Πέμπτη 30 Μαΐου 2019

ΓΕΝΝΑΔΙΟΣ ΣΧΟΛΑΡΙΟΣ



2. Ο Β΄, Γεώργιος Κουρτέσης Σχολάριος (1454-1456). Ο Γεννάδιος Β΄ Κούρτεσης Σχολάριος χρημάτισε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως μετά την άλωσή της από τους Τούρκους (1453). Η σύντομη θητεία του στον πατριαρχικό θρόνο (6.1.1454-Ιαν.1456) σημάδεψε την εποχή της μετάβασης και έφερε έντονες τις συνέπειες της Ένωσης των Εκκλησιών της Φλωρεντίας που είχε επιχειρηθεί το 1438/9. Ο Γεώργιος Σχολάριος υπήρξε διδάσκαλος, αριστοτελιστής φιλόσοφος, θεολόγος, συγγραφέας, ένας από τους λίγους που γνώριζε καλά τη λατινική γλώσσα, ώστε να ασχοληθεί συστηματικά με τη δυτική σχολαστική φιλοσοφία και ιδιαιτέρως με τα έργα του Θωμά Ακινάτη. Η παιδεία του και η φιλοσοφική του κατάρτιση τον κατατάσσουν μεταξύ των σημαντικότερων εκπροσώπων της βυζαντινής φιλοσοφίας γενικά. Αρχικώς υποστηρικτής της Ένωσης των Εκκλησιών στο πλαίσιο της γραμματειακής απασχόλησής του κοντά στον αυτοκράτορα Ιωάννη Η΄ Παλαιολόγο (1425-1448), στη συνέχεια μετατράπηκε σε αντίπαλο και ανέλαβε την ηγεσία της εσωτερικής αντιπολίτευσης μετά τον θάνατο του μητροπολίτη Εφέσου, Μάρκου Ευγενικού. Συγκρούστηκε με τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο ΙΑ΄ Παλαιολόγο για το ζήτημα της Ένωσης και αναγκάστηκε να καρεί μοναχός και να αποσυρθεί σε μονή, στην οποία βρισκόταν όταν επήλθε η άλωση. Η πατριαρχική θητεία του και η αμφιλεγόμενη γενικά προσωπικότητά του εξήψαν τη λαϊκή φαντασία, η οποία ενέταξε τον ίδιο και τη στάση του στις λαϊκές δοξασίες και διηγήσεις περί της άλωσης, ενώ οι πεποιθήσεις του και η σταδιοδρομία του κρίθηκαν με αντιφατικό τρόπο από τους σύγχρονους μελετητές. Η ζωή του όμως και το έργο του δεν μπορούν να αποτιμηθούν χωριστά από την ταραγμένη εποχή, στην οποία έζησε.
Πρώιμος βίος. Ο Γεώργιος Κούρτεσης Σχολάριος γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη γύρω στο 1400. Η μητέρα του ονομαζόταν Αθανασία, αλλά για τον πατέρα του είναι μόνο γνωστό ότι καταγόταν από τη Θεσσαλία. Για τα πρώτα χρόνια της ζωής του είναι γνωστά λίγα στοιχεία που παραθέτει ο ίδιος. Χαρακτηρίζει εν πολλοίς αυτοδίδακτο τον εαυτό του, επειδή οι διδάσκαλοί του, εκ των οποίων κατονομάζει τον Ιωάννη Χορτασμένο, τον Ιωσήφ Βρυέννιο και τον Μακάριο Μακρή, απεβίωσαν νωρίς, αν και είχε επαφές με τον ονομαστότερο διδάσκαλο της εποχής, Μάρκο Ευγενικό, μέχρι τον θάνατό του (1445). Η παιδεία του ενδεχομένως περιέλαβε και νομικές σπουδές, αλλά εντρύφησε στη φιλοσοφία μόνος του (οἴκοι ἐπεσκεμμένον ἐφ’ ἑαυτοῦ), ενώ είναι άγνωστο πώς έμαθε τη λατινική γλώσσα. Θεωρώντας τήν προσφερόμενη ανώτατη εκπαίδευση στην Πόλη ανεπαρκή και επιθυμώντας να μοιραστεί τις γνώσεις του για τον Αριστοτέλη, αποφάσισε να ανοίξει ο ίδιος μία σχολή (διδασκαλεῖον), χωρίς να έχουν βρει ανταπόκριση τα αιτήματά του για υποστήριξη από παράγοντες της ανώτατης εκπαίδευσης. Η σχολή του ενδεχομένως είχε έδρα στο σπίτι του και η δημιουργία της μπορεί να χρονολογηθεί στις αρχές της δεκαετίας του 1430 ή γύρω στο 1435. Κατά τα λεγόμενά του, δεν λάμβανε καμία αμοιβή από τους φοιτητές του, εκ των οποίων γνωστοί είναι μόνον ο ανεψιός του Θεόδωρος Σοφιανός και ο Ματθαίος Καμαριώτης. Είναι πιθανόν ότι ο Γεώργιος Σχολάριος ήδη αυτή την εποχή είχε μία κατώτερη θέση στην αυτοκρατορική γραμματεία, η οποία όμως δεν τον ικανοποιούσε ούτε κάλυπτε τις βασικές βιοποριστικές του ανάγκες, αλλά του επέτρεπε να έχει πρόσβαση σε ευαίσθητα δεδομένα της πολιτικής της εποχής. Για ένα διάστημα τουλάχιστον είναι πιθανόν ότι διέμενε ως λαϊκός σε άγνωστη μονή της Κωνσταντινούπολης, ενώ εκδήλωσε νωρίς την επιθυμία του να καρεί μοναχός επειδή ο κοσμικός βίος ήταν δύσκολος.
Εξαιτίας των δυσκολιών που αντιμετώπιζε, ο Γεώργιος Σχολάριος εξέταζε συστηματικά το ενδεχόμενο να εγκαταλείψει την Πόλη. Για τον λόγο αυτό αλληλογραφούσε με τον δεσπότη του Μυστρά Θεόδωρο Παλαιολόγο και με τον κυρίαρχο της Λέσβου, Dorino Gattilusio, αλλά συστηματικότερα προσπάθησε να καταλάβει μια θέση στη  Ρώμη, όπου θα ήταν ιδιαιτέρως χρήσιμος στον πάπα, λόγω της καλής γνώσης της λατινικής. Ο Γεώργιος καλλιέργησε επίσης τις επαφές του με σημαίνοντες Λατίνους που γνώρισε στην Κωνσταντινούπολη, όπως ο Φραγκίσκος Φίλελφος, καγκελάριος του Βενετού βάιλου της Πόλης, ο Χριστόφορος Garatoni, που χρημάτισε στο ίδιο αξίωμα για να γίνει αργότερα γραμματεύς του νέου πάπα, Ευγενίου Δ΄ (1431-1447), και ο Louis de Tabriz, δομινικανός μοναχός και ρέκτωρ της εκκλησίας του Αγίου Αντωνίου στο Πέρα. Προς τον ίδιο τον πάπα Ευγένιο Δ΄ ο Γεώργιος εξέφρασε σε επιστολή του, που χρονολογείται γύρω στο 1434, την επιθυμία του να αποκτήσει μια θέση στην παπική κουρία της Ρώμης. Ωστόσο δεν αποδεικνύεται πως ο πάπας υπέθαλψε με οποιονδήποτε τρόπο τα σχέδια του Σχολάριου, ενώ πολύ σύντομα, το 1436, ο Γεώργιος Σχολάριος αντικατέστησε τον Δημήτριο Άγγελο Φιλομμάτη ως γραμματικός του αυτοκράτορα Ιωάννη Η΄ Παλαιολόγου και χαρακτηρίζεται ως διδάσκαλος και γραμματικός του βασιλέως στα απομνημονεύματα του  Σύλβεστρου Συρόπουλου, με αφορμή τις προπαρασκευαστικές διεργασίες της συνόδου της Φερράρας-Φλωρεντίας που έγιναν στην Κωνσταντινούπολη στα τέλη του 1436 ή στις αρχές του 1437. Περίπου την ίδια εποχή, εν όψει της συνόδου, ο Γεώργιος έλαβε το αξίωμα του καθολικού κριτή των Ρωμαίων, δηλαδή του δικαστή στο ανώτατο δικαστήριο της αυτοκρατορίας.
Η Ένωση των Εκκλησιών (Ιούλιος 1439) και η θέση του Γεώργιου Σχολάριου. Το σχίσμα των Εκκλησιών (1054) οριστικοποιήθηκε με ένα κατεξοχήν πολιτικό γεγονός, την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους σταυροφόρους της Δ΄ σταυροφορίας τον Απρίλιο του 1204. Αυτή η πραγματικότητα, μολονότι υπήρχαν ζητήματα εκκλησιαστικά και θεολογικά που μπορούσαν να συζητηθούν, συντέλεσε ώστε για τους Βυζαντινούς η πιθανή Ένωση να αντιμετωπίζεται πρωτίστως ως ένα πολιτικό γεγονός που ενείχε προεκτάσεις στην εξωτερική πολιτική. Με αυτόν τον τρόπο αντιμετωπίστηκε η Ένωση της Λυόν (1274). Η άρνηση της καθολικής Εκκλησίας να συζητήσει τις επίμαχες διαφορές με την ορθόδοξη Εκκλησία στο πλαίσιο οικουμενικής συνόδου εμπόδιζε οποιαδήποτε πραγματική προσέγγιση, ενώ υπό το βάρος της άλωσης του 1204, των αντιβυζαντινών συνασπισμών που δημιουργήθηκαν στη Δύση τον 13ο και 14ο αι. και της διαβρωτικής δράσης των ξένων στα μέχρι πρότινος βυζαντινά εδάφη της Ελλάδος και της Μικράς Ασίας, οι Βυζαντινοί αντιμετώπιζαν τους Δυτικούς, καθ’ όλο τον 14ο αι., ως πραγματικό και επικίνδυνο εχθρό. Στα τέλη του 14ου και τον 15ο αι., ωστόσο, ο παπισμός αντιμετώπιζε σοβαρές κατηγορίες στη Δύση για ηθικά, πολιτικά, θρησκευτικά παραπτώματα, και αναγκάστηκε να δεχθεί την επίλυση των διαφορών μέσω συνόδου. Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και η σύνοδος της Φερράρας-Φλωρεντίας, την οποία οι Βυζαντινοί επιδίωξαν, επειδή μόνο μια σύνοδος θα μπορούσε να νομιμοποιήσει την Ένωση και μέσω της συνόδου, στην οποία ο αυτοκράτορας Ιωάννης Η΄ Παλαιολόγος προσαρτούσε την παροχή στρατιωτικής βοήθειας έναντι των Τούρκων, ήταν δυνατόν η Ένωση να γίνει αποδεκτή από τον λαό. Η Ένωση αφορούσε σημεία τριβής μεταξύ των δύο Εκκλησιών που απλώνονταν σε επίπεδο λειτουργικό, δογματικό, πολιτικό: τα άζυμα, το περίφημο Filioque, το πρωτείο του πάπα κ.ά., αποτελούσαν θέματα που είχαν συζητηθεί συχνά στο παρελθόν. Ιδιαιτέρως από τον 13ο αι. και μετά αναπτύχθηκαν απόψεις που ευνοούσαν την Ένωση. Θεωρητικά, μάλιστα, η μη αποδοχή της Ένωσης σήμαινε αποδοχή της ρήξης του σώματος της Εκκλησίας και η χριστιανοσύνη δεν ήταν δυνατόν να παραμένει διαχωρισμένη και διασπασμένη.
Στο πλαίσιο αυτό ο Σχολάριος, μολονότι απέφευγε αρχικώς να πάρει δημόσια θέση, σε επιστολές του εκφράστηκε υπέρ της Ένωσης, αναγνωρίζοντας αφενός τα προβλήματα που θα προέκυπταν από την επαφή των δύο μερών –καθώς γνώριζε πολύ καλά τους Λατίνους και τη λατινική θεολογία- και συναρτώντας αφετέρου σε αυτήν τα πολιτικά πλεονεκτήματα για το Βυζάντιο. Αναγνώριζε επίσης την ειλικρίνεια στις προσπάθειες του πάπα Ευγενίου Δ΄ και εξέφρασε την αντίθεσή του στη λεγόμενη «οἰκονομικὴν ἕνωσιν», σε αυτή δηλαδή που θα επιβαλλόταν για λόγους εκκλησιαστικής οικονομίας, υποστηρίζοντας θερμά την Ένωση μέσω συνόδου που θα αντιμετώπιζε ένα προς ένα όλα τα ζητήματα που απασχολούσαν τις δύο Εκκλησίες. Η θέση του ήταν σύμφωνη με τα αξιώματά του και με την εγγύτητα στον ίδιο τον αυτοκράτορα, του οποίου θεωρούνταν στενός σύμβουλος και τον οποίο ήταν υποχρεωμένος να υποστηρίξει στις προσπάθειές του για τη διάσωση της αυτοκρατορίας.
Εξαιτίας μιας ασθένειας που τον ταλαιπώρησε στα τέλη του 1437, ο Γεώργιος Σχολάριος έφτασε στη Φερράρα αργότερα από τη βυζαντινή αντιπροσωπεία. Η παρουσία του στη σύνοδο μαρτυρείται το φθινόπωρο του 1438. Ο ρόλος του Γεωργίου Σχολάριου κατά τη διάρκεια της συνόδου ήταν μικρός, εφόσον επίσημοι ομιλητές της βυζαντινής πλευράς είχαν οριστεί εκκλησιαστικοί και θεολόγοι, όπως ο μητροπολίτης Νικαίας Βησσαρίων, αλλά σε μερικά σημεία ήταν ουσιαστικός, ιδιαιτέρως μετά τη μετατόπιση της συνόδου στη Φλωρεντία (τέλη 1438). Ο Σχολάριος συνεργάστηκε με τον Βησσαρίωνα στη σύνταξη της απάντησης προς τον μητροπολίτη Ρόδου, Ανδρέα Χρυσοβέργη, και παρακίνησε τα μέλη της βυζαντινής αντιπροσωπείας να πραγματοποιήσουν την Ένωση με σκοπό τη διάσωση της Κωνσταντινούπολης (Ὑπὲρ εἰρήνης και βοηθείας τῇ πατρίδι παράκλησις) πιθανώς τον Απρίλιο του 1439 ή λίγο αργότερα. Το φιλενωτικό αυτό κείμενο, η αυθεντικότητα του οποίου έχει αμφισβητηθεί από κάποιους ερευνητές, είναι μια αγωνιώδης έκκληση στουςσυνέδρους για τη διάσωση της Κωνσταντινούπολης. Ο Σχολάριος τους κατηγορεί ότι δεν γνώριζαν τη σχολαστική μέθοδο, με την οποία οι Λατίνοι είχαν κατατροπώσει τους Βυζαντινούς αντιπροσώπους στη σύνοδο, αλλά ο χαρακτήρας του κειμένου είναι εξόχως πολιτικός, και όχι θρησκευτικός. Την εποχή αυτή ήταν φανερό ότι δεν θα υπήρχε συνεννόηση με τους Λατίνους, ιδιαιτέρως στο ζήτημα του Filioque, συνεπώς κατά τον Σχολάριο περαιτέρω συζητήσεις δεν είχαν νόημα, ενώ αντιθέτως, ο κίνδυνος της αιχμαλωσίας ήταν ορατός. Ο Σχολάριος προέβλεψε μάλιστα ότι εντός λίγων ετών το κακό θα είχε συντελεστεί, και για τον λόγο αυτό προέτρεψε τους συνέδρους στην εξεύρεση μιας συμβιβαστικής λύσης. Στη συνέχεια, σε συνεννόηση με τους άλλους συμβούλους του αυτοκράτορα, τον Ισίδωρο Κιέβου, τον Βησσαρίωνα, τον μεγάλο χαρτοφύλακα Μιχαήλ Βαλσαμώνα και τον Γεώργιο Γεμιστό Πλήθωνα, συνέταξε ένα σύντομο κείμενο για το Filioque με σκοπό την προσέγγιση των δύο μερών (Ἔκθεσις), το οποίο στηρίχθηκε ιδιαιτέρως στη θεολογία του Κυρίλλου Αλεξανδρείας. Σε αυτό η έκφραση 'ἐκπορεύεται' προκειμένου για την προέλευση του Αγίου Πνεύματος αντικαθίσταται από γενικότερες και περισσότερο ανώδυνες εκφράσεις, όπως «ἀναβλύζειν και προχεῖσθαι», «ἐκ πατρὸς δι’ υἱοῦ». Η λατινική πλευρά δεν αποδέχθηκε αυτή την πρόταση και ο αυτοκράτορας, που βρισκόταν σε εξαιρετικά δύσκολη θέση εξαιτίας των πιέσεων και της ανυποχώρητης στάσης των Λατίνων, ζήτησε από τους συμμετέχοντες να δημοσιοποιήσουν τις τελικές τους αποφάσεις για την Ένωση. Στο πλαίσιο αυτό η προσωπική Ἀναφορά του Γεωργίου Σχολαρίου για την Ένωση των Εκκλησιών χρονολογείται στις 2 ή 3 Ιουνίου 1439.
Ο Σχολάριος αποχώρησε από τη σύνοδο πριν από τη λήξη της μαζί με τον δεσπότη Δημήτριο Παλαιολόγο και τον Γεώργιο Γεμιστό Πλήθωνα, επειδή, σύμφωνα με τον Συρόπουλο, δεν ήθελε να παρευρίσκεται στην υπογραφή της Ένωσης, η οποία κηρύχθηκε τελικά στις 5 Ιουλίου 1439. Οι κινήσεις του κατά τη διάρκεια της συνόδου ήταν κινήσεις πολιτικές, που είχαν ως αποτέλεσμα τη  δραματική υποχώρηση από τις αρχικές του θέσεις περί ουσιαστικής Ένωσης. Οι Βυζαντινοί, υπό το βάρος της αναγκαιότητας και του εκβιασμού των Λατίνων, αναγκάστηκαν να συμβιβαστούν σε όλα τα σημεία που είχαν τεθεί προς συζήτηση. Η Ένωση των Εκκλησιών στη σύνοδο της Φλωρεντίας αποτελούσε ήττα τωνΒυζαντινών σε επίπεδο θρησκευτικό και ιδεολογικό και θρίαμβο του ποντίφηκα της Ρώμης, απέμενε μόνο να διαπιστωθεί αν η θυσία στη Φλωρεντία θα είχε κάποιο πραγματικό αντίκρισμα για τη διάσωση της Κωνσταντινούπολης. Κάποιοι από αυτούς που υπέγραψαν την Ένωση έλαβαν ανταλλάγματα υπό τη μορφή εκκλησιαστικών αξιωμάτων και εισοδημάτων από τη Ρώμη, όπως ο μητροπολίτης Βησσαρίων, που έγινε καρδινάλιος, και ο μητροπολίτης Κυζίκου Μητροφάνης (μετέπειτα πατριάρχης).
Μετά την επιστροφή στην Κωνσταντινούπολη, όμως, εκδηλώθηκε αμέσως ο διχασμός της βυζαντινής κοινωνίας σε μερίδες ενωτικών και ανθενωτικών. Οι ανθενωτικοί αρνούνταν να έρθουν σε κοινωνία με τους ενωτικούς ή να συλλειτουργήσουν μαζί τους, ενώ πολλοί ενωτικοί άρχισαν να έχουν αμφιβολίες για την Ένωση που είχαν υπογράψει και ένα σημαντικό μέρος (περίπου τα δύο τρίτα της αποστολής στη Φλωρεντία) αποκήρυξε επίσημα την πράξη αυτή τον Μάιο του 1440. Ωστόσο, μολονότι η Ένωση, μέσα στο κλίμα αυτό, δεν κηρύχθηκε και δεν επιβλήθηκε επίσημα, η άνοδος του Μητροφάνη Β΄ (1440-1445) στον πατριαρχικό θρόνο και η επιβολή της μνημόνευσης του πάπα κατά τη λειτουργία δήλωνε πως αποτελούσε επίσημη πολιτική του Βυζαντίου. Η αμφισημία έφτανε σε τέτοιο σημείο, ώστε κάποιοι ανθενωτικοί εξορίστηκαν, κάποιοι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις θέσεις τους, ενώ ο ηγέτης τους, Μάρκος Ευγενικός, απολάμβανε την προστασία του αυτοκράτορα μολονότι ούτε αυτός ξέφυγε από την τύχη που επεφύλασσε η κυβέρνηση στους ανθενωτικούς.
Ο ίδιος ο Γεώργιος Σχολάριος, μετά την επιστροφή στην Κωνσταντινούπολη, πιθανώς γύρω στο 1440, διορίστηκε διδάσκαλος της ιεράς θεολογίας στο παλάτι, έγινε δηλαδή ο επίσημος κήρυκας της αυλής. Αν και ο ίδιος δεν ανήκε στον κλήρο, δέχτηκε τις σφοδρές επιθέσεις των ανθενωτικών, όπως ο Μάρκος Ευγενικός και ο αδερφός του, Ιωάννης. Ο πλήρης ειρωνείας χαρακτηρισμός του από τον Ιωάννη Ευγενικό ως «Πρωτέα τινὰ Φάριον, θαῦμα ὁμηρικόν, καὶ παντὸς Εὐρίπου ῥᾷον περιτρεπόμενον» αναφέρεται στην ευκολία με την οποία ο Γεώργιος πρόδωσε τις πεποιθήσεις του. Ο Σχολάριος σίγουρα δεν ανέμενε ότι οι επιθέσεις εναντίον του θα ήταν τόσο σφοδρές, ιδιαίτερα εφόσον ήταν λαϊκός και θεωρούσε συνεπώς σωστό και ίσως αυτονόητο ότι έπρεπε να βρίσκεται στο πλευρό του αυτοκράτορα λόγω των πολιτικών προεκτάσεων της Ένωσης. Αλλά του προσήπταν ότι είχε προδώσει όχι μόνο την ορθοδοξία του, αλλά και την λατινοφροσύνη του, την αγάπη του δηλαδή για τη δυτική φιλοσοφία, τη συναναστροφή του με Λατίνους, τη διδασκαλία της λατινικής γλώσσας, ακόμα και τον ελλιπή πατριωτισμό του, εφόσον για τους ανθενωτικούς ο πατριωτισμός σήμαινε υπεράσπιση της ορθόδοξης παράδοσης, έναντι μάλιστα της διείσδυσης των λατινικών συνηθειών στη βυζαντινή κοινωνία. Οι κατηγορίες φαίνεται ότι τον επηρέασαν βαθιά, πολύ περισσότερο μάλιστα επειδή άπτονταν της πολιτιστικής του ταυτότητας. Ο Σχολάριος προσπάθησε να υπερασπιστεί τον εαυτό του απαντώντας σε όλες αυτές τις κατηγορίες μία προς μία, σε επιστολή του με αποδέκτη το ευρύτερο κοινό, αλλά επίσης προσπάθησε να μείνει εκτός της διαμάχης και να μην παίρνει μέρος σε δημόσιες αντιπαραθέσεις, κρατώντας στάση αναμονής εν όψει της σταυροφορίας της Βάρνας και διατηρώντας παράλληλα καλές σχέσεις με τον Μάρκο Ευγενικό, ενώ υποστήριζε ακόμα την ιδέα της πραγματικής ένωσης των Εκκλησιών έναντι της ένωσης κατ’ οικονομία που είχε υπογραφεί στη Φλωρεντία.
Η ήττα των σταυροφόρων στη Βάρνα τον Νοέμβριο του 1444 ήταν το κομβικό σημείο. Τότε αποδείχθηκε περίτρανα πως οι δυτικοί ήταν ανεπαρκείς για να απωθήσουν τους Τούρκους και να επιφέρουν μια πραγματική αλλαγή της κατάστασης, γεγονός που έδινε περισσότερα επιχειρήματα σε όσους δεν αποδέχονταν την Ένωση, αλλά και γεννούσε περισσότερες αμφιβολίες σε αυτούς που την είχαν προσυπογράψει. Έτσι ο Σχολάριος, που είχε προσεγγίσει τους ανθενωτικούς μέσω του Μάρκου Ευγενικού, κατέληξε το 1444/5 να αναθεωρήσει τις θεολογικές του απόψεις περί της εκπόρευσης του Αγίου Πνεύματος και να εκδηλωθεί ως ανθενωτικός. Στα κείμενα που συνέγραψε την εποχή αυτή διαφαίνεται η αναθεώρηση των θεολογικών του θεωρήσεων, αλλά ταυτόχρονα και η υποχρέωση και ο βαθύς σεβασμός που έτρεφε προς τον παλιό του δάσκαλο Μάρκο Ευγενικό. Η μεταβολή του αυτή τον έφερε αρχικώς σε αντιπαράθεση με τους ενωτικούς εξαιτίας των δραματικών συμβιβασμών που είχαν αναγκαστεί να δεχθούν στη Φλωρεντία, αλλά δεν συνεπαγόταν αποκήρυξη της ιδέας της Ένωσης γενικά. Αντιθέτως, την εποχή αυτή ο Γεώργιος Σχολάριος βρήκε μια νέα ταυτότητα και έθεσε έναν νέο σκοπό, την υπεράσπιση του πατρίου δόγματος, της όψης της βυζαντινής ταυτότητας που απειλείτο εκείνη την εποχή περισσότερο, δηλαδή την υπεράσπιση της ερμηνείας του ορθόδοξου χριστιανικού δόγματος. Για τον λόγο αυτό ο Σχολάριος από το 1445 στράφηκε στη θεολογία, εγκαταλείποντας προσωρινά την παραδοσιακή φιλοσοφία (Blanchet).
Προς την άλωση, 1445-1453. Λίγο πριν από τον θάνατό του ο Μάρκος Ευγενικός, από την επιθανάτια κλίνη του, όρισε τον Γεώργιο Σχολάριο διάδοχό του στον αγώνα για τη διατήρηση της Ορθοδοξίας, πιστεύοντας ότι αυτός διέθετε τις γνώσεις και την ευφράδεια που χρειαζόταν για το έργο αυτό. Η πληροφορία έχει ερμηνευθεί γενικά ως διορισμός σε ηγετική θέση της ομάδας των ανθενωτικών και η άποψη αυτή έχει επικρατήσει. Ο Σχολάριος δεν ήταν αποδεκτός στον ρόλο αυτό από τους υποστηρικτές του Ευγενικού, ωστόσο, επειδή εκείνη την εποχή βρίσκονταν στην Κωνσταντινούπολη απεσταλμένοι του πάπα Ευγένιου Δ΄, με αφορμή τη σταυροφορία της Βάρνας, ήταν άμεση η ανάγκη διορισμού του επικεφαλής της ορθόδοξης πλευράς για τις συνομιλίες που θα επακολουθούσαν. Σύμφωνα λοιπόν με την πιο πρόσφατη θεωρία, η συγκεκριμένη μαρτυρία αφορά το διορισμό του Σχολάριου στη θέση αυτή με τη συγκατάθεση του ίδιου του αυτοκράτορα Ιωάννη Η΄ (Blanchet). Οι συνομιλίες, που έλαβαν χώρα στο ανάκτορο του Ξυλαλά και επικεντρώθηκαν σχεδόν αποκλειστικά στο ζήτημα του Filioque, δεν κατέληξαν σε συμφωνία, θεωρήθηκε όμως ότι η νίκη των Βυζαντινών υπό τον Γεώργιο Σχολάριο ήταν απόλυτη. Ο αυτοκράτορας ζήτησε από τα μέλη της ορθόδοξης πλευράς να συντάξουν ένα επίσημο κείμενο, στο οποίο να εκθέτουν τα επιχειρήματά τους και το οποίο να αποτελεί ομολογία πίστεως. Το κείμενο αυτό (Ἀπόκρισις· ως πρόσφατα χρονολογούνταν στο 1452 αλλά πρέπει να τοποθετηθεί στο 1445) εστάλη στη Ρώμη από τον αυτοκράτορα ως επίσημο κείμενο. Ο λόγος γι’ αυτήν την κατεξοχήν πολιτική κίνηση δεν είναι δύσκολο να προσδιοριστεί: ο αυτοκράτορας επεδίωκε να καταστήσει σαφές προς τη Ρώμη το μέγεθος της εσωτερικής αντιπολίτευσης, δικαιολογώντας έτσι το γεγονός ότι η Ένωση δεν είχε κηρυχθεί επίσημα, ενώ είναι πιθανόν ότι πίσω από τις διεργασίες υποκρυπτόταν και κάποιος εκβιασμός προκειμένου για τη συνέχιση αποστολής βοήθειας προς την Κωνσταντινούπολη, που μετά την αποτυχία της σταυροφορίας της Βάρνας ήταν πιο επιτακτική από ποτέ. Για τον ίδιο τον Σχολάριο, η υπόθεση αυτή είχε ως αποτέλεσμα να νομιμοποιηθεί ως ανθενωτικός τόσο μεταξύ αυτών, αλλά και ενώπιον του αυτοκράτορα και των ενωτικών.
Μετά το 1445 και με τη δεδομένη ήττα των αντιπροσώπων της λατινικής πλευράς στις συνομιλίες που διεξήχθησαν στην Κωνσταντινούπολη, το ανθενωτικό κίνημα αύξησε τη δύναμή του και φαίνεται ότι οργανώθηκε πάνω σε μια πολιτική βάση. Σταδιακά δημιουργήθηκε μια χωριστή εκκλησία ανθενωτικών κληρικών και μοναχών, η λεγόμενη «Ἱερὰ σύναξις ή Σύναξις τῶν ὀρθοδόξων», η οποία φαίνεται πως είχε μια δομημένη ιεραρχία με επικεφαλής τον Γεώργιο Σχολάριο και συγκεκριμένες επιδιώξεις την υπεράσπιση της Ορθοδοξίας έναντι των ενωτικών. Επιδιώκοντας να βρει πολιτική υποστήριξη για το κίνημα, ο Σχολάριος προσπάθησε να επηρεάσει τις αποφάσεις του μεγάλου δούκα, Λουκά Νοταρά, του αδερφού του αυτοκράτορα, δεσπότη Δημητρίου Παλαιολόγου, αλλά και του αυτοκράτορα της Τραπεζούντας, Ιωάννη Δ΄ Μεγάλου Κομνηνού (1429-1458). Η δραστηριότητα αυτή δεν πέρασε απαρατήρητη, με αποτέλεσμα το 1447 ο Σχολάριος να απομακρυνθεί από όλα τα καθήκοντά του, συνεχίζοντας μόνο τη διδακτική δραστηριότητα. Ο ίδιος στα συγγράμματά του έχει δώσει τρεις εκδοχές των αιτίων για την απομάκρυνσή του, ότι η υπεράσπιση «τῶν ἀληθῶνδογμάτων» δυσαρεστούσε τον αυτοκράτορα, ότι ο Πατριάρχης Γρηγόριος Γ΄ο Μάμμας (1445-1450/59) προσπάθησε και πέτυχε την απομάκρυνσή του, και τέλος, ότι ήταν δική του επιλογή να αποσυρθεί από τον δημόσιο βίο. Όλες αυτές οι εκδοχές φαίνεται πως ήταν αλληλένδετες. Είναι πιθανόν ότι η ανθενωτική του δραστηριότητα θεωρήθηκε, γύρω στο 1447, πολιτικά επικίνδυνη. Η απομάκρυνση του Γεώργιου Σχολάριου ωστόσο συντέλεσε στη σκλήρυνση της στάσης του. Το σχίσμα εντός των κόλπων της Εκκλησίας άρχισε να γίνεται φανερό, εφόσον κάθε πλευρά αμφισβητούσε τη νομιμότητα της άλλης. Υπό τις συνθήκες αυτές ήταν αμφίβολο κατά πόσο η επίσημη Εκκλησία, που εξέφραζε το πατριαρχείο και ο Πατριάρχης Γρηγόριος Γ΄, μπορούσε να ασκήσει οποιαδήποτε καθήκοντα. Πριν όμως συντελεστεί η διάλυση της Εκκλησίας υπό την επιρροή της Ιεράς Σύναξης, συντελέστηκε η πολιτική αλλαγή που επέφερε την ολική ρήξη του Σχολάριου με τις πολιτικές δυνάμεις της Κωνσταντινούπολης.
Στις 31 Οκτωβρίου 1448 πέθανε ο αυτοκράτορας Ιωάννης Η΄ Παλαιολόγος. Ο φυσικός του διάδοχος ήταν ο αδερφός του, δεσπότης του Μυστρά, Κωνσταντίνος, ο οποίος είχε καταφέρει να ενοποιήσει τα εδάφη της Πελοποννήσου υπό την εξουσία του. Η επιτυχημένη στρατιωτική του δραστηριότητα και η τοποθέτησή του υπέρ της πολιτικής του Ιωάννη Η΄ εξασφάλιζαντην ευρεία υποστήριξη της πολιτικής ηγεσίας στην Κωνσταντινούπολη, σε αντίθεση με την υποψηφιότητα για τον θρόνο που προέβαλε ο αδερφός του, δεσπότης Δημήτριος, ο οποίος είχε δηλωμένα ανθενωτικές τάσεις και είχε στρατολογήσει στο πρόσφατο παρελθόν τη βοήθεια των Τούρκων για τις προσωπικές του επιδιώξεις. Η ανθενωτική μερίδα φαίνεται πως πραγματικά έδινε το 1448/9 την υποστήριξή της στον Δημήτριο Παλαιολόγο, ο οποίος όμως αναγκάστηκε να αποσύρει την υποψηφιότητά του, εφόσον αυτή δεν έβρισκε ανταπόκριση στα υψηλότερα διοικητικά κλιμάκια που περιστοίχιζαν τον θρόνο, ενώ και η μητέρα του, Έλενα, ήταν κατηγορηματικά αντίθετη σε αυτήν την προοπτική και οργάνωσε τη διαδοχή υπέρ του Κωνσταντίνου. Έτσι, ο Κωνσταντίνος ΙΑ΄ Παλαιολόγος ο Δραγάσης ανακηρύχθηκε επίσημα αυτοκράτορας στον Μυστρά στις 6 Ιανουαρίου 1449 και εισήλθε επίσημα στην Κωνσταντινούπολη στις 12 Μαρτίου του ίδιου έτους.
Ο τελευταίος αυτοκράτορας του Βυζαντίου δεν στέφθηκε ποτέ επίσημα στην Κωνσταντινούπολη αυτοκράτορας. Εν τη απουσία θρησκευτικής ενότητας, ήταν πολλοί αυτοί που υποστήριζαν ότι ο βασιλεύς δεν ήταν ορθόδοξος και γι’ αυτό το λόγο δεν δικαιούνταν να λάβει το στέμμα, υπενθύμιζαν μάλιστατα παθήματα του Ανδρόνικου Β΄ Παλαιολόγου (1282-1328), του οποίου η νομιμότητα στον αυτοκρατορικό θρόνο αμφισβητούνταν, επειδή είχε στεφθεί από τον Πατριάρχη Ιωσήφ Α΄ (1265-1275, 1282-1283), τον οποίο πολλοί δεν αναγνώριζαν ως νόμιμο Πατριάρχη για διαφόρους λόγους. Ο Γεώργιος Σχολάριος από την άλλη, εξύμνησε την παραίτηση του Δημητρίου Παλαιολόγου από τα δικαιώματά του στον θρόνο, τα οποία θυσίασε, κατ’ αυτόν, για τη σωτηρία του συνόλου και της ασφάλειας. Μολονότι δεν είναι ξεκάθαρη η πολιτική υποστήριξη που προσέφερε στον δεσπότη Δημήτριο, είναι απόλυτα σαφές πως θεωρήθηκε ενορχηστρωτής των αντιδράσεων εναντίον του Κωνσταντίνου ΙΑ΄. Είναι εύγλωττο το γεγονός ότι αναγκάστηκε, το 1449, να εγκαταλείψει τον κοσμικό βίο και να καρεί μοναχός. Παραδοσιακά στο Βυζάντιο η κουρά των πολιτικών αντιπάλων του αυτοκράτορα σήμαινε πως αποσύρονταν από τον δημόσιο βίο σταματώντας έτσι να αποτελούν απειλή για τον θρόνο. Πραγματικά, σε μια μακροσκελή επιστολή που απηύθυνε στον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο ΙΑ΄, ο Γεώργιος Σχολάριος προσπάθησε να αποσείσει τις κατηγορίες εσχάτης προδοσίας που τον βάρυναν και ανήγγειλε ότι θα μετακινούνταν από τη μονή Παντοκράτορος, όπου διέμενεως τότε, στη μονή Χαρσιανίτου, στην οποία θα έπαιρνε το μοναχικό σχήμα, επιμένοντας παρόλα αυτά πως ήταν δική του, αβίαστη επιλογή. Η φιλενωτική τοποθέτηση του Κωνσταντίνου ΙΑ΄ με σκοπό να επιτύχει τη στρατιωτική συμμαχία της Δύσης για τη διάσωση της Κωνσταντινούπολης ήταν σαφής σε όλους από τις πρώτες μέρες της βασιλείας του, υπό αυτές τις συνθήκες λοιπόν δεν υπήρχε έδαφος συνεννόησης, μολονότι ήταν παλαιοί γνώριμοι. Πολιτικά ωστόσο θα ήταν δύσκολο για τον Κωνσταντίνο ΙΑ΄ να προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια εναντίον του Σχολάριου, χωρίς να διακινδυνέψει ταραχές εντός της Πόλης. Αντιθέτως, οι σχέσεις μεταξύ τους φαίνεται πως ήταν ομαλές καθ’ όλο τοδιάστημα που προηγήθηκε της κουράς του Σχολάριου, εφόσον μάλιστα αυτός ήταν επικεφαλής των ανθενωτικών, δεν ήταν δυνατόν, ακόμα και ως μοναχός, να αποκλειστεί εντελώς ως συνομιλητής του αυτοκράτορα και εκπρόσωπος της παράταξής του. Από την άλλη, η απόφαση του Σχολάριου να γίνει μοναχός συνετέλεσε να αυξηθεί το κύρος του μεταξύ των ανθενωτικών, όπως ήταν αναμενόμενο, αλλά και να λάβει ξεκάθαρη αντιπολιτευτική θέση απέναντι στον αυτοκράτορα. Ο Γεώργιος Σχολάριος εισήλθε τελικά στη μονή Χαρσιανίτου στο β΄ εξάμηνο του 1449 και εκάρη μοναχός στις αρχές του επόμενου έτους, με το όνομα Γεννάδιος.
Πολύ σύντομα (αρχές 1450) και ο Πατριάρχης Γρηγόριος Γ΄ αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την έδρα του εξαιτίας της πίεσης των ανθενωτικών, καταφεύγοντας στη Ρώμη. Η εξέλιξη αυτή ήταν σαφής νίκη των ανθενωτικών, και ο Γεννάδιος Σχολάριος δεν δίσταζε να εξισώνει την εθελούσια αυτοεξορία του Πατριάρχη με ακύρωση της Ένωσης των Εκκλησιών. Το πρακτικό της αποτέλεσμα ήταν ότι η Εκκλησία που επισήμως υποστήριζε την Ένωση τελούσε ακέφαλη σε κατάσταση διάλυσης, ενώ ο Σχολάριος αναδείχθηκε στη μοναδική εκκλησιαστική αυθεντία στην οποία μπορούσαν να προσβλέπουν όλοι, συμπεριλαμβανομένου του αυτοκράτορα, παρά το γεγονός πως δεν είχε κάποιο εκκλησιαστικό αξίωμα. Μέσα σε αυτό το κλίμα, ο Σχολάριος προσπάθησε να επηρεάσει την πολιτική ζητώντας ανανέωση ή μεταρρύθμιση της Εκκλησίας. Οι εκκλήσεις του θεωρήθηκαν αναιδείς και αλαζονικές, και ο αυτοκράτορας δεν συνήνεσε να αναγνωρίσει στον Σχολάριο αρμοδιότητες οι οποίες στην πραγματικότητα ανήκαν στην πατριαρχική σφαίρα εξουσίας. Νέα έκκληση του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου ΙΑ΄ στον νέο πάπα Νικόλαο Ε΄ (1447-1455) την άνοιξη του 1451 για αποστολή βοήθειας δεν βρήκε ανταπόκριση, εφόσον η Ρώμη απαιτούσε να προηγηθεί η επίσημη ανακήρυξη της Ένωσης στην Κωνσταντινούπολη. Η ανέγερση, την άνοιξη του 1452, του φρουρίου της Λαιμοκοπίας (Bogazkesen), γνωστού σήμερα ως Rumeli Hissar, κατέστησε σαφές σε πολιτικούς και εκκλησιαστικούς παράγοντες στην Κωνσταντινούπολη πως δεν υπήρχαν άλλα περιθώρια για διαπραγματεύσεις με τη Ρώμη. Όλοι πια αναγνώριζαν την αναγκαιότητα της ανακήρυξης της Ένωσης και ακόμα και μέλη της Σύναξης έδωσαν τη συγκατάθεσή τους. Ο Σχολάριος προσπάθησε να εμποδίσει αυτήν την εξέλιξη, αλλά οι οπαδοί του περιορίστηκαν πια σε μοναχούς και κατώτερους κληρικούς.
Στερημένος από ερείσματα στην ανώτατη πολιτική και εκκλησιαστική ηγεσία, ο Γεννάδιος Σχολάριος αποσύρθηκε στο κελί του στη μονή Χαρσιανίτου και τοιχοκόλλησε στην πόρτα του ένα κείμενο που απευθυνόταν στους κατοίκους της Κωνσταντινούπολης (1η Νοεμβρίου 1452), το οποίο σώζεται και έχει εκδοθεί μεταξύ των άλλων έργων του Σχολάριου. Το κείμενο ξεκινούσε με μία σφοδρή κατηγορία («ὦ πτωχοὶ πολῖται, ὅλα ἐχάσατε... αἰσχρῶς καὶ ἀσυνειδήτως») για την άρνηση της ευσέβειας στην οποία είχε καλέσει τους πολίτες, και για την άρνηση αυτή οΓεννάδιος δήλωνε αθώος. Παρά τις βλασφημίες και τις απειλές που δεχόταν θα συνέχιζε να υπερασπίζεται το ορθόδοξο δόγμα. Ο μεταγενέστερος ιστορικός [Μιχαήλ] Δούκας διασώζει περιληπτική εκδοχή του κειμένου που απηχεί τον τρόπο με τον οποίο οι κάτοικοι της Πόλης κατανόησαν το κείμενο και πώς το θυμούνταν στα επόμενα χρόνια. Σύμφωνα με αυτήν, ο Σχολάριος κατηγορούσε τους συμπολίτες του γιατί απομακρύνθηκαν από τον Θεό έχοντας εναποθέσει τις ελπίδες τους στους Δυτικούς, έχασαν το πατροπαράδοτον σέβας και προανήγγειλε την επικείμενη αιχμαλωσία. Η διαφορά μεταξύ του πλήρους απογοήτευσης κειμένου του Σχολάριου και της απειλητικής εκδοχής που μεταφέρει ο Δούκας είναι ενδεικτική για την τεταμένη ατμόσφαιρα που επικρατούσε τον χειμώνα του 1452/3 στην Κωνσταντινούπολη. Οι επιθέσεις όμως που δέχθηκε την εποχή εκείνη ο Γεννάδιος ήταν τόσο σφοδρές, ώστε τον οδήγησαν στη συγγραφή της επιστολής της 27ης Νοεμβρίου 1452, η οποία κυκλοφόρησε σε πολλά αντίτυπα και απευθυνόταν στους κατοίκους της Κωνσταντινούπολης. Σε αυτήν ο Γεννάδιος απολογείται για τη στάση του και δηλώνει ότι θα παραμείνει στην Κωνσταντινούπολη, παρά τον επερχόμενο κίνδυνο, για να προστατεύσει την Ορθοδοξία. Σύμφωνα με τον Δούκα, η αναστάτωση και η μοιρολατρία που κυριαρχούσαν στην Πόλη κορυφώθηκαν τις επόμενες μέρες. Η Ένωση κηρύχθηκε τελικά επίσημα μετά από ενέργειες του καρδιναλίου Ισιδώρου του Κιέβου στις 12 Δεκεμβρίου1452 στην Αγία Σοφία, η οποία ήταν κατάμεστη από κόσμο. Η Κωνσταντινούπολη ήταν ήδη περικυκλωμένη από τουρκικά στρατεύματα και κατακτήθηκε από τον σουλτάνο Μωάμεθ Β΄ στις 29 Μαΐου 1453. Ο Γεννάδιος Σχολάριος συνελήφθη και σύρθηκε αιχμάλωτος σε ένα χωριό κοντά στην Αδριανούπολη (Edirne).
Ο Γεννάδιος Σχολάριος Πατριάρχης. Η άνοδος του Γεννάδιου Σχολάριου στον πατριαρχικό θρόνο της Κωνσταντινούπολης εντάσσεται στο σχέδιο του Μωάμεθ Β΄ για την ανοικοδόμηση της πόλης και την προσέλκυση χριστιανικού πληθυσμού. Τις παραμονές της άλωσης η Πόλη ήταν άδεια από τους κατοίκους της, που είχαν αναζητήσει ασφαλέστερα καταφύγια, και η αιχμαλωσία που επήλθε συνετέλεσε στην ερήμωσή της. Ο σουλτάνος προφανώς θεωρούσε πως η ανασύσταση της ορθόδοξης Εκκλησίας θα ήταν ένα κίνητρο για την επιστροφή του πληθυσμού, και κατόπιν σχετικής έρευνας και συστάσεων από εξέχοντα μέλη της χριστιανικής κοινότητας, κατέληξε στο συμπέρασμα πως ο Γεννάδιος Σχολάριος ήταν ο πλέον κατάλληλος για να ανέλθει στον πατριαρχικό θρόνο, εφόσον ήταν αποδεκτός από το μεγαλύτερο μέρος των χριστιανών υπηκόων και με την επιλογή αυτή έστελνε ένα σαφές μήνυμα στη Δύση, ότι στο εξής οι χριστιανοί της Ανατολής διαχώριζαν τη θέση τους και την πολιτική τους πορεία. Ο σουλτάνος φαίνεται ότι συνάντησε τον Γεννάδιο και του ανέθεσε να φροντίσει για την ανασύσταση της ορθόδοξης Εκκλησίας με τελικό σκοπό την άνοδό του στον πατριαρχικό θρόνο. Ο σουλτάνος φρόντισε επίσης για την επίσημη έγγραφη απελευθέρωσή του και το καλοκαίρι ή το φθινόπωρο του 1453 ο Γεννάδιος Σχολάριος επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη μαζί του, για να προβεί στις ενέργειες που ήταν απαραίτητες ώστε ο διορισμός του να θεωρηθεί νόμιμος σύμφωνα με τους κανόνες της Εκκλησίας. Έτσι, ανέβηκε τους τρεις βαθμούς της ιεροσύνης και στις 6 Ιανουαρίου 1454 εξελέγη και ενθρονίστηκε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως από τη σύνοδο των ιεραρχών. Ο διορισμός του Γεννάδιου Β΄ Σχολάριου ως Πατριάρχη ήταν λοιπόν ένα τετελεσμένο γεγονός ήδη το καλοκαίρι του 1453 και συντελέστηκε κατόπιν επιθυμίας του σουλτάνου Μωάμεθ Β΄.
Η ανασύσταση της ορθόδοξης Εκκλησίας υπό τη γενική διοίκηση του Πατριαρχείου ήταν το δύσκολο έργο που περίμενε τον νέο Πατριάρχη. Οι προθέσεις του σουλτάνου διαφαίνονται αμέσως στην παραχώρηση του αρχαίου ναού των Αγίων Αποστόλων (όπου σήμερα είναι χτισμένο το Fatih Camii, το τέμενος του Πορθητή), στο πιο περίβλεπτο σημείο της Πόλης, όπου είχαν ταφεί πολλοί Βυζαντινοί αυτοκράτορες, για να γίνει έδρα του νέου Πατριαρχείου. Πολύ σύντομα όμως, πιθανώς το καλοκαίρι του 1454, ο Γεννάδιος ζήτησε από τον σουλτάνο να μετακινηθεί στη μονή Παμμακαρίστου (Fethiye Camii) για λόγους ασφαλείας. Ο Μωάμεθ Β΄ εξασφάλισε επίσης ένα ιδιαίτερο καθεστώς για τους ορθόδοξους χριστιανούς της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, εγγυώμενος την ελευθερία άσκησης της λατρείας. Τα προνόμια αυτά παραδόθηκαν στο Γεννάδιο Β΄ Σχολάριο υπό τη μορφή προσωπικού συμβολαίου μεταξύ του σουλτάνου και του νέου πατριάρχη, εφόσον το μουσουλμανικό δίκαιο δεν αναγνώριζε το Πατριαρχείο ως νομικό πρόσωπο.
Το αμεσότερο πρόβλημα που έπρεπε να αντιμετωπίσει ο νέος Πατριάρχης ήταν η διάλυση της εκκλησιαστικής διοικητικής μηχανής. Οι κληρικοί είτε είχαν φύγει προς ασφαλέστερους προορισμούς, είτε είχαν σκοτωθεί, είτε είχαν αιχμαλωτιστεί. Παρόλα αυτά ο Γεννάδιος Β΄ κατάφερε να συστήσει μια πατριαρχική αυλή, επιλέγοντας παλαιούς φίλους για να υπηρετήσουν στα ανώτατα εκκλησιαστικά αξιώματα. Ο νέος Πατριάρχης προχώρησε επίσης σε εξαγορά της ελευθερίας πολλών κληρικών με δικά του έξοδα, τους οποίους στη συνέχεια διόρισε σε αρχιερατικές έδρες. Παρόλα αυτά, σημαντικά παρέμεναν τα προβλήματα στελέχωσης των εκκλησιαστικών εδρών στις επαρχίες, ενώ συχνά ήταν τα φαινόμενα σιμωνίας τόσο για κατώτερους όσο και για ανώτερους κληρικούς, που είχε ως αποτέλεσμα ο κλήρος να μην έχει τα εφόδια για να αντιμετωπίσει τα σοβαρά προβλήματα του ποιμνίου.
Ως Πατριάρχης και επικεφαλής της Ορθόδοξης Εκκλησίας, ο Γεννάδιος Β΄ έπρεπε να αντιμετωπίσει το ζήτημα της μεταστροφής των χριστιανών στο ισλάμ, που είχε πάρει μεγάλες διαστάσεις μετά την άλωση, το θέμα των παράνομων γάμων και να αποφασίσει για την τύχη των Ενωτικών κληρικών. Για να αντεπεξέλθει ο Πατριάρχης εφήρμοσε ευρέως την πρακτική της εκκλησιαστικής οικονομίας, εφόσον αντικειμενικά η εξάντληση της αυστηρότητας και η εφαρμογή των κανόνων της Εκκλησίας υπό τις ιδιάζουσες συνθήκες που δημιουργήθηκαν μετά την άλωση δεν ήταν η ενδεδειγμένη λύση, ιδιαίτερα στο θέμα των εξισλαμισμών και στο θέμα των ενωτικών. Στο πλαίσιο αυτό εντάσσονται οι προσπάθειές του τόσο για την πάταξη της σιμωνίας όσο και για τη στελέχωση των επαρχιακών ενοριών με κληρικούς σύμφωνα με τους κανόνες της Εκκλησίας. Το ζήτημα των «παράνομων» γάμων ήταν περισσότερο περίπλοκο. Μετά το 1453 πολλές οικογένειες διαλύθηκαν χωρίς να είναι γνωστή η τύχη των συζύγων, ενώ η αιχμαλωσία τους από Τούρκους κυρίους ή ακόμα και η απελευθέρωσή τους από ευπορότερα μέλη της χριστιανικής κοινότητας δημιουργούσε γι’ αυτούς νέες συνθήκες, με αποτέλεσμα να αυξάνονται οι περιπτώσεις μοιχείας, οι γεννήσεις εξώγαμων τέκνων, ενώ πολλοί απλώς προσχωρούσαν στο ισλάμ προκειμένου να μπορούν να τελέσουν ένα γάμο. Ο Γεννάδιος Β΄ λοιπόν επέτρεψε σε όλους, όσοι ενδιαφέρονταν, να προσφύγουν στο εκκλησιαστικό δικαστήριο και να επιδιώξουν την ακύρωση του πρώτου γάμου τους. Πραγματικά τέτοιες προσφυγές ήταν πολλές, όχι μόνο στην Κωνσταντινούπολη αλλά και σε άλλες πόλεις.
Ανάλογη ήταν και η μεταχείριση των ενωτικών, στους οποίους επιτράπηκε να επανενταχθούν στο σώμα της Εκκλησίας μετά από μία έγγραφη ομολογία πίστεως στο ορθόδοξο δόγμα. Ο Πατριάρχης εξάλλου δεν θεωρούσε ότι οι ενωτικοί ήταν αιρετικοί· εφόσον το σχίσμα εντός των κόλπων της Εκκλησίας ήταν τόσο σοβαρό, και εφόσον υπήρχε ακόμα ο κίνδυνος, με απρόβλεπτες συνέπειες για τους Ορθόδοξους της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, να ετοιμαστεί άλλη μία σταυροφορία εναντίον των Τούρκων, μετά την άλωση δεν υπήρξε καν επίσημη καταδίκη της Ένωσης της Φλωρεντίας. Η στάση του Πατριάρχη στο ζήτημα αυτό ήταν απόλυτα σύμφωνη με τη στάση των Πατριαρχών σε ανάλογα ζητήματα που είχαν στο παρελθόν ταλαιπωρήσει την Εκκλησία. Παρόλα αυτά, και στα δύο θέματα, ο Πατριάρχης Γεννάδιος Β΄ συνάντησε σφοδρές αντιδράσεις στους κόλπους του ίδιου του Πατριαρχείου.
Ένα ακόμα ζήτημα που απασχόλησε ιδιαιτέρως τον Γεννάδιο Β΄ μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης ήταν οι νεο-παγανιστικές θεωρίες του μεγαλύτερου Έλληνα λογίου της εποχής, Γεωργίου Γεμιστού Πλήθωνα. Ο Πλήθων, διάσημος πλατωνιστής φιλόσοφος της εποχής, έθετε ως σκοπό της φιλοσοφικής του δραστηριότητας την αποκατάσταση του Πλάτωνα. Οι θεωρίες του ήσκησαν μεγάλη επιρροή τόσο στο Βυζάντιο όσο και στη Δύση, όπου συντελέστηκε η αναβίωση και αποκατάσταση του Πλάτωνα στο πλαίσιο της Αναγέννησης. Η διαμάχη του Γεννάδιου με τον Πλήθωνα κινήθηκε αρχικώς στο θεωρητικό επίπεδο και εκδηλώθηκε με την ανταλλαγή κειμένων για τη φιλοσοφία του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη. Η κατάσταση όμως διαφοροποιήθηκε όταν ο Πλήθων συνέγραψε μια πραγματεία για την εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος, η οποία προκάλεσε την απάντηση του Γεννάδιου με τη μορφή επιστολής, επειδή ο Γεννάδιος διέκρινε πως πίσω από την επίθεση στον Αριστοτέλη υποκρυπτόταν μία επίθεση στο ορθόδοξο δόγμα και επιχειρούνταν μια αποκατάσταση του ελληνικού πάνθεου. Την εποχή του θανάτου του Πλήθωνα μάλιστα (1452), υπήρχε στην Πελοπόννησο ένας πυρήνας νεο-παγανιστών, που δεν μπορούσε παρά να ανησυχεί τις εκκλησιαστικές αρχές στην Κωνσταντινούπολη. Το κύριο έργο του Γενναδίου κατά του Πλήθωνα ωστόσο απευθυνόταν στον δεσπότη Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, ενώ το βασικό νεο-παγανιστικό πόνημα του Πλήθωνα, τη Νόμων συγγραφή, ο Γεννάδιος το απέκτησε μετά την άλωση (τέλη 1453 ή αρχές 1454) από τους δεσπότες του Μυστρά, τον Δημήτριο Παλαιολόγο και τη σύζυγό του Θεοδώρα Ασανίνα, οι οποίοι κατείχαν το μοναδικό χειρόγραφο. Οι Νόμοι του Πλήθωνα, όνταςτο πιο ώριμο έργο του, συνόψιζαν τη φιλοσοφική, θεολογική και κοινωνικοπολιτική σκέψη του. Περιλάμβαναν μια θεωρητική προσπάθεια για αποκατάσταση του ελληνικού πολυθεϊσμού και μια ουτοπική περιγραφή της ιδανικής πόλεως κατά το πρότυπο των Νόμων του Πλάτωνα, προτείνοντας, εξαιτίας της κατάπτωσης της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, μια άλλη επιλογή από την επιστροφή στην Ορθοδοξία. Κατά τη γνώμη του Γενναδίου Β΄ το έργο έπρεπε να καεί στην πυρά, αλλά οι δεσπότες αρνήθηκαν να προβούν σε αυτήν την ενέργεια και άφησαν την τελική απόφαση στον Πατριάρχη. Η διαδικασία που ακολουθήθηκε κατόπιν ήταν σύμφωνη με τη βυζαντινή πρακτική και η καταστροφή του χειρογράφου έλαβε χώρα μετά τη σχετική απόφαση της συνόδου, πιθανώς στα τέλη του 1455, αφού ο Γεννάδιος είχε αφαιρέσει τα περιεχόμενα του βιβλίου του Πλήθωνα και κάποια αποσπάσματα που αποδείκνυαν την κατηγορία περί παγανισμού εναντίον του συγγραφέα του. Επιτελώντας την καταστροφή της συγγραφής των Νόμων του Πλήθωνα ο Γεννάδιος Β΄ πήρε την πιο αυστηρή απόφαση της θητείας του στον πατριαρχικό θρόνο. Λόγω των εξαιρετικών συνθηκών ήταν αδύνατον η διαφωνία μεταξύ του Πλήθωνα και του Γεννάδιου να εξελιχθεί ως άλλη μία φιλοσοφική διαμάχη με δημόσιες αντιπαραθέσεις, όπως γινόταν στο Βυζάντιο. Η πυρπόληση των Νόμων λοιπόν υποκινήθηκε πρωτίστως από γνήσιο ενδιαφέρον για την περιφρούρηση του ορθόδοξου δόγματος και για την προστασία του ποιμνίου, σε μια εποχή που η χριστιανική πίστη αμφισβητούνταν και οι εξισλαμισμοί ήταν καθημερινό φαινόμενο σε όλες τις επαρχίες. Σήμερα από τους Νόμους του Πλήθωνα σώζονται μόνο δεκαέξι από εκατόν ένα κεφάλαια.
Ο Πατριάρχης Γεννάδιος Β΄ Σχολάριος παραιτήθηκε από το αξίωμά του, πιθανώς στις αρχές του 1456. Οι λόγοι της παραίτησής του παραμένουν κάπως ασαφείς, εφόσον οι κατηγορίες και τα υπονοούμενα που αφήνει ο ίδιος στις επιστολές του δεν προσωποποιούνται. Θεωρείται πάντως ότι κατά τη διάρκεια της πατριαρχίας του αντιμετώπισε σφοδρή αντιπολίτευση από το πατριαρχικό περιβάλλον, ήδη από την αρχή. Είναι γνωστό ότι η επιείκεια των αποφάσεών του, που οδηγούσε σε παράβαση των κανόνων της Εκκλησίας και η ήπια αντιμετώπιση των ενωτικών ήταν τα βασικά σημεία της αντιπαράθεσης, σε τέτοιο σημείο ώστε σκεφτόταν να παραιτηθεί ήδη στο β΄ εξάμηνο του 1454. Ωστόσο ούτε ο Μωάμεθ Β΄, ούτε και οι χριστιανοί υποστηρικτές του στους κύκλους του σουλτάνου ήθελαν την παραίτησή του. Στη συνέχεια όμως φαίνεται ότι κατασκευάστηκε σκευωρία εναντίον του, η οποία αποσκοπούσε να τον εμπλέξει σε κίνημα εναντίον του Μωάμεθ Β΄. Δεν έχει διαπιστωθεί αν ο Γεννάδιος Β΄ κατηγορήθηκε αληθινά για προδοσία στο πρόσωπο του σουλτάνου και βεβαίως ο ίδιος δεν παραδέχεται τίποτα τέτοιο. Άλλες ωστόσο πηγές, περίπου σύγχρονες, φαίνεται να επιβεβαιώνουν ότι εξυφάνθηκε συνωμοσία εναντίον του, που είχε ως αποτέλεσμα και οι υποστηρικτές του στο περιβάλλον του σουλτάνου να αποσύρουν την υποστήριξή τους, ώστε ο Μωάμεθ Β΄ να δεχθεί τελικά την παραίτησή του. Σύμφωνα μάλιστα με μια επιστολή του Θεοδώρου Αγαλλιανού, ο πατριάρχης Γεννάδιος Β΄ «ἐξωστράκισται» από το πατριαρχείο.
Μοναχικός βίος. Η ζωή του Γεννάδιου Σχολάριου μετά την παραίτησή του από τον πατριαρχικό θρόνο δεν είναι γνωστή και λίγα μόνο στοιχεία μπορούν να παρατεθούν. Η ασάφεια αυτή οδήγησε στη διατύπωση της άποψης ότι οι δύο ακόμα επισκέψεις του στην Κωνσταντινούπολη ταυτίζονται με δύο νέες πατριαρχικές θητείες που έχουν τοποθετηθεί στο 1458 και στο 1463-1464, ή στο 1463 και στο 1464-1465. Η άποψη αυτή, που είχε εμπνευστή τον Α. Παπαδόπουλο-Κεραμέα, έγινε δεκτή στη συνέχεια από τους εκδότες των έργων του (Petit-Σιδερίδη-Jugie), και από τους V. Laurent, C. Turner, Α. Διαμαντόπουλο κ.ά., ενώ σύγχρονοι ερευνητές θεωρούν πως υπήρξε μόνο μία πατριαρχική θητεία του Γεννάδιου Β΄ Σχολάριου μεταξύ των ετών 1454 και 1456 (Θ. Ζήσης, Π. Κονόρτας, M.-H. Blanchet).
Είναι πιθανόν ότι ο Γεννάδιος Β΄ Σχολάριος μετά την παραίτησή του από το πατριαρχικό αξίωμα εξορίστηκε στη μονή Βατοπεδίου του Αγίου Όρους. Η παραμονή του εκεί πιστοποιείται τουλάχιστον για την περίοδο Μάιος-Σεπτέμβριος 1456. Το αργότερο στις αρχές του 1458 όμως αποχώρησε υπό άγνωστες συνθήκες και εισήλθε στη μονή του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου στο όρος Μένοικον κοντά στις Σέρρες. Πιθανώς κατά διαταγή του σουλτάνου επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη δύο ακόμα φορές, εκ των οποίων η πρώτη πιθανώς χρονολογείται στο 1462/3. Η δεύτερη παραμονή του τελείωσε στα τέλη του 1466 ή στις αρχές του 1467 και ήταν τουλάχιστον διετής. Παράλληλες πηγές τον τοποθετούν κατά το διάστημα αυτό στο άμεσο περιβάλλον του σουλτάνου, κατά τα φαινόμενα με τον ρόλο του συμβούλου ή του διερμηνέα σε θέματα που είχαν σχέση με τους Δυτικούς. Την εποχή αυτή όμως ο Γεννάδιος ήταν σε θέση να συνθέσει, κάνοντας χρήση των μοναστηριακών βιβλιοθηκών της Πόλης, μερικά από τα μεγαλύτερα έργα του, τον Ἔλεγχο τῆς ἰουδαϊκῆς νῦν πλάνης, και τις Συνόψεις των έργων του Θωμά Ακινάτη Summa contra Gentiles και Summa Theologica με τη χρήση των ελληνικών μεταφράσεων του Δημητρίου Κυδώνη. Το 1467 το αργότερο επέστρεψε στη μονή Προδρόμου, όπου συνέχισε τη συγγραφική του δραστηριότητα. Πέθανε το 1472 ή λίγο αργότερα και τάφηκε εντός της μονής. Τον 19ο αι., πρωτοβουλία του ηγούμενου της μονής Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου, βρέθηκε η σορός του Γεννάδιου Σχολάριου δίπλα στο ταφικό μνημείο του ιδρυτή της μονής. Με την προτροπή του Πατριάρχη Άνθιμου Δ΄ ανεγέρθηκε τότε ένα ταφικό μνημείο για τον Σχολάριο στον δεύτερο νάρθηκα του καθολικού της μονής, και τα λείψανά του ανεκομίσθησαν εκεί στις 7 Μαΐου 1854. Το επίγραμμα που γράφηκε στο μνημείο αποδίδει την εικόνα του Πατριάρχη Γενναδίου ως ενός μάρτυρα της χριστιανοσύνης και ως υπέρμαχου του Γένους.
Συγγραφική δραστηριότητα. Ο Γεώργιος Σχολάριος ήταν ένας από τους πιο παραγωγικούς συγγραφείς του Βυζαντίου. Το έργο του σώζεται σχεδόν ολόκληρο, μερικές φορές ακόμα και σε αυτόγραφους κώδικες. Τα κείμενα φιλοσοφικού και θεολογικού περιεχομένου καταλαμβάνουν τον μεγαλύτερο όγκο στο έργο του, κάποια από αυτά μάλιστα κατατάσσονται στα ωραιότερα, πληρέστερα και πιο ολοκληρωμένα έργα του Βυζαντίου. Σε αυτήν την κατηγορία ανήκουν τόσο αυτά με αποκλειστικό εμπνευστή τον Γεννάδιο Σχολάριο, όσο και μεταφράσεις, ανθολογίες και συνόψεις δυτικών συγγραφέων, ιδιαιτέρως των έργων του Θωμά Ακινάτη για τον Αριστοτέλη, και διδακτικά έργα, τα οποία προέκυψαν για τις διδακτικές ανάγκες της σχολής του.
Ιδιαιτέρως σημαντικές για την ιστορία του πνεύματος είναι οι Συνόψεις των έργων του Θωμά Ακινάτη Summa contra gentiles και Summa theologica, εκ των οποίων το πρώτο είναι στην πραγματικότητα κατά λέξη μετάφραση, ενώ για το δεύτερο, που προέρχεται από το πρώτο μέρος της Summa theologica, ο συγγραφέας πληροφορεί πως είναι «ἐκ τῶν αὐτοῦ ἀποσημειώσεις τινές», μέθοδος που χρησιμοποιήθηκε και για το μέρος "Prima secundae" του ίδιου έργου. Τα έργα αυτά, που γράφηκαν στην Κωνσταντινούπολη γύρω στο 1464/6, διακρίνονται για την καθαρότητα και τη σαφήνειά τους, ενώ είναι προφανής η μέριμνα του συγγραφέα να συνοψίσει την ουσία του χριστιανικού δόγματος χωρίς να παραλείψει τίποτα ουσιαστικό και να μεταφέρει στα ελληνικά στους θεολογικούς όρους με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια. Πρωιμότερη είναι η μετάφραση στο έργο De ente et essentia του Ακινάτη, η οποία συνοδεύεται από εκτενή σχόλια που επιτρέπουν τη διαπίστωση ότι ο Σχολάριος είχε εντρυφήσει ιδιαιτέρως στην αρχαία φιλοσοφία, ενώ το αφιερωματικό στον Ματθαίο Καμαριώτη προοίμιο προδίδει την εξοικείωση του συγγραφέα εξίσου με τη φραγκισκανική σχολή, όσο και με τη δομινικανική, στην οποία ανήκε ο Θωμάς Ακινάτης.
Ως γνήσιος αριστοτελιστής, ο Γεννάδιος Σχολάριος αφιέρωσε το μεγαλύτερο μέρος του έργου του στον Σταγειρίτη φιλόσοφο. Για τις διδακτικές ανάγκες της σχολής του ασχολήθηκε ιδιαιτέρως με ένα από τα πληρέστερα έργα που γράφτηκαν ποτέ για τον Αριστοτέλη, τα Σχόλια του Θωμά Ακινάτη στο Περὶ ψυχῆς, προσθέτοντας ο ίδιος τις αναφορές στο γνήσιο έργο του Σταγειρίτη, γεγονός που το κάνει, κατά τους εκδότες, «ανώτερο του πρωτοτύπου». Τα Προλεγόμενα στη Λογική του Αριστοτέλη και στην Εισαγωγή του Πορφυρίου συνοδεύτηκαν από μία αφιερωματική επιστολή προς τον δεσπότη του Μυστρά Κωνσταντίνο Παλαιολόγο. Ακολουθούν, επίσης για διδακτικούς σκοπούς, η Ἐξήγησις στις Κατηγορίες και η Ἐξήγησις στο Περὶ ἑρμηνείας του Αριστοτέλη, ενώ το έργο με τον τίτλο Διαίρεσις κεφαλαιώδης ασχολείται, σύμφωνα με τη δήλωση του συγγραφέα, με την ανάδειξη της φιλοσοφίας του Αριστοτέλη στο Περὶ φυσικῆς μέσα από τους πολυάριθμους σχολιαστές του. Τα Προλεγόμενα στο ίδιο έργο ξεκινούν με μετάφραση σχολίων του Ακινάτη και πιθανώς άλλων δυτικών συγγραφέων και τελειώνουν με σχόλια του ίδιου του Σχολάριου. Η συνολική μετάφραση των σχολίων του Ακινάτη στο De physico auditu από τον Γεννάδιο σώζεται ατελής. Τα μεγάλα αυτά έργα συμπληρώνονται με τη μετάφραση μικρότερων έργων της δυτικής γραμματείας που επίσης προέκυψαν από σχολιασμό του Αριστοτέλη: De fallaciis (αποδίδεται στον Θωμά Ακινάτη), Summulae logicales (Πέτρου του Ισπανού, του μεταγενέστερου πάπα Ιωάννη ΚΑ΄), De sex principiis (Gilbert de la Porrée), ενώ συνόψεις, σημειώσεις και σχόλια του Σχολάριου που εξυπηρετούσαν κατεξοχήν διδακτικούς σκοπούς αφορούν τα έργα του Αριστοτέλη Περὶ φυσικῆς, Περὶ οὐρανοῦ, ΠερὶΨυχῆς, Μικρὰ φυσικά, κ.ά. Σε αυτές τις σημειώσεις ο Σχολάριος προσπαθεί να δώσει την ουσία των συγγραμμάτων του Σταγειρίτη φιλοσόφου, γεγονός που το καταφέρνει με την ίδια καθαρότητα όπως και στις Summae του Ακινάτη, παρά τη μικρή έκτασή τους. Δύο συλλογές απανθισμάτων από τις Summae, που γράφηκαν περίπου το 1444/5, αποδίδονται επίσης στο Γεώργιο Σχολάριο και φαίνεται πως προέκυψαν από τη διδασκαλία του.
Ένα από τα πρωιμότερα έργα του Σχολάριου ήταν η Γραμματική, που συντάχθηκε κατόπιν αιτήματος του Μανουήλ Σεβαστόπουλου. Χωρίζεται σε δύο βιβλία, εκ των οποίων το πρώτο είναι αφιερωμένο στη μορφολογία της ελληνικής γλώσσας και διακρίνεται ιδιαιτέρως για τη σαφή έκθεση των κλίσεων των ρημάτων και ουσιαστικών, και το δεύτερο είναι στην πραγματικότητα Λεξικὸν στοιχειῶδες κανονικόν, που οι εκδότες το έχουν χαρακτηρίσει «απάνθισμα σπανίων λέξεων», μολονότι οι περισσότερες λέξεις που αναφέρονται δεν είναι σπάνιες.
Πλούσια ήταν η συγγραφική δραστηριότητα του Σχολάριου που έχει σχέση με τις εξελίξεις της εποχής. Κάποια από αυτά τα έργα φαίνεται πως είχαν ένα ευρύτερο κοινό, πέρα από τον κατεξοχήν παραλήπτη που συνήθως κατονομάζεται. Στον τύπο της επιστολής ή της πραγματείας, εκθέτουν επιχειρήματα υπέρ της Ένωσης ή, από το 1445/5 και εξής, κατά αυτής, και προσφέρουν πολλές πληροφορίες για το ανθενωτικό κίνημα. Ο γενικός τίτλος Λόγοι συμβουλευτικοί (εκδόθηκε ως Discours à Florence sur la question religieuse) αναφέρεται σε τέσσερις φιλενωτικές συγγραφές υπό τους τίτλους Ὑπὲρ εἰρήνης και βοηθείας τῇ πατρίδι παράκλησις, Πρὸς τὴν οἰκουμενικὴν σύνοδον ὑπὲρ εἰρήνης, Λόγος δεύτερος, ἐν ᾧ ἀναιρεῖται τὰ κωλύματα τῆς τοιαύτης εἰρήνης, και ο Λόγος τρίτος, ἐν ᾧτίθεται τὰ ποιήσοντα τὴν τοιαύτην εἰρήνην, στα οποία προστίθενται η Ἀναφορά και η Ἔκθεσις που γράφηκαν κατά τη σύνοδο της Φλωρεντίας.
Ιδιαιτέρως σημαντικές είναι οι πραγματείες του για την εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος, εκ των οποίων η μακροσκελέστατη πρώτη γράφηκε γύρω στο 1445 με την ευκαιρία των συνομιλιών στο ανάκτορο του Ξυλαλά, όπου ο Γεώργιος Σχολάριος αντικατέστησε τον Μάρκο Ευγενικό. Η πραγματεία χωρίζεται σε έξι βιβλία και προσπαθεί να ανιχνεύσει τις αιτίες του σχίσματος με εκτεταμένες αναφορές και σχολιασμό του καθολικού δόγματος και ιδιαιτέρως του Αυγουστίνου. Το έργο αυτό έχει χαρακτηριστεί ως «Ὀρθοδόξου καταφύγιον» από τον Νικόδημο Μεταξά (17ος αι.). Μία από τις σημαντικότερες και μακροσκελέστερες «επιστολές» ήταν η δεύτερη πραγματεία του για την εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος, αφιερωμένη στον αυτοκράτορα της Τραπεζούντας, Ιωάννη Μεγάλο Κομνηνό, η οποία γράφηκε πιθανώς το 1446 σε δύο βιβλία και περιέχει «ἀπορίες καὶ λύσεις», ενώ η τρίτη πραγματεία, έργο του 1449, τιτλοφορείται Ἔκθεσις τῆς ὑγιοῦς καὶ ὀρθοδόξου πίστεως κυροῦ Γεωργίου τοῦ Σχολαρίου. Κατά τον Ζήση το έργο του Σχολάριου για την εκπόρευση είναι «σπάνιας αξίας». Από την ίδια εποχή χρονολογούνται τα κείμενα Ἀναφορά τῶν ἀρχιερέων και Ἀπολογία σύντομος, με τα οποία οι ανθενωτικοί εξέθεσαν τις θέσεις τους για το ζήτημα της Ένωσης στον αυτοκράτορα Ιωάννη Η΄, και μια σειρά κειμένων πολεμικού περιεχομένου, εκ των οποίων ένα στρέφεται κατά του Βησσαρίωνα και τα υπόλοιπα έχουν στόχο τις δυτικές θεωρίες περί της ουσίας του Θεού και της ενέργειάς της, ζητήματα που είχαν σχέση με την ησυχαστική έριδα. Από αυτές τις μελέτες οι πιο σημαντικές είναι η Περὶ τῆς τοῦ μακαρίου Θεοδώρου τοῦ Γραπτοῦ ῥήσεως (γνωστότερη ως Contreles partisans d’Acindyne) και η Περὶ τοῦ πῶς διακρίνονται αἱ θείαι ἐνέργειαι πρός τε ἀλλήλας καὶ τὴν θείαν οὐσίαν (οι οποίες έχουν συμπεριληφθεί στην έκδοση των έργων του Σχολάριου υπό τον γενικό τίτλο Polémique antibarlaamite). Η μακροσκελής επιστολή κατά της σιμωνίας (Contre la simonie), η πραγματεία Κατὰ τῶν Πλήθωνος ἀποριῶν ἐπ’ Ἀριστοτέλει, τοκύριο αντιπληθωνικό έργο που ο Σχολάριος απηύθυνε στον δεσπότη Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, και ο Ἔλεγχος τῆς ἰουδαϊκῆς νῦν πλάνης, που γράφηκε σε εποχή ωριμότητας του Γεννάδιου, γύρω στο 1464/6, ένα πλήρες έργο που συνοδεύεται από μία συλλογή προφητειών, συμπληρώνουν το corpus των σημαντικότερων πολεμικών έργων του Σχολάριου. Πολεμικό και ανθενωτικό χαρακτήρα ωστόσο είχαν επίσης πολλές επιστολές, κατεξοχήν αυτές που γράφηκαν μετά το 1450, αφού ο Γεννάδιος είχε αναλάβει πολιτική δράση,και απευθύνονται στον μεγάλο δούκα Λουκά Νοταρά, στον δεσπότη Δημήτριο Παλαιολόγο, στον Μανουήλ Ραούλ Οισή κ.α. Κάποια από τα θεολογικά του συγγράμματα έχουν τον χαρακτήρα διαλόγου κατά το πλατωνικό πρότυπο ήτων ερωτήσεων ή ζητημάτων και αποκρίσεων και ασχολούνται με συγκεκριμένες πτυχές του δόγματος, μέθοδος την οποία ο Σχολάριος ακολούθησε σε μερικές περιπτώσεις ήδη από το 1440. Αυτή η μέθοδος χρησιμοποιήθηκε π.χ. στις Ἐρωτήσεις καὶ ἀποκρίσεις περὶ τῆς θεότητος τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, στο διάλογο Νεόφρων ἢ Ἀερομυθία για την εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος, που ακολουθήθηκε από έναν δεύτερο συναφή διάλογο, και στα Ζητήματα καὶ ἐρωτήσεις του εὐσεβεστάτου δεσπότου Σερβίας κὺρ Γεωργίου.
Πολυάριθμα κείμενα του Σχολάριου ασχολούνταν με ζητήματα θρησκευτικά, δογματικά, θεολογικά και ήταν στην πραγματικότητα κηρύγματα ή εξηγητικά κείμενα που προέκυψαν είτε με την άσκηση των καθηκόντων του ως διδασκάλου της ιεράς θεολογίας είτε ως Πατριάρχη, είτε και αργότερα κατά τον μοναχικό του βίο. Τουλάχιστον ένα μέρος των εξηγητικών κειμένων φαίνεται πως προέκυψε ως απάντηση σε αιτήματα των γνωστών του. Σώζονται πάνω από δεκαπέντε κηρύγματα και πανηγυρικοί λόγοι για τις μεγάλες θρησκευτικές εορτές, και μία σχεδόν πλήρης σειρά λόγων για τη μεγάλη Σαρακοστή, που καταλαμβάνει σημαντικό μέρος του έργου του Γενναδίου. Τα εξηγητικά του κείμενα δεν είναι πολλά και σώζονται σε δύο μόλις χειρόγραφα υπό τον γενικό τίτλο Λύσεις ἀποριῶν τινῶν ἐπὶ τῇ θείᾳ γραφῇ, εκ των οποίων ξεχωρίζουν για το σχετικό με ζητήματα θείου προορισμού περιεχόμενό τους οι γραφές Περὶ τῶν τα φαῦλα πραττόντων και Περὶ τῶν κατ’ ἀρετὴν ἔργων.
Πέντε μικρές πραγματείες για τη θεία πρόνοια, τον θείο προορισμό και για την προέλευση της ψυχής χρονολογούνται μετά την παραίτησή του από τον πατριαρχικό θρόνο. Σε αυτές ο Σχολάριος ασχολείται με τα συναφή του θείου προορισμού ζητήματα της θείας προγνώσεως και της ανθρώπινης ελευθερίας σε σχέση με την ενέργεια της θείας χάρης, θέματα που προϋποθέτουν τη βαθιά γνώση της θεολογίας του Θωμά Ακινάτη, και σχολιάζει ενδεικτικά το παράδειγμα του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή και του Ηρώδη.
Το γνωστό έργο Περὶ τῆς μόνης ὁδοῦ πρὸς τὴν σωτηρίαν τῶν ἀνθρώπων γράφηκε κατά την πατριαρχία του Γεννάδιου καιαπευθύνεται στον σουλτάνο Μωάμεθ Β΄, όπως και η σύντομη εκδοχή του που είναι περισσότερο γνωστή ως «ομολογία πίστεως» του Γενναδίου. Τα κείμενα αυτά προέκυψαν κατόπιν επίσημων θεολογικών συνομιλιών που έλαβαν χώρα στο Πατριαρχείο παρουσία του ίδιου του σουλτάνου και μεταφράστηκαν στα αραβικά. Κατά τον Σχολάριο, ο ευαγγελικός νόμος είχε έρθει για να θέσει τέλος σε όλους τους νόμους που προηγήθηκαν (φυσικό, εθνικό, Μωσαϊκό), είναι λοιπόν αδύνατον να εμφανιστεί ένας ακόμα νόμος, ή ένας άλλος προφήτης μετά τον Ιησού. Η έμμεση κριτική που υποκρύπτει το πρώτο κείμενο για την αποκάλυψη του Κορανίου και τον προφήτη Μωάμεθ ήταν κατά τα φαινόμενα ο λόγος που παραγγέλθηκε η συγγραφή της «ομολογίας πίστεως», η οποία είναι απαλλαγμένη από αναφορές στο ισλάμ και παρουσιάζει με συμπυκνωμένο τρόπο την ορθόδοξη χριστιανική πίστη μιας κοινότητας της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ο εν μέρει απολογητικός χαρακτήρας του κειμένου οφείλεται στην κατηγορία περί πολυθεϊσμού, την οποία προσήπταν οι μουσουλμάνοι θεολόγοι στον χριστιανισμό λόγω του τριαδικού δόγματος. Ο Γεννάδιος απέφυγε να κάνει λόγο για τρία πρόσωπα, χρησιμοποιώντας αντιθέτως τους όρους 'ἰδίωμα' και 'ὑπόστασις' για να εξηγήσει το τριαδικό δόγμα. Η τουρκική μετάφραση της «ομολογίας πίστεως» του Γενναδίου σώζεται σήμερα μεταγεγραμμένη με ελληνικούς χαρακτήρες σε κώδικα του Βατικανού.
Κάποια από τα κείμενα του Γεννάδιου Σχολάριου, μερικά από τα οποία σε μορφή της επιστολής, είχαν αυτοβιογραφικό χαρακτήρα, ή σε αυτά συλλέγονται στοιχεία τόσο για τον ίδιο όσο και για την κατάσταση πριν, και ιδιαιτέρως μετά, το 1453. Η πρώτη από αυτές τις συγγραφές γράφηκε λίγο μετά την επιστροφή από την Φλωρεντία με στόχο να δικαιολογηθεί η φιλολατινική του στάση (1440/1). Οι επιστολές που γράφηκαν γύρω στο 1454/55 ασχολούνται με προβλήματα της πατριαρχίας του, όπως η διατήρηση της πίστης και ο έλεγχος των ενωτικών, ενώ μεταξύ τους ξεχωρίζει η συγκινητική επιστολή του Ἐπὶ τῇ ἁλώσει τῆς πόλεως. Δύο ακόμα συγγραφές γράφηκαν πλέον στα ώριμα χρόνια του και οι επιλεγμένοι τίτλοι φανερώνουν κάποια συναισθηματική φόρτιση (Γενναδίου θρῆνος, 1460, και Ἀπολογία περὶ τῆς σιωπῆς, 1466/7), ενώ το εξηγητικό κείμενο περί της σπανιότητος των θαυμάτων (Sur la rareté desmiracles au temps présent), που επίσης είναι ένα από τα ωριμότερα έργα του, περιέχει στοιχεία για την κατάσταση μετά την άλωση.
Τέλος, σώζονται επικήδειοι λόγοι και μονωδίες για τον δεσπότη Θεόδωρο Παλαιολόγο, για τη βασιλομήτορα Έλενα Δραγάση Παλαιολογίνα και για την κόρη του Δημητρίου Παλαιολόγου, Έλενα. Γνωστότερος ωστόσο είναι ο επικήδειος λόγος για τον δάσκαλό του, Μάρκο Ευγενικό (1445), και ο επιτάφιος για τον ανεψιό του Θεόδωρο Σοφιανό, ένας συγκινητικός λόγος, στον οποίο επίσης συλλέγονται πολλά στοιχεία για τη βιογραφία του συγγραφέα. Ο Γεννάδιος συνέγραψε ακόμα λειτουργικά ποιήματα και προσευχές, ενώ οι σωζόμενες επιστολές του, με αποδέκτες κάποιους μαθητές του, τους δεσπότες του Μιστρά, τους αυτοκράτορες Ιωάννη Η΄ και Κωνσταντίνο ΙΑ΄, τον Μάρκο Ευγενικό, και άλλους, είναι περίπου εξήντα.
Όψεις της φιλοσοφίας και της θεολογίας του Γεώργιου-Γεννάδιου Σχολάριου. Ο μεγάλος θαυμασμός για τον Θωμά Ακινάτη οδήγησε τον Γεννάδιο να σημειώσει στο περιθώριο ενός έργου του ότι ευχόταν ο Θωμάς Ακινάτης να μην ανήκε στη Λατινική Εκκλησία. Τα σχόλια του Γεννάδιου οδηγούνται εν πολλοίς από τη σκέψη του μεγάλου δυτικού θεολόγου και συχνά έγραφε «λατινικῷ τρόπῳ», ακολουθώντας δηλαδή τις αρχές της δυτικής σχολαστικής και τη μέθοδο quaestiones disputantae. Ο Σχολάριος δεν απέρριπτε τη βυζαντινή εξηγητική παράδοση, αντιθέτως, πίστευε ότι ο Ακινάτης έπρεπε να είναι υποχρεωμένος σε αυτήν, αλλά εύρισκε γοητευτικό τον τρόπο με τον οποίο η δυτική σχολαστική χρησιμοποιούσε τη φιλοσοφία του Αριστοτέλη. Ενδιαφέρον είναι ότι στα σχόλια του De ente et essentia, ο μεγάλος θαυμαστής του Ακινάτη δεν ασχολείται με τον σχολιασμό και την απόκρουση απόψεων του λατινικού δόγματος που μεταφέρει ο Ακινάτης, αλλά παραπέμπει απλώς στις δικές του μελέτες: «πολλὰ ἀντεγράψαμεν τοῖς συγγράμμασιν αὐτοῦ, ὧν πλήρης ἐστὶ σχεδὸν πᾶσα ἡ γῆ». Η θέση του στο ζήτημα της εκπόρευσης του Αγίου Πνεύματος ήταν ίδια με τη θέση του Πατριάρχη Φωτίου: το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται μόνο από τον Πατέρα, ο οποίος είναι ο προβολεύς, χωρίς ο Υιός να έχει καμία συμμετοχή, αντίθετα, η «προβολὴ» είναι αποκλειστική ιδιότητα του Πατρός. Τις θέσεις του αυτές εξέφρασε ο Σχολάριος ήδη στις μεγάλες του πραγματείες για την εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος που χρονολογούνται γύρω στο 1445. Ως αυθεντίες της θεολογίας του χρησιμοποίησε τον Μέγα Αθανάσιο και τον Μέγα Βασίλειο, τον Γρηγόριο τον Ναζιανζηνό, τον Κύριλλο Αλεξανδρείας και άλλους.
Καθαρός αριστοτελιστής ο Γεννάδιος Σχολάριος, δεν θα άφηνε τη φιλοσοφία του Σταγειρίτη έκθετη στις επιθέσεις του Πλήθωνα, οι οποίες έθεταν σε αμφισβήτηση γενικώς όχι μόνο το λατινικό, αλλά και το ορθόδοξο δόγμα. Σε αυτό το πλαίσιο ανέλαβε συστηματικά την υπεράσπιση του μεγάλου φιλοσόφου, η φιλοσοφία του οποίου πίστευε ότι άρμοζε περισσότερο στον χριστιανισμό, ιδιαίτερα μέσα από τη φιλοσοφία του Θωμά του Ακινάτη. Ο Γεννάδιος υποστήριξε πως ο Σταγειρίτης ήταν στην πραγματικότητα πολύ εγγύτερα στον χριστιανισμό από τον Πλάτωνα, αντικρούοντας έτσι πάγιες βυζαντινές θεωρήσεις για τους δύο μεγάλους αρχαίους φιλοσόφους· διατύπωσε μάλιστα την άποψη ότι ο Αριστοτέλης είχε απορρίψει την πολυθεΐα. Στρέφοντας εναντίον του Πλάτωνα το παραδοσιακό επιχείρηματων πρώτων απολογητών, ότι η εγγύτητά του με τον χριστιανισμό οφείλεται στην εβραϊκή θεολογία, ο Γεννάδιος υποστήριξε ότι ο Αριστοτέλης ξεπέρασε τον δάσκαλό του στην προσπάθειά του να ανακαλύψει την αλήθεια, προσφέροντας στη φιλοσοφία του Πλάτωνα ένα σύστημα με σαφείς φιλοσοφικές θέσεις. Η κύρια διαφωνία του με τον Πλήθωνα εντοπίζεται στο ζήτημα της ιδιότητας του Θεού και της δημιουργίας του κόσμου. Ο Γεννάδιος θεωρούσε ότι για τον Σταγειρίτη φιλόσοφο ο Θεός δεν δημιούργησε ('δημιουργεῖν', όρος που για τον Γεννάδιο υπονοεί προέλευση από την ύλη), αλλά ποίησε ('ποιεῖν'), χωρίς γένεση, άρα και χωρίς προϋπάρχουσα ύλη, και ότι το κινεῖν στη φιλοσοφία του Αριστοτέλη (από όπου προέρχονται τα κύρια επιχειρήματα του Πλήθωνα) «ταυτίζεται» με το ποιεῖν. Για τον Γεννάδιο λοιπόν ο Θεός του Αριστοτέλη είναι ποιητής, ενώ ο Θεός του Πλάτωνα είναι δημιουργός. Για να διατυπώσει τις απόψεις του αυτές ο Γεννάδιος χρησιμοποίησε κατεξοχήν πλατωνικούς όρους, και μάλιστα αυτούς που χρησιμοποιούνται από τους πλατωνιστές της ύστερης αρχαιότητας για να περιγράψουν την εκπόρευση μιας άυλης οντότητας από μια ανώτερη άυλη αρχή, καθώς και τον όρο 'ἔγχυσις', που φαίνεται να είναι η ελληνική μετάφραση του λατινικού όρου 'infusio' του Ακινάτη, ο οποίος, παρόλα αυτά, δεν χρησιμοποιείται στο ίδιο πλαίσιο και με τον ίδιο σκοπό.
Ο Γεννάδιος Σχολάριος ήταν υπέρμαχος του Γρηγορίου Παλαμά. Η ησυχαστική φιλοσοφική έριδα έλαβε τον 15ο αι. μια τροπή υψηλής μεταφυσικής, με σκοπό τον ορισμό της σχέσης μεταξύ της θείας ουσίας και της ενέργειάς της. Κατά τον Γεννάδιο η θεϊκή ενέργεια έχει δύο όψεις, τη μη-άπειρη και πεπερασμένη, όταν είναι μόνο μία ενέργεια, και την άπειρη, όταν συνδέεται με τη θεϊκή ουσία, η οποία είναι ούτως ή άλλως άπειρη, και έτσι αίρεται η αντίφαση της παλαμικής θεολογίας μεταξύ της θείας ουσίας και της ενέργειας.
Η φιλοσοφία του Σχολάριου για τη διαφορά μεταξύ της ουσίας και της ενέργειας προσομοιάζει στις απόψεις των καθολικών θεολόγων για το ζήτημα αυτό, και έχει σχέση και συνέχεια με το θέμα του θείου προορισμού. Κατά τον Σχολάριο ο Θεός όχι μόνο διαθέτει «ἐξ ἀϊδίου περὶ τῶν ὄντων καὶ γινομένων γνῶσιν», αλλά και καθορίζει, προορίζει, τα πάντα. Η πρόγνωση προηγείται του προορισμού, που διακρίνεται στον κυρίως προορισμό, ο οποίος επιφυλάσσεται στους εκλεκτούς, και στην «ἀποδοκιμασία» ή «ἀπαλλοτρίωση», που επιφυλάσσεται σε αυτούς οι οποίοι δεν έχουν επιλέξει το αγαθόν και τη θεία συνέργεια. Το καλό ή το κακό προέρχονται από την «ὁρμὴ τῆς ψυχῆς», και έτσι δεν μειώνεται η ανθρώπινη ελευθερία, αλλά για το καλό είναι αναμφίβολα απαραίτητη η θεία χάρη. Με τις απόψεις του αυτές ο Σχολάριος παραμένει πιστός στην ορθόδοξη θεολογία, αρνούμενος να στερήσει από τον άνθρωπο οποιαδήποτε δύναμη ελευθερίας (όπως ήταν η συνήθης προσέγγιση στη Δύση). Οι στοχασμοί του Αριστοτέλη περί της ψυχής και περί της αθανασίας του νοός απασχόλησαν στο ίδιο πλαίσιο τον Σχολάριο, ο οποίος θεωρούσε ότι η ψυχή είναι δυνατόν να διαχωριστεί από τον άνθρωπο, όχι όμως ως αρχή της ζωής. Ο άνθρωπος εξάλλου έχει λάβει τη λογική ψυχή από τον Θεό (θεόθεν), ως εκ τούτου αυτή είναι αθάνατη και δεν φθείρεται μαζί με το σώμα, όπως η φυτική και η αισθητική ψυχή (Karamanolis και Petit-Sideridès-Jugie).
Ο Γεννάδιος, η άλωση της Πόλης, η πατριαρχία, ο Μωάμεθ Β΄ και οι Τούρκοι. Ένα μέρος από τις νεότερες απόψεις γιατον Γεννάδιο Σχολάριο εδράζεται πάνω στη σφοδρή κριτική που δέχτηκε ήδη από τους συγχρόνους του, πριν και μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης, και έχει σχέση με το γνωστό δίλημμα μεταξύ του «τουρκικού φακιολιού και της λατινικής καλύπτρας», το οποίο ο ιστορικός της άλωσης [Μιχαήλ] Δούκας παρουσιάζει στην Ιστορία του διά στόματος του μεγάλου δούκα, Λουκά Νοταρά. Ο Γεννάδιος πίστευε ότι η τύχη της Πόλης ήταν εξαρτημένη από τη θεία θέληση· η κατάκτησή της δεν ήταν αναπόφευκτη, αντιθέτως, η προσβολή στον Θεό με την κήρυξη της Ένωσης το 1452 έφερε πιο κοντά τον επαπειλούμενο όλεθρο, ενώ η αλλαγή της στάσης των Βυζαντινών μπορούσε να απομακρύνει τον κίνδυνο. Αυτή η άποψη ήταν πάγια θέση των ανθενωτικών και φαίνεται να προκύπτει από, ή να είναι συναφής με, την πεποίθηση του αυτοκράτορα Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγου (1391-1425) ότι η προσέγγιση με τη Δύση και οι δυτικές συμμαχίες του Βυζαντίου ήταν για τους Τούρκους αιτία πολέμου.
Ο τρόπος με τον οποίο ο Γεννάδιος υπερασπίζεται τον εαυτό του και διακηρύσσει την πίστη του στον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο ΙΑ΄ Παλαιολόγο φανερώνει πως του προσήπταν όχι μόνο υστεροβουλία, την πρόθεση δηλαδή να έχει κάποιο όφελος για τον εαυτό του επιλέγοντας τη μοναχική ζωή και την ανθενωτική ιδεολογία, αλλά και την προσέγγιση με τους Τούρκους, κατηγορία την οποία αντιμετώπιζαν γενικώς οι ανθενωτικοί. Σε αντίθεση όμως με τους άλλους ανθενωτικούς (π.χ. τον Ιωάννη Ευγενικό), το γνωστό δίλημμα περί της καλύπτρας και του τουρμπανιού δεν εμφανίζεται ούτε καν ως νύξη στα γραπτά κείμενα του Σχολάριου και η τελική νίκη των Τούρκων επί των Βυζαντινών ήταν κάθε άλλο παρά επιθυμητή. Από τα κείμενά του προκύπτει εξάλλου ότι η πολιτική κυριαρχία ήταν γι’ αυτόν ζήτημα διακριτό από την πολιτισμική και θρησκευτική κυριαρχία των Δυτικών, και η παραμονή του στην Κωνσταντινούπολη, παρά τον κίνδυνο που ήταν πια ορατός, οφειλόταν στην πεποίθησή του ότι έπρεπε να περιφρουρήσει την Ορθοδοξία ως θρησκεία και πολιτισμό έναντι και των Τούρκων και των Λατίνων. Ο Κωνσταντίνος ΙΑ΄ ήταν ο «πένης βασιλεύς» που πολέμησε ως το τέλος και φονεύθηκε από τους Τούρκους· η άλωση και η υποδούλωση της Πόλης ήταν η δικαιότατη ουράνια δίκη με τη μορφή της «αἰσχίστης δουλείας», κατά των παρανομιών, εκ των οποίων η σημαντικότερη ήταν «τὸ τὴν ἑλληνικὴν πολυθεΐαν ἀναστηλοῦν». Πολλά σημάδια φανέρωναν από χρόνια την έσχατη κατάληξη, η εγκατάλειψη, η μείωσητης ισχύος της, η ερείπωση. Κατά τον Γεννάδιο, η ελπίδα των Ελλήνων είχε κρεμαστεί σε μία πόλη και έπαιρνε θάρρος από λίγους μαχητές που διέθεταν λιγότερες αρετές, αλλά πολέμησαν ως άλλοι άγιοι Μερκούριοι, Προκόπιοι και Γεώργιοι. Ο Γεννάδιος αναγνωρίζει την Κωνσταντινούπολη ως πατρίδα του και θρηνεί για την άλωσή της, την οποία θεωρεί ως θάνατο. Στον συγκινητικό Θρῆνο του, που γράφηκε γύρω στο 1460, εκφράζει την απορία και την απόγνωσή του, επειδή, παρά τον θάνατο της Πόλης, οι υπόλοιποι και ο ίδιος συνέχιζαν να ζουν.
Ο Γεννάδιος έκανε λόγο για την Εκκλησία, που μετά την άλωση δεν ήταν ούτε καν το είδωλο της προηγούμενης κατάστασής της, για την επίφαση του χριστιανισμού, χωρίς ίχνος ουσίας, για τις συμφορές των λαϊκών, για την άγνοια και την αμάθεια. Σημαντικό είναι ότι αναγνώριζε και εξέφρασε πολλές φορές την άποψή του ότι το γένος των Ελλήνων ήταν «ἐπὶ τῆς γῆς τὸ κάλλιστον», και ότι «βελτίστους Ἕλληνας ἀνθρώπων πάντων γενέσθαι», το οποίο, κατ’ αυτόν, αναγνώριζαν όλοι. Αλλά όλες οι προσπάθειες για εκπαίδευση και για καλυτέρευση ήταν μάταιες, επειδή οι καιροί ήταν τόσο δύσκολοι.
Παραδόξως λίγα μόνο σχόλια ανιχνεύονται στα έργα του Γεννάδιου για τον ξένο κυρίαρχο, γεγονός που υποδηλώνει τηναπροθυμία του να γράψει για τα βιώματά του. Στην επιστολή του για την άλωση, που γράφηκε το 1454, κάνει λόγο για δουλεία των χριστιανών υπηκόων, ενώ οι Τούρκοι χαρακτηρίζονται απλώς ως βάρβαροι, υβριστές και άθεοι, που κατέστρεψαν «τῷ κόσμῳ τῆς πατρίδος». Η κρίση αυτή βεβαίως έχει σχέση με τα πρόσφατα γεγονότα της άλωσης και με τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε στην ανασύσταση της Εκκλησίας. Ο Γεννάδιος αρνείται κατηγορηματικά ότι επιδίωξε να ανέλθει στον πατριαρχικό θρόνο, αντίθετα, επιμένει στις πιέσεις που ήσκησε ο σουλτάνος και στις εξαιρετικές συνθήκες που δημιουργήθηκαν μετά την άλωση, και παρουσιάζει την άνοδό του ως θυσία για το καλό του ποιμνίου («τῇ γὰρ εὐνοίᾳ τοῦ δυστήνου γένους ἡμῶν ἡμᾶς αὐτοὺς ὑποτάξαντες») και ως τιμωρία του Θεού.
Ο Γεννάδιος Σχολάριος απελευθερώθηκε σύντομα από το καθεστώς της δουλείας, στο οποίο είχε περιέλθει με την αιχμαλωσία του κατά την Άλωση, αλλά οι διαφοροποιήσεις του μουσουλμανικού δικαίου καθιστούσαν τη θέση του ως Πατριάρχη ιδιαιτέρως δύσκολη: η διατήρηση του δεσμού μεταξύ του πρώην κυρίου και του πρώην δούλου ως μια μορφή πελατειακής σχέσης, δημιουργούσε επιπλοκές τέτοιες, ώστε ο ίδιος ο Γεννάδιος αποκάλεσε την εποχή της πατριαρχίας του ως εποχή «λαβυρίνθων». Ωστόσο στα μεταγενέστερα κείμενά του, στο «Περὶ τῆς σπανιότητος τῶν θαυμάτων» και στην Ἀπολογία, που γράφηκαν γύρω στο 1460, βρίσκονται επιεικέστερες κρίσεις. Εκεί αποδίδει στον σουλτάνο Μωάμεθ Β΄ τις αρετές της γνώσης και της φιλανθρωπίας, η δεύτερη, αρετή που χαρακτήριζε κατεξοχήν τον Βυζαντινό αυτοκράτορα. Η γνώση πιθανώς αναφέρεται στη φιλομάθεια του σουλτάνου, ιδιαιτέρωςσε ζητήματα πολιτισμού των μη μουσουλμάνων υπηκόων του, ενώ στους Τούρκους αναγνωρίζει τη γνήσια πρόθεση να γνωρίσουν εγγύτερα τη χριστιανική πίστη. Ο Γεννάδιος ποτέ δεν χαρακτηρίζει τον Μωάμεθ Β΄ προστάτη της Εκκλησίας, ρόλος που ανήκε κατεξοχήν στον αυτοκράτορα, αλλά ήταν γενικώς ευχαριστημένος με την ελευθερία άσκησης της χριστιανικής λατρείας που ο σουλτάνος είχε παραχωρήσει στους Ορθόδοξους, ενώ ήταν σε θέση να γνωρίσει Τούρκους τους οποίους κατάφερε να εκτιμήσει. Η αλλαγή στην κρίση του ενδεχομένως οφείλεται στο γεγονός ότι είχε απελευθερωθεί πλέον από τα καθήκοντα του Πατριάρχη και δεν χρειαζόταν να συναλλάσσεται μαζί τους σε πολιτικό επίπεδο. Σε αυτά τα μεταγενέστερα κείμενα εξάλλου αναγνωρίζει ότι η άνοδός του στον πατριαρχικό θρόνο ήταν πολύ μεγάλη τιμή και αποτέλεσμα της θείας οικονομίας, αλλά επιμένει ότι ο ίδιος δεν είχε επέμβει σε τίποτα και γι’ αυτό δεν χρωστού σεχάρη σε κανέναν, παρά το γεγονός ότι κατάφερε να ανασυστήσει «τὸν θρόνον ἐκ τοῦ μὴ ὄντος».
Ο Γεννάδιος Σχολάριος του μύθου και της λογιοσύνης. Ο ίδιος ο ΓεννάδιοςΣχολάριος συνέβαλε ασυνείδητα στη δημιουργία του μύθου του (Blanchet). Αν και τα συγγράμματα αυτοβιογραφικού χαρακτήρα γράφηκαν για να αποσείσουν συγκεκριμένες κατηγορίες που αντιμετώπιζε, το γεγονός ότι βρίσκονταν στη διάθεση του κοινού, καθώς και το γεγονός ότι έζησε σε ένα σημαντικό ιστορικό μεταίχμιο, συνετέλεσε στη μυθοποίησή του. Στην Ἀπολογία παραλληλίζει τα τεκταινόμενα της εποχής με τα βιβλικά γεγονότα και τα παθήματά του με τα παθήματα του Δαυΐδ, του Αποστόλου Παύλου ή και του ίδιου του Χριστού, παραλληλισμοί που οπωσδήποτε ξενίζουν αλλά εντάσσονται σε μια συγκεκριμένη φιλολογική παράδοση του Βυζαντίου, ενώ αποδέχεται την αποτυχία του, που οφείλεται στις ιδιαίτερες ιστορικές συνθήκες. Τον ίδιο τρόπο παρουσίασης ακολούθησε και ο ομοϊδεάτης και στενός φίλος του Θεόδωρος Αγαλλιανός, ο οποίος έκανε λόγο για τον «θεῖο Γεννάδιο» που δρούσε κατά τον μεγάλο Παύλο, χωρίς να διστάζει να τον παρομοιάσει με τον Ιωσήφ και τον Μωυσή. Το όνομα του πατριάρχη Γενναδίου Β΄ εισήχθη, ήδη τον 15ο αι. αλλά σε άγνωστη χρονική στιγμή, στο Συνοδικὸν τῆς Ὀρθοδοξίας, και στις σύγχρονες και μεταγενέστερες πηγές εξαίρεται η υπεράσπιση του ορθόδοξου δόγματος έναντι του Μωάμεθ Β΄, μερικές φορές με τρόπο θριαμβευτικό. Ωστόσο, ο Γεννάδιος Σχολάριος δεν αγιοποιήθηκε, παρά το γεγονός πως η δράση του κρίνεται σημαντική ως μέρος της προσπάθειας διατήρησης του ελληνισμού μετά την άλωση.
Η λαϊκή παράδοση ωστόσο ηρωοποίησε και αγιοποίησε τον Γεννάδιο Σχολάριο, ως πρόσωπο στο οποίο ο ελληνισμός και η Ορθοδοξία όφειλαν τη διάσωσή τους, αποδίδοντάς του σχεδόν μαγικές ιδιότητες, και αναγνωρίζοντάς του αγώνες ως «Εθνάρχου». Μία από τις πρωιμότερες παραδόσεις αφορά την εξήγηση μιας προφητείας που δήθεν είχε γραφτεί στον τάφο του Κωνσταντίνου του Μεγάλου, την οποία ο Γεννάδιος κατάφερε να εξηγήσει στη δεκαετία του 1430. Σύμφωνα με αυτή, ο Μωάμεθ Β΄ θα κατακτούσε την Πόλη, αλλά η τουρκική κυριαρχία δεν θα διαρκούσε πολύ καιρό, αφού προς βοήθεια των Ελλήνων θα ερχόταν το «ξανθὸν γένος» (πιθανώς οι Βενετοί, αν η παράδοση αυτή χρονολογείται τον 15ο αι.). Σύμφωνα με άλλη παράδοση, ο Σχολάριος ήταν ο φύλακας του αυτοκρατορικού στέμματος μέχρι την ανασύσταση της αυτοκρατορίας. Κάποιες από αυτές τις παραδόσεις διαδόθηκαν στην Ευρώπη και μάλιστα τα σχετικά κείμενα μεταφράστηκαν, ενώ η παράδοση για την αποκρυπτογράφηση της προφητείας απεικονίστηκε σε χειρόγραφο του Βερολίνου.
Στον αντίποδα της λαϊκής παράδοσης, η λόγια παράδοση της δυτικής Ευρώπης αναζήτησε στον Γεννάδιο Β΄ Σχολάριο έναν φιλενωτικό πατριάρχη και του απέδωσε έναν διάλογο με τον Μωάμεθ Β΄ με τον τίτλο Περὶ τῆς μόνης ὁδοῦ πρὸς τὴν σωτηρίαν τῶν ἀνθρώπων, ο οποίος πλαστογραφήθηκε στο όνομα του Σχολάριου από έναν  Έλληνα που ζούσε στο Παρίσι, τον Γεώργιο Ερμώνυμο από τη Σπάρτη (15ος αι.), καθώς και μία μακροσκελή πραγματεία υπέρ της Ένωσης της Φλωρεντίας, η οποία στην πραγματικότητα συντάχθηκε τον 16ο αι.από τον Ιωάννη Πλουσιαδηνό, ενωτικό κληρικό από την Κρήτη. Η πραγματεία αυτή, στο πλαίσιο του ανανεωμένου στη Δύση ενδιαφέροντος για την Ένωση της Φλωρεντίας μετά τη νίκη επί των Τούρκων το 1571, διαδόθηκε και μεταφράστηκε ευρέως. Προβληματική ωστόσο ήταν η διαφορετική στάση του Γεώργιου Σχολάριου πριν και μετά την Ένωση της Φλωρεντίας, που δεν ήταν δυνατόν να εξηγηθεί χωρίς λεπτομερή εξέταση των έργων του, τα οποία ήταν σκορπισμένα σε όλη την Ευρώπη. Το ζήτημα αυτό οδήγησε στη διάκριση του Πατριάρχη Γεννάδιου Σχολάριου από τον Γεώργιο Σχολάριο, στην ύπαρξη λοιπόν δύο προσώπων με διαφορετικές απόψεις που έζησαν την ίδια εποχή τον15ο αι. Με τη θεωρία αυτή, η οποία είχε ως εισηγητή τον Ματθαίο Καρυοφύλλη, ασχολήθηκαν επί αιώνες σημαίνοντες λόγιοι όπως ο Αλλάτιος, με αποτέλεσμα να αμφισβητηθεί η πατρότητα και των τεσσάρων φιλενωτικών πραγματειών που ανήκουν στους Λόγους συμβουλευτικούς (Discours à Florence, άποψη την οποία ασπάζεται και ο Θ. Ζήσης). Αναμενόμενα αντίθετη ήταν η οπτική γωνία των Ελλήνων λογίων όπως ο Νικόδημος Μεταξάς και ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Δοσίθεος Νοταράς (17ος αι.), οι οποίοι επιχείρησαν να καταδείξουν την ορθοδοξία του Πατριάρχη Γεννάδιου Β΄ Σχολάριου και να αποκαταστήσουν το ρόλο του στην Ιστορία. Ωστόσο η πραγματική καμπή στο ερευνητικό πρόβλημα σημειώθηκε τον 19ο αι., καθώς οι ερευνητές πείθονταν όλο και περισσότερο ότι ήταν αναγκαία η έκδοση ολόκληρου του έργου του Σχολάριου. Μετά τις προσεγγίσεις των T. Frommann, J. Dräseke και Σπ. Λάμπρου, την έκδοση ανέλαβαν με ιδιαίτερη φροντίδα οι L. Petit, M. Jugie και Ξ. Σιδερίδης, η οποία πραγματοποιήθηκε μέσα σε ελάχιστο χρόνο και είναι σήμερα στη διάθεση των ερευνητών.
Αποτίμηση. Ο Γεώργιος-Γεννάδιος Σχολάριος είναι από τα πρόσωπα που έχουν αντιμετωπιστεί με μεγάλη σκληρότητα από τους σύγχρονους ερευνητές. Παρά το γεγονός ότι τα κείμενά του ήταν αποσπασματικά μόνο διαθέσιμα στο κοινό, δύσκολα δικαιολογείται τέτοια προσέγγιση, η οποία στηρίχθηκε αποκλειστικά σχεδόν στο έργο του ιστορικού της αλώσεως [Μιχαήλ] Δούκα. Στο πλαίσιο της προσπάθειας ενοποίησης της ελληνικής Ιστορίας που επιχειρήθηκε από τον Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο τον 19ο αι. ο ρόλος της Εκκλησίας κρίνεται γενικά σημαντικός. Ακολουθώντας ωστόσο τον Δούκα, ο Παπαρρηγόπουλος πίστευε ότι ο Γεννάδιος με τη στάση του πριν από την άλωση οδήγησε σε απόγνωση τους κατοίκους της Κωνσταντινούπολης, και τρόπον τινά τους «πρόδωσε». Ο Σάθας τον χαρακτήρισε απροκάλυπτα «μεγάλο προδότη» και «ακατανόητα μισέλληνα», αλλά και «πρώτο θύμα του ελληνικού γένους» εξαιτίας της αποπομπής του από τον, πάραυτα φίλο του, Μωάμεθ Β΄. Κατά τον Μπόνη, ο Γεννάδιος είχε ιδιοτελείς σκοπούς στο ζήτημα της ένωσης, ήταν ευερέθιστος, επαναστατικός και αντιφατικός, και πρόδωσε τον λαό με την παθητικότητά του, αλλά τον αποκαλεί «Ψελλό της Αλώσεως», επειδή, όπως και ο Ψελλός, ο Γεννάδιος ήταν «πολυΐστωρ, μέγας πολιτικός, περιαυτολόγος και ματαιόδοξος». Η αντιμετώπιση αυτή άρχισε να αλλάζει με τη νέα έκδοση των έργων του (1928-1936), τα οποία μελετήθηκαν λεπτομερώς από τους εκδότες, με αποτέλεσμα να εξαίρεται κατά κύριο λόγο η επιστημοσύνη του, αλλά και ο ρόλος του για τη διατήρηση της θρησκείας μετά την άλωση. Κατά τον L.Petit ο Γεννάδιος «προσπάθησε να γίνει αγαπητός διατηρώντας την ακεραιότητά του». Κατά τον Διαμαντόπουλο, ήταν πολυγραφότατος και πολυμαθέστατος, ο τελευταίος αριστοτελίζων φιλόσοφος του ελληνικού μεσαίωνα, αλλά και εγωιστής, ματαιόδοξος ή και αλαζών σχετικά με τα επιτεύγματά του. Κατά τον Τατάκη ήταν «ολοκληρωμένος θεολόγος και φιλόσοφος και ταυτόχρονα ο τελευταίος εκπρόσωπος της βυζαντινής λογιοσύνης». Ο Turner, αναλύοντας περισσότερο τον χαρακτήρα του, γράφει ότι «οι προσωπικές σχέσεις ήταν το αδύνατο σημείο του», επειδή ήταν «εσωστρεφής και αντικοινωνικός, και γι’ αυτό συχνά μοναχικός», συνεπώς «δεν έγινε καλός ηγέτης». Κατά τον Ζήση, οΓεννάδιος ήταν «η μοναδική προσωπικότητα που εκτιμούσε και θαύμαζε και τιμούσε ο λαός», «ίσος» ή και «τελευταίος των μεγάλων διδασκάλων», «πρώτος μεγάλος προφήτης και εθνάρχης του νεοτέρου των Ελλήνων γένους». Η Blanchet επιχείρησε πρόσφατα μια νέα προσέγγιση με σκοπό να εξηγήσει τη δική του συμπεριφορά, την πρόσληψή του από τη λαϊκή παράδοση αλλά και την αντιφατική αντιμετώπισή του από τους σύγχρονους ερευνητές. Κατ’ αυτήν, η ηττοπάθεια που τον διακρίνει δεν σημαίνει προδοσία, αλλά έλλειψη πίστης στο βυζαντινό κράτος και τους θεσμούς, εφόσον δεν προστάτεψαν την ουσία του βυζαντινού πολιτισμού, δηλαδή την ορθόδοξη πίστη, αλλά και έλλειψη πίστης ακόμα και στον αυτοκράτορα τον ίδιο, τον οποίο παρόλα αυτά δεν έπαψε να υποστηρίζει μέχρι την τελευταία στιγμή.
Ο Γεννάδιος Σχολάριος έμεινε στην Ιστορία ως ο πρώτος πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως μετά την άλωση. Λόγω των εξελίξεων και ίσως χωρίς πραγματικά να το επιδιώξει, υπήρξε σύμβολο για τους συγχρόνους του και κυρίως για τον απλό λαό, πάνω στον οποίο, σύμφωνα με τον Δούκα, ασκούσε μεγάλη επιρροή, ιδιαίτερα τις τελευταίες μέρες πριν από την άλωση. Δεδομένου του διχασμού της κοινωνίας όμως, η επιλογή του για τον πατριαρχικό θρόνο από τον Μωάμεθ Β΄, μολονότι υπαγορεύθηκε από καθαρά πολιτικούς συλλογισμούς, ήταν ένα λάθος στο οποίο δύσκολα θα υπέπιπταν οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες. Ο Γεννάδιος Β΄ βέβαια έδρασε ως πραγματικός Πατριάρχης, προσπάθησε να συμβιβάσει τις διαφορές και να βρει λύσεις στα περίπλοκα προβλήματα που συνεπάγονταν για το ορθόδοξο ποίμνιο η άλωση της Κωνσταντινούπολης και η υπαγωγή της σε έναν ξένο κυρίαρχο. Έχοντας πλήρη συναίσθηση της λεπτής θέσης στην οποία βρέθηκε παρά τη θέλησή του και της κατάστασης στην οποία είχε περιέλθει το ορθόδοξο ποίμνιο, ποτέ δεν υπέγραφε ως «Οικουμενικός Πατριάρχης», αλλά απλώς ως «Γεννάδιος Πατριάρχης» ή ως «Πατριάρχης τῶν τοῦ Χριστοῦ πενήτων». Εν τούτοις, εξαιτίας της θέσης του, αλλά και –ίσως κυρίως- της ακτινοβολίας που είχε τουλάχιστον για μία μερίδα του λαού, ήταν ευπρόσβλητος στις επιθέσεις των αντιπάλων του. Πόσο σοβαρές ήταν αυτέςοι επιθέσεις φανερώνει το γεγονός ότι πρότεινε να παραιτηθεί ήδη έξι μήνες μετά την άνοδό του στο θρόνο, γεγονός που προδίδει την πεποίθησή του ότι ήταν ανεπαρκής για το έργο που είχε αναλάβει, όπως εξάλλου παραδέχεται και ο ίδιος.

Ο Γεννάδιος Σχολάριος υπήρξε πολυμαθέστατος συγγραφέας, εμβριθής φιλόσοφος και θεολόγος, μέγας θαυμαστής του Αριστοτέλη και του Θωμά Ακινάτη, για τον οποίο έγραψε «οὐκ οἶδα εἴ τις ἐμοῦ πλέον τετίμηκε τῶν αὐτῶν προσεχόντων». Ήταν πολύ περήφανος για το φιλοσοφικό του έργο και φαίνεται πως αισθανόταν ανώτερος από τους συγχρόνους του, π.χ. από τον Βησσαρίωνα και τον Πλήθωνα. Η γλώσσα του είναι σαφής και απλή και οι όροι που χρησιμοποιεί είναι ακριβείς στη μεταφορά του νοήματος, προσόν ιδιαίτερα σημαντικό για τα φιλοσοφικά και θεολογικά του κείμενα, τα οποία είναι κατανοητά ακόμα και στο κοινό που δεν διαθέτει το ανάλογο υπόβαθρο. Φαίνεται ότι η αγάπη του για τη δυτική φιλοσοφία δεν αντικατέστησε την πίστη του στην παραδοσιακή εκπαίδευση που μπορούσε κανείς να λάβει στην Κωνσταντινούπολη. Αυτός ήταν ένας από τους συλλογισμούς που τον οδήγησαν αρχικώς στην ίδρυση του διδασκαλείου του, με σκοπό του να προσφέρει καλή φιλοσοφική εκπαίδευση διανθισμένη με τα επιτεύγματα της δυτικής φιλοσοφίας. Η αγάπη του για τον Αριστοτέλη, η σύνδεση του Σταγειρίτη με τον χριστιανισμό και η ενασχόλησή του με τα θέματα του θείου προορισμού, θείας ουσίας και χάρης, πραγματικά τον τοποθετούν στο κέντρο των φιλοσοφικών εξελίξεων στην Ευρώπη, όπου λίγα χρόνια αργότερα θα ξεκινήσει η Μεταρρύθμιση θεμελιωμένη στις ίδιες αρχές, παρά το γεγονός ότι ο Γεννάδιος ποτέ δεν πρόδωσε τις δικές του, οι οποίες ήταν ριζωμένες σε πολλούς αιώνες ορθόδοξης παράδοσης.
Τα αυτοβιογραφικά του κείμενα δίνουν αντιφατικές εντυπώσεις στον αναγνώστη: αφενός πιστοποιείται ότι δεν απέφευγε να κάνει λόγο για τον εαυτό του, αφετέρου ότι διακατεχόταν από κάποια απροθυμία να εξηγήσει τη στάση τουκαι να δικαιολογηθεί ουσιαστικά για την προσωπικότητά του. Η απροθυμία αυτή είναι φανερή στην τακτική να μην κατονομάζει σχεδόν ποτέ ανθρώπους και καταστάσεις, γεγονός που κάνει τη γλώσσα του αναγκαστικά πολυπλοκότερη. Τουλάχιστον η επιστολή του για την άλωση της Κωνσταντινούπολης γράφηκε κατ’ απαίτηση των οικείων του, με ιδιαίτερο σκοπό να παρηγορήσει τον κόσμο και να εξηγήσει τις εξελίξεις. Και αυτή η επιστολή όμως φέρει έντονη τη σφραγίδα της απροθυμίας του, ίσως επειδή αφορούσε δυσάρεστα γεγονότα, και το ύφος του κυριαρχείται από απογοήτευση και απαισιοδοξία. Μολονότι παρέμενε γενικά ψύχραιμος, δεν απέφυγε σε κάποια σημεία των προσωπικών συγγραφών του να γίνει ιδιαιτέρως συναισθηματικός, ενώ η νοσταλγία του εκφράζεται για την εποχή που δίδασκε, και για την εποχή που, εν μέσω των μεγιστάνων της αυλής και παρουσία του αυτοκράτορα, εκφωνούσε τους λόγους του.

Ο Γεννάδιος Σχολάριος, μολονότι αναγνώριζε ότι δεν ήταν το κατάλληλο πρόσωπο για την πατριαρχία, είχε περιορισμένη αυτοκριτική. Εμμένοντας στις ανθενωτικές του πεποιθήσεις ανέπεμπε χάρη στον Ιησού Χριστό, επειδή με τη δική του συμβολή επανήλθε η τάξη στην Εκκλησία. Γράφει ότι δεν πολιτεύθηκε μαζί με τους αγαθούς, ούτε μαζί με τους κακούς, και ήταν αρκετό ό,τι έκανε κι ό,τι κατόρθωσε να το γνωρίζουν οι αγαθοί και ο Θεός. Πολύ περισσότερο όμως εξέφρασε την απορία του για τα γεγονότα, που τον είχαν ξεπεράσει, και για την προσωπική του τύχη. Στην Ἀπολογία του μάλιστα έγραψε ότι δεν υπήρχε κάτι άλλο για να ζήσει, διότι «χαλεπὸς ἐστὶν ὁ καιρός». Το ίδιο παράπονο για τα παθήματά του εξέφρασε και στον Θρῆνο. Εφαρμόζοντας τη φιλοσοφία στη ζωή του, ο Γεννάδιος Σχολάριος πίστευε ότι ο θείος προορισμός που του είχε επιφυλαχθεί τον τοποθέτησε στην κοιλάδα των δακρύων, επειδή αυτή του ταίριαζε, εφόσον δεν ήταν άξιος να ζήσει σε ευτυχέστερους καιρούς, και τις κατηγορίες εναντίον του τις αντιμετώπιζε μόνο με μια έκκληση: «Σύ με, Χριστὲ βασιλεῦ, ἀγάπησον οὕτω, καὶ ὁ κόσμος ἅπας μεμισησάτω». M.-H. B. - Ε.Ρ.
Βιβλιογραφία:
PLP, τ. 11, αρ. 27304. Petit, L. – Siderides, X.A. – Jugie M., Oeuvres complètes de Georges(Gennade) Scholarios, τ. 1-8, Paris: Maison dela bonne presse 1928-1936. Blanchet, Marie-Hélène, Georges-Gennadios Scholarios (vers 1400-vers 1472). Un intellectuel Orthodoxe face à la disparition de l’empire Byzantin, Paris: Archives del’ Orient Chrétien 20, 2008. Ζήσης, Θ., Γεννάδιος Β΄ Σχολάριος. Βίος, Συγγράμματα, διδασκαλία, Θεσσαλονίκη: Ανάλεκτα Βλατάδων 30, 1980. Turner, C., "The Career of George-GennadiusScholarius", Byzantion 39 (1969) 420-455.Σεργής, M., Γεώργιος Σχολάριος-Γεννάδιος Β΄: ο πρώτος μετά την άλωση οικουμενικός πατριάρχης. Εθνοϊστορική μελέτη, Αθήνα: Δημιουργία 1996. Barbour, H., The byzantine Thomism of Gennadios Scholarios and his Translation of the "Commentary" of Armandus de Bellovisu on the "De ente et Essentia" of Thomas Aquinas, Città del Vaticano: Libreria Editrice Vaticana 1993. Karamanolis, G., "Plethon and Scholarios on Aristotle", στον τόμο Katerina Ierodiakonou (επιμ.), Byzantine Philosophy and its Ancient Sources, Oxford: Clarendon 2003, σ. 253-282. Δημητρακόπουλος, Γ., «Ο αντιπληθωνισμός του Γεωργίου Σχολαρίου-Γενναδίου Β΄ ως ρίζα του φιλοθωμισμού του και ο αντιχριστιανισμός του Γεωργίου Γεμιστού Πλήθωνος ως ρίζα του αντι-αριστοτελισμού του», στον τόμο, Βυζάντιο, ο κόσμος του και η Ευρώπη, Αθήνα/Μυστράς: Διεθνής Επιστημονική Εταιρεία Πληθωνικών και Βυζαντινών Μελετών 2001, σ. 109-127. Διαμαντόπουλος, Α., «Γεννάδιος ο Σχολάριος ως ιστορική πηγή των περί την άλωσιν χρόνων», Ελληνικά, 9 (1936) 285-308. Hering, G., "Das islamische Recht und die Investitur des Gennadios Scholarios (1454)", Balkan Studies 2 (1961) 231-256. Beck, H.-G., Kirche und theologische Literatur im Byzantinischen Reich, München:Byzantinisches Handbuch 2.1, 1959, σ. 760-763. Vryonis, S., "The Byzantine Patriarchate and Turkish Islam", Byzantinoslavica 57 (1996) 69-111. Turner, C., "An Oracular Interpretation Attributed to Gennadius Scholarius", Ελληνικά 21 (1968) 40-47.
Πηγή: Γεννάδιος ο Β΄, Γεώργιος Κούρτεσης Σχολάριος, 1454-1456, Μεγάλη Ορθόδοξη Χριστιανική Εγκυκλοπαίδεια τ. Ε΄, 2012, 59-68 [Gennadios II, Georgios Kourteses Scholarios, 1454-1456, in: Great Orthodox Christian Encyclopaedia v. 5, 59-68]
Δημοσιεύτηκε από τον χρήστη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου