Τρίτη 12 Φεβρουαρίου 2019

Ο ΘΕΟΣ ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΠΑΡΑΝΟΗΣΕΙΣ


Πολλές παρανοήσεις σχετικά με το Θεό έχουν δημιουργηθεί από διαφόρους ανθρώπους, που θέλησαν να ερμηνεύσουν λογικά την ύπαρξή Του. Οι άνθρωποι αυτοί, δεν εμπιστεύτηκαν την αποκάλυψη που ο ίδιος ο Θεός έδωσε σε κάποιους άλλους, και θέλησαν να ερμηνεύσουν τα ιερά κείμενα, ή να φιλοσοφήσουν για έννοιες, των οποίων δεν είχαν προσωπική εμπειρία. Σαν αποτέλεσμα, οδηγήθηκαν σε παραλογισμούς και αιρέσεις.



Ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός, είπε στους μαθητές του: «Αν σας είπα τα επίγεια και δεν πιστεύετε, πώς θα πιστέψετε τα επουράνια αν σας τα πω;» (Ιωάννης 3,12). Έτσι η Χριστιανική θεολογία, προτιμάει να λέει όχι τι είναι ο Θεός, αλλά τι ΔΕΝ είναι!





Ο Θεός της Αποκάλυψης και οι φυσικοί θεοί


Οι θεοί που λάτρευαν τα έθνη, ήταν συνήθως "φυσικοί" θεοί. Ζούσαν και ενεργούσαν μόνο μέσα στο κτιστό σύμπαν. Οι θεοί αυτοί, εξαρτώνταν από το χώρο και το χρόνο. Δεν ήταν άπειροι, αλλά πεπερασμένοι. Για παράδειγμα, η Αφροδίτη, θεά των αρχαίων Ελλήνων, πίστευαν ότι ήταν όμορφη, συνεπώς είχε σχήμα, και μάλιστα ανθρώπινο. Δεν ήταν παντογνώστες όλοι οι θεοί τους, παρά μόνο ο Δίας, ο οποίος όμως είχε αρχή, και είχε γεννηθεί από τον Κρόνο. Έπρεπε όλοι τους να τρώνε αμβροσία, και να πίνουν νέκταρ. Είχαν λοιπόν φυσικές ανάγκες.

Πολλοί άνθρωποι προσεγγίζουν το Θεό «από κάτω προς τα πάνω», με βάση την ανθρώπινη υλιστική εμπειρία. Τους αποδίδουν ανθρώπινες ιδιότητες, πάθη και αδυναμίες. Οι θεοί αυτοί αποτελούν προεκτάσεις πεπερασμένων ανθρώπων και είναι κομμένοι και ραμμένοι στα ανθρώπινα μέτρα.



Αντιθέτως, οι Χριστιανοί δεν επιχειρούν να ερμηνεύσουν το Θεό με βάση τις υλικές τους εμπειρίες και αδυναμίες. Ξεκινούν «από πάνω προς τα κάτω», δηλαδή με βάση τη δική Του αποκάλυψη, ως ένα ον ελεύθερο να αποκαλύπτεται σε όποιον Αυτός θέλει, και στο βαθμό που Αυτός θέλει. Δεν είναι δηλαδή ο Θεός ένα αντικείμενο μελέτης, που μπορούμε να το εξετάσουμε. Γνωρίζουμε γι' Αυτόν, μόνο ό,τι Αυτός μας απεκάλυψε, και στο βαθμό που το απεκάλυψε, όσο μπορούμε να το κατανοήσουμε με τις φτωχές μας εμπειρίες, που είναι εντελώς ξένες προς τη δική Του υπέρλογη ύπαρξη.





Το Θεό ποιος τον έφτιαξε;


Το ερώτημα έχει αξία μόνο όταν απευθύνεται σ’ ένα φυσικό θεό, που ζει στο χρόνο. Όταν όμως πρόκειται για τον Θεό των Χριστιανών, που δεν είναι στο χώρο και στο χρόνο, είναι εντελώς άτοπο. Ο Θεός που έφτιαξε το χρόνο, δεν είναι δυνατόν να έχει αρχή.

Η Αγία Γραφή, ως μέρος της αποκάλυψης του Θεού σ' εμάς, πολύ κατάλληλα ονομάζει τον ίδιο το Θεό: «αρχή», εφ' όσον απ' αυτόν απέκτησε έννοια η λέξη: «αρχή», και ο χρόνος ύπαρξη. (Αποκάλυψις 22,13). Με το να ρωτάει κάποιος: «Ποιος έφτιαξε το Θεό (φυσικά πριν φτιάξει Αυτός το χρόνο)», είναι σαν να ρωτάει: «Ποιος έγραψε κάτι, πριν ανακαλυφθεί το γράψιμο;»

Α. Τα χωρΙα γιΑ τΟν "ΠαλαιΟ τΩν ΗμερΩν" Ο Παλαιός των Ημερών




Ὁ Παλαιός τῶν Ἡμερῶν, ἐμφανίζεται στήν Ἁγία Γραφή σέ δυό βιβλία της. Τό πρῶτο εἶναι τοῦ Δανιήλ, καί τό δεύτερo της Ἀποκάλυψης. Ξεκινώντας ἀπό τό βιβλίο τοῦ Δανιήλ, θά δοῦμε ἀρχικά τήν περιγραφή τῆς ὅρασης αὐτῆς, ὅπου ἐμφανίζεται ὁ Παλαιός τῶν Ἡμερῶν:







ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΔΑΝΙΗΛ



«Ἐθεώρουν ἕως ὅτου οἱ θρόνοι ἐτέθησαν, καί παλαιός ἡμερῶν ἐκάθητο, καί τό ἔνδυμα αὐτοῦ λευκόν ὡσεί χιῶν, καί ἡ θρῖξ τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ ὡσεί ἔριον καθαρόν, ὁ θρόνος αὐτοῦ φλόξ πυρός, οἱ τροχοί αὐτοῦ πῦρ φλέγον·

10 ποταμός πυρός εἶλκεν ἔμπροσθεν αὐτοῦ· χίλιαι χιλιάδες ἐλειτούργουν αὐτω, καί μύριαι μυριάδες παρειστήκεισαν αὐτω· κριτήριον ἐκάθισε, καί βίβλοι ἠνεώχθησαν...

...22 ἕως οὐ ἦλθεν ὁ παλαιός ἡμερῶν καί τό κρίμα ἔδωκεν ἁγίοις Ὑψίστου, καί ὁ καιρός ἔφθασε καί τήν βασιλείαν κατέσχον οἱ ἅγιοι » Δανιήλ 7,9-10. 7,22.



Μετάφραση

Θωροῦσα, μέχρις ὅτου τέθηκαν οἱ θρόνοι, καί ὁ Παλαιός τῶν ἡμερῶν κάθησε, τοῦ ὁποίου τό ἔνδυμα ἦταν λευκό σάν χιόνι, καί οἱ τρίχες τοῦ κεφαλιοῦ του σάν καθαρό μαλλί· ὁ θρόνος του ἦταν σάν φλόγα φωτιᾶς· οἱ τροχοί του σάν φωτιά πού κατέφλεγε.

10. Ποταμός φωτιᾶς ἔβγαινε καί διαχεόταν ἀπό μπροστά του. Χίλιες χιλιάδες τόν ὑπηρετοῦσαν, καί χίλιες μυριάδες παραστέκονταν μπροστά του· τό κριτήριο κάθησε, καί τά βιβλία ἀνοίχτηκαν...

...μέχρις ὅτου ἦρθε ὁ Παλαιός τῶν ἡμερῶν, καί ἡ κρίση δόθηκε στούς ἁγίους του Ὑψίστου· καί ὁ καιρός ἔφτασε, καί οἱ ἅγιοι πῆραν τή βασιλεία.

Κατ' ἀρχήν, παρατηρώντας τά παραπάνω χωρία, βλέπουμε ὅτι δέν ὑπάρχουν σημαντικές διαφορές στό Ἑβραϊκό ἀπό τό Ἑλληνικό κείμενο, ὅσον ἀφορᾶ τόν Παλαιό τῶν Ἡμερῶν. Ἔχουμε λοιπόν ἕνα ἔγκυρο καί καθαρό κείμενο, γιά νά ἐρευνήσουμε τήν ταυτότητα τοῦ Παλαιοῦ τῶν Ἡμερῶν.





ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗΣ



Προτοῦ ὅμως δοῦμε πῶς κατανόησε τήν ταυτότητα αὐτή ἡ Ἐκκλησία, ἄς δοῦμε πῶς τήν ἀπεκάλυψε ὁ Θεός στόν Ἰωάννη, δίνοντάς του μία σχετική ὅραση τοῦ βιβλίου τῆς Ἀποκάλυψης. Η Αποκάλυψη φανερώνει ὅτι στήν πραγματικότητα ὁ Παλαιός τῶν Ἡμερῶν, εἶναι ὁ Ἴδιος ὁ Υἱός τοῦ Ἀνθρώπου!  Συγκεκριμένα:



Ἀποκάλυψις 1,12-18:

Ο ΘΕΟΣ ΣΤΗΝ ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ





Το μέτρο της πνευματικής μας κατάστασης κρίνει, αν βιώνουμε τον Θεό ως Φως ή ως Πύρ.



Η εμφάνιση του Θεού στον Αβραάμ


Ο Θεός της Δόξης παρουσιάστηκε στον Αβραάμ ο οποίος είδε τον Θεό της Δόξης. Ο Αβραάμ, όταν ζούσε ακόμη στο προγονικό του σπίτι, στην Ουρ των Χαλδαίων, άκουσε από το Θεό το: «...έξελθε εκ της γης σου και εκ του οίκου του πατρός σου και δευρο εις την γην, ην αν σοι δείξω» (Γεν. 12,1). Δεχόμενος το θείο κάλεσμα, ξεριζώνεται από το γνώριμό του περιβάλλον και ριψοκινδυνεύει στο άγνωστο, δίχως καμιά καθαρή αντίληψη του τελικού του προορισμού. Έχει απλώς πάρει τη διαταγή, «έξελθε...» και υπακούει με πίστη.





Η εμφάνιση του Θεού στην Άγαρ


Στο βιβλίο της Γενέσεως στο κεφάλαιο 16 ο Θεός παρουσιάστηκε στην Άγαρ τη δούλη του Αβραάμ. Η Άγαρ φεύγει από το σπίτι του και πορεύεται στην έρημο. Εκεί της εμφανίστηκε άγγελος Κυρίου. Λέει η αφήγηση:

Γένεσις 16, 7-14: «7 Εύρε δε αυτήν άγγελος Κυρίου επί της πηγής του ύδατος εν τη ερήμω, επί της πηγής εν τη οδω Σουρ. 8 και είπεν αυτη ο άγγελος Κυρίου. Άγαρ, παιδίσκη Σάρας, πόθεν έρχη και που πορεύη; και είπεν· από προσώπου Σάρας της κυρίας μου εγώ αποδιδράσκω. 9 είπε δε αυτη ο άγγελος Κυρίου· αποστράφηθι προς την κυρίαν σου και ταπεινώθητι υπό τας χείρας αυτής. 10 και είπεν αυτη ο άγγελος Κυρίου· πληθύνων πληθυνώ το σπέρμα σου, και ουκ αριθμηθήσεται υπό του πλήθους. 11 και είπεν αυτη ο άγγελος Κυρίου· ιδού, συ εν γαστρί έχεις και τέξη υιόν και καλέσεις το όνομα αυτού Ισμαήλ, ότι επήκουσε Κύριος τη ταπεινώσει σου. 12 ούτος έσται άγροικος άνθρωπος αι χείρες αυτού επί πάντας, και αι χείρες πάντων επ’ αυτόν, και κατά πρόσωπον πάντων των αδελφών αυτού κατοικήσει. 13 και εκάλεσεν Άγαρ το όνομα Κυρίου («Γιαχβέ» κατά το Εβραϊκό), του λαλούντος προς αυτήν: ΄΄Συ ο Θεός ο επιδών με΄΄, (που με είδες), ότι είπε· και γαρ ενώπιον είδον οφθέντα μοι. (είδα αυτόν που με είδε) 14 ένεκεν τούτου εκάλεσε το φρέαρ Φρέαρ ΄΄ου ενώπιον είδον΄΄ («Του Ζώντος και Βλέποντος» κατά το Εβραϊκό). ιδού ανά μέσον Κάδης και ανά μέσον Βαράδ».



Στη μια μας λέει το χωρίο ότι πρόκειται για Άγγελο του Γιαχβέ, και στην άλλη λέει η Άγαρ: «Εγώ είδα τον Γιαχβέ, Αυτόν που με είδε,  που επέβλεψε σε μένα και την κατάστασή μου», (γιατί ήταν κυνηγημένη), και φτάνει στο σημείο να ονομάσει το φρέαρ εκεί, «Φρέαρ του Ζώντος και βλέποντος», υπονοώντας τον Γιαχβέ. Θα πρέπει λοιπόν να μας μείνει από αυτό το χωρίο που μόλις διαβάσαμε, πρώτον, το ότι η Άγαρ είδε τον Κύριο, τον Κύριο της Δόξης, τον Γιαχβέ, όπως αναφέρει το εβραϊκό κείμενο και μάλιστα, παράλληλα, ότι αυτός ο Γιαχβέ αποκαλείται και Άγγελος Γιαχβέ.





Η εμφάνιση του Θεού στον Ιακώβ

Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΑΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ




Πέρα από την ιστορία την οποία καθορίζουν τα διάφορα γεγονότα ή οι χαρισματικές προσωπικότητες, υπάρχει και η ιερή ιστορία, που καθορίζουν οι Προφήτες στην Παλαιά και την Καινή Διαθήκη, που δέχθηκαν την αποκάλυψη του Θεού και την μετέφεραν στους ανθρώπους, με αποτέλεσμα να καθορίζουν ακόμη και τον ιστορικό βίο του ανθρώπου. Ο Μωϋσής, για παράδειγμα, ανέβηκε στο Σινά, είδε τον άσαρκο Λόγο, έλαβε τον νόμο Του και στην συνέχεια αυτός ο νόμος έγινε καθοδηγητικός για τον Ισραηλιτικό λαό. Έτσι, πέρα από την εξέλιξη του ιστορικού βίου υπάρχει και η ιερά ιστορία, που δείχνει τον τρόπο με τον οποίο ο Θεός παρουσιάστηκε  στους ανθρώπους και τους προετοίμασε για να δεχθούν την υπέρτατη αλήθεια, την ενσάρκωση του Λόγου Του και την κοινωνία των ανθρώπων μαζί Του.
Ο νόμος που δόθηκε από τον Θεό στην Παλαιά Διαθήκη έχει σαφώς ασκητικό χαρακτήρα, γιατί προετοίμαζε τον άνθρωπο να φτάσει στην θεωρία του Λόγου, στην μέθεξη του ενσαρκωμένου Λόγου. Δεν δόθηκε ο νόμος για να γίνει μια νομοθεσία όπως υπάρχουν νόμοι και σε όλα τα έθνη. Μπορεί ο νόμος της Παλαιάς Διαθήκης να έχει ομοιότητες με άλλους νόμους, αλλ' όμως έχει σαφή προσανατολισμό, αφού σκοπός του είναι να οδηγήσει τον λαό από την κάθαρση στον φωτισμό και την θέωση. Με αυτήν την έννοια πρέπει να δούμε και τις τελετές καθάρσεως που έχουν νομοθετηθεί στην Παλαιά Διαθήκη. Κατά τον ίδιο τρόπο μπορεί να θεωρηθεί και η Σκηνή του Μαρτυρίου, ότι, δηλαδή, είναι μια κτιστή παραλλαγή του ακτίστου Ναού, που είναι ο ίδιος ο Λόγος.

Έτσι, ο ίδιος ο Λόγος είναι και άκτιστος Νόμος τον οποίον είδε ο Μωϋσής επάνω στο όρος Σινά και τον μετέφερε με κτιστά ρήματα και νοήματα, αλλά και άκτιστος Ναός που ο Μωϋσής βίωσε και έπειτα τον σχεδίασε με κτιστό τρόπο. Η Σκηνή του Μαρτυρίου, που αργότερα περιλήφθηκε στον Ναό του Σολομώντος είναι ο κτιστός σχεδιασμός του ακτίστου Ναού, και φυσικά με την ενσάρκωση του Χριστού καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε με τον κτιστό ναό που είναι η ανθρώπινη φύση του Χριστού.

Συνεπώς, η Παλαιά Διαθήκη, με τον λόγο των Προφητών, τον νόμο του Μωϋσή, τις τελετές καθάρσεως, την λατρεία κλπ. δεν είναι μια εβραϊκή ιστορία, αλλά η ιερά ιστορία, ο τρόπος με τον οποίο προετοίμασε ο Θεός την ανθρωπότητα να φτάσει στην θεωρία του Λόγου, αλλά και στην ενανθρώπηση του Χριστού, δηλαδή να περάσει από την πνευματική Εκκλησία της Παλαιάς Διαθήκης, στην ενσαρκωμένη του Χριστού Εκκλησία της Καινής Διαθήκης. Αυτή η προετοιμασία γίνεται με την μέθεξη της καθαρτικής, φωτιστικής και θεοποιού ενεργείας του Θεού, που υπάρχει πλούσια και στην Παλαιά Διαθήκη.


Η διαφορά μεταξύ της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης βρίσκεται στο ότι στην Παλαιά Διαθήκη καταγράφονται οι εμφανίσεις του άσαρκου Λόγου, ενώ στην Καινή Διαθήκη καταγράφονται οι αποκαλύψεις του ενσαρκωμένου Λόγου. Όταν κάνουμε λόγο για αποκάλυψη εννοούμε την θέωση του ανθρώπου και την θεοπνευστία, αφού ο Χριστός αποκαλύπτεται στον άνθρωπο εκείνον που έχει καθαρή καρδιά και επομένως έχει υποστεί την κάθαρση, και ακόμη ο άνθρωπος που δέχεται την αποκάλυψη βρίσκεται στην κατάσταση της θεώσεως. Η αποκάλυψη του Θεού, γίνεται δια της θεώσεως του ανθρώπου και τότε ο άνθρωπος που αποκαλείται θεούμενος είναι θεόπνευστος, ομιλεί απλανώς περί του αποκαλυφθέντος Θεού. Ο Προφήτης, της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης κοινωνεί με τον άσαρκο και σεσαρκωμένο Λόγο, βλέπει τον Θεό υπερβαίνοντας τα κτιστά ρήματα και νοήματα και στην συνέχεια εκφράζει αυτήν την εμπειρία με κτιστά ρήματα και νοήματα, τα οποία, όμως, ποτέ δεν μπορούν να αντικαταστήσουν την Αποκάλυψη, δηλαδή την εμπειρία της θεώσεως. Πάντως στην εμπειρία της θεώσεως καταργείται και η Παλαιά και η Καινή Διαθήκη, και αυτή η θεολογία.

Ο ΘΕΟΣ ΩΣ ΤΡΙΣΥΠΟΣΤΑΤΗ ΜΟΝΑΔΑ







Δεν θα μπορούσε ο Θεός να είναι "Μονάδα" και όχι "Τριάδα";

Δεν θα μπορούσε να υπάρχει μόνος του;



Ο ΘΕΟΣ ΩΣ ΤΡΙΣΥΠΟΣΤΑΤΗ ΜΟΝΑΔΑ



Ο τριαδικός Θεός περιγράφεται ως "Τρισυπόστατη Μονάδα" η οποία φανερώνεται με ενέργειες και έργα στην κτίση και την ιστορία. Έχει μεν τρία πρόσωπα, αλλά αυτά τα τρία πρόσωπα δεν αποτελούν τρεις χωριστούς Θεούς, αλλιώς ο Χριστιανισμός δε θα ήταν μονοθεϊστική αλλά τριθεϊστική θρησκεία. Κατά το δόγμα, ο λόγος που ο τριαδικός Θεός είναι ένας αν και με τρεις υποστάσεις είναι η απουσία χώρου και χρόνου. Ο χώρος και ο χρόνος διαφοροποιούν τις ανθρώπινες υποστάσεις μεταξύ τους, ώστε τα διαφορετικά πρόσωπα να αποτελούν διαφορετικούς ανθρώπους. Επειδή όμως ο χώρος και ο χρόνος είναι κτιστοί (δημιουργήματα του Θεού), ο Θεός δεν υπόκειται σε αυτούς. Έτσι έχουμε το μυστήριο (ακατάληπτο για τους ανθρώπους) της Τρισυπόστατης Μονάδας. Στην εκκλησιαστική ιστορία, η ταυτότητα της ουσίας και η διάκρισή της σε Τρία Πρόσωπα οδήγησε συχνά σε "αιρετικές" ερμηνείες.



Στον Θεό οι «υποστάσεις» δεν πρέπει να νοηθούν ακριβώς όπως οι ανθρώπινες υποστάσεις (εγώ κι εσύ). Τον Θεό πρέπει να τον αντιληφθεί κανείς ως Νου, που γεννά Λόγο και έχει Πνεύμα. Αλλά αυτό είναι ένα μυστήριο ακατάληπτο, και όχι κάτι άμεσο και χειροπιαστό για να το αντιληφθεί κανείς. Γιατί ο Θεός δεν μοιάζει με οτιδήποτε κτιστό γνωρίζουμε.



Η τάξη αυτή όπου, πρώτος αναφέρεται ο Πατήρ, δεύτερος ο Υιός και τρίτο το Άγιο Πνεύμα, δεν ανταποκρίνεται σε αληθινή και ουσιαστική διαβάθμιση των Τριών Προσώπων (π.χ. υπεροχή του Πατέρα) αλλά σχετίζεται με τη φύση του ανθρώπινου λόγου.

Τα τρία πρόσωπα αυτά ή αλλιώς υποστάσεις, έχουν μοναδικές και αμεταβίβαστες ιδιότητες που προκύπτουν από τις αιώνιες (χωρίς χρονική αρχή) σχέσεις τους. Ταυτόχρονα τα τρία πρόσωπα έχουν μία ουσία ή φύση.

Ουσία και φύση καθιερώθηκαν ως έννοιες ταυτόσημες, που σημαίνουν την ίδια κοινή πραγματικότητα.

Πρόσωπο και υπόσταση καθιερώθηκαν επίσης ως έννοιες ταυτόσημες, που σημαίνουν την ιδιαιτερότητα.

 Στην επαφή τους με τον κόσμο και την ιστορία:

ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΘΕΟΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΙΣΤΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΥ




Ο ΘΕΟΣ ΕΙΝΑΙ ΤΡΙΑΔΙΚΟΣ


Ο Θεός είναι Ένας, άναρχος, άπειρος και αΐδιος στην ουσία και τη φύση του. Όμως αυτός ο Ένας στην ουσία Θεός είναι τριαδικός, διακρίνεται σε τρεις υποστάσεις, σε τρία πρόσωπα: τον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα.

Πρόκειται για μια από τις βασικότερες αλήθειες της πίστης μας, που μας αποκάλυψε ο ίδιος ο Θεός με απλότητα και σαφήνεια. Το δόγμα της τριαδικότητας του Θεού είναι αδύνατο να το διερευνήσουμε λογικά. Το βρίσκουμε διατυπωμένο με ποικίλους τρόπους στην αγία Γραφή. Στη μεν Παλαιά Διαθήκη με σαφείς υπαινιγμούς και προεικονίσεις, στη δε Καινή Διαθήκη ολοφάνερα όπως στη Βάπτιση του Χριστού, όπου ακούγεται η φωνή του Πατέρα και εμφανίζεται το Άγιο Πνεύμα σαν Περιστέρι, στην αρχιερατική προσευχή του Χριστού, όπου ο Χριστός λέει «εγώ ερωτήσω τον Πατέρα και άλλον Παράκλητον δώσει υμίν το Πνεύμα της αληθείας, ο παρά του Πατρός εκπορεύεται» (Ιω. 15,26) και στην τελευταία συνάντηση του με τους μαθητές του, όπου τους λέει: «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος» (Ματθ. 28,18) κ.α.

Το καθένα από τα πρόσωπα της Αγίας Τριάδας είναι ο όλος Θεός και όχι ένα μέρος του Θεού, όλες τις ιδιότητες που έχει ο Πατέρας τις έχει και ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα. Ωστόσο τα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδας δε συγχέονται μεταξύ τους, αλλά ξεχωρίζουν από το ότι ο Πατέρας γεννά τον Υιό και εκπορεύει το Άγιο Πνεύμα, ο Υιός γεννιέται από τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται από τον Πατέρα.





Ο ΘΕΟΣ ΕΙΝΑΙ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΣ


Στο πρώτο άρθρο του Συμβόλου της Πίστεως, το οποίο λέει: «Πιστεύω εις ένα   Θεόν,   Πατέρα,   παντοκράτορα, ποιητήν ουρανού και γης, ορατών τε πάντων και αοράτων». Ο Θεός της χριστιανικής πίστεως είναι Ένας, Πατέρας, Παντοδύναμος και Δημιουργός τόσο του ορατού όσο και του αόρατου κόσμου. Σύμφωνα με τη χριστιανική πίστη, ο Θεός είναι ο δημιουργός και θεμελιωτής του κόσμου ολοκλήρου, είναι η αρχή και η αιτία του σύμπαντος, καθώς επίσης αυτός που προνοεί και φροντίζει τον κόσμο και δίνει νόημα και σκοπό σε καθετί που υπάρχει στον κόσμο αυτό. H αγία Γραφή είναι γεμάτη από φράσεις όπου φαίνεται ότι ο Θεός «εν αρχή εποίησε τον ουρανόν και την γην» (Γεν. 1,1), «εθεμελίωσε την γην» (Ψαλμ. 101,21), «εστερέωσε την γην επί των υδάτων» (Ψαλμ. 135,6) και γενικά ότι «πάντα όσα ηθέλησεν ο Κύριος εποίησεν εν τω ουρανώ και εν τη γη, εν ταις θαλάσσαις και εν πάσαις ταις αβύσσοις» (Ψαλμ. 134,6).

Δεν είναι όμως μόνο ο θεμελιωτής του σύμπαντος ο Θεός. Είναι και ο συντηρητής, ο προνοητής και ο κυβερνήτης του. Τον κόσμο που δημιούργησε ο Θεός δεν τον άφησε στην τύχη του. Όρισε τους φυσικούς νόμους για να κυβερνιέται ο κόσμος, αλλά δεν παύει να στέκεται πάνω από τα δημιουργήματά του, να τα επιβλέπει και να τα κατευθύνει. Κάθε φορά που χρειάζεται, επεμβαίνει ο ίδιος και τα καθοδηγεί στην εκπλήρωση του σκοπού που όρισε για το καθένα. Με άλλα λόγια, ο Θεός της χριστιανικής πίστεως είναι το θεμέλιο, το στήριγμα και ο σκοπό προς τον οποίο αποβλέπει και κατευθύνεται όλη η κτίση.





Ο ΘΕΟΣ ΕΙΝΑΙ ΑΓΑΠΗ

Η ΘΕΙΑ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΟΡΙΣΜΟΣ




Θεία αποκάλυψη είναι η φανέρωση του Θεού στην κτίση και την ιστορία. Ο απρόσιτος κατά την ουσία Θεός γίνεται με την ελεύθερη ενέργεια του προσιτός και με αυτήν αποκαλύπτεται στους ανθρώπους. Η αποκάλυψη αυτή νοείται ως φανέρωση του θελήματος, και της άκτιστης φυσικής δόξας του. Αυτή η συνεχής φανέρωση του Θεού πραγματώνεται με τις Θεοφάνειες. Η αποκάλυψη γίνεται κατά δύο τρόπους:

Α) Στην κτίση. Εδώ έχουμε μερική φανέρωση της δημιουργικής, συνεκτικής και προνοητικής ενέργειας του Θεού μέσα από την κτίση και τη συνείδηση του ανθρώπου.

Β) Στην ιστορία. Εδώ πρόκειται για την ιστορική φανέρωση των ενεργειών του Θεού τόσο στα πλαίσια της Παλαιάς Διαθήκης, όσο και στα πλαίσια της Καινής Διαθήκης και της ζωής της Εκκλησίας.

Και με τους δύο τρόπους η αποκάλυψη του Θεού είναι το υπερφυσικό γεγονός, αφού οι αποκαλυπτόμενες φυσικές και ουσιώδεις ενέργειες του Θεού είναι άκτιστες και υπερφυσικές.




ΠΗΓΕΣ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΑΠΟΚΑΛΥΨΕΩΣ 


Κατά την ορθόδοξη θεώρηση πηγή της θείας αποκαλύψεως είναι ο ίδιος ο Τριαδικός Θεός. Η θεία αποκάλυψη διατυπώνεται αυθεντικά στην Αγία Γραφή και την Ιερή Παράδοση.

Η Ορθόδοξη Εκκλησία θεωρεί ως Ιερή Παράδοση την αποστολική διδασκαλία, φορέας της οποίας ήταν κατά τους πρώτους αιώνες η αρχαία αδιαίρετη Εκκλησία, της οποίας αποτελεί συνέχεια. Η αποστολική αυτή διδασκαλία, παραδόθηκε αρχικά προφορικά στην Εκκλησία από το Χριστό και τους Αποστόλους, και στη συνέχεια διατυπώθηκε  γραπτώς τόσο στην Καινή Διαθήκη, όσο και στα γραπτά μνημεία των οικουμενικών και ορθοδόξων τοπικών συνόδων, στα συγγράμματα των πατέρων, στη θεία λατρεία και στην όλη πράξη της Εκκλησίας . Έτσι η Ιερή παράδοση μεταβλήθηκε από αποστολική σε εκκλησιαστική . Η Ιερή Παράδοση νοείται ως η αδιάλειπτη ενέργεια του Αγίου Πνεύματος στην Εκκλησία και συνδέεται στενότατα με τις συνεχείς θεοφάνειες.


Η Αγία Γραφή αποτελεί αδιάσπαστο κομμάτι της Ιερής Παραδόσεως της Εκκλησίας. Μόνο ένα μέρος  της θείας αποκαλύψεως καταγράφηκε στην Αγία Γραφή, από τους θεόπνευστους συγγραφείς της. Κατά την Ορθόδοξη Εκκλησία η Αγία Γραφή γίνεται πλήρης και αυτάρκης φορέας των θείων αληθειών μόνο κάτω από το φως της Ιερής Παραδόσεως, η οποία την ερμηνεύει και την συμπληρώνει. Ο χαρακτήρας λοιπόν της Παραδόσεως είναι κατά πρώτο λόγο ερμηνευτικός. Η Παράδοση ερμηνεύει και αποσαφηνίζει ασαφή και δυσνόητα χωρία της Αγίας Γραφής. Κατά δεύτερο λόγο ο χαρακτήρας της Παραδόσεως είναι συμπληρωματικός . Αυτό σημαίνει ότι η Παράδοση συμπληρώνει και διαφωτίζει όσα λέγονται μόνο αμυδρά στην Αγία Γραφή ή λείπουν και τελείως, αλλά δεν αντιφάσκουν με αυτήν, όπως είναι π.χ. ο νηπιοβαπτισμός, ο κανόνας της Αγίας Γραφής, το αειπάρθενο της Θεοτόκου, η επίκληση των αγίων, η τιμή των λειψάνων και των εικόνων των αγίων κ.λ.π.




ΕΡΜΗΝΕΥΤΗΣ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΑΠΟΚΑΛΥΨΕΩΣ

ΚΑΤΑΦΑΤΙΚΗ ΚΑΙ ΑΠΟΦΑΤΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ




Δύο είναι οι τρόποι ή οι μέθοδοι με τις οποίες ο άνθρωπος μπορεί να προσεγγίσει τη γνώση του Θεού, η αποφατική και η καταφατική.

Η αποφατική μέθοδος προσεγγίζει την έννοια του Θεού, δουλεύοντας με αφαιρέσεις και αποφάσκοντας (εξ ου και αποφατική) από την έννοια του Θεού ότι ατελές, σχετικό και πεπερασμένο παρατηρείται στη φυσική τάξη των πραγμάτων. Έτσι αποφάσκει το θάνατο καλώντας το Θεό αθάνατο, τη φθορά καλώντας τον άφθαρτο, το όνομα καλώντας τον ανώνυμο κ.ο.κ. Των επιθέτων πού χρησιμοποιεί για να εκφράσει την έννοια του Θεού, προηγείται το στερητικό άλφα (α-χώρητος, ά-φθαρτος, α-νώνυμος, α-κατάληπτος,  α-χώρητος κ.λπ.). Ο νους, αφαιρώντας από το Θεό ότι είναι σχετικό και περιορισμένο, φθάνει σιγά -σιγά στον εσώτερο πυρήνα του θείου όντος, ο οποίος φυσικά είναι αδιάγνωστος, εισδύει στης θεία αγνωσία, όπου λαμπρύνεται και θεοποιείται.

Η καταφατική πάλι μέθοδος, ξεκινώντας και αυτή από το φυσικό κόσμο, καταφάσκει (εξ ου και καταφατική) στον υπέρτατο βαθμό όλες τις τελειότητες και κάθε ιδέα αγαθού, που παρατηρούνται στα λογικά κτίσματα. Λόγου χάρη, αν ο άνθρωπος είναι αγαθός, ο Θεός νοείται πανάγαθος. Αν ο άνθρωπος είναι δυνατός, ο Θεός είναι παντοδύναμος. Αν ο άνθρωπος είναι άγιος, ο Θεός είναι πανάγιος.

Τόσο οι αποφατικές όσο και οι καταφατικές προσηγορίες του Θεού είναι μεν ανθρώπινες, βασισμένες όμως στο λόγο της θείας αποκαλύψεως, όπως αυτός φανερώνεται στις άγιες Γραφές, οι οποίες εκφράζουν τη ζωντανή σχέση του Θεού με την εξωτερική δημιουργία, όπως αυτή αντανακλάται στις ενέργειες του Θεού στον κόσμο.



Ο ΘΕΟΣ ΕΙΝΑΙ ΨΗΛΑΦΗΤΟΣ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΥΠΟΣΤΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΤΑ ΙΔΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΥΠΟΣΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ




Η Αγία Τριάδα

Ο Θεός είναι Ένας, άναρχος, άπειρος και αΐδιος στην ουσία και τη φύση του. Όμως αυτός ο Ένας στην ουσία Θεός είναι τριαδικός, διακρίνεται σε τρεις υποστάσεις, σε τρία πρόσωπα: τον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα.



Πρόκειται για μια από τις βασικότερες αλήθειες της πίστης μας, που μας αποκάλυψε ο ίδιος ο Θεός με απλότητα και σαφήνεια. Το δόγμα της τριαδικότητας του Θεού είναι αδύνατο να το διερευνήσουμε λογικά. Το βρίσκουμε διατυπωμένο με ποικίλους τρόπους στην αγία Γραφή. Στη μεν Παλαιά Διαθήκη με σαφείς υπαινιγμούς και προεικονίσεις, στη δε Καινή Διαθήκη ολοφάνερα όπως στη Βάπτιση του Χριστού, όπου ακούγεται η φωνή του Πατέρα και εμφανίζεται το Άγιο Πνεύμα σαν Περιστέρι, στην αρχιερατική προσευχή του Χριστού, όπου ο Χριστός λέει «εγώ ερωτήσω τον Πατέρα και άλλον Παράκλητον δώσει υμίν το Πνεύμα της αληθείας, ο παρά του Πατρός εκπορεύεται» (Ιω. 15,26) και στην τελευταία συνάντηση του με τους μαθητές του, όπου τους λέει: «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος» (Ματθ. 28,18) κ.α.



Το καθένα από τα πρόσωπα της Αγίας Τριάδας είναι ο όλος Θεός και όχι ένα μέρος του Θεού, όλες τις ιδιότητες που έχει ο Πατέρας τις έχει και ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα. Ωστόσο τα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδας δε συγχέονται μεταξύ τους, αλλά ξεχωρίζουν από το ότι ο Πατέρας γεννά τον Υιό και εκπορεύει το Άγιο Πνεύμα, ο Υιός γεννιέται από τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται από τον Πατέρα.





ΤΑ ΙΔΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ


Τα στοιχεία του Θεού είναι η μια ουσία, η τριαδικότητα και η πολυδυναμία. Η ουσία του Θεού είναι μία, γιατί ένας είναι ο Θεός. Είναι απόλυτα υπερβατική, ανεξερεύνητη και αδιάγνωστη. Είναι το μυστήριο του Θεού, απρόσιτο σε κάθε κτιστή οντότητα, ανθρώπους και αγγέλους. Μόνον ο άπειρος Θεός γιγνώσκει εαυτόν και κανένας άλλος.

Οι υποστάσεις είναι τρόπος της αϊδίου υπάρξεως του ενός Θεού. Κάθε υπόσταση είναι φορέας ολόκληρης της ουσίας του Θεού, ώστε ουσιαστικά να μην υπάρχουν τρεις Θεοί, αλλά ένας. Τα πρόσωπα της Τριάδος είναι διακρίσεις οι οποίες ωστόσο δεν καταστρέφουν την ενότητα και απλότητα της θείας φύσεως.

Κάθε πρόσωπο στην Τριάδα έχει και το υποστατικό του ιδίωμα, το οποίο είναι αυστηρά προσωπικό, αμετάδοτο και ακοινώνητο, δηλαδή δεν μπορεί να μεταδοθεί στα δύο άλλα πρόσωπα της Αγίας Τριάδας.

Η ΓΕΝΕΣΗ ΤΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΔΟΓΜΑΤΟΣ ΤΟ ΤΡΙΑΔΙΚΟ ΔΟΓΜΑ ΣΤΗΝ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΕΠΟΧΗ





Στην αποστολική εποχή οι ομολογίες πίστεως αναφέρονταν άλλοτε στο πρόσωπο και το έργο του Ιησού Χριστού, άλλοτε στα πρόσωπα του Θεού Πατέρα και του Ιησού Χριστού και άλλοτε και στα τρία θεία πρόσωπα: τον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα. Αργότερα όμως, προς το τέλος της αποστολικής εποχής, καθιερώθηκε αποκλειστικά η τριαδολογική ομολογία. Στην καθιέρωση της ομολογίας αυτής συνέβαλε κυρίως η λειτουργική πράξη της Εκκλησίας κατά το Βάπτισμα, το οποίο σύμφωνα με την εντολή του Κυρίου έπρεπε να γίνεται "εις το όνομα του Πατρός και του Υϊού και του Αγίου Πνεύματος" (Ματθ. 28,19).

Η συμβολή της βαπτισματικής πράξεως στην καθιέρωση της τριαδολογικής ομολογίας φαίνεται και στη Διδαχή των δώδεκα Αποστόλων (τέλος του 1ου αι.) καθώς και στην Α' Απολογία του φιλοσόφου και μάρτυρα Ιουστίνου (περίπου 150 μ.Χ.). Μετά την καθιέρωση της τριαδολογικής ομολογίας μέσω της Βαπτισματικής πράξεως η χρήση της διαδόθηκε σ' ολόκληρη την Εκκλησία.




ΟΙ ΠΡΩΤΕΣ ΑΝΤΙΤΡΙΑΔΙΚΕΣ ΤΑΣΕΙΣ

ΚΑΙ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΟΥΣ


Για πρώτη φορά στην ιστορία της Χριστιανικής Θεολογίας παρουσιάζεται ταύτιση ή σύγχυση του προσώπου του Υιού και του Αγίου Πνεύματος στον Ποιμένα του Ερμά. Ο Ερμάς συγχέει τον σαρκωθέντα Υιό του Θεού με το Άγιο Πνεύμα και κάνει λόγο για την προΰπαρξη του Αγίου Πνεύματος, καθώς και για την ευάρεστη στο Θεό πολιτεία της σάρκας, στην οποία κατοίκησε το Άγιο Πνεύμα.


Η ανάπτυξη του Τριαδικού δόγματος άρχισε από το τέλος του 2ου αιώνα και διήρκεσε μέχρι τη Β' Οικουμενική Σύνοδο το 381 μ.Χ. Η αιτία της αναπτύξεώς του συνδέεται με την προσπάθεια των θεολόγων της Εκκλησίας να τονίσουν την ενότητα του Θεού κατά των Ελλήνων και των Γνωστικών και του Αγίου Πνεύματος κατά των Ιουδαίων και των Εβιωνιτών.

Κατά τον 2ο αιώνα μερικοί Χριστιανοί αρνήθηκαν την υποστατική αυτονομία του Λόγου, προκειμένου να περισώσουν τη μοναρχία στη θεότητα και γι' αυτό ονομάστηκαν Μοναρχιανοί.



Πρώτη λύση που δόθηκε στο πρόβλημα της ενότητας και της τριαδικότητας του Θεού από τους Έλληνες και τους Λατίνους θεολόγους του 2ου και 3ου αιώνα ήταν το σχήμα της "υποταγής". Ο Υϊός δηλαδή υποτάσσεται στον Πατέρα και το Πνεύμα στον Υϊό. Την αντίληψη αυτή υποστήριξε θερμά ο Ωριγένης που προσπάθησε να τη θεμελιώσει και βιβλικά. Οι Πατέρες του 3ου αιώνα για να αντιδράσουν κατά του Μοναρχιανισμού στράφηκαν στην Χριστολογία των Απολογητών ένα αιώνα πριν.

Α) Πρώτος που αντέδρασε ήταν ο Νοβατιανός με βάση το σχήμα της υποταγής του Πνεύματος στον Υϊό και του Υϊού στον Πατέρα.

Β) Ο Τερτυλλιανός δεχόμενος κι αυτός το σχήμα της υποταγής τονίζει τόσο την ενότητα όσο και την τριαδικότητα του Θεού. Ο Πατήρ διδάσκει εκπέμπει τον Λόγο και το Πνεύμα του για να δημιουργήσει τον κόσμο.

ΑΓΙΟΣ ΣΙΛΟΥΑΝΟΣ Ο ΑΘΩΝΙΤΗΣ Η ΓΝΩΡΙΜΙΑ ΜΕ ΤΟ ΘΕΟ ΠΩΣ ΘΑ ΓΝΩΡΙΣΟΥΜΕ ΤΟ ΘΕΟ







Πολύ μας αγαπάει ο Κύριος. Αυτό το έμαθα από το Άγιο Πνεύμα, που μου έδωσε Εκείνος κατά το μέγα Του έλεος. Γέρασα και ετοιμάζομαι για το θάνατο και γράφω την αλήθεια από αγάπη για τους ανθρώπους. Το Άγιο Πνεύμα, που μου έδωσε ο Κύριος, θέλει να σωθούν όλοι, να γνωρίσουν όλοι τον Θεό.

Ήμουν χειρότερος κι από ένα βρωμερό σκύλο, εξαιτίας των αμαρτιών μου. Σαν άρχισα όμως να ζητώ συγχώρηση από τον Θεό, Αυτός μου έδωσε όχι μόνο τη συγχώρηση αλλά και το Άγιο Πνεύμα. Έτσι, εν Πνεύματι Αγίω, γνώρισα τον Θεό.

Βλέπεις αγάπη που έχει ο Θεός για μας; Ποιος, αλήθεια, θα μπορούσε να περιγράψει την ευσπλαχνία Του;

Αδελφοί μου, πέφτω στα γόνατα και σας παρακαλώ, πιστεύετε στον Θεό, πιστεύετε πως υπάρχει το Άγιο Πνεύμα, που μαρτυρεί για τον Θεό σ’ όλες τις Εκκλησίες μας, αλλά και στην ψυχή μου.

Το Άγιο Πνεύμα είναι αγάπη. Και η αγάπη αυτή πλημμυρίζει όλες τις ψυχές των ουρανοπολιτών αγίων. Και το ίδιο Άγιο Πνεύμα είναι στη γη, στις ψυχές όσων αγαπούν τον Θεό. Εν Πνεύματι Αγίω οι ουρανοί βλέπουν τη γη, ακούνε τις προσευχές μας και τις προσκομίζουν στον Θεό.

Ζούμε στη γη και δεν βλέπουμε τον Θεό, δεν μπορούμε να Τον δούμε. Αλλά σαν έρθει το Άγιο Πνεύμα στην ψυχή, τότε θα δούμε τον Θεό, όπως Τον είδε ο άγιος Στέφανος (Πράξ. 7:55-56). Η ψυχή και ο νους αναγνωρίζουν αμέσως με το Άγιο Πνεύμα ότι Αυτός είναι ο Κύριος. Έτσι ο άγιος Συμεών ο Θεοδόχος, με το Άγιο Πνεύμα, αναγνώρισε στο μικρό βρέφος τον Κύριο (Λουκ. 2:25-32). Έτσι και ο άγιος Ιωάννης ο Βαπτιστής, με το Άγιο Πνεύμα επίσης, αναγνώρισε τον Κύριο και Τον υπέδειξε στους ανθρώπους. Και στον ουρανό και στη γη, ο Θεός γνωρίζεται μόνο με το Άγιο Πνεύμα, όχι με την επιστήμη. Και τα παιδιά που δεν σπούδασαν καθόλου, γνωρίζουν τον Κύριο με το Άγιο Πνεύμα. Χωρίς το Άγιο Πνεύμα κανείς δεν μπορεί να γνωρίσει τον Θεό και πόσο πολύ μας αγαπάει. Ακόμα κι αν διαβάζουμε πως μας αγάπησε και έπαθε από αγάπη για μας, σκεφτόμαστε γι' αυτά μόνο με το νου, αλλά δεν καταλαβαίνουμε όπως πρέπει, με την ψυχή, την αγάπη του Χριστού. Όταν όμως μας διδάξει, τότε γνωρίζουμε με ενάργεια και αισθητά την αγάπη, τότε γινόμαστε όμοιοι με τον Κύριο.



Καθένας μας μπορεί να κρίνει για τον Θεό κατά το μέτρο της χάριτος του Αγίου Πνεύματος που γνώρισε. Γιατί πως είναι δυνατό να σκεφτόμαστε και να κρίνουμε για πράγματα που δεν είδαμε η δεν ακούσαμε και δεν ξέρουμε; Οι άγιοι λένε πως είδαν τον Θεό. Αλλά υπάρχουν και άνθρωποι που λένε ότι δεν υπάρχει Θεός. Είναι φανερό πως μιλούν έτσι γιατί δεν Τον γνώρισαν αυτό όμως δεν σημαίνει καθόλου πως ο Θεός δεν υπάρχει.

Η ΥΠΑΡΞΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

 Ο Θεός δεν είναι αντικείμενο να τον εξετάσουμε σε κάποιο εργαστήριο επιστημονικά. Έτσι, δεν είναι δυνατόν να μιλάμε για αποδείξεις περί ύπαρξης ή ανυπαρξίας του Θεού, παρά μόνο για λογικές σκέψεις περί Αυτού. Αν και αυτά είναι ζητήματα έξω από την ανθρώπινη εμπειρία, παρόλα αυτά οι άνθρωποι ζητούν να βρουν μια λογική αιτία πίστης στη θεότητα.



Ο άνθρωπος ως σκεπτόμενο πρόσωπο, δεν μπορεί να νοήσει τον εαυτό του και να συλλάβει το νόημα του κόσμου έξω και ανεξάρτητα από την ιδέα του Θεού. Αισθάνεται ότι δεν είναι ον αυθύπαρκτο και το περί Θεού ερώτημα είναι καίριο, πού θέτει μόνον ο λογικά σκεπτόμενος άνθρωπος. Η άλογη κτίση δεν έχει τέτοιου είδους ευαισθησίες και δε διατυπώνει παρόμοια ερωτήματα, ούτε έχει ανάλογους προβληματισμούς. Μόνον ο άνθρωπος ρωτά, γιατί είναι η λογική «εικόνα» του Θεού.

Στο ερώτημα περί υπάρξεως του Θεού ανάγεται ο άνθρωπος και από το γεγονός ότι ο Θεός είναι κεκρυμμένος και αθέατος. Δεν μπορείς να τον συναντήσεις και να τον δεις, να λάβεις εμπειρική αίσθηση της παρουσίας του. Ο Θεός κυβερνά τον κόσμο, όμως δεν μπορείς να κατανοήσεις την ενέργεια του αυτή, η οποία είναι άκρως αινιγματική στο φτωχικό μυαλό μας, σε σημείο πού, βλέποντας τόση ακαταστασία, τόση κακότητα και τόση φυσική και ηθική αθλιότητα στον κόσμο, ν' αναρωτιέται κανείς αν πράγματι υπάρχει ο Θεός και προνοεί αληθινά για τα πλάσματα του.

Το ζήτημα της υπάρξεως του Θεού είναι ζήτημα καθαρό πίστεως. Το ιερό Σύμβολο της Πίστεως ρητά ομολογεί: «Πιστεύω εις ένα Θεόν». Ο άνθρωπος, ο λογικά σκεπτόμενος, έχει τη δυνατότητα να δεχθεί ή να μη δεχθεί την ύπαρξη του Θεού. Με τη σκέψη αυτή, το περί Θεού ερώτημα έχει δευτερεύουσα σημασία, γιατί, αν πιστεύεις αληθινά στο Θεό, το ερώτημα δεν έχει κανένα νόημα.





ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΑ ΠΟΥ Ν' ΑΠΟΔΕΙΚΝΥΟΥΝ

ΤΗΝ ΥΠΑΡΞΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ


Την ύπαρξη του Θεού κανένας δεν μπορεί να την αποδείξει λογικά, όπως αποδεικνύει τις φυσικές αλήθειες. Η ουσία του Θεού είναι απολύτως υπερβατική, αθέατη στα μάτια μας και απρόσιτη στη φυσική μας διάνοια. Έμμεσα μόνο μπορούμε να διακρίνουμε τη θεία ενέργεια, η οποία διακατέχει και συγκρατεί τα όντα και είναι διάχυτη στην εξωτερική δημιουργία. Και αυτή πάλι μόνο με τους οφθαλμούς της ψυχής μας μπορούμε να τη συλλάβουμε.

ΘΕΟΣ: ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ




Η ακριβής προέλευση της λέξης Θεός δεν είναι σήμερα γνωστή και καθώς η έρευνα σχετικά με την ακριβή παρέλευσή της ακόμα συνεχίζεται, αφού φιλόλογοι και γλωσσολόγοι δεν έχουν καταλήξει σε σαφή συμπεράσματα.

Μια πιθανή λέξη προέλευσης της λέξεως Θεός παράγεται από το ρήμα θεώμαι, που αποδίδεται σήμερα την έννοια «βλέπω τα πάντα» και κατά συνέπεια ως Θεός ορίζεται αυτός που επιβλέπει τα πάντα. Κατά άλλους προέρχεται από το ρήμα τίθημι, που σημαίνει τοποθετώ και άρα θέλει να δηλώσει τον Δημιουργό. Άλλοι υποστηρίζουν πως πιθανή ρίζα του μπορεί να είναι ρήμα θέω ή θείω, που σημαίνει τον πανταχού παρόντα.

Οι πλειοψηφία των γλωσσολόγων θεωρεί πως σήμερα η λέξη προέρχεται από την από την ινδοευρωπαϊκή ομογλωσσία και έχει σχέση προς την σανσκριτική λέξη deva ή dyaus, προς το λατινικό deus ακόμα και το Ελληνικό Δευς ή Ζευς, οπότε κατ' αυτήν την διασύνδεση, η έννοια του Θεού, σχετίζεται με την έννοια του φωτός. Στην αρχαιότητα στην βοιωτική διάλεκτο η λέξη απαντάται ως θιός ή σιός, στην Λακωνική σιός, στη Δωρική θεύς, στη μετάφραση των Εβδομήκοντα και στην Καινή Διαθήκη, ως Θεός.



Ο Πλάτων υποστηρίζει ότι η λέξη θεός παράγεται από το ρήμ. θέειν = τρέχειν που κυριολεκτείται για κάθε κυκλοτερές πράγμα που φαίνεται ότι περιτρέχει και επανέρχεται εις εαυτόν (θο-ός = ταχύς, δηλώνει ενέργεια), διότι οι πρώτοι θεοί για τους αρχαίους ανθρώπους ήταν ο Ήλιος και η Σελήνη και τα λοιπά ουράνια σώματα που «διέτρεχαν» το διάστημα.

Η απάντηση στο ερώτημα, ποια είναι η ετυμολογία της λέξης Θεός, παραμένει αβέβαιη. Είναι άραγε τυχαίο αυτό ή γιατί ο Θεός, αφού ως έννοια είναι ασύλληπτος από τον πεπερασμένο ανθρώπινο νου, δεν επιδέχεται γνωστική διερεύνηση και η λέξη με την οποίαν τον ονομάζουν οι άνθρωποι;





ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΑ


Με τον γενικό όρο Θεός στη σύγχρονη ελληνική γλώσσα εννοείται η θεότητα ή η υπέρτατη οντότητα που φέρεται ως Δημιουργός του Κόσμου. Ως προς τη σημασία της η έννοια Θεός εμφανίζει μια εξέλιξη. Οι αντιλήψεις περί Θεού διαμορφώθηκαν στους μυθικούς χρόνους, ανάλογα με το πολιτιστικό επίπεδο των διαφόρων λαών.

Στον Όμηρο η λέξη έχει δύο σημασίες; Μία γενική, χωρίς το άρθρο, στον ενικό θεός ή στον πληθυντικό θεοί και δηλώνει τη θεότητα, την έννοια του θείου και δεύτερη, με τη μερική σημασία για τους πολλούς θεούς της ελληνικής πολυθεΐας: θεός τις = ένας από τους θεούς.

Η ΑΓΙΑ ΤΡΙΑΔΑ Ο δεύτερος τύπος απεικόνισης της Αγίας Τριάδος



Με τον όρο Αγία Τριάδα εννοείται το χριστιανικό δόγμα που περιγράφει την πίστη σε έναν τρισυπόστατο Θεό. Οι τρεις υποστάσεις ή πρόσωπα της Τριάδος είναι ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα, τα οποία είναι αδιαίρετα και ομοούσια κατά τη θεότητα, έχουν την ίδια Θεία ουσία, την ίδια δύναμη, δόξα και ενέργεια.





Ο ΘΕΟΣ ΩΣ ΤΡΙΣΥΠΟΣΤΑΤΗ ΜΟΝΑΔΑ



Το τριαδικό δόγμα, που είναι μυστήριο ασύλληπτο από το ανθρώπινο πνεύμα, διατυπώνεται συνοπτικά ως εξής:

Ο Θεός είναι ένας και μόνος κατά την ουσία ή φύση, αλλά τριαδικός κατά τα πρόσωπα ή τις υποστάσεις, Πατήρ, Υιός και Άγιο Πνεύμα. Ο Θεός, δηλαδή, είναι τρισυπόστατος. Οι τρεις αυτές υποστάσεις δεν πρέπει να θεωρηθούν σαν απλές όψεις ή μορφές της θεότητας, ώστε ο ένας Θεός να αποκαλύπτεται άλλοτε ως Πατέρας, άλλοτε ως Υιός και άλλοτε ως Άγιο Πνεύμα. Ούτε πάλι τα πρόσωπα αυτά είναι από διαφορετική ουσία ώστε να υπάρχουν τρεις Θεοί. Μία και μόνη Θεία ουσία και Θεότητα υπάρχει, άναρχη, άκτιστη (αδημιούργητη), άϋλη, αμετάβλητη, αδιαίρετη, παντοδύναμη, τέλεια. Συγχρόνως όμως ολόκληρη η μία Θεία ουσία υπάρχει στα τρία θεία πρόσωπα, χωρίς σύγχυση και χωρίς διαίρεση. Ούτε, λοιπόν, τρεις θεοί υπάρχουν, ούτε τα τρία πρόσωπα συγχέονται σε ένα. Και ενώ είναι και τα τρία πρόσωπα ομοούσια και έχουν τις ίδιες ιδιότητες διακρίνονται το ένα από το άλλο σε τούτο: Ο Πατέρας είναι αγέννητος, ο Υιός γεννάται από τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται από τον Πατέρα αιωνίως. Σε κάθε ενέργεια του Θεού προς τα έξω, δηλαδή προς τον κόσμο, συμμετέχουν και τα τρία πρόσωπα, αλλά το καθένα με τη δική του τάξη.



Πιο αναλυτικά ο τριαδικός Θεός περιγράφεται ως "Τρισυπόστατη Μονάδα" η οποία φανερώνεται με ενέργειες και έργα στην κτίση και την ιστορία. Έχει μεν τρία πρόσωπα, αλλά αυτά τα τρία πρόσωπα δεν αποτελούν τρεις χωριστούς Θεούς, αλλιώς ο Χριστιανισμός δε θα ήταν μονοθεϊστική αλλά τριθεϊστική θρησκεία. Κατά το δόγμα, ο λόγος που ο τριαδικός Θεός είναι ένας αν και με τρεις υποστάσεις είναι η απουσία χώρου και χρόνου. Επειδή όμως ο χώρος και ο χρόνος είναι δημιουργήματα του Θεού, ο Θεός δεν υπόκειται σε αυτούς, καθώς ουδεμία σχέση υπάρχει μεταξύ κτιστού και ακτίστου. Έτσι έχουμε το μυστήριο (ακατάληπτο για τους ανθρώπους) της Τρισυπόστατης Μονάδας.



Ο Ένας και Μοναδικός Θεός έχει τρεις υποστάσεις ή πρόσωπα,  ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα. Ο Πατήρ αποτελεί την Αιτία της Θεότητος.

Τα τρία πρόσωπα αυτά ή αλλιώς υποστάσεις, έχουν μοναδικές και αμεταβίβαστες ιδιότητες που προκύπτουν από τις αιώνιες (χωρίς χρονική αρχή) σχέσεις τους. Ταυτόχρονα έχουν μία ουσία ή φύση, αλλά κάθε μία από αυτές ως υπόσταση δεν ταυτίζεται με την ουσία της θεότητος και έτσι "ο Πατήρ είναι η αιτία της υπάρξεως των υποστάσεων του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, αλλά όχι και της ουσίας και των ενεργειών αυτών, με τα οποία κοινωνεί.

Η ΕΥΧΗ ΤΟΥ ΤΡΙΣΑΓΙΟΥ ΥΜΝΟΥ ΚΑΙ Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥ

 Ο ΑΓΙΟΣ ΘΕΟΣ



Η ΑΓΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ



Ο Παλαιός των Ημερών

Ενώ ο άνθρωπος μπορεί να είναι με τη χάρη του Θεού και τις δικές του προσπάθειες σχετικά μόνο άγιος, ο Θεός είναι απόλυτα άγιος, δηλαδή είναι άγιος εκ φύσεως, από την ουσία και την ύπαρξη του. Ως άγιος ο Θεός δεν έχει καμιά ηθική ατέλεια, αγαπά μόνο το αγαθό και αποστρέφεται την αμαρτία.

Εμπρός στην αγιότητα του Θεού ο άνθρωπος αισθάνεται δέος και απεριόριστο σεβασμό. Και το σεβασμό αυτό εκδηλώνει με τους λόγους, τα έργα και τη λατρεία του. Με συστολή και ευλάβεια προφέρει το όνομα του Θεού. Όταν πρόκειται να εκτελέσει μια πράξη, διερωτάται αν η πράξη αυτή είναι σύμφωνη με το θέλημα του Θεού. Και τέλος με σοβαρότητα, αφοσίωση και κατάνυξη υμνεί, δοξάζει, ευχαριστεί και ικετεύει το Θεό.









Η ΓΝΩΣΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ



Ο άνθρωπος έχει την ακατάσχετη επιθυμία να πλησιάσει και να γνωρίσει το Θεό, επειδή είναι δημιούργημα Αυτού. Στο χώρο της φύσεως γνωρίζει ο άνθρωπος το Θεό έμμεσα, με τη λογική σκέψη του, ενώ στο χώρο της Εκκλησίας Τον γνωρίζει άμεσα, με ολόκληρη την ψυχική του ζωή.

Ο φυσικός κόσμος μας υπενθυμίζει διαρκώς την ύπαρξη του Θεού. Ο Θεός φανερώνει στους ανθρώπους ότι μπορεί να τους γίνει γνωστό γι' Αυτόν. Γιατί οι αόρατες ιδιότητες του, δηλαδή η αιώνια δύναμη του και η θεότητα του, βλέπονται καθαρά αφότου δημιουργήθηκε ο κόσμος, καθόσον γίνονται νοητές δια μέσου των δημιουργημάτων του. Παράλληλα όμως στη ζωή αυτή βλέπουμε τον Θεό σαν σε καθρέφτη αμυδρά, ενώ στο μέλλοντα αιώνα, θα βλέπουμε πρόσωπο προς πρόσωπο (Α' Κορ. 13,12). Αυτό σημαίνει ότι η ουσία του Θεού είναι ασύλληπτη και ακατάληπτη από τον άνθρωπο. Μόνο η ύπαρξη και οι ιδιότητες του Θεού μας είναι προσιτές, κι αυτές όχι τέλεια.



Παρατηρώντας λοιπόν και μελετώντας τον κόσμο προκύπτει το συμπέρασμα ότι ο Θεός, ο δημιουργός αυτού του κόσμου, είναι παντοδύναμος, πανταχού παρών, αιώνιος, πάνσοφος, παντογνώστης, άγιος, δίκαιος, πανάγαθος, γεμάτος από αγάπη, ευσπλαχνία, μακροθυμία κλπ.

Ο πιστός μέσα στο λειτουργικό χώρο της Ορθόδοξης Εκκλησίας γνωρίζει το Θεό βιωματικά. Ο αόρατος και ακατάληπτος Θεός γίνεται ορατός και αντιληπτός (μόνο βιωματικά, δηλαδή με την ψυχική εκείνη κατάσταση που δημιουργείται από την προσωπική επικοινωνία με το Θεό μέσα στη Θεία Λατρεία. Ο πιστός γνωρίζει το Θεό ως αγάπη και ζει την ειρήνη και τη μακαριότητα της παρουσίας Του.







Στο πρώτο μέρος της Θείας Λειτουργίας και την ώρα που ψάλλεται από το χορό ο τρισάγιος ύμνος ("Άγιος ο Θεός, άγιος ισχυρός, άγιος αθάνατος ελέησον ημάς"), ο ιερέας απευθύνει στο Θεό Πατέρα την παρακάτω ευχή, που λέγεται «ευχή του τρισάγιου ύμνου».

ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΟΥ ΔΟΓΜΑΤΟΣ



ΟΡΙΣΜΟΣ

Η λέξη ''δόγμα'' προέρχεται από το ρήμα ''δοκέω-ώ'' (έχω τη γνώμη, νομίζω, κρίνω καλό) και σημαίνει απόφαση, επίσημη και αυθεντική γνώμη. Στη Θεολογία δόγματα είναι οι αλήθειες της πίστεως που πηγάζουν από την Αγία Γραφή και αναπτύσσονται μέσα στην παράδοση της Εκκλησίας με την καθοδήγηση του Αγίου Πνεύματος.
Υπό την έννοια αυτή δόγματα είναι α) όλες οι αλήθειες που πηγάζουν από την Αγία Γραφή και αναπτύσσονται μέσα στην Παράδοση της Εκκλησίας και β) οι αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων που αναφέρονται σε θέματα πίστεως.


Η ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ

Χαρακτηριστικό γνώρισμα της Ορθόδοξης Θεολογίας είναι η στενή σχέση δόγματος και Αποκαλύψεως. Δεν υπάρχει κανένα δόγμα στην Ορθόδοξη Εκκλησία που να μην πηγάζει άμεσα από την Αποκάλυψη.
Αποκάλυψη εννοούμε τη φανέρωση του Θεού στον κόσμο για τη σωτηρία του ανθρώπου. Η Αποκάλυψη αυτή του Θεού πραγματοποιείται με τις ενέργειές του και εκδηλώνεται σε ολόκληρη τη φάση της θείας οικονομίας, που αρχίζει από τη δημιουργία, περνάει μέσα από την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη και συνεχίζεται μέσα από την Εκκλησία.

Το αφετηριακό σημείο της μορφολογικής αναπτύξεως του Ορθόδοξου δόγματος βρίσκεται στην Αγία Γραφή και κυρίως μέσα στα Ευαγγέλια, όπου εκτίθεται με ασυστηματοποίητο και απλοϊκό τρόπο η αρχέγονη χριστιανική διδασκαλία. Και το πιο κατάλληλο χωρίο που να αποτελεί την πιο χαρακτηριστική διατύπωση του Ορθόδοξου δόγματος και κατά συνέπεια και την αφετηρία της μορφολογικής αναπτύξεώς του, είναι το χωρίο "και ο Λόγος σαρξ εγένετο" (Ιω. 1,14). Στο χωρίο αυτό υπάρχει συμπυκνωμένο τόσο το τριαδικό όσο και το χριστολογικό δόγμα, που είναι τα δύο θεμελιώδη δόγματα της Εκκλησίας και τα οποία διατυπώθηκαν και από τις Οικουμενικές Συνόδους. Έτσι η αρχή της χριστιανικής θεολογίας βρίσκεται στην αρχή της ιστορικής ζωής του Χριστού και ταυτίζεται με το γεγονός της Θείας Ενανθρωπήσεως.

Η Θεολογία κατά την Ορθόδοξη Παράδοση συνδέεται στενά με την Ορθόδοξη Πνευματικότητα, με την Ορθόδοξη δηλαδή πνευματική εμπειρία και ζωή.  Πρόκειται για δύο πλευρές της νέας πραγματικότητας που εγκαινίασε η Ενανθρώπηση του Θεού Λόγου μέσα στην ιστορία. Η Ορθόδοξη Θεολογία αποτελεί τη θεωρητική έκφραση της Ορθόδοξης Πνευματικότητας, όπως και η Ορθόδοξη Πνευματικότητα αποτελεί την πρακτική βίωση του περιεχομένου της Ορθόδοξης Θεολογίας. Έτσι θεωρία και πράξη συνδέονται άρρηκτα μέσα στην Ορθόδοξη Παράδοση. Αυτό γίνεται σαφέστερο, αν λάβουμε υπόψη ότι οι Πατέρες αντιμετώπισαν τόσο τις τριαδολογικές όσο και τις χριστολογικές αιρέσεις επισημαίνοντας κατά πρώτο και κύριο λόγο τις αρνητικές συνέπειες που είχαν για την πραγμάτωση της σωτηρίας και της θεώσεως του ανθρώπου. Και αν η Ενανθρώπηση του Θεού Λόγου αποτελεί την αρχή και τη βάση της νέας εν Χριστώ πραγματικότητας, η θέωση του ανθρώπου αποτελεί το τέλος και τον σκοπό της. Ακριβώς αυτή τη βασική αλήθεια τονίζει ο Μέγας Αθανάσιος "Αυτός γαρ (Θεός Λόγος) ενηνθρώπησεν, ίνα ημείς θεοποιηθώμεν" (περί ενανθρωπήσεως του Λόγου).

Η χρήση της ελληνικής φιλοσοφίας κατά την διατύπωση του χριστιανικού ορθόδοξου δόγματος από τους Πατέρες της Εκκλησίας ήταν ιστορική επιτακτική ανάγκη, γιατί οι πατέρες όφειλαν να παρουσιάσουν την ορθόδοξη πίστη μέσα στον ελληνικά σκεπτόμενο κόσμο με τα ίδια μορφολογικά στοιχεία με τα οποία παρουσίαζαν και οι αιρετικοί τις διδασκαλίες τους. Το ορθόδοξο δόγμα διατυπώθηκε από τους Πατέρες της Εκκλησίας σαν απάντηση στην πρόκληση των αιρέσεων. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αν δεν υπήρχαν οι διάφορες αιρέσεις, οπωσδήποτε δεν θα υπήρχε μια τόσο ανεπτυγμένη μορφή στη διατύπωση του ορθόδοξου δόγματος. 
Επιπλέον η πατερική θεολογία έχει την ιστορία της. Δεν είναι μονολιθική, ούτε βάζουμε τους Πατέρες όλους σε ένα πηγάδι και αντλούμε από κει κάθε φορά ότι μας συμφέρει.




Ο ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ, ΟΠΩΣ ΕΚΤΙΘΕΤΑΙ ΣΤΑ ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ









Ο ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ, ΟΠΩΣ ΕΚΤΙΘΕΤΑΙ ΣΤΑ ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ



Ο Λόγος γίνεται σαρξ (Ιωάν. 1,1-18).

Οι γενεαλογικοί κατάλογοι των προπατόρων του Ιησού (Ματθ. 1,2-17. Λουκ. 3,32-38).

Ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου (Λουκ. 1,26-38).

Ο Ιωσήφ μπροστά στο μυστήριο της θείας σαρκώσεως (Ματθ. 1,18-25. Λουκ. 2,1-7).



Η Γέννηση του Ιησού και η προσκύνηση των ποιμένων (Λουκ. 2,8-29).

Η περιτομή και η Υπαπαντή του Ιησού (Λουκ. 2,21-40).

Η προσκύνηση των μάγων (Ματθ. 2,1-12).

Η φυγή στην Αίγυπτο και η επιστροφή στη Ναζαρέτ (Ματθ. 2,13-23).

Ο Ιησούς δωδεκαετής στα Ιεροσόλυμα (Λουκ. 2,41-52).



Η Βάπτιση του Ιησού (Ματθ. 3,13-17. Μάρκ. 1,9-11. Λουκ. 3,21).

Οι πειρασμοί στην έρημο (Ματθ. 4,1-11. Μάρκ. 1,12. Λουκ. 4,1-13).

Η κλήση των πρώτων μαθητών (Ιωάν. 1,19-51).



Το πρώτο θαύμα στην Κανά (Ιωάν. 2,1-12).

Η εκκαθάριση του Ναού (Ιωάν. 2,13-25).

Η επίσκεψη του Νικόδημου (Ιωάν. 3,1-21).

Οι βαπτίσεις του Ιησού στην Ιουδαία (Ιωάν. 3,22-36).

Η διδασκαλία του Ιησού στη Συχάρ της Σαμάρειας (Ιωάν. 4,1-42).

Επιστροφή του Ιησού στη Γαλιλαία (Ιωάν. 4,43-54).

Η πρώτη αποδοκιμασία του Ιησού στη Ναζαρέτ (Λουκ. 4,16-30).

Εγκατάστασή του Ιησού στην Καπερναούμ (Ματθ. 4,13-16. Λουκ. 4,31).

Η κλήση του Πέτρου, του Ανδρέα, του Ιακώβου και του Ιωάννου (Ματθ. 4,18-22. Μάρκ. 1,16-20. Λουκ. 5,1-11).

Η διδασκαλία του Ιησού στη συναγωγή (Μάρκ. 1,21. Λουκ. 4,31).

Εκδίωξη δαιμονίων (Ματθ. 8,14-17. Μάρκ. 1,23-34. Λουκ. 4,33-41).

Κήρυγμα του Ιησού σε διάφορα μέρη της Γαλιλαίας (Ματθ. 4,23-25. Μάρκ. 1,35-39. Λουκ. 4,42-44).

Εξάπλωση της φήμης του Ιησού (Ματθ. 8,2-4. Μάρκ. 1,40-45. Λουκ. 5,12-16).

Θεραπεία του παραλυτικού (Ματθ. 9,1-8. Μάρκ. 2,1-12. Λουκ. 5,17-26).

Η κλήση του Ματθαίου. (Ματθ. 9,9-13. Μάρκ. 2,13-17. Λουκ. 5,27-32).

Κατηγορία για τη στάση του Ιησού απέναντι της νηστείας (Ματθ. 9,14 - 17. Μάρκ. 2,18-22. Λουκ. 5,33-39).

Κατηγορία ότι ο Ιησούς ασεβεί στο Σάββατο (Ματθ. 12,1 - 14. 3,1-6. Λουκ. 6,1-11. Ιωάν. 5,1 -18).

Εξάπλωση της φήμης του Ιησού (Ματθ. 4,21, 2δ, 14,15-21. Μάρκ. 3,7-12. Λουκ. 6,17-19).

Εντολές του Ιησού στους δώδεκα (Ματθ. 10,1-4. Μάρκ. 3,13-19. Λουκ. 6,12 - 19).



Η επί του Όρους Ομιλία (Ματθ. 5,1-8,1. Λουκ. 6,20-49).

Η πίστη του Ρωμαίου εκατοντάρχου (Ματθ. 8,5-13. Λουκ. 7,1-10).

Ο λαός για τον Ιησού (Λουκ. 7,11-17).

Ο Ιωάννης ο Βαπτιστής για τον Ιησού (Ματθ. 11,2-30. Λουκ. 7,18-35).

Η αμαρτωλή και ο Φαρισαίος (Λουκ. 7,36-50).

Οι γυναίκες της Γαλιλαίας (Λουκ. 8,1-3).

Η περί συνεργία του διαβόλου κατηγορία (Μάρκ. 3,20-30).

Οι θρησκευτικοί ηγέτες (Ματθ. 12,22-45. Μάρκ. 3,22-30. Λουκ. 11,14-32).

Σχετικά με ποιους συνδέεται (Ματθ. 12,46-50. Μάρκ. 3,31-35. Λουκ. 8,19-21).

Οι παραβολές της Βασιλείας (Ματθ. 13,1-53. Μάρκ. 4,1-34. Λουκ. 8,4-18).

Η κατάπαυση της θύελλας (Ματθ. 8,18-27. Μάρκ. 4,35-41. Λουκ. 8,22-25).

Ο Γαδαρηνός δαιμονιζόμενος (Ματθ. 8,28-34. Μάρκ. 5,1-20. Λουκ. 8,26-39).

Η θυγατέρα του Ιαείρου και η αιμορροούσα γυναίκα (Ματθ. 9,18-26. Μάρκ. 5,21-43. Λουκ. 8,40-50).

Οι δύο τυφλοί και ο κωφός δαιμονιζόμενος (Ματθ. 9,27-34).



Η δεύτερη αποδοκιμασία του Ιησού από τους κατοίκους της Ναζαρέτ (Ματθ. 13,54-58. Μάρκ. 6,1).

Καθοδήγηση του Ιησού στους δώδεκα μαθητές (Ματθ. 9,36-11,1. Μάρκ. 6,7-13. Λουκ. 9,1-6).

Αναφορές των μαθητών στον Ιησού (Μάρκ. 6,30. Λουκ. 9,10).

Διδασκαλία και χορτασμός του πλήθους (Ματθ. 14,13-21. Μάρκ. 6,32-46. Λουκ. 9,10-17. Ιωάν. 6,1-15).

Η άρνηση του Ιησού να γίνει βασιλιάς, περπάτημα στα ύδατα

κι επιστροφή στη Γεννησαρέτ (Ματθ. 14,22-36. Μάρκ. 6,45-56. Ιωάν. 6,15-24).

Διδασκαλία για τον άρτο της ζωής (Ιωάν. 6,25-71).

Καταδίκη της παραδόσεως των πρεσβυτέρων (Ματθ. 15,1-20. Μάρκ. 7,1-23).

Κήρυγμα ως τα όρια της Τύρου και της Σιδώνος,

θεραπεία της θυγατέρας της Συροφοινίκισσας (Ματθ. 15,21-28. Μάρκ. 7,24-30).

Στη Δεκάπολη. Θεραπεία του κωφαλάλου (Ματθ. 15,29-31. Μάρκ. 7,31-37).

Χορτασμός των τετρακισχιλίων, αναχώρηση για τη Δαλμανουθά (Ματθ. 15,32-39. Μάρκ. 8,1-10).

Ομιλία κατά των Φαρισαίων και των Σαδδουκαίων (Ματθ. 16,1 -12. Μάρκ. 8,11-21).

Διάβαση από την περιφέρεια της Καισαρείας του Φιλίππου (Ματθ. 16,13. Μάρκ. 8,27).

Η ομολογία του Πέτρου (Ματθ. 16,14-20. Μάρκ. 8,28-30. Λουκ. 9,18-20).



Πρώτη πρόρρηση του Ιησού για το πάθος και την Ανάσταση (Ματθ. 16,21-28. Μάρκ. 8,31-9,1. Λουκ. 9,21-27).

Η Μεταμόρφωση του Ιησού (Ματθ. 17,1-13. Μάρκ. 9,2-13. Λουκ. 9,28-36).

Η θεραπεία του επιληπτικού (Ματθ. 17,14-21. Μάρκ. 9,14-29. Λουκ. 9,37-43).

Δεύτερη πρόρρηση του Ιησού του Πάθους και της Αναστάσεως (Ματθ. 17,22 κ.ε. Μάρκ. 9,30-32. Λουκ. 9,43-45).

Επιστροφή του Ιησού στην Καπερναούμ. Ο φόρος του διδράχμου (Ματθ. 17,24-27).

Η διδασκαλία για την ταπεινοφροσύνη (Ματθ. 18'. Μάρκ. 9,33-50. Λουκ. 9,46-50).

Ο Ιησούς στα Ιεροσόλυμα, κατά την εορτή της Σκηνοπηγίας, συνάντηση με τους αντιπάλους του (Ιωάν. 7,1-52).

Διαξιφισμοί του Ιησού με τους Ιουδαίους, στον Ναό (Ιωάν. 8,12-59).

Η θεραπεία του εκ γενετής τυφλού (Ιωάν. 9,1-41).

Ομιλία του Ιησού για το ποίμνιο και τους ποιμένες (Ιωάν. 10,1-21).

Ο Ιησούς στην εορτή των εγκαινίων, στα Ιεροσόλυμα (Ιωάν. 10,22-42).

Αναχώρηση του Ιησού από τη Γαλιλαία για το κήρυγμα πέραν του Ιορδάνη (Ματθ. 19,1. Μάρκ. 10,1. Λουκ. 9,51-62).

Η αποστολή των εβδομήκοντα μαθητών (Λουκ. 10,1-24).

Λόγοι για τον γάμο και το διαζύγιο (Ματθ. 19,3-12. Μάρκ. 10,2-12).

Η ευλογία των μικρών παιδιών (Ματθ. 19,13-15. Μάρκ. 10,13-15. Λουκ. 18,15-17).

Οι πλούσιοι και η Βασιλεία των ουρανών (Ματθ. 19,16-30. Μάρκ. 10,17-31. Λουκ.18,18-30).

Η παραβολή των εργατών του αμπελώνα (Ματθ. 20,1-16).

Τρίτη πρόρρηση του Ιησού του θανάτου και της αναστάσεως του (Ματθ. 20,17-19. Μάρκ.10,32-34. Λουκ. 18,31-34).

Ταπεινοφροσύνη και χριστιανική δόξα (Ματθ. 20,20-28. Μάρκ. 10,35-45. Λουκ. 22,24-27).

Θεραπεία του τυφλού της Ιεριχούς (Ματθ. 20,29-34. Μάρκ. 10,46-52. Λουκ. 18,35-43).

Η μετάνοια του Ζακχαίου (Λουκ. 19,1-10).

Η ανάσταση του Λαζάρου (Ιωάν. 11,1-44).

Οι εχθροί του Ιησού προετοιμάζουν τον θάνατο του (Ιωάν. 11,45-53).

Δείπνος προς τιμή του Ιησού, στη Βηθανία (Ιωάν. 12,1-11).



Θριαμβευτική είσοδος του Ιησού στα Ιεροσόλυμα (Ματθ. 21,1 - 11. Μάρκ. 11,1-11. Λουκ.19,29-44. Ιωάν. 12,12-19).

Ξήρανση της άκαρπου συκής (Ματθ. 21,18-22. Μάρκ. 11,12-14, 20-25).

Η εκκαθάριση του Ναού (Ματθ. 21,12-17. Μάρκ. 11,15-19. Λουκ. 19,45-48).

Ιερείς, Γραμματείς και Πρεσβύτεροι διαμφισβητούν την εξουσία του Ιησού (Ματθ. 21,23-27. Μάρκ. 11,27-33. Λουκ. 20,1-8).

Η παραβολή των δύο υιών (Ματθ. 21,28-32).

Η παραβολή των κακών γεωργών (Ματθ. 21,33 - 46. Μάρκ. 12,1-12.Λουκ. 20,9-19).

Η παραβολή των κεκλημένων στον δείπνο (Ματθ. 22,1-14).

Συζήτηση του Ιησού με τους φαρισαίους για τον φόρο στόν Καίσαρα (Ματθ. 22,15-22. Μάρκ.12,13-17 Λουκ. 20,20-26).

Οι Σαδδουκαίοι και η ανάσταση των νεκρών (Ματθ. 22,23-33. Μάρκ. 12,18-27. Λουκ. 20,27-38).

Ο Γραμματεύς και η μεγίστη εντολή (Ματθ. 22,34-40. Μάρκ. 12,28-34. Λουκ. 20,39).

Ο Ιησούς ρωτά για τον Μεσσία (Ματθ. 22,41-46. Μάρκ. 12,35-37. Λουκ. 20,41-44).

Τα ουαί του Ιησού εναντίον των Γραμματέων και των Φαρισαίων (Ματθ. 23,1 - 39. Μάρκ. 12,38-40. Λουκ. 20,45-47).

Ο οβολός της χήρας (Μάρκ. 12,41-44. Λουκ. 21,1-4).

Οι Έλληνες ζητούν να γνωρίσουν τον Ιησού (Ιωάν. 12,20-36).

Οι Ιουδαίοι αποκηρύττουν τον Ιησού (Ιωάν. 12,37-50).

Συζήτηση για το ποιος είναι ο Ιησούς (Ματθ. 24,1-51. Μάρκ. 13,1 - 37. Λουκ. 21,5-38).

Η παραβολή των δέκα παρθένων (Ματθ. 25,1-13).

Η παραβολή των ταλάντων (Ματθ. 25,14-30).

Λόγια για την επερχόμενη κρίση (Ματθ. 25,31-46).

Ο Ιούδας κινείται κατά του Διδασκάλου (Ματθ. 26,1-5, 14, 16. Μάρκ. 14,1. Λουκ. 22,1-6).

Η προετοιμασία για το Πάσχα (Ματθ. 26,17 -19. Μάρκ. 14,12-16. Λουκ. 22,7-13).

Ο Νιπτήρ (Ιωάν. 13,1-20).



Ο Μυστικός Δείπνος (Ματθ. 26,20-25. Μάρκ. 14,17-21. Ιωάν. 13,21-35).

Η θεία Ευχαριστία (Ματθ. 26,26-29. Μάρκ. 14,22-25. Λουκ. 22,14-23).

Υποσχέσεις του Πέτρου, ότι δεν θα παρατήσει τον διδάσκαλο (Ματθ. 26,30-35. Μάρκ. 14,26-31. Λουκ. 22,31-38. Ιωάν. 13,36-38).

Αποχαιρετιστήριος ομιλία του Ιησού στους μαθητές του (Ιωάν. 14-16).

Η Δεσποτική προσευχή (Ιωάν. 17).

Η αγωνία στη Γεθσημανή (Ματθ. 26,36-46. Μάρκ. 14,32-42. Λουκ. 22,40-46. Ιωάν. 18,1).

Η σύλληψη του Ιησού (Ματθ. 26,46-56. Μάρκ. 14,43-52. Λουκ. 22,47-53. Ιωάν. 18,2-12).



Η δίκη του Ιησού μπροστά στον Άννα (Ιωάν. 18,13,19-24).

Η δίκη του Ιησού μπροστά στον Καϊάφα (Ματθ. 26,57-67. Μάρκ. 14,53-65. Λουκ. 22,54. Ιωάν. 18,2).

Η δίκη του Ιησού στο Συνέδριο (Ματθ. 27,1. Μάρκ. 15,1. Λουκ. 22,66-71).

Η άρνηση του Πέτρου (Ματθ. 26,69-75. Μάρκ. 14,66-72. Λουκ. 22,55-62. Ιωάν. 18,15-18, 25-27).

Η δίκη του Ιησού μπροστά στον Πιλάτο (Ματθ 27,2, 11-14. Μάρκ. 15,2-5. Λουκ. 23,1-5. Ιωάν. 18,28-38).

Η δίκη του Ιησού μπροστά στον Ηρώδη (Λουκ. 23,6-12).

Η δίκη του Ιησού μπροστά στον Πιλάτο πάλι (Ματθ. 27,15-26. Μάρκ. 15,6-15. Λουκ. 23,13-25. Ιωάν. 18,38-40).



Ο Ιησούς περιπαίζεται από τους στρατιώτες (Ματθ. 27,27-31. Μάρκ. 15,16-20. Ιωάν. 19,2).

Η απόφαση της σταυρώσεως του Ιησού (Ιωάν. 19,16).

Η πορεία του Ιησού προς τον Γολγοθά (Ματθ. 27,32. Μάρκ. 15,21. Λουκ. 23,26-32. Ιωάν. 19,17).

Η σταύρωση του Ιησού (Ματθ. 27,33-44. Μάρκ. 15,22-32. Λουκ. 23,33. Ιωάν. 19,18-24).



Οι επτά λόγοι του Ιησού στο Σταυρό:

α) «Πάτερ, άφες αυτοίς...» (Λουκ. 23,24)

β) «Σήμερον...μετ' εμού εν τω παραδείσω» (Λουκ. 23,39-43).

γ) «Γύναι...Ο υιός σου» (Ιωάν. 19,25-27).

δ) «θεέ μου...ινατί...» (Ματθ. 27,46. Μάρκ. 15,33-39).

ε) «Διψώ» (Ιωάν. 19,28).

στ) «Τετέλεσται» (Ιωάν. 19,30).

ζ) «Πάτερ, εις χείρας σου...» (Λουκ. 23,44-49).



Η ταφή του Ιησού (Ματθ. 27,57-61. Μάρκ. 15,42-47. Λουκ. 23,50 - 56. Ιωάν. 19,38-42).

Η φύλαξη του τάφου (Ματθ. 27,63-66).

Ο ανοιγμένος τάφος κι ο αναστάς Χριστός (Ματθ. 28,1-10. Μάρκ. 16,1-8. Λουκ. 24,1-12. Ιωάν. 20,1-10).

Η εμφάνιση του Χριστού στο Εμμαούς (Λουκ. 24,13-35).

Η εμφάνισή του Ιησού στην Ιερουσαλήμ (Λουκ. 24,36-43. Ιωάν. 20,19-25).



Η εμφάνιση του Ιησού στους μαθητές και στον Θωμά (Ιωάν. 20,26-29).

Η εμφάνιση του Ιησού στους επτά μαθητές στη λίμνη (Ιωάν. 21,1-23).

Η εμφάνιση του Ιησού στούς ένδεκα μαθητές, σ' ένα βουνό της Γαλιλαίας (Ματθ. 28,16-20).

Η Ανάληψη του Χριστού (Λουκ. 24,50-53).

 

Ο ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ



Η Γέννηση του Ιησού
Χριστός (από το ρήμα χρίω) σημαίνει αυτός που έχει χριστεί από το Θεό, που έχει το χρίσμα της θείας αποστολής. Πηγές για τη ζωή και το έργο του Χριστού αποτελούν τα Ευαγγέλια του Λουκά, του Μάρκου, του Ματθαίου και του Ιωάννη, τα άλλα βιβλία της Καινής Διαθήκης, και οι συγγραφείς Σουετώνιος, Τάκιτος, Ιώσηπος, Λουκρήτιος.
Σύμφωνα με την Καινή Διαθήκη, ο αρχάγγελος Γαβριήλ επισκέφθηκε τη Θεοτόκο Μαρία μετά την έξοδό της απ' το Ναό και της είπε ότι θα φέρει στον κόσμο τον Υιό του Θεού. Σύμφωνα με το θέλημα του Θεού θα ονομαστεί Ιησούς και θα ερχόταν στον κόσμο όχι με τη συμβολή ανδρός, αλλά με την θαυματουργή δύναμη του Θεού και την έλευση του Αγίου Πνεύματος.
Από εκείνη τη στιγμή ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός σαρκώθηκε από την αειπάρθενο Μαρία για τη σωτηρία του ανθρώπινου γένους.
Με το διάταγμα του αυτοκράτορα Καίσαρα Αυγούστου να απογραφεί όλος ο πληθυσμός που ήταν κάτω από την Ρωμαϊκή κυριαρχία, ο  Ιωσήφ και η εγκυμονούσα Μαριάμ έπρεπε να απογραφούν στον τόπο της καταγωγής τους. Έτσι ξεκίνησαν από την Ναζαρέτ και ύστερα από κοπιαστικό ταξίδι έφτασαν στην Βηθλεέμ της Ιουδαίας. Λόγω της πληθώρας των απογραφομένων, ο Ιωσήφ με τη Μαρία, δεν κατάφεραν να βρουν κατάλυμα, παρά μόνο ένα φτωχικό σπήλαιο.
Εκεί θέλησε να γεννηθεί ο φιλάνθρωπος και ταπεινός Κύριος, ο  Λυτρωτής του κόσμου, όπου και τον σπαργάνωσε η Θεοτόκος σε μια φάτνη των ζώων για να ζεσταθεί.
Ένας άγγελος εμφανίστηκε σε ποιμένες (βοσκούς) και τους είπε ότι εκείνο το βράδυ γεννήθηκε ο Σωτήρας των ανθρώπων. Οι βοσκοί πήγαν και προσκύνησαν τον μικρό Ιησού ακολουθώντας το αστέρι που φώτιζε τη φάτνη. Έτσι, ο Ιησούς γεννήθηκε περίπου το 6 π.Χ. στη Βηθλεέμ, στη διάρκεια της βασιλείας του Ηρώδη.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία εορτάζει τη Γέννηση του Ιησού Χριστού στις 25 Δεκεμβρίου. Η γιορτή των Χριστουγέννων καθιερώθηκε για πρώτη φορά το 397 μ.Χ. επί πατριαρχείας Αγ. Ιωάννου του Χρυσοστόμου.
 

ΤΑ ΠΑΙΔΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ

Η Υπαπαντή του Ιησού
Σε οκτώ μέρες από τη γέννηση, η Θεοτόκος Μαρία και ο Ιωσήφ έκαναν, σύμφωνα με το Μωσαϊκό νόμο, την περιτομή του παιδιού και του έδωσαν το όνομα «Ιησούς». Η Εκκλησία μας εορτάζει την Περιτομή του Ιησού Χριστού στις 1 Ιανουαρίου. 
Σαράντα μέρες μετά τη γέννησή Του, ο Ιησούς συνοδεύεται από τον Ιωσήφ και τη Μαρία για πρώτη φορά στα Ιεροσόλυμα, στο ναό του Θεού.  Σύμφωνα με τον Ιουδαϊκό νόμο, κάθε πρωτότοκο αρσενικό παιδί έπρεπε να αφιερώνεται στο Θεό και να προσφέρει, την τεσσαρακοστή ημέρα από την γέννησή το, θυσία στο Θεό ένα ζεύγος τρυγόνων ή δύο νεοσσούς περιστερών. Εκεί βρέθηκε ο δίκαιος Συμεών, φωτισμένος από το Άγιο Πνεύμα, για να τους προϋπαντήσει στην είσοδο. Ο γέροντας Συμεών κράτησε με ευλάβεια και δέος το Θείο βρέφος, γιατί γνώριζε από την προφητεία ότι Αυτό είναι ο ίδιος ο Θεός με σάρκα ανθρώπου, τον οποίο θα έβλεπε πριν πεθάνει. Μετά προφήτευσε ότι: «ο Ιησούς θα γίνει αιτία να πέσουν και να σηκωθούν πολλοί στο Ισραήλ και θα προκαλέσει διχογνωμία».
Έτσι η Εκκλησία μας καθιέρωσε την ακολουθία του «Σαραντισμού», όπου οι μητέρες βγάζουν για πρώτη φορά το παιδί τους από το σπίτι, σαράντα ημερών βρέφος και το πηγαίνουν στην Εκκλησία, για να το ευλογήσει ο ιερέας και να λάβει την χάρη από την προσκύνηση των ιερών εικόνων. Η Εκκλησία μας εορτάζει την Υπαπαντή (υποδοχή) του Ιησού Χριστού στις 2 Φεβρουαρίου. 

Μετά τη γέννηση του Ιησού και τον σαραντισμό, η Θεοτόκος με τον  Ιωσήφ παρέμειναν στη Βηθλεέμ. Στο διάστημα αυτό, μάγοι από την Ανατολή ήρθαν να προσκυνήσουν το Σωτήρα του κόσμου. Πρόσφεραν ως δώρα χρυσό, λιβάνι και σμύρνα.
Μετά την προσκύνηση του Κυρίου, οι Μάγοι επιστρέφουν στην πατρίδα τους, γιατί άγγελος Κυρίου τους ειδοποίησε να φύγουν από άλλο δρόμο και να μη πάνε στον Ηρώδη, που ήθελε να σκοτώσει τον Ιησού. Πριν ο Ηρώδης διατάξει τη σφαγή των νηπίων, άγγελος Κυρίου παρουσιάζεται σε όνειρο στον Ιωσήφ και του είπε να πάρει το παιδί και τη μητέρα Του και να φύγουν για την Αίγυπτο. Πράγματι, ο Ιωσήφ πήρε τη Θεοτόκο και το παιδί και έφτασαν στην Αίγυπτο όπου μέχρι το θάνατο του Ηρώδη. Σήμερα στο παλιό Κάϊρο, κοντά στο μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου, βρίσκεται το σπήλαιο με το πηγάδι, όπου έμεινε η αγία οικογένεια κατά τη διάρκεια της διαμονής της στην Αίγυπτο.
Μετά το θάνατο του Ηρώδη και ύστερα από ειδοποίηση του αγγέλου η αγία οικογένεια επέστρεψε, όπου εγκαταστάθηκε και πάλι στην φτωχική κωμόπολη Ναζαρέτ. Εκεί μεγάλωνε ο Ιησούς με τους γονείς του ασκώντας το επάγγελμα του ξυλουργού και προετοιμαζόταν για το έργο του σύμφωνα με το θέλημα του Θεού.
 
 

Η ΒΑΠΤΙΣΗ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ

Η Βάπτιση του Ιησού
Μετά από θεία εντολή ο Ιωάννης ο Πρόδρομος εγκατέλειψε την ερημική ζωή και ήλθε στον Ιορδάνη ποταμό όπου κήρυττε και βάπτιζε, προετοιμάζοντας τον κόσμο για την εμφάνιση του Χριστού. Όταν ο Ιησούς ήταν περίπου 30 ετών, παρουσιάστηκε κάποια ημέρα στον Ιωάννη και ζήτησε να βαπτιστεί. Ο Ιωάννης τον βάπτισε μέσα στον Ιορδάνη ποταμό καθώς αναγνώρισε στο πρόσωπό του τον αναμενόμενο Μεσσία που περίμεναν οι Ιουδαίοι.
Και τότε μπροστά στα έκπληκτα μάτια των θεατών διαδραματίσθηκε μία μοναδική και μεγαλειώδης σκηνή, όταν με την μορφή ενός περιστεριού κατήλθε το Άγιο Πνεύμα και κάθισε επάνω στο βαπτιζόμενο Ιησού, ενώ συγχρόνως ακούστηκε από τον ουρανό η φωνή του Θεού η οποία έλεγε: «Ούτος εστίν ο Υιός μου ο αγαπητός, εν ω ευδόκησα» («Αυτός είναι ο αγαπημένος μου Υιός, αυτός είναι ο εκλεκτός μου»).
Ο Κύριος με το να βαπτιστεί αγίασε το νερό, το έκανε νερό αγιασμού και συμφιλίωσης με το Θεό. Έτσι με τη Βάπτιση του Κυρίου εγκαινιάστηκε το μυστήριο του Βαπτίσματος.
Η Εκκλησία μας εορτάζει την Βάπτιση του Ιησού Χριστού στις 6 Ιανουαρίου. 
 

Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ

Ο Ιησούς κατόπιν αποχώρησε στην έρημο και προετοιμάστηκε ψυχολογικά για την δημόσια δράση του. Τότε ήταν περίπου 30 χρονών, σύμφωνα με το Λουκά, τη 15η χρονιά της βασιλείας του αυτοκράτορα Τιβέριου, δηλ. το 28 ή 29 μ.Χ. Μετά από το γεγονός αυτό, ο Ιησούς ξεχώρισε μια ομάδα 12 πιστών μαθητών οι οποίοι θα τον βοηθούσαν να διαδώσει το μήνυμά της Σωτηρίας. Η εκλογή των δώδεκα μαθητών, που ονομάζονται και απόστολοι, καθώς η αποστολή τους ήταν να κηρύξουν το ευαγγέλιο σε ολόκληρο τον κόσμο, κράτησε ενάμιση χρόνο περίπου. Μετά την κλίση τους έμειναν μαζί με τον Ιησού δύο χρόνια περίπου. Ο Ιησούς, αφού είχε τελειώσει την πρώτη διδασκαλία Του στην Ιουδαία, και άρχιζε τη διδασκαλία Του στη Γαλιλαία, κάλεσε τους Σίμωνα (Πέτρο), Ανδρέα, Ιάκωβο και Ιωάννη, να εγκαταλείψουν το επάγγελμα του ψαρά και να Τον ακολουθήσουν. Μετά από σύντομο χρονικό διάστημα κάλεσε τον Φίλιππο, τον Ναθαναήλ (Βαρθολομαίο) και τον Ματθαίο.
Ακολούθησαν οι Θωμάς, Σίμων ο Κανανίτης, Ιούδας ή Θαδδαίος, Ιάκωβος γιος του Αλφαίου και ο Ιούδας ο Ισκαριώτης.
 
Σύμφωνα με τους ευαγγελιστές, ο Ιησούς κήρυξε στον κόσμο της υπαίθρου, στους ναούς και στις πόλεις και μίλησε για την εμπιστοσύνη που πρέπει να έχει άνθρωπος στο Θεό, δίδαξε τη συγχώρεση, την υιοθέτηση μιας στάσης ζωής που να αγκαλιάζει με αγάπη τον συνάνθρωπο και την οριστική λύτρωση του ανθρώπου από το κακό, την φθορά και τον θάνατο με την συμμετοχή του στην "Βασιλεία του Θεού", στην αιώνια ζωή που συνεχίζεται μετά τον φυσικό θάνατο. Η διδασκαλία του, έκανε τον Ιησού σύντομα γνωστό και η φήμη του εξαπλώθηκε σε όλη τη χώρα, όχι μόνο στο βορρά και στις περιοχές της Γαλιλαίας άλλα και στο νότο με τα αστικά κέντρα και ιδιαίτερα στην ιερή πόλη του Ιουδαϊσμού, στα Ιεροσόλυμα. Ο λόγος του είχε δύναμη και παραστατικότητα. Συνήθιζε να συναναστρέφεται με ανθρώπους που θεωρούνταν αμαρτωλοί, με φτωχούς και ταπεινούς, αγαπούσε τα παιδιά και τη φύση.
Στη διδασκαλία του ο Χριστός καταφέρθηκε εναντίον της τυπολατρίας των Φαρισαίων. Ενδιαφέρθηκε για την εγκαθίδρυση ουσιαστικών σχέσεων αγάπης και δικαιοσύνης ανάμεσα στους ανθρώπους. Κεντρική θέση κατείχε η προσδοκία για τη βασιλεία των ουρανών και την τελική επικράτηση της δικαιοσύνης στον κόσμο. Σύμφωνα με τη διδασκαλία του Χριστού, ο Θεός κατοικεί παντού, είναι πανάγαθος, είναι η Αγάπη, προνοεί κι ενδιαφέρεται για όλους. Η σχέση του ανθρώπου με το Θεό είναι εσωτερική, πνευματική και ο καλύτερος τρόπος λατρείας του είναι η εκπλήρωση των εντολών του και κυρίως η έκφραση αγάπης για τους συνανθρώπους.
 

ΟΙ ΠΑΡΑΒΟΛΕΣ
 
Τα λόγια του Ιησού δεν κατανοούνται αρχικά από τους ακροατές του στο πνευματικό τους βάθος, αλλά στην επιφάνεια τους. Έτσι ο Ιησούς με τις παραβολές έχει την ευκαιρία να τις διασαφηνίζει περισσότερο έως ότου τις αντιληφθούν σωστά οι ακροατές του. Η διδασκαλία του Ιησού, είναι διατυπωμένη στη γλώσσα, το μορφωτικό επίπεδο και την προσληπτική ικανότητα των ανθρώπων της εποχής εκείνης. Ο Ιησούς δεν απευθύνθηκε ως Διδάσκαλος σ' έναν κόσμο λογίων και μορφωμένων ανθρώπων, αλλά επικοινώνησε με το λαό της εποχής εκείνης, που ουσιαστικά δεν διέθετε σχεδόν καμιά μόρφωση και πνευματική καλλιέργεια. Γι’ αυτό απέφευγε συστηματικά τις ιδεολογικές και συνθετικές ομιλίες, καθώς και λόγους θεωρητικού περιεχομένου. Ήταν μάλλον πρακτικός και πολύ αναλυτικός και διαμόρφωνε το λόγο του με παραδείγματα παρμένα από την καθημερινή ζωή κάνοντας χρήση των «Παραβολών». Η παραβολή ήταν, από τα βασικά δομικά στοιχεία της διδασκαλίας του Ιησού. Χρησιμοποιούσε πάντοτε εικόνες από τον γύρω κόσμο ώστε να δημιουργήσει αίσθηση ή να προκαλέσει έντονο ενδιαφέρον.
Επειδή απευθυνόταν σ’ ένα κόσμο απλοϊκό, χωρίς κάποια μόρφωση και παιδεία, κόσμο συνήθως κτηνοτροφικό και γεωργικό, η παραβολική γλώσσα με εικόνες παρμένες από την καθημερινή ζωή έγινε το πιο κατάλληλο μέσο για ουσιαστικότερη κατανόηση κι επικοινωνία. Ο κόσμος της εποχής του Ιησού εκφραζόταν περισσότερο με σύμβολα, με παραστάσεις, με εικόνες και μύθους. Τα μηνύματα ήταν πιο εύκολο τότε να φτάσουν στους αποδέκτες, να τους συγκινήσουν και να διεγείρουν τη φαντασία τους, με εικόνες ζωντανές, παρμένες από τη φύση και τη ζωή. Ο μεγαλύτερος αριθμός των παραβολών έχει ως περιεχόμενο την έννοια της Βασιλείας του Θεού, κάτι που παρουσιάζεται τόσο καινούργιο, που είναι πολύ δύσκολο να κατανοηθεί από τους ανθρώπους της εποχής εκείνης.
 

ΤΑ ΘΑΥΜΑΤΑ

Καθώς οι Παραβολές βρίσκονται στο κέντρο των «λόγων» του Ιησού, τα θαύματα, αποτελούν το κέντρο των «έργων» του. Τα θαύματα, όπως και οι παραβολές, πραγματοποιήθηκαν καθ’ όλη τη διάρκεια της δημόσιας δράσης και σε όλες τις περιοχές της Παλαιστίνης, από τη βόρεια Γαλιλαία ως τη νότια Ιουδαία.
Ο Ιησούς έκανε τα θαύματα όταν συναντούσε αδυναμία, αρρώστια, αναπηρία, πόνο, θάνατο. Για ανθρώπους που έπασχαν από αυτά ο Ιησούς νοιάστηκε και συμπαραστάθηκε θαυματουργικά. Στα Ευαγγέλια έχουμε διηγήσεις για περίπου 40 θαύματα του. Θεράπευσε τυφλούς, κωφάλαλους, παράλυτους, επιληπτικούς, λεπρούς. Ελευθέρωσε ανθρώπους από δυνάμεις του κακού (δαιμονισμένους). Ξανάδωσε τη ζωή σε νεκρούς.
Με τρόπο παραστατικότερο από όσο στις παραβολές, το θαύμα έδειχνε κάποια ξεχωριστή αλήθεια της Βασιλείας του Θεού. Όλα ήταν σημάδια ("σημεία") που επέτρεπαν στους ανθρώπους να δουν πόσο αλλιώτικη θα είναι η ζωή σύμφωνα με το πνεύμα της. Με τα θαύματα ο Ιησούς απελευθέρωνε τους ανθρώπους όχι μόνο από τα βάσανα τους, αλλά και από απάνθρωπες αντιλήψεις σχετικές με αυτά. Σύμφωνα με τις τότε αντιλήψεις της εποχής κάθε αρρώστια και αναπηρία των ανθρώπων ήταν δίκαιη τιμωρία του Θεού για αμαρτίες δικές τους ή των γονιών τους. Έδιναν στους πάσχοντες στήριγμα ότι δεν είναι μόνοι, αλλά έχουν τον Θεό πλάι τους και βεβαίωναν ότι κάποτε όλα τα δεινά θα τελειώσουν και θα κυριαρχήσει μόνο η ζωή και το καλό.
 
Παρατηρούμε στις διηγήσεις ότι ο Ιησούς έκανε θαύματα σε όσους του έδειχναν εμπιστοσύνη, έστω και λίγη. Δεν έκανε θαύματα για εντυπωσιασμό και για να αποδείξει τη θεότητα του. Όλα τα έκανε για τους άλλους, κανένα για τον εαυτό του. Ήθελε να δείξει στους ανθρώπους να καταλάβουν ότι ήταν ο αληθινός Μεσσίας, ο ελευθερωτής των ανθρώπων, ώστε να μπορούν όλοι να έχουν αληθινή ζωή.
 

Η ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΗΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ ΤΟΥ

Το μήνυμα του Ιησού είχε μεγάλη επίδραση στους ακροατές του και πολλοί από αυτούς πίστεψαν ότι πράγματι αυτός ήταν ο Μεσσίας. Άλλοι πάλι θεώρησαν ότι απλά ήρθε να προετοιμάσει τον ερχομό του πραγματικού Μεσσία ενώ κάποιοι είπαν πως ήταν κάποιος παλιός προφήτης που ήρθε και πάλι στη γη για να διδάξει. Μια ομάδα Εβραίων θρησκευτικών ηγετών κατηγόρησε τον Ιησού επειδή τα Σάββατα, την ιερή ημέρα ανάπαυσης των Ιουδαίων, συνέχιζε την διδασκαλία του και έκανε θαύματα.
Κάποιοι από αυτούς δυσανασχετούσαν επειδή ο Ιησούς πλησίαζε με καλοσύνη ανθρώπους που θεωρούνταν ανάξιοι και ασεβείς. Μια μερίδα από τους Εβραίους ηγέτες ανησύχησε μήπως αυτός, που πολλοί νόμιζαν για Μεσσία, ξεκινήσει κάποια εξέγερση ενάντια στους Ρωμαίους και έτσι υπάρξει αναταραχή. Έτσι, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι πρέπει να θανατώσουν τον Ιησού και άρχισαν να ψάχνουν για οπαδούς του που θα ήταν πρόθυμοι να τον προδώσουν. Και βρήκαν τον μαθητή του Ιησού τον Ιούδα.
 
 

ΤΑ ΠΑΘΗ ΚΑΙ Η ΣΤΑΥΡΩΣΗ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ

Η Σταύρωση του Ιησού
Μετά την ανάσταση του Λαζάρου ο Ιησούς θα πήγαινε στην Ιερουσαλήμ για τον εορτασμό του Πάσχα. Ερχόμενος ο Ιησούς από τη Βηθανία στα Ιεροσόλυμα, έστειλε δύο από τους μαθητές του και του έφεραν ένα γαϊδουράκι για να μπει στην πόλη.
Ο δε λαός, ακούγοντας ότι ο Ιησούς έρχεται, πήραν αμέσως στα χέρια τους βάγια από φοίνικες και βγήκαν να τον υποδεχτούν. Και άλλοι μεν με τα ρούχα τους, άλλοι δε κόβοντας κλαδιά από τα δέντρα, έστρωναν το δρόμο απ’ όπου ο Ιησούς θα περνούσε. Και όλοι μαζί, ακόμα και τα μικρά παιδιά, φώναζαν: «Ωσαννά· ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου, ο βασιλεύς του Ισραήλ».
Ο Χριστός εισέρχεται στα Ιεροσόλυμα και οι Ισραηλίτες τον υποδέχονται με τιμές ως Βασιλιά. Εκείνος δεν δίνει ιδιαίτερη σημασία στις τιμές, δεν περιορίζεται στο πανηγύρι. Σε λίγες ημέρες θα μαρτυρήσει και θα θανατωθεί στο σταυρό, για να νικήσει το θάνατο και να χαρίσει τη ζωή.
 
Το βράδυ της Πέμπτης ο Ιησούς Χριστός μάζεψε τους αποστόλους μαζί για ένα τελευταίο γεύμα, που είναι γνωστό ως Μυστικός Δείπνος. Πριν ν' αρχίσει το δείπνο ο Ιησούς σηκώνεται από το τραπέζι βάζει νερό στο νιπτήρα και πλένει τα πόδια των μαθητών Του. Με τον τρόπο αυτό θέλει να τους δείξει ότι δεν πρέπει να επιζητούν τα πρωτεία. Άρχισε κατόπιν να τους νουθετεί να αγαπούν ο ένας τον άλλο. Στη συνέχεια τους μίλησε για την προδοσία. Πήρε το ψωμί και το κρασί από το τραπέζι, προσευχήθηκε και σε μια συγκινητική ατμόσφαιρα αποχαιρετισμού το μοίρασε στους αποστόλους του. Οι Χριστιανοί, σε ανάμνηση του γεγονότος αυτού έχουν καθιερώσει την λατρευτική τελετή της Θείας Ευχαριστίας.
Μετά από αυτή τη στιγμή ο Ιούδας, μόλις έφαγε τον άρτο έφυγε και συμφώνησε με τους αρχιερείς να τους Τον παραδώσει.

Μετά από το δείπνο, ο Ιησούς πήγε να προσευχηθεί μαζί με τους μαθητές του στο Όρος των Ελαιών, ένα λόφο στην ανατολική πλευρά της Ιερουσαλήμ, και στον κήπο της Γεθσημανής. Σε αυτόν τον κήπο ο μαθητής του, ο Ιούδας ο Ισκαριώτης, έφτασε ο Ιούδας με ένοπλους στρατιώτες και πολύ όχλο και αφού χαιρέτησε και φίλησε το δάσκαλό Του, Τον παρέδωσε.
Αυτοί τον οδήγησαν δέσμιο μπροστά στους Αρχιερείς των Ιουδαίων Άννα και Καϊάφα, οι οποίοι πραγματοποίησαν μια σύντομη δίκη και τον καταδίκασαν σε θάνατο, επειδή τάχα βλασφήμησε. Οι μαθητές σκορπίστηκαν και ο θερμότερος των άλλων ο Πέτρος τον ακολούθησε ως την αρχιερατική αυλή και αρνήθηκε τον Ιησού ότι είναι μαθητής Του.
Οι νόμοι όριζαν πως για να πραγματοποιηθεί μια θανατική ποινή θα έπρεπε να εγκριθεί από τον ρωμαϊκό κυβερνήτη της Ιουδαίας, Πόντιο Πιλάτο. Εκείνος, αφού Τον ανέκρινε με πολλούς τρόπους προσπάθησε να αθωώσει τον Ιησού καθώς δεν έβρισκε κάτι επιλήψιμο ενάντιά του. Μετά όμως από την απαίτηση του συγκεντρωμένου πλήθους, ο Πιλάτος καταδίκασε τον Ιησού σε θάνατο επάνω σε σταυρό.
Τον παρέδωσε στους στρατιώτες, οι οποίοι αφού τον μαστίγωσαν, έπειτα τον γύμνωσαν, του φόρεσαν κόκκινη χλαμύδα, τον στεφάνωσαν μ’ ένα ακάνθινο στεφάνι, και κατόπιν τον προσκυνούσαν χλευαστικά, τον έφτυναν και τον χτυπούσαν στο πρόσωπο και τον περιέπαιζαν με κάθε τρόπο κατά τη διάρκεια της νύχτας, ως το πρωί.
Μετά, του φόρεσαν πάλι τα ρούχα του, τον φόρτωσαν ένα Σταυρό, τον πήγαν στον Γολγοθά, ένα λόφο έξω από την πόλη, για να Τον σταυρώσουν. Εκεί ο Ιησούς σταυρώθηκε μεταξύ δύο ληστών και βλασφημήθηκε. Κάποιος από τους στρατιώτες τον πότισε με ξύδι ανακατεμένο με χολή. Γύρω στην ένατη ώρα, παρέδωσε το πνεύμα Του ο αμνός του Θεού.
Τέλος, κατά τη δύση του ηλίου, ο Ιωσήφ από την Αριμαθαία και ο Νικόδημος, δυο κρυφοί μαθητές του Ιησού, αποκαθήλωσαν το πανάγιο σώμα του Κυρίου τους, το αρωμάτισαν, το τύλιξαν με καθαρό σεντόνι και αφού το έθαψαν σε καινούργιο τάφο, σφράγισαν την είσοδο του τάφου με μεγάλο λίθο.


Η Ανάσταση του Ιησού
Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ

Οι γυναίκες οι οποίες παραβρέθηκαν στον ενταφιασμό του Κυρίου, δηλαδή η Μαρία η Μαγδαληνή, η Ιωάννα του Χουζά και η Μαρία η μητέρα του Ιακώβου, όταν επέστρεψαν από το Γολγοθά στην πόλη, ετοίμασαν αρώματα και μύρα για να αλείψουν το σώμα του Ιησού. Και ενώ σκέπτονταν πως θα κυλήσουν τον λίθο από την είσοδο του τάφου ένας Άγγελος ανήγγειλε σ' αυτές την Ανάσταση του Σωτήρα. Οι τρεις γυναίκες ανήγγειλαν την χαρμόσυνη είδηση στους μαθητές, στους οποίους ο Ιησούς εμφανίστηκε αρκετές φορές μετά την Ανάσταση.
Μετά το γεγονός αυτό της Ανάστασής του, πέρασε ακόμα 40 ημέρες στη γη και μετά Αναλήφθηκε, δηλαδή ανέβηκε προς τον ουρανό.