Σεβ. Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ιερόθεος
Γραπτὸ Κήρυγμα: Κυριακή 13 Αὐγούστου -
Ἡ Ἕβδομη (Ζ΄) Οἰκουμενική Σύνοδος
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ἀγαπητοί ἀδελφοί, μιλώντας κάποτε στούς Πρεσβυτέρους τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἐφέσου, τούς εἶπε ὅτι γνωρίζει καλά ὅτι μετά τήν ἀναχώρησή του θά εἰσβάλλουν ἀνάμεσά τους ἄγριοι λύκοι, οἱ ὁποῖοι δέν θά λυπηθοῦν τό ποίμνιο, καί ἔτσι ἀπό τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας θά βγοῦν ἄνθρωποι πού θά μιλοῦν διεστραμμένα γιά νά ἀποσπάσουν τούς μαθητές καί νά τούς ἔχουν μαζί τους (Πρ. κ΄, 29-30).
Αὐτό φάνηκε σέ ὅλους τούς αἰῶνες στήν ἱστορία καί τόν βίο τῆς Ἐκκλησίας, ἀφοῦ ἐμφανίσθηκαν διάφοροι αἱρετικοί, οἱ ὁποῖοι κατέληξαν σέ ἀντορθόδοξες διδασκαλίες καί δημιούργησαν προβλήματα στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ διάβολος πάντοτε πολεμᾶ τήν Ἐκκλησία, μισεῖ τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ καί θέλει νά ἀλλοιώση τήν διδασκαλία Του. Μέσα ἀπό τήν προοπτική αὐτήν πρέπει νά βλέπη κανείς τίς αἱρέσεις.
Εἶναι ἀλήθεια ὅτι οἱ αἱρετικοί χρησιμοποιοῦσαν τήν φιλοσοφία καί τόν στοχασμό γιά τά θεολογικά θέματα, ἀλλά τό πρόβλημα εἶναι ὅτι δέν εἶχαν καθαρή καρδιά μέσα στήν ὁποία ἐνεργεῖ ὁ Θεός, κατά τόν μακαρισμό τοῦ Χριστοῦ: «Μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοί τόν Θεόν ὄψονται» (Ματθ. ε΄, 8), ὁπότε μέσα ἀπό ἀκάθαρτη καρδιά ἐνεργοῦν οἱ δαίμονες. Ἔτσι, στό τέλος ἡ αἵρεση εἶναι δαιμονική ἐνέργεια.
Τόν 8ο αἰώνα μ.Χ. ἐμφανίσθηκε μιά ἄλλη αἵρεση, ἡ λεγομένη εἰκονομαχία, ἡ ὁποία στρεφόταν ἐναντίον τῆς ἁγιογραφήσεως τῶν ἱερῶν εἰκόνων. Οἱ Χριστιανοί ἁγιογραφοῦσαν τίς εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ, τῆς Παναγίας καί τῶν ἁγίων καί τίς ἀσπάζονταν, ζητώντας τήν Χάρη ἀπό τόν Χριστό. Ὅμως, οἱ Νεστοριανοί, οἱ Παυλικιανοί, οἱ Μονοφυσίτες ἀπέρριπταν τήν προσκύνηση τῶν ἱερῶν εἰκόνων, γιατί εἶχαν πρόβλημα μέ τήν ἀνθρωπίνη φύση τοῦ Χριστοῦ, γιά τούς δικούς του ὁ καθένας λόγους.
Ἔτσι, ὁ Αὐτοκράτωρ Λέων ὁ Γ΄ ὁ Ἴσαυρος ἐξέδωσε τό 726 καί τό 730 μ.Χ. δύο διατάγματα ἐναντίον τῶν ἱερῶν εἰκόνων καί ἀπαγόρευσε τήν προσκύνησή τους. Αὐτό ἔκανε ἀργότερα καί ὁ Αὐτοκράτορας Κωνσταντῖνος Κοπρώνυμος. Ἐναντίον αὐτῶν τῶν ἀποφάσεων ἀγωνίσθηκαν οἱ ὀρθόδοξοι Πατέρες, γιατί γνώριζαν ἀπό τήν πείρα τους γιά τήν μεγάλη δύναμη τοῦ Χριστοῦ, τῆς Θεοτόκου καί τῶν ἁγίων, πού εἰκονογραφοῦνται, καί τήν ἀξία τῶν εἰκόνων.
Αὐτό φάνηκε σέ ὅλους τούς αἰῶνες στήν ἱστορία καί τόν βίο τῆς Ἐκκλησίας, ἀφοῦ ἐμφανίσθηκαν διάφοροι αἱρετικοί, οἱ ὁποῖοι κατέληξαν σέ ἀντορθόδοξες διδασκαλίες καί δημιούργησαν προβλήματα στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ διάβολος πάντοτε πολεμᾶ τήν Ἐκκλησία, μισεῖ τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ καί θέλει νά ἀλλοιώση τήν διδασκαλία Του. Μέσα ἀπό τήν προοπτική αὐτήν πρέπει νά βλέπη κανείς τίς αἱρέσεις.
Εἶναι ἀλήθεια ὅτι οἱ αἱρετικοί χρησιμοποιοῦσαν τήν φιλοσοφία καί τόν στοχασμό γιά τά θεολογικά θέματα, ἀλλά τό πρόβλημα εἶναι ὅτι δέν εἶχαν καθαρή καρδιά μέσα στήν ὁποία ἐνεργεῖ ὁ Θεός, κατά τόν μακαρισμό τοῦ Χριστοῦ: «Μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοί τόν Θεόν ὄψονται» (Ματθ. ε΄, 8), ὁπότε μέσα ἀπό ἀκάθαρτη καρδιά ἐνεργοῦν οἱ δαίμονες. Ἔτσι, στό τέλος ἡ αἵρεση εἶναι δαιμονική ἐνέργεια.
Τόν 8ο αἰώνα μ.Χ. ἐμφανίσθηκε μιά ἄλλη αἵρεση, ἡ λεγομένη εἰκονομαχία, ἡ ὁποία στρεφόταν ἐναντίον τῆς ἁγιογραφήσεως τῶν ἱερῶν εἰκόνων. Οἱ Χριστιανοί ἁγιογραφοῦσαν τίς εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ, τῆς Παναγίας καί τῶν ἁγίων καί τίς ἀσπάζονταν, ζητώντας τήν Χάρη ἀπό τόν Χριστό. Ὅμως, οἱ Νεστοριανοί, οἱ Παυλικιανοί, οἱ Μονοφυσίτες ἀπέρριπταν τήν προσκύνηση τῶν ἱερῶν εἰκόνων, γιατί εἶχαν πρόβλημα μέ τήν ἀνθρωπίνη φύση τοῦ Χριστοῦ, γιά τούς δικούς του ὁ καθένας λόγους.
Ἔτσι, ὁ Αὐτοκράτωρ Λέων ὁ Γ΄ ὁ Ἴσαυρος ἐξέδωσε τό 726 καί τό 730 μ.Χ. δύο διατάγματα ἐναντίον τῶν ἱερῶν εἰκόνων καί ἀπαγόρευσε τήν προσκύνησή τους. Αὐτό ἔκανε ἀργότερα καί ὁ Αὐτοκράτορας Κωνσταντῖνος Κοπρώνυμος. Ἐναντίον αὐτῶν τῶν ἀποφάσεων ἀγωνίσθηκαν οἱ ὀρθόδοξοι Πατέρες, γιατί γνώριζαν ἀπό τήν πείρα τους γιά τήν μεγάλη δύναμη τοῦ Χριστοῦ, τῆς Θεοτόκου καί τῶν ἁγίων, πού εἰκονογραφοῦνται, καί τήν ἀξία τῶν εἰκόνων.
Ἡ ὀρθόδοξη εἰκόνα διδάσκει τό μυστήριο τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ, ἡ δέ ἄρνηση τῆς τιμητικῆς προσκυνήσεως τῆς εἰκόνος τοῦ Χριστοῦ, στήν πραγματικότητα εἶναι ἄρνηση τῆς ἐνανθρωπήσεώς Του. Ἀκόμη, οἱ ἅγιοι εἰκονίζονται καί τιμῶνται, διότι εἶναι μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ καί μέσα τους ἔχουν τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ.
Τό ἔτος 787 μ.Χ. συνῆλθε στήν Κωνσταντινούπολη ἡ Ἑβδόμη (Ζ΄) Οἰκουμενική Σύνοδος, μέ ἀπόφαση τῆς Αὐτοκράτειρας Εἰρήνης τῆς Ἀθηναίας καί τοῦ υἱοῦ της Κωνσταντίνου, στήν ὁποία προήδρευσε ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ταράσιος. Ἡ Σύνοδος αὐτή ἀκύρωσε τήν εἰκονομαχική Σύνοδο πού ἔγινε τό 754 μ.Χ. ἐπί Κωνσταντίνου Κοπρωνύμου, ἀναθεμάτισε τούς αἱρετικούς εἰκονομάχους καί κατοχύρωσε τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία γιά τίς ἱερές εἰκόνες.
Ἡ Οἰκουμενική αὐτή Σύνοδος στηρίχθηκε στήν διδασκαλία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, τοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Γερμανοῦ καί κυρίως τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ. Σύμφωνα μέ τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία, ἄλλο εἶναι ἡ ἀληθινή λατρεία, πού ἀποδίδεται μόνον στόν Θεό, τήν «θεία φύση», καί ὄχι στίς εἰκόνες καί τούς ἁγίους, καί ἄλλο εἶναι ἡ τιμητική προσκύνηση πού ἀποδίδεται στίς ἱερές εἰκόνες. Καί μάλιστα ἡ τιμητική αὐτή προσκύνηση διαβαίνει στό πρωτότυπο. Αὐτό σημαίνει ὅτι ὅταν ἀσπαζόμαστε τίς ἱερές εἰκόνες δέν προσκυνᾶμε τήν ὕλη ἀπό τήν ὁποία εἶναι κατασκευασμένες, ἀλλά τήν ὑπόσταση τοῦ εἰκονιζομένου, δηλαδή αὐτόν πού εἰκονίζεται.
Ἡ ὀρθόδοξη εἰκόνα διδάσκει τό μυστήριο τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ, ἡ δέ ἄρνηση τῆς τιμητικῆς προσκυνήσεως τῆς εἰκόνος τοῦ Χριστοῦ, στήν πραγματικότητα εἶναι ἄρνηση τῆς ἐνανθρωπήσεώς Του. Ἀκόμη, οἱ ἅγιοι εἰκονίζονται καί τιμῶνται, διότι εἶναι μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ καί μέσα τους ἔχουν τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ. Οἱ δέ εἰκόνες λειτουργοῦν ὡς φορεῖς τῆς θείας Χάριτος, κατά τόν τρόπο πού ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ ἐνεργοῦσε τά τῆς θείας φύσεως τοῦ Λόγου. Γι' αὐτό καί θαυματουργοῦν. Αὐτή, μέ λίγα λόγια, εἶναι ἡ θεολογία τῶν ἱερῶν εἰκόνων, στήν πραγματικότητα εἶναι ἡ θεολογία τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Χριστοῦ, ὅπως ὁμολογήθηκε στίς Οἰκουμενικές Συνόδους, καί τῶν ἁγίων ὡς μέλη τοῦ ἐνδόξου Σώματός Του.
Τό ἐπίσης σημαντικό στήν Σύνοδο αὐτή εἶναι ὅτι γίνεται λόγος γιά τό ὅτι ὁ Χριστός ἐνυμφεύθη τήν ἁγία Ἐκκλησία, εἶναι μαζί μέ τούς Μαθητές Του στούς αἰῶνες, στούς ὁποίους χάρισε τό Φῶς τῆς ἐπιγνώσεώς Του, καί τούς ἐλύτρωσε ἀπό τό σκοτάδι τῆς εἰδωλικῆς μανίας. Καί ὅμως ἀπό τήν δωρεά αὐτή καί τήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας ἀπομακρύνθηκαν οἱ αἱρετικοί παρασυρόμενοι ἀπό τόν ἀπατεώνα ἐχθρό.
Αὐτά καί ἄλλα πολλά δείχνουν τήν διαφορά μεταξύ τῶν ἁγίων Πατέρων καί τῶν αἱρετικῶν. Γι’ αὐτό στήν Σύνοδο αὐτή ἀναθεματίζονται ὅλοι οἱ αἱρετικοί ὀνομαστικῶς, ἀπό τόν Ἄρειο μέχρι τούς τότε αἱρετικούς καί διακηρύσσεται ἡ ὀρθόδοξη διδασκαλία γιά τήν τιμητική προσκύνηση τῶν ἱερῶν εἰκόνων.
Σέ ἕνα σημεῖο τῶν Πρακτικῶν γράφεται: «Ἀσπαζόμαστε δέ καί τάς κυριακάς καί ἀποστολικάς καί προφητικάς φωνάς, δι’ ὧν τιμᾶν καί μεγαλύνειν ἐδιδάχθημεν». Αὐτή ἡ φράση δείχνει τήν μεγάλη διαφορά μεταξύ τῶν ἐμπειρικῶν θεολόγων, πού εἶναι οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν φιλοσοφούντων θεολόγων, οἱ ὁποῖοι, ἐπειδή ἔχουν ἀκάθαρτη καρδιά, γίνονται ἐνεργούμενοι ὑπό τῶν πονηρῶν πνευμάτων.
Οἱ ἐμπειρικοί θεολόγοι, ὅπως ἦταν οἱ Προφῆτες, οἱ Ἀπόστολοι καί οἱ Πατέρες, γνωρίζουν ἀπό τήν πείρα τους ὅτι ὅταν φθάνη κανείς στήν θέα τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ στήν ὑπόσταση τοῦ Λόγου, βλέπει τό θεῖο Φῶς, ὑπέρ νόησιν καί ὑπέρ αἴσθησιν, ὁπότε ἐκεῖ δέν χωρεῖ κανένας στοχασμός, καμμία φαντασία, καμμία πλάνη. Μετά, ὅμως, τήν ἀποκαλυπτική ἐμπειρία μποροῦν νά εἰκονογραφοῦν τόν Χριστό, τήν Παναγία καί τούς ἁγίους, ἀλλά γνωρίζουν σαφέστατα ὅτι ἄλλο εἶναι τά ἄκτιστα ρήματα, δηλαδή ἡ ἀποκαλυπτική ἐμπειρία, καί ἄλλο εἶναι τά κτιστά εἰκονίσματα, πού παραπέμπουν στήν ἄκτιστη αὐτή δόξα, χωρίς νά μποροῦν νά τήν ἐκφράσουν ἀπόλυτα.
Γνωρίζουν, ἐπίσης, οἱ ἐμπειρικοί θεολόγοι ὅτι ὅσοι ἀσπάζονται καί προσκυνοῦν τίς ἱερές εἰκόνες λαμβάνουν Χάρη ἀπό τόν Θεό, ἀνάλογα μέ τήν δική τους πνευματική κατάσταση, καί δι’ αὐτοῦ τοῦ τρόπου ἀνάπτει μέσα τους ἡ φλόγα, ἡ ἐπιθυμία γιά τήν ὅραση τῆς ἀκτίστου δόξης τοῦ Θεοῦ.
Μέσα ἀπό αὐτήν τήν προοπτική ἀσπαζόμαστε τόν Τίμιο Σταυρό, τίς ἱερές εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ, τῆς Παναγίας καί τῶν ἁγίων, τά ἱερά λείψανα, τά εὐλογημένα ἱερά ἀντικείμενα καί δοξάζουμε τόν Χριστό πού ἔγινε ἄνθρωπος, θέωσε τήν ἀνθρώπινη φύση καί μᾶς ἔκανε μέλη τῆς Ἐκκλησίας, μέλη τοῦ ἐνδόξου Σώματός Του.
Ὁ Μητροπολίτης
† Ὁ Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ
Ἡ Οἰκουμενική αὐτή Σύνοδος στηρίχθηκε στήν διδασκαλία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, τοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Γερμανοῦ καί κυρίως τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ. Σύμφωνα μέ τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία, ἄλλο εἶναι ἡ ἀληθινή λατρεία, πού ἀποδίδεται μόνον στόν Θεό, τήν «θεία φύση», καί ὄχι στίς εἰκόνες καί τούς ἁγίους, καί ἄλλο εἶναι ἡ τιμητική προσκύνηση πού ἀποδίδεται στίς ἱερές εἰκόνες. Καί μάλιστα ἡ τιμητική αὐτή προσκύνηση διαβαίνει στό πρωτότυπο. Αὐτό σημαίνει ὅτι ὅταν ἀσπαζόμαστε τίς ἱερές εἰκόνες δέν προσκυνᾶμε τήν ὕλη ἀπό τήν ὁποία εἶναι κατασκευασμένες, ἀλλά τήν ὑπόσταση τοῦ εἰκονιζομένου, δηλαδή αὐτόν πού εἰκονίζεται.
Ἡ ὀρθόδοξη εἰκόνα διδάσκει τό μυστήριο τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ, ἡ δέ ἄρνηση τῆς τιμητικῆς προσκυνήσεως τῆς εἰκόνος τοῦ Χριστοῦ, στήν πραγματικότητα εἶναι ἄρνηση τῆς ἐνανθρωπήσεώς Του. Ἀκόμη, οἱ ἅγιοι εἰκονίζονται καί τιμῶνται, διότι εἶναι μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ καί μέσα τους ἔχουν τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ. Οἱ δέ εἰκόνες λειτουργοῦν ὡς φορεῖς τῆς θείας Χάριτος, κατά τόν τρόπο πού ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ ἐνεργοῦσε τά τῆς θείας φύσεως τοῦ Λόγου. Γι' αὐτό καί θαυματουργοῦν. Αὐτή, μέ λίγα λόγια, εἶναι ἡ θεολογία τῶν ἱερῶν εἰκόνων, στήν πραγματικότητα εἶναι ἡ θεολογία τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Χριστοῦ, ὅπως ὁμολογήθηκε στίς Οἰκουμενικές Συνόδους, καί τῶν ἁγίων ὡς μέλη τοῦ ἐνδόξου Σώματός Του.
Τό ἐπίσης σημαντικό στήν Σύνοδο αὐτή εἶναι ὅτι γίνεται λόγος γιά τό ὅτι ὁ Χριστός ἐνυμφεύθη τήν ἁγία Ἐκκλησία, εἶναι μαζί μέ τούς Μαθητές Του στούς αἰῶνες, στούς ὁποίους χάρισε τό Φῶς τῆς ἐπιγνώσεώς Του, καί τούς ἐλύτρωσε ἀπό τό σκοτάδι τῆς εἰδωλικῆς μανίας. Καί ὅμως ἀπό τήν δωρεά αὐτή καί τήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας ἀπομακρύνθηκαν οἱ αἱρετικοί παρασυρόμενοι ἀπό τόν ἀπατεώνα ἐχθρό.
Αὐτά καί ἄλλα πολλά δείχνουν τήν διαφορά μεταξύ τῶν ἁγίων Πατέρων καί τῶν αἱρετικῶν. Γι’ αὐτό στήν Σύνοδο αὐτή ἀναθεματίζονται ὅλοι οἱ αἱρετικοί ὀνομαστικῶς, ἀπό τόν Ἄρειο μέχρι τούς τότε αἱρετικούς καί διακηρύσσεται ἡ ὀρθόδοξη διδασκαλία γιά τήν τιμητική προσκύνηση τῶν ἱερῶν εἰκόνων.
Σέ ἕνα σημεῖο τῶν Πρακτικῶν γράφεται: «Ἀσπαζόμαστε δέ καί τάς κυριακάς καί ἀποστολικάς καί προφητικάς φωνάς, δι’ ὧν τιμᾶν καί μεγαλύνειν ἐδιδάχθημεν». Αὐτή ἡ φράση δείχνει τήν μεγάλη διαφορά μεταξύ τῶν ἐμπειρικῶν θεολόγων, πού εἶναι οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν φιλοσοφούντων θεολόγων, οἱ ὁποῖοι, ἐπειδή ἔχουν ἀκάθαρτη καρδιά, γίνονται ἐνεργούμενοι ὑπό τῶν πονηρῶν πνευμάτων.
Οἱ ἐμπειρικοί θεολόγοι, ὅπως ἦταν οἱ Προφῆτες, οἱ Ἀπόστολοι καί οἱ Πατέρες, γνωρίζουν ἀπό τήν πείρα τους ὅτι ὅταν φθάνη κανείς στήν θέα τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ στήν ὑπόσταση τοῦ Λόγου, βλέπει τό θεῖο Φῶς, ὑπέρ νόησιν καί ὑπέρ αἴσθησιν, ὁπότε ἐκεῖ δέν χωρεῖ κανένας στοχασμός, καμμία φαντασία, καμμία πλάνη. Μετά, ὅμως, τήν ἀποκαλυπτική ἐμπειρία μποροῦν νά εἰκονογραφοῦν τόν Χριστό, τήν Παναγία καί τούς ἁγίους, ἀλλά γνωρίζουν σαφέστατα ὅτι ἄλλο εἶναι τά ἄκτιστα ρήματα, δηλαδή ἡ ἀποκαλυπτική ἐμπειρία, καί ἄλλο εἶναι τά κτιστά εἰκονίσματα, πού παραπέμπουν στήν ἄκτιστη αὐτή δόξα, χωρίς νά μποροῦν νά τήν ἐκφράσουν ἀπόλυτα.
Γνωρίζουν, ἐπίσης, οἱ ἐμπειρικοί θεολόγοι ὅτι ὅσοι ἀσπάζονται καί προσκυνοῦν τίς ἱερές εἰκόνες λαμβάνουν Χάρη ἀπό τόν Θεό, ἀνάλογα μέ τήν δική τους πνευματική κατάσταση, καί δι’ αὐτοῦ τοῦ τρόπου ἀνάπτει μέσα τους ἡ φλόγα, ἡ ἐπιθυμία γιά τήν ὅραση τῆς ἀκτίστου δόξης τοῦ Θεοῦ.
Μέσα ἀπό αὐτήν τήν προοπτική ἀσπαζόμαστε τόν Τίμιο Σταυρό, τίς ἱερές εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ, τῆς Παναγίας καί τῶν ἁγίων, τά ἱερά λείψανα, τά εὐλογημένα ἱερά ἀντικείμενα καί δοξάζουμε τόν Χριστό πού ἔγινε ἄνθρωπος, θέωσε τήν ἀνθρώπινη φύση καί μᾶς ἔκανε μέλη τῆς Ἐκκλησίας, μέλη τοῦ ἐνδόξου Σώματός Του.
Ὁ Μητροπολίτης
† Ὁ Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου