Δευτέρα 27 Μαΐου 2019

Το μυστήριο του Θεού και του ανθρώπου στον Άγιο Συμεών τον Νέο Θεολόγο


Το Σκοτεινό Δωμάτιο και ο Ατέλειωτος Ωκεανός
Σε μια προσπάθεια να περιγράψει με λόγια τι βρίσκεται πέρα από την ανθρώπινη γλώσσα —την φύση της προσωπικής επικοινωνίας μεταξύ του Θεού και του ανθρώπου— ο μεγαλύτερος από τους Βυζαντινούς μυστικιστές, ο Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος (949-1022), χρησιμοποιεί δύο χτυπητές παρομοιώσεις. Πρώτα, παρομοιάζει την μυστική εμπειρία με την κατάσταση ανθρώπου, που ανοίγει ένα παράθυρο σ’ ένα σκοτεινό δωμάτιο.
Φαντασθείτε έναν άνθρωπο να κάθεται την νύχτα μέσα στο σπίτι του με όλες τις πόρτες κλειστές· κι έπειτα, υποθέστε ότι ανοίγει ένα παράθυρο ακριβώς την στιγμή που αστράφτει ξαφνικά μια αστραπή. Μη μπορώντας να υποφέρει την λάμψη της, αμέσως προστατεύει τον εαυτό του κλείνοντας τα μάτια του και αποτραβιέται απ’ το παράθυρο. Έτσι συμβαίνει και με την ψυχή, που είναι κλεισμένη στο βασίλειο των αισθήσεων· εάν ποτέ κρυφοκοιτάξει μέσα απ’ το παράθυρο του νου, τυφλώνεται από την λάμψη, σαν αστραπή, του αρραβώνος του Αγίου Πνεύματος που βρίσκεται μέσα της. Αδυνατώντας να υποφέρει την λαμπρότητα του αποκαλυπτόμενου φωτός, αμέσως ταράσσεται κι αποτραβιέται ολοκληρωτικά στον εαυτό της, βρίσκοντας καταφύγιο, όπως σ’ ένα σπίτι, ανάμεσα στα αισθητά και ανθρώπινα πράγματα. Σαν μια δεύτερη προσπάθεια, ο Νέος Θεολόγος περιγράφει την εμπειρία κάποιου που περπατά πλάι στη θάλασσα.
Ένας άνθρωπος που στέκεται στην ακρογιαλιά, ατενίζει τον ατέλειωτο ωκεανό, η ματιά του δεν μπορεί να φθάσει έως την άκρη του, και έτσι βλέπει μόνον ένα μικρό τμήμα. Έτσι συμβαίνει και με τον άνθρωπο, που θεωρείται άξιος να ατενίσει, διά μέσου της σκέψης, τον ατέλειωτο ωκεανό της δόξας του Θεού και να τον κοιτάξει με το μυαλό του· δεν τον βλέπει όπως είναι, αλλά μόνο τόσο μακρυά, όσο είναι προσιτά στα εσώτερα μάτια της ψυχής.
Κάποιος, που στέκεται στην ακρογιαλιά, και δεν είναι ευχαριστημένος απλώς με το να κοιτάζει την θάλασσα, μπορεί επίσης να περπατήσει μέσα σ’ αυτήν όσο μακρυά θελήσει. Έτσι συμβαίνει και με τους πνευματικούς ανθρώπους· ανάλογα με την θερμότητα της επιθυμίας τους, μπορούν να εισέλθουν συνειδητά μέσα στο φως του Θεού, συμμετέχοντας σ’ αυτό και βλέποντάς το.
Κάποιος που στέκεται στην ακρογιαλιά, όσο χρόνο παραμένει σε στεγνή γη μπορεί να δει τα πάντα γύρω του και να κοιτάξει βαθιά μέσα στην θάλασσα. Αλλά όταν αρχίζει να μπαίνει μέσα στα νερά και να βυθίζεται κάτω απ’ αυτά, όσο περισσότερο προχωρεί τόσο λιγότερα πράγματα βλέπει έξω. Έτσι συμβαίνει και μ’ αυτούς που γίνονται κοινωνοί του θεϊκού φωτός· όσο περισσότερο προχωρούν στην γνώση του Θεού, τόσο βαθύτερα βυθίζονται στην άγνοια.
Κάποιος που περπατά μέσα στα νερά της θάλασσας μέχρι τα γόνατα ή την μέση του, μπορεί να δει καθαρά οτιδήποτε είναι έξω από τα νερά. Αλλά όταν καταδυθεί στα βάθη και σκεπαστεί ολόκληρος απ’ το νερό, δεν μπορεί πια να δει τίποτα έξω και ξέρει μόνο ένα πράγμα, ότι είναι εντελώς κατεβασμένος στα βαθιά. Έτσι συμβαίνει και μ’ εκείνους που κάνουν πνευματικές προόδους και ανυψώνονται προς την τέλεια γνώση και θεωρία.
Ο μυστικός λοιπόν, είναι κάποιος που ανοίγει ένα παράθυρο στο σκοτεινό δωμάτιο της ψυχής του και κοιτάζει για μια στιγμή το φως που είναι έξω απ’ αυτόν και συγχρόνως μέσα του· που ατενίζει τον απέραντο ωκεανό της θεϊκής δόξας και, που δεν κοιτάζει μόνο την θάλασσα απ’ έξω, αλλά βυθίζεται κιόλας μέσα της, και σκεπάζεται εντελώς απ’ τα νερά της θεότητας, ώστε δεν γνωρίζει πια τίποτα απ’ όσα είναι πάνω στη στεγνή γη —τον συνηθισμένο κόσμο των αισθήσεων — αλλά μόνο τον Θεό.
Η Προσωπική Μαρτυρία της ζωής του Αγίου Συμεών.
Αυτά είναι δύο ανάμεσα στα πάμπολλα σύμβολα που ο Νέος Θεολόγος χρησιμοποιεί για να περιγράψει το μυστήριο της επικοινωνίας του ανθρώπου με τον ζώντα Θεό. Προτού γυρίσουμε να κοιτάξουμε με μεγαλύτερη λεπτομέρεια την μυστική του θεολογία, θα είναι χρήσιμο να θυμηθούμε δύο χαρακτηριστικά της μοναστικής του εμπειρίας, που έχουν μια ειδική σημασία για την πνευματική του διδασκαλία. Ο Άγιος Συμεών είναι ένας βαθιά προσωπικός συγγραφέας, και δεν είναι επομένως σωστό να συζητήσουμε τη θεωρία του ξεχωριστά απ’ την ζωή του.
Το πρώτο χαρακτηριστικό είναι ο υπερβολικά στενός σύνδεσμος που υπήρχε ανάμεσα στον Νέο Θεολόγο και στον πνευματικό πατέρα του, τον Συμεών τον Ευσεβή ή Ευλαβή, ένα μοναχό της φημισμένης μονής Στουδίου στην Κων/λη. Ο Συμεών ο Νέος Θεολόγος για πρώτη φορά δέχθηκε την επίδραση του ενόσο ήταν πολύ νέος, υπηρετώντας ως θαλαμηπόλος στο σπιτικό ενός σπουδαίου ευγενούς στην πρωτεύουσα του Βυζαντίου. Όταν, μερικά χρόνια αργότερα, έγινε ο ίδιος μοναχός, αυτό δεν ετερμάτισε τον σύνδεσμό του με τον πνευματικό πατέρα του, γιατί μπήκε στο ίδιο κοινόβιο του Στουδίου και έζησε κάτω απ’ την άμεση, καθημερινή, ακόμα και ωριαία καθοδήγηση του Συμεών του Ευσεβούς. Ο εξαιρετικά στενός δεσμός μεταξύ των δύο Συμεών, διδάσκαλου και μαθητή, δημιούργησε δυσχέρειες για τους άλλους μοναχούς και τελικά για τον ηγούμενο, ώστε ο Συμεών ο Νέος Θεολόγος αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη μονή Στουδίου. Πήγε σε ένα άλλο κοινόβιο στην μονή του Αγ. Μάμμα αλλά κι εκεί κράτησε τον Συμεών τον Ευσεβή ως πνευματικό γέροντά του. Μετά τον θάνατο του πνευματικού πατέρα του, χωρίς να περιμένει για καμμία επίσημη απόφαση από μέρους των εκκλησιαστικών αρχών, άρχισε αμέσως να τιμά τον Συμεών τον Ευσεβή σαν άγιο, κανονίζοντας να ιστορηθεί μια εικόνα του, συνθέτοντας λειτουργία προς τιμήν του, και γιορτάζοντας την επέτειο του θανάτου του με πλήρεις λειτουργικές τελετές. Γι’ αυτό τον κατέκριναν αυστηρά, αλλά αυτός υπερασπίσθηκε σταθερά το δικαίωμά του να τιμήσει τον δάσκαλό του μεταξύ των αγίων.
Σ’ όλα αυτά μπορεί να παρατηρήσει κανείς ένα κλασσικό και επαναλαμβανόμενο χαρακτηριστικό του Ανατολικού μοναχισμού, τον ειδικό σύνδεσμο μεταξύ του πνευματικού πατέρα και του παιδιού του, την μεταβίβαση της διδασκαλίας και της θεϊκής χάριτος διά μέσου της προσωπικής επαφής μεταξύ του πνευματικού και του μαθητή. Παράλληλα με την κανονική, και επίσημη «αποστολική διαδοχή» της επισκοπικής ιεραρχίας υπάρχει επίσης μία εσωτερική και κρυμμένη «αποστολική διαδοχή» πνευματικών ανθρώπων και τα δύο είδη της διαδοχής είναι, το καθένα με τον δικό του τρόπο, απαραίτητα στη ζωή της Εκκλησίας του Χριστού. Ένα σημείο ιδιαίτερου ενδιαφέροντος στην περίπτωση του Νέου Θεολόγου είναι ότι ο πνευματικός του πατέρας, ο Συμεών ο Ευσεβής, ήταν ένας απλός μοναχός και όχι ιερέας.
Κατά δεύτερο λόγο, ο Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος δεν ήταν ασκητής που ζούσε στην έρημο, αλλά, κατά την διάρκεια της πιο σημαντικής περιόδου της ζωής του (από το 980 περίπου έως το 1005) ήταν ηγούμενος στον Αγ. Μάμμα, ένα κοινοβιακό μοναστήρι στην Κων/λη. Ως ο ανώτερος ενός πολυάσχολου και πολυαναπτυγμένου κοινοβίου μέσα στην καρδιά της Αυτοκρατορίας, ήταν πολύ απασχολημένος με τις πρακτικές λεπτομέρειες της καθημερινής διοίκησης και δεχότανε συνεχώς επισκέψεις από λαϊκούς. Αυτό, η προσωπική του δηλ. διδαχή, αντικατοπτρίζεται στην πνευματική του διδασκαλία. Συγγραφέας, όχι όπως ο Άγιος Ισαάκ ο Σύρος, που τονίζει την ανάγκη για μοναξιά και φυσική απομόνωση απ’ τον κόσμο, ο Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος διδάσκει ότι ολόκληρη η μυστική ζωή είναι προσιτή σ’ όλους ανεξαιρέτως —όχι μόνο στον αναχωρητή και στον ερημίτη, αλλά και στον μοναχό σε μία αστική κοινότητα (κοινόβιο) και ακόμα και στους νυμφευμένους με τις ευθύνες της οικογένειας, με καθήκοντα που αφορούν το σπίτι και με ένα επάγγελμα. Για τον Άγιο Συμεών ο αποφασιστικός παράγων δεν είναι η εξωτερική ειρήνη και ησυχία, αλλά η εσωτερική ησυχία· και αυτή η εσωτερική ησυχία μπορεί να υπάρξει όχι μόνο στην έρημο, αλλά και στην πόλη. Όχι μόνο στο κελί του ερημίτη, αλλά και στην ζωή κάθε χριστιανικής οικογένειας. Είναι σημαντικό ότι το πρώτο όραμα του θεϊκού φωτός ήρθε στον Άγιο Συμεών πριν να πάρει μοναστικούς όρκους, όταν υπηρετούσε στο σπίτι του ευγενούς και πήγαινε καθημερινά στην Αυλή.
Για τον Άγιο Συμεών οι δύο έννοιες «μυστικισμός» και «κοινωνία» δεν είναι ασυμβίβαστες. Αντιθέτως, στην πνευματική του διδασκαλία επιμένει πάνω στους δεσμούς της αγάπης που ενώνουν τον χριστιανό με τους συνανθρώπους του. «Ήξερα έναν άνθρωπο, γράφει —και, σαν τον Άγιο Παύλο, φανερά αναφέρεται στον εαυτό του,— ήξερα έναν άνθρωπο, που επιθυμούσε τόσο πολύ τη σωτηρία των εν Χριστώ αδελφών του, που με καυτά δάκρυα και μ’ όλη την καρδιά του, συχνά ικέτευε τον Θεό, που αγαπά τους ανθρώπους ή να σωθούν οι άνθρωποι μαζί του ή διαφορετικά να καταδικασθεί κι αυτός μαζί τους… Ήταν τόσο δεμένος μαζί τους πνευματικά από μια ιερή αγάπη για το Άγιο Πνεύμα, που θα προτιμούσε να μην εισέλθει στο Βασίλειο των Ουρανών εάν αυτό θα σήμαινε να τους αποχωρισθεί.
Η εμπειρία του Αγίου Πνεύματος
Στην μυστική θεολογία του Αγίου Συμεών, τρία κύρια χαρακτηριστικά μπορούν να διακριθούν: η θεολογία της προσωπικής εμπειρίας, η θεολογία του φωτός και η θεολογία της Χριστοκεντρικής πάλης. Ας θεωρήσουμε κάθε άποψη με την σειρά.
Από το τέλος των μεγάλων Χριστολογικών και Εικονοκλαστικών διχογνωμιών και το «Θρίαμβο της Ορθοδοξίας» στα μέσα του 9ου αιώνα, η Ανατολική Χριστιανοσύνη έχει εκτεθεί στον πειρασμό του τύπου, στον κίνδυνο της ατροφίας και της στασιμότητας. Διάδοχοι σε μια κληρονομιά πλούσια, οι Βυζαντινοί Χριστιανοί δεν οδηγούσαν πάντοτε τους εαυτούς των αντίθετα προς μια υποδούλωση στο παρελθόν. Πολλοί απ’ αυτούς δέχτηκαν την παράδοση παθητικά και μηχανικά, κάνοντας ελάχιστη ή και καθόλου προσπάθεια να την καταλάβουν μ’ ένα δημιουργικό τρόπο. Αυτοί οι άνθρωποι φρόντιζαν ν’ ανάγουν την ορθοδοξία σε μια εξωτερική και προφορική ορθότητα στην ομολογία της πίστης, σε μια πολύ ακριβή και φιλόπονη τήρηση των λειτουργικών κανόνων.
Αντίθετα από αυτή την άγονη και τυπική προσέγγιση, ο Άγιος Συμεών επιμένει με φοβερή σφοδρότητα στην ουσιώδη ανάγκη για την προσωπική εμπειρία. Στην περίπτωση του κάθε πιστού και κάθε μαθητή του Χριστού, έτσι δίδασκε, πρέπει να υπάρχει μία ζωντανή ανησυχία του ζωντανού Θεού. Δεν είναι ικανοποιητικό για έναν Ορθόδοξο Χριστιανό να διαβάζει και να ενθυμείται τις λέξεις των Πατέρων· ο αληθινός θεολόγος πρέπει να προχωρεί πέρα απ’ αυτό —οφείλει ο ίδιος να ζει την Παράδοση, ξαναδοκιμάζοντας ευθέως και αμέσως όλα όσα οι Πατέρες πραγματεύονται στα κείμενά τους.
Δεν είναι ικανοποιητικό να εκτελούμε την ιεροτελεστία με εξωτερικό σεβασμό και με ακριβή υπακοή στο Τυπικό. Ο αληθινός πιστός πρέπει να γνωρίζει τον Κύριο Ιησού προσωπικά, πρέπει να αναπτύξει ενσυνείδητα την ανησυχία της γνωστής παρουσίας του Αγίου Πνεύματος κρυμμένη στον καθένα μας με το βάπτισμα. Χωρίς αυτή την προσωπική εμπειρία και την συνειδητή ανησυχία, κανείς δεν είναι αληθινά Ορθόδοξος Χριστιανός.
Μ’ επιμονή και πάθος ο Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος μάχεται την αδιαφορία και ικανοποίηση του εύκολου κέρδους του λαϊκού, του «μέσου όρου» μοναχού, ο οποίος θεωρεί τούτο σίγουρο, δηλαδή το να μιμείται τα ηρωικά κατορθώματα των πρώτων Χριστιανών και των παλιών Ερημιτών, λόγω του ότι η Εκκλησία της εποχής μας δεν κατέχει με την ίδια πληρότητα τα πνευματικά δώρα, όπως κάποτε ήταν συνδεμένη με την Εκκλησία των Αποστόλων και των πρώτων Πατέρων. Στον Άγιο Συμεών αυτή ήταν η πιο μεγάλη απ’ όλες τις αιρέσεις. Ο τυπικός θα μπορούσε να δικαιώσει τις αληθινές ενοχοποιήσεις αυτών των απόψεων· αυτό το οποίο αληθινά λέει, είναι ότι ο Θεός έχει εγκαταλείψει τους ανθρώπους Του, ότι το Άγιο Πνεύμα δεν λαμβάνει πλέον ενεργό μέρος στην σημερινή Εκκλησία κατά τον τρόπο που κάποτε ενεργούσε στην Εκκλησία των Αποστόλων —και τούτο είναι βλασφημία. Αντίθετα προς αυτή την εισήγηση, ο Άγιος Συμεών επέμενε ότι είμαστε στην ίδια θέση, όπως οι άγιοι στο παρελθόν. Εάν, όπως εκείνοι, αναζούμε μόνο τους εαυτούς μας στη χάρη του Παρακλήτου, μπορούμε να κάνουμε όλα όσα εκείνοι έπραξαν. Η άποψή του είναι όπως του Ρώσου Αγίου Σεραφείμ του Σαρώβ (+1833). «Όταν ο Αγ. Σεραφείμ του Σα¬ρώβ ρωτήθηκε, αν οι Χριστιανοί των ημερών του στερούνταν μιαν από τις απαραίτητες προϋποθέσεις για ν’ αποδώσουν τους ίδιους καρπούς της αγιότητας, που ήταν τόσο άφθονοι κατά το παρελθόν, αποκρίθηκε: είναι ένας όρος μόνο που λείπει —μια σταθερή απόφαση».
Η μέγιστη σημασία, που ο Άγιος Συμεών έδωσε στην προσωπική εμπειρία, στη συνειδητή ανησυχία του Αγίου Πνεύματος, είναι σημαντικά διευκρινισμένη στο «Γράμμα για την Εξομολόγηση». Είχε ερωτηθεί από έναν επιστολογράφο: είναι επιτρεπτό, για μοναχούς που δεν είναι κληρικοί, να ακούν εξομολογήσεις και να δίδον άφεση αμαρτιών; Η απάντησή του είναι απλή και κατ’ αρχήν απρόβλεπτη. Το αποφασιστικό κριτήριο στα μάτια του είναι εάν ένας άνθρωπος κατέχει ή όχι προσωπική εμπειρία του Αγίου Πνεύματος. Είναι καθήκον του πνευματικού πατέρα να ενεργεί σαν ένα είδος «μεσάζοντα» για να συνδιαλλάζει τους άλλους ανθρώπους με τον Θεό· και πώς μπορεί να υπηρετεί σαν μεσάζων, όταν ο ίδιος δεν ξέρει τον Θεό προσωπικά; Πώς μπορεί να συνδιαλλάζει άλλους όταν ο ίδιος είναι ασυνδιάλλακτος; «Να μη ζητάνε να είναι οι μεσάζοντες συνήγοροι για τους άλλους» προειδοποιεί ο Άγιος Συμεών, «προτού έχετε τελειώσει με το Άγιο Πνεύμα» —προτού γνωρίσετε τον Θεόν «με την αντίληψη της ψυχής». Έτσι οδήγησε σ’ ένα αδιάλλακτο συμπέρασμα: αυτός που στερείται μιας συνειδητής ανησυχίας της εσωτερικής παρουσίας του Πνεύματος, ακόμη και αν είναι επίσκοπος ή πατριάρχης, δεν είναι εξουσιοδοτημένος να απαγγέλλει την άφεση αμαρτιών και να λύνει ανθρώπους από τις αμαρτίες τους· αντίθετα πάλι, η άφεση μπορεί βεβαίως να απαγγέλλεται από λαϊκό μοναχό, προικισμένο με προσωπική γνώση του πνεύματος· ως τώρα τέτοιος μοναχός δεν έχει χειροτονηθεί εξωτερικά από χέρι ανθρώπου, μα έχει λάβει μία εσωτερική και μυστική χειροτονία από το χέρι του Θεού. Ως παράδειγμα μοναχού που ευλογήθηκε από το Θεό για να απαλλάξει ανθρώπους από τις αμαρτίες τους, ο Νέος Θεολόγος αναφέρει το παράδειγμα του δικού του πνευματικού πατέρα, τον Συμεών τον Ευλαβή.
Βεβαίως όλοι οι Βυζαντινοί συγγραφείς δεν έχουν συμμερισθεί τις απόψεις του Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου, στη «λαϊκήν» άφεση αμαρτιών· ένα διαφορετικό συμπέρασμα βγαίνει, π.χ. από τον Συμεών της Θεσσαλονίκης (+1429). Αυτό που μας ενδιαφέρει, πάντως, προς το παρόν, δεν είναι η νέα θεολογική διδασκαλία για την άφεση, αλλά η προφανής και μεγάλη σημασία που αυτός δίνει εδώ, όπως και σε όλα τα γραπτά του, στο στοιχείο της προσωπικής εμπειρίας. Ό,τι λέει σ’ αυτόν που θα ήθελε να γίνει πνευματικός πατέρας, λέει επίσης και σε κάθε μοναχό και λαϊκό: πρέπει να είσαι συνειδητά πλήρης με το Άγιο Πνεύμα· πρέπει να γνωρίζεις τον Θεό «με αντίληψη της ψυχής», όχι μόνο από τα λεγόμενα ούτε από τα βιβλία, αλλά με την άμεση εμπειρία της καρδιάς σου. Κανείς δεν μπορεί να είναι Χριστιανός από δεύτερο χέρι. Η άμεση ανησυχία του Πνεύματος, η γνώση και το όραμα του Θεού δεν έχουν διασωθεί για λίγους εκλεκτούς, για μία μυστική «elite». Βρίσκονται στην εξουσία κάθε Χριστιανού, και κάθε Χριστιανός, χωρίς εξαίρεση, οφείλει ν’ αγωνίζεται για να τις φτάσει. Ο μυστικισμός του Αγίου Συμεών μπορεί, απ’ αυτή την πλευρά, να χαρακτηριστεί δίκαια σαν ένας υποχρεωτικός μυστικισμός.
Το όραμα του θεϊκού φωτός
Ορισμένοι Έλληνες πατέρες, όπως ο Αγ. Γρηγόριος ο Νύσσης και ο Αγ. Διονύσιος ο λεγόμενος Αρεοπαγίτης, περιγράφουν το μυστήριο της συνάντησης του ανθρώπου με το Θεό τις πιο πολλές φορές με όρους σκότους. Ο Αγ. Συμεών ο Νέος Θεολόγος, αντίθετα, μιλεί με όρους φωτός : δεν είναι «νυχτερινός» αλλά «ηλιακός» μυστικός. Ο Θεός έχει εμφανισθεί σ’ αυτόν σαν αστραπή φωτός (Βλέπε την παράγραφο που αναφέραμε στην αρχή, με το ανοιχτό παράθυρο σε σκοτεινό δωμάτιο). Εδώ είναι η δική του αφήγηση για το πρώτο του όραμα του θεϊκού φωτός, που του χαρίστηκε στην ηλικία των είκοσι ετών, ενώ ήταν ακόμη λαϊκός. Μιλεί για τον εαυτό του στο τρίτο πρόσωπο :
«Μια μέρα, ενώ στεκόταν και έλεγε την προσευχή «Θεέ, γίνε ελεήμων σ’ έμενα τον αμαρτωλό», περισσότερο με τον νου παρά με τα χείλη του, μια θεία λάμψη εμφανίσθηκε ξαφνικά, άφθονη, από τον ουρανό και γέμισε όλη την περιοχή. Όταν συνέβη αυτό, ο νέος δεν συναισθανόταν πλέον, αλλά λησμόνησε, αν βρισκόταν σε σπίτι ή κάτω από στέγη: διότι έβλεπε μονάχα φως σε κάθε πλευρά, και ακόμα δεν γνώριζε αν πατούσε στο έδαφος. Κι όμως, δεν φοβόταν καθόλου μήπως πέσει, γιατί δε σκεφτόταν καθόλου τον κόσμο, ούτε καμμία από τις φροντίδες που κανονικά απορροφούν την προσοχή του ανθρώπου, όταν βρίσκονται στο σώμα. Αλλ’ αυτός ήταν τελείως ενωμένος με άϋλο φως και είχε ο ίδιος —έτσι φαίνονταν— γίνει φως. Τότε λησμόνησε όλο τον κόσμο και γέμισε με δάκρυα και με ανέκφραστη χαρά και αγαλλίαση».
Σ’ αυτό το κείμενο, παρατηρούμε πρώτ’ απ’ όλα την έμφαση στα δάκρυα : «εγέμισε με δάκρυα και με ανέκφραστη χαρά και αγαλλίαση». Η συνάντηση με το Θεό στο φως είναι στενά συνδεμένη με το χάρισμα των δακρύων. Αλλά είναι όχι τόσο δάκρυα λύπης όσο χαράς. Το κλάμα του είναι, κατά την φράση του Αγ. Ιωάννη της Κλίμακας, «ένας θρήνος που φέρνει χαρά».
Στη δεύτερη θέση, η εμπειρία του Αγ. Συμεών είναι καθαρά εκστατικού χαρακτήρα: «Δεν συναισθάνονταν πλέον, αλλά λησμόνησε, αν βρισκόταν σε σπίτι ή κάτω από στέγη… δεν ήξερε ούτε αν πατούσε στο έδαφος». Όταν ο άνθρωπος πλησιάζει πρόσωπο με πρόσωπο τον Θεό, λησμονεί το εξωτερικό περιβάλλον. Τόσο συντριπτική είναι η θεϊκή δύναμη και η παρουσία που τον γεμίζει, ώστε μεταφέρεται έξω από τον εαυτό του, χάνοντας τη συνήθη αυτοκυριαρχία του. Καθώς ο Αγ. Συμεών γράφει κάπου:
«Ο άνθρωπος που έχει μέσα του το φως του Παναγίου Πνεύματος, ανίκανος να υπομείνει να κοιτάξει πέρα από αυτό, πέφτει νικημένος στο έδαφος· και κλαίει και φωνάζει με φρίκη και μεγάλο φόβο, διότι βλέπει και νοιώθει κάτι που υπερβαίνει τη φύση, τη λογική και τη φαντασία. Γίνεται σαν κάποιον που τα σωθικά του φλέγονται· καταβροχθιζόμενος από τη φωτιά και μη μπορώντας ν’ αντέξει την καυτή φλόγα, είναι ολοκληρωτικά έκτος εαυτού και δεν μπορεί καθόλου να κυριαρχήσει τον εαυτό του. Χύνει ακατάπαυστα δάκρυα και, δροσιζόμενος απ’ αυτά, ανάβει τη φωτιά της νοσταλγίας του για φλόγες ακόμη αγριότερες. Τότε θρηνεί ακόμη περισσότερο και, εξαγνισμένος με τον χείμαρρο των δακρύων του, λάμπει σαν αστραπή με διαρκώς αυξανόμενη λάμψη. Όταν εκείνος φλέγεται εντελώς και γίνεται σαν φως, τότε έχει εκπληρωθεί το: «Ο Θεός γίνεται ένα στην ένωση με τους θεούς και γίνεται γνωστός απ’ αυτούς».
Τρίτο, είναι ενδιαφέρον να λάβουμε υπ’ όψη μας αυτά που ο Αγ. Συμεών έχει να πει για την φύση του ίδιου του φωτός. Τώρα ο Συμεών είναι πριν απ’ όλα ο θεολόγος της ζωντανής εμπειρίας. Περιγράφει το ρόλο που παίζεται από το θείο φως στην δική του πνευματική ζωή, αλλά δεν προσφέρει αφηρημένη θεωρία για τις περίπλοκες δογματικές θέσεις περί του φωτός· δεν επιχειρεί να το θέσει στο πλαίσιο ενός τελείως διαρθρωμένου δόγματος. Για ένα τέτοιο σύστημα πρέπει να κοιτάξουμε, όχι στον Νέο Θεολόγο, μα στον Αγ. Γρηγόριο τον Παλαμά. Αλλά στο κείμενο που αναφέραμε προηγουμένως, περιγράφοντας το πρώτο του όραμα του φωτός, χρησιμοποιεί ένα επίθετο μέγιστης δογματικής σημασίας: δηλώνει ότι το φως είναι «άϋλο» ή «δίχως ύλη». Από τον τρόπο που μιλεί εδώ και αλλού, δύο πράγματα είναι σαφή: Πρώτο, κατά την άποψή του, το φως δεν είναι ένα φυσικό και δημιουργημένο φως, όπως μπορεί να σχηματισθεί αυτόματα στο αρνητικό φιλμ μιας φωτογραφικής μηχανής, ή να μετρηθεί με φωτόμετρο· δεύτερο, δεν είναι απλώς ένα φανταστικό και συμβολικό φως -ένας εσωτερικός φωτισμός, ένα μεταφορικό «φως της διανοήσεως»- αλλά είναι μία αντικειμενικά υπάρχουσα πραγματικότητα· στην γλώσσα του Αγ. Γρηγορίου Παλαμά είναι φως «υποστατικό».
Αλλά, αν και αδημιούργητο, το θεϊκό φως αληθινά μεταβιβάζεται στη δημιουργημένη ανθρώπινη φύση· και, αν και μη υλικό, είναι ενωμένο με τον άνθρωπο στην ολότητά του —στο υλικό του σώμα, όπως ακριβώς και στην ψυχή του. «Και είχε ο ίδιος —έτσι φαίνονταν— φως». Αυτό γράφει ο Αγ. Συμεών, δίχως να αναπτύσσει το γεγονός. Αλλά μικρή αμφιβολία μπορεί να υπάρξει, ότι έχει μπροστά του το είδος της σωματικής μεταμόρφωσης, που περιγράφεται με σαφήνεια, π.χ. στην γνωστότατη «Συζήτηση» του Αγ. Σεραφείμ του Σαρώβ με τον Νικόλαο Μοτοβίλωφ. Σε πολυάριθμα χωρία κειμένων του, ο Αγ. Συμεών επιμένει, δίνοντας μεγάλη έμφαση στην ένωση της ανθρώπινης φύσης· ο Χριστός και το Άγιο Πνεύμα καταλαμβάνουν τον άνθρωπο ολόκληρο, το σώμα καθώς και την ψυχή· η σωτηρία δεν είναι μόνο για το νου αλλά η υλική φύση του ανθρώπου απολυτρώνεται και δοξάζεται μαζί με την ψυχή.
Σ’ αυτή την έμφαση των πνευματικών δυνατοτήτων του ανθρωπίνου σώματος, ο Νέος Θεολόγος ακολούθησε τη γραμμή του διδασκάλου του Συμεών του Ευλαβούς, για τον οποίο έχει γραφεί: «Δεν ντρεπότανε τα άκρα ή μέλη οποιουδήποτε ανθρώπου, ούτε φοβότανε να ίδει ανθρώπους γυμνούς, ούτε αν έβλεπαν τον ίδιο δίχως ενδύματα. Διότι είχε πέρα για πέρα κατακτήσει τον Χριστό και ο ίδιος ολόκληρος ήταν Χριστός· και πάντοτε θεωρούσε τα άκρα του ή τα μέλη του σώματος των άλλων ανθρώπων ως να ήταν του Χριστού». Η στάση του Συμεών του Ευλαβούς θα πρέπει να φαίνονταν σκανδαλιστική στους καλόγηρους συντρόφους του. Είναι εκ διαμέτρου αντίθετη προς εκείνο τον φόβο του γυμνού, που συνήθως επιδεικνύεται στις ανατολικές μοναστικές πηγές από την «Ζωή του Αγ. Αντωνίου» και μετά.
Μαζί με τον Συμεών τον Ευλαβή ο Αγ. Συμεών ο Νέος Θεολόγος προσδίδει μια κυριολεκτικά κατά γράμμα σημασία στα λόγια του Αγ. Παύλου, «τα σώματα σας είναι μέλη (ή άκρα) του Χριστού». (Α’ Κορ. 6,15). Έτσι γράφει :
«Μέλη Χριστού γινόμεθα, μέλη Χριστός ημών δε,
και χειρ Χριστός και πους Χριστός εμού του παναθλίου,
και χειρ Χριστού και πους Χριστού ο άθλιος εγώ δε·
κινώ την χείρα, και Χριστός όλος η χειρ μου έστιν.
—Αμέριστον γαρ νόει μοι θεότητα την θείαν!—
Κινώ τον πόδα και, ιδού, αστράπτει ως εκείνος·
μη είπης ότι βλασφημώ, αλλ’ απόδεξαι ταύτα
και τω Χριστώ προσκύνησον τοιούτον σε ποιούντι!
Ει γαρ και αν θελήσειας, μέλος αυτού γεννήση,
και ούτω μέλη άπαντα ενός ημών εκάστου
μέλη Χριστού γενήσονται, και Χριστός ημών μέλη,
και πάντα τα ασχήμονα ευσχήμονα ποιήσει,
κάλλει θεότητος αυτά κατακοσμών και δόξη,
και γενησόμεθα ομού θεοί Θεώ συνόντες,
ασχημοσύνην σώματος όλως μη καθορώντες,
αλλ’ όλοι όλω σώματι Χριστώ ομοιωθέντες…».
Καθώς φανερά δείχνει αυτό και άλλα τέτοια κείμενα, η διδασκαλία Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου για τον άνθρωπο είναι υπέρ της ένωσης και όχι της διχοτόμησης. Αυτός βλέπει τον άνθρωπο όχι σαν μια ψυχή φυλακισμένη σ’ ένα σώμα, αλλά σα μια οργανική ενότητα σώματος και ψυχής, μια ψυχοσωματική ολότητα. Γι’ αυτό, το Θειο φως μεταμορφώνει όχι μόνο την ανθρώπινη ψυχή αλλά επίσης και το ανθρώπινο σώμα. Η δόξα των αγίων είναι συγχρόνως σωματική και εσωτερική. Αυτές οι ιδέες έχουν ολοκληρωτικά επεξεργασθεί και συστηματοποιηθεί από τον Άγιο Γρηγόριο Παλαμά μέσα στο περιεχόμενο των Ησυχαστικών Ερίδων. Και ακριβώς η ίδια διδασκαλία βρίσκεται, σε λιγότερο ανεπτυγμένη μορφή, μέσα στα γραπτά κείμενα του Αγίου Συμεών.
Η συνάντηση με τον Χριστό
Το όραμα του Θεϊκού φωτός, παρ’ ότι κατέχει κύρια θέση στη μυστική θεολογία του Αγίου, δεν επέχει γι’ αυτόν την υπέρτατη στιγμή της ανθρώπινης πνευματικής εμπειρίας. Αυτό που προέχει γι’ αυτόν περισσότερο από οτιδήποτε άλλο δεν είναι αυτό καθαυτό το φως —που «θεωρηθέν εν απομονώσει» θα μπορούσε να ερμηνευθεί κατά κάποιο τρόπο απρόσωπα— αλλά η συνάντηση, που γίνεται μέσα στο φως, η άμεση συνάντηση του ανθρώπινου προσώπου με το θεϊκό-ανθρώπινο πρόσωπο του Ιησού Χριστού. Η άποψη του Αγίου Συμεών δεν είναι απλώς «φωτοκεντρική» αλλά «Χριστοκεντρική».
Είναι σημαντικό, ότι ο Άγιος Συμεών έλαβε το αρχικό όραμα του φωτός σε ηλικία είκοσι ετών (όπως έχει περιγραφεί πιο πάνω) ως σχετικά βασικό· αφετηρία περισσότερο παρά έσχατος προορισμός. Ήταν κάτι που του δόθηκε σύντομα, έπειτα από μία συγκριτικά μικρή προσπάθεια από μέρους του· και το ίδιο ακριβώς γρήγορα, για μια ακόμη φορά ξανακύλησε σ’ ένα ατομικό και κοσμικό τρόπο ζωής. Αργότερα μετανόησε και έγινε μοναχός. Ακολούθησε μια περίοδος σκληρών ασκητικών αγώνων, μετά από την οποία αξιώθηκε νέα οράματα του φωτός. Όμως, αυτά τα οράματα δεν τον ικανοποίησαν ολοκληρωτικά και υπήρχε σ’ αυτά ένα στοιχείο που συντελούσε στην έλλειψη ολοκλήρωσης. Μόνο αργότερα, μετά από αλλεπάλληλες απογοητεύσεις βρήκε τελικά αυτό που ζητούσε: και αυτό συνέβη όχι απλώς όταν είδε το φως, αλλά όταν ο Χριστός του μίλησε μέσα από το φως. Ο ίδιος λέγει:
«Εσύ έλαμψες σ’ εμένα με υπέροχη λαμπρότητα και, έτσι φάνηκε, Εσύ παρουσιάσθηκες σε μένα στην αγιότητά Σου και με όλο μου το είναι το παρατήρησα καθαρά· και όταν είπα: «Ω Κύριε, ποιός είσαι;» Τότε Εσύ ευδόκησες να μιλήσεις για πρώτη φορά με μένα, τον άσωτο. Με πόση λεπτότητα μου απευθύνθηκες καθώς στεκόμουν έκπληκτος και τρέμων, καθώς σκεφτόμουν και ρώτησα : «Τί σημαίνει αυτή η δόξα και η μεγάλη λαμπρότητα; Πώς συμβαίνει να θεωρηθώ άξιος τέτοιων μεγάλων ευλογιών;» «Είμαι Θεός», απάντησες Εσύ, «που έγινα άνθρωπος για χάρη σου· και επειδή εσύ με ζήτησες με όλη σου την καρδιά, από εδώ και στο εξής θα είσαι ο αδελφός μου, ο κληρονόμος μου, ο φίλος μου».
«Εσύ θα γίνεις ο αδελφός μου… και ο φίλος μου». Για ν’ αναφέρουμε ένα άλλο κείμενο του Αγίου Συμεών, «Ο άνθρωπος μιλά με το Θεό, όπως ένας φίλος προς το φίλο του· και, αποκτώντας την εμπιστοσύνη του, στέκεται μπρος στο πρόσωπο Εκείνου που κατοικεί το απρόσιτο φως». Βεβαίως, το φως παρουσιάζεται σ’ αυτό το όραμα καθώς ο Άγιος Συμεών μιλάει με το Χριστό. Αλλ’ όμως το κέντρο του ενδιαφέροντός του δεν είναι αυτό καθ’ αυτό το φως, αλλ’ Αυτός που μιλά μέσ’ από το φως.
Αυτά, λοιπόν, είναι τρία από τα κύρια στοιχεία της πνευματικής διδασκαλίας Αγίου Συμεών του νέου Θεολόγου. Μιλάει από την ανάγκη του κάθε Χριστιανού να γνωρίσει τον Θεό προσωπικά για να συνειδητοποιήσει τη χάρη του Αγίου Πνεύματος. Τα κείμενά του είναι πλήρη —σχεδόν κάθε σελίδα— από την δόξα του Θείου φωτός. Και κατά τρίτο επιμένει στην συνάντηση που γίνεται μέσα στο Θείο φως, τον διάλογο της αγάπης μεταξύ του Χριστού και του Χριστιανού.
Απόδοση: Κωνσταντίνου Γ. Νιάρχου
(Χριστιανικό Συμπόσιο – Αγγλία, «Χριστιανισμός κι Ελευθερία», σ. 263- 269)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου