασκορπίζεται στο σώμα, για να του δώσει ζωή. Αυτό, στη διάρκεια της
ομιλίας, γίνεται φωνή του λόγου, που φανερώνει μέσα της τη δύναμη του λόγου.
Στη θεία όμως φύση, που είναι απλή και ασύνθετη, πρέπει να ομολογήσουμε
με σεβασμό ότι υπάρχει το Πνεύμα του Θεού. Διότι ο Λόγος του Θεού
δεν είναι πιο ελλιπής από το δικό μας λόγο· και δεν είναι ευσεβές να θεωρούμε
ότι το Πνεύμα εισέρχεται στο Θεό απέξω σαν κάτι το ξένο, όπως συμβαίνει
σε μας που είμαστε σύνθετοι.
Αλλά, όπως ακριβώς όταν ακούσαμε για το Λόγο του Θεού, δεν τον
θεωρήσαμε χωρίς υπόσταση ούτε ότι είναι αποτέλεσμα της μαθήσεως ή
προφέρεται με φωνή και διασκορπίζεται στον αέρα και χάνεται, αλλά
θεωρήσαμε ότι υφίσταται με ουσία, ελεύθερη βούληση, ενέργεια και
παντοδυναμία· έτσι, όταν μάθαμε και για το Πνεύμα του Θεού, το οποίο
συμμαρτυρεί για το Λόγο και φανερώνει την ενέργειά του, δεν το θεωρήσαμε
σαν κάποια πνοή χωρίς υπόσταση —διότι έτσι εξευτελίζουμε τη
μεγαλοπρέπεια της θείας φύσεως, εφόσον θεωρούμε το Πνεύμα του Θεού
σχεδόν όμοιο με το δικό μας πνεύμα.
Αντίθετα, το θεωρήσαμε δύναμη με ουσία, που έχει δική της ιδιαίτερη
υπόσταση· προέρχεται από τον Πατέρα και αναπαύεται στο Λόγο,
τον οποίο και αποκαλύπτει. Δεν είναι δυνατόν να χωριστεί από το Θεό στον
οποίο κατοικεί, ούτε από το Λόγο τον οποίο συνοδεύει· ούτε βαδίζει προς
την ανυπαρξία, αλλά είναι υποστατική δύναμη όμοια με το Λόγο,
ζωντανή, με θέληση, αυτοκινούμενη και ενεργητική·
επιθυμεί πάντοτε το αγαθό και η δύναμή της συνοδεύει τη θέληση για κάθε
καλό σκοπό· δεν έχει ούτε αρχή ούτε τέλος. Διότι ποτέ ο Λόγος
δεν απουσίασε από τον Πατέρα ούτε το Πνεύμα από το Λόγο.
Έτσι, από τη μια, με την ενότητα της φύσεως, εξαφανίζεται η πλάνη της
πολυθεΐας των Ελλήνων, κι από την άλλη, με την ομολογία της υπάρξεως
του Λόγου και του Πνεύματος, ανατρέπεται η πίστη των Ιουδαίων. Και
από τις δύο αιρετικές αποκλίσεις παραμένει η ωφέλεια: από την ιουδαϊκή
αντίληψη έχουμε την ενότητα της ουσίας, ενώ από την ελληνική τη
διάκριση των υποστάσεων.
Εάν όμως οι Ιουδαίοι έχουν αντίρρηση στην παραδοχή της υπάρξεως του
Λόγου και του Πνεύματος, η Αγία Γραφή θα τους ελέγξει και αποστομώσει.
Διότι για το Λόγο λέει ο Δαβίδ: «Ο Λόγος σου, Κύριε, θα μένει αιώνια στον
ουρανό». Και αλλού πάλι λέει: «Έστειλε το Λόγο του και τους θεράπευσε».
Αν πρόκειται για λόγο προφορικό, αυτός ούτε αποστέλλεται ούτε μένει
αιώνια. Ο ίδιος ο Δαβίδ ομιλεί και για το Πνεύμα:
«Θα στείλεις το Πνεύμα σου και θα δημιουργηθούν»· και αλλού πάλι λέει:
«Οι ουρανοί σχηματίσθηκαν με το Λόγο του Κυρίου· όλη η δύναμή τους είναι
στο Πνεύμα του στόματός του». Ο Ιώβ, επίσης, λέει: «Με δημιούργησε το
θείο Πνεύμα και με συγκρατεί η πνοή του παντοκράτορα». Και το Πνεύμα που
αποστέλλεται, δημιουργεί, σταθεροποιεί και συγκρατεί δεν είναι ένας αέρας
που χάνεται, όπως και το στόμα δεν είναι μέλος του σώματος του Θεού· διότι
και τα δύο πρέπει να τα εννοήσουμε με θεοπρεπή τρόπο.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 8. Περὶ τῆς Ἁγίας Τριάδος
Πιστεύομεν τοιγαροῦν εἰς ἕνα Θεόν, μίαν ἀρχὴν ἄναρχον, ἄκτιστον,
ἀγέννητον ἀνόλεθρόν τε καὶ ἀθάνατον, αἰώνιον, ἄπειρον,
ἀπερίγραπτον, ἀπεριόριστον, ἀπειροδύναμον, ἁπλῆν, ἀσύνθετον,
ἀσώματον, ἄρρευστον, ἀπαθῆ, ἄτρεπτον, ἀναλλοίωτον, ἀόρατον,
πηγὴν ἀγαθότητος καὶ δικαιοσύνης, φῶς νοερόν, ἀπρόσιτον, δύναμιν
οὐδενὶ μέτρῳ γνωριζομένην, μόνῳ δὲ τῷ οἰκείῳ βουλήματι
μετρουμένην —πάντα γάρ, ὅσα θέλει, δύναται— πάντων κτισμάτων
ὁρατῶν τε καὶ ἀοράτων ποιητικήν, πάντων συνεκτικὴν καὶ
συντηρητικήν, πάντων προνοητικήν, πάντων κρατοῦσαν καὶ
ἄρχουσαν καὶ βασιλεύουσαν ἀτελευτήτῳ καὶ ἀθανάτῳ βασιλείᾳ,
μηδὲν ἐναντίον ἔχουσαν, πάντα πληροῦσαν, ὑπ᾿ οὐδενὸς
περιεχομένην, αὐτὴν δὲ μᾶλλον περιέχουσαν τὰ σύμπαντα καὶ
συνέχουσαν καὶ προέχουσαν· ἀχράντως ταῖς ὅλαις οὐσίαις
ἐπιβατεύουσαν καὶ πάντων ἐπέκεινα καὶ πάσης οὐσίας ἐξῃρημένην
ὡς ὑπερούσιον καὶ ὑπὲρ τὰ ὄντα οὖσαν, ὑπέρθεον, ὑπεράγαθον,
ὑπερπλήρη, τὰς ὅλας ἀρχὰς καὶ τάξεις ἀφορίζουσαν καὶ πάσης ἀρχῆς
καὶ τάξεως ὑπεριδρυμένην ὑπὲρ οὐσίαν καὶ ζωὴν καὶ λόγον καὶ ἔννοιαν,
αὐτοφῶς, αὐτοαγαθότητα, αὐτοζωήν, αὐτοουσίαν ὡς μὴ παρ᾿
ἑτέρου τὸ εἶναι ἔχουσαν ἤ τι τῶν ὅσα ἐστίν, αὐτὴν δὲ πηγὴν οὖσαν τοῦ
εἶναι τοῖς οὖσι, τοῖς ζῶσι τῆς ζωῆς, τοῖς λόγου μετέχουσι τοῦ λόγου,
τοῖς πᾶσι πάντων ἀγαθῶν αἰτίαν· πάντα εἰδυῖαν πρὶν γενέσεως αὐτῶν·
μίαν οὐσίαν, μίαν θεότητα, μίαν δύναμιν, μίαν θέλησιν, μίαν ἐνέργειαν,
μίαν ἀρχήν, μίαν ἐξουσίαν, μίαν κυριότητα, μίαν βασιλείαν, ἐν τρισὶ
τελείαις ὑποστάσεσι γνωριζομένην τε καὶ προσκυνουμένην μιᾷ
προσκυνήσει πιστευομένην τε καὶ λατρευομένην ὑπὸ πάσης λογικῆς
κτίσεως ἀσυγχύτως ἡνωμέναις καὶ ἀδιαστάτως διαιρουμέναις· ὃ καὶ
παράδοξον· εἰς Πατέρα καὶ Υἱὸν καὶ Ἅγιον Πνεῦμα, εἰς ἃ καὶ
βεβαπτίσμεθα· οὕτω γὰρ ὁ Κύριος τοῖς ἀποστόλοις βαπτίζειν
ἐνετείλατο· «Βαπτίζοντες αὐτούς», φάσκων, «εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς
καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος».
Εἰς ἕνα Πατέρα, τὴν πάντων ἀρχὴν καὶ αἰτίαν, οὐκ ἔκ τινος
γεννηθέντα, ἀναίτιον δὲ καὶ ἀγέννητον μόνον ὑπάρχοντα,
πάντων μὲν ποιητήν, ἑνὸς δὲ μόνου Πατέρα φύσει τοῦ
μονογενοῦς Υἱοῦ αὐτοῦ, Κυρίου δὲ καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν
Ἰησοῦ Χριστοῦ, καὶ προβολέα τοῦ Παναγίου Πνεύματος. Καὶ εἰς ἕνα
Υἱὸν τοῦ Θεοῦ τὸν μονογενῆ, τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν,
τὸν ἐκ τοῦ Πατρὸς γεννηθέντα πρὸ πάντων τῶν αἰώνων, φῶς
ἐκ φωτός, Θεὸν ἀληθινὸν ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ, γεννηθέντα οὐ ποιηθέντα,
ὁμοούσιον τῷ Πατρί, δι᾿ οὗ τὰ πάντα ἐγένετο.
«Πρὸ πάντων τῶν αἰώνων» λέγοντες δείκνυμεν, ὅτι ἄχρονος καὶ
ἄναρχος αὐτοῦ ἡ γέννησις· οὐ γὰρ ἐκ τοῦ μὴ ὄντος εἰς τὸ εἶναι
παρήχθη ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, τὸ ἀπαύγασμα τῆς δόξης, ὁ χαρακτὴρ
τῆς τοῦ Πατρὸς ὑποστάσεως, ἡ ζῶσα σοφία καὶ δύναμις, ὁ λόγος
ὁ ἐνυπόστατος, ἡ οὐσιώδης καὶ τελεία καὶ ζῶσα εἰκὼν τοῦ ἀοράτου
Θεοῦ, ἀλλ᾿ ἀεὶ ἦν σὺν τῷ Πατρὶ καὶ ἐν αὐτῷ ἀιδίως καὶ ἀνάρχως
ἐξ αὐτοῦ γεγεννημένος· οὐ γὰρ ἦν ποτε ὁ Πατήρ, ὅτε οὐκ ἦν ὁ Υἱός,
ἀλλ᾿ ἅμα Πατήρ, ἅμα Υἱὸς ἐξ αὐτοῦ γεγεννημένος· Πατὴρ γὰρ ἐκτὸς
Υἱοῦ οὐκ ἂν κληθείη. Εἰ δὲ ἦν μὴ ἔχων Υἱόν, οὐκ ἦν Πατήρ, καὶ εἰ μετὰ
ταῦτα ἔσχεν Υἱόν, μετὰ ταῦτα ἐγένετο Πατὴρ μὴ ὢν πρὸ τούτου
Πατὴρ καὶ ἐτράπη ἐκ τοῦ μὴ εἶναι Πατὴρ εἰς τὸ γενέσθαι Πατήρ,
ὅπερ πάσης βλασφημίας ἐστὶ χαλεπώτερον. Ἀδύνατον γὰρ τὸν Θεὸν
εἰπεῖν ἔρημον τῆς φυσικῆς γονιμότητος· ἡ δὲ γονιμότης τὸ ἐξ αὐτοῦ
ἤγουν ἐκ τῆς ἰδίας οὐσίας ὅμοιον κατὰ φύσιν γεννᾶν.
Ἐπὶ μὲν οὖν τῆς τοῦ Υἱοῦ γεννήσεως ἀσεβὲς λέγειν χρόνον μεσιτεῦσαι
ἢ μετὰ τὸν Πατέρα τὴν τοῦ Υἱοῦ γενέσθαι ὕπαρξιν. Ἐξ αὐτοῦ γὰρ,
ἤγουν τῆς τοῦ Πατρὸς φύσεώς φαμεν τὴν τοῦ Υἱοῦ γέννησιν.
Καὶ εἰ μὴ ἐξ ἀρχῆς δῶμεν τὸν Υἱὸν συνυπάρχειν τῷ Πατρὶ ἐξ αὐτοῦ
γεγεννημένον, τροπὴν τῆς τοῦ Πατρὸς ὑποστάσεως παρεισάγομεν·
ὅτι μὴ ὢν Πατὴρ ὕστερον ἐγένετο Πατήρ· ἡ γὰρ κτίσις, εἰ καὶ μετὰ
ταῦτα γέγονεν, ἀλλ᾿ οὐκ ἐκ τῆς τοῦ Θεοῦ οὐσίας, ἐκ δὲ τοῦ μὴ ὄντος
εἰς τὸ εἶναι βουλήσει καὶ δυνάμει αὐτοῦ παρήχθη, καὶ οὐχ ἅπτεται
τροπὴ τῆς τοῦ Θεοῦ φύσεως. Γέννησις μὲν γάρ ἐστι τὸ ἐκ τῆς οὐσίας
τοῦ γεννῶντος προάγεσθαι τὸ γεννώμενον ὅμοιον κατ᾿ οὐσίαν,
κτίσις δὲ καὶ ποίησις τὸ ἔξωθεν καὶ οὐκ ἐκ τῆς οὐσίας τοῦ κτίζοντος
καὶ ποιοῦντος γίνεσθαι τὸ κτιζόμενον καὶ ποιούμενον ἀνόμοιον παντελῶς.
Ἐπὶ μὲν οὖν τοῦ μόνου ἀπαθοῦς καὶ ἀναλλοιώτου καὶ ἀτρέπτου
καὶ ἀεὶ ὡσαύτως ἔχοντος Θεοῦ καὶ τὸ γεννᾶν καὶ τὸ κτίζειν ἀπαθές·
φύσει γὰρ ὢν ἀπαθὴς καὶ ἄρρευστος ὡς ἁπλοῦς καὶ ἀσύνθετος,
οὐ πέφυκεν ὑπομένειν πάθος ἢ ῥεῦσιν οὔτε ἐν τῷ γεννᾶν οὔτε ἐν τῷ
κτίζειν οὐδέ τινος συνεργίας δεῖται, ἀλλ᾿ ἡ μὲν γέννησις ἄναρχος καὶ
ἀΐδιος φύσεως ἔργον οὖσα καὶ ἐκ τῆς οὐσίας αὐτοῦ προάγουσα, ἵνα
τροπὴν ὁ γεννῶν μὴ ὑπομείνῃ καὶ ἵνα μὴ Θεὸς πρῶτος καὶ Θεὸς
ὕστερος εἴη καὶ προσθήκην δέξηται. Ἡ δὲ κτίσις ἐπὶ Θεοῦ θελήσεως
ἔργον οὖσα οὐ συναΐδιός ἐστι τῷ Θεῷ, ἐπειδὴ οὐ πέφυκε τὸ ἐκ τοῦ
μὴ ὄντος εἰς τὸ εἶναι παραγόμενον συναΐδιον εἶναι τῷ ἀνάρχῳ καὶ
ἀεὶ ὄντι.
Ὥσπερ τοίνυν οὐχ ὁμοίως ποιεῖ ἄνθρωπος καὶ Θεός —ὁ μὲν γὰρ
ἄνθρωπος οὐδὲν ἐκ τοῦ μὴ ὄντος εἰς τὸ εἶναι παράγει, ἀλλ᾿ ὅπερ ποιεῖ
ἐκ προϋποκειμένης ὕλης ποιεῖ, οὐ θελήσας μόνον ἀλλὰ καὶ
προεπινοήσας, καὶ ἐν τῷ νῷ ἀνατυπώσας τὸ γενησόμενον, εἶτα καὶ
χερσὶν ἐργασάμενος καὶ κόπον ὑπομείνας καὶ κάματον, πολλάκις δὲ
καὶ ἀστοχήσας μὴ ἀποβάντος, καθὰ βούλεται τοῦ ἐπιτηδεύματος· ὁ δὲ
Θεὸς θελήσας μόνον ἐκ τοῦ μὴ ὄντος εἰς τὸ εἶναι τὰ πάντα παρήγαγεν—
οὕτως οὐδὲ ὁμοίως γεννᾷ Θεὸς καὶ ἄνθρωπος.
Ὁ μὲν γὰρ Θεὸς ἄχρονος ὢν καὶ ἄναρχος καὶ ἀπαθὴς καὶ ἄρρευστος
καὶ ἀσώματος καὶ μόνος καὶ ἀτελεύτητος ἀχρόνως καὶ ἀνάρχως καὶ
ἀπαθῶς καὶ ἀρρεύστως γεννᾷ καὶ ἐκτὸς συνδυασμοῦ· καὶ οὔτε ἀρχὴν
ἔχει ἡ ἀκατάληπτος αὐτοῦ γέννησις, οὔτε τέλος. Καὶ ἀνάρχως μὲν
διὰ τὸ ἄτρεπτον, ἀρρεύστως δὲ διὰ τὸ ἀπαθὲς καὶ ἀσώματον· ἐκτὸς δὲ
συνδυασμοῦ διά τε τὸ ἀσώματον πάλιν καὶ ἕνα μόνον εἶναι Θεὸν
ἀπροσδεῆ ἑτέρου· ἀτελευτήτως δὲ καὶ ἀκαταπαύστως διά τε τὸ
ἄναρχον καὶ ἄχρονον καὶ ἀτελεύτητον καὶ ἀεὶ ὡσαύτως ἔχειν·
τὸ γὰρ ἄναρχον ἀτελεύτητον, τὸ δὲ χάριτι ἀτελεύτητον οὐ πάντως
ἄναρχον ὥσπερ οἱ ἄγγελοι.
Γεννᾷ τοίνυν ὁ ἀεὶ ὢν Θεὸς τὸν ἑαυτοῦ Λόγον τέλειον ὄντα ἀνάρχως
καὶ ἀτελευτήτως, ἵνα μὴ ἐν χρόνῳ τίκτῃ Θεὸς ὁ χρόνου ἀνωτέραν
ἔχων τήν τε φύσιν καὶ τὴν ὕπαρξιν. Ὁ δὲ ἄνθρωπος δῆλον ὡς
ἐναντίως γεννᾷ ὑπὸ γένεσιν τελῶν καὶ φθορὰν καὶ ῥεῦσιν καὶ
πληθυσμὸν καὶ σῶμα περικείμενος καὶ τὸ ἄρρεν καὶ τὸ θῆλυ ἐν τῇ φύσει
κεκτημένος· ἐνδεὲς γὰρ τὸ ἄρρεν τῆς τοῦ θήλεος βοηθείας. Ἀλλ᾿ ἵλεως
εἴη ὁ πάντων ἐπέκεινα καὶ πᾶσαν νόησιν καὶ κατάληψιν ὑπερκείμενος.
Διδάσκει οὖν ἡ Ἁγία Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία ἅμα
Πατέρα καὶ ἅμα τὸν μονογενῆ αὐτοῦ Υἱὸν ἐξ αὐτοῦ γεγεννημένον
ἀχρόνως καὶ ἀρρεύστως καὶ ἀπαθῶς καὶ ἀκαταλήπτως, ὡς μόνος
ὁ τῶν ὅλων οἶδε Θεός. Ὥσπερ ἅμα τὸ πῦρ καὶ ἅμα τὸ ἐξ αὐτοῦ φῶς,
καὶ οὐ πρῶτον τὸ πῦρ καὶ μετὰ ταῦτα τὸ φῶς ἀλλ᾿ ἅμα· καὶ ὥσπερ
τὸ φῶς ἐκ τοῦ πυρὸς ἀεὶ γεννώμενον ἀεὶ ἐν αὐτῷ ἐστι μηδαμῶς
αὐτοῦ χωριζόμενον, οὕτω καὶ ὁ Υἱὸς ἐκ τοῦ Πατρὸς γεννᾶται
μηδαμῶς αὐτοῦ χωριζόμενος, ἀλλ᾿ ἀεὶ ἐν αὐτῷ ἐστιν. Ἀλλὰ τὸ μὲν
φῶς ἐκ τοῦ πυρὸς γεννώμενον ἀχωρίστως, καὶ ἐν αὐτῷ ἀεὶ μένον
οὐκ ἔχει ἰδίαν ὑπόστασιν παρὰ τὸ πῦρ —ποιότης γάρ ἐστι φυσικὴ
τοῦ πυρός—, ὁ δὲ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ὁ μονογενὴς ἐκ Πατρὸς γεννηθεὶς
ἀχωρίστως καὶ ἀδιαστάτως καὶ ἐν αὐτῷ μένων ἀεὶ ἔχει ἰδίαν
ὑπόστασιν παρὰ τὴν τοῦ Πατρός.
Λόγος μὲν οὖν καὶ ἀπαύγασμα λέγεται διὰ τὸ ἄνευ συνδυασμοῦ καὶ
ἀπαθῶς καὶ ἀχρόνως καὶ ἀρρεύστως καὶ ἀχωρίστως γεγεννῆσθαι
ἐκ τοῦ Πατρός, Υἱὸς δὲ καὶ χαρακτὴρ τῆς πατρικῆς ὑποστάσεως
διὰ τὸ τέλειον καὶ ἐνυπόστατον καὶ κατὰ πάντα ὅμοιον τῷ Πατρὶ
εἶναι πλὴν τῆς ἀγεννησίας, μονογενὴς δέ, ὅτι μόνος ἐκ μόνου τοῦ
Πατρὸς μόνως ἐγεννήθη. Οὐδὲ γὰρ ὁμοιοῦται ἑτέρα γέννησις τῇ
τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ γεννήσει, οὐδὲ γάρ ἐστιν ἄλλος Υἱὸς τοῦ Θεοῦ.
Εἰ γὰρ καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ἐκ τοῦ Πατρὸς ἐκπορεύεται, ἀλλ᾿
οὐ γεννητῶς ἀλλ᾿ ἐκπορευτῶς. Ἄλλος τρόπος ὑπάρξεως οὗτος
ἄληπτός τε καὶ ἄγνωστος, ὥσπερ καὶ ἡ τοῦ Υἱοῦ γέννησις.
Διὸ καὶ πάντα, ὅσα ἔχει ὁ Πατήρ, αὐτοῦ εἰσι πλὴν τῆς ἀγεννησίας,
ἥτις οὐ σημαίνει οὐσίας διαφορὰν οὐδὲ ἀξίωμα, ἀλλὰ τρόπον
ὑπάρξεως· ὥσπερ καὶ ὁ Ἀδὰμ ἀγέννητος ὤν –πλάσμα γάρ ἐστι Θεοῦ–
καὶ ὁ Σὴθ γεννητός –υἱὸς γάρ ἐστιν τοῦ Ἀδάμ– καὶ ἡ Εὔα ἐκ τῆς τοῦ
Ἀδὰμ πλευρᾶς ἐκπορευθεῖσα –οὐ γὰρ ἐγεννήθη αὕτη– οὐ φύσει
διαφέρουσιν ἀλλήλων –ἄνθρωποι γάρ εἰσιν–, ἀλλὰ τῷ τῆς ὑπάρξεως
τρόπῳ.
Χρὴ γὰρ εἰδέναι, ὅτι τὸ ἀγένητον διὰ τοῦ ἑνὸς Νῦ γραφόμενον τὸ
ἄκτιστον, ἤτοι τὸ μὴ γενόμενον σημαίνει· τὸ δὲ ἀγέννητον διὰ τῶν
δύο Νῦ γραφόμενον δηλοῖ τὸ μὴ γεννηθέν. Κατὰ μὲν οὖν τὸ πρῶτον
σημαινόμενον διαφέρει οὐσία οὐσίας· ἄλλη γὰρ οὐσία ἡ ἄκτιστος, ἤτοι
ἀγένητος διὰ τοῦ ἑνὸς Νῦ, καὶ ἄλλη ἡ γενητὴ, ἤτοι κτιστή. Κατὰ δὲ
τὸ δεύτερον σημαινόμενον οὐ διαφέρει οὐσία οὐσίας· παντὸς γὰρ
εἴδους ζῴων ἡ πρώτη ὑπόστασις ἀγέννητός ἐστιν, ἀλλ᾿ οὐκ ἀγένητος·
ἐκτίσθησαν μὲν γὰρ ὑπὸ τοῦ δημιουργοῦ τῷ Λόγῳ αὐτοῦ
παραχθέντα εἰς γένεσιν, οὐ μὴν ἐγεννήθησαν μὴ προϋπάρχοντος
ἑτέρου ὁμοειδοῦς, ἐξ οὗ γεννηθῶσι.
Κατὰ μὲν οὖν τὸ πρῶτον σημαινόμενον κοινωνοῦσιν αἱ τρεῖς τῆς
ἁγίας θεότητος ὑπέρθεοι ὑποστάσεις· ὁμοούσιοι γὰρ καὶ ἄκτιστοι
ὑπάρχουσι. Κατὰ δὲ τὸ δεύτερον σημαινόμενον οὐδαμῶς· μόνος γὰρ
ὁ Πατὴρ ἀγέννητος· οὐ γὰρ ἐξ ἑτέρας ἐστὶν αὐτῷ ὑποστάσεως τὸ
εἶναι. Καὶ μόνος ὁ Υἱὸς γεννητός· ἐκ τῆς τοῦ Πατρὸς γὰρ οὐσίας
ἀνάρχως καὶ ἀχρόνως γεγέννηται. Καὶ μόνον τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον
ἐκπορευτὸν ἐκ τῆς οὐσίας τοῦ Πατρός, οὐ γεννώμενον ἀλλ᾿
ἐκπορευόμενον. Οὕτω μὲν τῆς θείας διδασκούσης Γραφῆς, τοῦ δὲ
τρόπου τῆς γεννήσεως καὶ τῆς ἐκπορεύσεως ἀκαταλήπτου ὑπάρχοντος.
Καὶ τοῦτο δὲ ἰστέον, ὡς οὐκ ἐξ ἡμῶν μετηνέχθη ἐπὶ τὴν μακαρίαν
θεότητα τὸ τῆς πατρότητος καὶ υἱότητος καὶ ἐκπορεύσεως ὄνομα·
τοὐναντίον δὲ ἐκεῖθεν ἡμῖν μεταδέδοται, ὥς φησιν ὁ θεῖος ἀπόστολος·
«Διὰ τοῦτο κάμπτω τὰ γόνατά μου πρὸς τὸν Πατέρα, ἐξ οὗ πᾶσα
πατριὰ ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ γῆς».
Εἰ δὲ λέγομεν τὸν Πατέρα ἀρχὴν εἶναι τοῦ Υἱοῦ καὶ μείζονα, οὐ
προτερεύειν αὐτὸν τοῦ Υἱοῦ χρόνῳ ἢ φύσει ὑποφαίνομεν, «δι᾿ αὐτοῦ
γὰρ τοὺς αἰῶνας ἐποίησεν», οὐδὲ καθ᾿ ἕτερόν τι, εἰ μὴ κατὰ τὸ αἴτιον,
τουτέστιν ὅτι ὁ Υἱὸς ἐκ τοῦ Πατρὸς ἐγεννήθη καὶ οὐχ ὁ Πατὴρ ἐκ τοῦ
Υἱοῦ καὶ ὅτι ὁ Πατὴρ αἴτιός ἐστι τοῦ Υἱοῦ φυσικῶς, ὥσπερ οὐκ ἐκ τοῦ
φωτὸς τὸ πῦρ φαμεν προέρχεσθαι, ἀλλὰ τὸ φῶς μᾶλλον ἐκ τοῦ πυρός.
Ὅτε οὖν ἀκούσωμεν ἀρχὴν καὶ μείζονα τοῦ Υἱοῦ τὸν Πατέρα, τῷ
αἰτίῳ νοήσωμεν. Καὶ ὥσπερ οὐ λέγομεν ἑτέρας οὐσίας τὸ πῦρ καὶ
ἑτέρας τὸ φῶς, οὕτως οὐχ οἷόν τε φάναι ἑτέρας οὐσίας τὸν Πατέρα
καὶ τὸν Υἱὸν ἑτέρας, ἀλλὰ μιᾶς καὶ τῆς αὐτῆς. Καὶ καθάπερ φαμὲν
διὰ τοῦ ἐξ αὐτοῦ προερχομένου φωτὸς φαίνειν τὸ πῦρ καὶ οὐ τιθέμεθα
ὄργανον ὑπουργικὸν εἶναι τοῦ πυρὸς τὸ ἐξ αὐτοῦ φῶς, δύναμιν δὲ
μᾶλλον φυσικήν, οὕτω λέγομεν τὸν Πατέρα πάντα, ὅσα ποιεῖ,
διὰ τοῦ μονογενοῦς αὐτοῦ Υἱοῦ ποιεῖν οὐχ ὡς δι᾿ ὀργάνου
λειτουργικοῦ, ἀλλὰ φυσικῆς καὶ ἐνυποστάτου δυνάμεως.
Καὶ ὥσπερ λέγομεν τὸ πῦρ φωτίζειν καὶ πάλιν φαμὲν τὸ φῶς τοῦ
πυρὸς φωτίζειν, οὕτω «πάντα, ὅσα ποιεῖ ὁ Πατήρ, ὁμοίως καὶ ὁ
Υἱὸς ποιεῖ». Ἀλλὰ τὸ μὲν φῶς οὐκ ἰδίαν ὑπόστασιν παρὰ τὸ πῦρ
κέκτηται, ὁ δὲ Υἱὸς τελεία ὑπόστασίς ἐστι τῆς πατρικῆς ἀχώριστος
ὑποστάσεως, ὡς ἀνωτέρω παρεστήσαμεν. Ἀδύνατον γὰρ εὑρεθῆναι
ἐν τῇ κτίσει εἰκόνα ἀπαραλλάκτως ἐν ἑαυτῇ τὸν τρόπον τῆς Ἁγίας
Τριάδος παραδεικνύουσαν. Τὸ γὰρ κτιστὸν καὶ σύνθετον καὶ ῥευστὸν
καὶ τρεπτὸν καὶ περιγραπτὸν καὶ σχῆμα ἔχον καὶ φθαρτόν, πῶς
σαφῶς δηλώσει τὴν πάντων τούτων ἀπηλλαγμένην ὑπερούσιον θείαν
οὐσίαν; Πᾶσα δὲ ἡ κτίσις δῆλον ὡς τοῖς πλείοσι τούτων ἐνέχεται καὶ
πᾶσα κατὰ τὴν ἑαυτῆς φύσιν τῇ φθορᾷ ὑπόκειται.
Ὁμοίως πιστεύομεν καὶ εἰς ἓν Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, τὸ Κύριον καὶ
ζωοποιόν, τὸ ἐκ τοῦ Πατρὸς ἐκπορευόμενον καὶ ἐν Υἱῷ
ἀναπαυόμενον, τὸ τῷ Πατρὶ καὶ Υἱῷ συμπροσκυνούμενον καὶ
συνδοξαζόμενον ὡς ὁμοούσιόν τε καὶ συναΐδιον, τὸ τοῦ Θεοῦ Πνεῦμα,
τὸ εὐθές, τὸ ἡγεμονικόν, τὴν πηγὴν τῆς ζωῆς καὶ τοῦ ἁγιασμοῦ, Θεὸν
σὺν Πατρὶ καὶ Υἱῷ ὑπάρχον καὶ προσαγορευόμενον, ἄκτιστον,
πλῆρες, δημιουργόν, παντοκρατορικόν, παντουργόν, παντοδύναμον,
ἀπειροδύναμον, δεσπόζον πάσης τῆς κτίσεως οὐ δεσποζόμενον,
πληροῦν οὐ πληρούμενον, μετεχόμενον οὐ μετέχον, ἁγιάζον οὐχ
ἁγιαζόμενον, παράκλητον ὡς τὰς τῶν ὅλων παρακλήσεις δεχόμενον,
κατὰ πάντα ὅμοιον τῷ Πατρὶ καὶ τῷ Υἱῷ, ἐκ τοῦ Πατρὸς
ἐκπορευόμενον καὶ δι᾿ Υἱοῦ μεταδιδόμενον καὶ μεταλαμβανόμενον
ὑπὸ πάσης τῆς κτίσεως καὶ δι᾿ ἑαυτοῦ κτίζον καὶ οὐσιοῦν τὰ
σύμπαντα καὶ ἁγιάζον καὶ συνέχον, ἐνυπόστατον ἤτοι ἐν ἰδίᾳ
ὑποστάσει ὑπάρχον, ἀχώριστον καὶ ἀνεκφοίτητον Πατρὸς καὶ Υἱοῦ
καὶ πάντα ἔχον, ὅσα ἔχει ὁ Πατὴρ καὶ ὁ Υἱός, πλὴν τῆς ἀγεννησίας
καὶ τῆς γεννήσεως.
Ὁ μὲν γὰρ Πατὴρ ἀναίτιος καὶ ἀγέννητος –οὐ γὰρ ἔκ τινος· ἐξ
ἑαυτοῦ γάρ τὸ εἶναι ἔχει, οὐδέ τι τῶν ὅσα περ ἐξ ἑτέρου ἔχει, αὐτὸς δὲ
μᾶλλόν ἐστιν ἀρχὴ καὶ αἰτία τοῦ εἶναι καὶ τοῦ πῶς εἶναι φυσικῶς τοῖς
πᾶσιν. Ὁ δὲ Υἱὸς ἐκ τοῦ Πατρὸς γεννητῶς· τὸ δὲ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον καὶ
αὐτὸ μὲν ἐκ τοῦ Πατρός, ἀλλ᾿ οὐ γεννητῶς ἀλλ᾿ ἐκπορευτῶς. Καὶ ὅτι
μὲν ἔστι διαφορὰ γεννήσεως καὶ ἐκπορεύσεως, μεμαθήκαμεν· τίς δὲ
ὁ τρόπος τῆς διαφορᾶς, οὐδαμῶς. Ἅμα δὲ καὶ ἡ Υἱοῦ ἐκ τοῦ Πατρὸς
γέννησις, καὶ ἡ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐκπόρευσις.
Πάντα οὖν, ὅσα ἔχει ὁ Υἱός, καὶ τὸ Πνεῦμα ἐκ τοῦ Πατρὸς ἔχει καὶ
αὐτὸ τὸ εἶναι. Καὶ εἰ μὴ ὁ Πατήρ ἐστιν, οὐδὲ ὁ Υἱός ἐστιν οὐδὲ τὸ
Πνεῦμα. Καὶ εἰ μὴ ὁ Πατὴρ ἔχει τι, οὐδὲ ὁ Υἱὸς ἔχει, οὐδὲ τὸ Πνεῦμα.
Καὶ διὰ τὸν Πατέρα, τουτέστιν διὰ τὸ εἶναι τὸν Πατέρα, ἔστιν ὁ Υἱὸς
καὶ τὸ Πνεῦμα. Καὶ διὰ τὸν Πατέρα ἔχει ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Πνεῦμα πάντα,
ἃ ἔχει, τουτέστι διὰ τὸ τὸν Πατέρα ἔχειν αὐτά, πλὴν τῆς ἀγεννησίας
καὶ τῆς γεννήσεως καὶ τῆς ἐκπορεύσεως. Ἐν ταύταις γὰρ μόναις ταῖς
ὑποστατικαῖς ἰδιότησι διαφέρουσιν ἀλλήλων αἱ ἅγιαι τρεῖς ὑποστάσεις
οὐκ οὐσίᾳ, τῷ δὲ χαρακτηριστικῷ τῆς οἰκείας ὑποστάσεως ἀδιαιρέτως
διαιρούμεναι.
Φαμὲν δὲ ἕκαστον τῶν τριῶν τελείαν ἔχειν ὑπόστασιν, ἵνα μὴ ἐκ τριῶν
ἀτελῶν μίαν σύνθετον φύσιν τελείαν γνωρίσωμεν, ἀλλ᾿ ἐν τρισὶ
τελείαις ὑποστάσεσι μίαν ἁπλῆν οὐσίαν, ὑπερτελῆ καὶ προτέλειον·
πᾶν γὰρ ἐξ ἀτελῶν συγκείμενον σύνθετον πάντως ἐστίν, ἐκ δὲ τελείων
ὑποστάσεων, ἀδύνατον σύνθεσιν γενέσθαι. Ὅθεν οὐδὲ λέγομεν τὸ εἶδος
ἐξ ὑποστάσεων, ἀλλ᾿ ἐν ὑποστάσεσιν. Ἀτελῶν δὲ εἴπομεν τῶν μὴ
σῳζόντων τὸ εἶδος τοῦ ἐξ αὐτῶν ἀποτελουμένου πράγματος. Λίθος
μὲν γὰρ καὶ ξύλον καὶ σίδηρος, ἕκαστον καθ᾿ ἑαυτὸ τέλειόν ἐστι κατὰ
τὴν ἰδίαν φύσιν, πρὸς δὲ τὸ ἐξ αὐτῶν ἀποτελούμενον οἴκημα ἀτελὲς
ἕκαστον αὐτῶν ὑπάρχει· οὐδὲ γάρ ἐστιν ἕκαστον αὐτῶν καθ᾿ ἑαυτὸ
οἶκος.
Τελείας μὲν οὖν τὰς ὑποστάσεις φαμέν, ἵνα μὴ σύνθεσιν ἐπὶ τῆς θείας
νοήσωμεν φύσεως· «σύνθεσις γὰρ ἀρχὴ διαστάσεως». Καὶ πάλιν ἐν
ἀλλήλαις τὰς τρεῖς ὑποστάσεις λέγομεν, ἵνα μὴ πλῆθος καὶ δῆμον θεῶν
εἰσαγάγωμεν. Διὰ μὲν τῶν τριῶν ὑποστάσεων τὸ ἀσύνθετον καὶ
ἀσύγχυτον, διὰ δὲ τοῦ ὁμοουσίου καὶ ἐν ἀλλήλαις εἶναι τὰς ὑποστάσεις
καὶ τῆς ταυτότητος τοῦ θελήματός τε καὶ τῆς ἐνεργείας καὶ τῆς
δυνάμεως καὶ τῆς ἐξουσίας καὶ τῆς κινήσεως, ἵν᾿ οὕτως εἴπω,
τὸ ἀδιαίρετον καὶ τὸ εἶναι ἕνα Θεὸν γνωρίζομεν. Εἷς γὰρ ὄντως Θεὸς
ὁ Θεὸς καὶ ὁ Λόγος καὶ τὸ Πνεῦμα αὐτοῦ.
Χρὴ δὲ εἰδέναι, ὅτι ἕτερόν ἐστι τὸ πράγματι θεωρεῖσθαι καὶ ἄλλο τὸ
λόγῳ καὶ ἐπινοίᾳ. Ἐπὶ μὲν οὖν πάντων τῶν κτισμάτων ἡ μὲν τῶν
ὑποστάσεων διαίρεσις πράγματι θεωρεῖται· πράγματι γὰρ ὁ Πέτρος
τοῦ Παύλου κεχωρισμένος θεωρεῖται. Ἡ δὲ κοινότης καὶ ἡ συνάφεια
καὶ τὸ ἓν λόγῳ καὶ ἐπινοίᾳ θεωρεῖται. Νοοῦμεν γὰρ τῷ νῷ, ὅτι
ὁ Πέτρος καὶ ὁ Παῦλος τῆς αὐτῆς εἰσι φύσεως καὶ κοινὴν μίαν ἔχουσι
φύσιν· ἕκαστος γὰρ αὐτῶν ζῷόν ἐστι λογικὸν θνητόν, καὶ ἕκαστος
σάρξ ἐστιν ἐμψυχωμένη ψυχῇ λογικῇ τε καὶ νοερᾷ. Αὕτη οὖν ἡ κοινὴ
φύσις τῷ λόγῳ ἐστὶ θεωρητή.
Οὐδὲ γὰρ αἱ ὑποστάσεις ἐν ἀλλήλαις εἰσίν· ἰδίᾳ δὲ ἑκάστη καὶ
ἀναμέρος, ἤγουν καθ᾿ ἑαυτὴν κεχώρισται, πλεῖστα τὰ
διαιροῦντα αὐτὴν ἐκ τῆς ἑτέρας ἔχουσα· καὶ γὰρ καὶ τόπῳ
διεστήκασι καὶ χρόνῳ διαφέρουσι καὶ γνώμῃ μερίζονται καὶ ἰσχύι
καὶ μορφῇ, ἤγουν σχήματι καὶ ἕξει καὶ κράσει καὶ ἀξίᾳ καὶ
ἐπιτηδεύματι καὶ πᾶσι τοῖς χαρακτηριστικοῖς ἰδιώμασι· πλέον δὲ
πάντων τῷ μὴ ἐν ἀλλήλαις ἀλλὰ κεχωρισμένως εἶναι. Ὅθεν καὶ
δύο καὶ τρεῖς ἄνθρωποι λέγονται καὶ πολλοί.
Τοῦτο δὲ καὶ ἐπὶ πάσης ἔστιν ἰδεῖν τῆς κτίσεως. Ἐπὶ δὲ τῆς Ἁγίας
καὶ ὑπερουσίου καὶ πάντων ἐπέκεινα καὶ ἀλήπτου Τριάδος τὸ
ἀνάπαλιν. Ἐκεῖ γὰρ τὸ μὲν κοινὸν καὶ ἓν πράγματι θεωρεῖται διά τε
τὸ συναΐδιον καὶ τὸ ταυτὸν τῆς οὐσίας καὶ τῆς ἐνεργείας καὶ τοῦ
θελήματος καὶ τὴν τῆς γνώμης σύμπνοιαν τήν τε τῆς ἐξουσίας καὶ τῆς
δυνάμεως καὶ τῆς ἀγαθότητος ταυτότητα –οὐκ εἶπον ὁμοιότητα,
ἀλλὰ ταυτότητα– καὶ τὸ ἓν ἔξαλμα τῆς κινήσεως· μία γὰρ οὐσία,
μία ἀγαθότης, μία δύναμις, μία θέλησις, μία ἐνέργεια, μία ἐξουσία,
μία καὶ ἡ αὐτὴ οὐ τρεῖς ὅμοιαι ἀλλήλαις, ἀλλὰ μία καὶ ἡ αὐτὴ κίνησις
τῶν τριῶν ὑποστάσεων.
Ἓν γὰρ ἕκαστον αὐτῶν ἔχει πρὸς τὸ ἕτερον οὐχ ἧττον ἢ πρὸς ἑαυτόν,
τουτέστιν ὅτι κατὰ πάντα ἕν εἰσιν ὁ Πατὴρ καὶ ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Ἅγιον
Πνεῦμα πλὴν τῆς ἀγεννησίας καὶ τῆς γεννήσεως καὶ τῆς ἐκπορεύσεως·
ἐπινοίᾳ δὲ τὸ διῃρημένον. Ἕνα γὰρ Θεὸν γινώσκομεν, ἐν μόναις δὲ
ταῖς ἰδιότησι τῆς τε πατρότητος καὶ τῆς υἱότητος καὶ τῆς
ἐκπορεύσεως κατά τε τὸ αἴτιον καὶ αἰτιατὸν καὶ τὸ τέλειον τῆς
ὑποστάσεως, ἤτοι τὸν τῆς ὑπάρξεως τρόπον τὴν διαφορὰν ἐννοοῦμεν.
Οὔτε γὰρ τοπικὴν διάστασιν ὡς ἐφ᾿ ἡμῶν δυνάμεθα ἐπὶ τῆς
ἀπεριγράπτου λέγειν θεότητος–ἐν ἀλλήλαις γὰρ αἱ ὑποστάσεις εἰσίν,
οὐχ ὥστε συγχεῖσθαι, ἀλλ᾿ ὥστε ἔχεσθαι κατὰ τὸν τοῦ Κυρίου λόγον·
«Ἐγὼ ἐν τῷ Πατρί, καὶ ὁ Πατὴρ ἐν ἐμοί», φήσαντος οὔτε θελήματος
διαφορὰν ἢ γνώμης ἢ ἐνεργείας ἢ δυνάμεως ἤ τινος ἑτέρου, ἅτινα τὴν
πραγματικὴν καὶ δι᾿ ὅλου ἐν ἡμῖν γεννῶσι διαίρεσιν.
Διὸ οὐδὲ τρεῖς Θεοὺς λέγομεν τὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱὸν καὶ τὸ Ἅγιον
Πνεῦμα, ἕνα δὲ μᾶλλον Θεόν, τὴν Ἁγίαν Τριάδα, εἰς ἓν αἴτιον Υἱοῦ καὶ
Πνεύματος ἀναφερομένων, οὐ συντιθεμένων οὐδὲ συναλειφομένων
κατὰ τὴν Σαβελλίου συναίρεσιν –ἑνοῦνται γάρ, ὡς ἔφημεν, οὐχ ὥστε
συγχεῖσθαι, ἀλλ᾿ ὥστε ἔχεσθαι ἀλλήλων· καὶ τὴν ἐν ἀλλήλαις
περιχώρησιν ἔχουσι δίχα πάσης συναλοιφῆς καὶ συμφύρσεως– οὐδὲ
ἐξισταμένων ἢ κατ᾿ οὐσίαν τεμνομένων κατὰ τὴν Ἀρείου διαίρεσιν.
Ἀμέριστος γὰρ ἐν μεμερισμένοις, εἰ δεῖ συντόμως εἰπεῖν, ἡ θεότης καὶ
οἷον ἐν ἡλίοις τρισὶν ἐχομένοις ἀλλήλων καὶ ἀδιαστάτοις οὖσι μία τοῦ
φωτὸς σύγκρασίς τε καὶ συνάφεια.
Ὅταν μὲν οὖν πρὸς τὴν θεότητα βλέψωμεν καὶ τὴν πρώτην αἰτίαν
καὶ τὴν μοναρχίαν καὶ τὸ ἓν καὶ ταὐτὸν τῆς θεότητος, ἵν᾿ οὕτως εἴπω,
κίνημά τε καὶ βούλημα καὶ τὴν τῆς οὐσίας καὶ δυνάμεως καὶ ἐνεργείας
καὶ κυριότητος ταυτότητα, ἓν ἡμῖν τὸ φανταζόμενον. Ὅταν δὲ πρὸς
τὰ ἐν οἷς ἡ θεότης, ἤ, τό γε ἀκριβέστερον εἰπεῖν, ἃ ἡ θεότης καὶ τὰ ἐκ
τῆς πρώτης αἰτίας ἀχρόνως ἐκεῖθεν ὄντα καὶ ὁμοδόξως καὶ
ἀδιαστάτως, τουτέστι τὰς ὑποστάσεις τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Πνεύματος,
τρία τὰ προσκυνούμενα.
Εἷς Πατὴρ ὁ Πατὴρ καὶ ἄναρχος, τουτέστιν ἀναίτιος· οὐ γὰρ ἔκ τινος.
Εἷς Υἱὸς ὁ Υἱὸς καὶ οὐκ ἄναρχος, τουτέστιν οὐκ ἀναίτιος· ἐκ τοῦ
Πατρὸς γάρ. Εἰ δὲ τὴν ἀπὸ χρόνου λάβοις ἀρχήν, καὶ ἄναρχος·
ποιητὴς γὰρ χρόνων οὐχ ὑπὸ χρόνον. Ἓν Πνεῦμα τό Ἅγιον Πνεῦμα,
προϊὸν μὲν ἐκ τοῦ Πατρός, οὐχ υἱϊκῶς δὲ ἀλλ᾿ ἐκπορευτῶς· οὔτε τοῦ
Πατρὸς ἐκστάντος τῆς ἀγεννησίας, διότι γεγέννηκεν, οὔτε τοῦ Υἱοῦ
τῆς γεννήσεως, ὅτι ἐκ τοῦ ἀγεννήτου· πῶς γάρ; Οὔτε τοῦ Πνεύματος
ἢ εἰς Πατέρα μεταπίπτοντος ἢ εἰς Υἱόν, ὅτι ἐκπεπόρευται καὶ ὅτι
Θεός· ἡ γὰρ ἰδιότης ἀκίνητος. Ἢ πῶς ἂν ἰδιότης μένοι, κινουμένη καὶ
μεταπίπτουσα; εἰ γὰρ Υἱὸς ὁ Πατήρ, οὐ Πατὴρ κυρίως· εἷς γὰρ
κυρίως Πατήρ. Καὶ εἰ Πατὴρ ὁ Υἱός, οὐ κυρίως Υἱός· εἷς γὰρ κυρίως
Υἱὸς καὶ ἓν Πνεῦμα Ἅγιον.
Χρὴ γινώσκειν, ὅτι τὸν Πατέρα οὐ λέγομεν ἔκ τινος· λέγομεν δὲ αὐτὸν
τοῦ Υἱοῦ Πατέρα. Τὸν δὲ Υἱὸν οὐ λέγομεν αἴτιον οὐδὲ Πατέρα·
λέγομεν δὲ αὐτὸν καὶ ἐκ τοῦ Πατρὸς καὶ Υἱὸν τοῦ Πατρός. Τὸ δὲ
Πνεῦμα τὸ Ἅγιον καὶ ἐκ τοῦ Πατρὸς λέγομεν καὶ Πνεῦμα Πατρὸς
ὀνομάζομεν. Ἐκ τοῦ Υἱοῦ δὲ τὸ Πνεῦμα οὐ λέγομεν. Πνεῦμα δὲ Υἱοῦ
ὀνομάζομεν· «εἴ τις γὰρ Πνεῦμα Χριστοῦ οὐκ ἔχει», φησὶν ὁ θεῖος
ἀπόστολος, «οὗτος οὐκ ἔστιν αὐτοῦ». Καὶ δι᾿ Υἱοῦ πεφανερῶσθαι
καὶ μεταδίδοσθαι ἡμῖν ὁμολογοῦμεν· «Ἐνεφύσησε» γὰρ, φησί, καὶ εἶπε
τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ· «Λάβετε Πνεῦμα Ἅγιον»· ὥσπερ ἐκ τοῦ ἡλίου
μὲν ἥ τε ἀκτὶς καὶ ἡ ἔλλαμψις –αὐτὸς γάρ ἐστιν ἡ πηγὴ τῆς τε ἀκτῖνος
καὶ τῆς ἐλλάμψεως–, διὰ δὲ τῆς ἀκτῖνος ἡ ἔλλαμψις ἡμῖν μεταδίδοται
καὶ αὕτη ἐστὶν ἡ φωτίζουσα ἡμᾶς καὶ μετεχομένη ὑφ᾿ ἡμῶν. Τὸν δὲ
Υἱὸν οὔτε τοῦ Πνεύματος λέγομεν οὔτε μὴν ἐκ τοῦ Πνεύματος. Για την Αγία Τριάδα
Γι’ αυτό πιστεύουμε σ’ ένα Θεό, τον πρωταρχικό αίτιο, τον αδημιούργητο,
αγέννητο, άφθαρτο και αθάνατο, αιώνιο, άπειρο,
απερίγραπτο, απεριόριστο, παντοδύναμο, απλό, ασύνθετο,
ασώματο, αμετάβλητο, απαθή, άτρεπτο, αναλλοίωτο, αόρατο· σ’ Αυτόν που
είναι πηγή αγαθότητος και δικαιοσύνης, νοερό φως και απρόσιτο, δύναμη που
ξεπερνά κάθε μέτρο και μετριέται μόνο με το δικό της θέλημα
—διότι κατορθώνει όλα όσα θέλει—· σ’ Αυτόν που δημιουργεί όλα
τα κτίσματα, ορατά και αόρατα, που όλα τα συνέχει, τα συντηρεί
και τα προνοεί· εξουσιάζει, κυβερνά και βασιλεύει πάνω σ’ όλα,
με βασιλεία ατέλεστη και αθάνατη, στην οποία τίποτε
δεν αντιστέκεται· όλα τα γεμίζει και από τίποτε δεν περιέχεται,
και μάλλον η ίδια περικλείει τα σύμπαντα, τα συγκρατεί και είναι
ανώτερη απ’ αυτά. (Πιστεύουμε σε μία δύναμη) που με άσπιλο τρόπο
ζωογονεί όλα τα όντα και είναι πάνω απ’ αυτά· ξεχωρίζει από κάθε ον,
επειδή είναι υπερούσια ουσία, ανώτερη από τα κτίσματα, υπέρθεη, υπεράγαθη,
υπερπλήρης· που ορίζει όλες τις αρχές και εξουσίες και βρίσκεται πάνω από
κάθε αρχή και εξουσία, πάνω από κάθε ουσία, ζωή, λόγο και νόημα·
είναι η ίδια το φως, η ίδια η αγαθοσύνη, η ίδια η ζωή, η ίδια η ουσία, διότι δεν
δεν έχει την ύπαρξη από άλλον ή από κάποιο υπάρχον ον, αλλά η ίδια είναι η
αιτία της υπάρξεως, η ζωή των ζώντων, ο λόγος όσων έχουν λογική, η αιτία
κάθε καλού για όλα. Τα γνωρίζει όλα προτού δημιουργηθούν.
Είναι μία ουσία, μία θεότητα, μία δύναμη, μία θέληση, μία ενέργεια,
μία αρχή, μία εξουσία, μία κυριότητα, μία βασιλεία, την οποία γνωρίζουμε
σε τρεις τέλειες υποστάσεις και την προσκυνάμε με μία συγχρόνως
προσκύνηση· κάθε λογική ύπαρξη της δημιουργίας πιστεύει και λατρεύει (τις
τρεις υποστάσεις) που είναι ενωμένες ασύγχυτα και διακρίνονται αχώριστα.
Αυτό είναι το παράδοξο (για τη λογική). (Πιστεύουμε) στον Πατέρα, τον Υιό
και το Άγιο Πνεύμα, που στο όνομά τους έχουμε βαπτισθεί. Διότι ο Κύριος
στους αποστόλους αυτή την εντολή έδωσε, όταν βαπτίζουν. Είπε, «να βαπτίζουν
αυτούς στο όνομα του Πατέρα και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος».
(Πιστεύουμε) σ’ ένα Πατέρα, τη δημιουργική αρχή και αιτία όλων, ο οποίος
δεν γεννήθηκε από κάποιον, αλλά είναι ο μόνος χωρίς αρχική αιτία και
αγέννητος· που είναι δημιουργός όλων, αλλά κατά φύσιν Πατέρας μόνον του
μονογενή Υιού του, του Κυρίου και Θεού και Σωτήρα μας Ιησού Χριστού,
ο οποίος και εκπορεύει το Πανάγιο Πνεύμα. Πιστεύουμε και σ’ ένα Υιό,
μονογενή υιό του Θεού (Πατέρα), τον Κύριό μας Ιησού Χριστό,
που
γεννήθηκε από τον Πατέρα πριν απ’ όλους τους αιώνες, φως (ο Υιός) από το
φως (του Πατέρα), αληθινός Θεός από αληθινό Θεό, που γεννήθηκε και δεν
δημιουργήθηκε, ομοούσιος με τον Πατέρα, και ο οποίος δημιούργησε τα πάντα.
Λέγοντας «προ πάντων των αιώνων» δείχνουμε ότι η γέννησή του είναι
άχρονη και άναρχη. Διότι ο Υιός του Θεού δεν προήλθε από την ανυπαρξία
στην ύπαρξη, καθώς είναι η ακτινοβολία της θείας δόξης, ο τύπος της
υποστάσεως του Πατέρα, η ζωντανή σοφία και δύναμη, ο ενυπόστατος
λόγος, η τέλεια και ζωντανή εικόνα της ουσίας του αόρατου Θεού· ήταν
πάντοτε με τον Πατέρα στους κόλπους του και γεννήθηκε απ’ Αυτόν
προαιωνίως και χωρίς αρχή. Δεν υπήρχε χρόνος που ο Πατέρας ήταν χωρίς τον
Υιό, αλλά ο Πατέρας και ο Υιός, που γεννήθηκε απ’ Αυτόν, υπήρχαν συγχρόνως·
διότι χωρίς Υιό, δεν καλείται Πατέρας. Εάν δεν είχε Υιό, δεν θα ήταν Πατέρας·
κι αν απόκτησε κατόπιν Υιό, έγινε Πατέρας μετά τη γέννηση, χωρίς να είναι
πριν απ’ αυτήν· και μεταβλήθηκε από το να μην είναι Πατέρας στην κατάσταση
να γίνει Πατέρας, το οποίο είναι χειρότερο από κάθε βλασφημία. Διότι είναι
αδύνατο να πούμε για τον Πατέρα ότι δεν έχει τη φυσική γονιμότητα· και η
γονιμότητα έχει την ιδιότητα να γεννά όμοιο απόγονο από την ίδια φύση.
Για τη γέννηση του Υιού είναι ασέβεια να λέμε ότι μεσολάβησε χρονικό
διάστημα και ότι ο Υιός γεννήθηκε χρονικά μετά τον Πατέρα.
Διότι ισχυριζόμαστε ότι η γέννηση του Υιού είναι από την ουσία του Πατέρα. Και αν
δεν δεχθούμε ότι ο Υιός από την αρχή συνυπήρχε με τον Πατέρα, από τον οποίο
και γεννήθηκε, θεσμοθετούμε μεταβολή στην υπόσταση του Πατέρα· ότι,
δηλαδή, δεν ήταν στην αρχή Πατέρας αλλά έγινε κατόπιν. Μπορεί βέβαια η κτίση
να έγινε μετέπειτα, αλλά δεν προήλθε από την ουσία του Πατέρα, εφόσον
δημιουργήθηκε από την ανυπαρξία στην ύπαρξη με τη θέληση και τη δύναμή Του·
έτσι αυτό δεν σημαίνει μεταβολή στη φύση του Θεού. Διότι, γέννηση σημαίνει
προέλευση του γεννημένου από την ουσία του γεννήτορα και ομοιότητα
στην ουσία· αντίθετα, πλάση και δημιουργία σημαίνει ότι το δημιούργημα είναι
απέξω και όχι από την ουσία του δημιουργού και παντελώς ανόμοιο.
Για το Θεό όμως, ο οποίος είναι ο μόνος απαθής, αναλλοίωτος, αμετάβλητος
και παραμένει αιώνια στην ίδια κατάσταση, και η γέννηση και η δημιουργία
είναι απαθείς ιδιότητες. Αφού, σαν απλός και ασύνθετος, είναι από τη φύση
του απαθής και αμετάβλητος· δεν είναι στη φύση του να υφίσταται πάθος ή
μεταβολή, ούτε όταν γεννά ούτε όταν δημιουργεί, και δεν χρειάζεται βοήθεια
από κανέναν. Η γέννησή του είναι χωρίς αρχή και αιώνια, επειδή είναι έργο της
φύσεως και προέρχεται από την ουσία του· έτσι ο γεννήτορας δεν υφίσταται
μεταβολή· δεν υπάρχει προηγούμενος και επόμενος Θεός, ώστε να δεχθεί
προσθήκη. Η κτίση, όντας έργο της θελήσεως του Θεού, δεν έχει την ίδια
ουσία με το Θεό, επειδή αυτό που προέρχεται από το μηδέν δεν γίνεται να
είναι σύγχρονο με το άναρχο και αιώνιο.
Όπως λοιπόν ο άνθρωπος και ο Θεός δεν δημιουργούν με ίδιο τρόπο —διότι
ο άνθρωπος τίποτε δεν δημιουργεί από το μηδέν, αλλά ό,τι φτιάχνει, το κάνει
από προϋπάρχουσα ύλη· και το κάνει όχι μόνο επειδή το θέλησε, αλλά και αφού
σκέφτηκε και σχεδίασε πρώτα στο νου του το μελλούμενο να γίνει· έπειτα
το δουλεύει με τα χέρια και υπομένει κόπο και κούραση· και πολλές φορές
απέτυχε, διότι δεν έγινε το έργο του όπως το θέλει· αντίθετα ο Θεός, μόνο με
τη θέλησή του τα δημιούργησε όλα από το μηδέν στην ύπαρξη— έτσι, λοιπόν,
δεν δημιουργεί με τον ίδιο τρόπο ο Θεός και ο άνθρωπος.
Διότι ο Θεός, όντας έξω από το χρόνο και χωρίς αρχή, απαθής, αμετάβλητος,
ασώματος, μόνος και αιώνιος, γεννά εκτός χρόνου και χωρίς αρχή, απαθώς
και χωρίς μεταβολή και δίχως συνεργασία. Μάλιστα, η ακατάληπτη γέννησή
του δεν έχει ούτε αρχή ούτε τέλος. Γεννά χωρίς αρχή, διότι είναι αμετάβλητος·
γεννά χωρίς μεταβολή, διότι είναι απαθής και χωρίς σώμα· γεννά, επίσης, χωρίς
συνεργασία, διότι είναι και πάλι ασώματος, ένας και μοναδικός Θεός, χωρίς
να έχει την ανάγκη άλλου· και γεννά χωρίς τέλος και διακοπή, επειδή είναι
άναρχος, άχρονος, αιώνιος και αμετάβλητος πάντοτε. Διότι το από τη φύση του
χωρίς αρχή είναι και χωρίς τέλος, ενώ εκείνο που χαριστικά είναι χωρίς τέλος
δεν είναι και οπωσδήποτε χωρίς αρχή, όπως συμβαίνει με τους αγγέλους.
Ο αιώνιος, λοιπόν, Θεός γεννά χωρίς αρχή και τέλος το Λόγο του, που είναι
τέλειος· έτσι ώστε να μη γεννά μέσα στο χρόνο ο Θεός, που έχει τη φύση και
την ύπαρξή του πάνω από το χρόνο. Ενώ ο άνθρωπος είναι φανερό ότι γεννά
με αντίθετο τρόπο, διότι και ο ίδιος γεννιέται και φθείρεται, είναι ρευστός
και πολλαπλασιάζεται, έχει σώμα και διακρίνεται η φύση του σε αρσενικό
και θηλυκό γένος. Διότι το αρσενικό γένος χρειάζεται τη βοήθεια του
θηλυκού. Αλλά ας μας σπλαγχνισθεί ο Θεός ο οποίος είναι πέρα απ’ όλα και
ξεπερνά κάθε έννοια και αντίληψη.
Η Αγία Καθολική και Αποστολική Εκκλησία διδάσκει ότι υπάρχει συγχρόνως
ο Πατέρας και ο μονογενής του Υιός, ο οποίος γεννήθηκε απ’ Αυτόν εκτός
χρόνου, με τρόπο αμετάβλητο, απαθή και ακατάληπτο, όπως το γνωρίζει
μόνον ο Θεός του σύμπαντος. Συμβαίνει το ίδιο με τη φωτιά, που υπάρχει
ταυτόχρονα με το φως της, και όχι πρώτα η φωτιά και μετά το φως, αλλά
ταυτόχρονα. Και όπως το φως προέρχεται από τη φωτιά και είναι πάντοτε μαζί
της, χωρίς καθόλου να ξεχωρίζει, έτσι και ο Υιός γεννιέται από τον Πατέρα
χωρίς καθόλου να χωρίζεται απ’ Αυτόν· αλλά πάντοτε είναι μαζί του. Το φως
όμως, αν και προέρχεται χωρίς να ξεχωρίζει από τη φωτιά και μένει πάντοτε
μαζί της, δεν έχει δική του ξεχωριστή ύπαρξη από τη φωτιά —διότι είναι
φυσική ποιότητα της φωτιάς. Αντίθετα, ο μονογενής Υιός του Θεού, που
γεννήθηκε αχώριστα και αδιάσπαστα από τον Πατέρα και μένει πάντοτε
ενωμένος μαζί Του, έχει ιδιαίτερη υπόσταση απ’ αυτήν του Πατέρα.
Ο Λόγος, λοιπόν, ονομάζεται και απαύγασμα (λάμψη) του Πατέρα, διότι
γεννήθηκε απ’ Αυτόν χωρίς συνεργασία, με τρόπο απαθή, πέρα από το χρόνο,
αμετάβλητο και αχώριστο. Ονομάζεται, επίσης, Υιός και χαρακτήρας της
υποστάσεως του Πατέρα, επειδή είναι τέλειος, έχει δική του υπόσταση και
είναι όμοιος σε όλα με τον Πατέρα, εκτός από την ιδιότητα της αγεννησίας.
Ονομάζεται μονογενής, διότι μόνος αυτός γεννήθηκε από τον Πατέρα μόνο.
Καμιά άλλη γέννηση δεν εξομοιώνεται
με τη γέννηση του Υιού του Θεού, ούτε υπάρχει άλλος Υιός του Θεού.
Ακόμη και το Άγιο Πνεύμα, το οποίο εκπορεύεται από τον Πατέρα, παρ’ όλα
αυτά δεν γεννιέται αλλά εκπορεύεται. Αυτό αποτελεί άλλο τρόπο υπάρξεως,
ακατάληπτο και άγνωστο, όπως και η γέννηση του Υιού.
Γι’ αυτό το λόγο, όσα έχει ο Πατέρας, είναι και δικά του, εκτός από την
αγεννησία, η οποία δεν σημαίνει διαφορά στην ουσία ή στο αξίωμα, αλλά στον
τρόπο υπάρξεως. Όπως και ο Αδάμ που δεν γεννήθηκε (από άνθρωπο) διότι
τον έπλασε ο Θεός, και ο Σήθ που γεννήθηκε αφού είναι παιδί του Αδάμ, και η
Εύα που προήλθε από την πλευρά του Αδάμ καθώς δεν γεννήθηκε, όλοι αυτοί
δεν διαφέρουν στη φύση μεταξύ τους –διότι όλοι είναι το ίδιο άνθρωποι–, αλλά
διαφέρουν στον τρόπο της υπάρξεως.
Και πρέπει να γνωρίζουμε ότι η λέξη «αγένητο» που γράφεται με ένα «ν»
σημαίνει το άκτιστο, δηλαδή το αδημιούργητο· ενώ η λέξη «αγέννητο» με δύο
«ν» σημαίνει αυτό που δεν έχει γεννηθεί. Σύμφωνα με τη σημασία της πρώτης
λέξεως διαφέρει η μία ουσία από την άλλη· διότι άλλη ουσία είναι το άκτιστο,
δηλαδή το αγένητο μ’ ένα «ν», και άλλη το γεννητό, δηλαδή το κτιστό.
Σύμφωνα όμως με τη δεύτερη σημασία της λέξεως δεν διαφέρει η μία ουσία
από την άλλη· διότι η αρχική υπόσταση κάθε είδους ζώου είναι αγέννητη (μη
δημιουργημένη), όχι αγένητη (άκτιστη). Διότι δημιουργήθηκαν και ήλθαν στην
ύπαρξη από το δημιουργό Λόγο· και δεν δημιουργήθηκαν, επειδή δεν υπήρχε
κάποιο άλλο όμοιο ον, από το οποίο να πλασθούν.
Συνεπώς, με την πρώτη σημασία της λέξεως συμφωνούν οι τρεις υπέρθεες
υποστάσεις της αγίας θεότητος· διότι είναι ομοούσιες και άκτιστες.
Δεν συμφωνούν όμως καθόλου με τη σημασία της δεύτερης λέξεως. Διότι
μόνον
ο Πατέρας είναι αγέννητος· δεν προήλθε η ύπαρξή του από κάποια άλλη
υπόσταση. Και μόνον ο Υιός είναι γεννητός· διότι έχει γεννηθεί χωρίς αρχή
και τέλος από την ουσία του Πατέρα. Και μόνο το Άγιο Πνεύμα είναι
εκπορευτό από την ουσία του Πατέρα, όχι γεννημένο αλλά εκπορευόμενο.
Έτσι μας διδάσκει η Αγία Γραφή, ενώ ο τρόπος και της γεννήσεως και της
εκπορεύσεως παραμένει ακατάληπτος.
Πρέπει να γνωρίζουμε και το εξής· η ιδιότητα της πατρότητας, της υιότητας και
της εκπορεύσεως δεν μεταφέρθηκε στη μακαρία θεότητα από τη δική μας
κατάσταση. Το αντίθετο· από εκεί έχει δοθεί σε μας, όπως λέει ο θείος
Απόστολος: «Γι’ αυτό λυγίζω τα γόνατά μου μπροστά στον Πατέρα, από τον
οποίο προέρχεται κάθε πατρότητα και στον ουρανό και στη γη».
Αν μάλιστα λέμε ότι ο Πατέρας είναι η αρχική αιτία του Υιού και μεγαλύτερος,
δεν εννοούμε ότι Αυτός προηγείται από τον Υιό στο χρόνο και τη φύση, διότι
«μ’ αυτόν (τον Υιό) κατασκεύασε το σύμπαν». Ούτε εννοούμε ότι προηγείται
σε κάτι άλλο, παρά
μόνο στην αιτία· δηλαδή, ο Υιός γεννήθηκε από τον
Πατέρα και όχι ο Πατέρας από τον Υιό· ο Πατέρας είναι αίτιος του Υιού στην
ουσία, όπως η φωτιά δεν προέρχεται από το φως, αλλά μάλλον το φως από τη
φωτιά.
Όταν, λοιπόν, ακούσουμε ότι ο Πατέρας είναι η αρχική ουσία του Υιού και
μεγαλύτερός του, ας εννοήσουμε ότι είναι στην αιτία. Και όπως δεν λέμε ότι
είναι από άλλη ουσία η φωτιά και από άλλη το φως, έτσι δεν είναι δυνατόν να
πούμε ότι ο Πατέρας είναι από άλλη ουσία και από άλλη ο Υιός, αλλά είναι
από τη μία και ίδια ουσία. Και όπως λέμε
ότι η φωτιά φωτίζει με το φως που βγαίνει απ’ αυτήν, και δεν θεωρούμε το
φως που πηγάζει από τη φωτιά ως υπηρετικό όργανό της, αλλά μάλλον ως
φυσική της ιδιότητα, έτσι λέμε ότι ο Πατέρας όλα όσα κάνει, τα κάνει
με το μονογενή του Υιό, ο οποίος δεν λειτουργεί ως υπηρετικό
όργανο, αλλά ως φυσική και ενυπόστατη δύναμη (του Πατέρα).
Και όπως λέμε ότι η φωτιά φωτίζει και ότι το φως της φωτιάς επίσης φωτίζει,
κατά τον ίδιο τρόπο «όλα, όσα κάνει ο Πατέρας, τα ίδια κάνει και ο Υιός».
Αλλά, ενώ το φως δεν έχει ιδιαίτερη υπόσταση από τη φωτιά, ο Υιός
αποτελεί τέλεια υπόσταση και είναι αχώριστος από την υπόσταση του Πατέρα,
όπως το αποδείξαμε παραπάνω. Διότι είναι αδύνατο να βρεθεί στην κτίση
εικόνα που να φανερώνει απαράλλακτα με το περιεχόμενό της την κατάσταση
της Αγίας Τριάδος. Διότι, πώς το κτιστό και σύνθετο, το μεταβλητό και τρεπτό,
το περιορισμένο και σχηματισμένο και φθαρτό, είναι δυνατόν να φανερώσει
τη θεία ουσία που είναι απαλλαγμένη απ’ όλα αυτά; Είναι μάλιστα φανερό
ότι όλη η κτίση είναι δέσμια στα περισσότερα απ’ αυτά και ότι στη φύση της
εξουσιάζεται από τη φθορά.
Πιστεύουμε, επίσης, και στο ένα Άγιο Πνεύμα, το Κύριο και ζωοποιό,
το οποίο εκπορεύεται από τον Πατέρα και αναπαύεται στον Υιό·
το προσκυνάμε και το δοξάζουμε μαζί με τον Πατέρα και τον Υιό
επειδή είναι ομοούσιο και συναιώνιο. Είναι το Πνεύμα του Θεού, το ευθές,
που εξουσιάζει το νου, πηγή ζωής και αγιασμού, που συνυπάρχει και
το επικαλούμαστε μαζί με τον Πατέρα και τον Υιό· που είναι άκτιστο, πλήρες,
δημιουργικό, κυριαρχικό, πανδημιουργικό, παντοδύναμο και απειροδύναμο·
που κυριαρχεί σ’ όλη την κτίση χωρίς να διευθύνεται από κανένα, γεμίζει
χωρίς να το γεμίζουν, μετέχουν σ’ αυτό και δεν μετέχει το ίδιο, αγιάζει και
δεν αγιάζεται, και παρηγορεί διότι δέχεται τις παρακλήσεις όλων·
είναι σ’ όλα όμοιο με τον Πατέρα και τον Υιό, εκπορεύεται από τον Πατέρα,
μεταδίδεται μέσω του Υιού και το δέχεται όλη η κτίση.
Μ’ αυτό δημιουργείται και λαμβάνουν ουσία τα σύμπαντα, τα αγιάζει
και τα συγκρατεί· είναι ενυπόστατο, έχει δηλαδή δική του υπόσταση,
αχώριστο και συνδεδεμένο με τον Πατέρα και τον Υιό· τα έχει όλα, όσα έχει
και ο Πατέρας και ο Υιός, εκτός από την ιδιότητα του αγέννητου
και του γεννητού.
Διότι ο Πατέρας είναι αναίτιος και αγέννητος, επειδή δεν προήλθε από
κανέναν·
έχει την ύπαρξη από τον εαυτό του και, ό,τι έχει, δεν το έχει από
άλλον· αυτός μάλιστα είναι η αρχή και η αιτία της φυσικής υπάρξεως όλων
των όντων. Ο Υιός πάλι προέρχεται με γέννηση από τον Πατέρα· και το Άγιο
Πνεύμα πάλι από τον Πατέρα, όχι όμως με γέννηση αλλά με εκπόρευση. Ήδη
μάθαμε ότι υπάρχει διαφορά μεταξύ γεννήσεως και εκπορεύσεως· ποιός όμως
είναι ακριβώς ο τρόπος της διαφοράς, δεν το ξέρουμε καθόλου. Το ίδιο δεν
γνωρίζουμε τί είδους είναι η γέννηση του Υιού από τον Πατέρα και τί
η εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος.
Όλα, λοιπόν, όσα έχει ο Υιός, τα έχει και το Πνεύμα από τον Πατέρα· έχει και
την ίδια την ύπαρξη. Κι αν δεν υπάρχει ο Πατέρας, δεν υπάρχει ούτε ο Υιός
ούτε και το Πνεύμα. Κι αν ο Πατέρας δεν έχει κάτι, δεν το έχει ούτε ο Υιός,
ούτε και το Πνεύμα. Και εξαιτίας του Πατέρα, επειδή δηλαδή υπάρχει ο Πατέρας,
υπάρχουν ο Υιός και το Πνεύμα. Και εξαιτίας του Πατέρα ο Υιός και το Πνεύμα
έχουν όλα όσα έχουν· δηλαδή τα έχουν, επειδή τα έχει ο Πατέρας, εκτός από την
ιδιότητα της αγεννησίας, της γεννήσεως και της εκπορεύσεως. Διότι, οι άγιες
τρεις υποστάσεις διαφέρουν μεταξύ τους μόνον σ’ αυτές τις υποστατικές
ιδιότητες· δεν διαφέρουν στην ουσία, αλλά διαιρούνται αχώριστα από την
ιδιαιτερότητα της καθεμιάς υποστάσεως.
Ισχυριζόμαστε, επίσης, ότι καθένα από τα τρία πρόσωπα έχει τέλεια υπόσταση,
για να μη δεχθούμε ως τέλεια μια σύνθετη φύση που αποτελείται από τρεις
ατελείς υποστάσεις· αλλά να γνωρίσουμε στις τρεις τέλειες υποστάσεις μία απλή
ουσία με άπειρη και προαιώνια τελειότητα.
Διότι, καθετί που αποτελείται από ατελή μέρη είναι οπωσδήποτε σύνθετο, ενώ
είναι αδύνατο να γίνει σύνθεση από τέλειες υποστάσεις. Γι’ αυτό λέμε ότι η
ουσία δεν αποτελείται από υποστάσεις αλλά υπάρχει σε υποστάσεις. Και
ονομάσαμε ατελή αυτά που δεν διατηρούν τη μορφή του αντικειμένου που
αποτελείται απ’ αυτά. Η πέτρα, για παράδειγμα, το ξύλο, το σίδερο, το καθένα
είναι ξεχωριστά τέλειο στην ιδιαίτερη φύση του· όσον αφορά όμως το σπίτι
που χτίζεται απ’ αυτά, το καθένα είναι ατελές· διότι κανένα απ’ αυτά από μόνο
του δεν είναι σπίτι.
Λέμε, λοιπόν, ότι οι υποστάσεις είναι τέλειες, για να μη νομίσουμε ότι η θεία
φύση είναι σύνθετη· «διότι η σύνθεση αποτελεί αιτία διαχωρισμού». Και πάλι
λέμε ότι οι τρεις υποστάσεις αλληλοϋπάρχουν, για να μη εισάγουμε πλήθος
και όμιλο θεών. Με τις τρεις υποστάσεις εννοούμε το ασύνθετο και ασύγχυτο,
ενώ με το ομοούσιο και την αλληλοΰπαρξη των υποστάσεων και την
ταύτιση του θελήματος, της ενέργειας, της δυνάμεως,
της εξουσίας και της κινήσεως, για να το πως έτσι, γνωρίζουμε
ότι ο Θεός είναι αδιαίρετος και ένας. Ο Θεός πράγματι είναι ένας,
ο Θεός Πατέρας, ο Λόγος και το Πνεύμα του.
Και πρέπει κανείς να γνωρίζει ότι άλλο πράγμα είναι η πραγματική θεώρηση,
και άλλο θεώρηση με τη λογική και το νου. Στην περίπτωση των
δημιουργημάτων, η διάκριση των υποστάσεων νοείται πραγματικά· διότι
ο Πέτρος είναι στην πραγματικότητα ξεχωριστός από τον Παύλο. Αλλά, τα
κοινά γνωρίσματα και η συγγένεια νοούνται με τη λογική και την αντίληψη.
Διότι με το νου αντιλαμβανόμαστε ότι ο Πέτρος και ο Παύλος έχουν την ίδια,
μία και κοινή φύση. Ο καθένας τους είναι θνητή λογική ύπαρξη και έχει σάρκα
με ψυχή, που διαθέτει λογική και νου. Αυτή η κοινή φύση μπορεί να γίνει
αντιληπτή με τη λογική.
Και ούτε οι υποστάσεις αλληλοϋπάρχουν. Διότι, η καθεμιά υφίσταται
ιδιαιτέρως και χωριστά· υπάρχει, δηλαδή, μόνη της, και είναι πάρα πολλά
αυτά που την διακρίνουν από την άλλη. Διαφέρουν μάλιστα στην
απόσταση και στο χρόνο· ξεχωρίζουν επίσης, στη γνώμη, τη δύναμη και
τη μορφή, δηλαδή στο σχήμα, τις συνήθειες, την ιδιοσυγκρασία, την
αξία, το επάγγελμα και όλες τις ιδιότητες του χαρακτήρα. Περισσότερο
όμως απ’ όλα διαφέρουν στο ότι ζουν χωριστά και όχι μαζί. Γι’ αυτό και
λέμε, δύο, τρεις και πολλοί άνθρωποι.
Και αυτό μπορούμε να το διαπιστώσουμε σ’ όλα τα κτίσματα. Αλλά, στην
Αγία, υπερούσια, υπερβατική και ακατάληπτη Τριάδα παρατηρούμε το
αντίθετο. Διότι εκεί η κοινωνία και η ενότητα νοούνται πραγματικά,
επειδή υπάρχει το συναΐδιο, η ταυτότητα της ουσίας, της ενέργειας και
θελήσεως, η συμφωνία της γνώμης, η ταύτιση της εξουσίας, της δυνάμεως
και της καλωσύνης και η ενιαία εκδήλωση της κινήσεως· ας προσέξουμε,
δεν είπα ομοιότητα αλλά (απόλυτη) ταύτιση. Διότι είναι μία ουσία, μία
αγαθότητα, μία δύναμη, μία θέληση, μία ενέργεια, μία εξουσία· είναι μία
και η ίδια κίνηση των τριών υποστάσεων, και όχι τρεις όμοιες μεταξύ τους.
Διότι η καθεμία (υπόσταση) απ’ αυτές σχετίζεται με την άλλη όχι λιγότερο απ’
ότι με τον εαυτό της· δηλαδή, ο Πατέρας, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα είναι ένα
σε όλα, εκτός από την αγεννησία, τη γέννηση και την εκπόρευση· η διαίρεση
όμως θεωρείται με το νου. Διότι γνωρίζουμε ένα Θεό· και μόνο στις
ιδιότητες της πατρότητος, της υιότητος και της εκπορεύσεως εννοούμε
τη διαφορά σχετικά με την αιτία, το αποτέλεσμα και την τελειότητα της
υποστάσεως, δηλαδή όσον αφορά στον τρόπο της υπάρξεως.
Διότι δεν μπορούμε να λέμε ότι ισχύει για τον απερίγραπτο Θεό τοπική
απομάκρυνση όπως γίνεται σε μας –εφόσον οι υποστάσεις αλληλοϋπάρχουν,
όχι για να συγχέονται, αλλά για ανήκει η μία στην άλλη, σύμφωνα με τα λόγια
του Κυρίου, που είπε: «Εγώ υπάρχω με τον Πατέρα, και ο Πατέρας με μένα»·
ούτε μπορούμε να μιλάμε για διαφορά θελήσεως ή γνώμης ή ενέργειας ή
δυνάμεως ή κάποιου άλλου, τα οποία προξενούν γενικά σε μας την πραγματική
διαίρεση.
Γι’ αυτό και δεν κάνουμε λόγο για τρεις θεούς, για τον Πατέρα, τον Υιό και
το Άγιο Πνεύμα, αλλά κυρίως για ένα Θεό, την Αγία Τριάδα, επειδή ο Υιός
και το Πνεύμα αναφέρονται σε ένα αίτιο· δεν συνθέτουν ούτε συγχωνεύονται,
σύμφωνα με τη διδασκαλία του Σαβέλλιου για συνένωση –διότι, όπως είπαμε,
ενώνονται όχι για να συγχέονται, αλλά να αλληλοϋπάρχουν· και έχουν την
αλληλοπεριχώρηση χωρίς καμιά συγχώνευση ή ανάμειξη–· ούτε βγαίνουν
έξω από την ουσία τους ούτε χωρίζονται, σύμφωνα με τη διαίρεση της διδαχής
του Αρείου. Διότι, αν πρέπει να το πω με συντομία, η θεότητα –αν και
χωρισμένη σε μέρη–είναι αδιαίρετη, σαν μια σύνθεση και συνένωση του φωτός
σε τρεις ήλιους ενωμένους και αχώριστους μεταξύ τους.
Όταν, λοιπόν, για να το πω έτσι, στρέψουμε την προσοχή μας στη θεότητα,
στην πρώτη αιτία
και μοναδική αρχή, στην ενότητα και ταυτότητα της
θεότητος, στην κίνηση, τη βούληση και την ταυτότητα της ουσίας, της
δυνάμεως, της ενέργειας και εξουσίας, ένα γίνεται αντιληπτό από τη φαντασία
μας. Όταν πάλι στρέψουμε την προσοχή σ’ αυτά που υπάρχει η θεότητα, ή, για
να το πω με μεγαλύτερη ακρίβεια, σ’ αυτά που αποτελούν τη θεότητα και σ’
αυτά που προήλθαν από την πρώτη αιτία προαιωνίως, με κοινή συμφωνία και
χωρίς διαίρεση, εννοώ δηλαδή τις υποστάσεις του Υιού και του Πνεύματος,
τότε τρία είναι αυτά που προσκυνάμε.
Ένας είναι ο Πατέρας, ο Πατέρας που είναι άναρχος, δηλαδή χωρίς αιτία· διότι δεν
τον δημιούργησε κάποιος. Ένας είναι ο Υιός, ο Υιός που δεν είναι χωρίς
αρχή, δηλαδή έχει αιτία· διότι προέρχεται από τον Πατέρα. Αν όμως
υπολογίσεις την αρχή με την έναρξη του χρόνου, τότε είναι και άναρχος·
διότι αυτός δημιούργησε το χρόνο, και δεν υπόκειται στο χρόνο. Ένα είναι
το Πνεύμα, το Άγιο Πνεύμα, που προέρχεται από τον Πατέρα, όχι ως υιός αλλά
εκπορευόμενο. Ούτε ο Πατέρας χάνει την αγεννησία επειδή γέννησε, ούτε ο
Υιός χάνει τη γέννηση επειδή προέρχεται από τον αγέννητο. Πώς είναι
δυνατόν να γίνει αυτό; Ούτε το Πνεύμα μεταβάλλεται σε Πατέρα ή σε Υιό,
επειδή εκπορεύεται και είναι Θεός· διότι η ιδιότητα μένει σταθερή. Και πώς θα
μείνει σταθερή η ιδιότητα, όταν κινείται και μεταβάλλεται; Διότι, εάν ο
Πατέρας είναι Υιός, δεν είναι κυριολεκτικά Πατέρας. Κι αν ο Υιός είναι
Πατέρας, δεν είναι κυριολεκτικά Υιός· επειδή ένας είναι στην κυριολεξία
ο Υιός και ένα το Άγιο Πνεύμα.
Πρέπει να γνωρίζουμε ότι για τον Πατέρα λέμε ότι δεν γεννήθηκε από κάποιον·
λέμε όμως ότι αυτός είναι ο Πατέρας του Υιού. Για τον Υιό λέμε ότι δεν
είναι ούτε ο αίτιος ούτε Πατέρας· λέμε ότι προέρχεται από τον Πατέρα
και
είναι Υιός του Πατέρα. Και για το Άγιο Πνεύμα πάλι λέμε ότι προέρχεται από
τον Πατέρα και το καλούμε Πνεύμα του Πατέρα. Και δεν λέμε ότι το Πνεύμα
προέρχεται από τον Υιό· το ονομάζουμε Πνεύμα του Υιού· λέει ο θείος
απόστολος: «εάν κάποιος δεν έχει το Πνεύμα του Χριστού, αυτός δεν ανήκει
σ’ αυτόν». Ομολογούμε ότι με τον Υιό μας φανερώθηκε και μεταδόθηκε. Λέει
ότι «Φύσησε» και είπε στους μαθητές του: «Λάβετε το Άγιο Πνεύμα». Όπως
ακριβώς η ακτίνα και η λάμψη προέρχονται από τον ήλιο –διότι αυτός είναι η
πηγή της ακτίνας και της λάμψεως–, και με την ακτίνα μας μεταδίδεται η λάμψη
και αυτή είναι που μας φωτίζει και στην οποία μετέχουμε. Για τον Υιό, βέβαια,
ούτε λέμε ότι είναι Υιός του Πνεύματος ούτε γεννήθηκε από το Πνεύμα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 9. Περὶ τῶν ἐπὶ Θεοῦ λεγομένων.
Τὸ θεῖον ἁπλοῦν ἐστι καὶ ἀσύνθετον. Τὸ δὲ ἐκ πολλῶν καὶ διαφόρων
συγκείμενον σύνθετόν ἐστιν. Εἰ οὖν τὸ ἄκτιστον καὶ ἄναρχον καὶ
ἀσώματον καὶ ἀθάνατον καὶ αἰώνιον καὶ ἀγαθὸν καὶ δημιουργικὸν
καὶ τὰ τοιαῦτα οὐσιώδεις διαφορὰς εἴπομεν ἐπὶ Θεοῦ ἐκ τοσούτων
συγκείμενον, οὐχ ἁπλοῦν ἔσται, ἀλλὰ σύνθετον, ὅπερ ἐσχάτης
ἀσεβείας ἐστίν. Χρὴ τοίνυν ἕκαστον τῶν ἐπὶ Θεοῦ λεγομένων οὐ τί
κατ᾿ οὐσίαν ἐστί σημαίνειν οἴεσθαι, ἀλλ᾿ ἤ, τί οὐκ ἔστι, δηλοῦν ἢ
σχέσιν τινὰ πρός τι τῶν ἀντιδιαστελλομένων ἤ τι τῶν παρεπομένων
τῇ φύσει ἢ ἐνέργειαν.
Δοκεῖ μὲν οὖν κυριώτερον πάντων τῶν ἐπὶ Θεοῦ λεγομένων
ὀνομάτων εἶναι ὁ ὤν, καθὼς αὐτὸς χρηματίζων τῷ Μωσεῖ ἐπὶ τοῦ
ὄρους φησίν· «Εἶπον τοῖς υἱοῖς Ἰσραήλ· Ὁ ὢν ἀπέσταλκέ με». Ὅλον
γὰρ ἐν ἑαυτῷ συλλαβὼν ἔχει τὸ εἶναι οἷόν τι πέλαγος οὐσίας
ἄπειρον καὶ ἀόριστον. Ὡς δέ ὁ ἅγιος Διονύσιος φησίν, ὁ ἀγαθός. Οὐ
γάρ ἔστιν ἐπί Θεοῦ εἰπεῖν, πρῶτον τό εἶναι, καί τότε τό ἀγαθόν.
Δεύτερον δὲ τὸ Θεὸς ὄνομα, ὃ λέγεται ἢ ἐκ τοῦ θέειν καὶ περιέπειν τὰ
σύμπαντα ἢ ἐκ τοῦ αἴθειν ὅ ἐστι καίειν –«ὁ γὰρ Θεὸς πῦρ
καταναλίσκον» πᾶσαν κακίαν ἐστίν– ἢ ἀπὸ τοῦ θεᾶσθαι τὰ πάντα·
ἀλάθητος γάρ ἐστι καὶ πάντων ἐπόπτης. Ἐθεάσατο γὰρ «τὰ πάντα
πρὶν γενέσεως αὐτῶν» ἀχρόνως ἐννοήσας καὶ ἕκαστον κατὰ τὴν
θελητικὴν αὐτοῦ ἄχρονον ἔννοιαν, ἥτις ἐστὶ προορισμὸς καὶ εἰκὼν
καὶ παράδειγμα, ἐν τῷ προορισθέντι, καιρῷ γίνεται.
Τὸ μὲν οὖν πρότερον αὐτοῦ τοῦ εἶναι παραστατικόν ἐστι καὶ τοῦ
τί εἶναι, τὸ δὲ δεύτερον ἐνεργείας· τὸ δὲ ἄναρχον καὶ ἄφθαρτον καὶ
ἀγένητον, ἤτοι ἄκτιστον καὶ ἀσώματον καὶ ἀόρατον καὶ τὰ τοιαῦτα,
τί οὐκ ἔστι, δηλοῖ, τουτέστιν ὅτι οὐκ ἤρξατο τοῦ εἶναι, οὐδὲ φθείρεται,
οὐδὲ ἔκτισται, οὐδέ ἐστι σῶμα, οὐδὲ ὁρᾶται. Τὸ δὲ ἀγαθὸν καὶ δίκαιον
καὶ ὅσιον καὶ τὰ τοιαῦτα παρέπονται τῇ φύσει, οὐκ αὐτὴν δὲ τὴν
οὐσίαν δηλοῖ. Τὸ δὲ Κύριος βασιλεύς τε καὶ τὰ τοιαῦτα σχέσιν πρὸς
τὰ ἀντιδιαστελλόμενα δηλοῖ· τῶν γὰρ κυριευομένων λέγεται Κύριος
καὶ τῶν βασιλευομένων βασιλεύς, τῶν δημιουργουμένων δημιουργὸς
καὶ τῶν ποιμαινομένων ποιμήν. Γι’ αυτά που λέγονται για το Θεό.
Το θείο είναι απλό και ασύνθετο. Ενώ αυτό που αποτελείται από πολλά και
διάφορα στοιχεία είναι σύνθετο. Εάν όμως θεωρήσουμε το άκτιστο, το
άναρχο, το ασώματο, το αθάνατο, το αιώνιο, το αγαθό, το δημιουργικό και
τα παρόμοια ως ουσιαστικές διαφορές για το Θεό, εφόσον αποτελείται από
τόσα πολλά στοιχεία, δεν θα είναι απλός αλλά σύνθετος, πράγμα που συνιστά
τη μεγαλύτερη ασέβεια. Γι’ αυτό πρέπει να θεωρούμε ότι καθετί που λέγεται
για το Θεό δεν δηλώνει τί είναι κατ’ ουσία ο Θεός, αλλά ή δείχνει τί δεν είναι,
ή δηλώνει κάποια σχέση με κάτι αντίθετο, ή φανερώνει κάτι παρεπόμενο της
φύσεως, ή δείχνει κάποια ενέργεια.
Φαίνεται, λοιπόν, ότι το κυριότερο απ’ όλα τα λεγόμενα ονόματα για το Θεό
είναι το όνομα «ο Ων», όπως το λέει ο ίδιος τη στιγμή που αποκρίνεται
στο Μωϋσή πάνω στο βουνό: «Είπα στα παιδιά του Ισραήλ· μ’ έστειλε ο Ων».
Διότι περιέκλεισε στον εαυτό του να έχει όλη την ύπαρξη, σαν κάποιο
άπειρο και απεριόριστο πέλαγος υπάρξεως. Και όπως λέει ο άγιος Διονύσιος,
το όνομα «αγαθός». Διότι δεν επιτρέπεται να πούμε για το Θεό ότι πρώτα
υπάρχει και έπειτα είναι αγαθός. Δεύτερο όνομα είναι το «Θεός», το οποίο
προέρχεται ή από τη λέξη «θέειν»(=τρέχει), διότι περιτρέχει τα σύμπαντα, ή
από τη λέξη «αίθειν», που σημαίει καίει –«διότι ο Θεός είναι φωτιά που όλα
τα καίει», και μαζί κάθε κακία–, ή προέρχεται από τη φράση «βλέπει τα πάντα»·
διότι είναι αλάθητος και όλα τα εποπτεύει. Διότι τα είδε «όλα προτού να
γίνουν», αφού τα είχε προαιώνια στο νου του· και το καθετί δημιουργήθηκε
στον καθορισμένο χρόνο, σύμφωνα με το προαιώνιο σχέδιο της θελήσεώς του,
το οποίο περιλαμβάνει τον προορισμό, την εικόνα και το παράδειγμα.
Το πρώτο, λοιπόν, όνομα εκφράζει την ίδια την ύπαρξη και τη φύση της,
ενώ το δεύτερο εκφράζει την ενέργεια. Τα ονόματα πάλι άναρχο, άφθαρτο και
αγένητο, δηλαδή αδημιούργητο, ασώματο, αόρατο και τα παρόμοια,
δηλώνουν τί δεν είναι· δηλαδή, ότι η ύπαρξή του δεν έχει αρχή, δεν φθείρεται,
δεν έχει δημιουργηθεί, δεν είναι σώμα και δεν είναι ορατή. Τα ονόματα πάλι
αγαθός, δίκαιος, όσιος και τα όμοια έχουν σχέση με τη φύση (ουσία), αλλά δεν
δηλώνουν την ίδια την ουσία. Τα ονόματα Κύριος, βασιλεύς και τα όμοια
δείχνουν τη σχέση μ’ αυτά που αντιδιαστέλλονται· διότι ονομάζεται Κύριος
αυτών που τους κυριεύει, βασιλεύς αυτών που κυβερνά, δημιουργός αυτών
δημιουργεί και ποιμένας αυτών που ποιμαίνει.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 10. Περὶ θείας ἑνώσεως καὶ διακρίσεως
Πάντα μὲν οὖν ταῦτα κοινῶς ἐπὶ πάσης τῆς θεότητος ἐκληπτέον καὶ
ταυτῶς καὶ ἁπλῶς καὶ ἀμερῶς καὶ ἡνωμένως, διακεκριμένως δὲ τὸ
Πατὴρ καὶ τὸ Υἱὸς καὶ τὸ Πνεῦμα καὶ τὸ ἀναίτιον καὶ τὸ αἰτιατὸν
καὶ τὸ ἀγέννητον καὶ τὸ γεννητὸν καὶ ἐκπορευτόν, ἅτινα οὐκ οὐσίας
εἰσὶ δηλωτικά, ἀλλὰ τῆς πρὸς ἄλληλα σχέσεως καὶ τοῦ τῆς
ὑπάρξεως τρόπου.
Ταῦτα οὖν εἰδότες καὶ ἐκ τούτων ἐπὶ τὴν θείαν οὐσίαν
χειραγωγούμενοι οὐκ αὐτὴν τὴν οὐσίαν καταλαμβάνομεν, ἀλλὰ τὰ
περὶ τὴν οὐσίαν· ὥσπερ οὐδέ, ἐὰν γνῶμεν ὅτι ἡ ψυχὴ ἀσώματός ἐστι
καὶ ἄποσος καὶ ἀσχημάτιστος, ἤδη καὶ τὴν οὐσίαν αὐτῆς
κατειλήφαμεν, οὐδὲ τοῦ σώματος, εἴπερ γνῶμεν, ὅτι λευκὸν ἢ μέλαν
ἐστίν, ἀλλὰ τὰ περὶ τὴν οὐσίαν. Ὁ δὲ ἀληθὴς λόγος διδάσκει ἁπλοῦν
εἶναι τὸ θεῖον καὶ μίαν ἁπλῆν ἔχειν ἐνέργειαν, ἀγαθήν, πᾶσι τὰ
πάντα ἐνεργοῦσαν κατὰ τὴν τοῦ ἡλίου ἀκτῖνα, ἥτις πάντα θάλπει
καὶ ἐν ἑκάστῳ κατὰ τὴν φυσικὴν ἐπιτηδειότητα καὶ δεκτικὴν δύναμιν
ἐνεργεῖ ἐκ τοῦ δημιουργήσαντος Θεοῦ τὴν τοιαύτην εἰληφὼς
ἐνέργειαν.
Διακέκριται δὲ καί, ὅσα τῆς θείας καὶ φιλανθρώπου τοῦ Θεοῦ Λόγου
σαρκώσεως· ἐν τούτοις γὰρ οὔτε ὁ Πατὴρ οὔτε τὸ Πνεῦμα κατ᾿
οὐδένα λόγον κεκοινώνηκεν, εἰ μὴ κατ᾿ εὐδοκίαν καὶ κατὰ τὴν
ἄρρητον θαυματουργίαν, ἣν καὶ καθ᾿ ἡμᾶς ἄνθρωπος ὁ Θεὸς Λόγος
γενόμενος εἰργάζετο ὡς ἀναλλοίωτος Θεὸς καὶ Θεοῦ Υἱός. Για τη θεία ένωση και διάκριση.
Όλα, λοιπόν, αυτά τα ονόματα πρέπει να τα θεωρήσουμε κοινά και τα ίδια
για όλη τη θεότητα με απλότητα, χωρίς διαίρεση και ενωμένα· νοούμε
χωριστά μόνο τα ονόματα Πατέρας, Υιός και Πνεύμα καθώς και τα αναίτιος,
αιτιατός, αγέννητος, γεννητός, εκπορευτό, τα οποία δεν φανερώνουν την
ουσία, αλλά τη σχέση μεταξύ τους και τον τρόπο της υπάρξεώς τους.
Όταν, λοιπόν, τα γνωρίσουμε αυτά και μας οδηγήσουν προς τη θεία ουσία,
δεν κατανοούμε την ίδια την ουσία, αλλά τα σχετικά μ’ αυτήν. Όπως
ακριβώς, εάν γνωρίσουμε ότι η ψυχή είναι χωρίς σώμα, μέγεθος και σχήμα,
δεν σημαίνει ότι κατανοήσαμε αμέσως και την ουσία της· το ίδιο και με το
σώμα, εάν γνωρίσουμε ότι είναι λευκό ή μαύρο, δεν γνωρίσαμε την ουσία του,
αλλά τα σχετικά μ’ αυτήν. Η αληθινή διδασκαλία διδάσκει ότι το θείο είναι
απλό και έχει μια απλή ενέργεια, που είναι αγαθή· αυτή ενεργεί το καθετί
σε όλα, όπως η ακτίνα του ήλιου, η οποία τα θερμαίνει όλα και ενεργεί
στο καθένα ανάλογα με τη φυσική του διάθεση και τη δεκτική του ικανότητα·
διότι έχει λάβει αυτού του είδους την ενέργεια από το Θεό που το
δημιούργησε.
Εξαιρούνται βέβαια όσα γεγονότα αναφέρονται στη θεία και φιλάνθρωπη
ενσάρκωση του Λόγου του Θεού. Διότι δεν είχαν συμμετάσχει σ’ αυτά με
κανένα τρόπο ούτε ο Πατέρας ούτε το Πνεύμα, παρά μόνον με την καλή τους
θέληση και την ανέκφραστη θαυματουργία, την οποία πραγματοποίησε για
μας με την ενανθρώπησή του ο Λόγος του Θεού, σαν αναλλοίωτος Θεός και
Υιός του Θεού.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 11. Περὶ τῶν σωματικῶς ἐπὶ Θεοῦ λεγομένων
Ἐπεὶ δὲ πλεῖστα περὶ Θεοῦ σωματικώτερον ἐν τῇ θείᾳ Γραφῇ
συμβολικῶς εἰρημένα εὑρίσκομεν, εἰδέναι χρή, ὡς ἀνθρώπους ὄντας
ἡμᾶς καὶ τὸ παχὺ τοῦτο σαρκίον περικειμένους τὰς θείας καὶ ὑψηλὰς
καὶ ἀΰλους τῆς θεότητος ἐνεργείας νοεῖν ἢ λέγειν ἀδύνατον, εἰ μὴ
εἰκόσι καὶ τύποις καὶ συμβόλοις τοῖς καθ᾿ ἡμᾶς χρησαίμεθα. Ὅσα
τοίνυν περὶ Θεοῦ σωματικώτερον εἴρηται, συμβολικῶς ἐστι
λελεγμένα, ἔχει δέ τινα ὑψηλοτέραν διάνοιαν· ἁπλοῦν γὰρ τὸ θεῖον
καὶ ἀσχημάτιστον.
Ὀφθαλμοὺς μὲν οὖν Θεοῦ καὶ βλέφαρα καὶ ὅρασιν τὴν τῶν
ἁπάντων ἐποπτικὴν αὐτοῦ δύναμιν καὶ τὸ ἀλάθητον τῆς αὐτοῦ
γνώσεως ἐννοήσωμεν ἀπὸ τοῦ παρ᾿ ἡμῖν διὰ ταύτης τῆς αἰσθήσεως
ἐντελεστέραν γνῶσίν τε καὶ πληροφορίαν ἐγγίνεσθαι. Ὦτα δὲ καὶ
ἀκοὴν τὸ ἐξιλεωτικὸν αὐτοῦ καὶ τῆς ἡμετέρας δεκτικὸν δεήσεως·
καὶ γὰρ ἡμεῖς τοῖς τὰς ἱκεσίας ποιουμένοις διὰ ταύτης τῆς αἰσθήσεως
εὐμενεῖς γινόμεθα γνησιώτερον αὐτοῖς τὸ οὖς ἐπικλίνοντες. Στόμα δὲ
καὶ λαλιὰν τὸ ἐνδεικτικὸν τῆς βουλήσεως αὐτοῦ ἐκ τοῦ παρ᾿ ἡμῖν διὰ
στόματος καὶ λαλιᾶς σημαίνεσθαι τὰ ἐγκάρδια νοήματα. Βρῶσιν δὲ
καὶ πόσιν τὴν ἡμετέραν πρὸς τὸ αὐτοῦ θέλημα συνδρομήν· καὶ γὰρ
ἡμεῖς διὰ τῆς γευστικῆς αἰσθήσεως τὴν τῆς φύσεως ἀναπληροῦμεν
ὄρεξιν ἀναγκαίαν. Ὄσφρησιν δέ, τὸ ἀποδεκτικὸν τῆς πρὸς αὐτὸν
ἡμῶν ἐννοίας τε καὶ εὐνοίας ἐκ τοῦ παρ᾿ ἡμῖν διὰ ταύτης αἰσθήσεως
τὴν τῆς εὐωδίας ἀποδοχὴν ἐγγίνεσθαι.
Πρόσωπον δὲ τὴν δι᾿ ἔργων αὐτοῦ ἔνδειξίν τε καὶ ἐμφάνειαν ἐκ τοῦ
τὴν ἡμετέραν ἐμφάνειαν διὰ προσώπου γίνεσθαι. Χεῖρας δὲ τὸ
ἀνυστικὸν τῆς ἐνεργείας αὐτοῦ· καὶ γὰρ ἡμεῖς τὰ χρειώδη καὶ
μάλιστα τιμιώτερα διὰ τῶν οἰκείων κατορθοῦμεν χειρῶν. Δεξιὰν δὲ
τὴν ἐπὶ τοῖς αἰσίοις αὐτοῦ βοήθειαν ἐκ τοῦ καὶ ἡμᾶς μᾶλλον ἐπὶ τῶν
εὐσχημοτέρων καὶ τιμιωτέρων καὶ πλείστης ἰσχύος δεομένων τῇ
δεξιᾷ κεχρῆσθαι. Ψηλάφησιν δὲ τὴν ἀκριβεστέραν αὐτοῦ καὶ τῶν
λίαν λεπτῶν τε καὶ κρυπτῶν διάγνωσίν τε καὶ εἴσπραξιν ἐκ τοῦ
παρ᾿ ἡμῖν μὴ δύνασθαι τοὺς ψηλαφωμένους ἐν ἑαυτοῖς τι κρύπτειν.
Πόδας δὲ καὶ βάδισιν τὴν πρὸς ἐπικουρίαν τῶν δεομένων ἢ ἐχθρῶν
ἄμυναν ἢ ἄλλην τινὰ πρᾶξιν ἔλευσίν τε καὶ παρουσίαν ἐκ τοῦ παρ᾿
ἡμῖν διὰ τῆς τῶν ποδῶν χρήσεως ἀποτελεῖσθαι τὴν ἄφιξιν.
Ὅρκον δὲ τὸ ἀμετάθετον τῆς βουλῆς αὐτοῦ ἐκ τοῦ παρ᾿ ἡμῖν δι᾿
ὅρκου τὰς πρὸς ἀλλήλους βεβαιοῦσθαι συνθήκας. Ὀργὴν δὲ καὶ
θυμὸν τὴν πρὸς τὴν κακίαν ἀπέχθειάν τε καὶ ἀποστροφήν· καὶ γὰρ
ἡμεῖς τὰ ἐναντία τῆς γνώμης μισοῦντες ὀργιζόμεθα. Λήθην δὲ καὶ
ὕπνον καὶ νυσταγμὸν τὴν ὑπέρθεσιν τῆς κατὰ τῶν ἐχθρῶν ἀμύνης
καὶ τὴν τῆς συνήθους πρὸς τοὺς οἰκείους βοηθείας ἀναβολήν. Καὶ
ἁπλῶς εἰπεῖν πάντα τὰ σωματικῶς εἰρημένα ἐπὶ Θεοῦ κεκρυμμένην
ἔχει τινὰ ἔννοιαν ἐκ τῶν καθ᾿ ἡμᾶς τὰ ὑπὲρ ἡμᾶς ἐκδιδάσκουσαν, εἰ μή
τι περὶ τῆς σωματικῆς τοῦ Θεοῦ Λόγου ἐπιδημίας εἴρηται· αὐτὸς γὰρ
πάντα τὸν ἄνθρωπον διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν ἀνεδέξατο, ψυχὴν
νοερὰν καὶ σῶμα καὶ τὰ τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως ἰδιώματα τά τε
φυσικὰ καὶ ἀδιάβλητα πάθη. Γι’ αυτά που λέγονται για το Θεό ανθρωποπαθώς.
Επειδή όμως βρίσκουμε στην Αγία Γραφή να έχουν ειπωθεί πάρα πολλά
για το Θεό με τρόπο ανθρωπομορφικό, πρέπει να γνωρίζουμε, εφόσον
είμαστε άνθρωποι και έχουμε αυτή την παχιά σάρκα, ότι είναι αδύνατο να
εννοήσουμε ή να μιλήσουμε για τις θείες, υψηλές και άϋλες ενέργειες της
θεότητος, εάν δεν χρησιμοποιήσουμε ανάλογες σε μας εικόνες, τύπους και
σύμβολα. Όσα, λοιπόν, λέμε με ανθρωπομορφικό τρόπο για το Θεό, τα λέμε
με συμβολική σημασία, και έχουν κάποιο βαθύτερο νόημα· διότι το θείο είναι
απλό και δεν παίρνει σχήματα.
Λέγοντας μάτια, βλέφαρα και όραση του Θεού, ας εννοήσουμε συμβολικά
την εποπτεία του πάνω σ’ όλα και το αλάθητο της γνώσεώς του· διότι
μ’ αυτή την αίσθηση (της οράσεως) αποκτάμε πιο τέλεια γνώση και μάθηση.
Λέγοντας αυτιά και ακοή, ας εννοήσουμε συμβολικά τη διάθεσή του
να μας σπλαγχνιστεί και να δεχθεί τη δική μας δέηση· διότι κι εμείς μ’ αυτή
την αίσθηση
γινόμαστε ευδιάθετοι σ’ αυτούς που μας παρακαλούν και
τους ακούμε με περισσότερο ενδιαφέρον. Όταν λέμε στόμα και ομιλία, να
εννοήσουμε τη φανέρωση της θελήσεώς του, διότι και σε μας οι διαθέσεις
της καρδιάς φανερώνονται με το στόμα και την ομιλία. Όταν λέμε φαγητό και
πιοτό, ας εννοήσουμε τη δική μας συμμόρφωση στο θέλημά του· διότι κι
εμείς με την αίσθηση της γεύσεως ικανοποιούμε την αναγκαία επιθυμία της
φύσεώς μας. Όταν λέμε όσφρηση, ας εννοήσουμε την αποδοχή της σκέψεως
και της αγάπης μας γι’ αυτόν, διότι κι εμείς μ’ αυτή την αίσθηση δεχόμαστε
την ευωδία ευχάριστα.
Λέγοντας πάλι πρόσωπο ας εννοήσουμε την απόδειξη και την εμφάνισή του
με τα έργα του, διότι και η δική μας εμφάνιση γίνεται με το πρόσωπο.
Λέγοντας χέρια, ας νοήσουμε την αποτελεσματικότητα της ενέργειάς του·
κι εμείς τα πιο αναγκαία και σπουδαία τα πετυχαίνουμε με τα χέρια μας.
Λέγοντας δεξί χέρι, ας εννοήσουμε τη βοήθειά του για να έλθουν όλα καλά·
διότι κι εμείς χρησιμοποιούμε το δεξί χέρι για τα πιο αξιοπρεπή και δίκαια και
που χρειάζονται μεγάλη δύναμη. Λέγοντας ψηλάφηση ας εννοήσουμε την πιο
ακριβή και τέλεια γνώση και προσβολή των πιο λεπτών και κρυφών λογισμών·
διότι και αυτούς που εμείς ψηλαφούμε δεν μπορούν να κρύψουν κάτι πάνω
τους. Λέγοντας επίσης πόδια και βάδην εννοούμε τον ερχομό και την
παρουσία του, για να βοηθήσει όσους έχουν ανάγκη ή ν’ αντιμετωπίσουν
τους εχθρούς ή για κάποια άλλη πράξη· διότι και σε μας η άφιξη γίνεται με τη
χρήση των ποδιών.
Λέγοντας όρκο ας εννοήσουμε το αμετακίνητο της βουλής του, διότι κι εμείς
με όρκο επιβεβαιώνουμε τις συμφωνίες μεταξύ μας. Οργή και θυμό λέγοντας
εννοούμε την απέχθεια και το μίσος στην κακία· διότι κι εμείς θυμώνουμε,
επειδή μισούμε τις αντίθετες γνώμες. Λέγοντας ακόμη λησμονιά, ύπνο και
νυσταγμό, ας εννοήσουμε την αμέλεια στην άμυνα ενάντια στους εχθρούς
και τη ματαίωση της συχνής βοήθειας προς τους φίλους. Και μ’ ένα λόγο,
όλα όσα έχουν ειπωθεί για το Θεό με ανθρωπομορφικές εκφράσεις, έχουν
κρυμμένη κάποια σημασία που διδάσκει τα υπερφυσικά με ανθρωπομορφικές
εκφράσεις, εκτός μόνον αν ειπωθεί κάτι για την σωματική έλευση του Θεού
Λόγου. Διότι Αυτός ανάλαβε όλη την ανθρώπινη φύση για τη σωτηρία μας,
δηλαδή τη νοερή ψυχή, το σώμα και τα χαρακτηριστικά της ανθρωπίνης
φύσεως, που είναι τα φυσικά και αδιάβλητα πάθη.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 12. Ἔτι περὶ τῶν αὐτῶν
Ταῦτα μὲν οὖν ἐκ τῶν ἱερῶν μεμυήμεθα λογίων, ὡς ὁ θεῖος ἔφη
Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης, «ὅτι ὁ Θεὸς πάντων ἐστὶν αἰτία καὶ ἀρχή,
τῶν ὄντων οὐσία, τῶν ζώντων ζωή, τῶν λογικῶς ὄντων λόγος,
τῶν νοερῶς ὄντων νοῦς· καὶ τῶν μὲν ἀποπιπτόντων αὐτῆς
ἀνάκλησίς τε καὶ ἀνάστασις, τῶν δὲ παραφθειρόντων τὸ κατὰ φύσιν
ἀνακαινισμὸς καὶ ἀναμόρφωσις· τῶν κινουμένων κατά τινα ἀνίερον
σάλον ἵδρυσις ἱερὰ καὶ τῶν ἑστηκότων ἀσφάλεια καὶ τῶν ἐπ᾿ αὐτὴν
ἀναγομένων ὁδὸς καὶ ἀνατατικὴ χειραγωγία.
»Προσθήσω δέ, ὅτι καὶ τῶν ὑπ᾿ αὐτοῦ πεποιημένων Πατήρ,
κυριώτερον γὰρ ὁ Θεὸς ἡμῶν ἐστι Πατὴρ, ὁ ἐκ μὴ ὄντων εἰς τὸ εἶναι
παραγαγὼν ἢ οἱ γεννήσαντες οἱ ἐξ αὐτοῦ καὶ τὸ εἶναι καὶ τὸ γεννᾶν
εἰληφότες· τῶν ἑπομένων καὶ ὑπ᾿ αὐτοῦ ποιμαινομένων ποιμήν, τῶν
φωτιζομένων ἔλλαμψις, τῶν τελουμένων τελεταρχία, τῶν
θεουμένων θεαρχία, τῶν διεστώτων εἰρήνη καὶ τῶν ἁπλουμένων
ἁπλότης καὶ τῶν ἑνιζομένων ἑνότης· ἀρχῆς ἁπάσης ὑπερούσιος καὶ
ὑπάρχιος ἀρχὴ καὶ τοῦ κρυφίου, ἤτοι τῆς αὐτοῦ γνώσεως κατὰ τὸ
θεμιτὸν καὶ ἐφικτὸν ἑκάστῳ ἀγαθὴ μετάδοσις».
Ἔτι περὶ θείων ὀνομάτων ἀκριβέστερον.
Τὸ θεῖον ἀκατάληπτον ὂν πάντως καὶ ἀνώνυμον ἔσται. Ἀγνοοῦντες
οὖν τὴν οὐσίαν αὐτοῦ τῆς οὐσίας αὐτοῦ μὴ ἐκζητήσωμεν ὄνομα·
δηλωτικὰ γὰρ τῶν πραγμάτων ἐστὶ τὰ ὀνόματα. Ἀλλ᾿ ἀγαθὸς ὢν
ὁ Θεὸς καὶ ἐπὶ μεθέξει τῆς ἀγαθότητος αὐτοῦ παραγαγὼν ἡμᾶς
ἐκ τοῦ μὴ ὄντος εἰς τὸ εἶναι καὶ γνωστικοὺς ποιήσας ἡμᾶς, ὥσπερ οὐ
τῆς οὐσίας αὐτοῦ μετέδωκεν ἡμῖν, οὕτως οὐδὲ τῆς γνώσεως τῆς
οὐσίας αὐτοῦ· ἀδύνατον γὰρ φύσιν τελείως γνῶναι τὴν
ὑπερκειμένην φύσιν. Εἰ δὲ καὶ τῶν ὄντων αἱ γνώσεις, τὸ ὑπερούσιον
πῶς γνωσθήσεται;
Δι᾿ ἄφατον οὖν ἀγαθότητα ηὐδόκησεν ἐκ τῶν καθ᾿ ἡμᾶς ὀνομάζεσθαι,
ἵνα μὴ ἀμέτοχοι παντελῶς ὦμεν τῆς αὐτοῦ ἐπιγνώσεως, ἀλλ᾿
ἔχωμεν κἂν ἀμυδρὰν αὐτοῦ ἔννοιαν. Καθὸ μὲν οὖν ἀκατάληπτός
ἐστι, καὶ ἀκατονόμαστος· ὡς δὲ πάντων αἴτιος καὶ πάντων τῶν
ὄντων τοὺς λόγους καὶ τὰς αἰτίας ἐν ἑαυτῷ προέχων, ἐκ πάντων
τῶν ὄντων κατονομάζεται, καὶ ἐκ τῶν ἐναντίων οἷον φωτὸς καὶ
σκότους, ὕδατος καὶ πυρός, ἵνα γνῶμεν, ὅτι οὐ ταῦτα κατ᾿ οὐσίαν
ἐστίν· ἀλλ᾿ ἔστι μὲν ὑπερούσιος, διὸ καὶ ἀκατονόμαστος, ὡς δὲ
πάντων τῶν ὄντων αἴτιος ἐκ πάντων τῶν αἰτιατῶν ὀνομάζεται.
Διὸ τῶν θείων ὀνομάτων τὰ μὲν ἀποφατικῶς λέγεται δηλοῦντα τὸ
ὑπερούσιον, οἷον ἀνούσιος, ἄχρονος, ἄναρχος, ἀόρατος, οὐχ ὅτι
τινὸς ἥττων ἐστὶν ἤ τινος ἐστέρηται –αὐτοῦ γάρ ἐστι τὰ πάντα καὶ
ἐξ αὐτοῦ καὶ δι᾿ αὐτοῦ γέγονε καὶ ἐν αὐτῷ συνέστηκεν–, ἀλλ᾿ ὅτι
πάντων ὑπεροχικῶς τῶν ὄντων ἐξῄρηται –οὐδὲν γὰρ τῶν ὄντων,
ἀλλ᾿ ὑπὲρ πάντα ἐστί. Τὰ δὲ καταφατικῶς λεγόμενα ὡς αἰτίου τῶν
πάντων κατηγορεῖται· ὡς γὰρ αἴτιος πάσης οὐσίας καὶ πάντων τῶν
ὄντων λέγεται καὶ ὢν καὶ οὐσία, καὶ ὡς αἴτιος λόγου παντὸς καὶ
σοφίας λογικοῦ τε καὶ σοφοῦ λέγεται λόγος καὶ λογικός, σοφία καὶ
σοφός· ὁμοίως καὶ νοῦς καὶ νοερός, ζωὴ καὶ ζῶν, δύναμις καὶ δυνατός·
καὶ ἐπὶ πάντων τῶν λοιπῶν ὁμοίως, μᾶλλον δὲ ἐκ τῶν τιμιωτέρων
καὶ πλησιαζόντων αὐτῷ οἰκειοτέρως ὀνομασθήσεται.
Τιμιώτερα δὲ τὰ ἄυλα τῶν ὑλικῶν καὶ τὰ καθαρὰ τῶν ῥυπαρῶν καὶ
τὰ ἅγια τῶν ἐναγῶν, καὶ μᾶλλον αὐτῷ πλησιάζοντα, ἐπεὶ καὶ πλέον
μετέχουσιν αὐτοῦ. Οἰκειότερον οὖν μᾶλλον ὀνομασθήσεται ἥλιος καὶ
φῶς ἤπερ σκότος, καὶ ἡμέρα ἤπερ νύξ, καὶ ζωὴ ἤπερ θάνατος, καὶ
πῦρ καὶ πνεῦμα καὶ ὕδωρ ὡς ζωτικὰ ἤπερ γῆ· καὶ πρὸ πάντων καὶ
πλέον ἀγαθότης ἤπερ κακία. Ταὐτὸν δὲ εἰπεῖν «ὄν» ἤπερ «μὴ ὄν»· τὸ
γὰρ ἀγαθὸν ὕπαρξις καὶ ὑπάρξεως αἴτιον, τὸ δὲ κακὸν ἀγαθοῦ ἤτοι
ὑπάρξεως στέρησις.
Καὶ αὗται μὲν αἱ ἀποφάσεις καί καταφάσεις· γλυκυτάτη δὲ καὶ ἡ ἐξ
ἀμφοῖν συνάφεια, οἷον «ἡ ὑπερούσιος οὐσία, ἡ ὑπέρθεος θεότης, ἡ
ὑπεράρχιος ἀρχὴ» καὶ τὰ τοιαῦτα. Εἰσὶ δὲ καί τινα καταφατικῶς ἐπὶ
Θεοῦ λεγόμενα δύναμιν ὑπεροχικῆς ἀποφάσεως ἔχοντα, οἷον
«σκότος»· οὐχ ὅτι ὁ Θεὸς σκότος ἐστίν, ἀλλ᾿ ὅτι οὐκ ἔστι φῶς ἀλλ᾿
ὑπὲρ τὸ φῶς.
Λέγεται μὲν οὖν ὁ Θεὸς νοῦς καὶ λόγος καὶ πνεῦμα σοφία τε καὶ
δύναμις ὡς τούτων αἴτιος καὶ ὡς ἄυλος καὶ ὡς παντουργὸς καὶ
παντοδύναμος. Καὶ ταῦτα κοινῶς ἐπὶ πάσης λέγεται τῆς θεότητος
τά τε ἀποφατικῶς καὶ καταφατικῶς λεγόμενα. Καὶ ἐφ᾿ ἑκάστης τῶν
τῆς Ἁγίας Τριάδος ὑποστάσεων ὁμοίως καὶ ὡσαύτως καὶ
ἀπαραλείπτως· ὅταν γὰρ ἐννοήσω μίαν τῶν ὑποστάσεων, τέλειον
Θεὸν αὐτὴν οἶδα, τελείαν οὐσίαν. Ὅταν δὲ συνάψω καὶ
συναριθμήσω τὰ τρία, ἕνα Θεὸν οἶδα τέλειον· οὐ σύνθετόν ἐστιν ἡ
θεότης, ἀλλ᾿ ἐν τρισὶ τελείοις ἓν τέλειον ἀμερὲς καὶ ἀσύνθετον.
Ὅταν δὲ τὴν πρὸς ἄλληλα σχέσιν τῶν ὑποστάσεων ἐννοήσω, οἶδα,
ὅτι ἐστὶν ὁ Πατὴρ ὑπερούσιος ἥλιος, πηγὴ ἀγαθότητος, ἄβυσσος
οὐσίας, λόγου, σοφίας, δυνάμεως, φωτός, θεότητος, πηγὴ γεννητικὴ
καὶ προβλητικὴ τοῦ ἐν αὐτῇ κρυφίου ἀγαθοῦ. Αὐτὸς μὲν οὖν ἐστι
νοῦς, Λόγου ἄβυσσος, Λόγου γεννήτωρ καὶ διὰ Λόγου προβολεὺς
ἐκφαντορικοῦ Πνεύματος· καὶ ἵνα μὴ πολλὰ λέγω, οὐκ ἔστι τῷ
Πατρὶ λόγος, σοφία, δύναμις, θέλησις, εἰ μὴ ὁ Υἱός, ὅς ἐστιν ἡ μόνη
δύναμις τοῦ Πατρὸς ἡ προκαταρκτικὴ τῆς τῶν πάντων ποιήσεως.
Οὗτος ὡς τελεία ὑπόστασις γεννωμένη, ὡς οἶδεν αὐτός, Υἱός ἐστι τε
καὶ λέγεται. Τὸ δὲ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ἐκφαντορικὴ τοῦ κρυφίου τῆς
θεότητος δύναμις τοῦ Πατρός, ἐκ Πατρὸς μὲν δι᾿ Υἱοῦ ἐκπορευομένη,
ὡς οἶδεν αὐτός, οὐ γεννητῶς· διὸ καὶ Πνεῦμα Ἅγιον τὸ τελεσιουργὸν
τῆς τῶν ἁπάντων ποιήσεως.
Ὅσα οὖν ἁρμόζει αἰτίῳ Πατρί, πηγῇ, γεννήτορι, τῷ Πατρὶ μόνῳ
προσαρμοστέον· ὅσα δὲ αἰτιατῷ, γεννητῷ Υἱῷ, Λόγῳ, δυνάμει
προκαταρκτικῇ, θελήσει, σοφίᾳ, τῷ Υἱῷ· ὅσα δὲ αἰτιατῷ, ἐκπορευτῷ,
ἐκφαντορικῷ, τελεσιουργικῇ δυνάμει, τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι. Ὁ Πατὴρ
πηγὴ καὶ αἰτία Υἱοῦ καὶ Πνεύματος, Πατὴρ δὲ μόνου Υἱοῦ καὶ
προβολεὺς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος· ὁ Υἱὸς Υἱός, Λόγος, σοφία καὶ
δύναμις, εἰκών, ἀπαύγασμα, χαρακτὴρ τοῦ Πατρὸς καὶ ἐκ τοῦ
Πατρός, οὐχ Υἱὸς δὲ τοῦ Πνεύματος. Τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον Πνεῦμα
τοῦ Πατρὸς ὡς ἐκ Πατρὸς ἐκπορευόμενον –οὐδεμία γὰρ ὁρμὴ ἄνευ
Πνεύματος– καὶ Υἱοῦ δὲ Πνεῦμα οὐχ ὡς ἐξ αὐτοῦ, ἀλλ᾿ ὡς δι᾿ αὐτοῦ
ἐκ τοῦ Πατρὸς ἐκπορευόμενον· μόνος γὰρ αἴτιος ὁ Πατήρ. Για τα ίδια θέματα.
Αυτά, βέβαια, τα έχουμε διδαχθεί από τους ιερούς συγγραφείς, όπως είπε ο
άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης, «ότι ο Θεός είναι η αιτία και η αρχή όλων,
ο χορηγός της φύσεως στα όντα, της ζωής στα ζωντανά, της λογικής στα
λογικά όντα και του νου στα νοερά· είναι η επαναφορά και η επανόρθωση
αυτών που έχουν πέσει· η ανακαίνιση και αναμόρφωση όσων έχουν φθείρει
τη φύση τους· είναι η ιερή σταθερότητα αυτών που κινούνται με μία ανίερη
ταραχή· η ασφάλεια αυτών που στέκονται σταθεροί· και η οδός και
χειραγώγηση προς τα άνω αυτών που βαδίζουν προς Αυτόν.
»Θα προσθέσω επίσης ότι είναι Πατέρας αυτών που δημιούργησε· και το
σπουδαιότερο, ο Θεός μας είναι Πατέρας μας, διότι Αυτός και όχι οι γονείς
μας, μάς έφερε στη ζωή από την ανυπαρξία· καθώς οι γονείς μας έλαβαν απ’
Αυτόν τη ζωή και τη δυνατότητα να γεννούν. Είναι ποιμένας αυτών που Τον
ακολουθούν και τους ποιμαίνει· είναι ο φωτισμός των φωτιζομένων,
ο μύστης όσων μυούνται στα ιερά μυστήρια, η αιτία της θεώσεως των
θεουμένων, η συμφιλίωση όσων έχουν φιλονικήσει, η απλότητα των απλοϊκών
και η ενότητα όσων ενώνονται μεταξύ τους. Είναι η εξουσία πάνω από κάθε
εξουσία, η αρχή της υπάρξεως και η αγαθή μετάδοση των απορρήτων
μυστηρίων, δηλαδή της γνώσεώς Του στον καθένα, σύμφωνα με το μέτρο του
δυνατού και εφικτού».
Ακόμη πιο λεπτομερώς για τα ονόματα του Θεού.
Επειδή το θείο είναι ακατάληπτο, σίγουρα θα είναι και χωρίς όνομα. Και
επειδή δεν γνωρίζουμε την ουσία του, ας μη ζητήσουμε το όνομα της ουσίας
του· διότι τα ονόματα φανερώνουν τα πράγματα. Ο Θεός όμως, επειδή είναι
αγαθός και μας έφερε από το μηδέν στην ύπαρξη για να μετέχουμε
στην αγαθότητά του, και μας έκαμε όντα με γνώση, έτσι, όπως δεν μας
μετάδωσε κάτι από την ουσία του, ούτε μας έδωσε και τη γνώση της ουσίας
του. Διότι δεν είναι δυνατόν μια κτιστή φύση να γνωρίσει τελείως
την ανώτερη απ’ αυτήν φύση. Και αν, μάλιστα, οι γνώσεις για τα όντα είναι
ελλιπείς, πώς θα γνωρίσουμε αυτό που ξεπερνά την ουσία;
Ο Θεός, λοιπόν, από την πολλή του αγαθότητα, θέλησε να παίρνει δικά μας
ονόματα, ώστε να μην είμαστε εντελώς αμέτοχοι από τη γνώση του, αλλά να
έχουμε έστω και κάποια αμυδρή ιδέα γι’ Αυτόν. Έτσι, όπως είναι
ακατάληπτος, είναι και χωρίς όνομα. Όλα τα όντα όμως ομολογούν ότι Αυτός
είναι η αιτία όλων και κατέχει εκ των προτέρων το λόγο και την αιτία κάθε
όντος· το ομολογούν ακόμη και τα αντίθετα μεταξύ τους, όπως το φως και
το σκοτάδι, το νερό και η φωτιά, για να γνωρίζουμε ότι Αυτός δεν είναι στην
ουσία του αυτά. Αλλά να γνωρίζουμε ότι είναι υπερούσιος, γι’ αυτό και χωρίς
όνομα· και όλα τα δημιουργήματά του βεβαιώνουν ότι Αυτός είναι ο αίτιος
κάθε όντος.
Γι’ αυτό, από τα θεία ονόματα άλλα χρησιμοποιούνται με αποφατική σημασία
για να δηλώσουν το υπερούσιο, όπως ανούσιος, άχρονος, άναρχος, αόρατος·
όχι ότι είναι κατώτερος από κάποιον ή του λείπει κάτι –διότι σ’ Αυτόν
ανήκουν όλα και Αυτός τα δημιούργησε και τα συνέστησε για τον εαυτό Του·
ξεχωρίζει απ’ όλα τα όντα, διότι υπερέχει –δεν είναι σαν κάποιο ον, αλλά
πάνω απ’ όλα. Τα ονόματα πάλι, που χρησιμοποιούνται καταφατικά για το
Θεό, λέγονται επειδή είναι αίτιος όλων. Ονομάζεται ων και ουσία, διότι είναι
αίτιος κάθε ουσίας των όντων· ονομάζεται λόγος, λογικός, σοφία και σοφός,
διότι είναι αίτιος κάθε λόγου και σοφίας, δηλαδή του λογικού και του σοφού.
Παρόμοια λέγεται νους, νοερός, ζωή, ζων, δύναμη και δυνατός· και σ’ όλα
τα υπόλοιπα, επίσης, θα κληθεί με παρόμοια ονόματα, που θα ληφθούν
περισσότερο από τα πιο αξιόλογα και κοντινά σ’ Αυτόν ονόματα.
Πιο αξιόλογα και κατάλληλα ονόματα γι’ Αυτόν είναι τα άϋλα από τα υλικά,
τα καθαρά από τα ρυπαρά και τα άγια από τα μιασμένα, επειδή περισσότερο
μετέχουν σ’ Αυτόν. Διότι πιο κατάλληλα θα κληθεί ήλιος και φως παρά
σκοτάδι, ημέρα παρά νύχτα, ζωή παρά θάνατος, και φωτιά και πνεύμα και
νερό, διότι έχουν ζωή, παρά γη. Και πάνω απ’ όλα θα ονομασθεί αγαθότητα
και όχι κακό. Το ίδιο, θα τον καλέσει κανένας «ον» παρά «μη ον»· διότι το
αγαθό είναι ύπαρξη και αίτιο της υπάρξεως, ενώ το κακό είναι στέρηση του
αγαθού, δηλαδή της υπάρξεως.
Αυτά, λοιπόν, είναι τα αποφατικά και καταφατικά ονόματα· και είναι βέβαια
πολύ πετυχημένος ο συνδυασμός τους, για παράδειγμα «υπερούσια ουσία,
υπέρθεη θεότητα, υπεράρχια αρχή», και τα παρόμοια. Υπάρχουν και μερικά
καταφατικά ονόματα που λέγονται για το Θεό και έχουν έννοια υπερβολικής
αρνήσεως, όπως «σκοτάδι»· όχι ότι ο Θεός είναι σκοτάδι, αλλά δεν είναι φως,
επειδή είναι πάνω από το φως.
Ονομάζεται, λοιπόν, ο Θεός νους, λόγος, πνεύμα, σοφία και δύναμη, διότι
είναι ο αίτιος αυτών και άϋλος και δημιουργός των όλων και παντοδύναμος.
Και αυτά τα ονόματα, και τα αποφατικά και τα καταφατικά, αποδίδονται σε
όλο το κοινό (ουσία) της θεότητας. Το ίδιο όμως και απαράλλακτα
αποδίδονται και σε κάθε ξεχωριστή υπόσταση της Αγίας Τριάδος· όταν
αναλογισθώ μία από τις υποστάσεις, την αναγνωρίζω ως τέλειο Θεό και
τέλεια ουσία. Και όταν πάλι συγκεντρώσω και απαριθμήσω τα τρία
(πρόσωπα), αναγνωρίζω ένα τέλειο Θεό. Διότι η θεότητα δεν είναι σύνθετη,
αλλά είναι ένα αχώριστο και ασύνθετο σε τρία τέλεια.
Όταν πάλι αναλογισθώ τη σχέση των υποστάσεων μεταξύ τους, γνωρίζω ότι
ο Πατέρας είναι υπερούσιος ήλιος, πηγή αγαθότητος, άβυσσος ουσίας,
λόγου, σοφίας, δυνάμεως, φωτός, θεότητος, πηγή που γεννά και προβάλλει
το αγαθό που κρύβει μέσα της. Ο ίδιος, λοιπόν, είναι νους, άβυσσος του
Λόγου, γεννήτορας του Λόγου και προβολέας μέσω του Λόγου του
εκφαντορικού Πνεύματος. Και για να το πω με δυο λόγια, δεν υπάρχει για τον
Πατέρα λόγος, σοφία, δύναμη, θέληση, παρά μόνον ο Υιός του, ο οποίος
είναι η μοναδική δύναμη του Πατέρα, η πρώτη αιτία της δημιουργίας όλων.
Αυτός είναι και ονομάζεται Υιός, διότι σαν τέλεια υπόσταση γεννιέται όπως
αυτός γνωρίζει. Και το Άγιο Πνεύμα είναι η δύναμη του Πατέρα που
φανερώνει τα κρύφια της θεότητος· δεν γεννιέται αλλά εκπορεύεται μέσω του
Υιού από τον Πατέρα, όπως αυτός γνωρίζει· γι’ αυτό και το Άγιο Πνεύμα
τελειοποιεί τη δημιουργία του σύμπαντος.
Όσα, λοιπόν, αρμόζουν στον Πατέρα που είναι ο αίτιος, η πηγή και ο
γεννήτορας, πρέπει να τα αποδίδουμε μόνο στον Πατέρα· όσα αρμόζουν
στο αποτέλεσμα της αιτίας, στο γεννητό Υιό, Λόγο, δύναμη προκαταρκτική,
θέληση και σοφία, να τ’ αποδίδουμε στον Υιό· όσα επίσης ταιριάζουν στο
αποτέλεσμα της αιτίας, το εκπορευτό, εκφαντορικό και τελεσιουργό, να τ’
αποδίδουμε στο Άγιο Πνεύμα. Ο Πατέρας είναι η πηγή και αιτία του Υιού και
του Πνεύματος· είναι Πατέρας μόνον του Υιού και προβολέας του Αγίου
Πνεύματος. Ο Υιός είναι Υιός, Λόγος, σοφία και δύναμη,
εικόνα, κατοπτρισμός και τύπος του Πατέρα· προέρχεται από τον Πατέρα
και όχι από το Πνεύμα. Το Πνεύμα είναι το Άγιο Πνεύμα του Πατέρα, διότι
ο Πατέρας το εκπορεύει και διότι καμιά κίνηση δεν υπάρχει χωρίς το Πνεύμα·
το Πνεύμα είναι και του Υιού, όχι με την έννοια ότι εκπορεύεται απ’ αυτόν,
αλλά μέσω αυτού εκπορεύεται από τον Πατέρα· διότι μοναδικός αίτιος είναι
ο Πατέρας.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 13. Περὶ τόπου θεοῦ καὶ ὅτι μόνον τὸ θεῖον ἀπερίγραπτον
Τόπος ἐστὶ σωματικὸς πέρας τοῦ περιέχοντος, καθ᾿ ὃ περιέχεται τὸ
περιεχόμενον· οἷον ὁ ἀὴρ περιέχει, τό δέ σῶμα περιέχεται. Οὐχ ὅλος
ὁ περιέχων ἀὴρ τόπος ἐστὶ τοῦ περιεχομένου σώματος, ἀλλὰ τὸ
τέλος τοῦ περιέχοντος ἀέρος, τὸ ἐφαπτόμενον τοῦ περιεχομένου
σώματος. Πάντως δέ, ὅτι τὸ περιέχον οὐκ ἔστιν ἐν τῷ περιεχομένῳ.
Ἔστι δὲ καὶ νοητὸς τόπος, ἔνθα νοεῖται καὶ ἔστιν ἡ νοητὴ καὶ
ἀσώματος φύσις· ἔνθαπερ πάρεστι καὶ ἐνεργεῖ καὶ οὐ σωματικῶς
περιέχεται ἀλλὰ νοητῶς· οὐ γὰρ ἔχει σχῆμα, ἵνα σωματικῶς
περισχεθῇ.
Ὁ μὲν οὖν Θεὸς ἄυλος ὢν καὶ ἀπερίγραπτος ἐν τόπῳ οὐκ ἔστιν·
αὐτὸς γὰρ ἑαυτοῦ τόπος ἐστὶ, τὰ πάντα πληρῶν καὶ ὑπὲρ τὰ πάντα
ὢν καὶ αὐτὸς συνέχων τὰ πάντα. Λέγεται δὲ ἐν τόπῳ εἶναι. Καὶ
λέγεται τόπος Θεοῦ, ἔνθα ἔκδηλος ἡ ἐνέργεια αὐτοῦ γίνεται. Αὐτὸς
μὲν γὰρ διὰ πάντων ἀμιγῶς διήκει καὶ πᾶσι μεταδίδωσι τῆς ἑαυτοῦ
ἐνεργείας κατὰ τὴν ἑκάστου ἐπιτηδειότητα καὶ δεκτικὴν δύναμιν,
φημὶ δὴ τήν τε φυσικὴν καὶ προαιρετικὴν καθαρότητα· καθαρώτερα
γὰρ τὰ ἄυλα τῶν ὑλικῶν καὶ τὰ ἐνάρετα τῶν κακίᾳ συνεζευγμένων.
Λέγεται τοιγαροῦν Θεοῦ τόπος ὁ πλέον μετέχων τῆς ἐνεργείας καὶ
τῆς χάριτος αὐτοῦ.
Διὰ τοῦτο ὁ οὐρανὸς αὐτοῦ θρόνος –ἐν αὐτῷ γάρ εἰσιν οἱ ποιοῦντες
τὸ θέλημα αὐτοῦ ἄγγελοι καὶ ἀεὶ δοξάζοντες αὐτόν· αὕτη γὰρ αὐτῷ
ἀνάπαυσις– καὶ ἡ γῆ ὑποπόδιον τῶν ποδῶν αὐτοῦ –ἐν αὐτῇ γὰρ διὰ
σαρκὸς τοῖς ἀνθρώποις συνανεστράφη–. Ποὺς δὲ τοῦ Θεοῦ ἡ ἁγία
σὰρξ αὐτοῦ διαφόρως ὠνόμασται. Λέγεται καὶ ἡ Ἐκκλησία τόπος
Θεοῦ· τοῦτον γὰρ εἰς δοξολογίαν αὐτοῦ ὥσπερ τι τέμενος
ἀφωρίσαμεν, ἐν ᾧ καὶ τὰς πρὸς αὐτὸν ἐντεύξεις ποιούμεθα. Ὁμοίως
καὶ οἱ τόποι, ἐν οἷς ἔκδηλος ἡμῖν ἡ αὐτοῦ ἐνέργεια εἴτε διὰ σαρκὸς
εἴτε ἄνευ σώματος γέγονε, τόποι Θεοῦ λέγονται.
Ἰστέον δέ, ὅτι τὸ θεῖον ἀμερές ἐστιν, ὅλον ὁλικῶς πανταχοῦ ὂν καὶ
οὐ μέρος ἐν μέρει σωματικῶς διαιρούμενον, ἀλλ᾿ ὅλον ἐν πᾶσι καὶ
ὅλον ὑπὲρ τὸ πᾶν.
Περί τόπου ἀγγέλου καί τῆς ψυχῆς καί περί τοῦ ἀπεριγράπτου.
Ὁ δὲ ἄγγελος σωματικῶς μὲν ἐν τόπῳ οὐ περιέχεται ὥστε
τυποῦσθαι καὶ σχηματίζεσθαι, ὅμως λέγεται εἶναι ἐν τόπῳ διὰ τὸ
παρεῖναι νοητῶς καὶ ἐνεργεῖν κατὰ τὴν ἑαυτοῦ φύσιν καὶ μὴ εἶναι
ἀλλαχοῦ, ἀλλ᾿ ἐκεῖσε νοητῶς περιγράφεσθαι, ἔνθα καὶ ἐνεργεῖ· οὐ
γὰρ δύναται κατὰ ταὐτὸν ἐν διαφόροις τόποις ἐνεργεῖν, μόνου γὰρ
Θεοῦ ἐστι τὸ πανταχοῦ κατὰ ταὐτὸν ἐνεργεῖν. Ὁ μὲν γὰρ ἄγγελος
τάχει φύσεως καὶ τῷ ἑτοίμως, ἤγουν ταχέως, μεταβαίνειν ἐνεργεῖ
ἐν διαφόροις τόποις, τὸ δὲ θεῖον πανταχῇ ὂν καὶ ὑπὲρ τὸ πᾶν κατὰ
ταὐτὸν διαφόρως ἐνεργεῖ μιᾷ καὶ ἁπλῇ ἐνεργείᾳ.
Ἡ δὲ ψυχὴ συνδέδεται τῷ σώματι ὅλη ὅλῳ καὶ οὐ μέρος μέρει καὶ οὐ
περιέχεται ὑπ᾿ αὐτοῦ, ἀλλὰ περιέχει αὐτό, ὥσπερ πῦρ σίδηρον, καὶ
ἐν αὐτῷ οὖσα τὰς οἰκείας ἐνεργείας ἐνεργεῖ. Περιγραπτόν μέν ἐστι
τὸ τόπῳ ἢ χρόνῳ ἢ καταλήψει περιλαμβανόμενον, ἀπερίγραπτον δὲ
τὸ μηδενὶ τούτων περιεχόμενον. Ἀπερίγραπτον μὲν οὖν μόνον ἐστὶ
τὸ θεῖον ἄναρχον ὂν καὶ ἀτελεύτητον καὶ πάντα περιέχον καὶ
μηδεμιᾷ καταλήψει περιεχόμενον· μόνον γάρ ἐστιν ἀκατάληπτον καὶ
ἀόριστον, ὑπ᾿ οὐδενὸς γινωσκόμενον, αὐτὸ δὲ μόνον ἑαυτοῦ
θεωρητικόν. Ὁ δὲ ἄγγελος καὶ χρόνῳ περιγράφεται –ἤρξατο γὰρ
τοῦ εἶναι– καὶ τόπῳ, εἰ καὶ νοητῶς, ὡς προείπομεν, καὶ καταλήψει·
καὶ ἀλλήλων γὰρ τὴν φύσιν ἴσασι πως καὶ ὑπὸ κτίστου ὁρίζονται
τέλεον· τὰ δὲ σώματα καὶ ἀρχῇ καὶ τέλει καὶ τόπῳ σωματικῷ καὶ
καταλήψει.
Συλλογιμαῖα περί τοῦ Θεοῦ καί Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος καὶ τοῦ Λόγου καὶ τοῦ Πνεύματος.
Ἄτρεπτον παντελῶς τὸ θεῖον καὶ ἀναλλοίωτον· πάντα γὰρ τῇ
προγνώσει τὰ οὐκ ἐφ᾿ ἡμῖν προώρισεν, ἕκαστον κατὰ τὸν ἴδιον καὶ
πρέποντα καιρὸν καὶ τόπον. Καὶ κατὰ τοῦτο «ὁ Πατὴρ οὐδένα
κρίνει, τὴν δὲ κρίσιν πᾶσαν δέδωκε τῷ Υἱῷ»· ἔκρινε γὰρ ὁ Πατὴρ
δηλονότι καὶ ὁ Υἱὸς ὡς Θεὸς, καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον· αὐτὸς δὲ ὁ
Υἱὸς ὡς ἄνθρωπος σωματικῶς καταβήσεται καὶ καθιεῖται ἐπὶ θρόνου
δόξης –σώματος γὰρ περιγραπτοῦ ἡ κατάβασις καὶ ἡ καθέδρα– καὶ
κρινεῖ πᾶσαν τὴν οἰκουμένην ἐν δικαιοσύνῃ.
Πάντα ἀπέχει Θεοῦ, οὐ τόπῳ ἀλλὰ φύσει. Ἐπὶ ἡμῶν φρόνησις καὶ
σοφία καὶ βουλὴ ὡς ἕξις συμβαίνει καὶ ἀποχωρεῖ, οὐ μὴν ἐπὶ Θεοῦ.
Ἐπ᾿ αὐτοῦ γὰρ οὐδὲν γίνεται καὶ ἀπογίνεται· ἀναλλοίωτος γάρ ἐστι
καὶ ἄτρεπτος, καὶ οὐ χρὴ συμβεβηκὸς ἐπ᾿ αὐτοῦ λέγειν. Τὸ ἀγαθὸν
ὁ Θεὸς σύνδρομον ἔχει τῇ οὐσίᾳ.
Ὁ ἐπιθυμῶν ἀεὶ τοῦ Θεοῦ, οὗτος ὁρᾷ αὐτόν. Ἐν πᾶσι γάρ ἐστιν ὁ
Θεός· τοῦ γὰρ ὄντος ἐξῆπται τὰ ὄντα, καὶ οὐκ ἔστιν εἶναί τι, εἰ μὴ ἐν
τῷ ὄντι τὸ εἶναι ἔχοι, ὅτι πᾶσι μὲν ἐγκέκραται ὁ Θεὸς ὡς συνέχων
τὴν φύσιν, τῇ δὲ ἁγίᾳ αὐτοῦ σαρκὶ ὁ Θεὸς Λόγος καθ᾿ ὑπόστασιν
ἡνώθη καὶ κατεμίχθη ἀσυγχύτως πρὸς τὸ ἡμέτερον. Οὐδεὶς ὁρᾷ τὸν
Πατέρα εἰ μὴ ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Πνεῦμα.
Βούλησις καὶ σοφία καὶ δύναμις ὁ Υἱός ἐστι τοῦ Πατρός· οὐ χρὴ γὰρ
λέγειν ἐπὶ Θεοῦ ποιότητα, ἵνα μὴ σύνθετον αὐτὸν εἴπωμεν ἐξ οὐσίας
καὶ ποιότητος. Ὁ Υἱὸς ἐκ τοῦ Πατρός ἐστι καὶ πάντα, ὅσα ἔχει, ἐξ
αὐτοῦ ἔχει. Διὸ οὐ δύναται ποιεῖν ἀφ᾿ ἑαυτοῦ οὐδέν· οὐ γὰρ ἔχει
ἰδιάζουσαν ἐνέργειαν παρὰ τὸν Πατέρα.
Ὅτι φύσει ἀόρατος ὁ Θεός, ὁρατὸς ταῖς ἐνεργείαις γίνεται, ἐκ τῆς
τοῦ κόσμου συστάσεως καὶ κυβερνήσεως γινωσκόμενος.
Εἰκὼν τοῦ Πατρὸς ὁ Υἱός, καὶ Υἱοῦ τὸ Πνεῦμα, δι᾿ οὗ ὁ Χριστὸς
ἐνοικῶν ἀνθρώπῳ δίδωσιν αὐτῷ τὸ κατ᾿ εἰκόνα.
Θεὸς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, μέσον ἀγεννήτου καὶ γεννητοῦ καὶ δι᾿
Υἱοῦ τῷ Πατρὶ συναπτόμενον· Πνεῦμα Θεοῦ λέγεται, Πνεῦμα
Χριστοῦ, νοῦς Χριστοῦ, Πνεῦμα Κυρίου, αὐτοκύριος, Πνεῦμα
υἱοθεσίας, ἀληθείας, ἐλευθερίας, σοφίας (καὶ γὰρ ποιητικὸν τούτων
ἁπάντων)· πάντα τῇ οὐσίᾳ πληροῦν, πάντα συνέχον, πληρωτικὸν
κόσμου κατὰ τὴν οὐσίαν, ἀχώρητον κόσμῳ κατὰ τὴν δύναμιν.
Θεός ἐστιν ἀΐδιος οὐσία καὶ ἀπαράλλακτος, δημιουργικὴ τῶν ὄντων,
εὐσεβεῖ συνειδήσει προσκυνουμένη.
Θεὸς καὶ Πατὴρ ὁ ὢν ἀεὶ ἀγέννητος, ὡς μὴ ἔκ τινος γεννηθείς,
γεννήσας δὲ Υἱὸν συναΐδιον. Θεὸς ἐστιν καὶ ὁ Υἱός, ὁ ὢν ἀεὶ σὺν τῷ
Πατρί, ἀχρόνως καὶ ἀιδίως καὶ ἀρρεύστως καὶ ἀπαθῶς καὶ
ἀδιαστάτως ἐξ αὐτοῦ γεγεννημένος. Θεὸς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιόν ἐστι,
δύναμις ἁγιαστική, ἐνυπόστατος, ἐκ τοῦ Πατρὸς ἀδιαστάτως
ἐκπορευομένη καὶ ἐν Υἱῷ ἀναπαυομένη, ὁμοούσιος Πατρὶ καὶ Υἱῷ.
Λόγος ἐστὶν ὁ οὐσιωδῶς τῷ Πατρὶ ἀεὶ συμπαρών. Λόγος πάλιν ἐστὶ
καὶ ἡ φυσικὴ τοῦ νοῦ κίνησις, καθ᾿ ἣν κινεῖται καὶ νοεῖ καὶ λογίζεται
οἱονεὶ φῶς αὐτοῦ ὢν καὶ ἀπαύγασμα. Λόγος πάλιν ἐστὶν ὁ
ἐνδιάθετος, ὁ ἐν καρδίᾳ λαλούμενος. Καὶ πάλιν λόγος ἐστὶν ἄγγελος
νοήματος. Ὁ μὲν οὖν Θεὸς Λόγος οὐσιώδης τέ ἐστι καὶ ἐνυπόστατος,
οἱ δὲ λοιποὶ τρεῖς λόγοι δυνάμεις εἰσὶ τῆς ψυχῆς οὐκ ἐν ἰδίᾳ ὑποστάσει
θεωρούμενοι· ὧν ὁ μὲν πρῶτος τοῦ νοῦ φυσικόν ἐστι γέννημα ἐξ
αὐτοῦ ἀεὶ φυσικῶς πηγαζόμενον, ὁ δεύτερος δὲ λέγεται ἐνδιάθετος,
ὁ δὲ τρίτος προφορικός.
Τὸ πνεῦμα νοεῖται πολλαχῶς· Τὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Λέγονται δὲ καὶ αἱ
δυνάμεις τοῦ Πνεύματος τοῦ Ἁγίου πνεύματα· πνεῦμα καὶ ὁ ἄγγελος
ὁ ἀγαθός· πνεῦμα καὶ ὁ δαίμων· πνεῦμα καὶ ἡ ψυχή· ἔστι δέ, ὅτε καὶ ὁ
νοῦς πνεῦμα λέγεται· πνεῦμα καὶ ὁ ἄνεμος· πνεῦμα καὶ ὁ ἀήρ. Για τον τόπο του Θεού και ότι το θείο είναι απεριόριστο
Ο τόπος του σώματος είναι τα όρια αυτού που το περιέχει ως περιεχόμενο·
για παράδειγμα, ο αέρας περιέχει, ενώ το σώμα περιέχεται. Όλος ο αέρας που
περιέχει δεν είναι ο τόπος του σώματος που περιέχεται, αλλά τα όρια του
περιέχοντος αέρα τα οποία αγγίζουν το περιεχόμενο σώμα. Γενικά ισχύει,
αυτό που περιέχει να μη βρίσκεται μέσα στο περιεχόμενο.
Υπάρχει βέβαια και νοητός τόπος, όπου βρίσκεται ο νους και η νοητή και
ασώματη φύση· είναι παρούσα εκεί και ενεργεί, χωρίς να περιέχεται σωματικά
αλλά νοητά· διότι δεν έχει σχήμα, για να περιληφθεί σωματικά.
Ο Θεός, λοιπόν, που είναι άϋλος και απερίγραπτος, δεν βρίσκεται σε τόπο·
διότι ο ίδιος είναι τόπος του εαυτού του, αφού γεμίζει τα πάντα και είναι
πάνω απ’ όλα και όλα τα συνέχει. Λέγεται βέβαια ότι βρίσκεται σε τόπο. Και
ονομάζεται τόπος Θεού εκείνος όπου αποκαλύπτεται η ενέργειά του. Διότι ο
ίδιος χωρίς ανάμειξη διέρχεται μέσω όλων και μεταδίδει σ’ όλα την ενέργειά
του, ανάλογα με την καταλληλότητα και την δεκτική ικανότητα του καθένα·
εννοώ την καθαρότητα της φύσεως και της προαιρέσεως· καθώς είναι πιο
καθαρά τα άϋλα από τα υλικά και τα ενάρετα από τα προσκολλημένα στην
κακία. Γι’ αυτό, λοιπόν, τόπος Θεού ονομάζεται εκείνος που μετέχει
περισσότερο στην ενέργεια και τη χάρη Του.
Γι’ αυτό το λόγο ο ουρανός είναι ο θρόνος του –διότι σ’ αυτόν βρίσκονται
οι άγγελοι που κάνουν το θέλημά του και τον δοξάζουν ασταμάτητα· η
δοξολογία αυτή είναι η ξεκούρασή του–. Και η γη είναι το υποπόδιο των
ποδιών του –διότι σ’ αυτήν έζησε με την ανθρώπινη σάρκα ανάμεσα στους
ανθρώπους–· καθώς η αγία σάρκα του λέγεται με άλλη ονομασία πόδι του
Θεού. Αλλά και η Εκκλησία λέγεται τόπος του Θεού. Γιατί την προσφέραμε
σαν ιερό τόπο για να τον δοξολογούμε· εκεί προσευχόμαστε στο Θεό. Επίσης,
λέγονται τόποι του Θεού και οι τόποι εκείνοι όπου φανερώθηκε η ενέργειά
του, είτε ένσαρκη είτε άσαρκη.
Πρέπει μάλιστα να γνωρίζουμε ότι το θείο είναι αδιαίρετο· όλο βρίσκεται
καθ’ ολοκληρία παντού. Δεν διαιρείται σε μέρη, όπως τα σώματα, αλλά όλο
βρίσκεται σε όλα και πάνω απ’ όλα.
Για τον τόπο του αγγέλου και της ψυχής, και για το απερίγραπτο.
Ο άγγελος πάλι δεν περιορίζεται σ’ ένα τόπο όπως τα σώματα, ώστε να
παίρνει μορφή και σχήμα. Λέγεται όμως ότι βρίσκεται στο χώρο, επειδή είναι
παρών νοητά και ενεργεί σ’ εκείνο το χώρο και δεν βρίσκεται και αλλού·
περιορίζεται νοητά εκεί όπου και ενεργεί. Δεν μπορεί ταυτόχρονα να ενεργεί
σε διαφορετικούς τόπους, διότι μόνον ο Θεός είναι πανταχού παρών και
ενεργεί ταυτόχρονα. Ο άγγελος, δηλαδή, εξαιτίας της φύσεως και της
ετοιμότητός του, πολύ γρήγορα μεταβαίνει και ενεργεί σε διαφορετικούς
τόπους· ενώ ο Θεός είναι πανταχού παρών και πάνω απ’ όλα, και με μια και
απλή ενέργειά του ενεργεί συγχρόνως με διαφορετικούς τρόπους.
Η ψυχή πάλι έχει συνδεθεί ολόκληρη με όλο το σώμα, και όχι ένα μέρος της
μ’ ένα μέρος του·
δεν περιέχεται σ’ αυτό αλλά το περιέχει, όπως η φωτιά το
σίδερο· όντας μέσα στο σώμα ενεργεί σύμφωνα με τη φύση της. Αυτό βέβαια
που περιλαμβάνεται στον τόπο, το χρόνο ή την αντίληψη είναι περιορισμένο,
ενώ εκείνο που κανένα απ’ αυτά δεν το περιέχει είναι απεριόριστο.
Απεριόριστο,
λοιπόν, είναι μόνο το θείο, επειδή είναι χωρίς αρχή και τέλος
και τα περιέχει όλα, χωρίς νά περιέχεται από κανένα. Διότι μόνο αυτό είναι
ακατάληπτο και απροσδιόριστο· κανένα δεν το γνωρίζει, και μόνον αυτό
γνωρίζει τον εαυτό του. Ο άγγελος όμως και περιορίζεται από το χρόνο
–καθώς έχει αρχή υπάρξεως– και από τον τόπο, αν και περιορίζεται νοητά,
όπως είπαμε παραπάνω, και με την αντίληψη περιορίζεται. Ο ένας μάλιστα
γνωρίζει κάπως τη φύση του άλλου, ενώ ο δημιουργός τους τα προσδιορίζει
πλήρως. Τα σώματα πάλι περιορίζονται από την αρχή και το τέλος τους, από
το χώρο που
καταλαμβάνουν, και από την αντίληψη.
Συλλογή χωρίων για το Θεό, δηλαδή για τον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο
Πνεύμα και σχετικά με το Λόγο και το Πνεύμα.
Το θείο είναι τελείως αμετάβλητο και αναλλοίωτο· διότι όλα αυτά που δεν
εξαρτώνται από μας τα αποφάσισε προηγουμένως με τη πρόγνωσή του, το
καθένα στον ιδιαίτερο και κατάλληλο καιρό και τόπο. Και σύμφωνα μ’ αυτό,
«ο Πατέρας δεν κρίνει κανέναν, αλλά έδωσε όλη τη κρίση στην εξουσία του
Υιού»· διότι είναι φανερό ότι η κρίση ανήκε στον Πατέρα και τον Υιό ως Θεό
και στο Άγιο Πνεύμα. Ο ίδιος μάλιστα ο Υιός θα κατέβει στη γη, ως άνθρωπος
με σώμα, και θα καθίσει σε ένδοξο θρόνο – η κατάβαση και ο θρόνος αφορούν
περιορισμένο σώμα– και από κει θα κρίνει όλη την οικουμένη με δικαιοσύνη.
Όλα απέχουν από το Θεό, όχι τοπικά, αλλά από τη φύση τους. Σε μας η
σύνεση, η σοφία και η σκέψη υπάρχουν και μας εγκαταλείπουν ως συνήθεια·
δεν συμβαίνει όμως έτσι με το Θεό. Γι’ Αυτόν, τίποτε δεν γίνεται και τίποτε
δεν χάνεται· διότι είναι αναλλοίωτος και αμετάβλητος, και δεν πρέπει να του
αποδίδουμε κάποιο συμβάν. Ο Θεός έχει συνυφασμένο στην ουσία του το αγαθό.
Όποιος επιθυμεί διαρκώς το Θεό, αυτός τον βλέπει. Διότι ο Θεός υπάρχει σε
όλα· καθόσον τα κτίσματα εξαρτώνται από το Θεό που υπάρχει, και δεν είναι
δυνατόν να υπάρχει κάτι, εάν δεν εξαρτά την ύπαρξή του από το Θεό. Ο
Θεός αναμειγνύεται με όλα, διότι συγκρατεί τη φύση τους·
και μάλιστα ο Θεός Λόγος ενώθηκε με την αγία σάρκα του υποστατικά
και αναμίχθηκε χωρίς συγχώνευση με τη δική μας φύση. Κανείς δεν βλέπει
τον Πατέρα παρά μόνον ο Υιός και το Πνεύμα.
Ο Υιός είναι η βούληση, η σοφία και η δύναμη του Πατέρα. Και δεν πρέπει
ν’ αποδίδουμε στο Θεό ποιότητα, για να μην τον θεωρήσουμε σύνθετο, από
ουσία και ποιότητα. Ο Υιός προέρχεται από τον Πατέρα, και όλα, όσα έχει, τα
έχει απ’ αυτόν. Γι’ αυτό και δεν κάνει τίποτε από μόνος του· δεν έχει
ιδιαίτερη ενέργεια απ’ αυτήν του Πατέρα.
Ο Θεός είναι από τη φύση του αόρατος και γίνεται ορατός με τις ενέργειές
του· αυτό το γνωρίζουμε από την κατασκευή και διακυβέρνηση του κόσμου.
Ο Υιός είναι εικόνα του Πατέρα, το Πνεύμα του Υιού· όταν ο Χριστός με το
Πνεύμα κατοικεί μέσα στον άνθρωπο, του δίνει το κατ’ εικόνα.
Το Άγιο Πνεύμα είναι Θεός, ενδιάμεσο του αγέννητου και του γεννητού·
συνάπτεται με τον Πατέρα μέσω του Υιού. Λέγεται Πνεύμα Θεού, Πνεύμα
Χριστού, νους Χριστού, Πνεύμα Κυρίου, Αυτοκύριος, Πνεύμα υιοθεσίας,
αλήθειας, ελευθερίας, σοφίας (διότι τα δημιουργεί όλα αυτά). Είναι Πνεύμα
που τα γεμίζει όλα με την ουσία του, όλα τα συνέχει, που μπορεί να γεμίσει
τον κόσμο με την ουσία του, αλλά στη δύναμή του δεν χωρά στον κόσμο.
Ο Θεός είναι ουσία αιώνια και αμετάβλητη, δημιουργός των όντων· Τον
προσκυνάμε με αισθήματα ευσεβείας.
Θεός είναι και ο Πατέρας, ο οποίος είναι αιώνια αγέννητος· διότι δεν προήλθε
από κάποιον, αλλά γέννησε τον Υιό συναιώνιο. Θεός είναι και ο Υιός, που
είναι πάντα με τον Πατέρα και γεννήθηκε απ’ Αυτόν εκτός χρόνου, χωρίς
μεταβολή ή πάθος ή χωρισμό απ’ Αυτόν. Θεός είναι και το Άγιο Πνεύμα,
αγιαστική δύναμη, ενυπόστατη, που εκπορεύεται από τον Πατέρα χωρίς ν’
απομακρύνεται απ’ Αυτόν· αναπαύεται στον Υιό και έχει την ίδια ουσία με
τον Πατέρα και τον Υιό.
Ο Λόγος είναι αυτός που βρίσκεται πάντοτε κατ’ ουσίαν με τον Πατέρα.
Λόγος, επίσης, είναι η φυσική κίνηση του νου, σύμφωνα με την οποία
κινείται, σκέφτεται και συλλογίζεται, σαν να είναι το φως και η λάμψη του.
Λόγος είναι ακόμη ο ενδιάθετος, που λαλείται μέσα στην καρδιά. Τέλος,
λόγος είναι αυτός που μεταδίδει τη σκέψη. Συμπερασματικά, ο Θεός Λόγος
έχει ουσία και υπόσταση, ενώ οι υπόλοιποι τρεις λόγοι αποτελούν δυνάμεις
της ψυχής, χωρίς να έχουν ιδιαίτερη υπόσταση. Απ’ αυτούς, ο πρώτος είναι
γέννημα του νου και προέρχεται από τη φύση του, ο δεύτερος λέγεται
ενδιάθετος και ο τρίτος προφορικός.
Η λέξη πνεύμα έχει πολλές σημασίες. Σημαίνει το Άγιο Πνεύμα. Πνεύματα
λέγονται και οι δυνάμεις του Αγίου Πνεύματος· πνεύμα ακόμη είναι και ο
αγαθός άγγελος· πνεύμα είναι και ο διάβολος· πνεύμα και η ψυχή· κάποτε
πνεύμα λέγεται και ο νους· πνεύμα είναι και ο άνεμος και ο αέρας.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 14. Τὰ ἰδιώματα τῆς θείας φύσεως
Τὸ ἄκτιστον, τὸ ἄναρχον, τὸ ἀθάνατον καὶ ἀπέραντον καὶ αἰώνιον,
τὸ ἄυλον, τὸ ἀγαθόν, τὸ δημιουργικόν, τὸ δίκαιον, τὸ φωτιστικόν,
τὸ ἄτρεπτον, τὸ ἀπαθές, τὸ ἀπερίγραπτον, τὸ ἀχώρητον,
τὸ ἀπεριόριστον, τὸ ἀόριστον, τὸ ἀσώματον, τὸ ἀόρατον,
τὸ ἀπερινόητον, τὸ ἀνενδεές, τὸ αὐτοκρατὲς καὶ αὐτεξούσιον,
τὸ παντοκρατορικόν, τὸ ζωοδοτικόν, τὸ παντοδύναμον,
τὸ ἀπειροδύναμον, τὸ ἁγιαστικὸν καὶ μεταδοτικόν, τὸ περιέχειν καὶ
συνέχειν τὰ σύμπαντα καὶ πάντων προνοεῖσθαι· πάντα ταῦτα καὶ
τοιαῦτα φύσει ἔχει οὐκ ἄλλοθεν εἰληφυῖα, ἀλλ᾿ αὐτὴ μεταδιδοῦσα
παντὸς ἀγαθοῦ τοῖς οἰκείοις ποιήμασι κατὰ τὴν ἑκάστου δεκτικὴν
δύναμιν.
Ἡ ἐν ἀλλήλαις τῶν ὑποστάσεων μονή τε καὶ ἵδρυσις· ἀδιάστατοι γὰρ
αὗται καὶ ἀνεκφοίτητοι ἀλλήλων εἰσὶν, ἀσύγχυτον ἔχουσαι τὴν ἐν
ἀλλήλαις περιχώρησιν, οὐχ ὥστε συναλείφεσθαι ἢ συγχεῖσθαι, ἀλλ᾿
ὥστε ἔχεσθαι ἀλλήλων. Υἱὸς γὰρ ἐν Πατρὶ καὶ Πνεύματι, καὶ
Πνεῦμα ἐν Πατρὶ καὶ Υἱῷ, καὶ Πατὴρ ἐν Υἱῷ καὶ Πνεύματι, μηδεμιᾶς
γινομένης συναλοιφῆς ἢ συμφύρσεως ἢ συγχύσεως. Καὶ τὸ ἓν καὶ
ταὐτὸν τῆς κινήσεως· ἓν γὰρ ἔξαλμα καὶ μία κίνησις τῶν τριῶν
ὑποστάσεων, ὅπερ ἐπὶ τῆς κτιστῆς φύσεως θεωρηθῆναι ἀδύνατον.
Καὶ ὅτι ἡ θεία ἔλλαμψις καὶ ἐνέργεια μία οὖσα καὶ ἁπλῆ καὶ ἀμερὴς
καὶ ἀγαθοειδῶς ἐν τοῖς μεριστοῖς ποικιλλομένη καὶ τούτοις πᾶσι τὰ
τῆς οἰκείας φύσεως συστατικὰ νέμουσα μένει ἁπλῆ, πληθυνομένη μὲν
ἐν τοῖς μεριστοῖς ἀμερίστως καὶ τὰ μεριστὰ πρὸς τὴν ἑαυτῆς
ἁπλότητα συνάγουσα καὶ ἐπιστρέφουσα –πάντα γὰρ αὐτῆς ἐφίεται
καὶ ἐν αὐτῇ ἔχει τὴν ὕπαρξιν–· καὶ αὐτὴ τοῖς πᾶσι τὸ εἶναι καθὼς ἔχει
φύσεως μεταδίδωσι· καὶ αὐτή ἐστι τῶν ὄντων τὸ εἶναι καὶ τῶν
ζώντων ἡ ζωὴ καὶ τῶν λογικῶς ὄντων ὁ λόγος καὶ τῶν νοερῶς
ὄντων ἡ νόησις, αὐτὴ ὑπὲρ νοῦν οὖσα καὶ ὑπὲρ λόγον καὶ ὑπὲρ ζωὴν
καὶ ὑπὲρ οὐσίαν.
Ἔτι δὲ καὶ τὸ διὰ πάντων διήκειν ἀμιγῶς, δι᾿ αὑτῆς δὲ οὐδέν. Ἔτι καὶ
τὸ ἁπλῇ γνώσει γινώσκειν τὰ πάντα καὶ πάντα τῷ θείῳ καὶ
παντεποπτικῷ καὶ ἀΰλῳ αὐτῆς ὄμματι ἁπλῶς καθορᾶν, τά τε
ἐνεστῶτα τά τε παρεληλυθότα καὶ τὰ μέλλοντα πρὶν γενέσεως
αὐτῶν· τὸ ἀναμάρτητον καὶ ἀφιέναι ἁμαρτίας καὶ σῴζειν· καὶ ὅτι
πάντα μέν, ὅσα θέλει, δύναται, οὐχ ὅσα δὲ δύναται, θέλει· δύναται
γὰρ ἀπολέσαι τὸν κόσμον, οὐ θέλει δέ. Τα ιδιώματα της θείας φύσεως.
Ιδιώματα της θείας φύσεως είναι το άκτιστο, το άναρχο, το άφθαρτο, το
αθάνατο, άπειρο και αιώνιο, το αγαθό, το δημιουργικό, το δίκαιο, το
φωτιστικό, το αμετάβλητο, το απαθές, το απερίγραπτο, το αχώρητο,
το απεριόριστο, το αόριστο, το ασώματο, το αόρατο, το ακατανόητο,
η ιδιότητα να μην έχει καμία ανάγκη, το αυτοκυριαρχικό και αυτεξούσιο,
το εξουσιαστικό του σύμπαντος, το ζωοποιό, το παντοδύναμο,
το απειροδύναμο, το αγιαστικό και μεταδοτικό, η ιδιότητα να περιέχει και
συγκρατεί τα σύμπαντα και να προνοεί για όλα. Όλα αυτά και τα παρόμοια
η θεότητα τα έχει από τη φύση της, χωρίς να τα έχει λάβει από αλλού.
Απεναντίας, η ίδια η θεότητα μεταδίδει κάθε αγαθό στα δημιουργήματά της,
ανάλογα με τη δεκτική ικανότητα του καθένα.
Ιδίωμα της θεότητος είναι η αμοιβαία παραμονή και διαμονή των θείων
υποστάσεων· διότι είναι αχώριστες μεταξύ τους χωρίς να λείπει η μία από την
άλλη· έχουν την αλληλοπεριχώρησή τους
ασύγχυτη, ώστε ούτε να
συγχωνεύονται ούτε να συγχέονται, αλλά να είναι σε αρμονία μεταξύ τους. Ο
Υιός δηλαδή είναι με τον Πατέρα και το Πνεύμα, το Πνεύμα με τον Πατέρα
και τον Υιό και ο Πατέρας με τον Υιό και το Πνεύμα, χωρίς να συμβαίνει
καμιά συγχώνευση ή ανάμειξη ή σύγχυση. Ιδίωμα της θεότητος επίσης είναι η
ενότητα και ταυτότητα της κινήσεως· γίνεται, δηλαδή, μία εξόρμηση και μία
κίνηση των τριών υποστάσεων, κάτι που δεν μπορεί να παρατηρηθεί στην
κτιστή φύση.
Και ακόμη, η θεία ακτινοβολία και ενέργεια είναι μία, απλή και αδιαίρετη·
προσφέρει πολλά αγαθά στα κτιστά που διαιρούνται· και, ενώ μοιράζει σ’ όλα
τα συστατικά της φύσεώς τους, η ίδια παραμένει απλή·
μοιράζει τον εαυτό της σε πολλά χωρίς να διαιρείται η ίδια· συγκεντρώνει και
επαναφέρει τα διαιρεμένα στη δική της απλότητα –διότι όλα τα όντα την
ποθούν και οφείλουν την ύπαρξή τους σ’ αυτήν–· και αυτή μεταδίδει σε όλα
την ύπαρξη ανάλογα με τη φύση τους· έτσι η θεότητα αποτελεί την ύπαρξη
για τα όντα, τη ζωή για τα ζωντανά, τη λογική για τα λογικά και το νου για
τα νοερά· η ίδια βέβαια είναι πέρα και πάνω από το νου, το λόγο, τη ζωή και
τη φύση.
Ιδίωμά της ακόμη είναι ότι περνά μέσα απ’ όλα τα όντα, ενώ απ’ αυτήν δεν
περνά κανένα ον. Επίσης, ότι γνωρίζει τα πάντα με απλή γνώση· όλα τα
βλέπει με απλό τρόπο, με το θείο, παντεποπτικό και άϋλο βλέμμα της· βλέπει
τα παρόντα, τα παρελθόντα και τα μέλλοντα προτού να συμβούν. Ιδίωμά της,
επίσης, είναι η αναμαρτησία, η συγχώρεση των αμαρτιών και η σωτηρία. Και
ακόμη, ότι μπορεί να πετύχει όλα όσα θέλει, αλλά δεν θέλει να κάνει όσα
μπορεί· μπορεί, για παράδειγμα, να καταστρέψει τον κόσμο, αλλά δεν το θέλει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου