Παρασκευή 5 Ιουλίου 2013

ΓΕΡΩΝ ΙΩΣΗΦ - ΗΣΥΧΑΣΤΗΣ

http://pneumatikotita.forumotion.com/



ΓΕΡΩΝ ΙΩΣΗΦ Ο ΗΣΥΧΑΣΤΗΣ


ΓΕΡΩΝ ΙΩΣΗΦ Ο ΗΣΥΧΑΣΤΗΣ
του Καθηγουμένου της Ιεράς Μεγίστης Μονής Βατοπαιδίου Αρχιμανδρίτου κ. Εφραίμ


Η δυνατότητα να αρνείται κανείς κάθε επιθυμία και σκέψη, που εγκλωβίζει εμπαθώς την θέληση και τον νου του ανθρώπου σε γήινα πράγματα, εξασκείται απ΄όσους είναι εντός της Εκκλησίας. Κατ'εξοχήν όμως αυτό αποτελεί την επιστήμη των μοναχών. Ο εγκλωβισμός μας μέσα στην γήινη σφαίρα εμπαθών νοημάτων δεν είναι ακίνδυνος, εφ'όσον τον εσωτερικό μας θάνατο τον σηματοδοτούν σκέψεις ματαιόδοξης υπερηφανείας και ατομισμού, διαθέσεις πλεονεξίας και μίσους, διχόνοια, μικρός ή απερίγραπτα μεγάλος πόλεμος με μήλο της Έριδος τις παράλογες επιθυμίες.


Όταν κανείς θεωρητικά για κάποιο διάστημα της ζωής του ευτυχεί, δεν έχει καιρόν να θέτει ερωτήματα που αφορούν την ύπαρξή του. Απολαμβάνει για λίγο την ηδονή που προκύπτει από ευτυχή γεγονότα και ακόμη περισσότερο φαντάζεται ότι έχει την δυνατότητα να επεκτείνεται ευτυχώντας, έως ότου πετύχει την ύψιστη ανάπαυση και χαρά του. Αυτό συνήθως συμβαίνει στις πιο μικρές ηλικίες, όταν άλλοι έχουν τις πραγματικές ευθύνες για τη ζωή του - και μάλιστα στην σύγχρονη εποχή για αρκετό χρονικό διάστημα- εφόσον τελειώνει κανείς τις σπουδές του σε ώριμη ηλικία.
Όταν σιγά σιγά συναντούμε τις πρώτες δυσκολίες της ζωής, που δεν αποκλείεται να συμβεί και σε μικρή ηλικία τότε αρχίζει ο προβληματισμός. Προβάλλονται και εντελώς φυσικά στο νου του ανθρώπου ερωτήματα: Γιατί υπάρχω; Ποιό το νόημα σ' αυτή τη ζωή; Ποιά είναι η αλήθεια όσον αφορά το πρόσωπο μου και τον κόσμο που ζω; Όταν απαντηθεί το ερώτημα ποιά είναι η αλήθεια τότε μπορεί να δώσει ουσιαστική λύση σε κάθε άλλο ερώτημα. Κάποτε αυτό το ερώτημα είχε τεθεί στον Χριστό από τον Πιλάτο "Τι εστίν αλήθεια;" και φυσικά δεν περίμενε απάντηση. Το ερώτημα αυτό κουράζει, απογοητεύει, σκέπτεται κανείς ότι δεν υπάρχει απάντηση. Σίγουρα κάθε τι που δημιουργεί χαρά ή ηδονή δεν είναι ταυτόχρονα και ευτυχία. Αυτό καθορίζει μία λεπτομερή παρατήρηση, που προέρχεται από την γνώση των ενεργειών που προσδίδονται στον ψυχικό μας κόσμο, όταν αποφασίσουμε να υλοποιήσουμε την μία ή την άλλη σκέψη.
Υπάρχουν παρά-λογες ηδονές που ξεγελούν τον άνθρωπο. Παρουσιάζονται σαν ευτυχίες και αλήθεια και ενεργούμενες δημιουργούν την γνώση της πικρίας και της απογοητεύσεως. Αυτό φαίνεται καθημερινά σ'όλους τους τομείς της ζωής, ή στα απεριόριστα πλούτη, ή στην κατάργηση της προσωπικότητος τρυγώντας μόνο την σωματική ηδονή με ψεύτικα αισθήματα.
Η αλήθεια όμως είναι πρόσωπο και το πρόσωπο αυτό αποκαλύφθηκε : "Εγώ ειμί η αλήθεια" (Ιω. ιδ', 6). Ταυτόχρονα αυτός είναι και η αγάπη, διότι "ο Θεός αγάπη εστίν" (Α' Ιω. δ', 8). Η πνευματική αγάπη δεν απομονώνεται στον εαυτό της, αλλά ζει την ευτυχία της μέσα στο άλλο πρόσωπο.
Η παρουσία του προσώπου Χριστού - Θεού στην γη ήταν μια προσφορά πρακτικής θυσίας-αγάπης και η αγάπη αυτή προερχόταν από την εσωτερική ενέργεια του φωτός της θεότητος, που έκρυβε μέσα Του και άφησε να φανεί εξωτερικά στο όρος Θαβώρ, στην Μεταμόρφωση Του. Η προσωπική Του ζωή είναι η αλήθεια για κάθε άνθρωπο, η αλήθεια όμως εφαρμοσμένη σαν θυσία αγάπης, ανιδιοτελούς προς τον συνάνθρωπο. Όλες οι εντολές Του οδηγούν στην αλήθεια, στην αγάπη, στο φως, στην απομίμηση των αρετών του θεϊκού Του προσώπου. Μόνο όποιος αποφασίσει να περάσει σ' ένα "στάδιο" αυτοθυσίας μπορεί να κατανοήσει ότι μέσα από τους κόπους για την απόκτηση της αγάπης προς όλους, ακόμη και προς τους εχθρούς, πηγάζει μέσα στην καρδιά του η ενέργεια του φωτός εκείνου που ανακαινίζει, μεταμορφώνει τελείως τον εσωτερικό άνθρωπο και τον ανεβάζει στην ύψιστη επιτυχία και σκοπό της ζωής, την θέωση της ανθρώπινης φύσεως, την υιοθεσία, την νίκη κατά του θανάτου, την αιώνια ανάστασή του. Μέσα στην ορθόδοξη παράδοση άπειροι ήταν οι μάρτυρες αυτής της οδού και ιδίως στον ελληνικό χώρο.Ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής έζησε στο Άγιον Όρος από το 1921 έως το 1959. Η κατά κόσμο καταγωγή του μακαριστού αυτού Γέροντα ήταν από την νήσο Πάρο. Στα χρόνια που γεννήθηκε, οι αξίες που χαρακτήριζαν την ευγένεια του ανθρώπου έναντι των άλλων δημιουργημάτων ήταν ακόμη πολύ ισχυρές, όπως και στην δική του φτωχή κατά τα άλλα οικογένεια, γεγονός που του δώρισε άριστες αρχές και ενάρετο χαρακτήρα. Πολύ σύντομα έμεινε ορφανός από πατέρα και αυτό του στέρησε την δυνατότητα να έχει ιδιαίτερες σπουδές. Τελείωσε την Β' Δημοτικού, ώστε μόλις είχε την δυνατότητα απλώς να διαβάζει και να γράφει χωρίς σωστό συντακτικό και με πολλά ορθογραφικά λάθη. Εργαζόταν στον τόπο της γεννήσεώς του, τελείωσε την στρατιωτική του θητεία στο Ναυτικό και σε ηλικία περίπου 23 ετών βρισκόταν στην Αθήνα σαν μικροπωλητής.

Όραμα - Αποκάλυψη

Στην απλότητα των χρόνων εκείνων σε ένα περιβάλλον πολύ κοσμικό, όπως ήταν τότε η Αθήνα, μια ευγενική ύπαρξη γεμάτη αυτοθυσία και αγάπη όπως ήταν ο Φραγκίσκος - αυτό ήταν το όνομά του πριν γίνει μοναχός - ζούσε μια ζωή έντιμη και προσεγμένη, έως ότου κάποιες συγκυρίες του άλλαξαν τελείως την ζωή. Ενώ μελετούσε βιβλία παλαιών ασκητών της Εκκλησίας, ένα αποκαλυπτικό όραμα του έδωσε μεγάλη ώθηση προς τον μοναχισμό. Βρέθηκε μπροστά σε μεγαλειώδεις ανακτορικούς χώρους και συνοδευόμενος από τους φύλακες του χώρου αυτού φοβήθηκε, διότι δεν γνώριζε πως βρέθηκε εκεί, χωρίς να το αξίζει, όμως εκείνοι χαμογέλασαν με καλοσύνη και του είπαν ότι το να ανεβεί εκεί είναι επιθυμία και θέληση του Βασιλέως. Για την εποχή βέβαια εκείνη, αυτό ήταν ύψιστη τιμή. Εδώ όμως δεν συνάντησε ο Φραγκίσκος κάτι το επίγειο, αλλά περνώντας μέσα από ασύλληπτους για την γήινη διάνοια χώρους, σε μια ξένη για τους κοινούς θνητούς διάσταση, τον υποδέχτηκαν και του έδωσαν ενδυμασία πολύτιμη που έμοιαζε κατασκευασμένη από ολόλευκο φως, ενώ ταυτόχρονα του είπαν "από εδώ και στο εξής θα υπηρετείς εδώ". Παρόμοιες "πληροφορίες" είχε συναντήσει ο Φραγκίσκος στην μελέτη των βίων των Γερόντων και ασκητών της ερήμου. Αυτό το όραμα-αποκάλυψη συνοδευόταν και από μια υπερκόσμια θεϊκή ενέργεια. Αυτή η ενέργεια γέμισε τον εσωτερικό κόσμο του Φραγκίσκου με τον πόθο να γνωρίσει τον Δημιουργό του, να απομακρυνθεί από κάθε τι γήινο, να μιμείται-πριν γίνει ακόμη μοναχός-την προσευχή, την νηστεία και την αγρυπνία των σκητών, στην Πεντέλη και σε άλλους χώρους κοντά στην Αθήνα, που στην εποχή του ήταν ακατοίκητη.Μια "τυχαία" γνωριμία του με ένα Αγιορείτη μοναχό, τον οδήγησε στο Άγιο Όρος και μάλιστα στα ερημικότερα μέρη του στα Κατουνάκια. Ο Φραγκίσκος δεν ήταν ακόμη έμπειρος ασκητής, είχε όμως ενημερωθεί από την μελέτη των βιβλίων των διαφόρων παλαιών ασκητών και την φυσική του συνείδηση ότι, για να ονομάζεται κανείς άνθρωπος, πρέπει να έχει νικήσει μέσα του όλα τα πάθη που προσδίδουν στον ανθρώπινο χαρακτήρα τον θηριώδη και άλογο τρόπο ζωής. Αυτός άλογος τρόπος ζωής, όπως έμπειρος αργότερα ασκητής γράφει στα πνευματικά παιδιά που καθοδηγούσε, χαρακτηρίζεται από την υπερηφάνεια ή τον εγωισμό, την φιλαυτία ή την υπερβολική αγάπη του εαυτού μας και την πλεονεξία, που ξεγελά τον άνθρωπο και τον κάνει να μαζεύει συνεχώς χρήματα. Σαν συνέχεια της αλυσίδας αυτών των κακών είναι ο θυμός και η ταραχή, το μίσος και γενικότερα ότι αντιστρατεύεται την αγάπη.Για να ξεκινήσει τον μοναχικό του αγώνα, σύμφωνα με όσα είχε διαβάσει, έπρεπε να συναντήσει άλλους έμπειρους γέροντες, ώστε με την καθοδήγηση να περπατήσει στον αόρατο δρόμο της θεώσεως, να πολεμήσει με παράλογες επιθυμίες, να βρει συμπαράσταση από την Θεία Χάρη, να νικήσει με την Θεία Ενέργεια κάθε μορφή κακίας, που είτε είχε κατακτήσει κάποιο μέρος της καρδιάς του τον καιρό που δεν εργαζόταν τις ευαγγελικές αρετές, είτε επρόκειτο να τον προσβάλει για να του ανακόψει τον δρόμο. Στη προσπάθεια αυτή διευκολύνθηκε. Ενώ έμενε προσωρινά στην πλέον ερημική περιοχή του Αγίου όρους την Βίγλα, η οποία βρίσκεται στην νοτιοανατολική πλευρά του Αγίου όρους και προσπαθούσε, όπως είχε διαβάσει στους βίους των οσίων, να προσεύχεται, να νηστεύει, να αγρυπνεί και να αναζητεί καθοδήγηση, κουράστηκε υπερβολικά, και με πόνο, αγωνία και δάκρυα παρακαλούσε τον Χριστό και την Κυρία Θεοτόκο για βοήθεια και συμπαράσταση. Από την ερημική Βίγλα κοίταζε προς την κορυφή του Άθωνα, στο εκκλησάκι της Παναγίας και γεμάτος ταπείνωση προσευχόταν, όταν ξαφνικά αισθάνθηκε κάποιο σκίρτημα χαρά στην καρδιά του και ταυτόχρονα είδε αισθητά ένα φως το οποίο προερχόταν από το εκκλησάκι της Παναγίας και του μετέδωσε υπερφυσικές ιδιότητες. Έχασε την αίσθηση του χώρου, του χρόνου, της ύλης ακόμη και του σώματός του. Η χαρά ήταν ανεπανάληπτη, το φως ενωμένο με την ύπαρξή του και έξω από αυτόν, ενώ ταυτόχρονα η πονεμένη προσευχή του άλλαξε. Μέσα στην καρδιά του ακουγόταν ξεκάθαρα, ρυθμικά, με αίσθηση υπερφυσικής ειρήνης χωρίς πλέον δική του προσπάθεια το "Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με", η σύντομη προσευχή που χρησιμοποιούν οι Αγιορείτες Πατέρες, για να έχουν αδιάλειπτη μνήμη του Θεού και των εντολών του, και επίσης να εκπληρώνουν την εντολή του Αποστόλου Παύλου "αδειαλείπτως προσεύχεσθε" (Α' Θεσσαλ. ε', 17). Αυτή ήταν η πρώτη του εμπειρία, πραγματική αίσθηση και πνευματική γνώση της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος, η οποία μας δόθηκε κατά το άγιο βάπτισμα στα παιδικά μας χρόνια.Από την ημέρα εκείνη απομακρύνθηκε περισσότερο από τους κατοικημένους χώρους, ζούσε με υπερβολική λιτότητα, το φαγητό του ήταν λίγο παξιμάδι κατά τις απογευματινές ώρες της ημέρας και αυτό το έπαιρνε από τις μονές για τις οποίες έφτιαχνε σκούπες από θάμνους, ενώ είχε ως αυστηρό πρόγραμμα την καλλιέργεια της προσευχής μέσα στην καρδιά του, όπως τον δίδαξε η Θεία Χάρη, η οποία μετά την αποκάλυψη εκείνη είχε συσταλεί και τώρα χρειαζόταν ο αγώνας της εργασίας του προγραμματισμού και της αναζητήσεως.


Οι υπερφυσικοί αγώνες και η νίκη

Στην κορυφή του Άθωνα την ημέρα της εορτής της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Χριστού, συνάντησε τον μετέπειτα συνασκητή του π. Αρσένιο και αφού συμφώνησαν να αγωνιστούν μαζί, ζήτησαν την συμβουλή ενός πολύ εναρέτου και σοφού Γέροντα, του Γέροντα Δανιήλ του Κατουνακιώτη, πού να μείνουν και πως να αγωνίζονται. Και αυτός πολύ σοφά τους σύστησε να υποταχθούν σε κάποιο γέροντα ενάρετο, ακόμη και αν είναι πολύ απλός, να πάρουν την ευχή του και μετά την κοίμησή του να αγωνιστούν όπως τους αρέσει. Πράγματι παρέμειναν και έζησαν κοντά στους Γέροντες Εφραίμ και Ιωσήφ. Η ασκητική ζωή εξωτερικά είναι μια μονοτονία, όμως μέσα στο πρόγραμμα αυτό ο άνθρωπος ενδοσκοπεί, παρακολουθεί τον εσωτερικό του κόσμο και με την δύναμη του φωτός της προσευχής ελέγχει όλες τις σκέψεις και τις ενέργειες που αυτές μεταφέρουν. Με την δύναμη της Χάριτος του Θεού διώχνει κάθε πονηρή σκέψη που υποβάλλει κυρίως φαντασιώσεις υπερηφανείας, οιήσεως και εγωισμού, σαρκικές αναπαύσεις, ηδονές και απολαύσεις "υπέρ το μέτρον", συναισθήματα μίσους, ζήλειας και φθόνου, ή ακόμη την προσκόλληση στα υλικά πράγματα, ώστε να κινδυνεύει κανείς να θυμώνει όταν του τα στερούν ή να ανταποδίδει κακόν αντί κακού. Και αντί όλων αυτών με την Θεία Ενέργεια, με την παράλληλη προσοχή και απόφασή του να μοιάσει στον Θεό, ο ασκητής αποκτά επίγνωση της αδυναμίας του ανθρώπου. Χωρίς την δύναμη του Θεού και την συνεργασία με τη Θεία Χάρη δεν μπορεί να κάνει τίποτε αγαθό, αποφεύγει το να "οίεται", δηλαδή να νομίζει ότι είναι σπουδαίος και γνωρίζει έτσι την πατρική προστασία του Δημιουργού του. Εισέρχεται στον πρώτο ευαγγελικό μακαρισμό "μακάριοι οι πτωχοί το πνεύματι" που είναι η ταπείνωση, ο χαρακτήρας του Χριστού "μάθετε απ'εμού, ότι πράος ειμί και ταπεινός τη καρδία" (Ματθ. ια', 29).Ο αντίθετος της ταπεινώσεως δρόμος τους μεν μοναχούς τούς κάνει παράλογους, τους δε λαϊκούς τους στέλνει στο ψυχιατρείο.Αποδιώκοντας με την Θεία Ενέργεια το μίσος, τον θυμό, την ζήλεια, τον φθόνο και με την προσοχή, την βιωτή και την σταθερή απόφασή του να εχθρεύεται όχι τους ανθρώπους αλλά την κακία, αποκτά ο ασκητής την αγάπη, την κορυφή όλων των αρετών, που τον κάνει όμοιο με τον Θεό, "ότι ο Θεός αγάπη εστί" (Α' Ιω. δ', 8). Για την απόκτηση βέβαια όλων αυτών βοηθεί υπερβολικά η ακτημοσύνη, το ότι ο νους δεν προσκολλάται σε τίποτε γήινο ούτε έχει επιθυμία προς κάτι υλικό.
Όταν η Θεία Χάρη θέλει να αναδείξει κάποιον στο πνευματικό αξίωμα του διδασκάλου και του Πατέρα, τον περνά μέσα από διάφορες δοκιμασίες. Για την απόκτηση των παραπάνω χρειάζεται υπομονή, επιμονή, κόπος, θλίψη και έντονος αγώνας. Ο αγώνας αυτός στη ζωή των ασκητών αλλά και των συνειδητών χριστιανών ονομάζεται και είναι σταυρός, δηλαδή σαν την εσταυρωμένη ζωή του Κυρίου.Εν τω μεταξύ αγωνιζόμενοι στα Κατουνάκια πέθανε ο ένας από τους Γέροντες, ο Ιωσήφ, ενώ στο όνομά του είχε ήδη καρεί μοναχός ο μακαριστός μας Γέροντας, ο πρώην Φραγκίσκος και τώρα πλέον Ιωσήφ.Μεγάλες δοκιμασίες από το εργόχειρο και κάποιες συνήθειες των περιοίκων μοναχών ανάγκασαν τον Γέροντα Εφραίμ και τους δύο υποτακτικούς Ιωσήφ και Αρσένιο να ανέβουν ψηλότερα στην περιοχή του Αγ. Βασιλείου. Οι δυσκολίες λόγω της ακτημοσύνης ήταν απερίγραπτες. Εκεί αναγκάστηκαν να φτιάξουν ένα μικρό καλυβάκι διαμονής με απερίγραπτους κόπους. Εκεί αργότερα σε βαθειά γεράματα πέθανε και ο Γέροντας Εφραίμ, ενώ για τον γέροντα Ιωσήφ ξεκίνησαν οι μεγάλοι πνευματικοί αγώνες.Όποιος μοναχός έχει την διάθεση να ανεβεί ψηλά, να ξεπεράσει όχι μόνο την κακία αλλά και αυτή την φυσική κίνηση της σαρκικής ηδονής, θα του δοθεί η υπερφυσική νίκη, αλλά με υπερφυσικούς αγώνες και υπερφυσική συμπαράσταση της Χάριτος του Θεού. Αυτοί οι αόρατοι δρόμοι που ακολουθήθηκαν από τους Άγιους Πατέρες και ήταν γνωστοί ακόμη και στους απλούς χριστιανούς στον κόσμο, στους γονείς μας και τους παππούδες μας, σήμερα λόγω της διεισδύσεως ξένων τρόπων ζωής είναι ελάχιστα γνωστοί, καλλιεργούνται όμως και σήμερα στο Άγιο Όρος και σην Εκκλησία γενικότερα.


Το όραμα του δοξασμένου στρατηγού

Ο μακαριστός Γέροντας πριν ξεκινήσει τον ασκητικό του αγώνα, είχε πόθο να ζήσει μια πολύ πνευματική ζωή και δεν υπολόγιζε κόπους σωματικούς, νηστείες και θλίψεις, υπομονή στην προσευχή και ότι άλλο χρειαζόταν για να πευύχει στον σκοπό του. Έτσι προσευχόμενος στο μικρό καλύβι του στον Άγιο Βασίλειο μέσα στην ησυχία της ερημιάς και της νύκτας, το άκτιστο φως της Θείας Χάριτος αυξήθηκε υπερβολικά μέσα του με άπειρη γλυκύτητα και ξαφνικά εμφανίστηκαν μπροστά του ένα τάγμα μοναχών σαν παράταξη και απέναντι τους πάλι σαν είδος στρατού πολλοί μαύροι εξαγριωμένοι με άσχημη όψη και διάθεση. Τον πλησίασε ένας δοξασμένος από θεϊκό φως στρατηγός και του είπε: ¨Επιθυμείς να πολεμήσεις στην πρώτη γραμμή;" και ενώ ο μακαριστός Γέροντας του απάντησε ναι, χαρούμενα με γενναιότητα, οδηγήθηκε τελείως μπροστά, όπου ήταν ένας ή δύο μοναχοί, ενώ ταυτόχρονα του μίλησε ο οδηγός του και του είπε: "όποιος θέλει να πολεμήσει ανδρεία με αυτούς τους σκοτεινούς δεν τον εμποδίζω αλλά τον βοηθώ".Οκτώ χρόνια ακόμη αγωνίστηκε σκληρά εναντίον κάθε δαίμονα και κυρίως αυτού που προκαλεί την ανηθικότητα και την πορνεία. Στο διάστημα αυτό ο αγώνας ήταν εξαντλητικός, κοιμόταν λίγο σε ένα είδος καρέκλας, δεν ξάπλωνε, νήστευε και προσευχόταν αδιάλειπτα. Όταν έφτανε σε υπερβολική κόπωση και θλίψη τον παρηγορούσε η Χάρη του Θεού. Ο ίδιος στηρίζοντας αργότερα τα πνευματικά του παιδιά, τους διηγιόταν πολλές από αυτές τις θεϊκές παρηγοριές.Στο διάστημα αυτό γνώρισε ένα πολύ ενάρετο ασκητή, τον Γέροντα Δανιήλ, που έμενε στο κάθισμα του Αγίου Πέτρου μετά από την ερημική και πανέμορφη περιοχή των Κρύων Νερών. Ο ίδιος διηγείται: "Η τάξις μου ήτο να εσθίω άπαξ της ημέρας ολίγον, με μέτρον ψωμί και φαϊ. Και καν Πάσχα ή Απόκρηες ένα ήτον εις ημάς φαγητόν. Άπαξ. Και εις όλον το έτος ολονύκτιος αγρυπνία. Την τάξιν αυτήν παρελάβαμε με τον Γέροντα Αρσένιον από έναν νηπτικόν και άγιον Γέροντα, τον Παπα-Δανιήλ. Είχε και άλλους ετότε αγίους πολλούς. Αυτός ήτο ο ένας. Και ιερεύς και ησυχαστής άκρον. Δεν εδέχετο εις την λειτουργίαν κανένα. Βαστούσε η λειτουργία του τρισήμισυ και τέσσαρες ώρες. Από τα δάκρυα δεν ημπορούσε να δώση τας εκφωνήσεις. Εγένετο λάσπη το έδαφος. Δι αυτό και αργούσε πολύ. Αυτός ήτον πενήντα και πλέον ετών ιερουργός. Μίαν ημέραν δεν εννοούσε να αφήση την θείαν λειτουργίαν. Και την Σαρακοστήν όλες τες ημέρες έκαμε Προηγιασμένες. Και μέχρι τέλους χωρίς ασθένειαν εκοιμήθη... Αυτός δεν εδέχετο κανέναν ως είπομεν, αλλ' εγώ επειδή ήμην πολύ επιτήδειος να ερευνώ δια να μάθω - δι αυτό και η οικονομία Θεού, όπου θερμώς τον εζητούσα - εσυγκατέβει και με εδέχετο. Και εις κάθε φοράν με έλεγεν ολίγα πλήρη χάριτος λόγια. Και εβάδιζα όλην την νύχτα δια να πάω εκεί μόνος, να ιδώ την όντως θείαν εκείνην παράστασιν, και να ακούσω ένα δύο λογάκια... Ήσαν και άλλοι πολλοί, έχοντες έκαστος ίδιον χάρισμα και πάντες ηγιασμένοι, ευωδιάζοντες ως κρίνα την έρημον".Στον Άγιο Βασίλειο έγινε γνωστός πλέον ο Γέροντας και πολλοί τον επισκέπτονταν για συμβουλές. Έτσι ενοχλούμενος στην ησυχία του αναζητούσε άλλο χώρο ησυχαστικό και δύσβατο, κρυμμένο από τους πολλούς. Δεν άργησε να ανακαλύωει τις σπηλιές στην Μικρά Αγία Άννα. Ήταν τόπος στενός και δύσβατος. Ο χώρος για να κτιστεί ένα μικρλο πήλινο καλυβάκι, όπως συνηθιζόταν ήταν σχεδόν ακατάλληλος. Όλη τους η περιουσία ήταν λίγα βιβλία και τα ρούχα που φορούσαν. Ματακόμισαν εκεί τον Ιανουάριο του 1938. Οι κόποι οι παρατεταμένες νηστείες και αγρυπνίες κατέβαλαν πλέον το σώμα του Γέροντα. Αναγκάστηκαν και έκτισαν μια μικρή πόρτα στους βράχους που ήταν η μοναδική φυσική είσοδος, λίγο μετά έκτισαν κάτω από την σπηλιά ένα μεγαλύτερο καλύβι με ξύλα, βέργες, πηλό, το οποίο διαίρεσαν σε τρία πολύ μικρά δωμάτια. Ήταν δε τόσο μικρό που με κόπο μπορούσε να εξυπηρετηθεί άνθρωπος περιορισμένων απαιτήσεων, και αντί πόρτας χρησιμοποιούσαν το παράθυρο.Για εννέα χρόνια στην συνοδεία τους στην Μικρά Αγία Άννα ήταν μόνο οι δύο τους, ο Γέροντας Ιωσήφ και ο π. Αρσένιος. Ο εφημέριος ερχόταν και έμενε μαζί σους μία ή δύο φορές την εβδομάδα για την θεία λειτουργία. Ο εφημέριος αυτός , ενάρετος ιερομόναχος, ήταν ο μετέπειτα πολύ γνωστός στο Άγιον Όρος Παπα-Εφραίμ Κατουνακιώτης.Η επιθυμία να μην έχουν τίποτα εκτός από τα αναγκαία ξεκινούσε από τον πόθο της αγάπης του Θεού, ώστε τίποτε να μην ενοχλεί την γαλήνια και καθαρή προσευχή τους, τίποτε να μη διασπά την προσοχή τους. Ο νους τους ανάλαφρος αντιμετώπιζε τις εχθρικές προσβολές, ζούσε μέσα σε απερίγραπτη εσωτερική και εξωτερική ησυχία και ενωνόταν ακατάληπτα σε θείους έρωτες με το Πνεύμα το Άγιο του Θεού.Ο άνθρωπος καταπατά το νόμο της συνειδήσεως και των εντολών του Θεού, πιστεύοντας ότι θα ευτυχήσει και θα είναι έμπλεος ηδονής αν ενεργήσει παρά τους δύο αυτούς νόμους. Και πράγματι καταπατώντας την ηθική αξία της εντιμότητας στις συναλλαγές κερδίζει κανείς σε ύλη, καταστρέφοντας την πνευματική του υπόσταση και νοιώθοντας μια ηδονή η οποία στην γλώσσα του ευαγγελίου αποτελεί αμαρτία. Το ίδιο συμβαίνει και στην πορνεία, στη μοιχεία στο ψεύδος κτλ.Η αιτία που ο άνθρωπος θεωρεί την αμαρτία ως αγαθό είναι η ηδονή. Μέσα στην ασκητική ζωή της Ορθοδοξίας, οι ασκητές δεν ήταν άνθρωποι οι οποίοι μισούσαν το σώμα τους, αλλά με τη νηστεία και τον κόπο νικούσαν τα πάθη που προκαλούν οι ηδονές του σώματος, ενώ με την ταπείνωση νικούσαν τον εγωισμό και την υψηλοφροσύνη, με την συνεργασία πάντοτε της Θείας Χάριτος. Έτσι επιδίδονταν σε αγώνες φιλοπονίας, ησυχίας, σιωπής και προσευχής με σκοπό να φθάσουν στην ένωση με τον Θεό και την τέλεια αγάπη.

Η συνάντηση με το Γέροντα Ιωσήφ τον Βατοπαιδινό

Το 1947 και ενώ ο Γέροντας Ιωσήφ συνεχίζει την σκληρή και αυστηρή ασκητική του ζωή, δέχτηκε στην συνοδεία του μετά από προσευχή τον Γέροντα Ιωσήφ, που σήμερα είναι σχεδόν 80 ετών και ζει στην Ιερά Μονή Βατοπαιδίου. Όταν προσέγγισε τον Γέροντα Ιωσήφ, εκείνος δεν τον δέχτηκε σαν μαθητή του. Όμως παρακαλώντας τον επίμονα απέσπασε στο τέλος την υπόσχεση ότι θα προσευχόταν ο Γέροντας και θα του απαντούσε τελικά μετά από θεϊκό φωτισμό και πληροφορία. Ο ίδιος ο Γέροντας Ιωσήφ ο Βατοπαιδινός στην εκτενή βίο που έχει συγγράψει για τον Γέροντα του αναφέρει: "Όταν την επόμενη μέρα, μετά από εναγώνια αναμονή, άκουσα την συγκατάθεση του Γέροντα ότι με δέχεται, άνοιγε για την ευτέλειά μου η νέα σελίδα της ταπεινής μου ζωής. Μόνον από τότε δεν είχα αμφιβολίες ή απορίες, αλλά με όλο το πλήρωμα της πληροφορίας και πίστεως ευρήκα αυτό που νοσταλγούσα και προγραμμάτιζα, που ήταν και το μακρινό μου όνειρο. Έμενα πια μόνιμα μαζί τους, όταν ο Γέροντας εγκατέλειψε το κελλάκι του όπου έμενε και πήγε μακρύτερα, διακόσια περίπου μέτρα, σε άλλο κελλί που του είχα ετοιμάσει και έμενε εκεί μόνος του. Μετά την αγρυπνία μας μέχρι τα μεσάνυχτα, πηγαίναμε στον Γέροντα, διότι ενωρίτερα δεν δεχόταν ποτέ. Ένα μεσημέρι μετά το γεύμα, όταν του έβαλα μετάνοια για να φύγω στο κελλί μου όπως πάντα, μου έσφιξε το χέρι και μειδιών μου είπε: " απόψε θα σου στείλω ένα δεματάκι και πρόσεξε να μη το χάσεις". Εγώ δεν κατάλαβα τι εννοούσε ούτε το σχολίασα καθόλου μέσα μου και έφυγα. Μετά την ανάπαυση, όπως πάντοτε, αρχίσαμε την αγρυπνία μας και ετοιμάσθηκα καθώς μου είχε δείξει να αρχίσω την προσευχή μου κρατώντας όσο μπορούσα το νου μου και τα, για το δεματάκι τα ξέχασα τελείως Δεν θυμάμαι πως ξεκίνησα, αλλά ξέρω καλά ότι μόλις άρχισα δεν πρόλαβα να προφέρω πολλές φορές το όνομα του Χριστού μας και γέμισε η καρδιά μου αγάπη προς τον Θεόν. Έξαφνα πολλαπλασιάστηκε τόσο πολύ που δεν προσευχόμουν πλέον, αλλά εθαύμαζα με έκπληξιν το ξεχείλισμα αυτό της αγάπης. Ήθελα να αγκαλιάσω και να ασπασθώ όλους τους ανθρώπους και όλη την κτίση και συγχρόνως σκεφτόμουν τόσο ταπεινά που ένοιωθα πως είμαι κάτω από όλα τα κτίσματα. Το πλήρωμα όμως και η φλόγα της αγάπης μου ήταν προς τον Χριστό μας, που αισθανόμουν ότι ήταν παρών, αλλά δεν μπορούσα να τον ιδώ, για να προσπέσω στους αχράντους πόδας Του και να τον ρωτήσω, πως πυρπολεί τόσο τις καρδιές και μένει κρυμμένος και άγνωστος. Είχα τότε μίαν λεπτήν πληροφορία ότι αυτή είναι η Χάρη του Αγίου Πνεύματος και αυτή είναι η βασιλεία των ουρανών, που ο Κύριος μας λέγει ότι ευρίσκεται εντός ημών. Και έλεγα: "ας μείνω, Κύριε μου, έτσι και δεν χρειάζομαι άλλο τίποτα". Αυτό κράτησε αρκετήν ώρα και σιγά σιγά επανήλθα στην πρώτη μου κατάσταση πάλι και περίμενα με αγωνία, ανυπόμονα, να έλθη η κατάλληλη ώρα να πάω στον Γέροντα να τον ρωτήσω τί ήταν αυτό το πράγμα και πως έγινε. Ήταν περίπου 20 Αυγούστου και η σελήνη ολόφωτη, όταν πήγα τρέχοντας και τον ευρήκα έξω από το κελλί του να περπατάει στο μικρό του προαύλιο. Μόλις με είδε άρχισε να μειδιά και πριν του βάλω μετάνοια μου είπε: " Είδες τι γλυκύς που είναι ο Χριστός μας; Κατάλαβες πρακτικά τι είναι αυτό που επίμονα ρωτούσες; Τώρα βιάσου να κάμης κτήμα σου αυτή τη Χάρη και να μη σου την κλέψη η αμέλεια".

Η κοίμηση του Άγιου Γέροντα

Οι σκληροί αγώνες στην νεανική ζωή του Γέροντα, οι στερήσεις, οι αδιάκοποι κόποι, οι απόκρημνοι και δύσβατοι χώροι όπου ασκήτευε τον κατέβαλαν σωματικά ώστε να φαίνεται υπέργηρος. Της Σαρακοστής το πρόγραμμα για φαγητό ήταν 75 γραμμάρια αλεύρι κοινό για τον καθένα βρασμένο με λίγο αλάτι, κατά την ενάτη βυζαντινή ώρα, περίπου τρεις ώρες πριν την δύση του ήλιου.Όταν αργότερα στον χώρο αυτό προσήλθαν ακόμη δύο αδελφοί, ο νυν Προηγούμενος Εφραίμ της Μονής Φιλοθέου και ο προηγούμενος Γέροντας Χαράλαμπος της Ιεράς Μονής Διονυσίου, οι δυσκολίες διαμονής έγιναν αξεπέραστες, η κατασκευή νέων χώρων διαμονής σχεδόν αδύνατη. Τέλος με υπεράνθρωπες προσπάθειες κατασκεύασαν ένα χώρο πιο βαθειά στον οποίο απεσύρθει ο Γέροντας Ιωσήφ για ησυχία, ενώ στο αρχικό πήλινο σπιτάκι παρέμειναν οι τρεις νέοι υποτακτικοί.Πολύ σύντομα όμως οι δυσκολίες δημιούργησαν έντονα προβλήματα υγείας σε όλους και ακόμη περισσότερο στους νεότερους. Έτσι αποφασίστηκε να κατεβούν χαμηλά, όπου υπήρχαν ευνοϊκότεροι χώροι διαμονής και προτιμήθηκε η νέα Σκήτη που ανήκει στην Ιερά Μονή του Αγίου Παύλου. Αυτό έγινε το 1951.Για μια ακόμη φορά προσπάθησαν να δημιουργήσουν χώρους διαμονής στα ψηλότερα και ασκητικότερα μέρη της Νέας Σκήτης. Οι δυσκολίες ήταν και πάλι απερίγραπτες εφόσον σαν ακτήμονες δεν είχαν ούτε τα απαραίτητα εργαλεία, αλλά ούτε και την οικονομική δυνατότητα.Η συνήθεια όμως στις στερήσεις έκανε και την δοκιμασία αυτή υποφερτή και σε σύντομο χρονικό διάστημα είχαν ετοιμάσει καταλύματα και συνέχιζαν το πνευματικό τους πρόγραμμα. Όταν ο Γέροντας είχε ήδη καταβληθεί, ή υγεία του πήγαινε προς το χειρότερο, δύο σοβαρές ασθένειες, η μία μετά την άλλη επέφεραν το τέλος της επίγειας ζωής του την 15η Αυγούστου 1959. Ο βιογράφος του αναφέρει: "Οι τελευταίες μέρες του ήταν πολύ οδυνηρές, γιατί η προχωρημένη πλέον ανεπάρκεια του εμπόδιζε την αναπνοή και κοπίαζε πολύ. Αυτό όμως για μας ήταν μάθημα και αφορμή πρακτικής υπομονής. Αισθανόμενοι την αγώνα του και ενώ προσπαθούσαμε να τον ανακουφίσουμε αυτός μας παρηγορούσε καταλλήλως με πρακτικά παραδείγματα αναφερόμενος ιδίως στην ματαιότητα του κόσμου. Μας έλεγε: "κοντεύει η μέρα μου να φύγω. Όπως έγινα δεν είμαι τώρα για τίποτα, ούτε μπορώ να αγωνισθώ άλλο". Ο αείμνηστος δεν ξεχνούσε διόλου τον σκοπό του και με διάφορες επίνοιες, σε κάθε πρόφαση της ζωής, εύρισκε μέσον αγώνος και καρποφορίας. Μη δυνάμενος να κινηθή ούτε και να ξαπλώση για την ασθένεια του καθόταν σε μια πρόχειρη πολυθρόνα απ΄αυτές τις πτυσσόμενες έκλαιε συνεχώς την ματαιότητα του βίου. Ανέμενε την απόλυσή του απ΄αυτή την ζωή σαν τον ευτυχέστερο κλήρο και ψιθύριζε τροπάρια των κεκοιμημένων, όταν δεν τον πίεζε η δύσπνοια. Αρσένιε έλεγε χαριεντιζόμενος, πότε φεύγουμε; Δεν εύχεσαι φαίνεται και αργούμε". Επί σαράντα σχεδόν ημέρες, τις τελευταίες του, δεν έτρωγε τίποτε, μόνο κοινωνούσε κάθε μέρα και έπαιρνε λίγο καρπούζι. Ο Γέροντας είχε όση φροντίδα και μέριμνα για την έξοδό του, που νόμιζε κανείς ότι όντως πρόκειται να ταξιδέψη αυτήν την ώρα και περίμενε το μέσο της μεταφοράς. Εμείς απεγνωσμένα προσπαθούσαμε με ότι μέσο μπορούσαμε, επιστημονικό ή πρακτικό, τουλάχιστον να τον ανακουφίσουμε γιατί κατά διαστήματα η δύσπνοια τον δυσκόλευε πολύ. Εκείνος όμως μας έλεγε: "Μην κοπιάζετε, παιδιά, δεν πρόκειται να μείνω. Από πόσο καιρό περιμένω αυτή την ώρα. Μόνον εύχεσθε να μην εμποδίση τίποτα την ελπίδα μου. Έως ότου ζη ο άνθρωπος δεν μπορεί να αμεριμνήσει". Κατά την 14η Αυγούστου του 1959 ετοιμαζόταν πολύ και υπολογίζοντας την επομένη, που ήταν η εορτή της Κοιμήσεως ανυπομονούσε, κάτι περίμενε. Συνάμα η κατάστασή του είχε επιδεινωθεί. Πέρασαν προηγουμένως φίλοι του λαϊκοί και τον χαιρέτησαν και όταν του ευχήθηκαν ανάρρωσιν, τους είπε: "όχι, όχι, φεύγω σύντομα όταν θα ακούσεται μετά τις ημέρες τις καμπάνες, να ξέρετε ότι έφυγεν ο φίλος σας. Υπολογίζω της Παναγίας μας". Την άλλη μέρα, στην μνήμη της Κυρίας μας Θεοτόκου, παρευρέθη στην Λειτουργία, μετά κόπου είπε το τρισάγιο και μετέλαβε για τελευταία φορά λέγοντας "εις εφόδιον ζωής αιωνίου". Κοίταζε με επιμονή την εικόνα της Κυρίας μας, που τόσο την αγαπούσε, και σαν να της ζητούσε κάτι. Κάτι που το γνώριζε ακριβώς αυτή. Τα ήρεμα δάκρυα του μαρτυρούσαν την προς αυτήν ενδόμυχη αίτηση της ψυχής του. Αυτήν που τόσες φορές τον παρηγόρησε και του συνέστησε να τρέφη βεβαίαν ελπίδα προς την ευσπλαχνία της... Η Δέσποινά μας εξεπλήρωσε πληρέστατα την υπόσχεσή της προς τον αείμνηστο, να έχη την ελπίδα του σ' αυτήν, με την τελευταία δωρεά της, να παραλάβει την ψυχή του την ημέρα της αγίας Κοιμήσεώς της. Καθήμενος στην καρέκλα του και παλαίων με την συνεχιζόμενη δύσπνοια, κράτησε κοντά του τον πατέρα Αρσένιο, όπως πάντοτε, αφού έδωσε στους πάντας την ευχή του. Όταν ο πατήρ Αρσένιος θέλησε να τρίψει λίγο τα πόδια του για μικρήν ανακούφιση, δεν τον άφησε και του είπε; "Παύσε πάτερ, Αρσένιε, μη κάνεις τίποτα. Τέλειωσαν όλα. Φεύγω". Έπιασε το χέρι του αχώριστου συνασκητού του, σαν να τον χαιρετούσε για τελευταία φορά, κοίταξε λίγο πάνω και παρέδωσε ήσυχα την μακαρίαν του ψυχή. Όταν μαζευτήκαμε όλοι γύρω του, αυτός δεν ήταν πλέον μαζί μας. Αφού πανηγύρισε μαζί μας την θεία μετάσταση της Κυρίας μας Θεοτόκου, έφυγε για να εορτάση στους ουρανούς αυτήν την χαρμόσυνη ημέρα. Ήταν ημέρα Παρασκευή και ώρα πρωινή μετά την ανατολή του ηλίου. Την επομένη που έγινε η κηδεία του - κατά την απαίτησή του εκεί στον τόπο που ετελειώθη - ήλθαν όλοι οι Πατέρες της Σκήτης. Αγαπούσε όλους και ανταγαπάτο από όλους".


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Η ΤΗΡΗΣΗ ΤΟΥ ΝΟΥ - ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΙΩΣΗΦ ΗΣΥΧΑΣΤΟΥ

Ἡ τήρηση τοῦ νοῦ- γέροντος Ἰωσήφ τοῦ Ἡσυχαστῆ


      Το πάν στον μοναχό είναι η τήρησι του νου. Από εκεί γίνονται όλα. Γι’ αυτό και επιβάλλεται ο μοναχός να έχη αυστηρή προσήλωσι, τήρησι και στροφή προς τον νου του. Να τον ελέγχη, γιατί από εκεί ξεκινούν όλα τα καλά και από εκεί μπαίνει φραγμός όλων των κακών. Η χρήσι και παράχρησι των νοημάτων, γεννά όλα τα υπόλοιπα. Εάν κάποιος κάνη καλή κρίσι των νοημάτων, οπωσδήποτε θα κάνη και καλή χρήσι των πραγμάτων αλλοιώς θα συμβαίνη το αντίθετο.
  Γι’ αυτό να στρέψετε όλο σας το ενδιαφέρο στην προσοχή του νου.
  Ένας άριστος τρόπος τηρήσεως του νου είναι η συνεχής μνήμη του Θεού. Εάν η προσοχή στραφή εις αυτόν τον στόχο, τότε ο άνθρωπος αμέσως ευρισκόμενος στην μνήμη του Θεού, δεν αμαρτάνει.Ο άνθρωπος «κατ’ εικόνα και ομοίωσι Θεού» πλασμένος, σπανίως γίνεται κακοήθης εκ προθέσεως. Και αυτοί ακόμα οι απολύτως διεφθαρμένοι, πού δεν ημπορούν να αντισταθούν στα πάθη τους και συνεχώς παρασύρονται και αμαρτάνουν ημπορούμε να πούμε ότι δεν αμαρτάνουν πάντοτε εκ προθέσεως, αλλά πολλές φορές εξαδυναμίας. Εκ προθέσεως ο υγιής άνθρωπος δεν γίνεται κακοήθης· και το ότι παρασύρεται, οφείλεται στο ότι σιγά-σιγά έφυγε ο νους από τον στόχο και έγινε θύμα της πονηρίας του σατανά και της εμπαθούς καταστάσεως του παλαιού ανθρώπου.
  Μη δυνάμενος λοιπόν να έχη σωστή σκέψι, σωστή όρασι για να διακρίνη τα πράγματα, αποπλανάται από ακατονόμαστες προφάσειςκαι προτιμά τα κακά αντί των αγαθών. Όταν όμως ο νους ευρίσκεται στην θέσι του και γνωρίζη καλά την αποστολή του και συναισθάνεται την παρουσία του Θεού – γιατί «εκ δεξιών ημών εστίν, ίνα μη σαλευθώμεν» – δεν κινείται προς το κακό» αλλά το αποστρέφεται.
  Ιδίως εμείς οι μοναχοί, οι όποιοι έχομε ιδιαιτέραν κλήσι και εγκατελείψαμε τον κόσμο και είμεθα αυτοεξόριστοι, εάν αυτό έχωμε υπ’ όψι μας, ήδη πρέπει να είμεθα πεπεισμένοι για την επιτυχία μας. Αν ο νους ευρίσκεται στην θέσι του, δεν θα πλανηθή ποτέ. Γιατί η αμαρτία είναι άλογος, δεν ημπορεί να πείση, μόνο απατά. Είναι δυνατό να απατήση ανθρώπους πού η γνώσι τους έχει αμβλυνθή και η έξι τους έχει παρασυρθή από το περιβάλλο τους. Δεν ημπορεί όμως τόσο εύκολα να αποπλανά τους μοναχούς, οι όποιοι έχουν συναίσθησι της ιδιαιτέρας προνοίας του Θεού και της καθημερινής ενεργείας της Χάριτος Του. Ένας μοναχός ο οποίος φοβάται να χόρταση, φοβάται να ξεκουραστή, φοβάται να μιλήση, πώς είναι δυνατό να γίνη κακοήθης;
  Όταν γίνεται, είναι σημείο ότι ξέχασε τον στόχο του και ο νους του έφυγε από την βάσι. Ο φύλακας έφυγε. Ο φρουρός δεν είναι εκεί, και εφ’ όσον δεν έχει ο στρατός φρουρό, έρχονται οι αντίθετοι και τον περικυκλώνουν.
 Εάν ήταν ο φρουρός στην θέσι του και εκοίταζε μακρυά, θα έδινε το σύνθημα και τότε ήταν αδύνατο να πλησίαση ο εχθρός. Τόση μεγάλη σημασία έχει η τήρησι του νου. Το ξέρετε και από τους Πατέρες μας. Ο Μ. Αντώνιος, ερωτώμενος να διευκρίνιση τι σημαίνει μοναχός, είπε: «Μοναχός εστί ο νουν τηρών». Και εκεί η ανθρώπινη γνώσι εσήκωσε ψηλά τα χέρια και είπε: «Εμείς δεν ημπορούμε να το κάνωμε αυτό».
Βέβαια αυτή η εργασία χωρίς την θεία Χάρι, είναι αδύνατο να επιτευχθή. Εμείς όμως έχοντες μαζί μας την Χάρι, είναι το μόνο εύκολο πού ημπορούμε να επιτύχωμε, διότι είναι και το κέντρο του στόχου μας. Αυτός είναι και ο λόγος πού οι Πατέρες μας εφώναζαν ο καθένας με τον τρόπο του· ο Μ. Αρσένιος εφώναζε ονομαστικά: «Αρσένιε, δι’ ο εξήλθες». Άλλος έδενε την μέση του με σχοινιά, άλλος με αλυσίδες, άλλος έθετε στα ρούχα του σύμβολα, άλλος έγραφε στους τοίχους, άλλος στο εργόχειρό του. Όλα αυτά ακριβώς αυτό το νόημα είχαν. Οι Πατέρες είχαν αξιολογήσει την σημασία του νου και επινοούσαντεχνητά μέσα για να τους ενισχύσουν προς την επιτυχία.
  Και σεις, καθένας με τον τρόπο του να επιδιώξετε αυτό το πράγμα. Και αν τούτο το επιτύχετε, πού οπωσδήποτε πρέπει, τότε ασφαλώς βαδίζετε απρόσκοπτα την Πατερική γραμμή και η επιτυχία είναι βεβαία· διαφορετικά, εάν δεν το επιδιώξετε, θα δεινοπαθήσετε, διότι θα γίνετε εύκολη λεία στην ποικιλόμορφη προφασιολογία της αμαρτίας και θα παρασύρεστε από το ένα ολίσθημα στο άλλο. Τότε θα ενεργή μέσα σας ο παλαιός άνθρωπος, τον όποιο έχετε αντίπαλο και εχθρό. Και τούτο θα γίνεται, γιατί ο νους έχει ξεφύγει από την αποστολή του.
  Πολύ συντελεί στην τήρησι του νου ο θείος ζήλος.
Τον θειο ζήλο τον κρατεί η ακρίβεια της συνειδήσεως, η ακρίβεια της συνειδήσεως στέκεται στην επιμονή, στο πρόγραμμα και στο τυπικόμας.
  «Άνω σχώμεν, λοιπόν, τας καρδίας». «Άνω» στα δεξιά του Πατρός, εκεί πού είναι το απαύγασμα της δόξης, εκεί πού είναι το κέντρο της αγάπης, ο Ιησούς μας, ο όποιος μας αναμένει. Πότε θα ξυπνήσωμε από την αναισθησία μας και θα επικαλεσθούμε με πόνο, με ταπείνωσι την αγαθότητα Του, να συγκαταβή να μας ελευθέρωση από τον παλαιό άνθρωπο;
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ – ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ
 
  Ερωτ.: Γέροντα, τι γνώμη έχετε για τις τεχνικές πού χρησιμοποιούνται από τους μοναχούς για την συγκέντρωσι του νου; Ποια σχέσι έχουν με τον αγιασμό του ανθρώπου;
Απ.: Το θέμα δεν είναι σύγχρονο. Υπήρχε και επί της εποχής του Άγιου Γρηγορίου του Παλαμά, θέλοντας να κτυπήσουν οι κακοήθεις εχθροί το θέμα της ησυχίας και εσωστρέφειας πού ο Άθωνας τότε επλουτούσε απομόνωσαν μερικές κινήσεις της πρακτικής μας ζωής και έλεγαν κοροϊδευτικά ότι είμεθα «Ομφαλοσκόποι» και αλλά πολλά πού αναφέρονται στον βίο του Αγίου.
  Και ο Άγιος ανέσυρε το ανάστημα του και είπε: «Ναι, μεταχειρίζονται οι νηπτικοί Πατέρες διάφορους πρακτικούςτρόπους πού συντελούν στο να έχωμε περισσότερη ευχέρεια στην συγκράτησι του νου, αλλά αυτούς δεν τους δογματίζομε». Εις αυτούς τους τρόπους ή τις τεχνικές, όπως είπατε, δεν στεκόμεθα. Εκείνο το όποιο μας απασχολεί, είναι η ακριβής τήρησι των Εντολών του Θεού, η ολοκληρωτική προς Αυτόν αγάπη μας, καθώς και προς τον πλησίο μας, μέσω των οποίων δεχόμεθα την επίσκεψι της Χάριτος. Σήμερα ακούομε παντού να γίνεται λόγος περί νοερός προσευχής και Εσωστρέφειας μέσα στον κόσμο και πολλά άλλα συναφή.
  Αν και εμάς τους μοναχούς μας απασχολούν αυτοί οι τρόποι, εν τούτοις δεν δίνομε εις αυτούς κανένα κέντρο βάρους. Το κέντρο βάρους είναι η ακρίβεια της συνειδήσεως μας στο να φυλάξωμε το θέλημα του Θεού, να τηρήσωμε πάσας τάς εντολάς Του και μέσω αυτού τού τρόπου να δεχθούμε την επίδρασι της Χάριτος. Δεν αποβλέπαμε στους τρόπους πού χρησιμοποιούμε για συγκράτησι του νου, διότι η εργασία μας δεν είναι μαγική, ούτως ώστε με εξωτερικά σχήματα να προσδοκώμε την έλευσι της Χάριτος. Έχοντες υιικές σχέσεις με τον Πατέρα Θεό, αποδεικνύαμε την προς Αυτόν στροφή μας με την απόλυτη πίστι και αγάπη και άρα αφοσίωσι.
  Και έτσι ευρίσκομε ανταπόκρισι. «Εν ω μετρώ» μετρούμε, αντιμετρείται σε μας. Καθώς αγαπούμε τον Θεό και εξ ολοκλήρου επεκτεινόμενα προς Αυτόν, τηρούντες το θέλημα Του κατά την δική του ρήσι – «ο μη αγαπών με, ου τηρεί τους λόγους μου» – έρχεται προς ημάς. Και η κοινωνία γίνεται οργανική, και η συνάντησι προσωπική. Ακόμη και αν η τήρησι του θελήματος θα στοιχίση και αυτή μας την ζωή προθυμότατα το κάνομε. Και τότε γίνεται το «ενοικήσω εν αυτοίς και εμπεριπατήσω, και έσομαι αυτών Θεός και αυτοί έσονται μοι λαός».
  Αυτό τον τρόπο διασάφισε ο Μέγας Φωστήρ της Εκκλησίας, ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, όταν εθόλωσαν τα νερά οι δυτικοί ορθολογισταί, για να εύρουν πρόφασι να κατηγορήσουν τους ορθοδόξους.
  Και πάντοτε είναι επίκαιρα αυτά, ιδίως στον σημερινό κυκεώνα της αρνήσεως των πάντων και του περιεκτικού ορθολογισμού. Και είμεθα έτοιμοι να δώσωμε λόγο «πάντι τω αιτούντι, περί της εν ημίν ελπίδος». Αυτή είναι η στροφή μας. Αγαπούμε τον Θεό, στον όποιο απολύτως πιστεύομε και αφιερώναμε ολόκληρο το είναι μας. Όλη η θέλησι, η πρόθεσι, η ενέργεια μας επεκτείνεται στην τήρησι των αγίων Του εντολών.
 Και δεν το κάνομε αυτό, διότι προσδοκούμε να μας χαρίση δωρεάς.Όχι! Πιστεύομε στον Θεό διότι μόνο εις Αυτόν αξίζει να πιστεύωμε. Τον αγαπούμε, διότι είναι η απόλυτη αυτοαγάπη διότι πλέον εξ ολοκλήρου ανήκομε εις Αυτόν. Για μας είναι διπλούς Κύριος και Δεσπότης, διότι και εκ του μηδενός μας εδημιούργησε και μετά την πτώσι μας ανέπλασε και ανακατεσκεύασε δια της προσωπικής Του θυσίας. «Και ουκέτι πλέον, εσμέν εαυτοίς» αλλά «τω υπέρ ημών αποθανόντι και αναστάντι» κατά τον Παύλο.
 Και όπως ο Ίδιος ομολογεί «όστις τηρεί τας εντολάς μου αγαπηθήσεται υπό του Πατρός μου και εγώ και ο Πατήρ μου ελευσόμεθα και μονήν παρ’ ούτω ποιήσομεν». Αυτός είναι ο τρόπος πού μας οδηγεί στον αγιασμό.πηγή
http://agathan.wordpress.com

Γ.Ιωσήφ Ησυχαστής: Όταν σοι έλθει θυμός κλείσε το στόμα σου.

Γ.Ιωσήφ Ησυχαστής: Όταν σοι έλθει θυμός κλείσε το στόμα σου.


Όσιος Ιωσήφ ο Ησυχαστής
Όσιος Ιωσήφ ο Ησυχαστής
«Ο θυμός καθ’ εαυτόν είναι φυσικός. Όπως τα νεύρα στο σώμα. Είναι και αυτός νεύρον ψυχής και οφείλει να τον μεταχειρίζεται ο καθείς εναντίον των δαιμόνων, ανθρώπων αιρετικών, και παντός κωλύοντος από την όδόν του Θεού. Εάν δε θυμώνεις κατά των ομοψύχων αδελφών ή, εκτός εαυτού γενόμενος, χαλάς τα έργα των χειρών σου, γίνωσκε ότι κενοδοξίαν νοσείς και κάμνεις παράχρησιν του νεύρου της ψυχής. Απαλλάττεσαι δε διά της αγάπης προς πάντας και αληθούς ταπεινώσεως.
Διά τούτο όταν σοι έλθει θυμός κλείσε το στόμα σου δυνατά και μη ομιλήσεις εις τον υβρίζοντα ή ατιμάζοντα ή ελέγχοντα ή πολυειδώς σε πειράζοντα άνευ λόγου.
Ο άνθρωπος είναι πλασμένος ήμερος και λογικός και επομένως ο θυμός δεν αρμόζει ουδέποτε εις την φύσιν του, ενώ με την αγάπην πάντοτε ευδοκιμεί και υποτάσσεται. Με το καλό και με την αγάπην μπορείς να κάμεις πολλούς να ημερέψουν και αν κανείς είναι καλοπροαίρετος, τον κάμνεις ογλήγορα να συμμορφωθεί, να γένη Άγγελος Θεού».
«Μη ζητήσεις ποτέ σου να ευρείς το δίκαιον, διότι τότε έχεις το άδικον. Αλλά μάθε να υπομένεις ανδρείως τους πειρασμούς, οιουσδήποτε και αν επιτρέψει ο Κύριος. Χωρίς πολλές δικαιολογίες να λέγεις «Ευλόγησον»! Και χωρίς να σφάλλεις να μετανοείς ότι έσφαλες. Εν επιγνώσει ψυχής και όχι απ’ έξω, δι΄ έπαινον, να λέγεις πως έσφαλες και μέσα να κατακρίνεις. Μη ζητάς εις τις θλίψεις σου παράκληση από τους ανθρώπους, διά να παρακληθείς από τον Θεόν. Μη νομίζεις ανάπαυσιν οπόταν ομιλήσεις, εάν ζητήσεις να ευρείς το δίκαιον. Το δίκαιον είναι να υπομείνεις ανδρείως τον επερχόμενον πειρασμόν διά να βγης νικητής καν έπταισες ή δεν έπταισες. Ει δε και λέγεις «μα διατί;» μάχεσαι τον Θεόν, τον αποστείλαντα λυπηρά διά την εμπαθή σου κατάσταση».
πηγή: Γέροντος Ιωσήφ του Ησυχαστού-διδασκαλίες, «Έκφρασις Μοναχικής εμπειρίας», εκδ. Ι. Μ. Φιλοθέου -Αγ. Όρος

Ο νους βλέπει το σκότος της ψυχής» (Οσίου Ιωσήφ του Ησυχαστού)

Ο νους βλέπει το σκότος της ψυχής» (Οσίου Ιωσήφ του Ησυχαστού)
03Σεπ

 
Ο Γέρων Ιωσήφ είδε όλο το βάθος του παλαιού ανθρώπου και με πολύ κόπο και προσευχή καθάρισε τον εαυτόν του και όλη η ζωή του είναι ένα παράδειγμα μιμήσεως, για κάθε άνθρωπο που αγωνίζεται για τη σωτηρία της ψυχής του. Παραπονείται μάλιστα, ότι δεν φροντίζουμε για το εσωτερικό της ψυχής και γράφει:
«Η σημερινή κατάστασις των πολλών περιωρίσθη εις ένα τύπον εξωτερικόν. Πέραν τούτου δεν υπάρχει φροντίδα και μέριμνα διά το εσωτερικόν της ψυχής, όπου συνίσταται το παν· όπου ενώνεται ο υλικός με τον άυλον, ο άνθρωπος με τον Θεόν, κατά το εγχωρούν εις την χωματώδη μας φύσιν. Τούτο είναι το πολύ ωραίον και το πάνυ καλόν. Άλλα πάντες το αποφεύγομεν. Πάντες τα νώτα στρέφομεν. Καθότι απαιτείται αγών».
Εις τον αγώνα αυτόν του ανθρώπου, για να υπάρξουν τα ανάλογα αποτελέσματα, πρέπει να συνεργήσει η χάρις του Θεού και η προαίρεση του ανθρώπου: «θα λυώση ως κηρός ο παλαιός άνθρωπος. Και όπως ο σίδηρος, όταν εμβαίνη εις την φωτιά, ξεκολλάει και πέφτει η σκουριά, όπου έχει επάνω, έτσι γίνεται και εις τον άνθρωπον. Έρχεται κατ’ ολίγον η χάρις και μόλις πλη­σίαση εις τον άνθρωπον αναλύει ως κηρός. Και δεν γνωρίζει εις αυτήν την στιγμήν ο άνθρωπος τον εαυτόν του, ενώ όλος είναι πολυόμματος νους και διαυγέστατος. Όμως εις αυτήν την υπερφυή ενέργειαν δεν ημπο­ρεί να ξεχωρίση τον εαυτόν του, διότι ενούται με τον Θεόν. Και τότε πίπτει η σκουριά. Αφαιρείται η σφραγίδα. Αποθνήσκει ο παλαιός άνθρωπος. Αφαιρείται το μητρικόν αίμα. Ανακαινούται το φύραμα.
Και δεν αλλάζει κατά το σώμα ο άνθρωπος, αλλά τα φυσικά προτερήματα και χαρίσματα του ανθρώπου, αυτά φωτίζει, ενδυναμοί και ανακαινίζει η χάρις. Και ζωογονείται ο πάλαι Αδάμ, ο πλασθείς κατ’ εικόνα Θεού».
Όποιος αξιωθή να ιδή την άβυσσον των πταισμά­των της ψυχής του θρηνεί από το φρικτόν αυτό θέαμα. Εκ της οράσεως της καταστάσεως αυτής προέρχεται η μετάνοια, η επίγνωσις του εαυτού μας, η αληθινή ταπείνωσις και ο φόβος του Θεού. Όλα αυτά είναι δωρήματα της Χάριτος του Θεού.
Εφ’ όσον δεν υπάρχει η επίγνωσις του αμαρτωλού εαυτού μας θεραπεία δεν υπάρχει. Από την στιγμήν όμως που ο νους γίνεται θεωρός αυτού του σκότους της ψυχής αρχίζει να λειτουργή η ταπείνωσις και μαραίνεται η ρίζα της αμαρτίας, δηλαδή η υπερηφάνεια.
Η υπερηφάνεια είναι το μεγαλύτερο εμπόδιο για τον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος. Βάσις και θεμέλιο, κατά τους αγίους Πατέρας, της πνευματικής ζωής είναι η υπακοή, διότι αυτή χαρίζει την ταπεινοφροσύνη. Είναι αδύνατον χωρίς υπακοή η ψυχή να απαλλαγή από τα πάθη της οιήσεως, της κενοδοξίας και της υπερηφάνειας.
Η μετάνοια είναι ανεκτίμητο δώρο για τον άνθρωπο. Είναι το καλύτερο φάρμακο για την αποκατάσταση της ψυχικής υγείας του ανθρώπου.
Ο Γέρων Ιωσήφ είναι πρακτικότατος διδάσκαλος, βιαστής και απαράμιλλος συνεχιστής όλης αυτής της Νηπτικής παραδόσεως, της κρυπτής εργασίας που επιτελεί ο νους εγκλειόμενος  στην ψυχή. Να πως ερμηνεύει αυτή την κατάσταση της ψυχής και του νου. «Ο νους είναι ο οικονόμος της ψυχής, όπου κουβαλά τροφήν – ό,τι τον δώσης εσύ. Λοιπόν όταν έχη ειρήνην και τον δίδεις ό,τι καλόν θέλει, αυτός τα κατεβάζει εις την καρδίαν. Πρώτον καθαρίζει αυτός από όσας προλήψεις κατείχετο εις τον κόσμον. Ξεθολώνει από του βίου τες μέριμνες και λέγοντας την νοεράν προσευχήν τελείως παύει ο μετεωρισμός. Και τότε καταλαμβάνεις ότι εκαθαρίσθη. Διότι πλέον δεν κινείται εις τα ακάθαρτα και πονηρά, όπου είδεν ή ήκουσεν εις τον κόσμον.
Μετά αυτός διά της ευχής, εισερχόμενης και εξερχομένης στην καρδία, καθαρίζει δρόμο και εκβάλλει κάθε πικρία, αισχρότητα, ακαθαρσία από αυτήν. Στήνει πόλεμο ο νους προς τα πάθη και τους δαίμονες, που εγείρουν αυτά, που τόσα έτη φώλιαζαν  σε αυτή και κανείς δεν τους ήξερε ούτε  τους έβλεπε.
Τώρα όμως που ο νους έλαβε καθαρότητα -την αρχαία στολή του- τους βλέπει και ως κύων γαυγίζει, υλακτεί, μάχεται μετ’ αυτών ως κύριος και φύλαξ όλου του διανοητικού μέρους».
Είναι μεγάλη αλήθεια αυτό το οποίο μας αποκαλύπτει ο Γέρων Ιωσήφ. Ο νους κύριος και φύλαξ όλου του διανοητικοί μέρους της ψυχής. Αυτή η προσοχή, η νηπτική ικανότητα του νου, χαρίζει σε αυτόν μεγάλη απλότητα και καθαρότητα. Ο νους γυμνός από κάθε νόημα. Αφού είναι ελεύθερος από κάθε λογισμό, τότε και η θεία χάρις επαναπαύεται, για να έλθει να σκηνώσει σε αυτόν, διότι τίποτε δεν υπάρχει ευάρεστο στο Θεό, όσον ο καθαρός λογισμός.
Ο Γέρων Ιωσήφ με πολλή σαφήνεια περιγράφει πως ο νους με την ευχή καθαρίζει τη ψυχή από τις συγκαταθέσεις των εμπαθών λογισμών: «Κρατών ως όπλον το όνομα Ιησούς μαστίζει τους πολεμίους, άχρις ότου τους βγάλη όλους απ’ έξω, τριγύρω στο περικάρδιον· και υλακτούσιν και αυτοί ως άγριοι κύνες. Ο δε νους αρχίζει να καθαρίζη την βρώμαν και όλην την ακαθαρσίαν, όπου είχον μολύνει οι δαίμονες με τας συγκαταθέσεις όπου είχομεν κάμει εις ό,τι κακόν και εφάμαρτον… Και όλο αγωνίζεται να ρίχνη έξω τες βρώμες, όπου αυτοί διαρκώς ρίχνουν μέσα. Έπειτα ως οικονόμος φέρει τροφάς αρμόζουσας προς φωτισμόν και υγείαν ψυχής».
Και συνεχίζει τη θαυμάσια διδασκαλία του: «Εις όλα αυτά συνεργεί η χάρις η καθαρτική. Σκεπάζεται ο αγωνιζόμενος ως υπό σκιάν υπό την σκέπην της υπακοής. Φρουρείται υπό την χάριν αυτού, όπου ανέλαβε την ψυχήν του ενώπιον του Θεού. Και ολίγον-ολίγον γίνεται αλλοίωσις του Υψίστου. Και αφού εν ολίγοις διωχθώσιν τελείως έξω οι δαίμονες, καθαρισθή δε έσωθεν η καρδία, παύει ο μολυσμός.
Ενθρονίζεται ο νους ως Βασιλεύς επί την καρδίαν και χαίρει ως νυμφίος επί νύμφη εν τω θαλάμω. Άγει χαράν αγίαν, ειρηνικήν, άμωμον. Λέγει την ευχήν χωρίς κόπον».
Κυριότερο έργο επομένως για την υγεία της ψυχής μας δεν είναι άλλο από την άσκηση της νοεράς προσευχής. Λέγοντας την ευχή, το: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με», δημιουργούνται μέσα στη ψυχή μας άλλες καταστάσεις. Διότι, όταν παραμένει πολύ χρόνο μέσα στη ψυχή μας το ένδοξο Όνομα του Ιησού Χριστού, προκαλεί θερμότητα σε αυτή και ανέκφραστη χαρά και αγάπη. Και πώς να μη χαίρεται η ψυχή, αφού βρήκε το πολύτιμο μαργαριτάρι, το οποίο είναι το γλυκύτατο Όνομα του Κυρίου Ιησού Χρίστου!
 
(«Πνευματικαί εμπειρίαι Γέροντος Ιωσήφ του Ησυχαστού», Ι.Μ.Καρακάλλου, Άγ. Όρος – Αποσπάσματα)

Η ζημιά που προξενεί ο μετεωρισμός κατά τη διδασκαλία του Οσίου Ιωσήφ του Ησυχαστού.

Η ζημιά που προξενεί ο μετεωρισμός κατά τη διδασκαλία του Οσίου Ιωσήφ του Ησυχαστού.


Ο Γέρων Ιωσήφ χρησιμοποιούσε κάθε νύκτα τον χρόνο της προσευχής του,  ανάλογα με την κατάσταση της ψυχής του. Προσηύχετο προφορικά με απλά  λόγια και, όταν δεν εύρισκε τον ανάλογο καρπό, έκλεινε το νου στην  καρδία. Όταν η θεία χάρις λειτουργούσε δυνατά μέσα στη ψυχή του, τότε ο  νους του φλεγόμενος από την θεία αγάπη αρπαζόταν σε θεωρία. Όταν όμως  γινόταν μετεωρισμός, χρησιμοποιούσε τον εγκλεισμό του νου. Σημειώνει  χαρακτηριστικά «και, ει μεν ενεργήση η χάρις, ευθύς ανοίγεται θύρα και  φθάνει εις την πύλην του ουρανού, και ως στύλος η φλόγα πυρός αναβαίνει η προσευχή, και αυτήν την στιγμήν γίνεται η αλλοίωσις. Ει δε και δεν  συμβάλλη η χάρις, αλλά γίνεται σκορπισμός του νοός, τότε τον κλείει εις  την καρδίαν κυκλοφερώς, και ως εν φωλεά ησυχάζει και δεν μετεωρίζεται  —ωσάν η καρδία να επέχη τόπον κλεισούρας και φυλακής του νοός».
Ήταν ακόμη δόκιμος μοναχός όταν έλαβε από την Παναγία το χάρισμα της  νοεράς προσευχής. Τα δαιμόνια επετίθεντο επάνω του με μανία, αυτός δε  χρησιμοποιούσε ως ασπίδα και ισχυρό δόρυ το κραταιό Όνομα του Ιησού  Χριστού και τους έδιωχνε . Ἐκλειε το νου του, έρριπτε προς αυτούς τα  φλογερά της ευχής βέλη και κατέκαιε τα στίφη των δαιμόνων.
Γράφει διά  τον εαυτόν του: «Εγώ είδα εκείνον τον αδελφόν, όπου, όταν ήταν νέος,  28-30 ετών, έξι ώρας κατέβαζε τον νουν του εις την καρδίαν και δεν τον  εσυγχώρει να βγή έξω, από τας εννέα το απόγευμα έως τρεις την νύκτα  -είχε ωρολόγι, όπου εκτυπούσε τις ώρες- και εγένετο μούσκεμα στον  ιδρώτα».
Ποιός να μην θαυμάσει την ανδρεία αυτού του ασκητού, που με τη  βοήθεια της Παναγίας και του Κυρίου πολεμούσε εναντίον των δαιμόνων; Ποιός να μην επαινέσει αυτή την υπομονή και επιμονή που επεδείκνυε  στη προσευχή; Ποιός πάλι δεν θα ωφεληθεί πνευματικά, όταν παρακολουθεί αυτήν την ασκητική διαγωγή;
Η πείρα και τα παλαίσματα των ασκητών είναι κληρονομιά όλης της  Εκκλησίας. Η οσμή των ασκητικών αγώνων είναι μια θαυμάσια ευωδία που  θεραπεύει τις ψυχές μας και φωτίζει το νου μας, για να αποδιώκει το  σκότος των παθών και να πορεύεται μετά βεβαιότητος στην ευθείαν οδόν των εντολών του Θεού.
Ποιός μπορεί να παραμείνει ασυγκίνητος, όταν ακούει αυτό το ασκητικό  πολεμικό διάγγελμα: «Έκτοτε ήρχισαν οι άγριοι πόλεμοι, όπου δεν με  άφηναν ημέραν και νύκτα. Άγριοι πόλεμοι! Μήτε ώραν να ησυ­χάσω. Επίσης  και εγώ είχον μανίαν εις αυτούς. Εξ ώρας καθήμενος εις την προσευχήν δεν εσυγχώρουν να βγη από την καρδίαν. Από το σώμα μου ο ίδρωτας έτρεχεν  ωσάν βρύσι. Ξύλον αλύπητα. Πόνος και δάκρυα. Νηστεία άκρα και ολονύκτιος αγρυπνία».
Θέλετε να παρακολουθήσετε και την πολεμική συμπλοκή μετά των  δαιμόνων; Ας ακούσουμε την καταπληκτική αυτή σύγκρουση όπως την  διηγείται ο ίδιος:
«Λοιπόν μίαν νύκτα, καθώς ηυχόμην, ήλθον πά­λιν εις  θεωρίαν και ηρπάγη ο νους μου εις ένα κάμπον και ήσαν κατά τάξιν -κατά  σειράν- μοναχοί συνταγμένοι προς μάχην. Και ένας στρατηγός ήλθε πλησίον  μου και μου λέγει: Θέλεις να εισέλθης να πολεμήσης εις την πρώτην  γραμμήν; Και εγώ τόυ απάντησα ότι σφόδρα επιθυμώ να μονομαχήσω με τους  αν­τίκρυ αιθίοπας, όπου ήσαν κατέναντι ωρμόμενοι και πυρ πνέοντες ωσάν  άγριοι σκύλοι, όπου μόνον η θεω­ρία τους σου επροξένει τον φόβον. Αλλ’  εις εμένα δεν ήταν φόβος διότι είχον τόσην μανίαν, όπου με τα δόντια μου να τους σχίσω. Είναι δε αληθές ότι και ως κοσμικός ήμουν τοιαύτης ανδρείας ψυχής.  Τότε λοιπόν με χωρίζει ο στρατηγός από τας γραμμάς, όπου ήταν η πληθύς  των πατέρων. Και αφού διήλθομεν τρεις ή τέσαρας γραμμάς συνταγματικώς με έφερεν εις την πρώτην γραμμήν, όπου ήσαν ένας ή δύο ακόμη κατά πρόσωπον των αγρίων δαιμόνων. Αυτοί ήσαν έτοιμοι να ορμήσουν και εγώ έπνεον πυρ  και μανίαν κατεναντίον τους. Και με άφησε εκεί αφού είπε: Όποιος  επιθυμεί να πολεμήση ανδρείως με αυτούς, εγώ δεν τον εμποδίζω, αλλά  βοη­θώ. Αυτός είναι ο Γέρων Ιωσήφ ο γενναίος στρατιώτης του Χριστού, ο οποίος με την βοήθεια του Χριστού πολεμεί  στην πρώτη γραμμή  και αποδιώκει  τας φάλαγγας των δαιμόνων. Αυτός, όπως βεβαιώνει ο ίδιος, εισήλθε σε όλα τα καταφύγια του διαβόλου και τον κατατρόπωσε : «Καγώ δε επ’ αληθείας  σας λέγω ότι εισήλθον εις όλα τα καταφύγια του εχθρού και σκληρώς  μονομαχήσας εξήλθον διά της χάριτος»
Όταν ο Γέροντας ευρισκόταν εις τον Μ. Βασίλειον, δοκίμασε ένα είδος  απολύτου εγκλεισμού και τον υπηρετούσε ο π. Αρσένιος. Κάποτε, σε μια  εορτή, ο π. Αρσένιος πήγε σε μια γειτονική καλύβη διά να λειτουργηθεί  και να κοινωνήσει. Ο Γέροντας Ιωσήφ ησύχαζε μόνος του  στο κελλί του.  «Όλο το βράδυ εκείνο, μας έλεγε, είχα έμμονο λογισμό ότι ενώ οι άλλοι  πατέρες θα κοινωνήσουν εγώ δεν είμαι άξιος αυτής της Χάρι­τος για τις  αμαρτίες μου. Σε κάποια στιγμή, εκεί που καθόμουν και κρατούσα όσο μπορούσα την  ευχή, σταμάτησα και συγκέντρωσα τις σκέψεις μου. Δούλευε μέσα μου ο  ίδιος λογισμός και ένοιωθα έντονη επιθυμία για τον Άρτον της Ζωής.  Άρχισα σαν μοιρολόι, με παράπονο την ευχούλα, που μάλλον αυτομεμψία  ήταν, όταν αισθάνθη­κα μια παρουσία. Άνοιξα τα μάτια μου, γιατί μολονότι πάντοτε έμενα στα σκοτεινά,  συνήθιζα να έχω και τα μάτια μου κλειστά. Βλέπω λοιπόν μπροστά μου έναν  ολόφωτο Άγγελο, όπως τους περιγράφει η Εκκλησία μας, που γέμισε τον τόπο φως, φως του άλλου κόσμου. Κρατούσε στο χέρι του ένα κομψότατο και  φωτεινό σκεύος, που το χωρούσε η παλάμη του. Το άνοιξε με προσοχή, με  πλησίασε όσο έπρεπε και με πολλή ευλάβεια και προσοχή μου έδωσε στο  στόμα μου μερίδα του Δεσποτικού Σώματος. Μετά, με κοίταξε με ένα σεμνό μειδίαμα, έκλεισε το σκεύος και έφυγε  από την στέγη προς το μέρος που ήταν και πριν. Όλη την ημέρα εκείνη ο  νους μου ήταν αιχμαλωτισμένος σε αυτή την θεωρία, η καρδιά μου γέμισε  από αγάπη στον Χριστόν μας και δεν θυμόμουν τίποτε άλλο επίγειο». Ποιά ήταν η πηγή από την οποίαν αντλούσε την χάριν και την δύναμιν, για να πολεμά τόσο γενναία με τα φοβερά δαιμόνια; Ήταν ο αυστηρός εγκλεισμός του νου, διά του όποιου απομάκρυνε κάθε  λογισμό εμπαθή. Απέκτησε από αυτό το άθλημα την οσιότητα και καθαρότητα  της ψυχής, η οποία του έδιδε αυτό το θάρρος και τη δύναμη να μάχεται με  τα δαιμόνια. Αυτός ο απόλυτος εγκλεισμός του χάρισε ακόμη και πολλή αγάπη προς τον Χριστόν και την Παναγία μας και τον αξίωσε να τον κοινωνήσει ο Άγγελος  του Δεσποτικού Σώματος του Χριστού.
Συμπεράσματα
  1. Για να μη μετεωρίζεται ο νους χρειάζεται να εγκλείεται μέσα  στη  ψυχή και να παραμένει εκεί με νίψη και προσευχή. Το Όνομα του Ιησού  Χριστού, επαναλαμβανόμενο νοερά, δίδει τη δυνατότητα και την πνευματική  άνεση  στο νου, να παραμένει  στη ψυχή και να μην αποπηδά να εξέλθει εξ  αυτής.
  2. Χρειάζεται εκτός από την νίψη και την προσευχή και η Χάρις του Αγίου Πνεύματος που θα σκεπάζει τον νου. Ευρισκόμενος ο νους υπό την φωτεινή  νεφέλη της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος, δεν μετεωρίζεται. Γίνεται  επομένως συνεργασία της Θείας Χάριτος και της θελήσεως του ανθρώπου.
  3. Η χαρά, η ειρήνη και η αγάπη που αποκτά η ψυχή από την ενέργεια της  ευχής ή μάλλον να πούμε καλύτερα, από τη Ζωοποιό χάριν του Αγίου  Πνεύματος, κάνει τον νου να μη θέλει να αποσπασθεί από την ωραιότατη  αυτή φυσική ένωση της ψυχής και του νου.
  4. Ο εγκλεισμός και κάθε είδος προσευχής είναι μέσα για να φθάσει και  να ενωθεί η ψυχή με τον Θεό Πατέρα της. Όταν η ψυχή ζει εν Θεώ, δεν έχει καμία ανάγκη, δεν αισθάνεται καμία έλλειψη. Θέλει να παραμένει συνέχεια με τον Θεό Πατέρα και δημιουργό της. Αυτό είναι και η πραγματική  θεολογία.
(«Πνευματικαί εμπειρίαι Γέροντος Ιωσήφ του Ησυχαστού», Ι.Μ.Καρακάλλου, Άγ. Όρος)
ΠΗΓΗ-Θαβώρειο Φως